ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 116/2021
(Αριθ. καταθ. 8736/1898/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΣΩΝ: 1) Της αλλοδαπής Ανώνυμης Εταιρίας με την αλλοδαπής εταιρίας με την … 7) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … 8) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … 9) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία …, 10) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία …, 11) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία 2, 12) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία …, 13) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … 14) της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … και 15) της αλλοδαπής εταιρίας με …, όπως νομίμως εκπροσωπούνται και παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Χρυσάφη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 032740.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Εταιρίας με την επωνυμία ….» και το διακριτικό τίτλο η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νεκτάριου Πολυχρονίου με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 026048.
Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 6.11.2020 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 8736/1898/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα, που κατέθεσαν εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 4.12.2020.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση που υπάρχει επικείμενος κίνδυνος, ο οποίος απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή του, ή, σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περίπτωσης η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη μέτρων πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Αν οι πραγματικές αυτές προϋποθέσεις δεν υπάρχουν ή δεν πιθανολογούνται δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, καθόσον αυτά αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως και με τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Συνεπώς, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, η οποία να δικαιολογείται από τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών, και, συγκεκριμένα κινδύνου να ματαιωθεί η απαίτηση ή επείγουσα περίπτωση της παρούσας στιγμής. Περαιτέρω, στην αίτηση για συντηρητική κατάσχεση (άρθρο 707 ΚΠολΔ), ως επικείμενος κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, ούτως ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο αιτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, γιατί με την εκδοχή αυτή θα δικαιολογούνταν η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δη υπό την ενδιαφέρουσα εν προκειμένω μορφή της συντηρητικής κατάσχεσης σε κάθε εκκρεμή αγωγή, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου. Έτσι, η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης (ΜΠρΑθ 7810/2003 Αρμ 2004.121, ΜΠρΑθ 31951/1996 Αρμ 1997.1499, ΜΠΘεσ 37955/2008 δημοσίευση ΤΝΠ ΔΣΑ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 218 § 1 περ. β΄ ΚΠολΔ που ορίζει ότι περισσότερες αιτήσεις του ιδίου ενάγοντος ή των ίδιων εναγόντων κατά του ιδίου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, αν στο σύνολο τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται, υπονοεί ότι πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κρίνεται στο ποσό. Από την εφαρμογή αυτών των διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση της αντικειμενικής σώρευσης δύο ή περισσότερων αγωγών (ή αιτήσεων), όταν από την έρευνα της φύσης των αξιώσεων, οι οποίες αθροιστικώς σωρεύονται, προκύπτει ότι και στις δύο ή μία από αυτές δεν μπορεί να γίνει συνυπολογισμός, προκειμένου να κριθεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του δικαστηρίου, τότε το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, την αρμοδιότητα του αυτοτελώς, ως προς κάθε σωρευόμενη αξίωση και αν μεν είναι αρμόδιο ως προς κάθε μία από τις αθροιστικώς σωρευόμενες αξιώσεις τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν όχι, τότε θα πρέπει να εξετάσει τον χωρισμό των υποθέσεων κατ’ άρθρο 218 § 2 ΚΠολΔ. Επομένως, θα κρατήσει την υπόθεση για την οποία είναι καθ’ ύλην αρμόδιο και θα παραπέμψει την άλλη υπόθεση στο μετά τον χωρισμό καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ. Η ύπαρξη καθ’ ύλην αρμοδιότητας ως προς μία από τις σωρευόμενες αξιώσεις δεν καθιδρύει αρμοδιότητα και για τις άλλες (ΜΠΡ Θεσσαλ 1427/2014, δημοσίευση Νόμος, ΕφΑθ 6197/2009 ΕλλΔνη 2010. 