Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: 850/2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τακτική διαδικασία

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των κάτωθι:

Α) Της καλούσας – ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις …) και εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενη ΑΦΜ, για την οποία κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 12.2.2019 δικαστικού πληρεξουσίου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, σε συνδυασμό με το από 21.2.2019 πιστοποιητικό νομιμοποίησης της ενάγουσας εταιρείας με τη συνημμένη σε αυτό επίσημη μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Βασίλειος Οικονομίδης (ΑΜ/ΔΣΑ 23028) και Δημήτριος Μπαμπινιώτης (ΑΜ/ΔΣΑ 24243), αμφότεροι κάτοικοι …….(… αντίστοιχα), που υπέβαλαν τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ αντίστοιχα, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Ιωάννα Βεργέτη (ΑΜ/ΔΣΑ 32611) και Βασίλειο Οικονομίδη (ΑΜ/ΔΣΑ 23028), που υπέβαλαν τα υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ αντίστοιχα.

Των καθ’ ων η κλήση – εναγόμενων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …) και εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενη ΑΦΜ, 2) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία εδρεύει στο …) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει των από 21.2.2019 εξουσιοδοτήσεων, σε συνδυασμό με το ταυθήμερο ψήφισμα του μοναδικού συμβούλου της πρώτης και το ταυθήμερο πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου της δεύτερης των εναγομένων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γεώργιος Κεχαγιόπουλος του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΑ 25592), κάτοικος …….. (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β) Της ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …) και εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενη ΑΦΜ, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει της από 10.10.2019 εξουσιοδοτήσεως, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, σε συνδυασμό με το από 10.10.2019 Ψήφισμα του Μοναδικού Συμβούλου της εταιρείας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Κεχαγιόπουλος του Βασιλείου (ΑΜ/ΔΣΑ 25592), κάτοικος Πειραιά (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Της εναγόμενης: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», ως πλοιοκτήτριας της υπό σημαία Β. θαλαμηγού (Θ/Γ) “…”, νομίμως εκπροσωπούμενης και στερούμενης ΑΦΜ, η οποία τυπικά μεν εδρεύει στις Β. Π. Ν., ουσιαστικά δε στη …), όπου ασκείται η επιχειρηματική δραστηριότητά της και λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις για τις εταιρικές υποθέσεις μέσω της εταιρείας με την επωνυμία «…», για την οποία κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 4.10.2019 δικαστικού πληρεξουσίου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, σε συνδυασμό με το από 21.2.2019 πιστοποιητικό νομιμοποίησης με τη συνημμένη σε αυτό επίσημη μετάφρασή του στην ελληνική γλώσσα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Βασίλειος Οικονομίδης (ΑΜ/ΔΣΑ 23028) και Ιωάννα Βεργέτη (ΑΜ/ΔΣΑ 32611), αμφότεροι κάτοικοι …..(…), που υπέβαλαν τα υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΠ αντίστοιχα, και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους ίδιους ως άνω πληρεξούσιους δικηγόρους.

Η καλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α αγωγής ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.10.2018 υπ’ αριθ. κατάθεσης 10967/4932/22.10.2018 αγωγή της, η οποία φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 371/2020 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τμήμα ναυτικών διαφορών), με την από 25.2.2020 κλήση της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 1816/927/26.2.2020, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 26ης.5.2020 και γράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη η υπόθεση εισάγεται οίκοθεν προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, κατόπιν εγγραφής της στο αντίστοιχο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου γραμματέα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4330/7.9.2020 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Η ενάγουσα της υπό στοιχείο Β αγωγής ζητεί να γίνει δεκτή η από 10.5.2019 υπ’ αριθ. κατάθεσης 4391/2184/13.5.2019 αγωγή της, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 26ης.5.2020, δυνάμει της από 27.2.2020 Πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης, και γράφηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων. Ήδη η υπόθεση εισάγεται οίκοθεν προς συζήτηση, κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, κατόπιν εγγραφής της στο αντίστοιχο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου γραμματέα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4330/7.9.2020 Πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Κατά τη δημόσια συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Με την από 25.2.2020 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου 1816/927/26.2.2020 κλήση, νομίμως εισάγεται προς συζήτηση η από 22.10.2018 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 10967/4932/2018 (υπό στοιχείο Α) αγωγή, κατόπιν εκδόσεως της υπ’ αριθ. 371/2020 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου (τακτική διαδικασία), με την οποία αυτό, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, ανέβαλε την εκδίκαση της εν λόγω αγωγής, προκειμένου να ενωθεί και συνεκδικασθεί με την από 10.5.2019 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 4391/2184/2019 (υπό στοιχείο Β) αντίθετη αγωγή, που εκκρεμούσε εισέτι, κατά το χρόνο έκδοσης της ως άνω απόφασης, στο στάδιο προσδιορισμού δικασίμου. Σημειώνεται ότι η συζήτηση των υπό κρίση αγωγών είχε αρχικά προσδιοριστεί, μετά την από 25.2.2020 κλήση, για τη δικάσιμο της 26ης.5.2020, οπότε ματαιώθηκε λόγω αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων. Με την υπ’ αριθ. 4330/7.9.2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς διατάχθηκε η οίκοθεν εισαγωγή τους προς συζήτηση και ενεγράφησαν στο πινάκιο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Επομένως, οι υπό κρίση αντίθετες αγωγές συνεκδικάζονται αντιμωλία των διαδίκων, δοθέντος ότι εκκρεμούν ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, υπάγονται στην τακτική διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται επιπροσθέτως μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Α. Με τη διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ, ορίζεται ότι: «Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της». Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του άρθρου 686 εδ. α΄ του ΑΚ, με την οποία προβλέπεται η δυνατότητα ανάμειξης και εποπτείας του εργοδότη κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης και μέχρι την αποπεράτωση του συμφωνηθέντος έργου, χάριν ελέγχου της πορείας της εκτέλεσης αυτού και πρόληψης της μη έγκαιρης ή προσήκουσας εκτέλεσης αυτού και εξειδικεύονται και επεκτείνονται οι αρχές των άρθρων 683 και 685 ΑΚ, για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως σε ευθύνη τρίτου ή ακόμη και σε ανώτερη βία. Επίσης, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011 ΕλλΔνη 2011.1427, ΑΠ 1035/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 686 εδ. α΄, 387 παρ. 2, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. του ΑΚ), για αιτία που έληξε, ήτοι ex causa finita και αποδίδεται η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την uπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 759/1986 ΝοΒ 1987.739). Επομένως, αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, με την οποία ο εργοδότης ζητεί κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού την απόδοση από τον εργολάβο της αμοιβής που του προκατέβαλε, είναι η υπαναχώρηση από τη σύμβαση, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη. Εξάλλου, το ορισμένο ή το αόριστο της αγωγής ως προς την έκθεση σ’ αυτή των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική της αιτία, εκτιμά κυριαρχικώς το δικαστήριο της ουσίας, από δε τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπάρκεια ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης, προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 997/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του ληφθέντος αντικειμένου ο οφειλέτης αποδίδει το γι’ αυτό ληφθέν αντάλλαγμα. Επί παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του έργου που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ΑΠ 77/2011 ό.π.). Εξάλλου, η δήλωση του εργοδότη ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση είναι απρόθεσμη και δεν υπόκειται σε παραγραφή, για την εγκυρότητα δε αυτής είναι αδιάφορο αν κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος του ανατεθέντος έργου. Είναι τελείως διαφορετικό ότι στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης έχει κατά τη διακριτική του ευχέρεια το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από το τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οπότε ο εργοδότης οφείλει στον εργολάβο μόνο την αντίστοιχη αμοιβή για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο με βάση τη σύμβαση (ΑΠ 1035/2010 ό.π.), και να μην υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση. Το παρεχόμενο με το άρθρο 686 εδ. α΄ του ΑΚ δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά τον συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν πληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι από το άρθρο 686 εδ. α΄ του ΑΚ υποχρεώσεις του εργολάβου για την έγκαιρη έναρξη και για τη μη επιβράδυνση των εργασιών εκτέλεσης του έργου κατά τρόπο, που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατεξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη ολοκλήρωση και παράδοση του έργου (ΑΠ 652/2008 ΕλλΔνη 2010.776). Για τη θεμελίωση του προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α΄ του ΑΚ δικαιώματος υπαναχώρησης του εργοδότη από την εργολαβική σύμβαση, απαιτείται: α) αντισυμβατική καθυστέρηση έναρξης της εκτέλεσης του έργου ή αντισυμβατική επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη και β) αδυναμία έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξαιτίας της καθυστέρησης έναρξης ή της επιβράδυνσης της εκτέλεσης. Περαιτέρω, στην περίπτωση που η μη έγκαιρη έναρξη του έργου ή η επιβράδυνση των εργασιών οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε τα δικαιώματα του εργοδότη από την υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια, σύμφωνα με το εδάφιο β΄ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 686 του ΑΚ και, κατά συνέπεια, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β΄, 343 παρ. 2, 383, 385, 389 παρ. 2 και 390 του ΑΚ, ο εργοδότης μπορεί και πάλι να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 1378/2010 ΧρΙΔ 2011.422) και μάλιστα χωρίς να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο εύλογη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του τελευταίου προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο εργοδότης δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης. Συγκεκριμένα, από τα άρθρα 383, 387, 389 παρ. 2 και 686 του ΑΚ προκύπτει ότι σε υπερημερία εργολάβου σχετικά με την εκτέλεση του έργου, ο εργοδότης, αν περάσει άπρακτη η προθεσμία που έταξε για εκπλήρωση της παροχής ή στις περιπτώσεις του άρθρου 385 του ΑΚ και χωρίς να τάξει την προθεσμία αυτή (όταν απ’ όλη τη στάση του οφειλέτη προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή όταν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης) δικαιούται ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης, που έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της σύμβασης, με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική, αποσβέννυνται οι εκατέρωθεν αξιώσεις και παράλληλα δημιουργείται αμοιβαία υποχρέωση επιστροφής των παροχών που είχαν τυχόν εκτελεσθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ). Σημειώνεται ότι, αν δεν αποδειχθεί η επικαλούμενη από τον εργοδότη – ενάγοντα υπερημερία του εργολάβου – εναγόμενου, η οποία (υπερημερία) αποτελεί την προϋπόθεση της εγκυρότητας της κατά τα άρθρα 686 εδ. β΄ και 383 ΑΚ προβλεπόμενης υπαναχώρησης, η τελευταία πάσχει ακυρότητα, μη επιφέρουσα, συνακόλουθα, τη λύση της ένδικης σύμβασης έργου, η οποία παραμένει ενεργής και νομιμοποιεί την άρνηση της εναγόμενης να επιστρέψει την αμοιβή της (ΕφΠειρ 760/2011 ΔΕΕ 2012.588, ΕφΑθ 2119/2008 ΕλλΔνη 2009.877). Περαιτέρω, με την επιλογή του δικαιώματος της υπαναχώρησης, ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει αθροιστικά: α) εύλογη αποζημίωση για την πραγματική ζημία που έπαθε από τη μη εκτέλεση της σύμβασης και όχι πλήρη (ΑΠ 746/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 197/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 149/2004 ΕλλΔνη 2004.902) και β) απόδοση παροχής, την οποία ολικά ή μερικά εκπλήρωσε, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και μάλιστα για αιτία που έληξε (EφAθ 6731/1998 ΕλλΔνη 1999.1194). Οι διατάξεις των άρθρων 383-385 και 686 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου, άρα μπορεί να γίνει ειδική συμφωνία, κατά την οποία ο εργοδότης θα δικαιούται όχι εύλογη αλλά πλήρη αποζημίωση και πρόσθετη ποινική ρήτρα, οπότε η σώρευση όλων αυτών των αποτελεσμάτων δεν είναι αντίθετη στη διάταξη του άρθρου 686 εδ. β΄ ΑΚ, αφού η υπαναχώρηση είναι συμβατική (ΑΠ 413/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στην περίπτωση της υπαναχώρησης, ο εργοδότης δικαιούται κατά τα ανωτέρω εύλογη αποζημίωση, δεν έχει όμως δικαίωμα για καταβολή ποινικής ρήτρας που τυχόν συμφωνήθηκε λόγω μη εκπλήρωσης ή λόγω καθυστέρησης της εκπλήρωσης, εκτός εάν είχε συνομολογηθεί ποινική ρήτρα με τη ρητή συμφωνία ότι η ποινή θα καταπίπτει και αν χωρήσει υπαναχώρηση, οπότε ο εργοδότης δικαιούται παράλληλα με την υπαναχώρηση και την εν λόγω ποινή. Εξάλλου, η σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπαναχώρηση εκ μέρους του δικαιούχου συνιστά μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, η δε δήλωση αυτής, ρητή ή και σιωπηρά, δεν υπόκειται σε τύπο, είναι απρόθεσμη και μπορεί να γίνει και με την άσκηση αγωγής (ΑΠ 1759/2009 ΕλλΔνη 2010.776). Διάφορη της κατά τα ανωτέρω υπαναχώρησης συνιστά η κατά τη διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης έργου, κατά την οποία ο εργοδότης έχει δικαίωμα μέχρι την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο τη σύμβαση, οπότε αυτή λύεται για το μέλλον (ex nunc), αυτός δε οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Η κρίση δε του Δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βούλησης του εργοδότη συνιστά υπαναχώρηση ή καταγγελία, κατά τη διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, με βάση τα κατ’ ουσία γενόμενα, δεκτά ανελέγκτως, πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 445/2019, ΑΠ 1347/2019, ΑΠ 1227/2018, ΑΠ 338/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δεν αποτελεί καταγγελία η δήλωση του εργοδότη που τείνει στη λύση της σύμβασης, όταν επικαλείται αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου. Στη σχετική δήλωση υπαναχώρησης, πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι της, όχι μόνο για να μπορέσει ο εργολάβος να αμυνθεί, αλλά και για να μην προκύψει σύγχυση σχετικά με το αν πρόκειται για την υπαναχώρηση ή για την καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ (ΑΠ 697/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – βλ. αναλυτικά για την καταγγελία κατωτέρω, τη νομική σκέψη υπό IV.A.). Β. Από τα άρθρα: α) 185 ΑΚ, κατά το οποίο: «όποιος προτείνει