Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    428/2021

(Αριθ. καταθ. 1303/311/2021)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Ρογκάτσιου.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία … η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε. 2) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία …, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-3-2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 1303/311/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Από τις υπ’ αριθ. … της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιώς …, που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης, με την πράξη προσδιορισμού δικασίμου αυτής προς συζήτηση, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις καθ’ ων η αίτηση, ειδικότερα δε αναφορικά με την πρώτη των καθ’ ων επιδόθηκε στον αντίκλητο που αναγράφεται στην πράξη νηολογήσεως του πλοίου αυτής, αναφορικά δε με τη δεύτερη εξ αυτών επιδόθηκε στην πραγματική έδρα αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 122 παρ. 1, 123, 129 παρ. 1, 686 παρ. 2 ΚΠολΔ και 2 ΚΙΝΔ (ΑΠ 254/2019 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 1005/1981 ΕΝΔ, ΜΠρΠειρ 1241/1989 ΕΝΑΥΤΔ/1989.448). Έλαβαν, έτσι, γνώση οι καθ’ ων τόσο του δικογράφου της ένδικης αιτήσεως όσο και της δικασίμου, κατά την οποία, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τον Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου δημοσίως στο ακροατήριό του από τη σειρά του οικείου εκθέματος, δεν εμφανίσθηκαν και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Επομένως πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), αλλά η διαδικασία θα προχωρήσει όπως αν ήταν και αυτές παρούσες, διότι πρόκειται περί υποθέσεως ασφαλιστικών μέτρων και δεν ισχύει το κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, συνδεόμενο με την ερημοδικία του καθ’ ου, τεκμήριο περί ομολογίας της αιτήσεως.

Ναυτικός πράκτορας είναι ο ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος αναλαμβάνει κατ’ επάγγελμα τη διενέργεια εργασιών πρακτορείας, που είναι σχετικές με τη θαλάσσια αποστολή. Ειδικότερα, αυτός αναλαμβάνει τη διαχείριση του πλοίου ή του φορτίου, τη διενέργεια διοικητικών διατυπώσεων (λιμενικών, τελωνειακών και υγειονομικών), που είναι απαραίτητες για το απόπλου και τον κατάπλου του πλοίου από το λιμάνι, τη ναυλοχία, την παράδοση του φορτίου για φόρτωση, την παραλαβή του κατά την εκφόρτωση και τη παράδοσή του φορτίου στους παραλήπτες. Ακόμη αυτός διαλαμβάνει τη διενέργεια επισκευών τη σύναψη δανείων και ναυλώσεων, τη σύναψη επιθαλάσσιας αρωγής, την εξεύρεση προσώπων για ναυτολόγηση, την ναυτολόγηση, την εξυπηρέτηση επιβατών. κ.ά.(βλ. Ν. Δελούκα. Ναυτικό δίκαιο έκδοση 2η, παρ. 161 σελ. 24 επ., Αλίκη Κιάντου Παμπούκη Ναυτικό δίκαιο έτος 1985, παρ. 62 επ. σελ. 174 επ., της ίδιας μελέτης στην ΕΝΔ 15.1). Τέλος, ο ναυτικός πράκτορας, για την εκτέλεση των καθηκόντων του, δικαιούται αμοιβής, η οποία καθορίζεται στη σύμβαση, στο νόμο, σε συλλογικές συμβάσεις ή στην εμπορική συνήθεια, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την εκτέλεση αυτών (βλ. Ν. Δελούκα, ό.π. παρ. 162, 165 σελ. 243 επ., 349 και Αλίκη Κιάντου Παμπούκη ό.π.), με τη σημείωση ότι η σχέση που συνδέει το ναυτικό πράκτορα με τον πλοιοκτήτη (ή τον εφοπλιστή) είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου, καθ’ όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του τελευταίου (απόδοση λογαριασμών κλπ.) και του εκμισθωτή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή εργολάβου, καθ’ όσον αφορά στην αμοιβή του και ως εκ τούτου στη σύμβαση ναυτικής πρακτορείας εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις για την εντολή και τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου, ενώ ανάλογη εφαρμογή δύνανται να έχουν και οι διατάξεις για την εμπορική αντιπροσωπία (ΕφΠειρ 220/1997 ΝομΝαυτΤμΕφΠειρ 1996 – 1997, σ. 556 επ., ΜονΠρωτΠειρ 2499/2003 ΕΝΔ 31 183).Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι παράγεται μια πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί, ακόμη και σιωπηρά, χωρίς να υπόκειται σε συστατικό τύπο (ούτε όταν η μεταξύ του οφειλέτη και του αναδοχέα αιτία απαιτεί τύπο), είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη δε του αναδοχέα (υποσχεθέντος) έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται παθητική ενοχή εις ολόκληρον (αρθρ. 481 επ. ΑΚ), με συνέπεια ο δανειστής να δικαιούται να εναγάγει οποιονδήποτε των συνοφειλετών ή όλους μαζί ή συγχρόνως ή διαδοχικά για το σύνολο ή για μέρος της παροχής (βλ. ΟλΑΠ 176/1976 ΝοΒ 24.706, ΑΠ 1657/1986 ΕΕΝ 54.612, ΑΠ 1850/2009 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1763/2007 ΝοΒ 2008.701, ΕφΘεσ 20/2006 Αρμ. 2006.383, ΕφΘεσ 1420/2001 Αρμ 55.1333, ΕφΠειρ 178/2004, ΠειρΝ 2004).

Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή της, ότι διατηρεί απαίτηση κατά της πρώτης των καθ’ ων, πλοιοκτήτριας του υπό …, που αφορά την καταβολή ποσού ύψους 36.452,78 δολαρίων Η.Π.Α. άλλως του σε ευρώ ισόποσου με βάση την ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α. – ευρώ κατά το χρόνο της σύνταξης της ένδικης αίτησης (30.582,47 ευρώ), για υπόλοιπο αμοιβής από διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής πρακτορείας που συνήφθησαν μεταξύ αυτής και της δεύτερης των καθ’ ων – διαχειρίστριας του ανωτέρω πλοίου, ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εξ αυτών. Περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί την ίδια ως άνω απαίτηση και σε βάρος της δεύτερης των καθ’ ων, ενεχόμενης αυτής εις ολόκληρον μετά της πρώτης εξ’ αυτών, στο πλαίσιο σωρευτικής αναδοχής χρέους που συνήφθη ατύπως μεταξύ της ανωτέρω καθ’ ης – διαχειρίστριας και της αιτούσας, άλλως και σε επικουρική βάση ότι η δεύτερη καθ’ ης συμβλήθηκε επ’ ονόματί της στις ένδικες συμβάσεις πρακτορείας, με αποτέλεσμα να υπέχει η ίδια συμβατική ευθύνη εκ των τελευταίων. Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί, προς εξασφάλιση της απαίτησής της να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση, μέχρι του ποσού των 40.000 ευρώ, κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων είτε στα χέρια τους είτε στα χέρια τρίτων, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διατηρουμένων σε ελληνικά ή εγκατεστημένα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα – τράπεζες τραπεζικών λογαριασμών καθώς και του ανωτέρω πλοίου της πρώτης των καθ’ ων. Τέλος, η αιτούσα ζητεί να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2 και 683 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1, παρ.2, παρ. 3 και παρ.5 του ν.2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου. Συνακόλουθα, ενόψει της πραγματικής έδρας των καθ’ ων εταιριών στην Ελλάδα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ.1 ΚΠολΔ, 4, 35 και 63 παρ. 1 του Κανονισμού της ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987, ΕλλΔνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς τις ιστορούμενες από την αιτούσα συμβάσεις ναυτικής πρακτόρευσης, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής την 17η-12-2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (ν. 1792/1988), ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η ένδικη σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα, ανατρεπομένων των τεκμηρίων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4, δεδομένου ότι αμφότερες οι καθ’ ων έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα, το πλοίο της πρώτης εξ αυτών έχει ελληνική σημαία, η δε συμβάσεις ναυτικής πρακτόρευσης καταρτίσθηκαν στην Ελλάδα (για τη δυνατότητα ανατροπής των μαχητών τεκμηρίων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 από τη ρήτρα διαφυγής της παραγράφου 3, με την οποία καθιερώνεται και στον ανωτέρω Κανονισμό της αρχή της στενότερης σύνδεσης βλ. Α. Αιμιλιανίδη «Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι», 2009, παρ. 6.2). Σε κάθε δε περίπτωση, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλείται η αιτούσα και δεν αντιλέγουν οι καθ’ ων λόγω της ερημοδικίας τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του (πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕµπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, Δ. Ευρυγένη, Αρµ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066). Εξάλλου, το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της