ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 115 /2021
(Αριθ. καταθ. Αίτησης 9100/1981/2020)
(Αριθ. καταθ. Κύριας Παρέμβασης 9760/2136/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Καραγκούνη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 011613.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, διατηρούσας υποκατάστημα στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, διατηρούσας υποκατάστημα στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκαν αμφότερες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Φραγκίσκου Κοτσώνη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 012663.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 20.11.2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 9100/1981/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … της …ς (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, στερούμενης ΑΦΜ στην Ελλάδα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Δημητρίου Ψυχάρη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 026505.
ΤΩΝ ΚΑΘ ΩΝ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Καραγκούνη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 11613, 2) Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, διατηρούσας υποκατάστημα στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 3) Εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη …, διατηρούσας υποκατάστημα στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκαν αμφότερες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Φραγκίσκου Κοτσώνη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 12663.
Η κυρίως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 16.12.2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 9760/2136/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, οι οποίες συνεκδικάζονται, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: Α) Η από 20.11.2020 αίτησή που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9100/1981/2020, Β) η από 16.12.2020 ασκηθείσα κύρια παρέμβαση. Η ως άνω αίτηση και η κύρια παρέμβαση πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας, συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται αλλά και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ( άρθρα 682 επ, 246, 591 παρ 1 ΚΠολΔ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω ελλείψεως ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βουλήσεως να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς, ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση), με εξαίρεση βεβαίως την περίπτωση κατά την οποία η δικαιοπραξία υπόκειται σε έγγραφο συστατικό τύπο (Μον.Εφ.Πειρ.195/2015, δημοσίευση Νόμος). Αν δεν μπορεί να διαγνωστεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, τότε, κατ’ εφαρμογή του θεσπιζόμενου στο άρθρο 212 ΑΚ, ειδικού ερμηνευτικού κανόνα, θεωρείται αυτός ότι ενεργεί στο δικό του όνομα. Αν αυτόν ενάγει ο τρίτος, επιδιώκοντας εκτέλεση της δικαιοπραξίας, αυτός, επιδιώκοντας απόρριψη της αγωγής, φέρει το βάρος να επικαλεστεί και να αποδείξει τα αντίστοιχα γεγονότα που συνάπτονται με την ιδιότητα τούτου ως αντιπροσώπου (ΑΠ 929/2004, ΕφΠειρ. 316/2019, ΕφΠειρ 360/2017, δημοσίευση Νόμος).
Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα, η οποία δραστηριοποιείται στον χώρο της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών, εκθέτει ότι, κατόπιν παραγγελιών και αντίστοιχων συμφωνιών της πρώτης καθ’ ης εταιρίας, από το Νοέμβριο του 2019 έως τον Φεβρουάριο του 2020, πώλησε και παρέδωσε σ’ αυτήν τα αναφερόμενα στα τιμολόγια εμπορεύματα για τον ανεφοδιασμό των πλοίων «…», «…», των οποίων η κυριότητα ανήκει στη δεύτερη των καθ’ ων εταιρία. Ότι η πρώτη καθ’ ης, κατά το χρόνο που προέβαινε στις σχετικές παραγγελίες χρησιμοποιούσε στο όνομα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την κατάληξη …, δημιουργώντας της την πεποίθηση ότι οι παραγγελίες διενεργούνται κεντρικά από την πλοιοκτήτρια εταιρία, που είναι η δεύτερη καθ’ ης. Ότι για τα τιμολόγια που εκδόθηκαν διατηρεί απαιτήσεις ύψους συνολικά 128.875,52$, άλλως 108.518,53 ευρώ, ποσό που αν και έπρεπε να εξοφληθεί, κατά τις ειδικότερες συμφωνίες και όρους που αναγράφονται σε έκαστο φορολογικό στοιχείο, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, παραμένει ανεξόφλητο. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο, ζητά να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης καθ’ ης, είτε στα χέρια της ευρισκόμενη, είτε στα χέρια τρίτων και για τη δεύτερη καθ’ ης το πλοίο «…» εγγεγραμμένο στο νηολόγιο των νήσων …, κατασκευασμένο το έτος 1989 και το πλοίο «…», εγγεγραμμένο επίσης στο νηολόγιο των νήσων … και κατασκευασμένο το έτος 1993, τα οποία ανήκουν στην κυριότητά της, έως του ποσού των 128.875,52$, άλλως 108.518,53 ευρώ για την εξασφάλισή της, καθώς και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 Κ.Πολ.Δ (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρ.3 9, 14 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ. α’, 683 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.) και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρο 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις») (για τη θεμελίωση της δωσιδικίας της περιουσίας κατοίκου αλλοδαπής, σε περίπτωση πλοίου που ναυλοχεί σε ελληνικό λιμένα όπου πρόκειται να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα βλ. Εφ.Πειρ. 928/2007, Δ.Ε.Ε. 2008, 1165, Μ.Π.Καβ. 440/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 189, Μ.Π.Ροδ. 44/2009, Δημοσ. Νόμος, Μ.Π.Πειρ. 8280/2006, Ε.Εμπ.Δ. 2006, 1017, Μ.Π.Θεσ. 6666/2001, Επ.Εμπ.Δ. 2001, 798), ως εκ του τόπου εκτελέσεως του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου ( 682 παρ 4 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση η τύποις αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία συνεστημένη κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, τέτοιες δε εταιρίες τυγχάνουν κατά τα ιστορούμενα οι καθ’ ων που συστήθηκαν κατά το δίκαιο …ς, διατηρούν όμως υποκατάστημα, όπου ασκούν πραγματική επιχειρηματική δραστηριότητα στη …, μπορεί αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αναπτύσσει τη δραστηριότητα της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992.1181, ΕφΑΘ 175/1988 ΝοΒ 1988.926), δεδομένου ότι, ειδικά η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της αλλοδαπής αυτής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81). Πλέον δε τούτων, oι παριστάμενοι καθ΄ ών δεν αντέλεξαν και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινούν σιωπηρά στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ.ΑΠ1288/1994 ΔΕΕ1995.215, ΕφΠειρ. 342/1996 ΠειρΝ 1996 209, ΕφΑΘ 4106/1975 ΝοΒ 23 1094, ΜονΠρωτΠειρ7272/1998 ΠειρΝομ1999.210). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (Εφ.Αθ. 5009/1987, Ελλ.Δνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.Αθ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων και β) ως προς την συμβατική ευθύνη των καθ’ ων εταιριών, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, διότι σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 25 ΑΚ, αφού η αιτούσα τις διατάξεις αυτές επικαλείται για να θεμελιώσει τις ένδικες αξιώσεις της, οι δε καθ’ ων με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν να αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, (ΑΠ 1115/2015 ΕφΠειρ 149/2015 αδημ, ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292, ΕφΠειρ 508/2008 ΕΝΔ17.497, ΕφΠειρ 672/1993 ΕΕμπΔ1994.106,Παπασιώπη Πασσιά ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εκδ 1991.