Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

   

Αριθμός απόφασης 1024/2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Φωτεινή Αναστασάκου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 10η Νοεμβρίου 2020 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΚΑΛΟΥΣΑ – ΕΝΑΓΟΥΣΑ: Η Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» εδρεύουσα στο …, νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα δια υποκαταστήματος εδρεύοντος επί της … με Α.Φ.Μ. … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ΚΩΣΤΙΚΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ του ΘΩΜΑ με Α.Μ. 020418 του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ δυνάμει της υπ’ αριθ. …/19-10-2017 συμβολαιογραφικής πράξης παροχής πληρεξουσιότητας που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Πειραιά Γεωργία Ντάση, διά του Γεωργίου Βασαλάκη του … ως πληρεξουσίου με εξουσία υπεξουσιοδότησης, που χορήγησε την πληρεξουσιότητα, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ,

ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΣ : … του …, κάτοικος …υ υπό την ιδιότητά του ως κληρονόμος επ’ ωφελεία απογραφής και καθολικού διαδόχου του … Ψαρού, πού δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 20-9-2017 με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης 9816-4837/2017 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 20η-9-2017, η οποία, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 1728/2019 απόφασης του Δικαστηρίου που ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής λόγω εκκρεμοδικίας, επανήλθε προς συζήτηση με την από 28-7-2020 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης 5.705 – 2.672/2020 κλήση της ενάγουσας – καλούσας και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 29-7-2020 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαίωμα που έχει κριθεί ήδη με τελεσίδικη απόφαση δεν επιτρέπεται να εξεταστεί εκ νέου σε άλλη δίκη μεταξύ των αυτών διαδίκων είτε ως κύριο αντικείμενο είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος. Επί αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής και θετικής αναγνωριστικής αγωγής υπάρχει  ταυτότητα αντικειμένου που ενεργοποιεί την (αρνητική) λειτουργία του δεδικασμένου, αφού αν γίνει δεκτή η αρνητική αναγνωριστική αγωγή, παράγεται δεδικασμένο περί της ανυπαρξίας της έννομης σχέσεως που κρίθηκε τελεσίδικα, αν απορριφθεί παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη αυτής (Κονδύλης, Το Δεδικασμένο, β΄έκδ., σ. 186, 360 -361, 463 – 464, 468). Εφόσον δε ο ενάγων στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή ζήτησε την εν γένει βεβαίωση της ανυπαρξίας δικαιώματος σε σχέση με ορισμένο λόγο ανυπαρξίας αυτού, γεννάται δεδικασμένο, το οποίο και αναπτύσει την προεκτεθείσα (αρνητική) λειτουργία του για την ανυπαρξία του δικαιώματος ή την ύπαρξη αυτού, ανάλογα με το εάν η αρνητική αναγνωριστική αγωγή έγινε δεκτή ή απορρίφθηκε αντίστοιχα, σε αναφορά όμως με τα κριθέντα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον λόγο ανυπαρξίας του δικαιώματος (Μητσόπουλος, Η αναγνωριστική αγωγή, 1947, σ. 181 – 182 ∙Καστανίδης, Αρνητική αναγνωριστική αγωγή κατά το ελληνικό και ευρωπαϊκό δικονομικό δίκαιο, 2019, σ. 329 – 331). Τέλος, όταν αντικαθίστανται οι αιτιολογίες από το εφετείο κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, δεδικασμένο παράγεται από αμφότερες τις αποφάσεις, ήτοι από την πρωτοβάθμια ως προς το διατακτικό και από την δευτεροβάθμια ως προς τις αιτιολογίες, όπως αντικαταστάθηκαν ρητώς ή σιωπηρώς από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1127/2008, ΕλλΔνη 2010.1654 ·Κονδύλης, ο.π., σ. 323), μετά  δε την αντικατάσταση  των  αιτιολογιών  της  από την απόφαση του εφετείου, οι αιτιολογίες της πρωτόδικης αποφάσεως δεν έχουν ουδεμία ισχύ [ΑΠ 1512/1990, ΕΕΝ.1991.655 ·ΠολΠρΠειρ 4885/2004, ΧρΙΔ 2006.449 ·Β.Βαθρακοκοίλης, Η έφεση, σ. 587 ∙Οικονόμου (-Αθ.Πανταζόπουλος), Η έφεση, άρθρο 534, αριθμ. 15].