πρώτης των καθ’ ων πλοιοκτήτριας από την δεύτερη εξ αυτών διαχειρίστρια του πλοίου κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πρακτόρευσης, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη Ι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). β) Αναφορικά με την επικαλούμενη από την αιτούσα εις ολόκληρον ευθύνη της δεύτερης των καθ’ ων λόγω σωρευτικής αναδοχής χρέους (σημειωτέον ότι η σωρευτική αναδοχή χρέους έχει τη δική της lex contractus, που δεν εμπίπτει κατ’ ανάγκη με αυτή της βασικής έννομης σχέσης – Σπ. Βρέλλη Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σελ. 217), εφαρμοστέο δίκαιο είναι επίσης το ελληνικό, κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του ανωτέρω Κανονισμού, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η ένδικη σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα, ανατρεπομένων των τεκμηρίων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4. Και τούτο διότι η δεύτερη των καθ’ ων εδρεύει στην Ελλάδα, η σωρευτική αναδοχή χρέους αφορά οφειλή από σύμβαση πρακτόρευσης που, κατά τα προαναφερθέντα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, η δε ένδικη σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους καταρτίσθηκε στην Ελλάδα. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, καθ’ ο δε μέρος αφορά στη συντηρητική κατάσχεση του επίδικου πλοίου, στηριζόμενη και στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. ια’, 2, 8 του ΝΔ 4570/1966 (κύρωση της από 10-5-1952 Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών για τη συντηρητική κατάσχεση πλοίων), δεδομένου ότι η ως άνω Διεθνής Σύμβαση εφαρμόζεται επί διαφορών με στοιχεία αλλοδαπότητας, ακόμα και επί πλοίων που φέρουν ελληνική σημαία (ΜΠΠειρ 3522/1984 ΕΝΔ 13.44, ΜΠΠειρ 1057/1985 ΕΝΔ 14.209, Ι. Κοροτζή Ναυτικό Δίκαιο, τομ. ΙΙΙ, σελ. 162-163) σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 361, 471, 477, 481, 648 επ., 713 επ., 721, 722 ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από τα έγγραφα που η αιτούσα προσκόμισε, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα εταιρία δραστηριοποιείται στον κλάδο της ναυτικής πρακτορείας και στην παροχή πρακτορικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια κατάπλου και παραμονής πλοίων σε διάφορους λιμένες της Κορέας καθώς και απόπλου από αυτούς. Η πρώτη των καθ’ ων τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό … ΚΟΧ 40.597, ΚΚΧ 26.220), ενώ η δεύτερη εξ αυτών εμφανίζεται ως διαχειρίστρια του ανωτέρω πλοίου. Στο πλαίσιο της ανωτέρω δραστηριότητάς της, η ως άνω καθ’ ης ενεργούσα για λογαριασμό της πρώτης των καθ’ ων, ζήτησε στις 3-1-2020 από την αιτούσα να παράσχει υπηρεσίες πρακτορεύσεως για το ως άνω πλοίο, κατά τον κατάπλου και την παραμονή αυτού στο λιμένα του Boryeong στην Κορέα, καθώς και κατά τον απόπλου από αυτόν. Η αιτούσα αποδέχθηκε την ως άνω πρόταση, καταρτισθείσας της σχετικής σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, στο πλαίσιο της οποίας η αιτούσα παρείχε τις εν λόγω υπηρεσίες έως τις 23-1-2020, οπότε ο πλοίο απέπλευσε από τον ανωτέρω λιμένα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου στο λιμένα του Boryeong από τις 16-1-2020 έως και τις 23-1-2020, η αιτούσα κατέβαλε, στο πλαίσιο της ως άνω καταρτισθείσας σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, το συνολικό ποσό των 10.590.37 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορούσε δαπάνες και έξοδα για το πλοίο της πρώτης των καθ’ ων και ειδικότερα για μεταφορικά έξοδα το ποσό των 4.100 