512, ΕφΑθ 922/2008 ΕφΑΔ 2009. 196, ΠολΠρΘεσ 624/2009 ΕΠολΔ 2009. 229, Κ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Ι, 218 αριθ. 10, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, εκδ. 2012, 218 αριθ. 5).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αιτούσες, επικαλούμενες επικείμενο κίνδυνο, ζητούν να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης η αίτηση, μέχρι του ποσού των 60.000,00 ευρώ, αναφορικά με την πρώτη, των 500,00 ευρώ, αναφορικά με τη δεύτερη, των 52.000,00 ευρώ, αναφορικά με την τρίτη, των 6.000,00 ευρώ, αναφορικά με την τέταρτη, των 2.000,00 ευρώ, αναφορικά με την πέμπτη, των 12.000,00 ευρώ, αναφορικά με την έκτη, των 47.000,00 ευρώ, αναφορικά με την έβδομη, των 12.000,00 ευρώ, αναφορικά με την όγδοη, των 3.000,00 ευρώ, αναφορικά με την ένατη, των 30.000,00 ευρώ, αναφορικά με τη δέκατη, των 3.200,00 ευρώ, αναφορικά με την ενδέκατη, των 36.000,00 ευρώ, αναφορικά με τη δωδέκατη, των 65.000,00 ευρώ, αναφορικά με τη δέκατη τρίτη, των 58.000,00 ευρώ, αναφορικά με τη δέκατη τέταρτη και των 86.000,00 ευρώ, αναφορικά με την δέκατη πέμπτη των αιτουσών εταιριών (περιλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων και εξόδων), προκειμένου να εξασφαλιστεί η απαίτηση εκάστης, η οποία προέρχεται από συμβάσεις πώλησης εξοπλισμού πλοήγησης και επικοινωνίας πλοίων και θαλασσίων σκαφών και κινδυνεύει λόγω της ελαττωμένης περιουσιακής κατάστασης και αφερεγγυότητας της καθ’ ης.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αίτηση, αναφορικά με τις δεύτερη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, όγδοη, ένατη και ενδέκατη των αιτουσών εταιριών, αναρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο. Τούτο δε διότι, παρότι κατά τα εκτιθέμενα στην ένδικη αίτηση, μεταξύ των αιτουσών υφίσταται δεσμός εταιρικής σύνδεσης, με την πρώτη εξ αυτών να αποτελεί την επικεφαλής εταιρία του ομίλου, συνδέονται μεταξύ τους ενεργητικά με το δεσμό της απλής ομοδικίας, καθόσον κάθε μία εξ αυτών διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα και την αυτοτέλειά της, τυχόν υποταγή τους δε στην πρώτη των αιτουσών, μητρική εταιρία, υφίσταται ενδεχομένως, μόνο από άποψη διοίκησης και προσανατολισμού της επιχειρηματικής τους δραστηριοποίησης. Ως εκ τούτου, σωρεύονται αντικειμενικά στο ίδιο δικόγραφο περισσότερες αξιώσεις κατά της ίδιας οφειλέτριας εταιρίας, που στηρίζονται σε χρηματικές απαιτήσεις, ήτοι διαιρετές παροχές, την εξασφάλιση των οποίων αιτούνται, για τις οποίες λαμβάνεται υπόψη το αίτημα εκάστης ενάγουσας εταιρίας, αυτοτελώς και διαιρετώς εκτιθέμενο και επισκοπούμενο, έναντι της καθ’ ης. Συνεπώς, για τις ανωτέρω αιτούσες εταιρίες, οι προς εξασφάλιση απαιτήσεις τους, υπολείπονται του ποσού των 20.000,00 ευρώ, το οποίο αποτελεί την ελάχιστη προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ αξία αντικειμένου της ένδικης διαφοράς, που εμπίπτει στην υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου (άρθρο 14 παρ. 1-2, σε συνδυασμό με 683 και 707 του ΚΠολΔ) και απαραδέκτως έχουν εισαχθεί προς εκδίκαση, ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και να παραπεμφθούν για να δικαστούν, στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, που είναι το Ειρηνοδικείο Πειραιά, απέχοντας ως προς τις ανωτέρω αιτούσες, από την περαιτέρω κρίση της αίτησης κατά νόμω και ουσία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 46 εδ α’ και 47 ΚΠολΔ, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. (βλ ΜΠΠειρ 2994/2019, δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Εξάλλου, δεν μπορεί να κρατηθεί η υπόθεση ex post και να δικαστεί ως προς όλες τις αιτούσες, διότι καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί υλικής αρμοδιότητας και τούτο δεν είναι επιτρεπτό κατά τη δικονομική τάξη, με βάση το εξαρχής αίτημα της αίτησης και ιδίως την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, μη χωρούσης παρεκτάσεως εν σχέσει με την αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη καθ’ υλην αρμοδιότητα. Επειδή η απόφαση αυτή είναι οριστική, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης να επιβληθούν σε βάρος της δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, όγδοης, ένατης και ενδέκατης των αιτουσών εταιριών (άρθρα 176, 191 §2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Κατά το διακρατούμενο από το παρόν Δικαστήριο μέρος της ένδικης αίτησης, και αναφορικά με τις πρώτη, τρίτη, έβδομη, δέκατη, δωδέκατη, δέκατη τρίτη, δέκατη τέταρτη και δέκατη πέμπτη των αιτουσών, η υπό κρίση αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (η διάγνωση της ασφαλιστέας χρηματικής απαίτησης είναι της καθ’ υλην αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου) και κατά τόπο (άρθρ.3 9, 14 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ. α’, 683 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ.) και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρο 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), ως εκ του τόπου εκτελέσεως του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου ( 682 παρ 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (Εφ.Αθ. 5009/1987, Ελλ.Δνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.Αθ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων και β) ως προς την συμβατική ευθύνη της καθ’ ης εταιρίας, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, διότι σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 25 ΑΚ, αφού οι αιτούσες, τις διατάξεις αυτές επικαλούνται, για να θεμελιώσουν τις ένδικες αξιώσεις τους, η δε καθ’ ης με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξε να αμυνθεί επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς και ενστάσεις της, (ΑΠ 1115/2015 ΕφΠειρ 149/2015 αδημ, ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292, ΕφΠειρ 508/2008 ΕΝΔ17.497, ΕφΠειρ 672/1993 ΕΕμπΔ1994.106,Παπασιώπη Πασσιά ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εκδ 1991.σελ 18 επ) υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του. Ακολούθως, η αίτηση είναι αρκούντος ορισμένη, ως προς τις απαιτούμενες, κατ’ άρθρο 688 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, διαδικαστικές προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης και του επικείμενου κινδύνου και τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 345, 361, 513 επ ΑΚ, 707, 708 και 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, για να διαπιστωθεί εάν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Από την εκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης, … (οι αιτούσες δεν επιμελήθηκαν με την εξέταση μάρτυρα), από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, τους ισχυρισμούς που περιέχονται στα σημειώματα που κατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως και από όλη εν γένει τη διαδικασία, δεν πιθανολογήθηκε η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, που να απαιτεί την λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης της περιουσίας της καθ’ ης. Ειδικότερα, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα των επικαλούμενων απαιτήσεων των αιτουσών εταιριών κατά της καθ’ ης από τις επιμέρους συμβάσεις πώλησης εξοπλισμού πλοήγησης και επικοινωνίας πλοίων και θαλασσίων σκαφών, τις οποίες ουσιαστικά συνομολογεί η καθ’ ης, θέτοντας σε συμψηφισμό δικές της ανταπαιτήσεις, δεν πιθανολογήθηκαν, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, υπό την έννοια που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση της καθ’ ης, που να δικαιολογούν τη λήψη του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου. Συγκεκριμένα, από την αποδεικτική διαδικασία πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης εταιρία, ναι μεν δεν έχει ακίνητη περιουσία στην ημεδαπή, πλην, όμως, διατηρεί