σελ 18 επ) υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του. Ακολούθως η αίτηση είναι αρκούντος ορισμένη ως προς τις απαιτούμενες κατ’ άρθρο 688 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων διαδικαστικές προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης και του επικείμενου κινδύνου και τυγχάνει νόμιμη, κατά ένα μέρος, στρεφόμενη σε βάρος της δεύτερης των καθ’ ων κυρίας των ανωτέρω πλοίων, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 361, 513 επ ΑΚ, 105 και 106 ΚΙΝΔ, 707, 708, 713 και 176 του ΚΠολΔ. Μη νόμιμη όμως και εντεύθεν απορριπτέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κρίνεται η αίτηση, καθ’ ο μέρος διώκεται με αυτήν η εξασφάλιση της απαίτησης που, κατά τα ιστορούμενα, διατηρεί η αιτούσα σε βάρος της πρώτης καθ’ ης εταιρίας. Τούτο δε διότι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπος του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (αρ. 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητα του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωση της. ( ΕφΠειρ 497/2013, δημοσίευση Νόμος) Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, η πρώτη καθ’ ης εταιρία προέβαινε σε παραγγελίες και συμφωνίες, στο όνομα και για λογαριασμό της δεύτερης καθ’ ης εταιρίας, ως πλοιοκτήτριας, δημιουργώντας μάλιστα την πεποίθηση στην αιτούσα, ότι συμβάλλεται ευθέως με την τελευταία. Ως εκ τούτου, τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από την πρώτη καθ’ ης, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας της, αφορούν ευθέως την πλοιοκτήτρια εταιρία, η οποία είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση της διαχειρίστριας εταιρίας (ιδιότητα της πρώτης καθ’ ης που κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση της αποδίδει) και εκείνη (πλοιοκτήτρια) ευθύνεται προς τους δανειστές της. Επομένως, εφόσον η πρώτη καθ’ ης ενεργούσε, σύμφωνα με την ένδικη αίτηση, στο όνομα και για λογαριασμό της δεύτερης πλοιοκτήτριας, δεν είναι αυτή η αντισυμβαλλόμενη σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία, και κατ` επέκταση, δεν ευθύνεται η ίδια προς εκπλήρωση της, απορριπτομένης της αίτησης καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της πρώτης των καθ’ ων. Κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη η ένδικη αίτηση, πρέπει, συνεπώς, να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν αποστερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα σε αυτό. Τυχόν μεταβίβαση του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη, ο δε ειδικός διάδοχος έχει το δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση. Από τον συνδυασμό της διάταξης αυτής, με εκείνες των άρθρων 79 παρ. 1 και 325 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι σε περίπτωση μεταβίβασης του πράγματος ή εκχώρησης του δικαιώματος που αποτελεί αντικείμενο της δίκης, αυτή συνεχίζεται από τον αρχικό κύριο ή δικαιούχο, ενώ εκείνος που κατέστη ειδικός διάδοχος κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δικαιούται να ασκήσει παρέμβαση, κυρία ή πρόσθετη. Κύρια παρέμβαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο ειδικός διάδοχος, όταν δικαιολογεί σχετικό προς τούτο έννομο συμφέρον, περίπτωση που συντρέχει εφόσον ο δικαιοπάροχός του ή οι καθολικοί του διάδοχοι αμφισβητούν ότι αυτός απέκτησε εγκύρως το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα. Μόνη όμως η μεταβίβαση του επιδίκου αντικειμένου δε στερεί από τον διάδικο που το μεταβίβασε την εξουσία να εξακολουθήσει να διεξάγει τη δίκη ούτε θεμελιώνει υπέρ του ειδικού διαδόχου δικαίωμα να ασκήσει κυρία παρέμβαση. Αν το έννομο συμφέρον που απαιτείται για την άσκηση κύριας παρέμβασης δε δικαιολογείται, τότε η παρέμβαση αυτή δεν ισχύει ως κυρία, αλλά εφόσον περιέχει τα στοιχεία της πρόσθετης, θα ισχύσει ως τέτοια (βλ. ΑΠ 1136/2013, ΜονΕφΠειρ 364/2016, ΤριμΕφΠειρ 705/2014, ΕφΠατρ 1027/2008 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Σε αντίθεση με τα παραπάνω, εάν η μεταβίβαση του επιδίκου πράγματος ή η εκχώρηση του δικαιώματος και η αναγγελία της εκχώρησης αυτής, κατ’ άρθρον 460 ΑΚ, γίνουν σε στάδιο κατά το οποίο δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη μεταξύ του αρχικού κυρίου ή δικαιούχου και του οφειλέτη, αποκλειστικός δικαιούχος και συνεπώς νομιμοποιούμενος ενεργητικά