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις χειρισμού πληρώματος το ποσό των 2.790 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα διαμονής και εστίασης το ποσό των 741,37 δολαρίων ΗΠΑ, για ιατρικά έξοδα το ποσό των 359 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα προμήθειας πόσιμου νερού το ποσό των 1.200 δολαρίων ΗΠΑ, για χρέωση χρήσης γερανού ξηράς το ποσό των 600 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα προμήθειας επικοινωνίας το ποσό των 300 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ η συνολική αμοιβή της για τις ως άνω παρασχεθείσες υπηρεσίες πρακτόρευσης ορίσθηκε από τα μέρη στο ποσό των 500 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, στις 23-1-2020 η αιτούσα εξέδωσε στο όνομα της δεύτερης των καθ’ ων, κατόπιν συνεννόησης με την τελευταία και απέστειλε σε αυτήν προς εξόφληση, το υπό στοιχ. … μετά των αντίστοιχων παραστατικών, για το συνολικό ποσό των 10.590,37 Δολαρίων ΗΠΑ, η δε ως άνω καθ’ ης έλαβε το εν λόγω τιμολόγιο χωρίς να διατυπώσει κανένα παράπονο ούτε για το οφειλόμενο ποσό ούτε για το γεγονός ότι αυτό εκδόθηκε στο όνομα αυτής και με την ιδιότητά της αυτή, αποδεχόμενη την ευθύνη της για το ως άνω χρέος. Ειδικότερα, με την έκδοση και αποστολή από την αιτούσα του προαναφερθέντος τιμολογίου στο όνομά της δεύτερης των καθ’ ων και την ανεπιφύλακτη αποδοχή του σχετικού παραστατικού, πιθανολογείται η κατάρτιση άτυπης σύμβασης σωρευτική αναδοχή χρέους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ. Περαιτέρω, η δεύτερη των καθ’ ων είχε προκαταβάλει στην αιτούσα, στις 16-1-2020, το ποσό των 1.535 δολαρίων ΗΠΑ, έναντι του παραπάνω οφειλόμενου ποσού, οφειλομένου συνεπώς υπολοίπου εκ της ως άνω συμβάσεως πρακτόρευσης, ύψους 9.055,37 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η δεύτερη των καθ’ ων, ενεργούσα για λογαριασμό της πρώτης εξ αυτών, ζήτησε στις 27-1-2020 από την αιτούσα να παράσχει υπηρεσίες πρακτορεύσεως για το ως άνω πλοίο, κατά τον κατάπλου και την παραμονή αυτού στο λιμένα του Yeosu στην Κορέα, καθώς και κατά  τον απόπλου από αυτόν. Η αιτούσα αποδέχθηκε την ως άνω πρόταση, καταρτισθείσας της σχετικής σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, στο πλαίσιο της οποίας η αιτούσα παρείχε τις εν λόγω υπηρεσίες έως την 1η-2-2020, οπότε ο πλοίο απέπλευσε από τον ανωτέρω λιμένα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου στο λιμένα του Yeosu από τις 29-1-2020 έως και την 1η-2-2020, η αιτούσα κατέβαλε, στο πλαίσιο της ως άνω καταρτισθείσας σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, το συνολικό ποσό των 15.682,08 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορούσε δαπάνες και έξοδα για το πλοίο της πρώτης των καθ’ ων και ειδικότερα για λιμενικά τέλη το ποσό των 8.750,47 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις πλοηγών το ποσό των 854,83 δολαρίων ΗΠΑ, για περιβαλλοντικές χρεώσεις το ποσό των 257,68 δολαρίων ΗΠΑ, για μεταφορικά έξοδα το ποσό των 380 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις χειρισμού πληρώματος το ποσό των 90 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα διαμονής και εστίασης το ποσό των 102,39 δολαρίων ΗΠΑ, για ιατρικά έξοδα το ποσό των 374,59 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις αγοράς ανταλλακτικών το ποσό των 324,32 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις χρήσης φέρυ-μπόουτ το ποσό των 2.687,80 δολαρίων ΗΠΑ και για έξοδα αποκομιδής απορριμμάτων το ποσό των 1.060 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ η συνολική αμοιβή της για τις ως