Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός 234/2021

(Αριθ. καταθ. 93/8/2021)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δευκαλίωνα Ρεδιάδη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς 2142.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα …, που παραστάθηκε δια του Νικολάου Δημητρακόπουλου, Παρέδρου ΝΣΚ, Χριστίνας Ζούμπερη, Δικαστικής Πληρεξουσίας Α’ ΝΣΚ και Σπυριδούλας Φωτοπούλου, Δικαστικής Πληρεξουσίας Α’ ΝΣΚ.

Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 8.1.2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 93/8/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Β) Των προσθέτως υπέρ της αιτούσας παρεμβαινόντων: 1) της εταιρίας με την επωνυμία …), όπως εκπροσωπείται, 2) της εταιρίας με την επωνυμία … όπως νομίμως εκπροσωπείται και 3) της εταιρίας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες παραστάθηκαν, η μεν πρώτη δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Φιλίππου Δίγκα με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς 2934, η δεύτερη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δεκαλίωνα Ρεδιάδη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς 2142 και η τρίτη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Δημητριάδη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 22271.

Οι προσθέτως παρεμβαίνουσες ζήτησαν να γίνουν δεκτές οι προφορικώς ασκηθείσες στο ακροατήριο και υπέρ της αιτούσας παρεμβάσεις τους.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκδικάζονται, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν η αιτούσα και το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο, εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 2.2.2021.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: Α) Η από 8.1.2021 αίτησή  που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό  έκθεσης κατάθεσης  93/8/2021, Β) οι προφορικώς ασκηθείσες στο ακροατήριο  υπέρ της αιτούσας και κατά του καθ ου, πρόσθετες παρεμβάσεις. Η ως άνω αίτηση και οι προφορικώς ασκηθείσες πρόσθετες παρεμβάσεις πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι αφορούν αξιώσεις των ίδιων διαδίκων, υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας, συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται αλλά και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ( άρθρα 682 επ, 246, 591 παρ 1  ΚΠολΔ).

Ι. Με το ν.1923/1991 κυρώθηκε και από την Ελλάδα η από 19.11.1976 Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου “για τον περιορισμό της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις”, η οποία αποτελεί από την 1.11.1991 αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου (άρθ. 28§ 1 του Συντάγματος). Με τη Σύμβαση αυτή εισήχθη σύστημα περιορισμού της ευθύνης του πλοιοκτήτη εφοπλιστή, διαχειριστή, ναυλωτή θαλασσοπλοούντος πλοίου σε ορισμένο ποσό, το οποίο (σύστημα) διαφέρει εκείνου των άρθρων 84 επ. του ΚΙΝΔ. Από τις διατάξεις του άρθρου 15 συνάγεται ότι η εν λόγω Σύμβαση εφαρμόζεται ευθέως όχι μόνο σε διεθνείς, αλλά και σε εσωτερικές έννομες σχέσεις, για τις οποίες η Ελλάδα δεν έκανε χρήση, ούτε κατά την κύρωση της Σύμβασης αυτής ούτε μεταγενέστερα, της παρεχόμενης διακριτικής ευχέρειας προς εξαίρεση τους, ενώ η διάταξη του άρθρου 77§6α του ν. 1892/1990 που ορίζει ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και η έκταση περιορισμού της ευθύνης ή της οφειλής του πλοιοκτήτη ρυθμίζονται από το δίκαιο της Πολιτείας, την σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, θεωρείται σιωπηρώς καταργηθείσα. Ο περιορισμός της ευθύνης, ενόψει του ότι από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω Σύμβασης, δεν αποκλείονται τα χρησιμοποιούμενα για κρατικούς σκοπούς πλοία, ισχύει και απέναντι στο Δημόσιο, όταν αυτό είναι φορέας ναυτικής απαίτησης υποκείμενης σε περιορισμό, αφού ο δικαιολογητικός λόγος περιορισμού της ευθύνης υφίσταται για την απαίτηση ανεξαρτήτως φορέα αυτής. Εξάλλου, εφόσον η Σύμβαση εισάγει απλώς περιορισμό της ευθύνης υπέρ ορισμένων προσώπων και απαιτήσεων και δεν ρυθμίζει το νόμιμο λόγο ευθύνης των προσώπων και τις προϋποθέσεις γένεσης των αντίστοιχων απαιτήσεων, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων της ευθύνης των προσώπων, που έχουν δικαίωμα να περιορίσουν την ευθύνη τους, βρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι διατάξεις του ΚΙΝΔ. Ειδικότερα, για τον προσδιορισμό του νόμιμου λόγου ευθύνης του πλοιοκτήτη λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 84 ΚΙΝΔ, για την ευθύνη του εφοπλιστή η έννομη σχέση που αποτελεί το γενεσιουργό λόγο του εφοπλισμού και για την ευθύνη του κυρίου του πλοίου η διάταξη του άρθρ 106§2 ΚΙΝΔ. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 4 και 5, 2 παρ. 1 εδ. α` και ε`, 6, 7 και 11 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης, στην έννοια του οποίου εντάσσονται ο εφοπλιστής, ο κύριος, ο ναυλωτής και ο διαχειριστής θαλασσοπλοούντος πλοίου, καθώς και τα πρόσωπα, για τις πράξεις ή παραλείψεις των οποίων είναι υπεύθυνος ο πλοιοκτήτης, μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη τους, μεταξύ άλλων, και για απαιτήσεις που γεννήθηκαν από σύγκρουση του πλοίου τους με άλλο πλοίο και συνδέονται αιτιωδώς με απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες και με απώλεια ή ζημιές του τελευταίου πλοίου και του φορτίου του, καθώς και με την ανέλκυση, μετακίνηση, καταστροφή ή εξουδετέρωση επιβλαβών συνεπειών του βυθισθέντος, ναυαγήσαντος κλπ. πλοίου και ότι για τον περιορισμό αυτό μπορούν τα προαναφερόμενα πρόσωπα να συστήσουν κεφάλαιο στο δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος, στο οποίο εισάγονται δικαστικές διαδικασίες αναφορικά με τις απαιτήσεις που υπόκεινται σε περιορισμό, ότι το κεφάλαιο αυτό θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των προσδιοριζόμενων από τα άρθρα 6 και 7 ποσών με τους αναλογούντες τόκους και μπορεί να συσταθεί, είτε με κατάθεση του ποσού, είτε με παροχή εγγύησης αποδεκτής από τη νομοθεσία του κράτους-μέλους, στο οποίο συνιστάται το κεφάλαιο, η οποία θεωρείται επαρκής από το Δικαστήριο ή την άλλη αρμόδια αρχή. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6, 7, 8 και 11 της εν λόγω Σύμβασης συνάγεται ότι το ακριβές ύψος του κεφαλαίου, το οποίο προτίθεται να συστήσει ο πλοιοκτήτης, που θέλει να ασκήσει το παρεχόμενο από τη Σύμβαση αυτή δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του για απαιτήσεις δεκτικές περιορισμού, είναι δεδομένο από την ίδια τη Σύμβαση, στην οποία περιέχονται με λεπτομέρεια όλα τα στοιχεία αντικειμενικού προσδιορισμού του, από τα οποία και προκύπτει αυτό, ως αποτέλεσμα μαθηματικών υπολογισμών. Έτσι, δεν χρειάζεται παρέμβαση του Δικαστηρίου για τον προσωρινό ή οριστικό προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω κεφαλαίου και γι` αυτό δεν αφήνονται από τη Σύμβαση περιθώρια για τέτοια παρέμβαση. Παρέμβαση του Δικαστηρίου επιφυλάσσεται στην προβλεπομένη διαζευκτικά από την παραγρ. 2 του άρθρου 11 της Σύμβασης περίπτωση της σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού με την παροχή εγγύησης, αφού για να συσταθεί με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο είναι αναγκαίο να εμφιλοχωρήσει δικαστική κρίση αναφορικά με το είδος της εγγύησης και την επάρκεια της να εξασφαλίσει τις κρίσιμες απαιτήσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις της νομοθεσίας του κράτους- μέλους, στο οποίο πρόκειται να συσταθεί το κεφάλαιο. Ενόψει δε του άρθρου 14 της Σύμβασης, το οποίο παραπέμπει στη νομοθεσία του κράτους-μέλους, στο οποίο συνιστάται το κεφάλαιο, στην Ελλάδα το ζήτημα της εγγύησης που θα παρασχεθεί για τη σύσταση του κεφαλαίου θα κριθεί από το κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο με βάση τα άρθρα 705, 162, 164 και 165 ΚΠολΔ και κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ (αρθρ. 91 ΚΙΝΔ). Η εκδιδομένη απόφαση, εφόσον με αυτή τέμνεται οριστικά η υπόθεση, μπορεί να προσβληθεί με έφεση, η οποία εκδικάζεται επίσης κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Περαιτέρω, με βάση το άρθρο 14 της Σύμβασης, το οποίο για τη σύσταση και τη διανομή του κεφαλαίου και τη σχετική διαδικασία παραπέμπει επίσης στη νομοθεσία του κράτους-μέλους, στο οποίο συνιστάται το κεφάλαιο, θα τύχουν σχετικώς εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 90-104 του ΚΙΝΔ. Συνεπώς, για τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης στην Ελλάδα απαιτείται