Με την από 28-7-2020 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης 5.705 – 2.672/2020 κλήση της καλούσας επαναφέρεται η από 20-9-2017 με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης 9816-4837/2017 αγωγή της ιδίας, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 20η-9-2017, όπως αυτή παραδεκτώς με τις προτάσεις περιορίστηκε ήδη κατά την προηγούμενη συζήτηση της με τροπή του αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικο (άρθρο 223 ΚΠολΔ – ΟλΑΠ 5/1997, ΕλλΔνη 1997.1033). Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1728/2019 απόφαση του Δικαστηρίου που ανέστειλε την εκδίκαση της αγωγής λόγω εκκρεμοδικίας και ειδικότερα μέχρι την κατά νόμιμο τρόπο περάτωση της δίκης που έχει ανοιγεί με την ασκηθείσα από 24-10-2016 και υπ’ αριθμ. εκθέσεως καταθέσεως ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016 αγωγή του εναγομένου εγγυητή κατά της ενάγουσας τράπεζας, η οποία τότε εκκρεμούσε προς εκδίκασή ενώπιον του Εφετείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), κατά την τακτική διαδικασία, για την ίδια ένδικη διαφορά μεταξύ των ιδίων διαδίκων, ύστερα από την έκδοση της υπ’ αριθμ. 383/2018 εκκαλουμένης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και μετά την άσκηση της από 26-1-2018 έφεσης του εναγομένου εγγυητή με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ 899/2018 και ΕΑΚ 77/2018 κατά αυτής. Ο εναγόμενος στην παρούσα δίκη (και ενάγων στην προειρημένη δίκη) … του … απεβίωσε στις 25 Νοεμβρίου 2018, στο … του Ηνωμένου Βασιλείου, ήτοι μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής κατά τη δικάσιμο της 27.03.2018. Όπως προκύπτει από την από 19.11.2019 και υπ’ αριθμ. 12.300/2019 έκθεση καταχωρίσεως δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας επ’ ωφελεία απογραφής του Ειρηνοδικείου Αθηνών, (η οποία κατατέθηκε εντός της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας του αποβιώσαντος εναγομένου, η οποία παρήλθε την 26 Νοεμβρίου 2019, καθώς ο εναγόμενος … του … απεβίωσε στις 25 Νοεμβρίου 2018 στο … του Ηνωμένου Βασιλείου – άρθρο 1847§2 ΑΚ), ο καθ’ ού η παρούσα κλήση, …ς … του …, κατέστη μοναδικός κληρονόμος επ’ ωφελεία απογραφής και καθολικός διάδοχος του εναγόμενου. Κατά συνέπεια, νομιμοποιείται παθητικά στην επαναφορά της συζήτησης δυνάμει της παρούσας κλήσης, με την οποία νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση η υπόθεση, δεδομένου ότι την 23η.04.2019 δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 230/2019 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία περατώθηκε η ως άνω εκκρεμούσα δίκη του … του … κατά της εκεί εναγόμενης και ενάγουσας στην παρούσα δίκη, η οποία έχει επιδοθεί νομίμως και προσηκόντως στον καθ’ ου η παρούσα κλήση την 03η.02.2020 (βλ. προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …΄/3-2-2020 έκθεση επίδοσης Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών, …), κατά της οποίας (υπ’ αριθμ. 230/2019 απόφασης) δεν έχουν ασκηθεί ένδικα μέσα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο υπ’ αριθμ. 