άνω παρασχεθείσες υπηρεσίες πρακτόρευσης ορίσθηκε από τα μέρη στο ποσό των 800 δολαρίων ΗΠΑ. Εξάλλου, την 1η-2-2020 η αιτούσα εξέδωσε στο όνομα της δεύτερης των καθ’ ων και απέστειλε σε αυτήν το υπό στοιχ. …, μετά των αντίστοιχων παραστατικών, για το συνολικό ποσό των 15.682.08 δολαρίων ΗΠΑ. Η ως άνω καθ’ ης παρέλαβε άνευ επιφύλαξης ή εναντίωσης το εν λόγω τιμολόγιο, χωρίς να διατυπώσει κανένα παράπονο ούτε για το οφειλόμενο ποσό ούτε για το γεγονός ότι αυτό εκδόθηκε στο όνομα αυτής και με την ιδιότητά της αυτή, καταρτισθείσας, σύμφωνα και με τις ανωτέρω παραδοχές, άτυπης σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους. Στις 12-2-2020 η ως άνω καθ’ ης καθ’ ης κατέβαλε το ποσό των 10.413,89 δολαρίων ΗΠΑ, οφειλομένου υπολοίπου εκ της ως άνω συμβάσεως πρακτορείας ποσού 5.268,19 δολαρίων ΗΠΑ. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η δεύτερη των καθ’ ων, ενεργούσα για λογαριασμό της πρώτης εξ αυτών, ζήτησε στις 19-2-2020 από την αιτούσα να παράσχει υπηρεσίες πρακτορεύσεως για το ως άνω πλοίο, κατά τον κατάπλου και την παραμονή αυτού στο λιμένα του Busan στην Κορέα, καθώς και κατά τον απόπλου από αυτόν. Η αιτούσα αποδέχθηκε την ως άνω πρόταση, καταρτισθείσας της σχετικής σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, στο πλαίσιο της οποίας η αιτούσα παρείχε τις εν λόγω υπηρεσίες έως τις 2-3-2020, οπότε ο πλοίο απέπλευσε από τον ανωτέρω λιμένα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου στο λιμένα του Busan από τις 29-2-2020 έως και τις 2-3-2020, η αιτούσα κατέβαλε, στο πλαίσιο της ως άνω καταρτισθείσας σύμβασης ναυτικής πρακτορείας, το συνολικό ποσό των 22.129,22 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αφορούσε δαπάνες και έξοδα για το πλοίο της πρώτης των καθ’ ων και ειδικότερα για λιμενικά τέλη το ποσό των 4.650,87 δολαρίων ΗΠΑ, για τέλη αγκυροβόλησης το ποσό των 2.753.86 δολαρίων ΗΠΑ, για περιβαλλοντικές χρεώσεις (πιστοποιητικό OSRV) το ποσό των 256,28 δολαρίων ΗΠΑ, για μεταφορικά έξοδα το ποσό των 240 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις χειρισμού πληρώματος το ποσό των 270 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα διαμονής και εστίασης το ποσό των 215,55 δολαρίων ΗΠΑ, για χρεώσεις χρήσης φέρυ-μπόουτ το ποσό των 2.428,66 δολαρίων ΗΠΑ, για μίσθωση ακάτου το ποσό των 1.250 δολαρίων ΗΠΑ, για έξοδα αποκομιδής και απόρριψης αποβλήτων το ποσό των 6.300 δολαρίων ΗΠΑ και για έξοδα προμήθειας πόσιμου νερού το ποσό των 2.964 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ η συνολική αμοιβή της για τις ως άνω παρασχεθείσες υπηρεσίες πρακτόρευσης ορίσθηκε από τα μέρη στο ποσό των 800 δολαρίων ΗΠΑ. Εξάλλου, στις 2-3-2020 η αιτούσα εξέδωσε στο όνομα της δεύτερης των καθ’ ων και απέστειλε σε αυτήν το υπό στοιχ. …, μετά των μετά των αντίστοιχων παραστατικών, για το συνολικό ποσό των 22.129,22 δολαρίων ΗΠΑ. Η ως άνω καθ’ ης παρέλαβε άνευ επιφύλαξης ή εναντίωσης το εν λόγω τιμολόγιο, χωρίς να διατυπώσει κανένα παράπονο ούτε για το οφειλόμενο ποσό ούτε για το γεγονός ότι αυτό εκδόθηκε στο όνομα αυτής και με την ιδιότητά της αυτή, καταρτισθείσας, σύμφωνα και με τις ανωτέρω παραδοχές, άτυπης σύμβασης σωρευτικής αναδοχής χρέους. Για το ως άνω δε τιμολόγιο δεν έχει πραγματοποιήσει καμία καταβολή. Ενόψει των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε τόσο η κατάρτιση των προαναφερθεισών διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής πρακτορείας μεταξύ της αιτούσας και της πρώτης των καθ’ ων όσο και η κατάρτιση αντίστοιχων διαδοχικών (άτυπων) συμβάσεων αναδοχής χρέους