σχετική δήλωση του υπόχρεου ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα Πρωτοδικών, στην οποία προσαρτώνται τα αποδεικτικά δημόσιας κατάθεσης του προβλεπόμενου ποσού ή της εγγύησης που ορίστηκε από το αρμόδιο δικαστήριο, από το χρονικό δε αυτό σημείο επέρχονται τα αποτελέσματα της σύστασης του κεφαλαίου, ιδιαιτέρως δε η αναστολή των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 13 §1 της Σύμβασης, με την οποία ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο που έχει εγείρει απαίτηση έναντι του κεφαλαίου δεν επιτρέπεται να ασκήσει άλλα δικαιώματα σχετικά με την απαίτηση αυτή σε άλλα περιουσιακά στοιχεία προσώπου από το οποίο ή για λογαριασμό του οποίου έχει συσταθεί το κεφάλαιο, προκύπτει ότι επέρχεται, όχι αναστολή απλώς της άσκησης των κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ ατομικών διώξεων, όπως στην πτώχευση, αλλά οριστική στέρηση του δικαιώματος των δανειστών για την άσκηση των ατομικών διώξεων τους και κατά της υπόλοιπης περιουσίας του συστήσαντος το κεφάλαιο, από το οποίο και μόνο ικανοποιούνται και στο βαθμό που αυτό επαρκεί, ενώ το μη ικανοποιηθέν υπόλοιπο από το κεφάλαιο ποσό των απαιτήσεων αποσβέννυται οριστικά (ΑΠ 1402/2007, 1189/2007, δημοσίευση Νόμος). Στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας ακολουθεί ο διορισμός εισηγητή δικαστή και εκκαθαριστή, η αναγγελία των απαιτήσεων των δανειστών και στη συνέχεια πρόσκληση εκ μέρους του εκκαθαριστή προς τον περιορίσαντα την ευθύνη του και τους αναγγελθέντες δανειστές σε συνέλευση προκειμένου να γίνει η επαλήθευση των απαιτήσεων (άρθ. 92, 93, 96, 97, 98 ΚΙΝΔ). Κατά την συνέλευση αυτή οποιοσδήποτε από τους νομίμως παριστάμενους μπορεί να προβάλει αμφισβητήσεις (αντιρρήσεις) κατά της παραδοχής εξελεγχόμενης απαίτησης, οι αντιρρήσεις δε αυτές ως και οι τυχόν εγερθείσες κατά των εισηγήσεων του εκκαθαριστή εκδικάζονται με επιμέλεια του εκκαθαριστή κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου, όπου συνεστήθη το κεφάλαιο (αρθ. 99 ΚΙΝΔ, 3 ΕισΝ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 100 ΚΙΝΔ, όταν επέλθει η συμφωνία κατά την επαλήθευση, όπως και μετά την τελεσιδικία της απόφασης επί των προβληθεισών αντιρρήσεων, ο εισηγητής καταρτίζει τον πίνακα της τελικής διανομής, την οποία ενεργεί αμέσως ο εκκαθαριστής, αποδίδοντας το τυχόν υπόλοιπο στον συστήσαντα το κεφαλαίο. (ΑΠ 2263/2013, ΑΠ 388/2004, δημοσίευση Νόμος)

ΙΙ. Με το π.δ. 55/1998 (Α` 58) κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική οι διατάξεις του ν. 743/1977 όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το ν. 2252/1994. Ειδικότερα, μετά τις τροποποιήσεις αυτές, στο άρθρο 1 του ν. 743/1977 (άρθρο 1 π.δ. 55/1998) περιλαμβάνονται οι νομοθετικοί ορισμοί, στο άρθρο 2 (άρθρο 2 π.δ. 55/1998) ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου, στο δε άρθρο 3 (άρθρο 3 π.δ. 55/1998) ορίζεται ότι «1. Απαγορεύεται: (α) Η απόρριψη στις ακτές, στα λιμάνια και στα ελληνικά χωρικά ύδατα πετρελαίου, πετρελαιοειδών μιγμάτων, επιβλαβών ουσιών ή μιγμάτων αυτών και πάσης φύσεως αποβλήτων, λυμάτων και απορριμμάτων από τα οποία μπορεί να προκληθεί ρύπανση της θάλασσας και των ακτών. (β) Η απόρριψη πετρελαιοειδών και λοιπών ρυπαντικών ουσιών στην ανοικτή θάλασσα, από τα οποία είναι δυνατό να προκύψει ρύπανση, σύμφωνα με αυτά που ορίζουν οι «Συμβάσεις». 2. Η απόρριψη στη θάλασσα οποιωνδήποτε ουσιών από παράκτιες ή άλλες εγκαταστάσεις επιτρέπεται μόνο μετά από άδεια που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν, εφόσον δεν υφίσταται κίνδυνος ρύπανσης». Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ν. 743/1977 (άρθρο 11 π.δ. 55/1998) προβλέπονται οι υποχρεώσεις των υπευθύνων ρύπανσης (παρ. 1) και οι ενέργειες των αρμόδιων Αρχών προς αντιμετώπιση της ρύπανσης (παρ. 2 έως 3), ορίζεται δε ρητώς ότι η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε Οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε υπό τον έλεγχο της Αρχής και οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο ή την εγκατάσταση και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση (παρ. 4). Εξάλλου, στο άρθρο 12 του ν. 743/1977 (άρθρο 12 π.δ. 55/1998), όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και συμπλήρωσή του με το άρθρο δέκατο παρ. (12) του ν. 2252/1994, δηλαδή μετά την αναρίθμηση της παρ. 2 σε παρ. 5 και την προσθήκη νέων παραγράφων 2, 3 και 4, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαίτια τη ρύπανση και μαζί με αυτόν ευθύνονται σε ολόκληρο και οι παρακάτω: (α) Για πλοία και δεξαμενόπλοια, ο πλοίαρχος, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε Ανώνυμες Εταιρείες και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής. (β) Για εγκατάσταση, ο ιδιοκτήτης, αυτός που την εκμεταλλεύεται, αν δε αυτή ανήκει σε εταιρία ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, καθώς και όποιος γενικά εκπροσωπεί τη μονάδα που ρυπαίνει. 2. Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν το Δημόσιο και οι Ο.Τ.Α. για την αποτροπή ή την αντιμετώπιση της ρύπανσης καταλογίζονται με αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής, που εκδίδεται σε βάρος του υπεύθυνου που προκάλεσε τη ρύπανση και των συνυπευθύνων σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος νόμου. 3. Με απόφαση του Υπουργού καθορίζεται το κόστος για την ανά ώρα χρησιμοποίηση των πλωτών, χερσαίων και εναέριων μέσων του Λ.Σ., η αμοιβή του προσωπικού που ασχολήθηκε, καθώς και το κόστος των λοιπών μέσων και υλικών καταπολέμησης που χρησιμοποιήθηκαν ή αναλώθηκαν για την αντιμετώπιση του περιστατικού της ρύπανσης. 4. Για την εξασφάλιση της καταβολής των δαπανών αντιμετώπισης της ρύπανσης μπορεί να απαγορεύεται ο απόπλους του πλοίου. Ο απόπλους μπορεί να επιτραπεί αν κατατεθεί εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα, ποσού ίσου με το πιθανολογούμενο ύψος καταλογισμού δαπανών ή LETTER OF UNDERTAKING του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο είναι ασφαλισμένο το πλοίο ή το δεξαμενόπλοιο. 5. Αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση των κατά την παρ. 1 απαιτήσεων είναι τα δικαστήρια του τόπου όπου έγινε η ρύπανση ή ενός από τα λιμάνια όπου κατέπλευσε το πλοίο και σε περίπτωση ρύπανσης της ανοικτής θάλασσας και μη κατάπλου του πλοίου σε ελληνικό λιμάνι, τα δικαστήρια Πειραιά». Περαιτέρω, στο άρθρο 13 του ν. 743/1977 (άρθρο 13 π.δ. 55/1998) καθορίζονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις (ποινικές, διοικητικές και πειθαρχικές) που επιβάλλονται εις βάρος των παραβατών του νόμου, της Σύμβασης και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται για την εφαρμογή τους, στο άρθρο 14 διαγράφεται η διαδικασία διαπίστωσης των παραβάσεων για την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων και άσκησης ενδίκων μέσων, προβλέπεται δε ειδικότερα ότι η διοικητική πράξη επιβολής της κύρωσης εκδίδεται όχι μόνον κατά του υπαιτίου της παράβασης αλλά και εναντίον όλων των κατά το άρθρο 12 συνυπεύθυνων για την καταβολή του προστίμου (παρ. 8) και ότι κατά της απόφασης που επιβάλλει το πρόστιμο ο παραβάτης, όπως και κάθε υπόχρεος για την καταβολή του προστίμου, μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου (παρ. 10). Τέλος, στο άρθρο 18 του ιδίου νόμου (άρθρο 18 π.δ. 55/1998) ορίζονται τα εξής: «1. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 13 και 14 του παρόντος νόμου περιέρχονται στο Ειδικό Ταμείο Εφαρμογής Ρυθμιστικών και Πολεοδομικών Σχεδίων (Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ.) και τηρούνται σε ειδικό λογαριασμό, που ονομάζεται “Γαλάζιο Ταμείο” […] Στο κατά την προηγούμενη παράγραφο ταμείο περιέρχονται επίσης τα ποσά καταλογισμού δαπανών, στις οποίες προβαίνει το Δημόσιο για την αποτροπή και εξουδετέρωση ρυπάνσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του παρόντος νόμου, καθώς και τα υπέρ του Δημοσίου ποσά που επιδικάζονται για δαπάνες αποτροπής ή εξουδετέρωσης ρυπάνσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 314/1976 και 1638/1986, όπως ισχύουν. Τα κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόστιμα και καταλογισμοί δαπανών εισπράττονται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων και αποδίδονται στο Ε.Τ.Ε.Ρ.Π.Σ. […] 2. Τα παραπάνω έσοδα διατίθενται […] αποκλειστικά για την πρόληψη και εξουδετέρωση της ρύπανσης της θάλασσας, καθώς και για παρεμβάσεις στις ακτές και στα λιμάνια. (Α.Π. 332/2006, ΣΤΕ 2059/2014 δημοσίευση Νόμος).

Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα, εκθέτει ότι την 27.10.2020 έλαβε χώρα, στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της νήσου Ψυττάλειας, σύγκρουση του υπό …, ολικής χωρητικότητας 50.736 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 28.350 κόρων, με … του Πολεμικού Ναυτικού, με … κυριότητας του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα να αποκοπεί και να βυθιστεί τμήμα της πρύμνης του πολεμικού πλοίου, να τραυματιστούν ελαφρά δύο μέλη του πληρώματός του και να προκληθεί μικρής έκτασης θαλάσσια ρύπανση. Ότι το καθ’ ου αιτήθηκε αρχικά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση των αξιώσεών του εναντίον της αιτούσας και των προσθέτως, υπέρ της τελευταίας, παρεμβαινόντων, εκδοθείσας προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου, με δυνατότητα αυτοδίκαιης ανάκλησης με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας στην Ελλάδα ποσού 40.000.000 ευρώ, η οποία κατατέθηκε την 10.11.2020 και, κατόπιν διατήρησης της ισχύος της διαταγής έως την έκδοση αποφάσεως, εκδόθηκε η με αριθμ. 1738/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση σε βάρος της αιτούσας, πιθανολογήθηκε ότι η σύγκρουση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του πλοιάρχου του …» και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του ως άνω πλοίου μέχρι του ποσού των 70.000.000 ευρώ, με τη δυνατότητα αντικατάστασης της κατάσχεσης με την κατάθεση ισόποσης εγγυοδοσίας. Κατόπιν το καθ’ ου άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 54/44/7.1.2021 αγωγή του κατά της αιτούσας, των δύο πρώτων παρεμβαινόντων εταιριών και του, φερόμενου ως υπαίτιου για τη σύγκρουση, πλοιάρχου, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αιτούμενο αποζημίωσης και ηθικής βλάβης, ενώ ιστορείται ότι ενδέχεται να προβληθούν και άλλες αξιώσεις ιδιωτών που επιλήφθηκαν της λήψεως μέτρων πρόληψης ή αντιμετώπισης της ρύπανσης κατ’ εντολή της Λιμενικής Αρχής. Η τελευταία ήδη με το από 27.10.2020 με ΗΩΕ 271600/10-20 σήμα του Κεντρικού Λιμενάρχη Πειραιώς, απαγόρευσε τον απόπλου του πλοίου ιδιοκτησίας της αιτούσας κατ’ άρθρο 12 Ν. 743/1977, μέχρι την προσκόμιση εγγυητικής επιστολής τραπέζης ή ασφαλιστικού οργανισμού (Letter of Undertaking), προβάλλοντας αξίωση του Ελληνικού Δημοσίου μέχρι του ποσού των 100.000,00 ευρώ, για πιθανολογούμενες δαπάνες αντιμετώπισης της θαλάσσιας ρύπανσης. Προς άρση της κωλυσιπλοίας την 30.10.2020 κατατέθηκε στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς, η από 28.10.2020 επιστολή του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού πλοιοκτητών «The United Kingdom Mutual Steam Ship Assurance Association (Europe) Limited», με την οποία εγγυήθηκε προς το Ελληνικό Δημόσιο την καταβολή οποιουδήποτε ποσού μέχρι των 100.000,00 ευρώ.  Ότι η τυχόν ευθύνη της, ως ιδιοκτήτριας του πλοίου …», για όλες τις απαιτήσεις που προέκυψαν ή θα προκύψουν στο μέλλον από την ανωτέρω σύγκρουση, πλήν εκείνων για απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες, περιορίζεται κατ’ άρθρο 6 παρ΄1 β σε συνδυασμό με το άρθρο 8 και 11 της Διεθνούς Συμβάσεως του Λονδίνου, στο ποσό των 27.815.408 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων – Ε.Τ.Δ. (special drawing rights – SDR), κατά τους αναλυτικούς στην ένδικη αίτηση μαθηματικούς υπολογισμούς, πλέον 283.852,05 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων που αντιστοιχούν στον νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού, από 27.10.2020 (ημερομηνία της σύγκρουσης) έως 8.1.2021 (ημερομηνία συστάσεως του κεφαλαίου), βάσει της υπ’ αριθμ. 36/1990 Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α’ 44/26.3.1990), δεδομένου ότι πρόκειται για οφειλή σε συνάλλαγμα (Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα), που εκπληρώνεται στην Ελλάδα, υπολογιζόμενο ελλείψει επιτοκίου της διατραπεζικής αγοράς του Λονδίνου (LIBOR), με το «ποσοστό επιβαρύνσεων» (Rate of Charges) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο αποτελεί το προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο για την προκείμενη νομισματική μονάδα, προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες, άλλως σε περίπτωση που εφαρμοστέο τυγχάνει το επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ, ο νόμιμος τόκος επί του ποσού των 27.815.408 Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, ανερχόμενος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα σε 402.342,20 Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα και σύμφωνα με την ισοτιμία αυτών σε ευρώ (κατά τον χρόνο σύστασης του κεφαλαίου) στο ποσό των 33.081.539,85 ευρώ, άλλως 33.221.039,49 ευρώ. Ότι κατατέθηκε στον Γραμματέα του Δικαστηρίου το από 8.1.2021 υπ’ αριθμ. … περί συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης ποσού 33.250.000 ευρώ προς σύσταση κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης κατ’ άρθρο 11 της Διεθνούς Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 90 ΚΙΝΔ και προς κάλυψη των προκαταβλητέων εξόδων, όπως αυτά θα καθοριστούν από το Δικαστήριο.

Με βάση τα ανωτέρω, ζητά, αφενός να γίνει δεκτή η δήλωση περιορισμού της ευθύνης της, να περιοριστεί για τις ήδη προβαλλόμενες και τις μέλλουσες να προβληθούν απαιτήσεις και υποχρεώσεις της εκ της επισυμβάσης συγκρούσεως της 27.10.2020 έναντι του Ελληνικού Δημοσίου ή άλλων, για απαιτήσεις πλήν αυτών για απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες στο ποσό των 33.081.539,85 ευρώ και επικουρικά στο ποσό των 33.221.039,49 ευρώ, με τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης κατ’ άρθρο 11 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου, δυνάμει του με αριθμό … περί συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης ποσού 33.250.000 ευρώ, να διοριστεί Εισηγητής Δικαστής και Εκκαθαριστής ο Δικηγόρος Βασίλειος Βερνίκος, κάτοικος Πειραιώς, κατ’ άρθρ. 92 επ. ΚΙΝΔ, να καθοριστεί το προκαταβλητέο από την αιτούσα ποσό για τα έξοδα της διαδικασίας και να διαταχθεί η απόδοση αυτού του ποσού στον Εκκαθαριστή, από το υπερβάλλον του απαιτούμενου κεφαλαίου ευθύνης, παρακατατεθέν ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, να διαταχθεί η απόδοση από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στην αιτούσα του αδιάθετου υπολοίπου που προκύπτει μετά από αφαίρεση από το ποσό των 33.250.000 ευρώ, του ποσού του κεφαλαίου περιορισμού της ευθύνης για το οποίο θα γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση, καθώς και του ποσού των προκαταβλητέων εξόδων και αφετέρου, επικαλούμενη ότι η κατά τα ανωτέρω σύσταση του κεφαλαίου περιορισμού ευθύνης συνιστά μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση και άρση των ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατασχέσεως του πλοίου ιδιοκτησίας της και της εγγυοδοσίας στην οποία προέβη, προς ανάκληση της από 30.10.2020 προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου, ζητά να ανακληθεί η με αριθμ. 1738/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, να αρθεί η εγγυοδοσία στην οποία προέβη με την κατάθεση στον Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού της από 10.11.2020 με αριθμ… εγγυητικής επιστολής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. ποσού 40.000.000 ευρώ, για την οποία έχει συνταχθεί η με αριθμ. 9/2020 έκθεση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής και να διαταχθεί η απόδοσή της στον καταθέσαντα αυτή πληρεξούσιο δικηγόρο. Τέλος ζητά να διαταχθεί η απόδοση από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιώς της από 28.11.2020 εγγυητικής επιστολής (Letter of Undertaking) του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού πλοιοκτητών «The United Kingdom Mutual Steam Ship Assurance Association (Europe) Limited» ποσού 100.000,00 ευρώ, για την οποία έχει συνταχθεί το από 30.10.2020 αποδεικτικό παράδοσης – παραλαβής, στον καταθέσαντα αυτή Δικηγόρο Πειραιώς Φίλιππο Δίγκα (ΑΝΔΣΠ 2142) ή στον πληρεξούσιο Δικηγόρο της αιτούσας.

Η υπό κρίση αίτηση, καθ’ ο μέρος αιτείται την απόδοση από τον Κεντρικό Λιμενάρχη Πειραιώς της από 28.11.2020 εγγυητικής επιστολής (Letter of Undertaking) του αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού πλοιοκτητών «The United Kingdom Mutual Steam Ship Assurance Association (Europe) Limited» ποσού 100.000,00 ευρώ, αναρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων. Τούτο δε διότι, οι διατάξεις του ν. 743/1977 ως ισχύει, παρά την επί μέρους στενή διατύπωσή τους ως προς ορισμένα σημεία, αποσκοπούν στην πλήρη και συνολική ρύθμιση του θέματος της ρυπάνσεως της θάλασσας από κάθε είδους πηγή (πρβλ. ΣτΕ 3155/1993, ΑΠ 1893/2000, δημοσίευση Νόμος), θεσπίστηκαν δε για την ικανοποίηση επιτακτικού και άμεσου σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της ρύπανσης της θάλασσας από πετρελαιοειδή και τον περιορισμό των συνεπειών της. Προς εκπλήρωση δε του σκοπού αυτού θεσπίστηκαν οι προβλεπόμενες στον νόμο ποινικές, διοικητικές και πειθαρχικές κυρώσεις σε περίπτωση ρύπανσης της θάλασσας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4582/2005). Ο δημόσιος σκοπός, προκύπτει και από την Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου του έτους 1990 και συγκεκριμένα ως έκφανση της γενικής αρχής της διεθνούς νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος “ο ρυπαίνων πληρώνει” (βλ. προοίμιο της Σύμβασης), η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς τις αρχές της πρόληψης και προφύλαξης (ΣΤΕ 2059/2014, ΑΠ 657/2020, δημοσίευση Νόμος). Από τις προεκτιθέμενες, στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη, διατάξεις, συνάγεται ότι ο καταλογισμός σε βάρος του υπαιτίου θαλάσσιας ρύπανσης της δαπάνης, στην οποία υπεβλήθη το Ελληνικό Δημόσιο για την απορρύπανση, την οποία ενήργησε με δικά του μέσα και αντιστοιχεί στο κόστος των χρησιμοποιηθέντων μέσων και στην αμοιβή του προσωπικού που συμμετείχε στην επιχείρηση εξουδετέρωσης της ρύπανσης, αποτελεί απόρροια άσκησης δημόσιας εξουσίας, καθόσον επιβάλλεται από δημόσιο όργανο (το Λιμενάρχη), βάσει διατάξεων (του Ν. 743/1977) που υπάγονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ήτοι την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και εισπράττεται το καταλογισθέν ποσό της δαπάνης με τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων. Συνεπώς, η αμφισβήτηση των σχετικών καταλογιστικών πράξεων, όπως κατά λογική αναγκαιότητα και η απόδοση της κατατεθείσας, κατ’ εφαρμογή της προβλεπόμενης από το άρθρο 12 παρ. 4 του Ν. 743/1977 δυνατότητας, εγγυητικής επιστολής, προς άρση της απαγόρευσης απόπλου, που επιβάλλεται από τον Λιμενάρχη, ο οποίος, εν προκειμένω, λειτουργεί ως φορέας του Δημοσίου, δημιουργεί διοικητικές διαφορές ουσίας, για την εκδίκαση των οποίων αρμόδια είναι τα τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια (βλ. και Δ.