Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός 466/2021

(Αριθ. καταθ. υπό στοιχείο Α’ αίτησης: 10130/2196/2020)

(Αριθ. καταθ. υπό στοιχείο Β’ κλήσης: 715/149/2021)

(Αριθ. καταθ. υπό στοιχείο Γ’ κλήσης: 713/148 /2021)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

Α) ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στις νήσους … και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ ΑΦΜ και 2) εταιρίας με την επωνυμία «…», που έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967 στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, οι οποίες παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Καρμέλας – Σπυριδούλας Μαυρόχη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Εταιρίας με την επωνυμία «…» με καταστατική έδρα στις νήσους … και πραγματική έδρα στο …, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Θεμιστοκλή Θ. Κλουκίνα, Απόστολου Τουρκαντώνη και Παναγιώτη Σιαλάκα.

Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30.12.2021 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 10130/2196/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Β) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στις νήσους … και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ ΑΦΜ και 2) εταιρίας με την επωνυμία «…», που έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967 στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, οι οποίες παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Καρμέλας – Σπυριδούλας Μαυρόχη.

ΤΩΝ ΚΑΘ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) … (…), κατοίκου … με ΑΦΜ …, 2) … (…), χήρας … (…), κατοίκου … (οδός …), με ΑΦΜ …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Θεμιστοκλή Θ. Κλουκίνα, Απόστολου Τουρκαντώνη και Παναγιώτη Σιαλάκα, 3) …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γρηγορίου Μπλαβέρη και 4) …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αναστασίου Φράγκου.

Γ) ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στις νήσους … και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ ΑΦΜ και 2) εταιρίας με την επωνυμία «…», που έχει εγκαταστήσει γραφείο σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 89/1967 στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, οι οποίες παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου και Καρμέλας – Σπυριδούλας Μαυρόχη.

ΤΩΝ ΚΑΘ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) … (…), κατοίκου … με ΑΦΜ …, 2) … (…), χήρας … (…), κατοίκου … (οδός …), με ΑΦΜ …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους Θεμιστοκλή Θ. Κλουκίνα, Απόστολου Τουρκαντώνη και Παναγιώτη Σιαλάκα, 3) …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γρηγορίου Μπλαβέρη και 4) …, κατοίκου … με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αναστασίου Φράγκου.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματά που κατέθεσαν, εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 16.2.2021 και λόγω αναστολής της λειτουργίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς έως την 18.2.2021.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Οι φερόμενες προς κρίση από 30.12.2020 αίτηση (με αριθμό κατάθεσης 10130/2196/2020) και από 29.1.2021 κλήσεις (με αριθμό κατάθεσης 715/149/2021 και 713/148 /2021) αντίστοιχα, με τις οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση μετά από ματαίωση οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9365/2040/2020 και 9799/2155/2020 αιτήσεις, που φέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, διότι αφορούν στο ίδιο βιοτικό συμβάν, επιπλέον δε υπάγονται στην ίδια διαδικασία και χάριν διευκολύνσεως και επιταχύνσεως της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 31 και 246 του ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα, που έχει ήδη κριθεί μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο διαφοράς, βασιζόμενο στην ίδια νομική και ιστορική αιτία, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (όπως και τα άλλα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί, λαμβάνεται δε υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 1174/1999, ΕλλΔνη 41. 693). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Επομένως, από αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο, με πρόταση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως δεσμεύει το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να δικάσει επί άλλης αίτησης λήψης ασφαλιστικού μέτρου, για την ίδια μεταξύ των διαδίκων διαφορά, μέχρι πιθανολόγησης ύπαρξης νέων στοιχείων. Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης (Π. Τζίφρα, 1980, Ασφαλιστικά Μέτρα, σ. 68, αριθ. 24. α, ΑΠ 1077/2008 ΤΝΠ Νόμος), Η απόφαση που περατώνει τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι’ αυτό και δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (Κονδύλης, Το δεδικασμένον, 1983, σ. Β91, ΟλΕΣ 33/1997 Δ. 1998. 435). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 283/1992 ΕλλΔνη 1993. 1071, ΑΠ 1062/1991 ΕλλΔνη 1992. 561) και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-334 για τον προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Κατά την αρνητική του λειτουργία το προσωρινό δεδικασμένο εμποδίζει την αναδίκαση της υπόθεσης. Νέα αίτηση μεταξύ προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο μπορεί να υποβληθεί, όταν δεν παρουσιάζει τις τυπικές ελλείψεις για τις οποίες απορρίφθηκε η προηγούμενη ή στηρίζεται σε διάφορη ιστορική και νομική αιτία, με μεταβολή ενδεχομένως και του αντικειμένου της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 696 αριθ. 3 ΚΠολΔ αποτελεί λόγο κάμψης του δεδικασμένου και αναλόγως δικαιολογεί είτε αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα είτε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ II, 2000, αριθ. 5- 6, σ. 1361 ΠΠρΑιγ 2/2013, ΤΝΠ Νόμος βλ και για μερική άρνηση συμμόρφωσης σε εκτελεστότητα απόφασης ως λόγο μεταρρύθμισης ΜΠρΛαμ 244/2018, ΕΦΑΔ 18,783 ). Κατά τη θετική του λειτουργία, του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία ζητείται λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εξασφάλιση αυτού του δικαιώματος θα θεωρηθεί καταρχήν δεδομένο το διαπλαστικό δικαίωμα του αιτούντος προς παροχή προσωρινής προστασίας και θα ερευνηθεί μόνο το ζήτημα αν το μέρος που αρχικώς διατάχθηκε, επαρκεί ή δεν επαρκεί λόγω μεταβολής έκτοτε των συνθηκών (ΜΠΡ Πατρ (Ασφ) 649/2020, ΜΠΡ Τρικαλ (Ασφ) 108/2019, δημοσίευση Νόμος). Κατά τη διάταξη του άρθρου 696 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν κάποιος δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση αίτησης στην οποία εκδόθηκε απόφαση που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα ή μεταρρύθμισε ή ανακάλεσε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων και έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να ζητήσει την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση της απόφασης από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αυτός που δεν έλαβε μέρος και δεν κλήθηκε στη δίκη στην οποία εκδόθηκε απόφαση που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα μπορεί να ζητήσει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης· που εκδόθηκε εναντίον του και χωρίς να επικαλεστεί νέα στοιχεία ή τη μεταβολή πραγματικών περιστατικών με την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ. Το δικαίωμα αυτό της άσκησης αίτησης ανάκληση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, έχει ο διάδικος, όταν παραλείφθηκε η νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του και ο τρίτος, όταν τα ασφαλιστικά μέτρα που διατάχθηκαν προσβάλλουν τα δικαιώματά του, αφού σύμφωνα με το άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να προσβάλλουν δικαιώματα τρίτου (Τζίφρα, Ασφ. Μέτρα 1980, σελ. 80 επ. Μπέη ΠολΔικ άρθρο 696 σελ. 190 επ. και ΜΠρΡοδ 73/1999 ΑρχΝ 2000,147). Ειδικότερα, σύμφωνα με το παραπάνω άρθρο (696 παρ. 1 ΚΠολΔ), ο τρίτος που βλάπτεται από απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, που δεν είναι διάδικος στη σχετική δίκη και έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει ανάκληση της βλαπτικής απόφασης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 ΚΠολΔ «Αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή νια μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά». Για την τριτανακοπή, η οποία δεν αποτελεί κυρίως ένδικο μέσο των διαδίκων, η υπόψη διάταξη δεν κάνει μνεία για το επιτρεπτό αυτής κατά της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων. Ενόψει όμως του ότι ο τρίτος ο οποίος δεν έλαβε μέρος ή δεν κλήθηκε καθόλου κατά τη συζήτηση για ασφαλιστικά μέτρα, δικαιούται, εφόσον έχει έννομα συμφέρον, να επιδιώξει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της βλαπτικής γι` αυτόν απόφασης (696 παρ. 1), πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση υποκαθιστά, στην περίπτωση αυτή, την τριτανακοπή και επιφέρει τα ίδια με αυτήν αποτελέσματα για τον τρίτο, ώστε να μην υφίσταται περιθώριο για την εναντίωση του τρίτου με άλλο ένδικο βοήθημα (Βαθρακοκοίλης ΚΠολΔ τόμος Δ` υπό άρθρο 699 σελ. 150), Η αίτηση της ανάκλησης αυτής προσομοιάζει με την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ στη δε δίκη της, αίτησης ανάκλησης του τρίτου δεν χρειάζεται αυτός να επικαλεστεί νέα στοιχεία, γιατί τέτοια στοιχεία είναι δοσμένα από την αρχή και είναι τα προσβαλλόμενα δικαιώματά του, που δεν είχαν ληφθεί από το δικαστήριο (ΜΠρΑΘ 4087/1995 ΕλλΔνη 1998, 222 και ΜΠρΑΘ 8861/1983 ΕλλΔνη 24. 1294). Η ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση, αν υποβάλλεται από τρίτο απευθύνεται εναντίον όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της οποίας η ανάκληση επιδιώκεται (ΜΠρΛειβ 656/2004 ΑρχΝ 2004, 569 και ΜΠρΑΘ 1042/1983 ΝοΒ31, 1221). Σε περίπτωση δε που κρίνεται παραδεκτή και ουσιαστικά βάσιμη η αίτηση, το δικαστήριο, μετά την ανάκληση της προσβληθείσας αποφάσεως μεταθέτει τους διαδίκους στην προ της ανακαλούμενης απόφασης κατάσταση και εξετάζει κατ` ουσίαν την αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε το διαταχθέν ασφαλιστικό μέτρο (ΜΠΡ Αθ 5603/2017, δημοσίευση Νόμος, Π. Τζίφρας, Ασφαλιστικά Μέτρα, Δ` έκδ. σελ. 87 επ.). Περαιτέρω, σύμ­φωνα με το άρθρο 696 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, το δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα, έως τη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, έχει δικαίωμα, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέ­ρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του, εφόσον επήλθε μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη με­ταρρύθμισή της. Ο ΚΠολΔ δεν δίδει ορισμό της έννοι­ας «μεταβολή πραγμάτων» ή της αντίστοιχης «ύπαρξη νέων στοιχείων». Ως νέα στοιχεία, που συνιστούν με­ταβολή πραγμάτων, νοούνται, κατ` αρχήν, τα πραγμα­τικά περιστατικά που έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της ανακλητέας ή μεταρρυθμιστέας απόφασης, τα οποία δεν είχαν τεθεί στην κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Έτσι, συνιστούν μεταβολή πραγμάτων, που μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκλη­ση ή μεταρρύθμιση της απόφασης, εκτός των άλλων: α) η έλλειψη του κινδύνου, β) η ελάττωση ή αύξηση της περιουσίας του οφειλέτη, γ) η υπό του καθ` ου η αίτηση προσφορά άλλου ασφαλιστικού μέτρου που εξασφαλίζει εξίσου τον δικαιούχο, δ) η απόσβεση της ενοχής με οποιονδήποτε τρόπο, ε) η συναίνεση του καθ` ου η αίτηση, έστω και χωρίς τη συνδρομή της μεταβολής των πραγματικών περιστατικών. Περαιτέ­ρω, κατά την αληθή έννοια του νόμου, θεωρούνται ως νέα στοιχεία που συνιστούν μεταβολή πραγμάτων και περιστατικά που προϋπήρχαν