79/2020 πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης ένδικων μέσων του Εφετείου Πειραιώς με ημερομηνία 07.07.2020, διότι οι περί διακοπής και επανάληψης της διαδικασίας έχουν ως αφετηριακό σημείο την επέλευση της εκκρεμοδικίας και ως καταληκτικό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 286 ΚΠολΔ, το τέλος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, οπότε αποκρυσταλλώνεται το υλικό της δίκης και μεταγενέστερες εξελίξεις δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη (Κεραμεύς, ΑΔΔ Γεν. Μέρος. 357, Παϊσίδου, Η διακοπή και η επανάληψη της δίκης κατά τον ΚΠολΔ, 41, 50-51). Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση η δίκη δεν διακόπηκε, νόμιμα δε διεξάγεται με τον παραπάνω κληρονόμο του αρχικού διαδίκου (ΑΠ 347/1996, ΕλλΔνη 1997.68 ·Μακρίδου σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 286, αριθμ. 9). Τέλος, ο καθ’ού η κλήση εναγόμενος δικάζεται αντιμωλία, καθώς ο διάδικος, του οποιου τυγχάνει καθολικός διάδοχος και του οποίου διεξάγει την δίκη, κατέθεσε προτάσεις στην προηγούμενη συζήτηση της υπόθεσης, οι οποίες μεταφέρθηκαν στον φάκελο της υπόθεσης επιμελεία της γραμματείας του Δικαστηρίου, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 254 ΚΠολΔ (και) στην περίπτωση που το Δικαστήριο ανέστειλε την πρόοδο της δίκης λόγω εκκρεμοδικίας για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αφού το δικαστήριο και επί αναστολής της δίκης λόγω εκκρεμοδικίας κατ’ άρθρο 222 ΚΠολΔ έχει προηγουμένως αποφανθεί για την δικαιοδοσία του, όπως στην περίπτωση των άρθρων 307, 245, 411, 249 και 250 ΚΠολΔ. Κατά την γνώμη όμως ενός μέλους του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα του εισηγητή Αθανάσιου Πανταζόπουλου, στην περίπτωση της εκκρεμοδικίας το δικαστήριο περιορίζεται στη διάγνωση της εν λόγω αρνητικής προϋποθέσης για την πρόοδο της δίκης συνεπαγόμενη την αναστολή της τελευταίας και δεν μπορεί να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, καθώς επί εκκρεμοδικίας το δικαστήριο περιορίζεται στη διάγνωση της αρνητικής διαδικαστικής προϋποθέσης της τελευταίας για την πρόοδο της δίκης συνεπαγόμενη την αναστολή της τελευταίας, περίπτωση που δεν είναι όμοια με εκείνη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, ώστε η τελευταία να τύχει αναλογικής εφαρμογής (Αθ.Πανταζόπουλος, Πρακτικά ζητήματα εφαρμογής του Ν. 4335/2015, ΕΠολΔ 2019, σ. 49).

Η αγωγή με το περιεχόμενο και τα αιτήματα που αναφέρονται στην προηγούμενη με αριθμό 1728/2019 απόφαση του Δικαστηρίου είναι νόμιμη κατά το εφαρμοζόμενο με συμφωνία των μερών ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου και δη κατά τις διατάξεις των άρθρων 345, 346, 361, 847, 849, 851, 857, 291 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 176, 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Ειδικότερα δε το αίτημα περί αναγνωρίσεως οφειλής σε αυτούσιο αλλοδαπό νόμισμα Δολλαρίων Η.Π.