Ε. Πειρ. 1794/2009). Αντιθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 11 και 12 του ν. 743/1977 προκύπτει ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που διέθεσαν τα αναγκαία μέσα και παρείχαν τις υπηρεσίες τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση περιστατικού θαλάσσιας ρυπάνσεως, ακόμη και κατ’ εντολή της Λιμενικής Αρχής, δικαιούνται την αντίστοιχη αμοιβή και τις δαπάνες απορρύπανσης από τα ευθυνόμενα πρόσωπα και ως εκ τούτου νομιμοποιούνται προς άσκηση της σχετικής αγωγής ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, καθόσον τότε εισάγεται ιδιωτική διαφορά. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει κατ’ άρθρα 2 και 4 ΚΠολΔ δικαιοδοσία για την εκδίκαση του ανωτέρω αιτήματος, που υπάγεται στη δικαιοδοσία των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Ακολούθως, με το ανωτέρω περιεχόμενο και λοιπά αιτήματα, η ένδικη αίτηση, αναφορικά με την σωρευόμενη δήλωση περιορισμού της ευθύνης, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 682 επ ΚΠολΔ (άρθρ. 3 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο, καθόσον ασκείται στον τόπο όπου έχει εγερθεί αγωγή ή έχουν προκληθεί δικαστικές ενέργειες, σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ. 3 και 14 του Ν. 1923/1991, με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου της 19.11.1976, ως ισχύει (βλ. ως προς την τροποποίηση των ορίων Ν. 3743/2009 και Ν. 4504/2017), 90, 91, 92 επ ΚΙΝΔ  και 28 παρ. 1 Συντάγματος, καθόσον οι διεθνείς συμβάσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού εσωτερικού δικαίου με αυξημένη τυπική δύναμη από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, ενώ η Σύμβαση του Λονδίνου εφαρμόζεται ανεξάρτητα από οποιοδήποτε στοιχείο αλλοδαπότητας, τόσο στις διεθνείς, όσο και στις εθνικές έννομες σχέσεις, περιορίζοντας δραστικά το πεδίο εφαρμογής των διαφορετικού περιεχομένου άρθρων του ΚΙΝΔ, πλην των δικονομικού χαρακτήρα διατάξεων που δεν θίγονται -άρθρα 90-104 ΚΙΝΔ και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1-2, 2 παρ. 1 εδ α, 6, 8, 11, 12 και 13, της ως άνω συμβάσεως, δεδομένου ότι η σύμβαση του Λονδίνου, δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της τα κρατικά – πολεμικά πλοία, ούτε προβλέπει ευχέρεια του κράτους – μέλους να εξαιρέσει τα πλοία αυτά από το πεδίο εφαρμογής της (άρθρα 1 και 15), σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη. Συνεπώς, ο περιορισμός της ευθύνης ισχύει και έναντι του Δημοσίου, όταν είναι φορέας ναυτικής απαίτησης υποκείμενης σε περιορισμό, αφού ο δικαιολογητικός λόγος περιορισμού της ευθύνης, υφίσταται για την απαίτηση και ανεξάρτητα από το ποιος είναι φορέας της απαίτησης αυτής. Εξάλλου, δεν αποκλείεται στα πολεμικά πλοία η εφαρμογή και των διατάξεων του ΚΙΝΔ για τη σύγκρουση πλοίων, εφόσον για τον σκοπό των διατάξεων αυτών, είναι αδιάφορη η ιδιότητα του πλοίου ως κρατικού ή ιδιωτικού, εμπορικής ή μη εκμετάλλευσης. (βλ. Θ. Λιακόπουλος, Ο περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά τη Σύμβαση του Λονδίνου, ΔΕΕ 7/1997, σελ 654). Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος με την ένδικη αγωγή επιζητείται σωρευτικά η ανάκληση της ανωτέρω με αριθμό 1738/2020 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και η άρση της εγγυοδοσίας που χορηγήθηκε στα πλαίσια προσωρινής διαταγής ποσού 40.000.000 ευρώ, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο του τόπου εκτελέσεως του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου (κατάθεσης της εγγυητικής επιστολής), καθώς και του τόπου, που εκδόθηκε η υπό ανάκληση απόφαση (άρθρο 683 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 13 παρ. 2 και 3 της Διεθνούς Σύμβασης – LLMC), καθόσον στο διάστημα από την έναρξη της εκκρεμοδικίας για την κύρια υπόθεση με την άσκηση της αγωγής έως τη συζήτησή της υπάρχει, για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, συντρέχουσα υλική αρμοδιότητα, τόσο του Δικαστηρίου, που έχει εκδώσει την απόφαση, της οποίας η ανάκληση ζητείται, όσο και του Δικαστηρίου της κύριας δίκης (ΠΠΘες, ασφαλιστικά- 17099/2018, δημοσίευση Νόμος) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 162, 164, 165, 168, 591 παρ 1, 697, 696 παρ. 3, 702 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 13 παρ. 1 και 3 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου. Επισημαίνεται, ότι η σώρευση γνήσιων ασφαλιστικών μέτρων και μη γνήσιων ή υποθέσεων, που απλά εισάγονται λόγω αναγκαιότητας ταχύτατης έκδοσης αποφάσεων με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και υπόκεινται σε έφεση, όπως η δήλωση περιορισμού ευθύνης, δεν απαγορεύεται ρητά από τον νόμο, υπόκειται όμως στις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη του άρθρου 218 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, η σώρευση γνήσιου ασφαλιστικού μέτρου, αυτού της ανάκλησης απόφασης και υπόθεσης υπαγόμενης στην ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αυτής της δήλωσης περιορισμού ευθύνης, με δημόσια κατάθεση του κεφαλαίου (άρθρο 11 Δ.Σ.) , είναι παραδεκτή προς όφελος της οικονομίας της δίκης, καθόσον α) δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) στο σύνολό τους υπάγονται στο δικαστήριο που εισάγονται, γ) υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση και συνεπώς, δεν ανακύπτει ανάγκη χωρισμού τους κατ’ άρθρο 218 παρ. 2 ΚΠολΔ. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων, η αίτηση, υπό τις διακρίσεις που προεκτέθηκαν, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, για να διαπιστωθεί εάν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

Με τη διάταξη του άρθρου 4 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου, ορίζεται ότι “πρόσωπο που υπέχει ευθύνη δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του, εάν αποδειχθεί, ότι η απώλεια προήλθε από προσωπική του πράξη ή παράλειψη που έγινε με πρόθεση να προκληθεί αυτή η απώλεια ή επέδειξε αδιαφορία και με γνώση ότι μια τέτοια απώλεια θα επακολουθήσει πιθανώς”. Από τη διάταξη αυτή, που, λόγω του υπερεθνικού χαρακτήρα της, ερμηνεύεται αυτόνομα με βάση το όλο κείμενο της Σύμβασης και τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό, για τη διαμόρφωση ενός ομοιόμορφου διεθνώς δικαίου στις θαλάσσιες μεταφορές, για τον περιορισμό της ευθύνης του πλοιοκτήτη για ναυτικές απαιτήσεις, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ρύθμιση της έκπτωσης από το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης αυτής, στην περίπτωση επίδειξης πταισματικής συμπεριφοράς, συνάγονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Εισάγεται μορφή υπαιτιότητας, σε βαθμό δόλου και βαριάς (ενσυνείδητης) αμέλειας (Θ. Λιακόπουλος, όπ, σελ 658), την οποία αποδεικνύει αυτός που την επικαλείται, δηλαδή ο δανειστής, του οποίου η απαίτηση καλύπτεται από τον περιορισμό της ευθύνης του υποχρέου. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής η απώλεια του δικαιώματος περιορισμού της ευθύνης, προϋποθέτει δόλο ή αμέλεια, προσωπικά του ίδιου του δικαιούχου του περιορισμού της ευθύνης (οφειλέτη, και αν είναι νομικό πρόσωπο των οργάνων που το εκπροσωπούν –αρθρ. 71 ΑΚ). Κατά συνέπεια, ο οφειλέτης μπορεί να περιορίσει την ευθύνη του κατά την Σύμβαση, αν η ζημία οφείλεται σε πταίσμα, ως άνω, του πλοιάρχου και του πληρώματος (Θ. Λιακόπουλου, όπ). Ενόψει, δε του ότι, η πιο πάνω διάταξη της Διεθνούς Σύμβασης, περιορίζεται στη συνείδηση, εκ μέρους του ζημιώσαντος, του κινδύνου επέλευσης της ζημίας, δηλαδή στη γνώση της πιθανότητας επέλευσης του συγκεκριμένου επιζήμιου αποτελέσματος και δεν εκτείνεται στο ζήτημα της αποδοχής της πιθανότητας αυτής, απαιτείται και αρκεί, για την ευδοκίμηση της σχετικής ένστασης του ζημιωθέντος, η επίκληση και απόδειξη, της ύπαρξης στο πρόσωπο του δράστη αμέλειας, που χαρακτηρίζεται ως βαριά με την έννοια, ότι η συμπεριφορά (ενέργεια ή παράλειψη) του τελευταίου, αποκλίνει σοβαρά από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου που ανήκει στον ίδιο επαγγελματικό ή επιχειρηματικό κύκλο, και επιπλέον ως ενσυνείδητη με την έννοια ότι γνωρίζει (προβλέπει) την πιθανότητα επέλευσης της συγκεκριμένης ζημίας. (ΑΠ 2263/2013, ΕφΠειρ 149/2005, δημοσίευση Νόμος).

