ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης: 1141/2021
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 619/342/2020)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(τακτική διαδικασία)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Ιωάννα Κατσαρού-Στάθη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ ΑΦΜ, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 18.5.2020 πληρεξουσίου, το οποίο προσκομίζεται σε νόμιμη μετάφραση στην ελληνική, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον συμβολαιογράφο Λονδίνου Peter Edmund Adams, που φέρει επικύρωση (Apostille) της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, ο πληρεξούσιος δικηγόρος Νικόλαος Μαθιόπουλος του Κωνσταντίνου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Των εναγόμενων: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία έχει καταστατική έδρα στο …, αλλά έδρευε στην πραγματικότητα στην …, όπου είχε εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975, όπως τροποποιήθηκε, ήδη δε αγνώστου διαμονής και έδρας, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) …, κατοίκου …, οδός …, με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 16.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τη δικηγόρο Έβελιν Ασπιώτη-Κάγκαλου (ΑΜ/ΔΣΑ …), ο πληρεξούσιος δικηγόρος Δημήτριος Ψυχάρης του Χρήστου (ΑΜ/ΔΣΑ 26505), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.1.2020 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 619/22.1.2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 342/22.1.2020, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε, δυνάμει της από 21.12.2020 Πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το πινάκιο, η υπόθεση συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015) συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα και, αν δεν επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015), στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ αντίγραφο του κατατεθέντος εισαγωγικού δικογράφου επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή του και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 122, 123, 134, 135, 136 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν είναι άγνωστος ο τόπος ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του εισαγγελέα στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε, η οποία συντάσσεται και υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και έχει το οριζόμενο από την πρώτη των άνω διατάξεων περιεχόμενο. Ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής μπορεί να θεωρηθεί και το νομικό πρόσωπο, όταν δεν έχει κατάστημα ή γραφείο ή είναι άγνωστος ο τόπος και η διεύθυνση αυτών. Δεδομένου όμως ότι, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 126, 124 και 129 ΚΠολΔ, η επίδοση προς νομικό πρόσωπο γίνεται προς τον κατά νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπο και σε περίπτωση περισσοτέρων σε έναν απ’ αυτούς, είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα ή γραφείο του κ.λπ., για να έχει εφαρμογή επί νομικού προσώπου αγνώστου διαμονής, η παραπάνω διαδικασία επιδόσεως, θα πρέπει και τα πρόσωπα που εκπροσωπούν αυτά κατά το νόμο ή το καταστατικό να είναι όλα, κατά το χρόνο επίδοσης, αγνώστου διαμονής (βλ. ΑΠ 1888/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 2242/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … και την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …, που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής επιδόθηκε, όσον αφορά στην πρώτη εναγόμενη, στον νόμιμο εκπρόσωπό της – δεύτερο εναγόμενο, κατ’ άρθρα 126 παρ. 1 γ, 128 παρ. 1, 130 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, κατ’ άρθρο 135 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οποίος όρισε τις εφημερίδες «Ο ΛΟΓΟΣ», που εκδίδεται στην Αθήνα, και «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ», που εκδίδεται στον Πειραιά, για τη δημοσίευση της περίληψης του επιδοθέντος δικογράφου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα, η οποία και έλαβε χώρα στις 29.1.2020. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης δεν τυγχάνει αγνώστου διαμονής κατά το χρόνο επίδοσης, ως εκ περισσού έτυχε εφαρμογής η διαδικασία επιδόσεως σε πρόσωπο αγνώστου διαμονής. Η πρώτη εναγόμενη, ωστόσο, αν και κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, δεν κατέθεσε προτάσεις εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας ούτε και παραστάθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Πρέπει, συνεπώς, να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 εδ. β΄ ΚΠολΔ).