της έκδοσης της προ­σβαλλόμενης απόφασης και απλώς αποκαλύφθηκαν τώρα, και τα οποία, αν είχαν τεθεί υπόψη του δικα­στηρίου, θα εμφάνιζαν εντελώς διαφορετική πραγμα­τική κατάσταση και θα το οδηγούσαν σε εντελώς δι­αφορετική κρίση για το ληπτέο ασφαλιστικό μέτρο. Για την ανάκληση, λοιπόν, απόφασης που διέταξε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά: α) γεγονός προϋφιστάμενο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, β) γεγονός που δεν προβλήθηκε οπωσδήποτε κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε αυτή, γ)γεγονός άγνωστο στον διάδι­κο, αποκαλυπτόμενο μετά την έκδοση αυτής, δ)το γε­γονός αυτό πρέπει όχι μόνο να είναι ουσιώδες, οδη­γώντας σε διαφορετική απόφαση, αλλά αναγκαστικά σε τέτοια, με την οποία αποτρέπεται άμεσος κίνδυνος βλάβης του αιτούντος την ανάκληση της απόφασης. Αντιθέτως, δεν θεωρούνται νέα στοιχεία, αφού δεν συνιστούν μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση της απόφασης: α) οι πραγματικές πλημμέλειες της απόφασης, δηλαδή η κακή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που τέ­θηκαν υπόψη του δικαστή που εξέδωσε την προσβαλ­λόμενη απόφαση, β) η προσαγωγή για πρώτη φορά νέων αποδεικτικών μέσω, λ.χ. μαρτύρων, για πραγματι­κά γεγονότα που προϋπήρχαν της εκδικάσεως της αίτησης ενώπιον του δικαστή, εκτός αν πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία (έγγραφα κ.λ.π.) των ίδιων πραγ­μάτων, των οποίων στοιχείων όμως ο αιτών έλαβε γνώση μετά την έκδοση της απόφασης, ή είχε και προηγουμένως γνώση τούτων, πλην όμως δεν μπο­ρούσε να προσαγάγει αυτά από δικαιολογημένη αιτία λ.χ, από λόγους ανώτερης βίας, ή πρόκειται για απο­δεικτικά στοιχεία που ανάγονται στο κύρος και την αποδεικτική αξία των στοιχείων πάνω στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του για την έκδοση της απόφασης, της οποίας ζητείται η ανάκληση, γ)οι νομι­κές πλημμέλειες, δηλαδή τα νομικά σφάλματα ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή των νόμων, καθόσον και στην περίπτωση αυτή η αίτηση που επιδιώκει την ανάκληση ή μεταρρύθμιση θα επείχε θέση έφεσης που απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 699, και δ) η μεταβολή της νομολογίας των δικαστηρίων κατά την ερμηνεία διάταξης νόμου δεν θεωρείται ως μεταβολή πραγμάτων, που να δικαιολογεί την ανάκλη­ση ή μεταρρύθμιση της απόφασης. Κατ` ακολουθίαν όλων των παραπάνω, η αίτηση για ανάκληση ή μεταρ­ρύθμιση θα είναι βάσιμη, αν στηρίζεται σε νέα στοι­χεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπό την κρίση του δικα­στηρίου που εξέδωσε την ανακλητέα ή μεταρρυθμιστέα απόφαση. Εφόσον δε η αίτηση για ανάκληση ή μεταρ­ρύθμιση υποβάλλεται από κάποιον από τους διαδίκους, θα πρέπει να προτείνονται ειδικά και να πιθανο­λογούνται τα νέα στοιχεία που δικαιολογούν την ανάκληση ή μεταρρύθμιση (ΜΠΡ Ηρακλ (Ασφ)462/2019, ΜΠΡ Θες 14798/2017, δημοσίευση Νόμος).

Οι αιτούσες της υπό στοιχείο Α’ αίτησης, πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια αντίστοιχα, του υπό κυπριακή σημαία πλοίου «…», με την κρινόμενη αίτησή τους κατά τη δέουσα εκτίμηση και σύντομη απόδοση του περιεχομένου της, ιστορούν ότι η πρώτη εξ αυτών άσκησε την από 4.11.2019 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 10031/2110/2019) αίτησή της κατά της καθ’ ης, αιτούμενη την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της, προς εξασφάλιση απαιτήσεων προερχόμενων, αφενός από την από 26.7.2019 σύμβαση ναύλωσης, αφετέρου από αδικοπραξία, που τέλεσαν εναντίον της οι νόμιμοι εκπρόσωποι και προστηθέντες αυτής και δη απάτης (άρθρο 386 ΠΚ), άλλως εξαιτίας παράβασης της υποχρέωσής τους να μην ζημιώνουν άλλον και λόγω συμπεριφοράς τους αντίθετης με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (άρθρα 281, 288 ΑΚ), η οποία συζητήθηκε την 29.11.2019 και εκδόθηκε η με αριθμό 1967/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε κατά ένα