Το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο με δήλωση των δικαστικών πληρεξουσίων του κατά την προφορική συζήτηση της ένδικης αίτησης, που περιλήφθηκε και στο έγγραφο σημείωμά του, αρνείται αιτιολογημένα, τόσο την ενεργητική νομιμοποίηση της αιτούσας, αναφορικά με την ασκηθείσα από αυτήν δήλωση περιορισμού της ευθύνης της, μετά την από 14.1.2021 σύμβαση εκχώρησης (Deed of Assignment) μεταξύ της τελευταίας και της εταιρίας UK P&I Club N.V., που αναγγέλθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όσο τη νομιμότητα σύστασης κεφαλαίου και τα θεμελιωτικά της υπό κρίση αίτησης πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των οποίων και τις προϋποθέσεις  ανάκλησης της με αριθμό 1738/2020 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, διατεινόμενο καταρχήν, ότι δεν επισυνάφθηκε από την αιτούσα στη δήλωση περιορισμού ευθύνης επικυρωμένο αντίγραφο του πρωτοκόλλου καταμέτρησης του πλοίου, όπως επιτάσσει το άρθρο 4 παρ. 1 α’ του π.δ. 666/1982, που εφαρμόζεται αναλογικά κατά παραπομπή του άρθρου 14 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου, παράλειψη, που της προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη, μη δυνάμενη να αποκατασταθεί παρά μόνο με την κήρυξη ακυρότητας (άρθρο 159 αρ. 3 ΚΠολΔ). Σύμφωνα όμως, με την απολύτως κρατούσα στη νομολογία (ΕφΠειρ 228/2016, ΕφΠειρ 37/2012, ΕφΠειρ 149/2005, δημοσίευση Νόμος) και ευρέως υποστηριζόμενη στη θεωρία άποψη (Λιακόπουλος ο.π ΔΕΕ 1997, σελ 659), οι δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις του ΚΙΝΔ δεν θίγονται, συνεχίζουν να εφαρμόζονται προς συμπλήρωση των αντίστοιχων κενών της σύμβασης στα θέματα που αφορούν τη διαδικασία περιορισμού και την ικανοποίηση των απαιτήσεων, όπως, δε, συνάγεται από τις αντίστοιχες διατάξεις 90-104 ΚΙΝΔ, δεν προβλέπεται, ως προϋπόθεση της δήλωσης περιορισμού, η επισύναψη πρωτοκόλλου καταμέτρησης της χωρητικότητας του πλοίου. Η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 666/1982, που ισχύουν για τη ρύπανση, παρότι περιλαμβάνουν διατάξεις, που ρυθμίζουν αντίστοιχη μέθοδο περιορισμού και έχουν ως προϋπόθεση την επισύναψη και εγγράφου αποδεικτικού της χωρητικότητας του πλοίου, για το νομότυπο της σύστασης του κεφαλαίου περιορισμού, δεν έχει προκριθεί και συνεπώς, η απουσία επισύναψης στη δήλωση περιορισμού επικυρωμένου αντιγράφου πρωτοκόλλου καταμέτρησης του πλοίου, δεν επηρεάζει τη νομιμότητα σύστασης του κεφαλαίου. Περαιτέρω, αρνείται τη νομιμότητα της σύστασης κεφαλαίου, ισχυριζόμενο ότι το ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο) είναι ο μοναδικός δανειστής της αιτούσας, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται δικαιολογητικός λόγος περιορισμού της ευθύνης της, με τη σύσταση κεφαλαίου περιορισμού με δημόσια κατάθεση (άρθρο 11), δυνατότητα που προϋποθέτει την ύπαρξη περισσοτέρων δανειστών. Πράγματι, η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου (LLMC) προβλέπει δύο εναλλακτικούς τρόπους για την άσκηση του (μη αυτοτελούς) διαπλαστικού δικαιώματος περιορισμού, οι οποίοι ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη, καθόσον η Χώρα μας δεν έκανε χρήση της ευχέρειας επιλογής μόνο της μεθόδου σύστασης κεφαλαίου: ήτοι χωρίς τη σύσταση κεφαλαίου (άρθρο 10) και με σύσταση κεφαλαίου (άρθρο 11 επ.). Ο περιορισμός χωρίς σύσταση κεφαλαίου δύναται, πράγματι, να προτιμηθεί, όταν ασκείται μόνο μία μεγάλη απαίτηση κατά του δικαιούχου, ή έστω ένας μικρός αριθμός απαιτήσεων, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει, ότι από τη σύμβαση απαιτείται, και μάλιστα με ποινή απαραδέκτου του περιορισμού, η επιλογή του τρόπου σύστασης, αναλόγως του αριθμού των απαιτήσεων (δανειστών), ενώ σαφώς, γραμματικά ή τελολογικά, δεν αποκλείεται η εφαρμογή της σύμβασης, σε περίπτωση ύπαρξης μίας και μόνο απαίτησης. Το δικαίωμα προτίμησης, μεταξύ των δύο τρόπων περιορισμού, οι οποίοι διαφέρουν ουσιωδώς μεταξύ τους, έχει ο εκάστοτε δικαιούχος, σταθμίζοντας τις συνέπειες. Ο περιορισμός χωρίς σύσταση είναι μία ημιτελής συλλογική διαδικασία, συνεπάγεται τον άμεσο κατ’ έκταση περιορισμό των ναυτικών απαιτήσεων, όχι όμως την ικανοποίησή τους, η οποία επαφίεται στις ενέργειες των δανειστών. Άρα, δεν εμποδίζει την έναρξη ή συνέχιση υφιστάμενων ατομικών διώξεων κατά του δικαιούχου, δεν συνεπάγεται (υποχρεωτικώς ή δυνητικώς) την αποδέσμευση του πλοίου ή άλλων κατασχεμένων περιουσιακών στοιχείων του δικαιούχου και δεν αδρανοποιεί τα υφιστάμενα ναυτικά προνόμια. Αυτές οι συνέπειες επέρχονται μόνο όταν συσταθεί ειδική περιουσία σκοπού, με τη μορφή κεφαλαίου περιορισμού. (Αντάπασης – Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο σελ 822). Διάφορες και άμεσες (σύσταση ως προς όλους τους δικαιούχους, αυτοδίκαιη παύση ατομικών διώξεων και απαγόρευση νέων διωκτικών μέτρων, υποχρεωτική ή δυνητική αποδέσμευση, αδρανοποίηση ναυτικών προνομίων), είναι οι συνέπειες της σύστασης περιορισμού ευθύνης με κατάθεση κεφαλαίου, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, όπου προκρίθηκε από την αιτούσα η επιλογή της δυνατότητας αυτής. Πράγματι, ελλείψει ειδικής ρύθμισης στην Διεθνή Σύμβαση του Λονδίνου αναφορικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης ή μη περισσοτέρων απαιτήσεων εναντίων του δικαιούχου του δικαιώματος περιορισμού, προκειμένου να μπορεί να τύχει εφαρμογής, έχει υπάρξει προβληματισμός στη διεθνή βιβλιογραφία, ιδιαίτερα στην αμερικανική και έχει υποστηριχτεί ότι όταν εγείρεται μόνο μία απαίτηση, εξαιρείται ο δικαιούχος της δυνατότητας σύστασης κεφαλαίου με κατάθεση (βλ. Ε. Κωνσταντινίδης: Ο συνολικός περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις, σελ 349 επ). Η άποψη όμως αυτή δεν έχει υιοθετηθεί από το σύνολο της θεωρίας, ή από τη νομολογία των Εθνικών Δικαστηρίων, ούτε κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ορθή μια τελολογική συστολή της διατύπωσης των άρθρων 11 επ της Διεθνούς Σύμβασης, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου. Άλλωστε, στην τροποποιημένη μορφή της η Διεθνής Σύμβαση του Λονδίνου, αποτελεί ισχύον δίκαιο σε 59 έννομες τάξεις, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, η Γερμανία και η Πορτογαλία, ενώ αντιθέτως, δεν έχει κυρωθεί από τις ΗΠΑ, οι οποίες κυρίως υποστηρίζουν θεωρητικά τον κανόνα της άπαξ απαίτησης ως εξαίρεση, αν και παραμένουν προσηλωμένες σε παρωχημένο εθνικό σύστημα, παρά τις πολέμιες αντιδράσεις νομολογίας και θεωρίας (Αντάπασης – Αθανασίου Ναυτικό Δίκαιο σελ 793). Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα περιορισμού ευθύνης που ασκεί η αιτούσα, πρέπει να αποκλειστεί κατ’ άρθρο 4 του Ν. 1923/1991 (Δ.Σ.Λ.), καθόσον κατά τα εκτενώς ιστορούμενα στο έγγραφο σημείωμά του, τόσο ο προστηθείς από την αιτούσα Πλοίαρχος του πλοίου …», όσο και τα όργανα που την εκπροσωπούν, επέδειξαν υπαίτια συμπεριφορά, ο μεν πλοίαρχος λόγω πολλαπλών παραβιάσεων του Διεθνούς Κανονισμού για την Αποφυγή Συγκρούσεων στη Θάλασσα (ν.δ. 93/1974), τα δε όργανα που εκπροσωπούν την αιτούσα με την πρόσληψη ενός προδήλως ακατάλληλου πλοιάρχου, έχοντας επίγνωση του κινδύνου πρόκλησης ναυτικού ατυχήματος και παραβίασης των κανόνων ΔΚΑΣ. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός παρίσταται νόμιμος, στηριζόμενος στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 4 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου και πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Άλλως και όλως επικουρικώς το καθ’ ου Ελληνικό Δημόσιο διατείνεται ότι, ενόψει της δυσαναλογίας που παρατηρείται ανάμεσα στο ύψος της ζημίας, που έχει ήδη επέλθει και αναμένεται μετά βεβαιότητας περαιτέρω να επέλθει, σε βάρος της περιουσίας του, και στο ποσό, στο οποίο η αιτούσα επιδιώκει να περιορίσει την ευθύνη της, πρέπει το Δικαστήριο, να επέμβει διορθωτικά και να ορίσει ότι το κεφάλαιο περιορισμού, πρέπει να ανέλθει τουλάχιστον στο ποσό των 70.000.000 ευρώ, στο οποίο με την με αριθμό 1738/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου πιθανολογήθηκε ότι ανέρχεται η ζημία, από την ολοσχερή καταστροφή του Ν/ΘΗ ΚΑΛΛΙΣΤΩ, άλλως να κριθεί ότι το δικαίωμα της αιτούσας στην ιδιοκτησία (άρθρο 17 Σ), ενδεχομένως δε και το δικαίωμά της για συμμετοχή στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας (άρθρο 5 Σ), ασκούνται καταχρηστικά, στο μέτρο που επιδιώκει να περιορίσει της ευθύνη της, αποφεύγοντας την υπεγγυότητα της λοιπής περιουσίας της, σε ποσά υποπολλαπλάσια του μεγέθους της ζημίας, που υπαιτίως έχει προκληθεί σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από την ίδια και τους προστηθέντες της. Οι επικουρικά προβαλλόμενοι όμως ισχυρισμοί του καθ’ ου, παρίστανται μη νόμιμοι. Τούτο δε διότι, στην περίπτωση σύστασης κεφαλαίου με κατάθεση, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, το ύψος του ποσού που θα κατατεθεί εξαρτάται από τη φύση των ζημιών, υλικές βλάβες ή και σωματικές βλάβες και απώλειες ζωής. Σε αυτό το ποσό θα προστεθεί ο προβλεπόμενος από τη lex fori τόκος (στο ελληνικό δίκαιο ο νόμιμος) για την περίοδο, από την ημερομηνία του ζημιογόνου γεγονότος, έως την ημερομηνία σύστασης του κεφαλαίου (άρθρο 11 παρ. 1 εδ β’). Δεδομένου ότι ο προσδιορισμός του ποσού του κεφαλαίου προκύπτει αντικειμενικώς και ευχερώς, ως αποτέλεσμα μαθηματικών υπολογισμών, με βάσει τα άρθρα 6 και 7 της ΔΣ, δεν απαιτείται – κατά την απολύτως κρατούσα γνώμη – οποιαδήποτε παρέμβαση του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό, όταν ο δικαιούχος προβαίνει σε κατάθεση του ποσού (ΑΠ 2263/2013, ΕφΠειρ 37/2012, ΕφΠειρ 149/2005, ΜονΕφΠειρ 228/2016, δημοσίευση Νόμος). Αντιθέτως, δικαστική παρέμβαση απαιτείται, όταν ο δικαιούχος προβαίνει σε σύσταση κεφαλαίου με παροχή εγγυοδοσίας (άρθρο 11 παρ. 2 ), για να κριθεί το επαρκές ή μη αυτής, περίπτωση όμως, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, αποκλείοντας κατά τα ανωτέρω τη δυνατότητα διορθωτικής επέμβασης του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ύψος του κεφαλαίου. Η άσκηση δε του δικαιώματος περιορισμού ευθύνης, δια συστάσεως κεφαλαίου, σύμφωνα με τις επιταγές της Διεθνούς Σύμβασης, δεν συνιστά κατάχρηση κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, διότι μόνη η διαφορά μεταξύ της απαιτήσεως και του ύψους του κεφαλαίου, που προκύπτει μετά τον περιορισμό της ευθύνης, δεν καθιστά την άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ενόψει του ότι, η αιτούσα ασκεί δικαίωμα, που απορρέει από Διεθνή Σύμβαση. (ΜονΠρΠειρ 3424/1997, Ναυτικό Δίκαιο, ΕΕμπΔ 97, σελ 761 επ.)