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρου 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως, νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ’ αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 12 παρ. 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρα 1 παρ. 3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 3604/2007, 41 παρ. 2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 279/1993, όπως έχει τροποποιηθεί), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς, δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ’ αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ’ άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ’ αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι’ αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεστούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2013 ΠειρΝομ 2013.48, ΜονΕφΠειρ 598/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο εμπορικό δίκαιο ισχύει η αρχή του περιορισμένου (κλειστού) αριθμού των εταιρειών, σύμφωνα με την οποία, προς άσκηση εμπορίας, απαγορεύεται η δημιουργία άλλου τύπου εταιρείας πλην αυτών που αναγνωρίζονται από το εμπορικό δίκαιο. Στην περίπτωση δε που η επιλεγείσα εταιρεία δεν προβλέπεται από το ημεδαπό δίκαιο, τότε τίθεται πρόβλημα νομικού χαρακτηρισμού αυτής. Εννοείται ότι αν η εν λόγω εταιρεία δεν συστήθηκε κατά τις διατυπώσεις που απαιτούνται για τον τύπο της, τότε είναι ανώμαλος εταιρεία ή «εταιρεία εν τοις πράγμασι». Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ανώμαλος εταιρεία δεν ισχύει μόνο ως εταιρεία, αλλά έχει και νομική προσωπικότητα. Επομένως, αναφορικά με την κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εταιρείας αυτής ισχύουν τα ανωτέρω εκτεθέντα. Συναφώς πρέπει να σημειωθεί ότι οι κατά το αγγλοσαξωνικό δίκαιο εταιρείες με τη μορφή της «LIMITED» δεν αντιστοιχούν προς τις ΕΠΕ του ημεδαπού δικαίου, αλλά προσιδιάζουν τόσο ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά τους (μετοχικό κεφάλαιο, γενικές συνελεύσεις, διοικητικό συμβούλιο, μερίσματα, εκκαθάριση κ.λπ.), όσο και ως προς τον τρόπο συγκροτήσεως και λειτουργίας τους, περισσότερο προς τις ελληνικές ΑΕ (βλ. την υπ’ αριθ. 353/79 νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου εις ΕΝΔ 11.311). Τέλος, πρέπει να λεχθεί ότι το ζήτημα της ευθύνης των μετόχων ή του Προέδρου του Δ.Σ. στις κεφαλαιουχικές εταιρείες για τα χρέη της τελευταίας (και αντιστρόφως) κρίνεται κατ’ άρθρο 10 ΑΚ, από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της, το οποίο είναι εφαρμοστέο και στην περίπτωση που η ευθύνη αυτή προϋποθέτει την προηγουμένη άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της εταιρείας. Τα αμέσως προηγουμένως εκτεθέντα ισχύουν και στην περίπτωση των εταιρειών που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή του ΑΝ 89/1967 και 378/1968. Τούτο δε διότι οι εταιρείες αυτές διέπονται μεν, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 791/1978, από το δίκαιο της καταστατικής τους έδρας, πλην όμως μόνο ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου (ΜονΕφΠειρ 462/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝαυτΔ 2012.409, βλ. και ΠΠρΠειρ 3420/2018 ΕΕμπΔ 2019.81). ΙΙ. Κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 του ΑΚ, η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης, καθώς και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επίσης, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης προς αποζημίωση αποτελεί και η απάτη (άρθρο 386 του ΠΚ) σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη (βλ. ΑΠ 115/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 457/2011 ΧρΙΔ 2012.33, ΑΠ 1485/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον ότι, αν με το δικόγραφο της αγωγής γίνεται επίκληση της υπαιτιότητας του εναγόμενου, που είναι μια ορισμένη νομική έννοια, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν την υπαιτιότητα τούτου, έστω και αν τα τελευταία δεν συμπίπτουν πλήρως με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τούτο δε διότι η κατά το άρθρο 224 του ΚΠολΔ απαγόρευση της μεταβολής της βάσεως της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής και όχι της νομικής βάσης της αγωγής. Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι αν η πράξη ή η παράλειψη αρμόδιου οργάνου του νομικού προσώπου, η οποία είναι παράνομη και υπαίτια, έλαβε χώρα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί και παράγει υποχρέωση του νομικού προσώπου προς αποζημίωση, τότε παράλληλα ευθύνεται και αυτό (το αρμόδιο όργανο) εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο. Ειδικότερα, στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι διοικούντες και νόμιμοι εκπρόσωποι αυτών δεν υπέχουν προσωπική ευθύνη για τα χρέη της εταιρίας, όμως μπορεί να ανακύψει ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία, αφού η αρχή της μη ευθύνης τους κάμπτεται και δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών διατάξεων (βλ. ΑΠ 495/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 263/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1031/2007 ΕΕμπΔ 2008.88, ΑΠ 29/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4, 216 του ΚΠολΔ, 914, 932, 297, 298 του ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου. Επίσης, πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και του ζημιογόνου αποτελέσματος που επήλθε (βλ. ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ό.π., ΜονΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΙΙΙ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 ΚΠολΔ, «Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει, μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο, χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι.». Η διάταξη των αποδείξεων για το εφαρμοστέο αλλοδαπό ουσιαστικό δίκαιο μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο επανάληψης της συζήτησης, κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ, ώστε να προσκομιστεί, με την επιμέλεια των διαδίκων, το κείμενο του αλλοδαπού δικαίου που διέπει την έννομη σχέση, καθώς και γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για την έννοια αυτού (βλ. ΕφΠειρ 369/2014, ΕφΠειρ 428/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 133/2006 Αρμ 2006.1748). Η παραπάνω διάταξη αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, με την οποία θεσπίζεται απόκλιση από το σύστημα της συζήτησης που καθιερώνεται με το άρθρο 106 του ΚΠολΔ. Κατά την παρ. 1 εδ. γ΄ του άρθρου 254, η επαναλαμβανόμενη συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης, με την έννοια ότι πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια που συνθέτουν μία και μόνη συζήτηση, ένα αδιάσπαστο δικονομικό σύνολο και, συνεπώς, κατά τη συζήτηση αυτή δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, καθόσον αρκούν και ισχύουν οι προτάσεις που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη. Αυτό έχει ως συνέπεια ότι όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης θεωρείται ότι τα επικαλείται και τα προβάλλει και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση (βλ. ΟλΑΠ 30/1997 ΕλλΔνη 1997.1522), έστω και αν, κατ’ αυτή, δεν κατέθεσε προτάσεις ή αν, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζήτησης (ΑΠ 1589/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1360/2018 Αρμ 2019.1043, ΕφΘεσ 154/2010 ΕΠολΔ 2011.106).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εδρεύουσα στο … εταιρεία με την επωνυμία «…» εκθέτει ότι δυνάμει της από 26.3.2018 σύμβασης χρηματοδότησης ναύλου, όπως τροποποιήθηκε, συμφωνήθηκε μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης αλλοδαπής εταιρείας «…», εδρεύουσας τυπικά στις … και πραγματικά στην ……., ήδη δε αγνώστου διαμονής, η παροχή στην τελευταία βραχυχρόνιων χρηματοδοτήσεων, προκειμένου να καταβάλλει τον ναύλο που όφειλε στις πλοιοκτήτριες των οποίων τα πλοία ναύλωνε, με σκοπό να τα εκμεταλλευθεί υπεκναυλώνοντάς τα σε τρίτους ναυλωτές. Ότι, συγκεκριμένα, η ενάγουσα είχε τη διακριτική ευχέρεια, για κάθε ναυλοσύμφωνο κατά ταξίδι που συνήπτε η πρώτη εναγόμενη, να της παράσχει χρηματοδότηση ίση με το 80% του ναύλου που η τελευταία θα εισέπραττε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, και ότι η πρώτη εναγόμενη όφειλε να μεριμνά όπως ο ναύλος που εδικαιούτο καταβαλλόταν στον αναφερόμενο, ελεγχόμενο από την ενάγουσα, τραπεζικό λογαριασμό, εντός της προβλεπόμενης ημερομηνίας. Ότι κατά παράβαση των όρων της ως άνω σύμβασης, η πρώτη εναγόμενη δεν αποπλήρωσε, ως όφειλε, το συνολικό ποσό των 2.336.484 δολ. ΗΠΑ, αναφορικά με τρεις εκταμιεύσεις, επιμέρους ποσών 567.600, 1.248.000 και 520.884 δολ. ΗΠΑ, που ενήργησε η ενάγουσα αντιστοίχως στις 25.10.2018, στις 26.10.2018 και στις 8.11.2018, προς χρηματοδότηση ισάριθμων ναυλοσυμφώνων, οι σχετικές δε απαιτήσεις της κατέστησαν άμεσα ληξιπρόθεσμες και απαιτητές κατόπιν της από 30.11.2018 επιστολής της ενάγουσας, δυνάμει ρητού συμβατικού όρου. Ότι με την υπ’ αριθ. 146/2019 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης εναγόμενης, η οποία, όμως, όπως διαπιστώθηκε, δεν είχε υπόλοιπο στους τραπεζικούς της λογαριασμούς ούτε οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία, καθώς ο δεύτερος εναγόμενος τη διατηρούσε για δικό του όφελος ως παρένθετο πρόσωπο, προκειμένου να εξυπηρετεί την επιχειρηματική του δραστηριότητα μέσω αυτής. Ότι, ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος είναι ιδρυτής, αποκλειστικός μέτοχος, μοναδικός διευθυντής / μέλος ΔΣ / διαχειριστής / Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης και του εγκατεστημένου μέχρι πρότινος στην Ελλάδα γραφείου της, το οποίο συστεγαζόταν με τα γραφεία άλλων εταιρειών του. Ότι, συνεπώς, αυτός ταυτίζεται με την πρώτη εναγόμενη, την οποία διατηρούσε υποχρηματοδοτημένη, χωρίς εργαζόμενους και με περιουσία ανεπαρκή για την ικανοποίηση των απαιτήσεων και άλλων εταιρειών πλην της ενάγουσας, πλοιοκτητριών και προμηθευτών καυσίμων, η ταύτιση δε της