πολυτελή επαγγελματική εγκατάσταση (120 γραφείων) σε πενταόροφο κτίριο στο κέντρο του λιμανιού του Πειραιά επί της οδού … απασχολεί προσωπικό περίπου 80 ατόμων, χωρίς να προκύπτει υπερημερία της ως προς την καταβολή των δεδουλευμένων στους υπαλλήλους της, τηρεί λογαριασμούς σε ημεδαπά τραπεζικά ιδρύματα και δραστηριοποιείται ενεργά στο χώρο της παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον ναυτιλιακό τομέα, ιδίως εξοπλισμού πλοήγησης και επικοινωνίας πλοίων, έχοντας ιδιαίτερα μεγάλο πελατολόγιο και κύκλο εργασιών. Τυγχάνει φερέγγυα εταιρεία, ενώ όπως προκύπτει από τα από 13.10.2020 και 12.11.2020 αποδεικτικά ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, είναι ενήμερη για τα χρέη της στη φορολογική διοίκηση. Η επικαλούμενη, από τις αιτούσες, ύπαρξη οφειλών της σε τρίτους, δεν πιθανολογήθηκε, η δε προσκομιζόμενη από τις τελευταίες επιστολή, μιας εταιρίας με την επωνυμία … περί οφειλής της καθ’ ης από τιμολόγια ύψους 13.247,50 δολ ΗΠΑ, χωρίς να προκύπτουν περισσότερα στοιχεία, ή βάσιμα διωκτικά μέτρα σε βάρος της καθ’ ης, και αληθής υποτιθέμενη, δεν καθιστά επισφαλείς τις δικές τους απαιτήσεις. Άλλωστε, οφειλές προς τρίτους, ανακύπτουν συχνά στα πλαίσια της συνήθους επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, η οικονομική όμως δυσχέρεια, η αφερεγγυότητα, ο κίνδυνος μεταφοράς των καταθέσεων σε λογαριασμούς στο εξωτερικό και απόκρυψης οικονομικών κεφαλαίων, που επικαλούνται οι αιτούσες, δεν δύναται να πιθανολογηθούν από την ανωτέρω ενδεχόμενη οφειλή της καθ’ ης. Εξάλλου, από την εμπορική της δραστηριότητα αποκερδαίνει σημαντικά ποσά, όπως δε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, η καθ’ ης προσφάτως εξαγόρασε τις δραστηριότητες και τα ενεργά συμβόλαια της εταιρίας … με αποτέλεσμα όλες οι υπηρεσίες ναυσιπλοΐας ή τηλεπικοινωνιών που σχετίζονται με την ανωτέρω εταιρία, θα συνεχίσουν να παρέχονται από την καθ’ ης. Επιπρόσθετα, τον Ιούλιο του 2020 ελήφθη απόφαση από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της καθ’ ης για κεφαλαιοποίηση ποσού 4.000.000,00 ευρώ, γεγονός που δεικνύει ότι η τελευταία δύναται να ανταπεξέλθει στις οικονομικές υποχρεώσεις της. Περαιτέρω, από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο δεν πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης είναι μειωμένης φερεγγυότητας, ούτε και συγκεκριμένα και παρόντα πραγματικά περιστατικά που να δηλώνουν προσπάθεια αυτής για αποξένωσή της από την κατασχετή περιουσία της ματαιώνοντας με αυτό τον τρόπο την ικανοποίηση των απαιτήσεων των αιτουσών.
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί για έλλειψη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, η συνδρομή των οποίων αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παροχή της αιτούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της καθ’ ης. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτουσών λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 191 §2 ΚΠολΔ),σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ το χωρισμό των σωρευόμενων, στην ένδικη από 6.11.2020 με αριθμό κατάθεσης 8736/1898/2020 αίτηση, αξιώσεων των δεύτερης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, όγδοης, ένατης και ενδέκατης αιτουσών εταιριών.
- ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την αίτηση ως προς αυτές ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλη και κατά τόπο Ειρηνοδικείου Πειραιά, που θα δικάσει αυτή κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις ως άνω αιτούσες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.
- ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ κατά τα λοιπά την από 6.11.2020 με αριθμό κατάθεσης 8736/1898/2020 αίτηση των πρώτης, τρίτης, έβδομης, δέκατης, δωδέκατης, δέκατης τρίτης, δέκατης τέταρτης και δέκατης πέμπτης των αιτουσών.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση και
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των ως άνω αιτουσών τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 29 Ιανουαρίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)