Σύμφωνα με το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Έννομο συμφέρον, κατά την έννοια του άνω άρθρου, δυνάμενο να στηρίξει πρόσθετη παρέμβαση υπάρχει, όταν η έκβαση της δίκης μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τις έννομες σχέσεις του τρίτου, όπως όταν η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί θα αποτελέσει δεδικασμένο ή θα είναι εκτελεστή κατά του τρίτου ή θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες ως προς αυτόν ( ΟλΑΠ 17/2015,  ΑΠ 92/2017, ΑΠ 12/2013, δημοσίευση Νόμος) ή παρεπόμενες συνέπειες (ΑΠ 1260/2013, δημοσίευση Νόμος). Παρεπόμενη συνέπεια της δικαστικής απόφασης, υφίσταται όταν το ουσιαστικό δίκαιο απαιτεί την έκδοση δικαστικής απόφασης ορισμένου περιεχομένου, προκειμένου να επέλθει μία έννομη συνέπεια, καθιστά δηλαδή την δικαστική απόφαση στοιχείο του πραγματικού της σχετικής διάταξης. Άμεσο έννομο συμφέρον, το οποίο ως διαδικαστική προϋπόθεση πρέπει να υπάρχει κατά την έναρξη της δίκης και καθ’ όλη της διάρκειά της ( ΑΠ 1877/2014, δημοσίευση Νόμος, ΕφΠειρ 446/2014 αδημ, ) για την άσκηση παρέμβασης, υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία δυσμενούς νομικής υποχρεώσεως, δηλαδή όταν θα επηρεαστεί δυσμενώς η νομική θέση που παρεμβαίνοντος και δεν αρκεί  απλώς το οικονομικό συμφέρον. (Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμηνευτική και Νομολογιακή Ανάλυση εκδ 1996 υπό το άρθρο 80 σημ 14 σελ 560). Στην προκειμένη περίπτωση, υπέρ της αιτούσας, προσήλθαν και άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση οι εταιρίες: α) με  την επωνυμία «NAVEGAR – Companhia Portuguesa de Navegacao Internacional SA», που εδρεύει στη Λισσαβόνα Πορτογαλίας β) με την επωνυμία « J.T. ESSBERGER GmbH & Co KG», που εδρεύει στο Αμβούργο της Γερμανίας και γ) με την επωνυμία «ΙΝΣΚΕΙΠ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «ΓΚΕΛΛΑΤΛΥ ΜΟΡΦΥ ή C&S HELLAS SA», που εδρεύει στον Πειραιά. Oλες οι ως άνω προσθέτως παρεμβαίνουσες, με προφορική δήλωσή τους, που καταχωρήθηκε στο ακροατήριο, δήλωσαν ότι παρεμβαίνουν προσθέτως υπέρ της αιτούσας, ως έχουσες προς τούτο έννομο συμφέρον, να αποβεί η παρούσα δίκη υπέρ της (αιτούσας), καθόσον, αφενός οι συνέπειες της δήλωσης περιορισμού της ευθύνης της ιδιοκτήτριας – αιτούσας, του φερόμενου ως ζημιογόνου πλοίου …», επεκτείνεται και σε αυτές ως διαχειρίστρια, ναυλώτρια και ναυτική πράκτορας αντίστοιχα, εναντίων και των οποίων έχει εγείρει το Ελληνικό Δημόσιο αξιώσεις από την ένδικη σύγκρουση και αφετέρου, ότι συναινούν στην απόδοση στην αιτούσα της εγγυητικής επιστολής ποσού 40.000.000 ευρώ, η οποία κατατέθηκε την 10.11.2020 από την αιτούσα και τις ίδιες, ως καθ’ ων, στην ασκηθείσα αίτηση συντηρητικής κατάσχεσης του Ελληνικού Δημοσίου και εναντίον τους, στα πλαίσια χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του ανωτέρω πλοίου. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, παραδεκτά  (άρθρ 686 παρ. 6 ΚΠολΔ) και νόμιμα ασκείται από τις ανωτέρω εταιρίες, οι οποίες έχουν έννομο συμφέρον, όπως η έννοια αυτού οριοθετείται  από τη διάταξη του άρθρου 68 και 80 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης σε ήδη ανοιγείσα δίκη υπέρ τινός των διαδίκων απαιτείται μεταξύ άλλων από την δίκη αυτή να αναδύονται ανακλαστικές συνέπειες ή παρεπόμενες συνέπειες, ως προς τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, προϋπόθεση, που εν προκειμένω συντρέχει. Και τούτο διότι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 1 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου (LLMC), δικαιούχοι του δικαιώματος περιορισμού είναι ο πλοιοκτήτης, κατά την έννοια της Δ.Σ. και ο θαλάσσιος αρωγός. Αντίστοιχα, το δικαίωμα επεκτείνεται και στους προστηθέντες τους (παρ. 4), ενώ το ευεργέτημα της Δ.Σ. παρέχεται και στον ασφαλιστή, στην ίδια έκταση με τον ασφαλισμένο (παρ. 6). Η έννοια του πλοιοκτήτη στην Δ.Σ, είναι κατά πολύ ευρύτερη της αντίστοιχης εθνικής έννοιας και περιλαμβάνει ρητώς τον κύριο, το ναυλωτή (κάθε μορφής), τον εφοπλιστή και το διαχειριστή θαλασσοπλοούντος πλοίου και αυτονοήτως (έστω κι αν δεν αναφέρεται) τον πλοιοκτήτη. Τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται να περιορίσουν την ευθύνη τους, εφόσον αυτή θεμελιώνεται κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Συνέπεια της σύστασης κεφαλαίου, σύμφωνα με τη σύμβαση είναι, μεταξύ άλλων, η επέκταση της ωφέλειας από τη σύσταση κεφαλαίου στους λοιπούς δικαιούχους. Συγκεκριμένα, το κεφάλαιο που έχει συσταθεί από έναν δικαιούχο θεωρείται ότι έχει συσταθεί από όλα τα πρόσωπα, που εξομοιώνονται με αυτόν, καθώς και τους προστηθέντες τους, με βάση την ομάδα δικαιούχων του άρθρου 1 (άρθ 11 παρ. 3 και 9 παρ. 1). Έτσι, αν το κεφάλαιο συσταθεί από πρόσωπο που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 δηλαδή τον κύριο, (πλοιοκτήτη), εφοπλιστή, ναυλωτή ή διαχειριστή του πλοίου, θεωρείται ότι έχει συσταθεί και υπερ όλων των υπολοίπων της ίδιας κατηγορίας. Επιπρόσθετα, δεν ελλείπει το έννομο συμφέρον τους και αναφορικά με το αίτημα απόδοσης εγγυητικής επιστολής στην αιτούσα, η οποία κατατέθηκε στα πλαίσια ασφαλιστικών μέτρων στα οποία ήταν διάδικοι.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, συμπεριλαμβανομένων των συνταχθέντων στην αγγλική γλώσσα εγγράφων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, των φωτογραφιών που αφορούν την υπόθεση, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ. 1γ, 445, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), καθώς και των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας (μαρτυρικές καταθέσεις), που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), τους ισχυρισμούς που περιέχονται στα σημειώματα, που κατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 27.10.2020 και περί ώρα 7.30 πμ στη θαλάσσια περιοχή νότια της νήσου Ψυττάλειας, το εμπορικό φορτηγό πλοίο ιδιοκτησίας της αιτούσας υπό σημαία Πορτογαλίας …», νηολογίου Madeira υπ’ αριθμ. TEMP260M, ολικής χωρητικότητας 50.736 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 28.350 κόρων, με Δ.Δ.Σ.  CQGO και αριθμό ΙΜΟ 9294408, συγκρούστηκε με το υπό ελληνική σημαία Ν/ΘΗ πλοίο «ΚΑΛΛΙΣΤΩ» του Πολεμικού Ναυτικού, με … κυριότητας του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα να αποκοπεί και να βυθιστεί τμήμα της πρύμνης του πολεμικού πλοίου, να τραυματιστούν ελαφρά δύο μέλη του πληρώματός του και να προκληθεί μικρής έκτασης θαλάσσια ρύπανση. Κατά της αιτούσας και των παρεμβαινόντων υπέρ της εταιριών, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 30.10.2020 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 8493/1856/2020) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε να διαταχθεί, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας υπόθεσης, η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου …», μέχρι του ποσού των 120.000.000 ευρώ, άλλως ισόποση εγγυοδοσία και η απαγόρευση μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης αυτού, περαιτέρω δε ζήτησε την έκδοση προσωρινής διαταγής απαγόρευσης απόπλου του πλοίου από τον λιμένα Πειραιά, καθώς και απαγόρευσης κάθε νομικής και πραγματικής μεταβολής του, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Με την από 30.10.2020 προσωρινή διαταγή του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, απαγορεύθηκε προσωρινά ο απόπλους και η μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης του πλοίου, ορίστηκε δε, ότι η ως άνω προσωρινή διαταγή ανακαλείται αυτοδίκαια με την κατάθεση, από τις εκεί καθ’ ων εταιρίες, στον Γραμματέα του Δικαστηρίου, εγγυητικής επιστολής Τραπέζης αξιόχρεης στην Ελλάδα, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 40.000.000 ευρώ. Ακολούθως, και κατόπιν απόρριψης αίτησης μεταρρύθμισης της χορηγηθείσας προσωρινής διαταγής, κατατέθηκε στις 10.11.2020 από την αιτούσα και τις προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσες εταιρίες, στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά η υπ’ αριθμ… εγγυητική επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., ποσού 40.000.000 ευρώ με λήπτη το Ελληνικό Δημόσιο, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμ. 9/10.11.2020 έκθεσης κατάθεσης εγγυητικής επιστολής, οπότε και ήρθη αυτοδικαίως η επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου. Επί της ανωτέρω αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης, εκδόθηκε η με αριθμό 1738/28.12.2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ως προς τις προσθέτως παρεμβαίνουσες εταιρίες, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την αιτούσα, διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση του υπό σημαία Πορτογαλίας φορτηγού (C/V) πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων …», (νηολογίου λιμένος Μαδέιρα με αριθμό νηολογήσεως ΤΕΜΡ260Μ, ΙΜΟ 9294408, χωρητικότητας 28350 κ.κ.χ., 50736 κ.ο.