τη σύναψη σύμβασης δεσμεύεται όλο το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μπορεί να την αποδεχθεί εκείνος στον οποίο έγινε η πρόταση», β) 187 ΑΚ, κατά το οποίο: «η πρόταση για τη σύναψη σύμβασης αποσβήνεται αν αποκρούστηκε ή δεν έγινε αποδεκτή έγκαιρα κατά τις διατάξεις των άρθρων 189 έως 194», γ) 189 ΑΚ, κατά το οποίο: «η αποδοχή της πρότασης για τη σύναψη σύμβασης απαιτείται να περιέλθει σ’ αυτόν που πρότεινε μέσα στην προθεσμία που είχε τάξει. Αν δεν είχε τάξει προθεσμία η αποδοχή πρέπει να περιέλθει σ’ αυτόν έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις ήταν υποχρεωμένος να την περιμένει», δ) 191 ΑΚ, κατά το οποίο: «καθυστερημένη αποδοχή πρότασης θεωρείται σαν νέα πρόταση. Αποδοχή με τροποποιήσεις θεωρείται σαν αποποίηση με νέα πρόταση», ε) 192 ΑΚ, κατά το οποίο: «η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σ’ αυτόν που πρότεινε η δήλωση αποδοχής της πρότασής του» και στ) 195 ΑΚ, κατά το οποίο: «σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της», συνάγεται ότι για την κατάρτιση συμβάσεως απαιτείται πρόταση και αποδοχή αυτής από εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται, με πλήρη σύμπτωση των εκατέρωθεν δηλώσεων, αποδοχή δε με τροποποιήσεις λογίζεται ως αποποίηση με νέα πρόταση (ΑΠ 240/1995 ΕλλΔνη 1996.682, ΑΠ 655/1977 ΝοΒ 1978.353). Τα άρθρα 191 παρ. 2 και 195 ΑΚ ρυθμίζουν τη φανερή ασυμφωνία (διάσταση μεταξύ των δύο δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων), ενώ τη λανθάνουσα ασυμφωνία (παρανόηση) ρυθμίζει το άρθρο 196 ΑΚ. Το άρθρο 195 ΑΚ εφαρμόζεται κυρίως επί σταδιακής συνάψεως της συμβάσεως, κατά την οποία τα μέρη συμφωνούν βαθμηδόν κατά τις διαπραγματεύσεις, επί των διαφόρων προς ρύθμιση σημείων και έχει το νόημα ότι για τη σύναψη της συμβάσεως χρειάζεται συμφωνία τόσο επί των ουσιωδών όσο και επί των επουσιωδών σημείων της συμβάσεως. Εάν δεν επιτεύχθηκε συμφωνία επί ουσιώδους για το είδος της υπό κατάρτιση συμβάσεως σημείου, είναι αυτονόητο και αναμφίβολο ότι δεν καταρτίσθηκε σύμβαση. Η διάταξη δε αυτή εφαρμόζεται μόνο αν το ένα ή αμφότερα τα μέρη γνωρίζουν ότι δεν συμφώνησαν επί ορισμένων εκ των ανωτέρω σημείων (ΕφΑθ 7179/2008 ΕλλΔνη 2011.243). Όταν, συνεπώς, υπάρχει φανερή ασυμφωνία, η σύμβαση καταρχήν δεν καταρτίζεται, είναι δηλαδή, κατά την κρατούσα γνώση, ανυπόστατη, άλλως άκυρη (βλ. Λέκκα σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 195 αριθ. 8, με παραπομπή σε θεωρία). Αντίθετα, η διάταξη του άρθρου 196 ΑΚ (λανθάνουσα ασυμφωνία) εφαρμόζεται όταν τα μέρη αγνοούν τη διάσταση των δηλώσεων βουλήσεώς τους. Αν ο όρος, ως προς τον οποίο υπάρχει λανθάνουσα ασυμφωνία, είναι ουσιώδης (essentiale), η σύμβαση δεν είναι, καταρχήν, καταρτισμένη. Η λύση αυτή συνάδει και προς τη ρύθμιση της ΑΚ 195, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση δεν θεωρείται καταρτισμένη εάν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με το εάν τα μέρη θα κατάρτιζαν τη σύμβαση χωρίς τον μη συμφωνημένο όρο, συνάδει δε καταρχήν και προς την υποθετική βούληση των μερών. Ωστόσο, επειδή η ΑΚ 196 δεν διακρίνει μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών όρων της συμβάσεως, εάν προκύπτει ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν ακόμα και χωρίς τα μέρη να συμφωνήσουν ως προς τον ουσιώδη όρο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η σύμβαση καταρτίζεται (βλ. Λέκκα ό.π., 196 αριθ. 12). Γ. Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται από το δικαστήριο της ουσίας, όταν, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό, κρίση του, διαπιστώνει ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων. Η διαπίστωση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας μπορεί είτε να αναφέρεται στην απόφαση ρητώς είτε να προκύπτει απ’ αυτήν εμμέσως, όταν, παρά τη μη ρητή αναφορά της διαπίστωσής της, ή ακόμα και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο προβαίνει σε ερμηνεία της σύμβασης, ερμηνεία η οποία αποκαλύπτει ότι το δικαστήριο βρέθηκε μπροστά σε κενό ή αμφιβολία σχετικά με τη δήλωση της βούλησης των συμβαλλομένων, τα οποία ακριβώς δημιούργησαν την ανάγκη να καταφύγει σε ερμηνεία της. Εάν, παρά την άμεση ή έμμεση αυτή διαπίστωση της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας, το δικαστήριο της ουσίας προβεί σε ερμηνεία, δεν προσφύγει όμως για να ανεύρει την αληθινή βούληση των συμβληθέντων, στους ερμηνευτικούς κανόνες που περιέχονται στις πιο πάνω διατάξεις, παραβιάζει, με τη μη εφαρμογή τους, τους κανόνες αυτούς, ο πρώτος από τους οποίους εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, ο δε δεύτερος εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 185/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητώς στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ’ αυτή, όπως συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει σε συσχετισμό των όρων αυτής ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 957/2019, ΑΠ 849/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση υπό στοιχείο Α αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει του από 2.4.2018 Ιδιωτικού Συμφωνητικού για τη Μετασκευή του Σκάφους Αναψυχής “…”και των 3 Παραρτημάτων του Συμφωνητικού αυτού, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας εταιρείας ως εργοδότριας, της πρώτης εναγόμενης εταιρείας ως εργολάβου και της δεύτερης εναγόμενης εταιρείας ως υπεργολάβου και εγγυήτριας της πιστής και ορθής εκτέλεσης των συμφωνηθέντων, συμφωνήθηκε να λάβουν χώρα εξωτερικές εργασίες μετασκευής στην ως άνω θαλαμηγό, πλοιοκτησίας της ενάγουσας, σημαίας Β., με αριθμό ΙΜΟ 1001881, βάσει των σχεδίων του Ιταλού σχεδιαστή …, φωτογραφικές απεικονίσεις των οποίων επισυνάφθηκαν στο συμφωνητικό αυτό ως Παράρτημα 3. Ότι ημερομηνία παράδοσης των συμφωνηθεισών εργασιών ορίστηκε η 20ή Ιουλίου 2018 και ως τίμημα συμφωνήθηκε το συνολικό ποσό των 3.820.000,00 €, το οποίο ορίστηκε να είναι καταβλητέο σε δόσεις σύμφωνα με το πρόγραμμα πληρωμών του Παραρτήματος 2 της παραπάνω αναφερόμενης σύμβασης. Ότι η ενάγουσα προκατέβαλε, πριν τον δεξαμενισμό του σκάφους και προτού πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε εργασία σε αυτό, σύμφωνα με το πλάνο πληρωμής του Παραρτήματος 2, τη συμφωνηθείσα δόση για την πρώτη κατηγορία εργασιών, όπως αυτές αναλυτικά αποτυπώνονται στην αγωγή, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 1.138.000,00 ευρώ. Ότι στις 24.4.2018 η πρώτη εναγόμενη παρουσίασε σε συνάντηση των εμπλεκομένων στην επίδικη σύμβαση μερών που έλαβε χώρα στα γραφεία της υπεργολάβου εταιρείας με την επωνυμία «….», υπεύθυνης σύμφωνα με το Παράρτημα 1 του επίδικου συμφωνητικού για τον ανασχεδιασμό και τη διαμόρφωση σε ορθό ναυπηγικό σχέδιο της νέας μορφής πρύμνης του σκάφους, ένα τρισδιάστατο γεωμετρικό σχέδιο, το οποίο, ωστόσο, δε συμμορφωνόταν με αυτό του ως άνω Ιταλού σχεδιαστή, με συνέπεια την απόρριψή του από την ενάγουσα. Ότι η εν γένει συμπεριφορά της πρώτης εναγόμενης, που αξίωνε την τροποποίηση της σύμβασης και την καταβολή επιπλέον του συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος, ποσού για εργασίες που αποτελούσαν εξαρχής συμβατικές της υποχρεώσεις, παρέβη δε την υποχρέωσή της αναφορικά με την παράδοση στην ενάγουσα των νόμιμων παραστατικών για τις πληρωμές στις οποίες είχε προβεί, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση εκτέλεσης των συμφωνηθεισών εργασιών επί του σκάφους, με συνέπεια την απώλεια σημαντικού χρηματικού ποσού που θα εισέπραττε από τη ναύλωσή της κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής περιόδου, αλλά και τη μη συμμετοχή της στην ετήσια έκθεση σκαφών στο Μονακό, δικαιολογεί την υπαναχώρηση της ενάγουσας από την επίδικη σύμβαση έργου, εξ υπαιτιότητας της πρώτης εναγόμενης. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί ν’ αναγνωρισθεί η εγκυρότητα της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησής της από την από 2.4.2018 σύμβαση, που κοινοποιήθηκε σε αμφότερες τις εναγόμενες στις 27.9.2018, και περαιτέρω ν’ αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να της καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 574.000 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, που συνιστά τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκατέβαλε κατά τα ανωτέρω και της αξίας των εργασιών που πράγματι εκτελέσθηκαν (1.138.000-564.000), καθώς και το συνολικό ποσό των 636.000 ευρώ, εκ των οποίων 86.100 ευρώ αφορούν σε καταβολή αποζημίωσης, 310.000 ευρώ αφορούν σε ποινική ρήτρα και 240.500 ευρώ αφορούν σε περαιτέρω δαπάνες (έξοδα για δικαιώματα δεξαμενισμού), στις οποίες υπεβλήθη η ενάγουσα λόγω της καθυστέρησης των εργασιών, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, βάσει σχετικής συμβατικής υποχρέωσης των εναγόμενων, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.210.600 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης, ήτοι από 28.9.2018, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επικουρικώς η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί ότι η από 2.4.2018 σύμβαση είναι ανυπόστατη, λόγω της μηδέποτε επιτευχθείσας συμφωνίας των συμβαλλόμενων μερών ως προς ουσιώδες μέρος αυτής άλλως λόγω λανθάνουσας ασυμφωνίας τους, άλλως άκυρη, και συνακόλουθα ν’ αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενες υποχρεούνται να της καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 574.000 ευρώ, κατά τα ανωτέρω, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά, η υπό κρίση αγωγή, που επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες (άρθρα 215 παρ. 2, 237 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Α. Β. στον αντίκλητο δικηγόρο της πρώτης εναγόμενης, δυνάμει του όρου 47 της επίδικης σύμβασης (άρθρο 142 παρ. 4 ΚΠολΔ), αλλά και απευθείας στην ίδια, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» (βλ. σχετ. τις από … ένορκες δηλώσεις του ιδιώτη δικαστικού επιδότη στη Λ. Κ. Β. Χ.), και από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία, προκειμένου να τη δικάσει [άρθρα 1 παρ. 1 εδ. α, 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1-2, 7 παρ. 1 α, 8 παρ. 1, 25 παρ. 1,2,5, 26 παρ. 1 και 66 παρ. 1, 80 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («Βρυξέλλες Ια»)]. Το δικάζον Δικαστήριο τυγχάνει επιπροσθέτως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7 παρ. 1 α, 8 παρ. 1 και 63 παρ. 1, 25 παρ. 1,2,5, 26 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 1215/2012 και 7, 9, 12-14, 18, 25 παρ. 2, 33, 37 παρ. 1 και 42 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α, 3 Α – Β β του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς), προκειμένου να εκδικάσει με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία την υπό κρίση αγωγή. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 1988.1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝαυτΔ 2012.418, ΠΠρΠειρ 2102/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αγωγής και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων και β) ως προς το ουσιαστικό δίκαιο, είναι εφαρμοστέο επίσης το ελληνικό, αφού σε αυτό επέλεξαν να υποβληθούν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), με ρητό όρο που συμπεριέλαβαν στην ένδικη σύμβαση υπό την αρίθμηση 37.1. Η ένδικη αγωγή είναι κατ’ επέκταση ορισμένη, καθόσον περιέχονται στην αγωγή όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου, δυνάμει της ρυθμίσεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, ενώ προσδιορίζονται επαρκώς οι επιμέρους εργασίες στις οποίες αντιστοιχεί το συνολικά αιτούμενο ποσό των 574.000 ευρώ για τον φερόμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό, η περαιτέρω δε εξειδίκευσή του αποτελεί θέμα ουσίας που θα προκύψει από τις αποδείξεις, απορριπτομένου, συνεπώς, ως αβάσιμου του περί αοριστίας της υπό κρίση αγωγής ισχυρισμού των εναγόμενων. Τυγχάνει επιπλέον νόμιμη, ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική), ερειδόμενη στις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως διατάξεις των άρθρων 361, 681 επ., 686, 297, 298, 340, 341 παρ. 1, 343 παρ. 2, 345, 346, 382, 383, 385, 387 παρ. 2, 389-396, 405-407, 192, 195, 196, 481, 847 επ., 904 παρ. 1, 908, 911, 912 παρ. 1 ΑΚ, 70, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι νομίμως αξιώνεται μετά την υπαναχώρηση πλήρης αποζημίωση και κατάπτωση ποινικής ρήτρας (παρά το ότι με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης η σύμβαση ανατρέπεται αναδρομικώς), δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτές συνομολογήθηκαν ρητώς ότι οφείλονται σε περίπτωση υπαναχώρησης (όροι 6.3, 22, 25, 29 της σύμβασης), σύμφωνα με τα εκτιθέμενα ανωτέρω στην υπό στοιχ. ΙΙ.Α. νομική σκέψη. Άλλωστε, σε σχέση με τη δεύτερη εναγόμενη, πρέπει να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση που ο εγγυητής εγγυάται για το σύνολο των υποχρεώσεων οι οποίες μπορεί να προκύψουν από ορισμένη έννομη σχέση, από τη χορηγηθείσα εγγύηση καλύπτονται καταρχήν και οι αξιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφόσον ο εγγυητής επεδίωκε με την ανάληψη της ευθύνης και δικά του συμφέροντα (Απ. Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, β΄ έκδ. 2008, σελ. 52 §107). Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή, που δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου λόγω του αναγνωριστικού της χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη και το ότι η πρώτη της συζήτηση είχε διενεργηθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2020 (βλ. άρθρο 42 του Ν. 4640/2019), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργούμενη κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση (ΑΠ 652/2010 ΝοΒ 2011.72).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες με τις προτάσεις τους προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η καθυστέρηση αποπεράτωσης του έργου οφειλόταν αποκλειστικά σε υπερημερία της εργοδότριας – ενάγουσας εταιρείας, με συνέπεια να μη δικαιούται η τελευταία ν’ ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης. Ο ισχυρισμός αυτός, κατ’ ορθή εκτίμησή του, ενόψει της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εργολάβου και της τεκμαιρόμενης υπαιτιότητάς του, συνιστά ένσταση καταλύουσα το δικαίωμα του εργοδότη να υπαναχωρήσει (ΑΠ 533/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α΄ ΑΚ, πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Σε κάθε περίπτωση, οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι η σχετική δήλωση της εργοδότριας δεν είναι δυνατό να εκληφθεί ως καταγγελία, με περαιτέρω συνέπεια τη μη λύση της μεταξύ των αντιδίκων σύμβασης έργου, αρνούμενες την αγωγή. Επιπρόσθετα, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η ενάγουσα ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμά της, διότι υπαναχώρησε της συμβάσεως σε χρόνο μεταγενέστερο του συμβατικού χρόνου λήξεως αυτής και χωρίς ουδέποτε να έχει διαμαρτυρηθεί ή αμφισβητήσει με οποιονδήποτε τρόπο το είδος ή την ποιότητα των εκτελούμενων καθημερινά επί πέντε μήνες εργασιών, με αποκλειστικό σκοπό την αποφυγή εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων. Η ένσταση αυτή, κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, είναι νόμω αβάσιμη, εφόσον τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα, δεν δύναται να θεμελιώσουν τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της εν λόγω διάταξης, δεδομένου ότι η υπαναχώρηση της ενάγουσας μετά τον συμφωνηθέντα χρόνο παραδόσεως του έργου δεν αρκεί από μόνη της για να θεμελιώσει καταχρηστική συμπεριφορά της, ούτε καθιστά (την υπαναχώρηση) καταχρηστική η έλλειψη προηγούμενης διαμαρτυρίας της ενάγουσας για τις διενεργούμενες εργασίες. Επομένως, η σχετική ένσταση πρέπει ν’ απορριφθεί.