δραστηριότητας και της περιουσίας τους αποδεικνύεται από την από 25.11.2018 επιστολή του και σωρεία μηνυμάτων. Ότι η συμπεριφορά αυτή του δεύτερου εναγόμενου ήταν δόλια και καταχρηστική, καθόσον μετέφερε αθέμιτα στην ενάγουσα τους κινδύνους από δική του κατ’ ουσίαν επιχειρηματική δραστηριότητα, κρυπτόμενος πίσω από τον εταιρικό μανδύα της πρώτης εναγόμενης, η οποία δεν διέθετε εταιρική οργάνωση ούτε εταιρικά όργανα. Επικαλείται, εν κατακλείδι, η ενάγουσα, την εις ολόκληρον ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου, κυρίως λόγω άρσης της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγόμενης, άλλως και επικουρικά με βάση την αδικοπρακτική του ευθύνη, λόγω παραβίασης της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που απορρέει από τα χρηστά ήθη, καθώς και λόγω υπαίτιας παράβασης της υποχρέωσής του για επιμελή διαχείριση της περιουσίας της πρώτης εναγόμενης, καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αλλά και λόγω απατηλών διαβεβαιώσεων εκ μέρους του ότι η πρώτη εναγόμενη ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση και θα μπορούσε ν’ αποπληρώσει τη χρηματοδότηση, αν και γνώριζε ότι ήδη από τον Οκτώβριο του 2018 αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, και απατηλών υποσχέσεων ότι θα χορηγούσε προσωπικές εξασφαλίσεις, τις οποίες τελικά αρνήθηκε να παράσχει, καθιστώντας αδύνατη την ικανοποίηση της ενάγουσας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις της (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλουν το ποσό των 567.600 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως και επικουρικά το ισόποσό του σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ / δολ. ΗΠΑ κατά την ημέρα κατάθεσης της αγωγής, ήτοι 510.661,27 ευρώ, άλλως και επικουρικότερα το ισόποσό του σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής, άλλως και επικουρικότερα το ισόποσό του σε ευρώ κατά την ημέρα κατάθεσης προτάσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, άλλως και επικουρικότερα το ισόποσό του σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ / δολ. ΗΠΑ κατά την 30ή.11.2018, ήτοι 499.691,87 ευρώ, άλλως και επικουρικότερα το ισόποσό του σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ / δολ. ΗΠΑ κατά την εκταμίευσή του στις 25.10.2018, ήτοι 504.555,01 ευρώ, με το νόμιμο επιτόκιο υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης, ήτοι την 1.12.2018, άλλως επικουρικά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. σχετ. τις υπ’ αριθ. …, … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών … και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …, σε συνδυασμό με τις από 29.1.2020 δημοσιεύσεις της περίληψης του αγωγικού δικογράφου, κατά τα προεκτεθέντα) και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας το από 18.5.2020 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία, ως προς τον δεύτερο εναγόμενο [άρθρα 1 παρ. 1 εδ. α΄, 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 7-10, 12 παρ. 1, 13 επ., 18, 22 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς]. Σημειώνεται, σε σχέση με την εφαρμογή του ως άνω Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012, ότι η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία εδρεύει στη …, ήτοι σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής, στο οποίο εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι τα ισχύοντα νομοθετικά εργαλεία στο πεδίο της εν εξελίξει δικαστικής συνεργασίας στις αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έως τη λήξη της μεταβατικής περιόδου στις 31.12.2020, αλλά και πέραν αυτής, εφόσον οι σχετικές αγωγές και εν γένει ενέργειες ασκήθηκαν μεν πριν από τη λήξη της, αναπτύσσουν δε έννομα αποτελέσματα που χρονικά την υπερακοντίζουν (βλ. αναλυτ. το υπ’ αριθ. Πρωτ. οικ. … ενημερωτικό σημείωμα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με τη συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας και το από … σημείωμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Ωστόσο, σε σχέση με τη διεθνή δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς ως προς την πρώτη εναγόμενη, απλή ομόδικο του δεύτερου, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 28 του ως άνω Κανονισμού 1215/2012, το οποίο αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του ερημοδικαζόμενου εναγόμενου και εφαρμόζεται μόνο όταν ο ερημοδικαζόμενος εναγόμενος κατοικεί (ή εδρεύει) σε ένα κράτος μέλος και ενάγεται σε ένα άλλο κράτος μέλος, σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπάγγελτα και σε κάθε περίπτωση (δηλαδή και πέραν των ορίων του άρθρου 24) τη διεθνή του δικαιοδοσία, αν μάλιστα διαπιστώσει ότι δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία, κηρύσσει εαυτό «αναρμόδιο», στο δε ελληνικό (δικονομικό) δίκαιο απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας (άρθρο 4 ΚΠολΔ). Αν η