Α. (από τις ενδίκες συμβάσεις εγγύησης τραπεζικών δανείων) είναι νόμιμο, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθ’ όσον πρόκειται περί διεθνούς ναυτιλιακής συναλλαγής και ζητείται η αναγνώριση υποχρέωσης για συνομολογημένη χρηματική παροχή σε αλλοδαπό νόμισμα από σύμβαση διεθνούς συναλλαγής και δεν ασκείται αξίωση αποζημιώσεως από ζημία που επήλθε από τη μη εκπλήρωση ή μη κανονική εκπλήρωση της σύμβασης, ούτε ζητείται καταψήφιση σε καταβολή αυτουσίου αλλοδαπού νομίσματος, η οποία σε κάθε περίπτωση αντίκειται ευθέως στη δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 5442/1932, σε συνδυασμό πλέον με το άρθρο 1 Ν. 2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ΕΥΡΩ» και 1 Ν. 2948/2001 «Κυκλοφορία τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ και φορολογικές ρυθμίσεις για την εισαγωγή του ευρώ» (ΑΠ 343/2019, ΕΝαυτΔ 2019.1). Επομένως θα πρέπει η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Ο εναγόμενος συνομολογεί τις επίδικες συμβάσεις εγγύησης των πιστώσεων που χορηγήθηκαν στις πρωτοφειλέτριες εταιρίες και την κίνηση του λογαριασμού και το κλείσιμο τους, πλην όμως ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της ενάγουσας εναντίον του έχει αποσβεσθεί κατ’ άρθρο 862 ΑΚ, για τον λόγο ότι η τελευταία από δόλο, άλλως από βαρειά αμέλεια δεν στράφηκε εγκαίρως κατά των δανειοληπτριών εταιρειών προκειμένου, είτε να προβεί σε άμεση πώληση των πλοίων τους με πλειστηριασμό, είτε να χορηγήσει άτοκη περίοδο αποπληρωμής τουλάχιστον δύο ετών κι ότι η ενάγουσα μπορούσενα προβλέψει τη μείωση της αξίας των πλοίων των πρωτοφειλετών εταιριών μεταξύ των ετών 2015 και 2016, με τον εντεύθεν κίνδυνο της μη πλήρους ικανοποιήσεως των αξιώσεών της, και ότι, εάν είχε κινηθεί έγκαιρα, θα είχε αποπληρωθεί για ολόκληρη και όχι για μέρος μόνο της απαίτησής της και δεν θα είχε ενεργοποιηθεί η ευθύνη του ιδίου (εναγόμενου) εκ της εγγυήσεως. Ομοίως, προβάλλει συναφή ισχυρισμό (ένσταση) με επίκληση των άρθρων 288 και 281 ΑΚ επικαλούμενος τα ίδια πραγματικά περιστατικά, αλλά και την εκμετάλλευση από την τράπεζα της δεσπόζουσας θέσης της έναντι των δανειζόμενων με μια σειρά από ενέργειες (λήψη ασφαλιστικών μέτρων και άλλων δικαστικών ενργειών στην Αγγλία, παρεμπόδιση προμηθειών του πλοίου, επιβολή πώλησης των πλοίων …, …), περίοδο χάριτος μόνο έξι μηνών στις συνθήκες της σφοδρής κρίσης που έπληξε και τη ναυτιλιακή αγορά, μετά την κατάρτιση των επίδικων δανείων. Εντούτοις, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, ο εναγόμενος άσκησε την από 24-10-2016 και υπ’ αριθ. καταθέσεως ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016 αρνητική αναγνωριστική αγωγή του κατά της εδώ ενάγουσας, η οποία συζητήθηκε στις 25-4-2017 και απορρίφθηκε στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, δυνάμει της υπ’ αριθ. 383/2018 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Στην αρνητική αναγνωριστική αγωγή του αυτή ο εκεί ενάγων (και στην παρούσα δίκη εναγόμενος) επικαλέστηκε ότι συνεπεία της περιγραφόμενης στην αγωγή του ως αντίθετης στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς της εναγόμενης τράπεζας, οφειλόμενης σε δόλο, άλλως σε βαριά αμέλειά της, κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τις πρωτοφειλέτριες-πλοιοκτήτριες, αφού μετά την οικονομική αποδυνάμωσή τους, με την εμμονή της στην τήρηση των αρχικών όρων δανεισμών, παρά την κατάρρευση της ναυλαγοράς και την άκαιρη εκποίηση των πλοίων τους, δεν διέθεταν άλλους πόρους για την εξυπηρέτηση των δανείων και ζήτησε να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ελευθερώσεώς του από τις συμβάσεις εγγυήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 