ΙV. Α. Επί συμβάσεως έργου ο εργοδότης έχει κατά το άρθρο 700 ΑΚ το δικαίωμα να καταγγείλει, οποτεδήποτε έως την αποπεράτωση του έργου, τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον και υποχρεούται πλέον ο ίδιος να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που αυτό βρίσκεται κατά την καταγγελία, καταβάλλοντας ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί. Όμως, εφόσον η σύμβαση λύνεται με την παραπάνω καταγγελία μόνο για το μέλλον, ενώ διατηρείται ισχυρή για τον προηγούμενο χρόνο, συνάγεται ότι διατηρούνται τα τυχόν δικαιώματα του εργοδότη από τα άρθρα 688-690 ΑΚ αναφορικά με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης. Ειδικότερα, με την καταγγελία της σύμβασης έργου από τον εργοδότη, που αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματός του και για το κύρος της οποίας δεν απαιτείται η εκ μέρους του προσφορά στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής, δημιουργούνται αυτόματα για τα μέρη, με τη λύση της σύμβασης που η καταγγελία συνεπάγεται, οι αμοιβαίες υποχρεώσεις για μεν τον εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή του, εφόσον δεν υπάρχουν οι παραπάνω κατ’ ένσταση προτεινόμενοι λόγοι περιορισμού αυτής, για δε τον εργολάβο να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που μέχρι την καταγγελία εκτέλεσε ως οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή του. Η καταγγελία είναι δικαιοπραξία μονομερής, απευθυντέα, αμετάκλητη και αναιτιώδης και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο. Είναι άτυπη και μπορεί να γίνει και σιωπηρά, εφόσον τούτο συνάγεται σαφώς από τα συντρέχοντα περιστατικά. Ο εργοδότης που ενάγεται από τον εργολάβο για καταβολή της αμοιβής του λόγω καταγγελίας της σύμβασης έργου κατά το άρθρο 700 ΑΚ, μπορεί, αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή, να ισχυρισθεί ότι δεν κατήγγειλε τη σύμβαση ή ότι η δήλωσή του είχε άλλο περιεχόμενο (λ.χ. υπαναχώρησης), εναπόκειται δε στο δικαστήριο της ουσίας να κρίνει αν η σχετική δήλωση του εργοδότη, που μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, αποτελεί ή όχι καταγγελία (ΑΠ 1229/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά το άρθρο 182 του ΑΚ, όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή (η άλλη) ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν γνώριζαν την ακυρότητα. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι, όταν η δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου, που ασκεί ο εργοδότης κατά τη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α΄ του ΑΚ, είναι άκυρη, επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τάσσονται στην εν λόγω διάταξη για τη χορήγηση σ’ αυτόν του σχετικού δικαιώματος, είναι δυνατόν η άκυρη δήλωση υπαναχώρησης να ισχύσει και να επιφέρει τις έννομες συνέπειες της καταγγελίας του άρθρου 700 του ΑΚ, εφόσον ο υπαναχωρών εργοδότης αγνοούσε την ακυρότητα της υπαναχώρησης (ως μονομερούς απευθυντέας δικαιοπραξίας) κατά τον χρόνο άσκησής της και εφόσον συνάγεται από συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία ότι αυτός, αν γνώριζε την ακυρότητα της υπαναχώρησης, θα ήθελε η σχετική δήλωσή του να ισχύσει ως δήλωση καταγγελίας του άρθρου 700 ΑΚ. Η υποθετική δε βούληση αυτή του εργοδότη θεωρείται ότι υπάρχει σε περιπτώσεις που με την καταγγελία πραγματώνεται ο οικονομικός ή άλλος πρακτικός σκοπός που επιδιώχθηκε με την υπαναχώρηση, ενώ δεν θεωρείται ότι υπάρχει τέτοια βούληση, όταν συνάγεται ότι ο εργοδότης, αν γνώριζε την ακυρότητα της υπαναχώρησης, δεν θα προέβαινε σε καμία από τις δύο δικαιοπρακτικές δηλώσεις, δηλαδή ούτε σε δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου (αφού δήλωση υπαναχώρησης από εργοδότη που γνωρίζει την ακυρότητά της δεν εμπεριέχει ούτε εκδηλώνει αντίστοιχη πραγματική δικαιοπρακτική βούληση ικανή να επιφέρει τις προβλεπόμενες έννομες συνέπειες) ούτε σε καταγγελία αυτής. Σε κάθε περίπτωση, η μετατροπή προϋποθέτει αποδεικτική συναγωγή και τεκμηρίωση της εν λόγω υποθετικής βούλησης του εργοδότη. Συνακόλουθα, για την ευδοκίμηση του ισχυρισμού ότι η άκυρη υπαναχώρηση ισχύει κατά μετατροπή ως καταγγελία σύμβασης έργου, απαιτείται επίκληση και απόδειξη, από τον επικαλούμενο τη μετατροπή, πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να συνάγεται και να τεκμηριώνεται η υποθετική βούληση του εργοδότη να ισχύσει η σχετική δήλωσή του ως δήλωση καταγγελίας του άρθρου 700 ΑΚ, η δε έλλειψη σχετικής απόδειξης δεν μπορεί να υποκατασταθεί με αντίστοιχη αντικειμενική εκτίμηση του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ 1227/2018, ΑΠ 121/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· βλ. σχετ. Ιω. Δεληγιάννη / Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τόμ. ΙΙ, 1992, §277 σελ. 303). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 681 και 694 του ΑΚ, συνάγεται ότι ο εργολάβος, που ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του ή του υπολοίπου αυτής, οφείλει να επικαλεστεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση μίσθωσης έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεστεί, την εκτέλεση και παράδοση ή προσφορά του έργου και την αμοιβή που συμφωνήθηκε. Η αμοιβή μπορεί να ορίζεται κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς ή με ποσοστά. Αν αυτή είχε συμφωνηθεί κατά μονάδα εργασίας, ο ενάγων – εργολάβος πρέπει επιπλέον να επικαλεστεί το είδος της εργασίας και ποιες ποσότητες από τις συμφωνηθείσες μονάδες κάθε εργασίας εκτελέστηκαν ή ότι συμφωνήθηκε πως ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει την αμοιβή σε χρόνο προγενέστερο της παράδοσης του έργου ή ότι συμφωνήθηκε ότι η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής θα γίνει κατά τμήματα (ΑΠ 162/2018, ΑΠ 728/2017, ΑΠ 1487/2017, ΑΠ 5/2016, ΑΠ 233/2016, ΑΠ 71/2016, ΑΠ 447/2016, ΑΠ 119/2014, ΑΠ 2251/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Βαλτούδης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 694 αριθ. 16). Αν ο εργολάβος ενάγει για καταβολή της αμοιβής του, στην περίπτωση καταγγελίας θα πρέπει να ισχυρισθεί με την αγωγή του και στη συνέχεια να αποδείξει την καταρτισθείσα σύμβαση έργου, τη συμφωνηθείσα αμοιβή του και την καταγγελία της συμβάσεως πριν από την περάτωση του έργου (ΑΠ 778/2013, ΑΠ 105/2001, ΜονΕφΑιγ 43/2019, ΕφΑθ 507/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι εργασίες που παρέμειναν ατελείωτες και η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση του έργου δεν είναι κατά το νόμο αναγκαία στοιχεία της αγωγής, αλλά προβάλλονται κατ’ ένσταση από τον εργοδότη. Στην ένσταση ο εργοδότης πρέπει να καθορίζει (σαφώς και ορισμένως) τα ποσά της δαπάνης που εξοικονομήθηκαν, το είδος αυτής, το ποσό που ο εργολάβος ωφελήθηκε από άλλη εργασία ή δολίως παρέλειψε να ωφεληθεί και να προσδιορίζει τον άλλον εργοδότη και το είδος της εργασίας (Καρδαράς σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, Αστικός Κώδιξ, τόμος ΙΙΙ, άρθρο 700 § 25 σελ. 680-681). Β. Από την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνην του άρθρου 201 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι αν κατά τη συμφωνία των μερών η αμοιβή του εργολάβου εξαρτήθηκε από αναβλητική αίρεση η οποία δεν είχε πληρωθεί μέχρι τον χρόνο της καταγγελίας, για να δικαιούται την κατά το άρθρο 700 αμοιβή του ο εργολάβος θα πρέπει, ως ωφελούμενος από την πλήρωση της αίρεσης, να επικαλεστεί και να αποδείξει ότι εάν δεν είχε μεσολαβήσει η καταγγελία και ολοκληρωνόταν κανονικά η εκτέλεση του έργου, θα είχε πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελούσε η υποχρέωση του εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής, τούτο δε και διότι αλλιώς θα γίνονταν ευνοϊκότεροι γι’ αυτόν (εργολάβο) οι όροι της σύμβασης. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή η καταγγελία δεν συνεπάγεται πλασματική πλήρωση της αίρεσης, κατ’ ανάλογη έστω εφαρμογή του άρθρου 207 παρ. 1 του ΑΚ, που ορίζει ότι «η αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της», αφού εδώ η ματαίωση της αίρεσης δεν προκλήθηκε από τον εργοδότη αντίθετα προς την καλή πίστη αλλά με την άσκηση δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος ή η σύμβαση (ΟλΑΠ 717/1978 ΝοΒ 1979.540, ΑΠ 1826/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Από τον κανόνα του άρθρου αυτού, που απορρέει από τις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, αν δηλαδή η αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγόμενου, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α΄ του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφελείας του εναγόμενου δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα (ΟλΑΠ 2/2019 ΧρΙΔ 2019.504). Και τούτο διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον εάν η ερειδόμενη στην έγκυρη σύμβαση κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγόμενου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης. Έτσι πληρούται με τον τρόπο αυτόν ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003, ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 261/2020, ΑΠ 1157/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δ. Τα άρθρα 440 και 440 ΑΚ ορίζουν, το μεν πρώτο ότι: «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», το δε δεύτερο ότι: «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Από τις διατάξεις αυτές και ειδικότερα από την αρχή της αμοιβαιότητας την οποία θεσπίζουν, προκύπτει ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις θα συνυπάρξουν, υπό την προϋπόθεση της εγκυρότητάς τους (ΑΠ 181/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1363/2000 ΕλλΔνη 2000.859) και του ληξιπροθέσμου τους, ιδία για την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση (ΕφΑθ 7085/2004 ΕλλΔνη 2005.925, ΕφΑθ 4725/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται εμπορικά στον χώρο της ναυτιλίας, αναλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, την εκτέλεση ναυπηγικών, επισκευαστικών και άλλων εργασιών σε πλοία. Ότι, δυνάμει της από 2.4.2018 σύμβασης εκτέλεσης εργασιών μετασκευής που υπεγράφη στη Βουλιαγμένη με την εναγόμενη, πλοιοκτήτρια της θαλαμηγού “…”, υπό σημαία Β., με αριθμό ΙΜΟ 1001881, η οποία ήδη βρίσκεται στο Πέραμα, εντός του ναυπηγείου εκμεταλλεύσεως της εταιρείας με την επωνυμία «…», ανέλαβε τη διενέργεια αποκλειστικά εξωτερικών εργασιών ανακαίνισης αυτής, με σκοπό τη μετασκευή του πρυμναίου τμήματος του πλοίου, ώστε «να προσεγγίσει κατά το δυνατόν» την «επιθυμητή γενική όψη» του όπως απεικονιζόταν σε φωτογραφικές απεικονίσεις – τρισδιάστατα αρχιτεκτονικά σχέδια που περιλαμβάνονταν στο Παράρτημα 3 της σύμβασης και τα οποία είχε επιμεληθεί ο Ιταλός σχεδιαστής …. Ότι η εργολαβική αμοιβή συμφωνήθηκε στο συνολικό ποσό των 3.820.000 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 1.553.000 ευρώ ήταν καταβλητέο εντός δύο ημερών από την υπογραφή της σύμβασης, ενώ χρόνος παράδοσης του έργου ορίστηκε η 20η.7.2018. Ότι, αν και η εναγόμενη κατέβαλε μέρος του ως άνω ποσού της προκαταβολής και, συγκεκριμένα, το ποσό των 1.138.000 ευρώ, η ίδια προέβη σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για την εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών, περαιτέρω δε η υπεργολάβος της “…” αποπεράτωσε άμεσα τις απαιτούμενες ναυπηγικές μελέτες και σχέδια, σύμφωνα με τη σχεδιαστική ιδέα και τις σχετικές οδηγίες της εναγόμενης, τα οποία και της παρουσιάστηκαν στις 24.4.2018, χωρίς, όμως, να τύχουν της έγκρισής της, αδικαιολόγητα. Ότι, ειδικότερα, η εναγόμενη ζήτησε την πλήρη ταύτιση με το ενσωματωμένο στη σύμβαση αρχιτεκτονικό σχέδιο, δηλαδή τη μετασκευή ολόκληρης της γάστρας του πλοίου, παρεκκλίνοντας από τους όρους της (σύμβασης). Ότι, κατόπιν συνάντησης των εμπλεκόμενων μερών στις 2.7.2018, με αντικείμενο την τροποποίηση της σύμβασης, η εναγόμενη ζήτησε γραπτή προσφορά για τις απαιτούμενες επιπρόσθετες εργασίες και το σχετικό κόστος και χρόνο εκτέλεσής τους, ακολούθησε δε η από 9.7.2018 πρόταση – προσφορά της ενάγουσας, στην οποία η εναγόμενη ανταποκρίθηκε στις 8.8.2018, ζητώντας έκπτωση επί του κοστολογηθέντος τιμήματος για τις επιπρόσθετες εργασίες, ποσού 1.580.000 ευρώ, αίτημα το οποίο η ενάγουσα αποδέχθηκε με την από 9.8.2018 προσφορά της, προσφέροντας έκπτωση κατά 10%. Ωστόσο, στις 13.8.2018 η εναγόμενη δήλωσε εγγράφως στην ενάγουσα ότι η αρχική σύμβαση περιελάμβανε και τις επιπρόσθετες εργασίες, κατόπιν δε ανταλλαγής εξωδίκων μηνυμάτων, η εναγόμενη με την από 25.9.2018 εξώδικη δήλωσή της υπαναχώρησε της συμβάσεως, επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά της ενάγουσας, αρνούμενη ταυτόχρονα την προβλεπόμενη στη σύμβαση προσφυγή στη διαδικασία του τεχνικού πραγματογνώμονα, ήδη δε έχει ασκήσει την ως άνω υπό στοιχ. Α από 22.10.2018 αγωγή της. Περαιτέρω, ότι εκ του προκαταβληθέντος ποσού των 1.138.000 ευρώ η ενάγουσα έχει ήδη διαθέσει ποσό 1.114.860 ευρώ για την προμήθεια υλικών και παρασχεθείσες υπηρεσίες και, επιπλέον, έχουν υλοποιηθεί οι παρατιθέμενες εργασίες και έχουν αγοραστεί υλικά ανά συνεργείο / υπεργολάβο, όπως τα σχετικά τιμολόγια ενσωματώνονται στην αγωγή, για τα οποία οφείλεται το συνολικό ποσό των 905.735,14 ευρώ. Ότι λόγω της υπερημερίας της εναγόμενης στην καταβολή της πρώτης δόσης (προκαταβολής) και του προαναφερθέντος οφειλόμενου ποσού, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, έχουν καταπέσει δυνάμει σχετικής συμβατικής πρόβλεψης και οφείλονται στην ενάγουσα ποινικές ρήτρες συνολικού ποσού 296.724,27 ευρώ. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί, με την κύρια βάση της υπό κρίση αγωγής, επικαλούμενη υπερημερία της εναγόμενης εργοδότριας, ν’ αναγνωρισθεί η ακυρότητα της υπαναχώρησής της από τη σύμβαση έργου και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των (905.735,14 + 296.724,27 =) 1.202.459,41 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η δήλωση υπαναχώρησης ισχύει ως καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ, κατά νόμιμη μετατροπή σύμφωνα με το άρθρο 182 ΑΚ, η ενάγουσα ζητεί το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής, ανερχόμενη στο ποσό των 2.682.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης σε αυτήν της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης της εναγόμενης, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Όλως επικουρικά, ζητεί ν’ αναγνωρισθεί ότι δεν συντρέχει υποχρέωσή της ν’ αποδώσει μέρος ή όλη την προκαταβολή εκ ποσού 1.138.000 ευρώ και περαιτέρω, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 905.735,14 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της κοινοποίησης σε αυτήν της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησής της, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, σε κάθε δε περίπτωση προτείνει σε συμψηφισμό το ποσό αυτό έναντι οποιασδήποτε τυχόν αξίωσης γίνει δεκτό ότι οφείλεται προς την εναγόμενη συνεπεία της υπαναχώρησής της από τη σύμβαση έργου. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις και να καταδικαστεί η εναγόμενη στη δικαστική δαπάνη της. Με τις εμπροθέσμως και νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της η ενάγουσα περιόρισε παραδεκτά (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ) το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, τρέποντας σε (έντοκο) αναγνωριστικό το αιτούμενο με την κύρια βάση της αγωγής ποσό κατά το ποσό των 804.276,41 ευρώ, το αιτούμενο με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής κατά το ποσό των 2.282.000 ευρώ και το αιτούμενο με τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής κατά το ποσό των 505.735,14 ευρώ, όπως τα ποσά αυτά ειδικά προσδιορίζονται με τις προτάσεις, του υπολοίπου αιτούμενου με τις ως άνω βάσεις εκ 400.000 ευρώ ποσού παραμένοντος καταψηφιστικού. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 215, 221 και 222 του ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι, ασκηθείσας κατά το άρθρο 215 της αγωγής, ήτοι δια καταθέσεως δικογράφου στη γραμματεία του Δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και δια επιδόσεως αντιγράφου αυτής προς τον εναγόμενο, η κατάθεση της αγωγής συνεπάγεται εκκρεμοδικία, μετά την επέλευση και κατά τη διάρκεια της οποίας δεν δύναται να γίνει ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου νέα δίκη περί της αυτής επίδικης διαφοράς μεταξύ των αυτών διαδίκων υπό την αυτή ιδιότητα παρισταμένων, εάν δε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κυρία παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού περί της αυτής επίδικης διαφοράς, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση αυτής μέχρι περατώσεως της πρώτης δίκης. Εξάλλου, εκκρεμοδικία με τα παραπάνω αποτελέσματά της συνεπάγεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 221 παρ. 2 ΚΠολΔ, και η κατά τη διάρκεια της δίκης υποβολή αιτήσεως με την οποία επιδιώκεται καταψήφιση, αναγνώριση ή διάπλαση, ως και η πρόταση ενστάσεως συμψηφισμού. Κατά τη διάταξη επομένως του άρθρου 222 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας, εκτός από την ταυτότητα της διαφοράς που εισάγεται προς εκδίκαση μεταξύ της αγωγής που ασκήθηκε πρώτη και εκείνης που εισάγεται μεταγενέστερα, ήτοι ταυτότητας δικαιώματος, αντικειμένου της δίκης, ιστορικής και νομικής αιτίας, είναι και η ύπαρξη ταυτότητας των διαδίκων και στις δύο δίκες, που παρίστανται, κατά ρητή διατύπωση αυτής, με την ίδια ιδιότητα. Η εναλλαγή της δικονομικής ιδιότητας των διαδίκων, δηλαδή όταν ενάγων της αρχικής δίκης είναι εναγόμενος της μεταγενέστερης, η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο με την πρώτη, αποκλείει, κατά μία άποψη που υποστηρίζεται στη νομολογία, την προβολή της ενστάσεως εκκρεμοδικίας (βλ. ΕφΘεσ 1487/1989 Αρμ 1990.147, ΕφΘεσ 838/1986 Αρμ 1987.1041), κατ’ άλλη άποψη όμως, η έννοια της ταυτότητας διαδίκων περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το δεδικασμένο της αποφάσεως της πρώτης δίκης καταλαμβάνει και δεσμεύει τους διαδίκους της δεύτερης δίκης για την ίδια διαφορά (ΕφΑθ 9840/1986 ΝοΒ 1987.773, ΕφΑθ 10645/1980 Αρμ 1981.304). Εφόσον λοιπόν το δεδικασμένο της αποφάσεως που θα εκδοθεί επί της πρώτης αγωγής θα δεσμεύει τους διαδίκους της δεύτερης δίκης, είναι αδιάφορο αν σε κάθε μία από τις δύο δίκες γίνεται εναλλαγή της δικονομικής ιδιότητας των προσώπων, δηλαδή αν ο ενάγων στη μία είναι εναγόμενος στην άλλη. Σχετικά δε με την ταυτότητα του αιτήματος, πρέπει να σημειωθεί ότι, αν στην πρώτη δίκη εκκρεμεί μέρος της αξίωσης και στη δεύτερη ολόκληρη η αξίωση, παρεμποδίζεται η συζήτηση της δεύτερης αγωγής κατά το τμήμα μόνο της αξίωσης που συμπίπτει στις δύο αγωγές. Περαιτέρω, υπάρχει εκκρεμοδικία όταν το αντικείμενο της δεύτερης δίκης εμπεριέχεται στο αντικείμενο της πρώτης, ενώ, αν για το ίδιο αντικείμενο ασκηθεί αρχικά αναγνωριστική αγωγή και ακολουθήσει η άσκηση καταψηφιστικής, δεν ιδρύεται εκκρεμοδικία μεταξύ των δύο δικών [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Μακρίδου), ΚΠολΔ Ι (2000), 222 αριθ. 14-16]. Ακόμη για την εκκρεμοδικία είναι αδιάφορο αν πρόκειται περί δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων καθ’ ύλην ή το δικαστήριο της πρώτης δίκης είναι κατώτερο ή αναρμόδιο ή αν το ένα από τα δύο δικαστήρια επιλαμβάνεται κατ’ έφεση και το άλλο σε πρώτο βαθμό, καθώς και το αν η νέα αγωγή θα εκδικαστεί κατ’ άλλη διαδικασία ή αν περιέχει και επικουρική βάση (ΕφΑθ 1403/1993 ΑρχΝ 1994.412). Σε κάθε όμως περίπτωση η ένσταση εκκρεμοδικίας, ακόμη και όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προβολής της κατά της αγωγής που ασκήθηκε μεταγενεστέρως, δεν δίδεται στην περίπτωση κατά την οποία οι δύο αγωγές τελικώς συνεκδικάζονται, και τούτο γιατί λείπει πλέον το έννομο συμφέρον για την προβολή της, αφού με τη συνεκδίκαση των αγωγών δεν υπάρχει πλέον ο σκοπός για τον οποίο χορηγήθηκε αυτή από το νόμο, δηλαδή η αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων με ισοδύναμο δεδικασμένο και η επίτευξη οικονομίας χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 31/1985 ΝοΒ 1985.1417, ΕφΑθ 4857/1999 ΕπισκΕμπΔ 1999.1200). Συνέπεια τέλος της εκκρεμοδικίας είναι, κατά τις ως άνω διατάξεις, η αναστολή εκδικάσεως της δεύτερης αγωγής μέχρι περατώσεως της δίκης επί της πρώτης αγωγής, της επελεύσεως δηλαδή του δεδικασμένου επ’ αυτής. Η αναστολή αυτή επέρχεται όχι μόνο ύστερα από ένσταση των διαδίκων που μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της πρωτόδικης ή της κατ’ έφεση δίκης, αλλά διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο όταν τούτο διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ενστάσεως εκκρεμοδικίας (ΕφΑθ 1403/1993 ό.π., ΠΠρΑθ 1872/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της προβάλλει ένσταση εκκρεμοδικίας, ισχυριζόμενη ότι έχει ασκήσει κατά της ενάγουσας την από 22.10.2018 υπ’ αριθ. καταθ. 10967/4932/2018 αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία είναι εκκρεμής, καθόσον συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 14.5.2019 και εκκρεμεί η έκδοση απόφασης, με το ίδιο κύριο αίτημα (αναγνώριση της εγκυρότητας της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης) και ιστορική και νομική βάση με εκείνα της υπό κρίση αγωγής, με συνέπεια να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη άλλως ν’ ανασταλεί η συζήτηση αυτής μέχρι το πέρας με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης της ανοιγείσας δίκης επί της ως άνω από 22.10.2018 αγωγής της. Εφόσον, όμως, επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε ήδη η με αριθμό 371/2020 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία διατάχθηκε η ένωση και συνεκδίκαση των δύο υπό κρίση συναφών αγωγών, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η εκκρεμοδικία η οποία δημιουργείται από την από 22.10.2018 υπό στοιχ. Α αγωγή της εναγόμενης σε κάθε περίπτωση αδρανεί, επειδή εκλείπει πλέον η ανάγκη να αποτραπεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (βλ. σχετ. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, β΄ έκδ. 2016, σελ. 403). Συνεπώς, η ένσταση εκκρεμοδικίας τυγχάνει απαράδεκτη και πρέπει ν’ απορριφθεί.Περαιτέρω, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, που ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …, αντίστοιχα στην αναγραφόμενη στο αγωγικό δικόγραφο πραγματική έδρα της (άρθρα 124, 126 παρ. 1 γ, 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), στον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου (άρθρο 48 ΚΙΝΔ) και στον ορισθέντα αντίκλητο (άρθρο 142 παρ. 4 ΚΠολΔ – βλ. όρο 47 της από 2.4.2018 ένδικης σύμβασης), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία, προκειμένου να τη δικάσει [άρθρα 1 παρ. 1 εδ. α, 4 παρ. 1 και 63 παρ. 1β,γ, 7 παρ. 1 α, 25 παρ. 1,2,5, 26 παρ. 1 και 66 παρ. 1, 80 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις («Βρυξέλλες Ια»)]. Το δικάζον Δικαστήριο τυγχάνει επιπροσθέτως καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7 παρ. 1 α, 25 παρ. 1,2,5, 26 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 1215/2012 και 7, 9, 12-14, 18, 25 παρ. 2, 33 και 42 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α, 3 Α – Β β του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς), προκειμένου να εκδικάσει με την αρμόζουσα τακτική διαδικασία την υπό κρίση αγωγή. Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, επαναλαμβάνεται (βλ. ανωτέρω υπό ΙΙ.) ότι: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori) και β) ως προς το ουσιαστικό δίκαιο, είναι εφαρμοστέο επίσης το ελληνικό, αφού σε αυτό επέλεξαν να υποβληθούν τα μέρη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), με ρητό όρο που συμπεριέλαβαν στην ένδικη σύμβαση υπό την αρίθμηση 37.1. Περαιτέρω, η αγωγή είναι πλήρης και επαρκώς ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 του ΚΠολΔ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγόμενης σχετικά με την εκ των άρθρων 681, 694 και 700 του ΑΚ πρώτη επικουρική βάση της, καθόσον περιέχει τα στοιχεία, τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα, είναι αναγκαία για τη νομική θεμελίωση του αιτήματός της περί καταβολής της οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής στην περίπτωση που η άκυρη, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, υπαναχώρηση ήθελε ισχύσει κατά μετατροπή ως καταγγελία, και δη τη σύμβαση, το έργο που συμφωνήθηκε, το ύψος της συμφωνηθείσας κατ’ αποκοπή αμοιβής και το καταβληθέν ποσό της πρώτης δόσης (προκαταβολή), την καταγγελία της συμβάσεως πριν από την περάτωση του έργου και το εκτελεσθέν, μέχρι την από την εναγόμενη καταγγελία της συμβάσεως, τμήμα του όλου έργου, με αναλυτική αναφορά των εκτελεσθεισών εργασιών και της επιμέρους αξίας αυτών, ενώ δεν ανήκει στα θεμελιωτικά γεγονότα της εν λόγω αγωγής, με την έννοια της πληρότητας της ιστορικής βάσεως αυτής, ο προσδιορισμός στο δικόγραφό της των ειδικότερων ποσών που αντιστοιχούν αφενός στην εργολαβική αμοιβή αφετέρου στο κόστος (δαπάνες) εκτέλεσης των εργασιών. Ομοίως, όσον αφορά στη δεύτερη επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, επαρκώς ορισμένα εκτίθενται τα αιτούμενα κονδύλια για εργασίες που εκτέλεσαν οι υπεργολάβοι της ενάγουσας επί του σκάφους, μη απαιτούμενου ειδικότερου προσδιορισμού των ονομάτων και ιδιοτήτων των εργαζόμενων εκάστης υπεργολάβου εταιρείας ούτε της σχέσεως εργασίας που τους συνέδεε. Άλλωστε, σε σχέση με την ως άνω αξίωση της ενάγουσας, που καθ’ υποφοράν προβάλλεται σε συμψηφισμό με την υπό κρίση αγωγή έναντι τυχόν αξιώσεων της εναγόμενης, η τελευταία έχει ήδη ασκήσει την ως άνω από 22.10.2018 αγωγή της, ενόψει δε της συνεκδίκασης των αγωγών, παραδεκτά υποβάλλεται η εν λόγω ένσταση και σημειώνεται ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 222 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ήτοι αναστολή της εκδίκασης της ένστασης συμψηφισμού, διότι, συναφώς με τα προεκτεθέντα επί της προταθείσας από την εναγόμενη ένστασης εκκρεμοδικίας, επί συνεκδικάσεως της αγωγής και της ένστασης δεν υπάρχει ο σκοπός για τον οποίο προβλέφθηκε η επί εκκρεμοδικίας αναστολή, δηλαδή η αποτροπή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων με ισοδύναμο δεδικασμένο και η επίτευξη οικονομίας χρόνου και δαπάνης (βλ. ΑΠ 31/1985 ΝοΒ 1985.1417, ΕφΑθ 4857/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 681 επ., 404-407, 700, 201, 207 εδ. α΄, 904 επ., 912 παρ. 1, 440, 444, 340, 342, 345, 346 ΑΚ, 70, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, πλην των αιτουμένων με την κύρια βάση της αγωγής ποσών, οφειλόμενων στους υπεργολάβους της ενάγουσας για εργασίες και υλικά, συνολικού ύψους 905.735,14 ευρώ. Το σχετικό κονδύλιο κρίνεται νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον, αναγνωριζομένης ως άκυρης της γενομένης από την εργοδότρια από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης, όπως ζητείται με την κύρια βάση της υπό κρίση αγωγής, η ένδικη σύμβαση έργου παραμένει ισχυρή, με συνέπεια η εργολήπτρια εταιρεία να δικαιούται την αμοιβή της για το τμήμα του έργου που εκτέλεσε. Εν προκειμένω, ωστόσο, η ενάγουσα εργολήπτρια ζητεί το κόστος εκτέλεσης, και συγκεκριμένα τις δαπάνες προεργασίας, προμήθειες υλικών, αξίες ημερομισθίων, γενικές δαπάνες κ.ά., των επιμέρους εργασιών που εκτέλεσε εκάστη υπεργολάβος της και όχι το μέρος της εργολαβικής της αμοιβής που αντιστοιχεί στην πρόοδο των εργασιών, σύμφωνα με το Παράρτημα 2 της σύμβασης. Η αξίωση, επομένως, του εν λόγω ποσού αντί της συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής, όπως αυτή επιμερίζεται ανά κατηγορία εργασιών στο Παράρτημα 2 και καταβάλλεται τμηματικά, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι η αναλογία της αμοιβής προς το κόστος εκτέλεσης εξαρτάται από την εκάστοτε συγκεκριμένη συμφωνία για την αμοιβή και από την εξέλιξη των πραγμάτων (βλ. σχετ. Βαλτούδη σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 681 αριθ. 7), τυγχάνει νόμω αβάσιμη και απορριπτέα. Συνακόλουθα απορριπτέα τυγχάνει η αξίωση ποινικής ρήτρας λόγω υπερημερίας της εργοδότριας εταιρείας ως προς την καταβολή του ποσού που αντιστοιχεί στις εκτελεσθείσες εργασίες και τα υλικά, ήτοι του πέραν της προκαταβολής, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οφειλόμενου ποσού. Σημειώνεται περαιτέρω ότι το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων κατά την κύρια βάση της αγωγής από τότε που κάθε επιμέρους αξίωση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή τυγχάνει αόριστο και απορριπτέο, καθόσον, επί συμφωνίας ποινικής ρήτρας, εάν η ποινή έχει ορισθεί χρηματική, τόκοι, σε περίπτωση που κατέπεσε, οφείλονται υπό τους όρους των άρθρων 340 και 341 ΑΚ (ΠΠρΑθ 1302/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω δε, ως προς την απομένουσα -μετά την απόρριψη κατά τ’ ανωτέρω των λοιπών κονδυλίων- απαίτηση εκ της κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας, από τα αναφερόμενα στην αγωγή δεν προκύπτει ούτε όχληση της εναγόμενης εργοδότριας για την απόδοση της καταπεσούσας ποινικής ρήτρας ούτε δήλη ημέρα εκπλήρωσης (δηλαδή καταβολής της ποινικής ρήτρας που κατέπεσε). Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής ως προς τις καταψηφιστικές της διατάξεις τυγχάνει νόμιμο κατ’ άρθρα 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ, μετά τον κατά τα ανωτέρω περιορισμό του αιτήματος, μόνο ως προς εκείνες τις καταψηφιστικές της διατάξεις που δεν ετράπησαν σε αναγνωριστικές. Πρέπει, συνεπώς, η ένδικη αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το με κωδικό … e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 28.9.2020 απόδειξη πληρωμής της τράπεζας “…”, υπ’ αριθ. συναλλαγής …), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Πρέπει να σημειωθεί ότι για το αναγνωριστικό αντικείμενό της, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, επειδή αυτή είχε κατατεθεί και ο φάκελος της δικογραφίας είχε «κλείσει», κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, πριν από τη δημοσίευση του Ν. 4640/2019 (30.11.2019), και συγκεκριμένα στις 5.11.2019 με την κατάθεση προσθήκης – αντίκρουσης, με συνέπεια να μην μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 42 αυτού, το οποίο κατά παράβαση των άρθρων 4 και 2 του Συντάγματος εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, που συνιστά απαγορευμένη νομοθετική επέμβαση σε ήδη εκκρεμή δίκη και οδηγεί σε άνιση μεταχείριση όσων άσκησαν αναγνωριστική αγωγή πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και προσδιορίσθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ. 4 του ΚΠολΔ για πρώτη συζήτηση μετά την 1η.1.2020 σε σχέση με εκείνους που άσκησαν κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναγνωριστική αγωγή και προσδιορίσθηκε αρμοδίως εντός των προθεσμιών του άρθρου 237 παρ. 4 για πρώτη συζήτηση πριν την 1η Ιανουαρίου 2020.

V. Η εναγόμενη με τις νομίμως και εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της αρνείται την αγωγή και τα αιτούμενα κονδύλια, υποστηρίζοντας ειδικά ως προς την κύρια βάση αυτής ότι η υπαναχώρησή της από την ένδικη σύμβαση έργου υπήρξε καθ’ όλα έγκυρη και ανέπτυξε τις έννομες συνέπειές της. Περαιτέρω, αμυνόμενη κατ’ αυτής, ισχυρίζεται ότι, εάν ήθελε αναγνωριστεί ως άκυρη η γενομένη εκ μέρους της δήλωση υπαναχώρησης, αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως καταγγελία, από μέρους της, της συμβάσεως. Ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει αόριστος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω εκτιθέμενα στην υπό στοιχ. IV.A. νομική σκέψη, προκειμένου η άκυρη δήλωση υπαναχώρησης να ισχύσει κατά μετατροπή ως καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ και να επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, πρέπει, ο επικαλούμενος τη μετατροπή, να επικαλεστεί τέτοια πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι η εργοδότρια, αν γνώριζε την ακυρότητα της υπαναχώρησης, θα επιθυμούσε η σχετική δήλωσή της να ισχύσει ως καταγγελία· εν προκειμένω, όμως, ουδόλως γίνεται επίκληση συγκεκριμένων πραγματικών στοιχείων που να τεκμηριώνουν σχετική βούληση, της εναγόμενης αρκούμενης στη γενική παραδοχή ότι η άκυρη υπαναχώρηση ισχύει σε κάθε περίπτωση ως καταγγελία. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, δεν ευσταθεί νομικά, όπως προεκτέθηκε. Περαιτέρω, ισχυρίζεται, όσον αφορά στην πρώτη επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής, ότι από το υπόλοιπο της οφειλόμενης στην ενάγουσα αμοιβής πρέπει ν’ αφαιρεθεί το ποσό που αφορά σε δαπάνες οι οποίες εξοικονομήθηκαν από την εναγόμενη λόγω της λύσης της σύμβασης, καθώς και το καθαρό της κέρδος. Υπολογίζοντας δε το ποσό των δαπανών που αφορά σε πράγματι εκτελεσθείσες εργασίες σε 564.000 ευρώ και το καθαρό εργολαβικό κέρδος της ενάγουσας σε ποσό όχι μεγαλύτερο των 200.000 ευρώ, υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της προκαταβολής ποσού 1.138.000 ευρώ, η ενάγουσα εργολάβος έχει εξοφληθεί και, μάλιστα, οφείλει να της επιστρέψει τη διαφορά ποσού 374.000 ευρώ. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγόμενης είναι, ωστόσο, νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση υπό στοιχ. IV.A., το ως άνω ποσό των 564.000 ευρώ δεν συνιστά ωφέλεια του εργολάβου που να μπορεί να εκπέσει από την αξίωσή του για το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής λόγω καταγγελίας, διότι δεν αφορά σε εξοικονόμηση δαπανών για μη εκτελεσθείσες εργασίες, με συνέπεια να μην εντάσσεται στο πραγματικό του κανόνα δικαίου που εισάγει η διάταξη του άρθρου 700 εδ. β΄ ΑΚ. Επίσης, η εναγόμενη ισχυρίζεται, σε σχέση με την πρώτη επικουρική βάση της αγωγής, ότι η επίδικη σύμβαση έργου τελούσε υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης από την ίδια και στη συνέχεια από τον οικείο Νηογνώμονα των ναυπηγικών – κατασκευαστικών σχεδίων της εναγόμενης, αίρεση η οποία ουδέποτε πληρώθηκε, ούτε πλασματικά, με συνέπεια η τελευταία να μη δικαιούται σε καμία περίπτωση εργολαβικής αμοιβής. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά άρνηση της αγωγής.