μεταξύ της αιτούσας και της δεύτερης των αιτουσών, οι οποίες αφορούσαν την εις ολόκληρον ευθύνη της τελευταίας (διαχειρίστριας) με την πρώτη καθ’ ης (πλοιοκτήτρια) για την οφειλή από τις συμβάσεις ναυτικής πρακτορείας. Η πιθανολόγηση δε του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάρτιση των ανωτέρω συμβάσεων εκ του άρθρου 477 ΑΚ, στηρίζεται, πέραν της έκδοσης των προαναφερθέντων παραστατικών στο όνομα της δεύτερης των καθ’ ων και στο γεγονός ότι οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν έναντι των οφειλών από έκαστη σύμβαση πρακτορείας προήλθαν από τραπεζικούς λογαριασμούς της τελευταίας (βλ. σχετ. το από 12-2-2020 τραπεζικό έμβασμα από λογαριασμό της δεύτερης των καθ’ ων στην τράπεζα … η οποία μάλιστα με τις από 18-11-2020 και 26-11-2021 ηλεκτρονικές επιστολές της προς την αιτούσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της τελευταίας αντίστοιχα, συνομολογεί την αδυναμία της να εξοφλήσει τις ένδικες οφειλές και ζητεί περαιτέρω χρόνο για την αποπληρωμή αυτών. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογήθηκε ότι οι καθ’ ων δεν έχουν επαρκή περιουσία και διατηρούν σημαντικές οφειλές προς τρίτους, ειδικότερα δε η πρώτη των καθ’ ων, πέραν του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εξ αντικειμένου εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους και επί του οποίου έχουν ήδη εγγραφεί μια ναυτική υποθήκη και δυο συντηρητικές κατασχέσεις από άλλους πιστωτές (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 372/23-2-2021 πιστοποιητικό βαρών πλοίου που εξέδωσε ο ναυτικός υποθηκοφύλακας Πειραιά), δεν διαθέτει άλλη περιουσία,  με αποτέλεσμα να υφίσταται κίνδυνος ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της απαιτήσεως της αιτούσας. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαταχθεί το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων των καθ’ ων μεταξύ των οποίων και του προαναφερθέντος πλοίου της πρώτης των καθ’ ων προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της αιτούσας, για το ποσό των 40.000 ευρώ, ποσό στο οποίο πιθανολογείται ότι θα ανέλθει η απαίτηση αυτής (αιτούσας) μετά εξόδων και τόκων, έως αποκτήσεως υπ’ αυτής εκτελεστού τίτλου. Λαμβανομένων δε υπόψη του χρηματικού χαρακτήρα της ένδικης απαίτησης και του επαχθούς στοιχείου του λαμβανομένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως, πρέπει να επιτραπεί στις καθ’ ων η αίτηση να αντικαταστήσουν τη διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας (άρθρο 692 παρ.1, 2, 3 και 704 του ΚΠολΔ).

Επομένως, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αιτούσας σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων.
  • ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
  • ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων είτε ευρίσκεται στα χέρια τα δικά τους είτε τρίτου, συμπεριλαμβανομένων των διατηρουμένων σε ελληνικά ή εγκατεστημένα στην Ελλάδα πιστωτικά ιδρύματα – τράπεζες τραπεζικών λογαριασμών καθώς και του υπό …, πλοιοκτησίας της πρώτης των καθ’ ων, έως του ποσού των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ.
  • ΠΑΡΕΧΕΙ την ευχέρεια στις καθ’ ων να ματαιώσουν ή να αντικαταστήσουν την πιο πάνω συντηρητική κατάσχεση, με την κατάθεση στο Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου, ισόποσης αντίστοιχης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης στην Ελλάδα τραπεζικής εταιρίας ποσού (για έκαστη των καθ’ ων) σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 24 Μαΐου 2021.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)