αγωγή ασκείται στο κράτος, όπου ο εναγόμενος έχει την κατοικία του ή σε ένα τρίτο κράτος, επιστρατεύονται οι εθνικές ρυθμίσεις του αυτόνομου δικονομικού δικαίου (βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 28 αριθ. 1, 3). Εν προκειμένω, συνεπώς, λόγω της τυπικής (καταστατικής) έδρας της πρώτης εναγόμενης στις … και της πραγματικής έδρας αυτής στην Ελλάδα, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ελληνικού δικονομικού δικαίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί να υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ανεξάρτητα αν αυτή στηρίζεται σε γενική (άρθρα 22 – 26 ΚΠολΔ) ή ειδική βάση (άρθρα 27 – 40 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 803/2000 ΝοΒ 2001.1312, ΕφΛαρ 540/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με παραπομπές στη θεωρία, ΕφΑθ 6073/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, υπάρχει δικαιοδοσία των παραπάνω δικαστηρίων να δικάσουν διαφορές νομικών προσώπων, των οποίων η πραγματική έδρα βρίσκεται στην περιφέρεια ελληνικού δικαστηρίου (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. ΕφΘεσ 1133/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 4 εδ. β΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα δικαστήρια στις περιπτώσεις του άρθρου 3 ερευνούν την έλλειψη δικαιοδοσίας αυτεπαγγέλτως, αν ο εναγόμενος διάδικος δεν παρίσταται στη συζήτηση ή αν πρόκειται για διαφορές για ακίνητα που βρίσκονται στο εξωτερικό. Η έλλειψη κάθε μορφής δικαιοδοσίας άρα και διεθνούς συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (ΑΠ 796/1980 ΝοΒ 1981.67, ΕφΛαρ 540/2013 ό.π.). Η αυτεπάγγελτη έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας δεν σημαίνει απομάκρυνση από το αξίωμα της συζητήσεως χάριν του ανακριτικού συστήματος ούτε από την ουσιαστική αλήθεια, αφού η προσαγωγή του αποδεικτικού υλικού από το οποίο θα προκύψει η ύπαρξη ή όχι δικαιοδοσίας είναι υπόθεση των διαδίκων και όχι του Δικαστηρίου. Συνιστάται δε η έρευνα αυτή, αν με βάση το αποδεικτικό υλικό που προσκομίσθηκε συντρέχουν οι προϋποθέσεις ύπαρξης της δικαιοδοσίας και το βάρος της απόδειξης φέρει, όπως και στις άλλες διαδικαστικές προϋποθέσεις, ο ενάγων (ΕφΘεσ 754/1991 Αρμ 1992.367 με παραπομπές στη θεωρία). Περαιτέρω, από την άνω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 και 42 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με συμφωνία των ενδιαφερομένων, διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο μπορούν να αφαιρεθούν από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας. Αν οι διαφορές πρόκειται να γεννηθούν στο μέλλον και από συγκεκριμένη έννομη σχέση, επιτρέπεται και αυτές να υπαχθούν στη δικαιοδοσία αλλοδαπής πολιτείας, με συμφωνία των ενδιαφερομένων, αλλά η συμφωνία αυτή για να είναι έγκυρη πρέπει να είναι έγγραφη και να αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προκύψουν οι διαφορές. Το έγγραφο που απαιτείται, κατά το άρθρο 43 ΚΠολΔ, για την πιο πάνω συμφωνία είναι συστατικό αυτής και όχι αποδεικτικό, όπως σαφώς προκύπτει από την όλη διατύπωση του άρθρου αυτού και ιδίως τη φράση «είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη» (ΕφΘεσ 1133/2012 ό.π.) και πρέπει να υπογράφεται και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2012, άρθρο 43 αριθ. 2). Εξάλλου, με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως, οι διάδικοι με τη συμφωνία τους αυτή εκφράζουν τη βούλησή τους και έτσι προβαίνουν στον καθορισμό του κατά τόπον αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου και η συμφωνία τους αυτή είναι έγκυρη, εκτός αν συντρέχουν άλλοι λόγοι νόμιμης προσβολής της (ΟλΑΠ 4/1992 ΕλλΔνη 1992.749, ΑΠ 1288/1994 ΕΕργΔ 1996.41). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, το κύρος και ο τύπος της κρίνεται κατά τη lex fori, ενώ το δικαίωμα προτάσεώς της δεν υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ (ΕφΠειρ 405/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004.1466). Τέλος, με βάση το άρθρο 44 ΚΠολΔ οι παραπάνω συμφωνίες δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, επομένως εκτοπίζουν όλες τις δωσιδικίες, συντρέχουσες και αποκλειστικές, εκτός αν από την ίδια τη συμφωνία προκύπτει το αντίθετο (βλ. ΕφΑθ 526/2005 ΝοΒ 2005.1620). Σημειώνεται ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 1, 37 παρ. 1, 42 παρ. 1, 43 και 74 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν ένας από τους συνεναγόμενους απλούς ομόδικους έχει συνάψει με τον ενάγοντα σύμβαση αποκλειστικής κατά τόπον αρμοδιότητας δικαστηρίου ημεδαπού ή διαφόρου εκείνου, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η αγωγή, δεν μπορεί μεν το τελευταίο αυτό δικαστήριο να επιληφθεί της αγωγής όσον αφορά τον εναγόμενο αυτόν, δεν στερείται όμως της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητάς του ως προς τους λοιπούς, εφόσον βεβαίως συντρέχουν αυτοτελώς γι’ αυτούς οι προϋποθέσεις του άρθρου 37 παρ. 1 του ΚΠολΔ [βλ. ΑΠ 755/1993 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 10033/1995 ΕλλΔνη 1996.1386· Κεραμέα/Κονδύλη/(-Νίκα), ΚΠολΔ Ι (2000) 37 αριθ. 2, Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 37 αριθ. 5, όπου παρατίθεται ως παράδειγμα η περίπτωση που ο ένας ομόδικος με συμφωνία παρέκτασης υπάγεται στη διεθνή δωσιδικία των ελβετικών δικαστηρίων, οπότε η αγωγή απορρίπτεται ως προς αυτόν και δικάζεται ως προς τους λοιπούς, οι οποίοι συνδέονται με το δικαστήριο της δίκης]. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος εφαρμόζεται από τις 10 Ιανουαρίου 2015 καταργώντας τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος με τη σειρά του είχε αντικαταστήσει την από 27.9.1968 Σύμβαση των Βρυξελλών «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», συνάγεται ότι καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγόμενου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους. Περαιτέρω, θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά στον Κανονισμό. Όμως η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί με βάση τη γενική αρχή της αυτονομίας της βουλήσεως να κατισχύσει της βουλήσεως των μερών (ΕφΑθ 5034/2003 ΕλλΔνη 2004.524). Ειδικότερα, στο άρθρο 25 του Κανονισμού 1215/2012 ορίζεται ότι: «Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάσουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση….». Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίζει τον γενικό κανόνα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου του άρθρου 4, καθώς και τις ειδικές δωσιδικίες των άρθρων 7 – 9 ΚανΒρ Ια και γι’ αυτό οι προϋποθέσεις, στις οποίες υπάγεται το κύρος της, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Περαιτέρω, προκειμένου να ισχύσει το άρθρο 25 ΚανΒρ Ια, αρκεί να υποδεικνύεται ως αρμόδιο δικαστήριο κράτους μέλους, εφόσον, βέβαια, πρόκειται για υπόθεση που εμφανίζει κάποιο διασυνοριακό ή διεθνές στοιχείο. Αν δικαστήριο κράτους μέλους επιληφθεί υποθέσεως στην οποία τίθεται το ζήτημα του κύρους μιας ρήτρας διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ δικαστηρίου τρίτης χώρας, η ύπαρξη και το κύρος της ρήτρας αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας κρίνεται όχι κατά τον Κανονισμό -ο οποίος, ωστόσο, δεν αδρανοποιείται πλήρως, ώστε να μη χάνεται το υψηλό επίπεδο προστασίας των ενωσιακών δικονομικών πράξεων-, αλλά κατά το δίκαιο του forum (βλ. σχετ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25 αριθ. 5, 21 επ., 28, 30). Πρέπει επίσης να σημειωθεί εδώ ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισαν ότι η ελευθερία των μερών να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους των κανόνων σύγκρουσης νόμων και ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε ένα ή περισσότερα δικαστήρια ή δικαιοδοτικά όργανα ενός κράτους μέλους για τη διευθέτηση των διαφορών θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον εκδηλώθηκε σαφώς μια επιλογή εφαρμοστέου δικαίου (ΕφΠειρ 405/2020 ό.π.). Ενόψει αυτών, με τον Κανονισμό 593/2008 της 17ής Ιουνίου 2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»), ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980 (βλ. άρθρο 24 Κανονισμού) και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009, ορίστηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 ότι «Η Σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης». Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της ένδικης από 26.3.2018 σύμβασης χρηματοδότησης ναύλου, που προσκομίζεται σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική από τους παριστάμενους διαδίκους, προκύπτει ότι στον όρο 14.1 αυτής προβλέπεται, πέραν του εφαρμοστέου δικαίου, η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου (High Court of London) για τις απορρέουσες εξ αυτής διαφορές. Ο όρος αυτός έχει επί λέξει ως εξής: “This Agreement shall be governed by and construed in accordance with the laws of England & Wales and the Parties submit to the exclusive jurisdiction of the High Court in London” [«Η παρούσα Σύμβαση θα διέπεται από και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τα δίκαια της Αγγλίας και της Ουαλίας και τα Μέρη υποβάλλονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου στο Λονδίνο»]. Ο εν λόγω όρος της σύμβασης, αν και προσκομίζεται μόνο στο αγγλικό κείμενο, χωρίς μετάφρασή του στην ελληνική, ωστόσο παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη, καθόσον εντάσσεται στο προσαγόμενο από τους διαδίκους υλικό της δίκης [πρβλ. ΜονΕφΠατρ 279/2019, ΠΠρΘεσ 15950/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, σύμφωνα με τις οποίες κατά την τακτική διαδικασία δεν είναι ανεπίτρεπτο να λαμβάνονται υπόψη αμετάφραστα ξενόγλωσσα έγγραφα και να εκτιμώνται ελεύθερα από το Δικαστήριο, ως έγγραφα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ (άρθρο 340 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το ν. 4335/2015)]. Άλλωστε, πανομοιότυπος όρος περιλαμβάνεται και στην από 30ή Ιουλίου 2018 «Πράξη Τροποποίησης Αριθμός 1» της ως άνω σύμβασης χρηματοδότησης ναύλου, υπ’ αριθ. 9, που έχει επί λέξει ως εξής: “This Deed shall be governed by and construed in accordance with the laws of England & Wales and the Parties submit to the exclusive jurisdiction of the High Court in London”. Δυνάμει των ανωτέρω όρων, η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, νομίμως εκπροσωπούμενες η μεν πρώτη από τον Διευθυντή της …, η δε δεύτερη από τον επίσης Διευθυντή της … (δεύτερο εναγόμενο), οι οποίοι έθεσαν την υπογραφή τους κάτωθι της εταιρικής σφραγίδας, με την επισήμανση ότι κατά την υπογραφή της ως άνω τροποποιητικής πράξης παραστάθηκε για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης η εξουσιοδοτημένη δικηγόρος …, συνήψαν ρήτρα παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου (High Court in London), καθώς και ρήτρα επιλογής του αγγλικού δικαίου, ως εφαρμοστέου δικαίου επί της σύμβασης αυτής και των πάσης φύσεως διαφορών τους που προέρχονται από αυτήν. Η εν λόγω ρήτρα παρέκτασης υπέρ του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου, που περιέχεται στη σύμβαση αυτή και την τροποποιητική της πράξη, δεσμεύει την ενάγουσα και την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, καθόσον προκύπτει η καθαρή συμφωνία των αντισυμβαλλόμενων μερών για παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ του ως άνω δικαστηρίου της Μεγάλης Βρετανίας, όπου εδρεύει η ενάγουσα, κράτους μέλους κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής στο οποίο εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τα προεκτεθέντα, καθιδρύει δε αποκλειστική αρμοδιότητα αυτού, κατά παρέκταση, και πληρεί, από πλευράς τύπου, όλες τις οριζόμενες από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ και 25 του Κανονισμού 1215/2012 προϋποθέσεις για την εγκυρότητά της, καθόσον καταρτίστηκε εγγράφως, αναφέρεται σε διαφορές που έχουν περιουσιακό αντικείμενο και προέρχονται από ορισμένη έννομη σχέση, δηλαδή την ένδικη σύμβαση χρηματοδότησης ναύλου, όπως τροποποιήθηκε, χωρίς κάποια επιφύλαξη ή εξαίρεση. Επιπλέον είναι απόλυτα σαφής, μη χρήζουσα ούτε επιδεχόμενη αντίθετης ερμηνείας κατά τη lex fori περί συντρέχουσας αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς τα συμβαλλόμενα μέρη, εάν ήθελαν κάτι τέτοιο, θα το είχαν ρητά προβλέψει. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το εθνικό δικονομικό δίκαιο, αλλά και τον Κανονισμό 1215/2012, η δωσιδικία της ομοδικίας (άρθρα 37 ΚΠολΔ, 8 σημ. 1 Κανονισμού) υποχωρεί έναντι της αποκλειστικής δωσιδικίας που θεμελιώνεται σε ρήτρα παρέκτασης, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Με βάση τα παραπάνω, η ένδικη συμβατική ρήτρα περί παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας καθιδρύει αποκλειστική αρμοδιότητα και διεθνή δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου (High Court in London), είναι ισχυρή και κατισχύει οιασδήποτε άλλης ειδικής ή γενικής δωσιδικίας. Επομένως, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, λόγω της ερημοδικίας της πρώτης εναγόμενης, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως προς αυτή ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από την πρώτη εναγόμενη κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502, 505 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή έχει την εξουσία να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΝοΒ 2002.678), ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, διότι η δικαιούμενη σε αυτά πρώτη εναγόμενη, λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε σε έξοδα. Κατά τα λοιπά, σε σχέση με τον δεύτερο εναγόμενο, για τον οποίο σημειωτέον το παρόν Δικαστήριο διατηρεί τη διεθνή δικαιοδοσία του, η οποία δεν παραμερίζεται από τη δυνάμει της ως άνω ρήτρας παρέκτασης διεθνή δικαιοδοσία του High Court of London, διότι το άρθρο 8 σημείο 1 ΚανΒρ Ια θεμελιώνει τη δωσιδικία της ομοδικίας μόνο στον σύνδεσμο της κατοικίας ενός εκ των ομοδίκων, όχι σε άλλους συνδέσμους, ούτε και στην παρέκταση (βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25 αριθ. 66), ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοσης απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου, ενώ: i) ως προς το ζήτημα της άρσεως της νομικής αυτοτέλειας της πρώτης εναγόμενης και, συνακόλουθα, την αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου για τις οφειλές αυτής έναντι της ενάγουσας, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, όπως αναλύθηκε στη μείζονα σκέψη υπό στοιχ. Ι. της παρούσας, και ii) ως προς την επικουρική αγωγική βάση την εδραζόμενη στην εξωσυμβατική εξ αδικοπραξίας αυτοτελή ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου, εφαρμοστέο