VΙ. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα των μαρτύρων Σ. Ε.-Ε.  Ε. Κ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα της υπό στοιχ. Α αγωγής και οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Α. Β., σε συνδυασμό με την από … ένορκη δήλωση του ιδιώτη δικαστικού επιδότη στη Λ. Κ. Β. Χ., χωρίς ωστόσο να λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Μ. Π. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενες της υπό στοιχ. Α αγωγής, διότι, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, στην από 22.2.2019 κλήση για εξέταση μαρτύρων που επιδόθηκε στην ενάγουσα δεν προσδιοριζόταν κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο ο τόπος και ο χρόνος στον οποίο θα γινόταν η εξέταση των μαρτύρων, ώστε να παρέχεται σ’ αυτήν η δυνατότητα να παρασταθεί κατά την εξέταση, ενόψει του ότι αυτή καλείτο να παρασταθεί συγχρόνως ενώπιον είτε του Ειρηνοδικείου Πειραιά είτε της συμβολαιογράφου Πειραιά Άννας Σπαντιδάκη και κατά τις ώρες 10.00, 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ. της 28ης.2.2019 για την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα, κατά παράβαση των άρθρων 421 επ. ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΑΠ 1321/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 275/2013 ΕΠολΔ 2014.712), ενώ, αντιθέτως, λαμβάνονται υπόψη οι υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα των μαρτύρων … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενες της υπό στοιχ. Α αγωγής προς αντίκρουση με την προσθήκη στις προτάσεις τους, οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, καθόσον η παράθεση στη σχετική κλήση τριών πιθανών χρονικών σημείων εξέτασης αυτών, και συγκεκριμένα τις ώρες 10.00, 11.00 π.μ. και 12.00 μ.μ. για τον Γ. Π. και 9.30, 10.30, 11.30 π.μ. για τη Μ. Α., δεν δημιουργούσε πρόσκομμα στο δικονομικό δικαίωμα της αντιδίκου τους να παραστεί κατά τη λήψη τους, αφού σαφώς προσδιοριζόταν ο τόπος, ήτοι το Ειρηνοδικείο Πειραιά, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα των μαρτύρων Γ. Π.  Μ. Α. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα της υπό στοιχ. Β αγωγής και οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Μ. Π. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα της υπό στοιχ. Β αγωγής προς αντίκρουση με την προσθήκη στις προτάσεις της, η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, με τη σημείωση ότι οι προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη, υπό την ίδια ως άνω αιτιολογία, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις αντιστοίχως των μαρτύρων Ο. Ν.  Σ. Ε.-Ε. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, που προσκομίζει με επίκληση η εναγόμενη της υπό στοιχ. Β αγωγής και οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Α. Β., από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Ε. Κ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ελένης Τσούμα, που προσκομίζει με επίκληση η εναγόμενη της υπό στοιχ. Β αγωγής προς αντίκρουση με την προσθήκη στις προτάσεις της και η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Α. Β., από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261 εδ. β΄, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 2.4.2018 έγγραφης σύμβασης έργου (στο πρωτότυπο: «Private Agreement for the Refitting of M/Y …»), που υπογράφηκε μεταξύ: α) της εδρεύουσας στις Β. Π. Ν. εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης για την υπογραφή της από την …, β) της εδρεύουσας στη Λ. Κ. εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης για την υπογραφή της από τον Γ. Κ. και γ) της εδρεύουσας στο Ι. …….. εταιρείας με την επωνυμία «…», νομίμως εκπροσωπουμένης από τον Χ. Κ., η πρώτη εξ αυτών (πελάτης), ως πλοιοκτήτρια της θαλαμηγού “…” -προσωρινά ευρισκόμενης στο ναυπηγείο «…» στο ……. -, νηολογημένης υπό τη σημαία των …), με ΙΜΟ 1001881 και επίσημο αριθμό … ανέθεσε στη δεύτερη εξ αυτών (εργολήπτρια), σύμφωνα με τους προβλεπόμενους στη σύμβαση όρους και προϋποθέσεις, την εκτέλεση εξωτερικών εργασιών μετασκευής (“exterior refit works”) επί του ως άνω σκάφους, όπως λεπτομερής κατάλογός τους προσαρτήθηκε στη σύμβαση ως Παράρτημα Ι («Προδιαγραφές») και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της. Η ως άνω θαλαμηγός αποτελούσε, σύμφωνα με το από 6.6.2017 πιστοποιητικό του βρετανικού μητρώου, ένα μηχανοκίνητο πλοίο μήκους 73,45 μ., πλάτους 12,80 μ., με κοίλο 5,80 μ. και μέσο βύθισμα 4,35 μ., του οποίου η γάστρα ήταν κατασκευασμένη από ατσάλι, μικτής χωρητικότητας 1.864 και καθαρής 559. Τη διαχείριση του σκάφους είχε αναλάβει, δυνάμει της από 1.1.2017 σύμβασης διαχείρισης, η εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο “…”. Ως ημερομηνία παράδοσης του έργου συμφωνήθηκε αυστηρά η 20η Ιουλίου 2018, λόγω της χρήσης του σκάφους ως επαγγελματικού και της πρόθεσης ναύλωσής του αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συμφωνηθεισών εργασιών. Της σύναψης της εν λόγω σύμβασης είχε προηγηθεί επιθεώρηση της κατάστασης του σκάφους, την οποία διεξήγαγε η ως άνω εργολάβος από τις 22 μέχρι τις 26 Φεβρουαρίου 2018, ενώ ακολούθησε η από 5.3.2018 προσφορά μετασκευής της υπεργολάβου τρίτης ως άνω εταιρείας, όπου περιγράφονταν αναλυτικά οι συμφωνημένες εργασίες και τα υλικά που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν κατά την εκτέλεση των εργασιών στο ναυπηγείο της υπεργολάβου στη Ζώνη Επισκευής πλοίων του Περάματος και συγκεκριμένα στην πλωτή Δεξαμενή «…» της «…». Σημειώνεται ότι η ανωτέρω υπεργολάβος συνεβλήθη ως εγγυήτρια, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον όρο 39 της σύμβασης, ήτοι εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτρια αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα την εμπρόθεσμη και ακριβή εκτέλεση όλων των υποχρεώσεων της εργολάβου οποιασδήποτε φύσεως βάσει της ή σε σχέση με τη Σύμβαση, ευθυνόμενη αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την εργολάβο και παραιτούμενη των δικαιωμάτων και ενστάσεων που απορρέουν από τα άρθρα 855 και 862 έως 868 του Αστικού Κώδικα. Εξάλλου, συμφωνήθηκε η αλληλοσυμπλήρωση της σύμβασης με όλα ανεξαιρέτως τα Παραρτήματά της, σε περίπτωση δε ασυμφωνίας ή αντίθεσης μεταξύ της σύμβασης και οποιουδήποτε εκ των Παραρτημάτων συμφωνήθηκε ότι θα υπερισχύει η σύμβαση, πλην όμως: α) σε σχέση με τη φύση και την έκταση των συμφωνημένων εργασιών, θα υπερισχύουν τα αντίστοιχα Παραρτήματα και β) σε σχέση με την περιγραφή των υποχρεώσεων της Εργολάβου αναφορικά με τη διάρκεια και την έγκαιρη εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών, θα υπερισχύουν οι κατάλογοι 1 και 2 (όρος 1.3). Περαιτέρω, προβλέφθηκε η δυνατότητα ανάθεσης εν όλω ή εν μέρει των συμφωνημένων εργασιών στον συμβληθέντα στη σύμβαση Υπεργολάβο ή / και σε οποιονδήποτε άλλον, με την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση του πελάτη, παραμένοντος, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, του Εργολάβου απολύτως υπεύθυνου για την προσήκουσα εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών στο σύνολό τους. Σε σχέση με την εργασία κατασκευής, περιελήφθη στη σύμβαση όρος (3.2), σύμφωνα με τον οποίο «ο Πελάτης έχει παραδώσει στην Εργολάβο όλα τα σχέδια μετασκευής, τις προδιαγραφές, τα σχέδια, τα πρότυπα, τα σχεδιαστικά αρχεία και τις διαστασιολογήσεις που είναι αρμόζοντα και κατάλληλα για τη μετασκευή, έτσι ώστε να είναι σε θέση η Εργολάβος να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την παρούσα Σύμβαση, η δε Εργολάβος τελεί σε πλήρη γνώση αυτών και συγκεκριμένα: α) την από Απριλίου 2017 Έκθεση του Ινστιτούτου … Institute με αριθμό …, β) τρισδιάστατα αρχεία (3D αρχεία) για το Σκάφος. Η επιθυμητή γενική όψη (“desirable general view”) του Σκάφους που θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού (“possibly to be followed”) επισυνάπτεται στην παρούσα ως Παράρτημα 3». Εξάλλου, η Εργολάβος ανέλαβε έναντι του πελάτη την υποχρέωση να εκτελέσει τις συμφωνημένες εργασίες α) προσηκόντως και εγκαίρως, β) σε πλήρη συμμόρφωση με τους όρους της σύμβασης, τις προδιαγραφές και την προσφορά της εργολάβου, γ) αυστηρώς συμμορφούμενη με τους κανόνες και τις οδηγίες της νομοθεσίας που ισχύει κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτέλεσης των συμφωνημένων εργασιών, στο κράτος σημαίας, καθώς επίσης και με τους κανόνες και κανονισμούς της κλάσης που αντιστοιχεί στο σκάφος και δ) σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα στην εκτέλεση των συμφωνημένων εργασιών, ενεργώντας συγχρόνως πάντοτε καλόπιστα, καταβάλλοντας το μέγιστο των προσπαθειών της, της τεχνογνωσίας της και των διαχειριστικών της δεξιοτήτων (όρος 4.1). Το συνολικό εργολαβικό αντάλλαγμα συμφωνήθηκε στο κατ’ αποκοπή ποσό των 3.820.000 ευρώ, το οποίο κατά τα οριζόμενα στον όρο 5.1 συνιστά πλήρη πληρωμή για τις υπηρεσίες της εργολάβου, συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι περιοριστικώς αναφερομένων, i) του φόρου εισοδήματος της Εργολάβου, καθώς και κάθε άλλου φόρου ή επιβάρυνσης που επιβάλλεται σ’ αυτήν σχετικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία ανά περιόδους, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, ii) μισθών και αμοιβών κάθε φύσης σχετικά με το προσωπικό, τους τεχνικούς, τους εργάτες της Εργολάβου, iii) κάθε επιχειρηματικού, συμβατικού ή άλλου οποιουδήποτε κέρδους της Εργολάβου, iv) της λήψης πιστοποιητικών και αδειών σχετικά με τον εξοπλισμό και το προσωπικό, τους τεχνικούς και εργάτες που είναι απαραίτητοι για να φέρουν εις πέρας τις συμφωνηθείσες εργασίες, που να επιβεβαιώνουν τη συμμόρφωση με τις νομοθετικές απαιτήσεις, v) κάθε κόστους κοινωνικής ασφάλισης και κάθε άλλης ασφάλισης οποιασδήποτε φύσης, vi) του κόστους όλων των υλικών που συμπεριλαμβάνονται στην προσφορά της εργολάβου, συμπεριλαμβανομένων των αναλώσιμων, του κόστους χρήσης των εργαλείων και του εξοπλισμού, όπως απαιτείται, vii) των δαπανών κάθε φύσης του (-ων) υπεργολάβου (-ων) και viii) κάθε κόστους και δαπάνης σχετικά με την προσήκουσα και έγκαιρη εκτέλεση των συμφωνηθεισών εργασιών, εκτός αν ρητά αποκλείονται από τη σύμβαση. Το κόστος της απόκτησης των πιστοποιητικών κλάσης σχετικά με τις συμφωνηθείσες εργασίες ρητά αποκλείστηκε, βαρυνόμενου σχετικά μόνο του Πελάτη. Εξάλλου, ο Πελάτης συμφωνήθηκε ότι θα φέρει ευθύνη για την καταβολή στην Εργολάβο του εργολαβικού ανταλλάγματος, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, ενώ η Εργολάβος θα ευθύνεται για τις πληρωμές οποιωνδήποτε άλλων κόστους και εξόδων οποιασδήποτε φύσεως που είναι καταλογιστέα σε αυτήν εξαιτίας της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της στο πλαίσιο της σύμβασης σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία και θα απαλλάσσει και προστατεύει τον Πελάτη από οποιαδήποτε συναφή ευθύνη (όρος 5.2). Το εργολαβικό αντάλλαγμα συμφωνήθηκε να πληρώσει ο Πελάτης σε δόσεις, κατά τα ποσά και τους χρόνους («ζώνες») που καθορίζονται στο Πλάνο Πληρωμών, το οποίο επισυνάφθηκε στη σύμβαση ως Παράρτημα 2. Στους ειδικότερους όρους πληρωμής περιλαμβάνονται επίσης τα εξής: «6.2. Η Εργολάβος θα παραδώσει στον Πελάτη αποδεικτικά καθεμίας και όλων ανεξαιρέτως των πληρωμών που θα πραγματοποιούνται κάθε φορά σε Εγκεκριμένους Υπεργολάβους και Προμηθευτές που συμμετέχουν στις Συμφωνημένες Εργασίες (ήτοι αποδεικτικό του εμβάσματος προς τον τραπεζικό λογαριασμό της Υπεργολάβου ή απόδειξη είσπραξης πληρωμής υπογεγραμμένη από την τελευταία) για την αμέσως προηγούμενη Ζώνη, προκειμένου ο Πελάτης να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών και να προβαίνει στις αντίστοιχες πληρωμές για την επόμενη Ζώνη, όπως ανωτέρω αναφέρεται. Κάθε πληρωμή για την επόμενη Ζώνη θα πραγματοποιείται μετά την επιβεβαίωση εκ μέρους του Πελάτη ότι οι εργασίες που περιλαμβάνονται σε κάθε προηγούμενη Ζώνη έχουν εκτελεστεί σε συμμόρφωση με τη Σύμβαση και ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Εγκεκριμένοι Υπεργολάβοι και Προμηθευτές της προηγούμενης Ζώνης έχουν εξοφληθεί εγκαίρως και ολοσχερώς. Καμία πληρωμή για την επόμενη Ζώνη δεν θα καθίσταται ληξιπρόθεσμη προτού η Εργολάβος να παρέχει στον Πελάτη επαρκείς αποδείξεις των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς Εγκεκριμένους Εργολάβους και Προμηθευτές της αμέσως προηγούμενης Ζώνης, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα. Η πρώτη δόση, συγκεκριμένα, θα είναι καταβλητέα εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υπογραφή της παρούσας Σύμβασης. Όλες ανεξαιρέτως οι πληρωμές θα γίνονται αποκλειστικά επί τη βάσει προσηκόντως εκδοθέντος τιμολογίου της Εργολάβου. 6.3. Σε περίπτωση που η Εργολάβος δεν παράσχει τις προαναφερθείσες αποδείξεις των πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν προς τους Εγκεκριμένους Υπεργολάβους και Προμηθευτές της προηγούμενης Ζώνης για περισσότερες από δέκα (10) ημερολογιακές ημέρες μετά την αποπληρωμή κάθε Ζώνης εκ μέρους του Πελάτη, ο τελευταίος μπορεί να καταγγείλει την / υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 29 (Υπερημερία Εργολάβου). […]». Σχετικά με τις καθυστερήσεις στον χρόνο παράδοσης του έργου, προβλέφθηκε ως μη επιτρεπόμενη καθυστέρηση η προκληθείσα από / οφειλόμενη σε υπαιτιότητα της εργολάβου, των υπαλλήλων της, του προσωπικού της, των τεχνικών, εργατών ή αντιπροσώπων του ή υπεργολάβων της ή των δικών τους υπαλλήλων, εργατών, τεχνικών ή αντιπροσώπων ή των προμηθευτών της εργολάβου ή των υπαλλήλων τους, του προσωπικού τους, των τεχνικών, εργατών ή αντιπροσώπων τους (όρος 22.1). Σε περίπτωση παράτασης της ημέρας παράδοσης του έργου λόγω μη επιτρεπόμενης καθυστέρησης, τα έξοδα που θα ανακύψουν για κάθε ημέρα καθυστέρησης στο χώρο εκτέλεσης των συμφωνημένων εργασιών θα βαρύνουν την Εργολάβο (όρος 22.2). Για την περίπτωση της υπερημερίας του εργολάβου, προβλέφθηκαν ειδικότερα τα εξής στον όρο 29 της σύμβασης: «Ο πελάτης δικαιούται να καταγγείλει / υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση: α) σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαίωμα αυτό παρέχεται ή απορρέει από τη σύμβαση, εφόσον ρητά προκύπτει πως επιτρέπεται στον πελάτη να το κάνει και / ή β) σε όλες τις περιπτώσεις που το δικαίωμα αυτό παρέχεται ή απορρέει από το νόμο και / ή γ) σε περίπτωση αφερεγγυότητας της εργολάβου ή του υπεργολάβου ή σε περίπτωση διορισμού συνδίκου, εκκαθαριστή ή διαχειριστή για την κήρυξη πτώχευσης σε όλα ή σε σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων του εργολάβου ή του υπεργολάβου ή σε περίπτωση που η εργολάβος ή υπεργολάβος αποφασίζει το συμβιβασμό με τους πιστωτές ή σε περίπτωση εκκαθάρισης από τον εργολάβο ή υπεργολάβο κατόπιν εντολής ή έγκρισης. Εφόσον η Εργολάβος δεν ανταποκρίνεται στις ανειλημμένες υποχρεώσεις της, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά της έγκαιρης και προσήκουσας ολοκλήρωσης και παράδοσης των Συμφωνημένων Εργασιών στις συμφωνημένες κατηγορίες εργασιών και στα χρονικά όρια που προβλέπονται κατά τον Όρο 6 και σε πλήρη αντιστοιχία με τους όρους αυτούς, ο Πελάτης, αφού γνωστοποιήσει αυτό στην Εργολάβο, δικαιούται να ασκήσει κάθε δικαίωμά του συμπεριλαμβανομένου χωρίς κανένα περιορισμό του δικαιώματός του να καταγγείλει και / ή να υπαναχωρήσει από την παρούσα Σύμβαση. Η καταγγελία και / ή υπαναχώρηση από τη Σύμβαση από μέρους του Πελάτη δεν εμποδίζει σε καμία περίπτωση τον πελάτη από το δικαίωμά του να ζητήσει εφάπαξ αποζημίωση από τον εργολάβο και μετά την ημερομηνία της καταγγελίας / υπαναχώρησης όπως ορίζεται στις παραγράφους 6.3 (περ. γ), 22 και 25.1 εφόσον πρόκειται για περίπτωση αποδεδειγμένων απωλειών και ζημιών που προκλήθηκαν λόγω της καταγγελίας / υπαναχώρησης από τη Σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά των εξόδων ρυμούλκησης και πρόσδεσης και τυχόν άλλων εξόδων που ανέκυψαν ώστε να ολοκληρωθούν οι εργασίες από τρίτα μέρη κ.