862 ΑΚ, άλλως επικαλούμενος τα ίδια πραγματικά περιστατικά, αλλά και την εκμετάλλευση από την τράπεζα της δεσπόζουσας θέσης της έναντι του ομίλου, τις συνθήκες της σφοδρής κρίσης που έπληξε και τη ναυτιλιακή αγορά, μετά την κατάρτιση των επίδικων δανείων, καθώς και την εκ προθέσεως παραβίαση των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος κατά τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ και αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι απαγορεύεται ως καταχρηστική και αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη η άσκηση κάθε αξίωσης της τράπεζας κατά του εναγομένου εγγυητή, στηριζόμενη στις από 21-6-2011 και από 21-7-2011 συμβάσεις εγγύησης ή σε οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο ευθύνης. Εν συνεχεία, ο εναγόμενος εγγυητής άσκησε κατά της υπ’ αριθμ. απόφασης 383/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ανωτέρω αγωγή, την από 26-1-2018 έφεσή του με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ 899/2018 και ΕΑΚ 77/2018 με αίτημα την εξαφάνιση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και περαιτέρω την παραδοχή της δεύτερης ως άνω αγωγής του κατά της ενάγουσας τράπεζας (από 24-10-2016 με ΓΑΚ 8268/2016 και ΕΑΚ 4310/2016), η οποία απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη από το Εφετείο Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) με την υπ’ αριθμ. 230/2019 απόφαση του Ναυτικού Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς, συμπληρώνοντας όμως τις αιτιολογίες της πρωτοβάθμιας απόφασης, με αποτέλεσμα υπ’ αριθμ. 383/2018 απόφαση του Δικαστηρίου να έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη κατά τα προεκτεθέντα ως προς το διατακτικό της, ενώ ως προς την έκταση του δεδικασμένου κρίσιμες πλέον είναι οι αιτιολογίες της απόφασης του εφετείου, καθώς οι αιτιολογίες της πρωτόδικης αποφάσεως δεν έχουν ουδεμία ισχύ, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Εν προκειμένω, το Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε με την προειρημένη απόφαση του επί λέξει ότι «στις 21.07.2011 η εναγομένη τραπεζική εταιρεία , που εδρεύει στο … του Ηνωμένου Βασιλείου και διατηρεί υποκατάστημα στον …. Ν. Αττικής, συνήψε δανειακή σύμβαση με την μη διάδικο ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρεία «…», που εδρεύει στις …, δια της οποίας χορήγησε στην δανειολήπτρια εταιρεία έντοκο δάνειο ποσού μη υπερβαίνοντος τα 14.000.000,00$, προς τον σκοπό αγοράς από την δεύτερη πλοίου. Το πλοίο (φ/γ) αγοράστηκε, έφερε το όνομα «…», με αριθμό Ι.Μ.Ο. , ήταν d.w.t. 76.000, είχε ναυπηγηθεί το έτος 2000 και το τίμημά του ανήλθε σε 22.300.00,00$. Η δανείστρια, προς εξασφάλιση του δανείου,  έλαβε τις εξής εξασφαλίσεις: α) Έλαβε το δικαίωμα εγγραφής πρώτης προτιμωμένης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου την οποία και ενέγραψε, β) εγγύηση και ανάληψη υποχρεώσεως αποζημιώσεως εκ μέρους της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας («»), που εδρεύει στην …, αλλά διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον ….. Ν. Αττικής,   γ) εκχώρηση των ασφαλειών, των εσόδων και της αποζημιώσεως λόγω επιτάξεως του πλοίου και δ) προσωπική εγγύηση του ενάγοντος ( του …). Εξάλλου, στις 21.06.2011, η αυτή τραπεζική εταιρεία κατήρτισε δια του αυτού υποκαταστήματός της σύμβαση δανείου με την μη διάδικο ναυτιλιακή αλλοδαπή εταιρεία («»), που εδρεύει στις …, δια της οποίας χορήγησε στην δανειλήπτρια έντοκο δάνειο ποσού μη υπερβαίνοντος το ποσό των 17.000.000,00$ προς τον σκοπό καλύψεως της αξίας ναυπηγουμένου στην Λ. Δ. Κίνας πλοίου, συνολικής αξίας 26.200.000,00$, η ναυπήγηση του οποίου αναμενόταν να ολοκληρωθεί στις 30.06.2012. Η ναυπήγηση του πλοίου (φ/γ) ολοκληρώθηκε, έλαβε το όνομα «…», με αριθμό Ι.Μ.Ο. , ήταν d.w.t. 57.000 και η ναυπήγησή του ολοκληρώθηκε εμπροθέσμως. Η δανείστρια, προς εξασφάλιση του δανείου, έλαβε τις εξής εξασφαλίσεις: α) Έλαβε το δικαίωμα εγγραφής πρώτης προτιμωμένης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου την οποία και ενέγραψε, β) εγγύηση και ανάληψη υποχρεώσεως αποζημιώσεως εκ μέρους της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας («»), που εδρεύει στην …, αλλά διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στον …… Ν. Αττικής,   γ) εκχώρηση των ασφαλειών, των εσόδων και της αποζημιώσεως λόγω επιτάξεως του πλοίου, δ) προσωπική εγγύηση του ενάγοντος ( του …), ε) εκχώρηση πρώτης τάξεως της ναυπηγικής συμβάσεως και της εγγυήσεως επιστροφής και στ) σύμβαση επιβαρύνσεως επί της κυρίας συμφωνίας I.S.D.A. (International Swaps and Derivatives Association) που είχε καταρτισθεί μεταξύ των μερών. Τα ποσά των δανείων εκταμιεύθηκαν (από το δεύτερο δάνειο εκταμιεύθηκε μέρος του ύψους 15.925.000,00$) και χρησιμοποιήθηκαν από τις δανειολήπτριες εταιρείες, οι οποίες, όπως και η, ανωτέρω αναφερομένη, διαχειρίστρια εταιρεία ανήκε στον …, συμφερόντων του ενάγοντος, γόνου οικογενείας ασχολουμένης με την ναυτιλία υπέρ τα εξήντα έτη, και μελών της οικογενείας του. Τα ανωτέρω πλοία περιήλθαν στην κυριότητα των «μονοβάπορων» πλοιοκτητριών εταιρειών σε χρονικά σημεία κατά τα οποία η διεθνής ναυλαγορά είχε πτωτικές τάσεις και, επομένως, και η αξίες των φ/γ πλοίων με το σκεπτικό ότι, σε περίπτωση ανόδου της ναυλαγοράς, η εν λόγω επένδυση θα αποδεικνυόταν αποδοτική τόσο για τις πλοιοκτήτριες, ενόψει της ανόδου των αξιών των πλοίων και της αποδοτικότητάς τους, όσο και για την δανείστρια τράπεζα, ενόψει της ακώλυτης αποπληρωμής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων των δανείων. Τα δάνεια εξυπηρετήθηκαν κανονικά έως τον μήνα Ιούλιο του έτους 2015 το πρώτο και έως τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2014 το δεύτερο, καίτοι οι πτωτικές τάσεις στην ναυλαγορά συνεχίζονταν και μάλιστα ταχύτερα από πριν. Περαιτέρω, από τα προμνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι στις αρχές του μήνα Ιανουαρίου του  έτους 2016 σε συνάντηση εκπροσώπων των μερών συμφωνήθηκε η αποπληρωμή των ποσών των οφειλομένων τόκων έως το τέλος του μήνα αυτού πλην όμως η εν λόγω συμφωνία δεν τηρήθηκε λόγω του προβλήματος ρευστότητας των δανειοληπτριών. Έτσι, ξεκίνησε νέος κύκλος διαπραγματεύσεων με σκοπό την πιστωτική διευκόλυνση των δανειοληπτριών που οδήγησε στην σύναψη της από 10.03.2016 συμβάσεως πιστώσεως των δανειοληπτριών με ποσό 750.000,00$, η οποία θα λειτουργούσε μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, αφού η