είναι και πάλι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της ημεδαπής, με την οποία η ιστορούμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του εν λόγω εναγόμενου εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό από το σύνολο των περιστάσεων, και δη του τόπου επιχειρηματικής και εταιρικής δραστηριοποίησης, κατοικίας και υπάρξεως περιουσίας του [βλ. άρθρο 4 παρ. 3-1 του Κανονισμού (ΕΚ) αρ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»)]. Ωστόσο, η ευθύνη του δεύτερου εναγόμενου, κατά την ανωτέρω κύρια (ως προς αυτόν) αγωγική βάση περί άρσεως της αυτοτέλειας, εδράζεται στα χρέη της πρώτης εναγόμενης που γεννήθηκαν συνεπεία της ανώμαλης εξέλιξης της λεπτομερώς αναφερόμενης στην αγωγή σύμβασης χρηματοδότησης ναύλου, η οποία συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας και αυτής, και απορρέει από τη σχετική συμβατική ευθύνη της. Επειδή δε, όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, εφαρμοστέο στη σύμβαση αυτή είναι το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη (βλ. τον υπ’ αριθ. 14.1 όρο), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, το οποίο το Δικαστήριο αγνοεί και δεν δύναται να πληροφορηθεί αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη και το περιεχόμενο των ισχυουσών κατά το χρόνο κατάρτισης της επίδικης σύμβασης διατάξεων του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, ενώ οι διάδικοι δεν προσκομίζουν στοιχεία σχετικά, συντρέχει νόμιμη περίπτωση, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο IΙΙ. μείζονα πρόταση, για τη συμπλήρωση του υφιστάμενου κενού, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 254 παρ. 1 και 337 ΚΠολΔ (επιφυλασσόμενου, μετά ταύτα, του Δικαστηρίου να ερευνήσει, περαιτέρω, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής), προκειμένου να προσκομιστεί, με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατά τη νέα δικάσιμο που θα ορισθεί για την υπόθεση αυτή, το κείμενο του εφαρμοστέου, στην προκειμένη περίπτωση, αγγλικού δικαίου, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, συνοδευόμενο από έγγραφη νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθούς ως προς την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου που διέπουν την ενοχή από τη σύμβαση χρηματοδότησης ναύλου (freight financing agreement), είτε υφίσταται νομοτυπικά τέτοια επώνυμη σύμβαση στο αγγλικό δίκαιο είτε ρυθμίζεται ως μικτή σύμβαση δυνάμει νομικών διατάξεων που προβλέπονται για παρεμφερείς συμβάσεις, και ειδικότερα το δικαίωμα του χρηματοδότη να αξιώσει την απόδοση του ποσού χρηματοδότησης, πλέον τόκων και τυχόν εξόδων, τις προϋποθέσεις και τις εν γένει συνέπειες της υπερημερίας του χρηματοδοτούμενου σε σχέση με την απόδοση του οφειλόμενου ποσού στον χρηματοδότη, την οφειλή τόκου και το ύψος του επιτοκίου (συμβατικού και υπερημερίας), την καταγγελία της σύμβασης, τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησής της και τις συνέπειες αυτής (καταγγελίας), καθώς και τις ρυθμίσεις του δικαίου αυτού για τη χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα. Δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικαστούν, διότι η παρούσα απόφαση ως προς τον δεύτερο εναγόμενο είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση άσκησης αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Απορρίπτει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγόμενη.
Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης.
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομισθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, κατά τη νέα δικάσιμο που θα οριστεί, το κείμενο του εφαρμοστέου, στην προκειμένη περίπτωση, αγγλικού δικαίου, σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, συνοδευόμενο από έγγραφη νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθούς ως προς την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του αλλοδαπού δικαίου που διέπουν την ενοχή από τη σύμβαση χρηματοδότησης ναύλου (freight financing agreement), είτε υφίσταται νομοτυπικά τέτοια επώνυμη σύμβαση στο αγγλικό δίκαιο είτε ρυθμίζεται ως μικτή σύμβαση δυνάμει νομικών διατάξεων που προβλέπονται για παρεμφερείς συμβάσεις, και ειδικότερα το δικαίωμα του χρηματοδότη να αξιώσει την απόδοση του ποσού χρηματοδότησης, πλέον τόκων και τυχόν εξόδων, τις προϋποθέσεις και τις εν γένει συνέπειες της υπερημερίας του χρηματοδοτούμενου σε σχέση με την απόδοση του οφειλόμενου ποσού στον χρηματοδότη, την οφειλή τόκου και το ύψος του επιτοκίου (συμβατικού και υπερημερίας), την καταγγελία της σύμβασης, τους όρους και τις προϋποθέσεις άσκησής της και τις συνέπειες αυτής (καταγγελίας), καθώς και τις ρυθμίσεις του δικαίου αυτού για τη χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 19 Μαΐου 2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις …. Ιουνίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