λπ.». Σύμφωνα δε με τον όρο 30, «σε περίπτωση που ο Πελάτης ασκήσει το δικαίωμά του να καταγγείλει / υπαναχωρήσει από τη Σύμβαση, τότε πρέπει να ειδοποιήσει γραπτώς την Εργολάβο μέσω δικαστικού επιμελητή και η καταγγελία / υπαναχώρηση θα είναι ισχυρή από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης στην Εργολάβο». Τέλος, συμφωνήθηκε ότι μέσα σε πέντε (5) ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα που θα λάβει χώρα αυτή η ειδοποίηση, η Εργολάβος θα πρέπει είτε να την αποδεχτεί είτε να δηλώσει την πρόθεσή της να επιλυθεί η διαφωνία σύμφωνα με τον όρο 37 της σύμβασης (όρος 31.1). Σε κάθε περίπτωση, μέσα σε πέντε (5) ημερολογιακές ημέρες από την παραλαβή της ειδοποίησης για την καταγγελία / υπαναχώρηση από τη Σύμβαση, η Εργολάβος θα κρατήσει τα χρηματικά ποσά που έχει ήδη λάβει και ανταποκρίνονται στην αξία των συμφωνηθεισών εργασιών που έχουν εκτελεστεί μέχρι την ημέρα της καταγγελίας και θα επιστρέψει το υπόλοιπο, εφόσον υπάρχει, στον Πελάτη, όπως και κάθε ζημία μέχρι την ημέρα της καταγγελίας / υπαναχώρησης, σύμφωνα με τους όρους 6.3 γ, 22 και 25. Η Εργολάβος και ο Πελάτης πρέπει να διευκρινίσουν σε ποιο στάδιο βρίσκονται οι συμφωνηθείσες εργασίες αλλά και τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι την ημέρα της καταγγελίας / υπαναχώρησης (όρος 31.2). Σε εκτέλεση των ανωτέρω, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο Παράρτημα 1 (Schedule 1) της σύμβασης, με τίτλο «Λίστα και ακολουθία εργασιών για τη μετασκευή του Μ/Υ “…”», μετά την υπογραφή της σύμβασης η εργολήπτρια εταιρεία με τις υπεργολάβους της ξεκίνησαν άμεσα τις απαιτούμενες εργασίες για την εκτέλεση της μετασκευής, τόσο επί του πλοίου [ενδεικτικά, αποξηλώσεις τμημάτων του σκάφους, τοποθέτηση σκαλωσιών, προετοιμασία βαψίματος, μεταφορά ξυλουργικών υλικών, επιπεδοποιήσεις, αεραγωγούς κ.ά.], όσο και στο εργοστάσιό της (κατασκευή τομέων καταστρωμάτων). Την παρακολούθηση των εργασιών μετασκευής για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ανέλαβαν οι τεχνικοί της σύμβουλοι, εταιρεία με την επωνυμία “…”. Στις 24.4.2018 παρουσιάστηκαν στην εργοδότρια εταιρεία τα στο μεταξύ εκπονηθέντα από την υπεργολάβο εταιρεία «…» ναυπηγικά κατασκευαστικά σχέδια. Σε σχέση με αυτήν, στο Παράρτημα 1 είχε περιληφθεί επί λέξει (χωρίς συντακτικές και ορθογραφικές διορθώσεις) το ακόλουθο χωρίο: (H εν λόγω υπεργολάβος) «θα είναι υπεύθυνη για (αλλά όχι περιοριστικά): a) Ανασχεδιασμό και εκτύπωση σε ορθό ναυπηγικό σχέδιο ΑΚΡΙΒΩΣ (“exact”) την παρουσιασμένη (επιθυμητή [“wishful”] από εσάς) νέα μορφή πρύμνης (συμπεριλαμβανομένων και όχι περιοριστικά των: νέας πισίνας πρύμνης / γκαράζ των βοηθητικών λέμβων κ.λπ.), b) Αναθεώρηση και εξέταση των υπαρχόντων σχεδίων και μελετών, c) Έναρξη δημιουργίας προοδευτικά κατασκευαστικών σχεδίων και αρχείων κοπής για το ναυπηγείο μας (ώστε να ξεκινήσει η παραγωγή μας – στόχος για εμάς να ξεκινήσει το αργότερο στις 9 Απριλίου η προκατασκευή μας της Πρύμνης), d) (Ταυτόχρονα με το ανωτέρω “c”) υποβολή των νέων τροποποιημένων σχεδίων στη LR Κλάση για την απόκτηση των εγκρίσεων. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι επί του παρόντος δεν υπάρχουν επί του σκάφους σχέδια ούτε σχέδιο ναυπηγικών γραμμών από την προηγούμενη μετατροπή (πλειοψηφία των οποίων πρέπει να αναδημιουργήσουμε), εκτός από των γενικών (όπως το Σχέδιο Γενικής Διάταξης) (*)Ολόκληρη η περιγραφή υπηρεσιών της … εστάλη στις 5 Μαρτίου 2018, παραγρ. «Ε6», απόσπασμα της οποίας … υποβάλλουμε παρακάτω: Σχεδιασμός και ναυπηγικές μελέτες – συμπεριλαμβανομένων: ▪Υπολογισμός βυθίσματος στην παρούσα (παραδομένη) κατάσταση, ▪Επιθεώρηση και εξέταση των υπαρχόντων σχεδίων και μελετών, ▪Μετά από τη λήψη των τελικών (αποδεκτών και εγκεκριμένων από τον ιδιοκτήτη φωτορεαλιστικών απεικονίσεων και σχεδίων) δημιουργία του νέου υδροδυναμικού μοντέλου, ▪Υποβολή τους στον LR νηογνώμονα για απόκτηση εγκρίσεων, ▪Νέες μελέτες ευστάθειας και ευστάθειας κατάκλισης. Υδροστατικοί πίνακες και νέοι υπολογισμοί βαρών, ▪Νέα / αναβαθμισμένα κυβερνητικά σχέδια και μελέτες, ▪Κατασκευαστικά σχέδια και σχέδια εξοπλισμού για τις τροποποιημένες περιοχές του σκάφους, ▪Δημιουργία κατασκευαστικών σχεδίων και αρχείων κοπής για τη νέα μετατροπή της πρύμνης, ▪Υπολογισμοί αντοχής, βάρους, πεπερασμένων στοιχείων και κραδασμών των δύο πρυμναίων επεκτάσεων των καταστρωμάτων Sun deck και ελικοδρομίου, ▪Δημιουργία νέων «όπως κατασκευάστηκαν» τελικών σχεδίων, ▪Δημιουργία τελικού εγχειριδίου διαγωγής και ευστάθειας, ▪Μετά τον αποδεξαμενισμό εκτέλεση νέου υπολογισμού βυθίσματος». Σε συμμόρφωση με τ’ ανωτέρω, τα εκπονηθέντα ναυπηγικά σχέδια αποτελούσαν τη ναυπηγική αποτύπωση των τρισδιάστατων εικόνων του Ιταλού σχεδιαστή … και περιείχαν τη βασική ιδέα του, ήτοι τετραγωνισμένη μορφή της πρύμνης, μεταφορά της πισίνας στο επιθυμητό σημείο, πλήρη απόκρυψη των βοηθητικών σκαφών, δύο σκάλες καθόδου στην πλατφόρμα κολύμβησης, πλήρη διάταξη του πρυμναίου συστήματος πρόσδεσης, καθώς και τον σχεδιασμό του τμήματος της γάστρας που έπρεπε να αποκοπεί για τους σκοπούς της μετασκευής, με επιμήκυνση αυτής (γάστρας) στο πρυμναίο τμήμα, πίσω από τους ελικοφόρους άξονες, τις έλικες και τα πηδάλια. Ωστόσο, η πλοιοκτήτρια αρνήθηκε να εγκρίνει τα σχέδια αυτά, δηλώνοντας ότι επιθυμούσε νέο σχεδιασμό «απολύτως ίδιο» με το τρισδιάστατο σχέδιο που είχε περιληφθεί στη σύμβαση, ήτοι την πλήρη ταύτιση με το αρχιτεκτονικό σχέδιο του άνω Ιταλού σχεδιαστή, γεγονός, ωστόσο, που συνεπαγόταν τη μετασκευή της γάστρας του πλοίου σε μεγαλύτερη έκταση, προκειμένου να επιτευχθεί και διαπλάτυνσή της, η οποία ήταν απαραίτητη για την «επακριβώς» υλοποίηση της φωτογραφικής απεικόνισης του Ιταλού σχεδιαστή, όπως, άλλωστε, αναφέρει στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωσή του ο επικεφαλής της υπεργολάβου “…” …. Επομένως, η πλοιοκτήτρια εταιρεία απαίτησε να ενταχθεί στη σύμβαση επιπλέον έργο, ήτοι ευρύτερη τροποποίηση της γάστρας και πρώραθεν των πηδαλίων και ελικοφόρων αξόνων με τους ίδιους όρους, τιμές και χρόνους παράδοσης. Η πλοιοκτήτρια ισχυρίζεται σχετικά ότι εξαρχής είχε συμφωνηθεί η απόλυτη ταύτιση των ναυπηγικών σχεδίων που θα κατήρτιζε η ως άνω υπεργολάβος εταιρεία με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του …, επομένως και η ανακατασκευή της γάστρας στον απαιτούμενο βαθμό, προς τούτο δε είχε περιληφθεί στο προαναφερθέν Παράρτημα 1 της σύμβασης η λέξη “exact” (ακριβής) και δη με κεφαλαία γράμματα, προκειμένου να τονιστεί η σημασία της ακριβούς αποτύπωσης. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η περιγραφή του συνόλου των συμφωνηθεισών εργασιών, όπως περιελήφθησαν στο οικείο Παράρτημα, σε συνδυασμό με το κείμενο της σύμβασης και δη τον όρο 3.2 αυτής, όπου γίνεται λόγος για «επιθυμητή γενική όψη (“desirable general view”) του Σκάφους που θα ακολουθηθεί στο μέτρο του δυνατού (“possibly to be followed”)» δεν αφήνουν περιθώριο για τέτοια ερμηνεία της συμβάσεως. Ειδικότερα, στο Παράρτημα 1 δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στα ύφαλα του σκάφους, παρά μόνο στην κατασκευή νέου υδροδυναμικού μοντέλου, ως επακόλουθο, ωστόσο, της ανακατασκευής της πρύμνης με ενδεικτική αναφορά στη νέα πισίνα και τα γκαράζ των βοηθητικών λέμβων, ήτοι σε άνωθεν της ίσαλου γραμμής εργασίες. Οι συμφωνηθείσες εργασίες είναι επί λέξει οι εξής: « -Εβδομάδα 14: Μετακίνηση, εάν καταστεί δυνατό, του σκάφους δίπλα στο συνεργείο της εργολήπτριας στη δυτική αποβάθρα επισκευής πλοίων, -Εβδομάδα 15: Έναρξη (και ολοκλήρωση μια βδομάδα μετά) με τη μετατροπή της πλώρης, ώστε να επιτραπεί στους βαφείς να προχωρήσουν με τις εργασίες τους που εκτείνονται από την πλώρη στην πρύμνη, -Αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης: Έναρξη προετοιμασίας των εργασιών βαψίματος, όπως προετοιμασία καλύμματος, αφαίρεση πλευρικών οροφών κ.λπ., -Περίπου μία εβδομάδα μετά την υπογραφή της σύμβασης: Επιπεδοποίηση ελικοδρομίου έτσι ώστε αυτό να καλυφθεί με κατάστρωμα teak, -Αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης: Εντολή στον υπεργολάβο της εργολήπτριας να ξεκινήσει την κατασκευή της πασαρέλα πρύμνης, -10 Απριλίου(?): Μετακίνηση του σκάφους στην πλωτή δεξαμενή «…» – μπροστά από το συνεργείο προκατασκευής της εργολήπτριας, -3 Απριλίου – 12 Απριλίου: Λήψη ακριβών διαστάσεων υφάλων και πλευρικών τοιχωμάτων στη δεξαμενή και αποτύπωσή τους στο νέο σχέδιο πρύμνης έτσι ώστε να κοπεί το απολύτως απαραίτητο και να εφαρμόσει η γραμμή κοπής τέλεια στο νέο / υπό κατασκευή τμήμα της πρύμνης, -Το αργότερο μέχρι τις 10 Απριλίου: Αγορά των οριακά απαιτούμενων ποσοτήτων χάλυβα και αλουμινίου για την πρύμνη, τις πίσω πλαϊνές πόρτες και την επέκταση του καταστρώματος, -27 Απριλίου: Ημέρα στόχος για την ολοκλήρωση του απαιτούμενου κοψίματος πρύμνης από το σκάφος, -9 Απριλίου – 12 Απριλίου: Προτάσεις και αποφάσεις για την τελική ανακατασκευή της παλιάς πισίνας, -9 Απριλίου – 11 Μαΐου: Περίοδος προκατασκευής της νέας πρύμνης στο στεγασμένο συνεργείο της εργολήπτριας, πιθανότατα σε 3 τμήματα, κάτι που πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω σε συνεργασία με τη “…”, -20 Απριλίου – 10 Μαΐου: Προκατασκευή των καταστρωμάτων αλουμινίου στο εργοστάσιο της εργολήπτριας, -15 Μαΐου (το αργότερο): Απόκτηση των πρώτων σχολίων της Κλάσης για τη χαλύβδινη κατασκευή και εφαρμογή τους στην κατασκευασμένη πρύμνη, -2 Μαΐου – 10 Ιουνίου: Ανέγερση και των 3 τμημάτων στην πρύμνη του σκάφους, προσφέροντας την περιοχή στους βαφείς και τα τικ δάπεδα, -10 Μαΐου – 25 Μαΐου: Ανέγερση επί του σκάφους και των δύο πρυμναίων προεκτάσεων του καταστρώματος, -16 Απριλίου – 23 Μαΐου: Τελική μελέτη και σχεδιασμός του μηχανισμού εγκλεισμού των δύο πρυμναίων βοηθητικών λέμβων, -24 Απριλίου – 20 Μαΐου: Κατασκευή δύο αλουμινένιων πλαϊνών πορτών για τον εγκλεισμό των δύο βοηθητικών λέμβων, -Μετά τις 20 Μαΐου: Εγκατάσταση / ανέγερση των δύο αλουμινένιων πλαϊνών πορτών επί του σκάφους και σύνδεσή τους με το νέο εγκατεστημένο υδραυλικό σύστημα, -Δάπεδα Τικ: Καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου, όπου υπάρχουν διαθέσιμες περιοχές ο υπεργολάβος θα προχωρεί με την τοποθέτηση του τικ δαπέδου, -Βαφή: Ο υπεργολάβος θα ξεκινήσει από την πλώρη, ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά την ανάληψη του έργου, και θα συνεχίσει καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσής του, με τις απαιτούμενες μετατροπές, ώστε να ακολουθήσει το βάψιμο, σύμφωνα με το επιλεχθέν από την πλοιοκτήτρια σύστημα Awlgrip και International Paints, -Επιθεωρήσεις κυβερνητικών εγγράφων: Κατά τη διάρκεια του έργου η εργολήπτρια θα προσφέρει χωρίς χρέωση συμβουλευτικές υπηρεσίες για την επιθεώρηση της Κλάσης, σε συνεργασία με τον Επιθεωρητή της LR, ώστε να διεξάγει και να ανανεώσει την Κλάση του σκάφους, -Επιπεδοποίηση καταστρώματος: Θα λάβει χώρα με τη συνεργασία βαφέων και ξυλουργών, 10 Ιουνίου – 5 Ιουλίου: Ανοξείδωτα, Υαλοπίνακες / Κιγκλιδώματα / Τικ και εργασίες βαφών, εργασίες μετατροπής παλιάς πισίνας στην πρύμνη, -5 Ιουλίου – 10 Ιουλίου: Αποδεξαμενισμός / Πείραμα ευστάθειας αν απαιτηθεί, νέα επιθεώρηση βυθίσματος, δημιουργία καινούργιου βιβλίου διαγωγής και ευστάθειας, διεξαγωγή δοκιμών στον μόλο και, αν απαιτηθεί από τους ιδιοκτήτες, δοκιμές στην ανοιχτή θάλασσα. Τέλος, στο Παράρτημα τέθηκε ρητή επισημείωση ότι κατά τη διάρκεια του δεξαμενισμού η εργολήπτρια θα διεξαγάγει τις επιθεωρήσεις ανανέωσης των κυβερνητικών εγγράφων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κλάσης, της οποίας την κατάσταση δεν είχε κατά τον χρόνο εκείνο παρατηρήσει». Οι προβλεπόμενες ακριβείς μετρήσεις στη γάστρα και τα πλευρικά τοιχώματα του σκάφους ώστε να κοπεί αυτή όσο απαιτείτο προκειμένου να εφαρμόσει τέλεια το νέο / υπό κατασκευή τμήμα της πρύμνης αφορούσε σε συγκεκριμένες περιορισμένης εκτάσεως εργασίες, και δη, όπως προέκυψε από τη ναυπηγική μελέτη, από τον νομέα με αριθ. -4 και μέχρι το πρυμναίο άκρο. Εάν ήθελε γίνει δεκτή η ερμηνευτική εκδοχή της πλοιοκτήτριας εταιρείας για την απόλυτη ταύτιση του ναυπηγικού με το αρχιτεκτονικό σχέδιο, η μετατροπή της γάστρας του σκάφους θα έπρεπε να ξεκινήσει από 12 περίπου μέτρα πιο πλώρα και να συμπεριλάβει άξονες, προπέλες και πηδάλια, καμία όμως τέτοια αναφορά δεν γίνεται ούτε στη σύμβαση ούτε στο Παράρτημα 1. Άλλωστε, στο τρισδιάστατο σχέδιο του Ιταλού σχεδιαστή … που είχε αποσταλεί ηλεκτρονικά από τη διαχειρίστρια του πλοίου στην εργολήπτρια, λίγες ημέρες πριν την υπογραφή της σύμβασης (24.3.2018), δεν υπήρχε οποιαδήποτε απεικόνιση των υφάλων του σκάφους και καμία «διαστασιολογική» μέτρηση δεν ήταν δυνατό να γίνει επ’ αυτού, το σχέδιο δε αυτό απεστάλη εκ νέου στην εργολήπτρια με τη γάστρα, υπό τη μορφή των φωτοαπεικονίσεων Rhino (“Rhino Renders”), μετά την υπογραφή της σύμβασης, στις 3.4.2018. Το γεγονός και μόνο ότι παράλληλα χορηγήθηκε στην εργολήπτρια η με αριθμό … από Απριλίου 2017 έκθεση του ολλανδικού ινστιτούτου ναυπηγικών μελετών “…”) για την επίδραση της επιμήκυνσης του πρυμναίου τμήματος του σκάφους “…” (προηγούμενη επωνυμία της θαλαμηγού “…”) στην υδροδυναμική του συμπεριφορά, δεν μπορεί να οδηγήσει το παρόν Δικαστήριο σε αντίθετη κρίση, καθόσον η μελέτη αυτή αφορούσε εν γένει στη βελτιστοποίηση του σκάφους (βλ. τον τίτλο της σχετικής αναφοράς “Hull Optimization”) και συνετάγη χωρίς να έχει προηγηθεί ναυπηγική μελέτη βαρών ή προκαταρκτική μελέτη ευστάθειας για το συγκεκριμένο έργο. Όπως εύστοχα επισημαίνει και ο πραγματογνώμονας του ΤΕΕ, διπλωματούχος ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός Ι. Κ. στην από 19.11.2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, πρόκειται για μία «θεωρητική μελέτη της υδροδυναμικής συμπεριφοράς της γάστρας του πλοίου σε περίπτωση τροποποίησης του πρυμναίου τμήματός της», που «δεν αποτελούσε κατασκευαστική μελέτη και σχέδιο, ενώ δεν είχε λάβει υπόψη της την επιθυμητή από την πλοιοκτήτρια μετασκευή ούτε τη νέα κατάσταση του πλοίου (εκτόπισμα – πρωραίο και πρυμναίο βύθισμα) μετά τη μετασκευή και ειδικότερα το γεγονός ότι επρόκειτο είτε να τοποθετηθούν σημαντικά νέα βάρη στην πρύμνη είτε να μεταφερθούν σημαντικά στοιχεία, όπως η κολυμβητική δεξαμενή προς την πρύμνη». Ο ως άνω πραγματογνώμονας διαπιστώνει άλλωστε ότι δεν δόθηκε στην εργολήπτρια εταιρεία το σχέδιο που είχε εκπονήσει η “…” για τη βέλτιστη λύση που αναφέρεται στην Έκθεσή της. Σημειώνεται ότι η πραγματογνωμοσύνη αυτή, που διενεργήθηκε κατόπιν της υπ’ αριθ. Πρωτ. ΤΕΕ … αίτησης της εργολήπτριας εταιρείας με βάση την Α33/Σ16/2017 απόφαση της Δ.