χ., εκτοπίσματος 85372 τ., ολικού μήκους 265,84 μ. και πλάτους 37,30 μ.) μέχρι του χρηματικού ποσού των 70.000.000 ευρώ, με την ευχέρεια να ματαιωθεί ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικατασταθεί η διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση, με το μέτρο της εγγυοδοσίας, δια της καταθέσεως στο Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας στην Ελλάδα, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ποσού 70.000.000 ευρώ. Ακολούθως, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 7.1.2021 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 54/2021) αγωγή του κατά της αιτούσας, της παρεμβαίνουσας εταιρίας με την επωνυμία «NAVEGAR – Companhia Portuguesa de Navegacao Internacional SA», της παρεμβαίνουσας εταιρίας με την επωνυμία «John T. Essberger GmbH & Co KG» και του πλοιάρχου Mariusz PLESKACZ του Stanislaw, ζητώντας να υποχρεωθούν, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, νομιμοτόκως από την επίδοσης της αγωγής (την 7.1.2021, βλ. τις με αριθμ. 3742Β, 3744Β και 3748Β εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς Θεόδωρου Λυκοτραφίτη), το ποσό των 70.000.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την ολοσχερή καταστροφή του Ν/ΘΗ ΚΑΛΛΙΣΤΩ και το ποσό των 5.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, επιφυλασσόμενο ρητά, ως προς την αναζήτηση οποιουδήποτε άλλου ποσού, για την αποκατάσταση τυχόν άλλης ζημίας συνδεόμενης αιτιωδώς με την επισυμβάσα σύγκρουση, που έχει υποστεί (πχ. έξοδα ρυμούλκησης, ναυαγιαίρεσης κλπ). Την επομένη άσκησης της κύριας αγωγής, η αιτούσα υπέβαλε την υπό κρίση δήλωση περιορισμού της ευθύνης της, «υπέρ εκείνων που θα καταταγούν στον πίνακα τελικής διανομής, συντεταγμένο από διορισθησόμενο από το Πρωτοδικείο Πειραιά Δικαστή» από την ανωτέρω αιτία, με κατάθεση του από 8.1.2021 με αριθμό 133162 Γραμματίου Συστάσεως Χρηματικής Παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 33.250.000 ευρώ, στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, για την οποία συνετάγη η με αριθμό 1/8.1.2021 πράξη κατάθεσης και ακολούθως αιτήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, να καθοριστεί το κεφάλαιο στο ποσό των 33.081.539,85 ευρώ, άλλως των 33.221.039,49 ευρώ. Στο ως άνω γραμμάτιο συστάσεως χρηματικής παρακαταθήκης αναφέρεται ρητά ότι «η απόδοση θα γίνει: α) σε περίπτωση αποδοχής από το Δικαστήριο της δήλωσης περιορισμού της ευθύνης της καταθέτριας με τη διαδικασία και τις διατάξεις της ανωτέρω σύμβασης και του ΚΙΝΔ, δηλαδή με προσκόμιση στο Τ.Π.Δ. του συνταχθησομένου από τον διορισθησόμενο από το Πρωτοδικείο Πειραιά εισηγητή Δικαστή πίνακα τελικής διανομής και εντολή του διορισθησόμενου εκκαθαριστή ή β) στην καταθέτρια σε περίπτωση απόρριψης της δήλωσης του περιορισμού ευθύνης με τελεσίδικη δικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία θα κρίνεται μη νόμιμος και μη ισχυρός ο περιορισμός του κεφαλαίου ευθύνης και η οποία θα διαβιβαστεί υπηρεσιακά από το Δικαστήριο μαζί με το παρόν». Συνακόλουθα των ανωτέρω, η ευθύνη της αιτούσας περιορίζεται κατ’ άρθρο 6 παρ. 1β σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Διεθνούς Συμβάσεως, στο ποσό των 27.815.408 Ειδικών Τραβηχτικών Δικαιωμάτων -Ε.Τ.Δ. (special drawing rights – SDR), που αναλύεται ως εξής: 1.510.000 Ε.Τ.Δ. για τους πρώτους 2.000 κόρους της χωρητικότητας του πλοίου, πλέον 16.912.000 Ε.Τ.Δ. για κάθε κόρο για το τμήμα από 2.001 – 30.000 κόρους (28.000 κόρους Χ604), πλέον 9.393.408 Ε.Τ.Δ. για κάθε κόρο για το τμήμα από 30.001-50.736 κόρους (20.736 κόροι Χ 453). Ο νόμιμος τόκος του ποσού αυτού από την ημερομηνία της ένδικης σύγκρουσης έως τη σύσταση του κεφαλαίου (27.10.2020 έως 8.1.2021) ανέρχεται σύμφωνα με το νόμιμο επιτόκιο σε 402.342,20 Ε.Τ.Δ. Η ισοτιμία του Ε.Τ.Δ. και ευρώ κατά την ημερομηνία συστάσεως του κεφαλαίου (8.1.2021) ήταν ένα Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα ισάξιο με 1,177310 ευρώ, σύμφωνα με την με ίδια ημερομηνία βεβαίωση της Τράπεζας της Ελλάδος και συνεπώς τα 27.815.408 + 402.342,20 και συνολικά 28.217.750,20 Ε.Τ.Δ. ισοδυναμούσαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία με 33.221.039,49 ευρώ (28.217.750,20 Χ 1,177310), οπότε το συνολικό ποσό του κατ’ άρθρο 11 της ΔΣ κεφαλαίου ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό των 33.221.039,49 ευρώ, περιλαμβανομένων των προβλεπόμενων από τη lex fori τόκων (στο ελληνικό δίκαιο ο νόμιμος), με βάση, το επιτόκιο για οφειλές σε ευρώ. Η ως άνω δημόσια κατάθεση με τη σύσταση παρακαταθήκης καλύπτει το προαναφερόμενο και δεδομένο από τη σύμβαση ποσό του κεφαλαίου περιορισμού προς εξασφάλιση κάθε δανειστή, που μπορεί να ασκήσει αξίωση από την επισυμβάσα σύγκρουση. Η δηλούσα – αιτούσα, με τον ανωτέρω τρόπο της κατάθεσης κεφαλαίου, συνέστησε κεφάλαιο περιορισμού της ευθύνης της σύννομα. Η μεταγενέστερη της σύστασης του κεφαλαίου, από 14.1.2021, καταρτισθείσα στο Αμβούργο της Γερμανίας, σύμβαση εκχωρήσεως (Deed of Assigment) μεταξύ της αιτούσας, ως εκχωρήτριας και της εταιρίας με την επωνυμία UK P&I Club N.V., που εδρεύει στο Ρότερνταμ Ολλανδίας, ως εκδοχέα, σύμφωνα με την οποία, όπως προκύπτει από την αναγγελία αυτής στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, «…εκχώρησε και μεταβίβασε προς την εκδοχέα όλα τα έναντι του Τ.Π.Δ. δικαιώματα και όλες τις κατά του Τ.Π.Δ αξιώσεις της, είτε παρούσες, είτε μέλλουσες, είτε υπό αίρεση, μέχρι του ποσού των 33.250.000 ευρώ, περιλαμβανομένου κάθε δικαιώματος και αξιώσεώς της ως καταθέτριας για απόδοση, επιστροφή ή άλλως πως είσπραξη από το Τ.Π.Δ. του ανωτέρω ποσού που κατέθεσε δημοσίως την 8.1.2021, ή οποιουδήποτε μέρους του ποσού αυτού, στην οποία απόδοση, επιστροφή ή είσπραξη η αιτούσα δικαιούται ή θα δικαιούται στο μέλλον κατά νόμο ή κατά τους όρους της παρακαταθήκης», ουδεμία έννομη συνέπεια ασκεί στο σύννομο της σύστασης του κεφαλαίου. Τούτο δε διότι, το κεφάλαιο που συνιστάται και από τη στιγμή της σύστασής του, κατά τα ανωτέρω, αποτελεί χωριστή περιουσία σκοπού, υπέρ τρίτων, η οποία διατίθεται μόνο για την ικανοποίηση απαιτήσεων, για τις οποίες μπορεί να γίνει περιορισμός της ευθύνης, εφόσον αυτές προέκυψαν από το ίδιο περιστατικό. Η υπό κρίση συσταθείσα χρηματική παρακαταθήκη, υπάγεται στην κατηγορία των δικαστικών παρακαταθηκών και αποτελεί δημόσια κατάθεση υπό αναβλητική αίρεση, ήτοι από την έκδοση δικαστικής απόφασης. Η μεταγενέστερη εξασφαλιστική εκχώρηση των υπό αίρεση δικαιωμάτων και αξιώσεών της, ανάληψης μέρους ή όλου του ποσού, κατόπιν έκδοσης δικαστικής απόφασης, συνιστά μεταβίβαση στον εκδοχέα τόσο των προνομίων, με τα οποία η απαίτηση ήταν τυχόν εξοπλισμένη (ΑΚ 558), όσο και τα μειονεκτήματα, με τα οποία ήταν βεβαρημένη, τα οποία διατηρούνται ακέραια (ΑΚ 463). Η ανωτέρω εκχώρηση, ασκεί έννομη επιρροή, μόνο στο υποβληθέν από την αιτούσα αίτημα απόδοσης σε αυτήν του, υπερβάλλοντος του κεφαλαίου, ποσού που έχει κατατεθεί  ύψους 28.960,60 ευρώ (33.250.000 – 33.221.039,49), όπως και του αιτήματος απόδοσης από το ποσό αυτό των εξόδων της διαδικασίας εκκαθάρισης, δεδομένου ότι δικαιούμενος προεχόντως, και μάλιστα αποκλειστικά πλέον αυτός, να το εισπράξει, είναι ο εκδοχέας, αφού, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460 και 461 ΑΚ, μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς τον εκχωρητή, απορριπτομένων των σχετικών αιτημάτων, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας. Επισημαίνεται, ότι πέραν της αναγγελίας, που προσκομίζεται από το καθ’ ου, η αιτούσα δεν προσκομίζει την ανωτέρω σύμβαση εκχώρησης, προκειμένου να πιθανολογηθεί, εάν ο ανωτέρω ισχύων κανόνας, περί αποκοπής με την αναγγελία της εκχωρήσεως στον οφειλέτη κάθε νομικού δεσμού αυτού προς τον εκχωρητή, παρίσταται εντελώς ξένος προς το αληθινό συμφέρον των μερών. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του καθ’ ου ότι η αιτούσα δεν έχει το δικαίωμα του περιορισμού της ευθύνης της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 της ίδιας Σύμβασης, κατά την οποία το ευθυνόμενο πρόσωπο δεν δικαιούται να περιορίσει την ευθύνη του αν αποδειχθεί ότι η απώλεια προήλθε από πράξη ή παράλειψη, που έγινε με πρόθεση «και επέδειξε αδιαφορία με γνώση ότι μια τέτοια απώλεια θα επακολουθήσει πιθανά», δεν είναι βάσιμος γιατί, στην προκειμένη περίπτωση, δεν πιθανολογήθηκε ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι της αιτούσας, και μάλιστα οι ίδιοι προσωπικά, ανεξάρτητα από τυχόν προσωπικό πταίσμα των βοηθητικών τους προσώπων, προστηθέντων τους, πλοίαρχου και πληρώματος του πλοίου (Α. Κιάντου – Παμπούκη Ναυτικό Δίκαιο παρ. 86, όπου και παραπέρα παραπομπές), επέδειξαν αδιαφορία με γνώση, ότι θα επακολουθήσει πιθανά η ένδικη ζημιά του καθ’ ου, δηλαδή, ότι η τελευταία οφείλεται σε συμπεριφορά τους, που συνιστά ιδιόρρυθμο πταίσμα, που δεν συμπίπτει με την έννοια του πταίσματος του κοινού δικαίου, αλλά προσομοιάζει, μάλιστα, με το δόλο και τη βαριά (ενσυνείδητη) αμέλεια (Θ. Λιακόπουλου Ο περιορισμός της ευθύνης για ναυτικές απαιτήσεις κατά τη Σύμβαση του Λονδίνου, ΔΕΕ 1997.658). Ειδικότερα, δεν πιθανολογήθηκε, αλλά ούτε το καθ’ ου εισέφερε ισχυρισμούς και στοιχεία ικανά να προσδώσουν στους νομίμους εκπροσώπους της αιτούσας (πέραν της πιθανολογούμενης υπαιτιότητας του πλοιάρχου στην ένδικη σύγκρουση), συμπεριφορά, που να αποκλίνει σοβαρά από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, που ανήκει στον ίδιο επαγγελματικό ή επιχειρηματικό κύκλο, δείχνει μια περιφρόνηση προς τα αγαθά των άλλων, τα οποία τίθενται σε κίνδυνο εξαιτίας του, αλλά ούτε και γνώση αυτών (πρόβλεψη) της πιθανής επέλευσης της ζημίας, που συντρέχει όταν ο δράστης γνωρίζει, δηλαδή προβλέπει την πιθανότητα επέλευσης της συγκεκριμένης ζημίας, χωρίς περαιτέρω να ενδιαφέρει αν αυτός αποδέχεται ή όχι το πιθανολογούμενο επιζήμιο αποτέλεσμα. Άλλωστε, η αιτούσα κατά την στελέχωση του πλοίου της έλαβε κάθε μέριμνα, προκειμένου, τόσο ο πλοίαρχος αυτού, όσο και το πλήρωμα, να κατέχουν τις απαραίτητες πιστοποιήσεις εκπαίδευσης και γνώσης ασφάλειας του πλοίου, καθώς και να είναι αξιόπλοο, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα από την αιτούσα σε ακριβή μετάφραση στην ελληνική γλώσσα πιστοποιητικά και συγκεκριμένα το με αριθμ. 