να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη καθίσταται έκτοτε ο νέος κύριος του πράγματος ή ο εκδοχέας της απαίτησης (ΑΠ 224/2018, ΑΠ 208/2016, ΑΠ 1576/2014 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο αρχικός δικαιούχος, παρά την προηγηθείσα μεταβίβαση, ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη αξιώνοντας την παροχή, ο ειδικός του διάδοχος δικαιούται να ασκήσει είτε αυτοτελή αγωγή είτε κύρια παρέμβαση, για την οποία το έννομο συμφέρον είναι αυτονόητο, αιτούμενος να του επιδικαστεί η παροχή (πρβλ. ΑΠ 252/2016 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ). Η κατά τα ανωτέρω κύρια παρέμβαση συνιστά παρεμπίπτουσα αγωγή, συνεκδικαζόμενη για την οικονομία της δίκης με την κύρια αγωγή, έναντι της οποίας έχει αυτοτέλεια κατά την έρευνά της, αφού ο κυρίως παρεμβαίνων υποβάλει ιδιαίτερο αίτημα παροχής έννομης προστασίας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι έχει ασκηθεί παραδεκτά (ΑΠ 252/2016 ό.π., ΕφΘεσ 977/2000 Αρμ 2000,822). Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν μπορεί να εκτιμηθεί εξαρχής ως ξεχωριστή αγωγή και όχι ως κύρια παρέμβαση, αφού τούτο επιτρέπεται μόνο εάν το αίτημα αυτής είναι διαφορετικό ή υπερβαίνει το αίτημα της κύριας αγωγής (βλ. ΕφΠατρ 1027/2008 ό.π., ΕφΠατρ 31/2006, ΕφΛαρ 139/2005 ΤρΝομΠλ ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση κύρια παρέμβαση, η κυρίως παρεμβαίνουσα εταιρία, εκθέτει ότι, ήδη, πριν την υποβολή της ανωτέρω αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης, ήτοι την 22.10.2020, απέκτησε κατά κυριότητα το υπό σημαία των νήσων … πλοίο με την ονομασία «M/S …», που ναυλοχεί στο λιμένα Πειραιά, κατόπιν πλειστηριασμού που έλαβε χώρα στην Αγγλία και συνεπώς, η αιτούσα και ήδη πρώτη καθ΄ης η κύρια παρέμβαση δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της αίτησης κατά των καθ’ ων εταιριών και ήδη καθ’ ων η κύρια παρέμβαση, καθόσον αυτές δεν είναι κυρίες του πλοίου. Με βάση τα ανωτέρω ζητά να απορριφθεί η από 20.11.2020 και με αριθμό κατάθεσης 9100/1981/2020 αίτηση της πρώτης των καθ΄ων εναντίον της δεύτερης και τρίτης των καθ΄ων, σχετικά με το αίτημα συντηρητικής κατάσχεσης του υπό σημαία νήσων … πλοίου «…» και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η κύρια παρέμβαση, η οποία συνεκδικάζεται, λόγω συνάφειας, με την ως άνω αίτηση, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 Κ.Πολ.Δ (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο (άρθρ.3 9, 14 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ. α’, 683 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.) και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρο 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις») (για τη θεμελίωση της δωσιδικίας της περιουσίας κατοίκου αλλοδαπής, σε περίπτωση πλοίου που ναυλοχεί σε ελληνικό λιμένα όπου πρόκειται να εκτελεστούν τα ασφαλιστικά μέτρα βλ. Εφ.Πειρ. 928/2007, Δ.Ε.Ε. 2008, 1165, Μ.Π.Καβ. 440/2011, Ε.Ν.Δ. 2011, 189, Μ.Π.Ροδ. 44/2009, Δημοσ. Νόμος, Μ.Π.Πειρ. 8280/2006, Ε.Εμπ.Δ. 2006, 1017, Μ.Π.Θεσ. 6666/2001, Επ.Εμπ.Δ. 2001, 798), ως εκ του τόπου εκτελέσεως του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου ( 682 παρ 4 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί ότι oι παριστάμενοι καθ΄ ών δεν αντέλεξαν και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινούν σιωπηρά στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ.ΑΠ1288/1994 ΔΕΕ1995.215, ΕφΠειρ. 342/1996 ΠειρΝ 1996 209, ΕφΑΘ 4106/1975 ΝοΒ 23 1094, ΜονΠρωτΠειρ7272/1998 ΠειρΝομ1999.210), αλλά και στην υπαγωγή τους στο ελληνικό δίκαιο, καθόσον με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν να αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1115/2015 ΕφΠειρ 149/2015 αδημ, ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292, ΕφΠειρ 508/2008 ΕΝΔ17.497, Παπασιώπη Πασσιά ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εκδ 1991.σελ 18 επ). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 79, 81, 225 παρ. 1-2, 707, 709, 713, 176 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή της περιστατικά, προηγούνται της άσκησης της κύριας αίτησης. Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί η υπό κρίση κύρια παρέμβαση και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, τους ισχυρισμούς που περιέχονται στα σημειώματα που κατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 2.9.2020 διαταγής του Ανώτατου Δικαστηρίου Επιχειρήσεων και Περιουσίας – Ναυτοδικείο (Τμήμα QUEEN’S BENCH) της Αγγλίας και της Ουαλίας, εκτέθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό στις 12.10.2020 στην Αγγλία το υπό σημαία Νήσων … πλοίο με την ονομασία «M/S …» με ΙΜΟ 8611398 ναυπηγεθέν το έτος 1989, το οποίο τότε ναυλοχούσε στο λιμένα Tilbury της Αγγλίας. Η κυρίως παρεμβαίνουσα, κατόπιν εκδήλωσης ενδιαφέροντος, υπερθεμάτισε, καταβάλλοντας πλειστηρίασμα ύψους 5.321.000,00 Δολ ΗΠΑ. Την 22.10.2020 το Ναυτοδικείο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας εξέδωσε το σχετικό έγγραφο μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου (Bill of Sale), στο οποίο αναφέρεται ότι σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο που διέπει τον πλειστηριασμό, το ως άνω πλοίο μεταβιβάστηκε στην κυρίως παρεμβαίνουσα εταιρία, ελεύθερο βαρών και χρεών. Η αλλαγή της πλοιοκτησίας του πλοίου καταχωρήθηκε στο νηολόγιο των νήσων …, το οποίο στις 29.10.2020 εξέδωσε το σχετικό έγγραφο εθνικότητας, στο οποίο αναφέρεται η κυρίως παρεμβαίνουσα, ως η πλοιοκτήτρια εταιρία του πλοίου. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι και το έτερο πλοίο, του οποίου η συντηρητική κατάσχεση αιτείται, με την ονομασία «…», νηολογημένο στο … με αριθμό … ναυπηγηθέν το 1993, ανήκε στην κυριότητα της εταιρίας … και ήδη έχει εκπλειστηριαστεί με διαταγή του Ναυτοδικείου του Ανώτατου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας. Η πώληση δια πλειστηριασμού και του συγκεκριμένου πλοίου, πιθανολογείται τόσο από το προσκομιζόμενο από την κυρίως παρεμβαίνουσα από 11.9.2020 έγγραφο που τιτλοφορείται «Πλειστηριασμοί Ναυτοδικείου – Κρουαζιερόπλοια για πώληση με προσφορά», από όπου προκύπτει ότι την ίδια μέρα με το πλοίο «…» εκτέθηκε σε πλειστηριασμό και το πλοίο «…», όσο και από το από 16.10.2020 έγγραφο ανακοίνωσης οριστικής πώλησης από το Ναυτικό Δικαστήριο, που προσκομίζει η δεύτερη καθ’ ης εταιρία, σύμφωνα με το οποίο «..ανακοινώνεται ότι ο Αξιωματούχος του Νηολογίου έχει πωλήσει το πλοίο «…» Νηολογίου …, με εντολή του Ναυτικού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, κατόπιν αγωγής εναντίον του πλοίου..». Συνακόλουθα των ανωτέρω, και δεδομένου ότι, η αιτούσα δεν επικαλείται ζητήματα εφοπλισμού του πλοίου από την δεύτερη καθ ης εταιρία, προκειμένου να στηρίξει τις απαιτήσεις της, ενώ δεν πιθανολογήθηκε ότι έχει κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα στα περιουσιακά αντικείμενα των οποίων η κατάσχεση ζητείται (επί των ανωτέρω πλοίων), πρέπει η κύρια αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και ως προς τη δεύτερη των καθ’ ων εταιρία, η οποία δεν νομιμοποιείται παθητικά. Ακολούθως, η συνεκδικαζόμενη με αυτήν κύρια παρέμβαση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας που ηττάται (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα της κυρίως παρεμβαίνουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ ων η κύρια παρέμβαση (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ ομοίως), κατά τα νόμιμα αιτήματά τους και τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης9100/1981/2020 αίτηση.
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
- ΔΕΧΕΤΑΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9760/2136/2020 κύρια παρέμβαση.
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων τα δικαστικά έξοδα της κυρίως παρεμβαίνουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29 Ιανουαρίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)