Ε. του ΤΕΕ, δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη ούτε οριστική, αφού η πλοιοκτήτρια δεν συμφώνησε για την παραπομπή σ’ αυτό της υπό κρίση διαφοράς, θεωρώντας ότι δεν αφορά στις προβλεπόμενες στο άρθρο 37.2 (β) της Σύμβασης (διαφορές), περαιτέρω δε αρνήθηκε να συμμετάσχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία (βλ. σχετ. την από 29.10.2018 εξώδικη απάντηση – δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε στο ΤΕΕ και τον ως άνω πραγματογνώμονα στις 30.10.2018, όπως προκύπτει αντίστοιχα από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Α. Β.), πλην όμως παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο και εκτιμάται σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες απόδειξης. Εξάλλου, τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 8.11.2018 τεχνική έκθεση του …, εκτιμητή της εταιρείας “…”, που συνετάγη κατ’ εντολήν της πλοιοκτήτριας εταιρείας, σύμφωνα με την οποία, με βάση τη σχεδιαστική απαίτηση η τροποποίηση της πρύμνης έπρεπε να ξεκινήσει από το νομέα με αριθ. 15. Ειδικότερα, στην εν λόγω τεχνική έκθεση αναφέρεται ότι η συμμόρφωση με τη σχεδιαστική απαίτηση καθιστούσε απαραίτητη την αλλαγή της μορφής της γάστρας στο πρυμναίο τμήμα της, ώστε να καταλήγει με ομαλό και κατά το δυνατό βέλτιστο υδροδυναμικά τρόπο στην ίσαλο επιφάνεια, η οποία προέκυπτε από τη γεωμετρία της σχεδιαστικής απαίτησης. Περαιτέρω, ότι σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου MARIΝ, ως βέλτιστη υδροδυναμικά σχεδίαση προέκυπτε αυτή με κωδικό αριθμό C1772Ε, η οποία είχε προκύψει από επιφάνεια οριζόντιας τομής στην περιοχή της ισάλου του σκάφους και προσέγγιζε σχεδόν σε απόλυτο βαθμό τη γεωμετρία της σχεδιαστικής απαίτησης της πλοιοκτήτριας εταιρείας, για τη μετασκευή της δε έπρεπε να γίνουν εργασίες στο πρυμναίο τμήμα της γάστρας ξεκινώντας περίπου από τον νομέα υπ’ αριθ. 15 του σκάφους. Ωστόσο, οι παραδοχές αυτές της εν λόγω τεχνικής έκθεσης αντικρούονται επαρκώς από την προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αρμόδιου μηχανικού του ΤΕΕ και συμφωνούν με την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με το αντικείμενο και την έκταση των συμφωνηθεισών με τη σύμβαση εργασιών, όπως αυτές περιγράφονται επί λέξει ανωτέρω, στο Παράρτημα 1 αυτής. Άλλωστε, το γεγονός ότι η εργοδότρια κατά την κατάρτιση της σύμβασης δεν επιθυμούσε την εκτεταμένη τροποποίηση της γάστρας του σκάφους, αλλά μόνο στον βαθμό που εξυπηρετούσε τη μετασκευή του πρυμναίου τμήματος με την επιμήκυνση και τον κατά το δυνατόν «τετραγωνισμό» της, την απόκρυψη της πισίνας και των βοηθητικών λέμβων κ.λπ., προκύπτει τόσο από το ύψος συνολικά του εργολαβικού ανταλλάγματος, λαμβάνοντας υπόψη και αντιπαραβάλλοντας και προγενέστερες προσφορές μετασκευής της θαλαμηγού, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εργολήπτρια, όσο και από τον συμφωνηθέντα χρόνο παράδοσης του έργου, που ήταν πολύ σύντομος. Η πλήρης μετασκευή της γάστρας του σκάφους απαιτούσε πολύ μεγαλύτερο χρόνο, όπως εκτίμησε και ο πραγματογνώμονας Ι. Κ., δύο περίπου μηνών. Περαιτέρω, ακριβώς επειδή τα παραδοθέντα στην εργολήπτρια εταιρεία σχέδια ήταν εποπτικά και έπρεπε να διασταυρωθούν με συγκεκριμένα ναυπηγικά σχέδια ώστε να διαπιστωθεί η επίδρασή τους στο πλοίο και η δυνατότητα εφαρμογής τους, συμφωνήθηκε ρητά στη σύμβαση ν’ ακολουθηθούν «κατά το μέτρο του δυνατού». Επομένως, από το ίδιο το γράμμα της σύμβασης αλλά και κατ’ ερμηνεία των όρων αυτής, όπως αυτή προβλέφθηκε ν’ αλληλοσυμπληρώνεται με τα Παραρτήματά της, στον βαθμό που προκύπτει αμφιβολία για την ακριβή έκταση των συμφωνηθεισών εργασιών επί της γάστρας του σκάφους, απορρέουσα από τις φράσεις «κατά το μέτρο του δυνατού», στον όρο 3.2 της σύμβασης [“The desirable general view of the Yacht possibly to be followed is attached hereto as Schedule 3”], και «ακριβής», στο Παράρτημα 1 αυτής [“Redesigning and plotting in correct Ship design form EXACT the presented (by you wishful) new aft form (including but not limited to: new aft pool / enclosing of tenders etc.)”], με βάση τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ήτοι χωρίς προσήλωση στις λέξεις, αλλά αναζητώντας την αληθή βούληση των μερών, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένης υπόψη της «άποψης των συναλλαγών» (συναλλακτικά ήθη), δεν υπήρχε υποχρέωση της εργολήπτριας για εκτεταμένη μετασκευή της γάστρας του σκάφους, παρά μόνο στον βαθμό που απαιτείτο προκειμένου η νέα μορφή της πρύμνης να περιλαμβάνει τα στοιχεία εκείνα που απεικονίζονταν στις φωτογραφικές απεικονίσεις του Παραρτήματος 3. Τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από την πλοιοκτήτρια και η άρνησή της να εγκρίνει τα εκπονηθέντα ναυπηγικά σχέδια είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των εργασιών μετασκευής από το πρυμναίο τμήμα του σκάφους στη γάστρα του, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και εν γένει του σκοπού της σύμβασης. Επομένως, βάσιμα η εργολήπτρια ισχυρίστηκε, μετά την άρνηση της πλοιοκτήτριας να εγκρίνει τα σχέδια που της παρουσιάστηκαν στις 24.4.2018 και τα οποία είχε εκπονήσει η υπεργολάβος της με την επωνυμία “…”, ότι απαιτείτο τροποποίηση της σύμβασης και συμφωνία για επιπρόσθετες εργασίες προκειμένου να ικανοποιήσει τις αναφανείσες στο μεταξύ επιπρόσθετες απαιτήσεις της ενάγουσας ως προς τις εργασίες μετασκευής, και δη στα ύφαλα του σκάφους, ώστε να επιτευχθεί το ακριβές σχήμα και φορτίο του σχεδίου του …. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία κατέβαλε στην εργολήπτρια την πρώτη δόση του εργολαβικού ανταλλάγματος μετά από αρκετές ημέρες από την προβλεπόμενη στη σύμβαση (2 ημέρες μετά την υπογραφή της, ήτοι στις 4.4.2018) ημερομηνία, με τμηματικές καταβολές του ποσού των 1.138.000 ευρώ στις 11.4.2018 και τις 13.4.2018. Το εν λόγω ποσό αντιπροσώπευε, κατά τους υπολογισμούς της εργοδότριας, το 30% του συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος, επομένως αντιστοιχούσε στο ορισθέν ποσό προκαταβολής (βλ. σχετ. το από 13.4.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με αποστολέα τον …, με συνημμένη την επιβεβαίωση εμβάσματος). Τον σχετικό υπολογισμό δεν αποδέχθηκε, ωστόσο, η εργολήπτρια εταιρεία, η οποία ήδη με το από 24.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμά της επεσήμανε τη σχετική διαφωνία της, καθόσον η πρώτη δόση έπρεπε ν’ ανέλθει στο ποσό των 1.553.440 ευρώ, όπως προκύπτει από το συνημμένο στην από 2.4.2018 σύμβαση Παράρτημα 2, συνυπολογιζομένων των κονδυλίων που έπρεπε να καταβληθούν «με την υπογραφή», της προκαταβολής για τους ηλεκτρολόγους, που ήταν καταβλητέα μία εβδομάδα μετά την υπογραφή, και των οφειλών δεξαμενισμού …, που ήταν καταβλητέες το αργότερο 28 ή 29/3/2018, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ. Ο ισχυρισμός της εργοδότριας ότι εκ παραδρομής αναγράφηκε η ημερομηνία αυτή αντί της ορθής 28 ή 29/5/2018 δεν κρίνεται πειστικός, αφού το πλάνο πληρωμών που περιελήφθη στο Παράρτημα 2 διαμορφώθηκε κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης από τα συμβαλλόμενα μέρη, η σχετική δε πληρωμή έχει τοποθετηθεί στη λίστα ανάμεσα στις αρχικές πληρωμές και όχι κατωτέρω, στα καταβλητέα προοδευτικά μετά την υπογραφή της σύμβασης και κατά την εξέλιξη των εργασιών ποσά. Άλλωστε, στο από 6.4.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του …, εξουσιοδοτηθέντος από την πλοιοκτήτρια εταιρεία προσώπου για τη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την επίδικη σύμβαση έργου, προς την εκπρόσωπο της ως άνω διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας  Κ., διατυπώνεται η απορία του για το μειωμένο ποσό που εμβάσθηκε προς την εργολήπτρια, καθώς κατά τους υπολογισμούς του το συνολικό ποσό της προκαταβολής έπρεπε ν’ ανέλθει στο ύψος των 1.456.000 ευρώ (ήτοι 1.553.000 ευρώ μείον τον ΦΠΑ που αναλογούσε στις οφειλές δεξαμενισμού προς τον …), με συνέπεια απορριπτέοι να τυγχάνουν οι σχετικοί με το ακριβές ύψος των ποσών που έπρεπε να προκαταβληθούν ισχυρισμοί της εργοδότριας – πλοιοκτήτριας. Σημειώνεται περαιτέρω ότι, σύμφωνα με τον περιλαμβανόμενο στο προεκτεθέν Παράρτημα Ι της σύμβασης προγραμματισμό, η μετακίνηση της ένδικης θαλαμηγού στην πλωτή δεξαμενή «…» του … είχε προγραμματιστεί περί τις 10 Απριλίου 2018, ωστόσο, μετά από σχετικό αίτημα της εργοδότριας, προηγήθηκε ο δεξαμενισμός έτερης θαλαμηγού πλοιοκτησίας της και συγκεκριμένα της θαλαμηγού “…”, με συνέπεια ο δεξαμενισμός της θαλαμηγού “…” να καθυστερήσει και να λάβει χώρα τελικά στις 15 Μαΐου 2018. Η σχετική αλλαγή στα σχέδια, που οφειλόταν αποκλειστικά σε σχετική επιθυμία της εργοδότριας εταιρείας, είχε ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση έναρξης των εργασιών και τη διατύπωση έντονης ανησυχίας από το σύνολο των υπεργολάβων σε σχέση με τους χρόνους ολοκλήρωσης των επιμέρους εργασιών και παράδοσης του έργου, ενόψει και του ότι ανατρεπόταν ο προγραμματισμός τους σε σχέση και με άλλα έργα που είχαν αναλάβει για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα. Η εργοδότρια εταιρεία αποδίδει τη σχετική αλλαγή στην καθυστέρηση ολοκλήρωσης των ναυπηγικών μελετών και σχεδίων από την πλευρά της εργολάβου, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον τα ναυπηγικά σχέδια, όπως προεκτέθηκε, ήταν έτοιμα στις 24.4.2018, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η εργολήπτρια εταιρεία αναζήτησε με δική της πρωτοβουλία και ανηύρε τελικά επί του σκάφους, στην καμπίνα του Α΄ μηχανικού, τα σχέδια προγενέστερης μετασκευής της πρύμνης του σκάφους που είχε υλοποιηθεί το έτος 1994 και τα οποία η εργοδότρια δεν της παρέδωσε εξαρχής. Ειρήσθω εν παρόδω ότι τα σχέδια αυτά ουδέποτε παραδόθηκαν στο ολλανδικό ινστιτούτο ναυπηγικών μελετών “…” προκειμένου να τα συνεκτιμήσει κατά την εκπόνηση της ως άνω αναφερόμενης μελέτης του, η οποία στηρίχθηκε στη μορφή του πρυμναίου τμήματος του σκάφους κατά τον χρόνο κατασκευής του (1988). Περαιτέρω, με την πάροδο των εβδομάδων και ενώ η εργολήπτρια εταιρεία επανειλημμένα απέστελλε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την εργοδότρια αναφέροντας την πρόοδο των εργασιών και επισημαίνοντας την ανάγκη τροποποίησης της σύμβασης, η τελευταία επέδειξε ολιγωρία ως προς τη συνεργασία της με την εργολήπτρια, καθόσον καθυστερούσε διαρκώς στην παροχή απαντήσεων στα θέματα που της έτασσε η τελευταία, η οποία, μάλιστα, με την αρμόδια υπεργολάβο της είχε έρθει σε επικοινωνία με το αρχιτεκτονικό γραφείο του … προκειμένου να εκπονήσουν νέα ναυπηγικά σχέδια, απολύτως σύμφωνα με την αρχιτεκτονική ιδέα ως προς την άνωθεν της ίσαλου γραμμής περιοχή και κατ’ επέκταση έναν καινούργιο πυθμένα, ικανό ν’ αντέξει τη νέα φόρμα της υπερκατασκευής, προχωρούσε δε στις σχετικές εργασίες παρά το νεφελώδες πεδίο που είχε διαμορφωθεί με υπαιτιότητα της εργοδότριας, καθόσον η τελευταία σιωπηρά δημιουργούσε την πεποίθηση ότι αποδεχόταν τις πρόσθετες εργασίες. Όσον αφορά ειδικά στη γενομένη στις 12 Ιουνίου 2018 από την υπεργολάβο εταιρεία κοπή και αφαίρεση της πρύμνης / του πρυμναίου τμήματος της γάστρας του σκάφους, ξεκινώντας από τον νομέα με αριθ. -4 και μέχρι και το πρυμναίο άκρο, αποτελούσε ενέργεια για την οποία είχε ενημερωθεί προηγουμένως συγκεκριμένα η πλοιοκτήτρια και οι αντιπρόσωποί της και ουδόλως αποσκοπούσε στο να βρεθεί η τελευταία «προ τετελεσμένου», όπως αβασίμως ισχυρίζεται, αλλά εντασσόταν στις συμφωνηθείσες εργασίες, σύμφωνα με το πλάνο εργασιών, όπως αναλυτικά παρατίθεται ανωτέρω στην ελάσσονα πρόταση. Εν τέλει, σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 2.7.2018, η εργολήπτρια εταιρεία παρουσίασε στην εργοδότρια το νέο σχέδιο μετασκευής της θαλαμηγού, το οποίο περιελάμβανε εκτενή τροποποίηση και της γάστρας του σκάφους με διαπλάτυνση αυτής σε βαθμό τέτοιο ώστε να εφαρμόζεται απολύτως η αρχιτεκτονική ιδέα του …. Κατόπιν δε σχετικής συζήτησης που έλαβε χώρα, στις 9.7.2018 η εργολήπτρια απέστειλε ηλεκτρονικά στην εργοδότρια την προσφορά της για τις επιπλέον εργασίες που θ’ απαιτούνταν, με τίτλο «τροποποίηση του πρυμναίου τμήματος της γάστρας και των πίσω πλευρών / διεύρυνση των πρυμναίων καταστρωμάτων / περίβλημα των βοηθητικών πλοίων (enclosing of tenders)», συνολικού προϋπολογισμού 1.580.000 ευρώ. Στη σχετική προσφορά αναφερόταν ως χρόνος παράδοσης του έργου το δεύτερο μισό του Νοεμβρίου 2018, υπό την προϋπόθεση ότι το τελικό σχέδιο θα εγκρινόταν έγκαιρα από την πλοιοκτήτρια, προκειμένου στη συνέχεια να υποβληθεί στον Νηογνώμονα LR. Και πάλι η εργοδότρια αμέλησε ν’ απαντήσει με σαφήνεια στη σχετική προσφορά, μόλις δε στις 8.8.2018 πραγματοποιήθηκε συνάντηση των εκπροσώπων της εργολήπτριας με την εκπρόσωπο της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας (“SSH”)  Κ., κατά την οποία η τελευταία ζήτησε έκπτωση επί του προαναφερθέντος κόστους των πρόσθετων εργασιών, όπως βεβαιώνει η Μ. Α., υπάλληλος γραφείου της υπεργολάβου εταιρείας «…» στην υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωσή της. Σημειώνεται ότι η ως άνω  Κ., στην από 4.11.2019 ένορκη βεβαίωσή της δεν αρνείται ότι μετέβη στα γραφεία της εν λόγω υπεργολάβου εταιρείας στις 8.8.2018, αλλά ισχυρίζεται ότι ο σκοπός ήταν διαφορετικός, και συγκεκριμένα να επαναλάβει γι’ ακόμη μία φορά ότι δεν απαιτείτο τροποποίηση της σύμβασης συνομολογεί, ωστόσο, ότι τέθηκε το ζήτημα της έκπτωσης επί της προσφοράς για τις επιπρόσθετες εργασίες, επί του οποίου δεν πήρε σαφή θέση, αφήνοντάς το στη διακριτική ευχέρεια της εργολήπτριας. Εν τέλει, με το από 9.8.2018 ηλεκτρονικό της μήνυμα η εργολήπτρια εταιρεία προσέφερε έκπτωση για τις επιπρόσθετες εργασίες σε ποσοστό 10% επί του εργολαβικού ανταλλάγματος των 1.580.000 ευρώ, σε απάντηση, όμως, αυτού έλαβε το από 13.8.