πρώτη δανειολήπτρια θα προέβαινε στην άμεση πώληση προς διάλυση («σκραπάρισμα») του αγορασθέντος πλοίου της αντί τιμήματος ποσού 2.597.000,00$, όπως και έγινε, στο Πακιστάν, στις 15.04.2016,  και ο ενάγων θα παραχωρούσε δικαίωμα υποθήκης σε ακίνητό του (διαμέρισμα) στην Ελβετική Συνομοσπονδία (στην διεύθυνση )  στην εναγομένη. Ωστόσο, η σύμβαση αυτή δεν λειτούργησε στο σύνολό της ενόψει του ότι ο ενάγων δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για την ολοκλήρωση της εγγραφής της υποθήκης στο ανωτέρω ακίνητο ενώ δεν υπογράφηκε, εντός του μήνα Μαΐου του έτους 2016, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί, συμφωνία διακανονισμού του συνόλου των οφειλών των δανειοληπτριών σύμφωνα με το σχέδιο που προσκομίζεται από την εναγομένη. Αποτέλεσμα αυτής της ασυμφωνίας υπήρξε η καταγγελία («Notice of Default and reservation of rights»), από 15.06.2016 των δανειακών συμβάσεων με υπόλοιπα 7.480.783,36$ και 12.618.444,62$. Λίγο αργότερα η εναγομένη πληροφορήθηκε από … ότι το πλοίο « …», που βρισκόταν στη θαλάσσια περιοχή της  Ινδίας, έπλεε στην θαλάσσια περιοχή της …. ζητώντας να προμηθευτεί καύσιμα και άλλα χρειώδη. Το γεγονός αυτό θεώρησε η εναγομένη ως έναρξη διαδικασίας «αποκρύψεως» του πλοίου και καταφυγής του σε χώρα όπου δεν θα μπορούσε να ασκήσει ευχερώς επ΄ αυτού τα δικαιώματά της. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αυτό η εναγομένη ζήτησε και έλαβε δικαστική προστασία (βλ. την από 02.07.2016 διαταγή της Δικαστή Nikola Davies) δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν η πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου όπως και ο ενάγων να παραδώσουν το προαναφερόμενο πλοίο σε αυτή (εναγομένη). Εν τέλει, μετά και από άλλες αιτήσεις της εναγομένης σε Αγγλικό Δικαστήριο, το πλοίο παραδόθηκε σε αυτή και πλειστηριάσθηκε στην Ναμίμπια, μετά από άδεια τοπικού δικαστηρίου, με πλειστηρίασμα 11.000.000,00$. Από τα ανωτέρω παρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, συνάγονται αβίαστα τα ακόλουθα συμπεράσματα: α) Οι κινήσεις των πλοιοκτητριών εταιρειών για την αγορά των ενδίκων πλοίων σε περίοδο πτώσεως των ναύλων  ήσαν όχι μόνο τολμηρές, αλλά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν επικίνδυνες, εφόσον η ανάκαμψη των ναύλων ήταν πιθανή και αβέβαιη. Η όλη, δηλαδή, κίνηση των πλοιοκτητριών εταιρειών έφερε εξαρχής το στίγμα της αυξημένης διακινδυνεύσεως. β) Η εναγομένη έδειξε σημαντική, για τα επιχειρηματικά δεδομένα της εποχής και του ύψους των οικονομικών μεγεθών, ανοχή αναφορικά με την μη εξυπηρέτηση των δανείων εκ μέρους των πλοιοκτητριών εταιρειών. γ) Ευλόγως το παρασχθέν moratorium είχε εξάμηνη διάρκεια και όχι μεγαλύτερη (ετήσια ή διετή, όπως ζήτησαν οι πλοιοκτήτριες εταιρείες), εφόσον δεν υπήρχαν ενδείξεις, πέραν της πωλήσεως του πρώτου πλοίου για «σκραπάρισμα», για συμμόρφωση των πλοιοκτητριών και του εγγυητή στις ειδικότερες συμφωνίες υπό τις οποίες αυτό (moratorium) θα τελούσε. δ) Οι συνθήκες της αγοράς των ναύλων δεν έδειχναν σημεία βελτιώσεως με αποτέλεσμα να μην θεωρείται, κατά καλή πίστη, βιώσιμη η προσπάθεια διασώσεως του δευτέρου πλοίου. Και ε) Τα χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν από την πώληση του πρώτου