2053063/27.11.2019 Πιστοποιητικό Κλάσης και Νηογνώμονος, το με αριθμ. UMS-18149-003908-1145/2020 Πιστοποιητικό Πλοιάρχου για πλοία άνω των 3.000 κόρων, το με αριθμ. UMS-75436-003908-6467/2016 Πιστοποιητικό Ικανότητας Αξιωματικού Ασφαλείας Πλοίου, το με αριθμ. UMS-1350-003908-9094/2013 Πιστοποιητικό Εκπαίδευσης στη Γνώση Ασφάλειας Πλοίου, τις με αριθμ. PT2020ORBE003535601/30/9/2020 και 96180760/31.1.2028 θεωρήσεις (ειδικότητας πλοιάρχου και χειριστή ραδιοεπικοινωνιών GMDSS), αναφορικά με τον Πλοίαρχο Mariusz Pleskacz, το με αριθμ. UMS-18149-026881-1311/2019 Πιστοποιητικό Πλοιάρχου, για πλοία άνω των 3.000 κόρων, το με αριθμό UMS-75436-026881-1269/2015 Πιστοποιητικό Ικανότητας Αξιωματικού Ασφαλείας Πλοίου, το με αριθμ. UMS-1350-026881-14592/2016 Πιστοποιητικό Εκπαίδευσης στη Γνώση Ασφάλειας Πλοίου, τις με αριθμ. PT2020ORBE003528601/29/9/2020 και PT2020ORBE003528701/29/9/2020 θεωρήσεις (ειδικότητας πλοιάρχου και χειριστή ραδιοεπικοινωνιών GMDSS), αναφορικά με την αξιωματικό Joanna Koczyk, καθώς και το πιστοποιητικό του ειδικευμένου ναυτικού καταστρώματος Renato Porras Parcon. Συνεπώς, δεν πιθανολογήθηκαν οι υπό του νόμου τασσόμενες προϋποθέσεις για την άρση του ευεργετήματος του περιορισμού ευθύνης, του οποίου έκανε χρήση η αιτούσα με τη σύσταση χρηματικού κεφαλαίου, συμφώνως προς τα προλεχθέντα, ήτοι ότι δια των νομίμων εκπροσώπων της αυτή κατέτεινε με πρόθεση στην πρόκληση της ζημίας, δηλαδή επιδίωξε την πρόκληση αυτής ή ότι επέδειξε αδιαφορία και είχε επίγνωση της πιθανής επέλευσης της ζημίας. Ακολούθως, οι συνέπειες της σύστασης του κεφαλαίου προκύπτουν από τις διατάξεις των άρθρων 11 και ιδίως 13 της Δ.Σ. (LLMC) και συνοψίζονται στις εξής βασικές αρχές: επέκταση της ωφέλειας από τη σύσταση κεφαλαίου στους λοιπούς δικαιούχους, απαγόρευση ατομικών διώξεων, υποχρεωτική ή δυνητική αποδέσμευση κατασχεθέντων πλοίων ή λοιπών περιουσιακών στοιχείων των δικαιούχων του περιορισμού, αδρανοποίηση ναυτικών προνομίων. Για την αποδέσμευση κάθε πλοίου, ασφάλειας ή άλλου περιουσιακού στοιχείου που έχει κατασχεθεί ή δεσμευτεί εφόσον έχει συσταθεί κεφάλαιο, αρκεί η επίμαχη απαίτηση να είναι περιορίσιμη. Η ίδια η σύμβαση ορίζει πότε η αποδέσμευση είναι υποχρεωτική και πότε δυνητική για το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει να την διατάξει εάν το κεφάλαιο έχει συσταθεί α) στον λιμένα που έλαβε χώρα το συμβάν ή εάν έλαβε χώρα εκτός αυτού, στον πρώτο λιμένα κατάπλου μετά το συμβάν ή β) στον λιμένα αποβίβασης σχετικά με απαιτήσεις για απώλεια ζωής ή σωματικές βλάβες, ή γ) στον λιμένα εκφόρτωσης σχετικά με ζημίες φορτίου ή δ) στο Κράτος που έγινε η κατάσχεση. Σε κάθε άλλη περίπτωση υφίσταται ευχέρεια αποδέσμευσης. Στην υπό κρίση περίπτωση, η διαταχθείσα, με την με αριθμό 1738/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, συντηρητική κατάσχεση στο πλοίο ιδιοκτησίας της αιτούσας, ουδέποτε επιβλήθηκε, καθόσον η προσωρινή διαταγή απαγόρευσης απόπλου του πλοίου ανακλήθηκε αυτοδικαίως με την κατάθεση εγγυητικής επιστολής ποσού 40.000.000 ευρώ, οπότε και το πλοίο απέπλευσε από το λιμάνι του Πειραιά. Εξάλλου, για να συντελεστεί η κατάσχεση πλοίου, σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση του 1952, απαιτείται αλλά και αρκεί να δεσμευτεί αυτό υλικά, ενώ σύμφωνα με τον ΚΠολΔ, η συντηρητική κατάσχεση του πλοίου συνεπάγεται όχι μόνο την υλική, αλλά και τη νομική του δέσμευση. Εν προκειμένω, δεν έχει υλοποιηθεί η κατάσχεση υπό την έννοια της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 13 της Διεθνούς Σύμβασης, σύμφωνα με την οποία απαιτείται το πλοίο να έχει κατασχεθεί συντηρητικά ή αναγκαστικά, αφού το πλοίο απέπλευσε πριν την έκδοση της απόφασης που διέταξε την συντηρητική του κατάσχεση, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η υλική του δέσμευση. Δεν συντρέχει όμως και η περίπτωση α’ της παρ. 2, διότι αφενός το ατύχημα δεν έλαβε χώρα στο λιμάνι Πειραιά, αφετέρου δε ο Πειραιάς δεν είναι το πρώτο λιμάνι κατάπλου, μετά το συμβάν, αφού ως τέτοιο νοείται το λιμάνι όπου καταπλέει εκουσίως το πλοίο και όχι κατόπιν εντολής διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Επομένως, παρότι η κατά τα ανωτέρω σύσταση του κεφαλαίου έχει γίνει συννόμως, η αποδέσμευση, παρίσταται για το Δικαστήριο δυνητική. Δεδομένου μάλιστα ότι, η παρούσα οριστική απόφαση υπόκειται σε έφεση, διότι εν προκειμένω δεν πρόκειται για κατά κυριολεξία λήψη ασφαλιστικών μέτρων, η διαταχθείσα, με την με αριθμ 1738/2020 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, συντηρητική κατάσχεση του πλοίου ιδιοκτησίας της αιτούσας, δεν έχει επιβληθεί και το κεφάλαιο περιορισμού σε περίπτωση τελεσίδικης απόρριψης της δήλωσης περιορισμού ευθύνης, έχει ήδη εκχωρηθεί κατά τα ανωτέρω, η κατατεθείσα την 10.11.2020 με αριθμ… εγγυητική επιστολή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ ποσού 40.000.000 ευρώ, λόγω του απόπλου του πλοίου από το λιμάνι του Πειραιά, παραμένει η μοναδική εξασφάλιση του καθ’ ου, η δε αποδέσμευση όλων των ασφαλειών, ενέχει τον κίνδυνο αδυναμίας ικανοποίησής του όταν, σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, διαπιστωθεί ενδεχομένως, ότι συντρέχουν λόγοι απώλειας του περιορισμού. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι στο παρόν στάδιο δεν συντρέχει λόγος αποδέσμευσης οποιασδήποτε ασφάλειας έχει παρασχεθεί και συνεπώς, τα στηριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 2 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου αιτήματα ανάκλησης της ως άνω απόφασης με αριθμό 1738/2020 (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και απόδοσης της με αριθμ… εγγυητικής επιστολής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ, ποσού 40.000.000 ευρώ με λήπτη το Ελληνικό Δημόσιο, συνταχθείσας σχετικά της με αριθμ. 9/10.11.2020 έκθεσης κατάθεσης, ελλείψει κατάφασης των τιθέμενων από τον νόμο προϋποθέσεων στο παρόν διαδικαστικό στάδιο, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους. Συνακόλουθα των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να γίνει δεκτή η δήλωση κατά το επικουρικό της αίτημα, να οριστεί Εισηγητής Δικαστής (ΜονΕφΠειρ 228/2016, δημοσίευση Νόμος) και Εκκαθαριστής το προτεινόμενο στην ένδικη αίτηση πρόσωπο, καθόσον το καθ’ ου δεν προέβαλε αντίρρηση και να καθοριστεί το προκαταβλητέο από τη δηλούσα ποσό για τα έξοδα της διαδικασίας κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος πρέπει να συμψηφιστούν τα μεταξύ των διαδίκων δικαστικά έξοδα, ως εκ του ότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής ( 179 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και τις προφορικώς ασκηθείσες πρόσθετες, υπέρ της αιτούσας, παρεμβάσεις.
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
  • ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αίτηση και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.
  • ΔΕΧΕΤΑΙ τη δήλωση περιορισμού της ευθύνης της δηλούσας από την σύγκρουση του υπό …, ολικής χωρητικότητας 50.736 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 28.350 κόρων, με … του Πολεμικού Ναυτικού, που έλαβε χώρα την 27.10.2020, στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της νήσου Ψυττάλειας, για ποσό κεφαλαίου περιορισμού τριάντα τριών εκατομμυρίων διακοσίων είκοσι ενός χιλιάδων τριάντα εννέα ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (33.221.039,49), για το οποίο κατατέθηκε το από 8.1.2021 με αριθμό … του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, ποσού 33.250.000 ευρώ, στον Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς και συνετάγη η με αριθμό 1/8.1.2021 πράξη κατάθεσης.
  • ΟΡΙΖΕΙ Εισηγητή Δικαστή τον Εισηγητή Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς ή τον νόμιμο αναπληρωτή του.
  • ΟΡΙΖΕΙ Εκκαθαριστεί τον Δικηγόρο Πειραιώς Βασίλειο Βερνίκο του Εμμανουήλ, κάτοικο Πειραιώς (Σκουζέ 6 – τηλ. 210 417 5072)
  • ΟΡΙΖΕΙ ως προκαταβλητέο από τη δηλούσα στον Εκκαθαριστή για τα έξοδα της διαδικασίας το ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ.
  • ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την κοινοποίηση της παρούσας στους προαναφερόμενους Εισηγητή και Εκκαθαριστή, με την επιμέλεια του Γραμματέα

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 5 Απριλίου 2021.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)