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα της ως άνω Έλενας Καρβούνη, για λογαριασμό της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας, με το οποίο η τελευταία αρνήθηκε ότι είχε ζητηθεί τροποποίηση της σύμβασης, για τον λόγο ότι η τροποποίηση της γάστρας σε βαθμό τέτοιο που να είναι ικανή να στηρίξει την υπερκατασκευή του σχεδίου του … περιλαμβανόταν στις εξαρχής συμφωνηθείσες εργασίες. Κατόπιν ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων και στη συνέχεια, από τον Σεπτέμβριο 2018, εξωδίκων, με την από 25.9.2018 δήλωσή της, που κοινοποιήθηκε σε αμφότερες τις αντισυμβαλλόμενές της εργολήπτρια και υπεργολάβο εταιρεία στις 27.9.2018 (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών Α. Β., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα – εναγόμενη “…”), η εργοδότρια – πλοιοκτήτρια της ένδικης θαλαμηγού εταιρεία δήλωσε ότι υπαναχωρεί από την ένδικη σύμβαση έργου, για λόγους αναγόμενους σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εργολάβου. Η αντισυμβατική συμπεριφορά της τελευταίας συνίστατο, κατά τα αναφερόμενα στην εξώδικη δήλωση υπαναχώρησης, στην καθυστέρηση εκτέλεσης των εργασιών και έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, στο πλαίσιο της προσπάθειας των εργολάβων να μεταβάλουν το αντικείμενο της σύμβασης, ήτοι τις συμφωνηθείσες εργασίες μετασκευής επί του σκάφους, όπως αυτές αποτυπώνονταν στους όρους της σύμβασης και τα επισυναπτόμενα σε αυτήν Παραρτήματα, ενώ η ίδια [εξωδίκως δηλούσα – υπαναχωρούσα] ουδέποτε είχε αιτηθεί την εκτέλεση εργασιών πέραν των αρχικώς συμφωνηθεισών ούτε είχε συμφωνήσει σε τροποποίηση της σύμβασης. Ωστόσο, από τα ανωτέρω εκτιθέμενα προκύπτει ότι η εργοδότρια υπήρξε υπερήμερη ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της εκ της συμβάσεως, πρωτίστως διότι αρνήθηκε να εγκρίνει τα παρουσιασθέντα σε αυτήν στις 24.4.2018 ναυπηγικά σχέδια, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων για «κατά το δυνατόν» προσέγγιση της «επιθυμητής γενικής όψης» του πρυμναίου τμήματος του σκάφους, όπως είχε αποτυπωθεί στο Παράρτημα 3 της σύμβασης, απαιτώντας αντίθετα την απολύτως ακριβή ταύτισή τους με τις εν λόγω φωτοαπεικονίσεις. Υπενθυμίζεται περαιτέρω ότι η εργοδότρια είχε αποσιωπήσει την προηγούμενη (από 1994) μετασκευή της θαλαμηγού και τα σχετικά σχέδια, τα οποία η εργολήπτρια αναζήτησε και ανηύρε τελικά με δική της πρωτοβουλία, ενώ, της υποβολής των ναυπηγικών σχεδίων στον Νηογνώμονα LR (Lloyd’s Registry) έπρεπε να προηγηθεί η έγκρισή τους από την πλοιοκτήτρια, η οποία ουδέποτε έλαβε χώρα, κατά τα προεκτεθέντα. Οι εργασίες, άλλωστε, στις οποίες προέβη η εργολήπτρια διά των υπεργολάβων της δεν είχαν ως προαπαιτούμενο την έγκριση των σχεδίων από τον Νηογνώμονα, δεν ήταν δε δυνατό στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα τα συνεργεία των υπεργολάβων να παραμένουν άπρακτα. Εξάλλου, με υπαιτιότητα της εργοδότριας καθυστέρησε ο δεξαμενισμός της θαλαμηγού στην πλωτή δεξαμενή «…» του …, με συνέπεια η παράδοση του έργου στην αρχικώς συμφωνηθείσα ημερομηνία της 20ής Ιουλίου 2018 να είναι αδύνατη, ενώ περαιτέρω υπήρξε καθυστέρηση στην καταβολή της πρώτης δόσης, η οποία μάλιστα καταβλήθηκε μειωμένη, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Σημειώνεται ότι για την καταβολή του εν λόγω ποσού της πρώτης δόσης (προκαταβολής) δεν απαιτείτο η προηγούμενη αποστολή στην εργοδότρια των εκδοθέντων παραστατικών, καθόσον, σύμφωνα με το Παράρτημα 2, αυτή έπρεπε να καταβληθεί σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης οποιωνδήποτε εργασιών, ούτε η έγκριση των υπεργολάβων που θα χρησιμοποιούνταν. Η μεταγενέστερη δε απροθυμία της εργοδότριας να συναινέσει για τα πρόσωπα των υπεργολάβων και προμηθευτών και να αποδεχθεί τις εργασίες, όπως προέκυπταν από τα στο μεταξύ εκδοθέντα και αποσταλέντα σ’ αυτήν παραστατικά, καταβάλλοντας το αντίστοιχο αντάλλαγμα, σύμφωνα με τις ορισθείσες «ζώνες» πληρωμής, δεν αιτιολογείται πειστικά με βάση τα επικαλούμενα στα δικόγραφά της. Επομένως, δεν αποδείχθηκε υπαιτιότητα της εργολήπτριας για την καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εργολήπτρια επανειλημμένα απευθυνόταν στην εργοδότρια – πλοιοκτήτρια καθ’ όλη τη διάρκεια εξέλιξης των εργασιών, ενημερώνοντάς την για την πρόοδό τους και καλώντας τη να λάβει σαφή θέση επί των εργασιών μετασκευής. Εξάλλου, προέβη σε επικοινωνία και με τον Ιταλό σχεδιαστή …, σε συνεργασία με το γραφείο του οποίου εκπόνησε περαιτέρω σχέδια, μετά την κατά τ’ ανωτέρω άρνηση της εργοδότριας να εγκρίνει τ’ αρχικά. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι η εργολήπτρια ή / και οι υπεργολάβοι της καθυστέρησαν κατά την εκτέλεση των εργασιών, αντίθετα αποδείχθηκε ότι με επαγγελματισμό και συνέπεια επιμελήθηκαν του έργου, επιδιώκοντας συνεννόηση και αγαστή συνεργασία με τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας. Τούτο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ωστόσο, για την εργοδότρια, η οποία έδωσε επανειλημμένως αντιφατικά μηνύματα στην εργολήπτρια για τις προθέσεις της. Η γενικότερη στάση της εργοδότριας καταδεικνύει αδυναμία λήψης αποφάσεων, έλλειψη καλής διάθεσης και συνεργασίας που επέδειξε κατά την εξέλιξη της σύμβασης. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η από 21.9.2018 εξώδικη πρόσκληση της εργολήπτριας εταιρείας, πριν τη δήλωση υπαναχώρησης της εργοδότριας, να προσφύγουν τα αντίδικα μέρη σε ειδικό τεχνικό εμπειρογνώμονα (expert) κατά τις προβλέψεις του άρθρου 37.2 (b) και 14.2 της σύμβασης υποδηλώνει την επιθυμία της να βρεθεί λύση στο πρόβλημα που είχε ανακύψει σχετικά με την έκταση των συμφωνηθεισών εργασιών, σε καμία δε περίπτωση δεν αντιφάσκει με την εξαρχής εκπεφρασμένη πεποίθησή της ότι οι απαιτήσεις της τελευταίας εξέφευγαν του πλαισίου της σύμβασης. Η ανάγκη για την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών προέκυψε μετά την άρνηση της πλοιοκτήτριας εταιρείας να εγκρίνει τα αρχικά ναυπηγικά σχέδια, αξιώνοντας την ακριβή εφαρμογή του σχεδίου του … και δεν είχε προβλεφθεί ούτε καθ’ υπόθεση από την εργολήπτρια εταιρεία. Επομένως, η δήλωση υπαναχώρησης στην οποία προέβη η εργοδότρια στις 25.9.2018, επειδή αποδείχθηκε υπαιτιότητά της ως προς τη μη ομαλή εξέλιξη της σύμβασης και την αδυναμία έγκαιρης περάτωσης του έργου, γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσία βάσιμου του σχετικού προβαλλόμενου κατ’ ένσταση ισχυρισμού της εργολήπτριας εταιρείας, ενώ σε καμία περίπτωση δεν αποδείχθηκε υπερημερία της τελευταίας στην εκτέλεσή της, είναι άκυρη και δεν αναπτύσσει τις έννομες συνέπειες που προβλέπονται για την περίπτωση έγκυρης υπαναχώρησης, δηλαδή κατάργηση της επίδικης σύμβασης έργου από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), της νομικής σχέσης ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλυόμενης αυτοδικαίως και αναδρομικά, επερχομένης, κατ’ επέκταση, απόσβεσης όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργουμένης υποχρέωσης των συμβαλλομένων να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ), για αιτία που έληξε. Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης υπήρχε ασυμφωνία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων μερών ως προς ουσιώδη ή επουσιώδη στοιχεία της, ώστε να προκύπτει το άκυρο (άλλως ανυπόστατο) αυτής. Αντίθετα, με βάση τα προεκτεθέντα ανωτέρω στην ελάσσονα πρόταση σε σχέση με την έννοια συγκεκριμένων όρων της σύμβασης που προσδιορίζουν το εύρος των συμφωνηθεισών εργασιών προκύπτει ότι αντικείμενο της ένδικης σύμβασης έργου υπήρξε η μετασκευή του πρυμναίου τμήματος της θαλαμηγού, κατά το δυνατόν σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια του …, όπως ακριβής αποτύπωσή τους επισυνάφθηκε με τη μορφή φωτογραφικών απεικονίσεων στη σύμβαση ως Παράρτημα 3. Επομένως, ούτε για λανθάνουσα ασυμφωνία μπορεί να γίνει εν προκειμένω λόγος, αφού οι δηλώσεις βουλήσεως όλων των αντισυμβαλλομένων μερών ταυτίζονταν κατά το χρόνο κατάρτισης αυτής. Η όποια διαφωνία σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και ειδικότερα την έκταση της μετασκευής της γάστρας ανέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο και οφειλόταν στην προβληματική αντιπροσώπευση της πλοιοκτήτριας και τη διάσταση απόψεων που υπήρξε μεταξύ των εκπροσώπων της, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη διαρκή αλλαγή στάσης έναντι της εργολήπτριας εταιρείας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, δυνάμει της από 25.9.2018 εξώδικης δήλωσης και ανάκλησης πληρεξουσιότητας της πλοιοκτήτριας εταιρείας, η τελευταία ανακάλεσε το πληρεξούσιο που είχε χορηγήσει σε σχέση με την ένδικη σύμβαση έργου στους κ.κ…, χωρίς να ορίσει άλλον αντιπρόσωπο. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι, μετά την προσφορά της εργολήπτριας (από Ιουλίου 2018) για το κόστος εκτέλεσης των επιπρόσθετων εργασιών, η εργοδότρια ζήτησε και έλαβε ποσοστό έκπτωσης επί του αρχικού ποσού, στις 9.8.2018, λίγες όμως ημέρες μετά δήλωσε ότι ουδέποτε είχε συμφωνήσει στην κατάρτιση των επιπρόσθετων εργασιών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό στοιχ. Α αγωγή τυγχάνει απορριπτέα στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση. Συνακόλουθα, επειδή έγινε δεκτό ότι η από 25.9.2018 δήλωση υπαναχώρησης ήταν άκυρη, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, η επίδικη σύμβαση έργου δεν λύθηκε, αλλά παρέμεινε ενεργός και εξακολούθησε ν’ αναπτύσσει τις έννομες συνέπειές της. Ερευνητέα τυγχάνει, συνεπώς, περαιτέρω η απαίτηση για την καταπεσούσα ποινική ρήτρα που αξιώνει η ενάγουσα της υπό στοιχ. Β αγωγής με την κύρια βάση της, που ερείδεται ακριβώς στη -γενομένη δεκτή- ακυρότητα της δήλωσης υπαναχώρησης. Σύμφωνα με τον όρο 32.1.1. της ένδικης σύμβασης έργου, σε περίπτωση που ο Πελάτης καθυστερήσει τη δόση της προκαταβολής, θα καταβάλει υπό μορφή ποινικής ρήτρας υπέρ της εργολάβου, ποσό 0,5% του καθυστερούμενου ποσού για κάθε ημέρα καθυστέρησης, το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν θα υπερβαίνει το 15% του αντίστοιχου καθυστερούμενου ποσού. Με βάση λοιπόν όσα ανωτέρω γίνονται δεκτά, η εργολήπτρια – ενάγουσα της υπό στοιχ. Β αγωγής δικαιούται, για την κατάπτωση της ποινικής ρήτρας, α) το ποσό των [730.000,00 ευρώ × 0,5% × 8 ημέρες καθυστέρησης καταβολής (ήτοι στις 12.4.2018 αντί για τις 4.4.2018) =] 29.200,00 ευρώ, β) το ποσό των [400.000,00 ευρώ × 0,5% × 33 ημέρες καθυστέρησης καταβολής (ήτοι στις 7.5.2018, οπότε κατέστη δυνατή η εκταμίευσή του από την ενάγουσα, αντί για τις 4.4.2018) =] 66.000,00 ευρώ και γ) το ποσό των [(1.553,440 – 1.138.000,00 =) 415.440,00 ευρώ ως υπόλοιπο προκαταβολής × 15% =] 62.316,00 ευρώ, και συνολικά για την αιτία αυτή δικαιούται το ποσό των (29.200 + 66.000 + 62.316 =) 157.516,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατ’ ακολουθίαν, η υπό στοιχ. Α ως άνω αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων [άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1,2 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη και κατ’ ουσία κατά την κύρια βάση της (μη ερευνώμενων συνακόλουθα των επικουρικών) η υπό στοιχ. Β αγωγή, ν’ αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης της εργοδότριας – εναγόμενης και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση της τελευταίας να καταβάλει στην ενάγουσα – εργολήπτρια το συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι (157.516,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, η εναγόμενη πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της και κατά την έκταση αυτής, σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας [άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 58, 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 Ν. 4194/2013 (Κώδικα Δικηγόρων)], όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 22.10.2018 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 10967/4932/2018 (υπό στοιχείο Α) αγωγή και την από 10.5.2019 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 4391/2184/2019 (υπό στοιχείο Β) αγωγή.

Α.         ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22.10.2018 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 10967/4932/2018 αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη των εναγόμενων, την οποία ορίζει στο ποσό των δώδεκα χιλιάδων διακοσίων (12.200,00) ευρώ.

Β.         ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 10.5.2019 υπ’ αριθ. εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 4391/2184/2019 αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της από 25.9.2018 δήλωσης υπαναχώρησης της εργοδότριας – εναγόμενης.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν πενήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων δεκαέξι (157.516,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων οχτακοσίων (4.800,00) ευρώ.Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Μαρτίου 2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις … Απριλίου 2021.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