πλοίου και τον πλειστηριασμό του δευτέρου ήσαν ανάλογα προς την κατάστασή τους, τις αξίες του και τα δεδομένα της αγοράς πλοίων του συγκεκριμένου είδους. Συνεπώς, ενόψει των συμπερασμάτων αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθής ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η εναγομένη δολίως ή, τουλάχιστον, από αμέλεια  προκάλεσε αδυναμία στις πλοιοκτήτριες εταιρείες να εκπληρώσουν τις προς αυτή (εναγομένη) δανειακές υποχρεώσεις τους και, επιπλέον, κρίνεται ότι η προπεριγραφομένη συμπεριφορά της εναγομένης ουδόλως υπερέβη τα διαγραφόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 Α.Κ. όρια συμπεριφοράς.» Επομένως, το δεδικασμένο που παρήχθη από την υπ’ αριθμ. 383/2018 απόφαση του Δικαστηρίου σε συνδυασμό με τις αιτιολογίες της υπ’ αριθμ. 230/2019 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς καλύπτει πλήρως κατά όμοια ιστορική και νομική αιτία αφενός την ύπαρξη του επίδικου δικαιώματος της ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση εγγύησης σε συνδυασμό με την οφειλή εκ δανείου, αφετέρου, την ανυπαρξία των δικαιωμάτων επί των οποίων ερείδονται οι προβαλλόμενες ενστάσεις του εναγόμενου (862 ΑΚ – 281, 288 ΑΚ), αφού με την απόρριψη της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής του εκεί ενάγοντος και στην προκείμενη δίκη εναγόμενου, αφενός βεβαιώθηκε η ύπαρξη του επίδικου δικαιώματος και της οφειλής του εδώ εναγόμενου εκ της παρεπόμενης σύμβασης εγγύησης επί τη βάσει των δανειακών συμβάσεων που αναλυτικά αναφέρθηκαν ανωτέρω και σε αναφορά με τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται στην παρούσα δίκη προς θεμελίωση των ενστάσεων του εναγόμενου εκ των άρθρων 862 ΑΚ και 281 – 288 ΑΚ και τα οποία εμποδίζεται το Δικαστήριο να επανακρίνει ως εκ της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα, για τις αιτίες που αναφέρονται στο ιστορικό της αγωγής, το συνολικό ποσό των 10.395.010,26 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το οποίο αναλύεται α) σε απαίτηση ποσού 2.965.005,26 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως μέχρις της ολοσχερούς εξοφλήσεως, στο οποίο περιορίζεται η αρχική απαίτησή της ποσού 2.969.076,43 δολ. ΗΠΑ, που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησής του από τη δανειακή σύμβαση της τράπεζας με την εταιρία “…” και β) σε απαίτηση ποσού 7.430.005,00 δολ. ΗΠΑ, νομιμοτόκως μέχρις της ολοσχερούς εξοφλήσεως, που απορρέει από τη σύμβαση εγγύησης από τη δανειακή σύμβαση της τράπεζας με την εταιρία “…”. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματός του (άρθρο 176 ΚΠολΔ, 68§§1,3, 63,i,στ΄ Ν.4139/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.-

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει το ποσό των δέκα εκατομμυρίων τριακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων δέκα δολλαρίων ΗΠΑ και είκοσι έξι σεντς (10.395.010,26 $), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.-

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριάντα ενός χιλιάδων (31.000) ευρώ.-

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την …η-…-2021, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την …-…-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