μέρος, αυτό της συμβατικής ευθύνης της καθ’ ης, την αίτηση, διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της τελευταίας μέχρι του ποσού των 1.292.516,24 ευρώ, παρέχοντας τη δυνατότητα ματαίωσης ή αντικατάστασής της με ισόποση εγγυοδοσία υπέρ της αιτούσας, ενώ δεν πιθανολόγησε ως βάσιμη την εξ αδικοπραξίας απαίτηση της πρώτης αιτούσας για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ποσού 500.000,00 ευρώ και απέρριψε το συναφές αίτημα συντηρητικής κατάσχεσης και για το ανωτέρω ποσό. Ότι οι, σχετικές με την οικονομική κατάσταση της καθ’ ης και την έλλειψη πρόθεσης εξαπάτησης των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της, κρίσεις της με αριθμό 1967/2019 δικαστικής απόφασης, τυγχάνουν εσφαλμένες, όπως προκύπτει από μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης νεότερα στοιχεία. Ειδικότερα διατείνονται, ότι περιήλθε σε γνώση τους την 6.10.2020 μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πως ο νόμιμος εκπρόσωπος της ναυλώτριας καθ’ ης …, άλλως οι προστηθέντες αυτού … και …, ως ψευδοαντιπρόσωποί του, με πρόθεση την 6.9.2019 προέβησαν σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών προς την προμηθεύτρια εταιρία καυσίμων … …, διαβεβαιώνοντας ότι η πρώτη αιτούσα ευθύνεται από κοινού, απεριόριστα και εις ολόκληρον με την ίδια στην καταβολή του τιμήματος από την αγορά καυσίμων, παρότι γνώριζαν ότι σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης ναύλωσης, δεν διατηρούσε τέτοια υποχρέωση, με αποτέλεσμα η ως άνω προμηθεύτρια εταιρία να προβεί τελικά στην κατάσχεση του πλοίου ιδιοκτησίας της, στις 24.11.2019, με την με αριθμό 267/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου της Αργεντινής, για απαίτηση ύψους 196.219,17 δολ. ΗΠΑ., έλαβαν δε γνώση αυτής (κατάσχεσης) την 25.11.2019, οπότε και επιδιώχθηκε άμεσα ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, μεταξύ προμηθεύτριας και αιτουσών εταιριών, καταβάλλοντας 179.468,83 δολ. ΗΠΑ, ενώ η πρώτη αιτούσα απώλεσε επιπλέον ποσό 39.519,44 δολ ΗΠΑ, που προσδοκούσε άμεσα, από μη καταβληθέντες ναύλους της εταιρίας …, η οποία είχε ναυλώσει το πλοίο δυνάμει του από 30.10.2019 ναυλοσυμφώνου. Ότι στα πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητας της καθ’ ης ο D. …, κατόπιν προσυνεννόησης και σε συνεργασία με τους Ευσταθίου και Καλοσάκα, ενεργώντας με σκοπό να περιποιήσουν παράνομο περιουσιακό όφελος στον πρώτο εξ αυτών, πραγματικό ιδιοκτήτη, μοναδικό μέτοχο και διαχειριστή της καθ’ ης, εξαπάτησαν την πρώτη αιτούσα, παριστάνοντας ψευδώς από 24 έως 26 Ιουλίου 2019, ότι διαθέτει μεγάλη περιουσία και είναι εξασφαλισμένη η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από το χρονοναυλοσύμφωνο, το οποίο πράγματι καταρτίστηκε την 26.7.2019, παρότι  στην πραγματικότητα, όπως όλοι γνώριζαν, είχε ήδη οφειλές για ληξιπρόθεσμα χρέη εκατομμυρίων ευρώ και συνεπώς εσφαλμένα η με αριθμό 1967/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι η οικονομική κατάσταση της καθ’ ης επιδεινώθηκε ραγδαία προς τα τέλη Ιουλίου 2019, ενώ δεν έλαβε υπόψη ότι κατά τον χρόνο παραλαβής του πλοίου την 12.8.2019, ήταν αφερέγγυα και στερούνταν χρημάτων, γεγονός που απέκρυψαν οι …, … και …, με μοναδικό σκοπό τους την υποναύλωση του πλοίου στην εταιρία … και την υπεξαίρεση του υποναύλου, ώστε να καταστεί αδύνατη η άσκηση του δικαιώματος «lien» από την πρώτη αιτούσα. Ότι σχετικά με την αδικοπρακτική δράση των ως άνω εκπροσώπων της καθ’ ης, οι αιτούσες άσκησαν αγωγή (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 8749/4108/2020) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενσωματώνοντας το περιεχόμενό της στην υπό κρίση αίτηση. Περαιτέρω και όλως επικουρικώς, ιστορούν ότι οι … και …, ευθύνονται για τις απορρέουσες από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά ζημίες και ηθική βλάβη, προσωπικά από κοινού και εις ολόκληρον με την ναυλώτρια καθ’ ης, που λειτούργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη προσωπική εταιρία, λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ανέπτυξε στον Πειραιά, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, άλλως ο …, ευθύνεται προσωπικά από κοινού και εις ολόκληρο με την καθ’ ης, διότι δια μέσω των υπαλλήλων του, … και …, κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της καθ’ ης, διαβεβαίωσε ψευδώς για την φερεγγυότητά της και αποξένωσε την πρώτη αιτούσα από τον οφειλόμενο ναύλο και τον υποναύλο, σε κάθε περίπτωση άπαντες παραβίασαν την υποχρέωση πρόνοιας, καλής πίστης και επιμέλειας από δόλο, δηλώνοντας ψευδώς στις 6.9.2019 ότι επρόκειτο η καθ’ ης να καταβάλει τους ληξιπρόθεσμους χρονοναύλους, που κάλυπταν την περίοδο έως 11.10.2019 σύμφωνα με την 3η κατάσταση χρονοναύλου της 11.9.2019, ποσού 134.649,89 δολ ΗΠΑ και το τίμημα των καυσίμων προς την ……, ύψους 145.547,05 δολ. ΗΠΑ, παρότι μπορούσαν και έπρεπε να προβλέψουν ότι αποτέλεσμα των ψευδών δηλώσεών τους θα ήταν η κατάσχεση του πλοίου ιδιοκτησίας της πρώτης αιτούσας και η εντεύθεν οικονομική ζημία της, άλλως οι …  και … ευθύνονται συμμέτρως λόγω ύπαρξης με την καθ’ ης γνήσιας κοινοπραξίας, ενώ όλως επικουρικώς ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον με τους ως άνω … και … να αποζημιώσουν την πρώτη αιτούσα κατά το ποσό των 179.468,83 δολ ΗΠΑ (κεφάλαιο για το τίμημα των καυσίμων και συμβατικοί τόκοι μέχρι τον χρόνο πληρωμής), των 850 δολ ΗΠΑ για έξοδα και δαπάνες της πρώτης αιτούσας στον Αλληλασφαλιστικό Οργανισμό … και 35.875,00 δολ ΗΠΑ για κάλυψη της ζημίας της πρώτης αιτούσας που προκλήθηκε από την απώλεια χρονοναύλου. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά οι αιτούσες, επικαλούμενες έννομο συμφέρον,  ζητούν να ανακληθεί μερικώς, άλλως μεταρρυθμιστεί η ως άνω  υπ’ αριθμόν 1967/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της πρώτης αιτούσας για επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε βάρος της καθ’ ης μέχρι του ποσού των 500.000,00 ευρώ προς εξασφάλιση ισόποσης απαίτησης απορρέουσας από αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από αδικοπραξία της καθ’ ης και των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης, είτε εις χείρας της, είτε εις χείρας τρίτων, μέχρι του ποσού των 500.000,00 ευρώ υπέρ της πρώτης αιτούσας, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης, είτε εις χείρας της, είτε εις χείρας τρίτων, μέχρι του ποσού των 140.000,00 ευρώ υπέρ της δεύτερης αιτούσας και να καταδικασθεί η καθ΄ης  στα δικαστικά τους έξοδα.

Η υπό κρίση αίτηση ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης δικαστικής απόφασης, καθ’ ο μέρος ασκείται από την δεύτερη αιτούσα εταιρία …, τυγχάνει απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα, καθόσον  κατά την αληθινή έννοια της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 696 ΚΠολΔ, στην οποία καταρχήν επιχειρεί να θεμελιωθεί, δικαίωμα προς υποβολή αίτησης ανάκλησης έχει μόνον ο διάδικος που δεν κλήθηκε καθόλου ή δεν κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Το δικαίωμα αυτό της άσκησης αίτησης ανάκλησης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, έχει και ο τρίτος, όταν τα ασφαλιστικά που διατάχθηκαν προσβάλλουν τα δικαι­ώματα του, εξασφαλίζοντας, με την διάταξη αυτή, ενόψει μάλιστα και της απαγόρευσης της άσκησης εν­δίκων μέσων κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων, το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ακρόασης (άρθρο 20 του Συντάγματος). Στην προκειμένη περίπτωση η δεύτερη αιτούσα, αφενός δεν ήταν διάδικος, αλλά ούτε και θα μπορούσε να κλητευθεί ως τέτοιος, καθόσον η ίδια ως αιτούσα κινεί τη διαδικασία προσφυγής στο δικαστήριο, αφετέρου αν ήθελε θεωρηθεί τρίτος, ως τέτοιος δεν απευθύνει την ανακλητική ή μεταρρυθμιστική αίτηση εναντίον όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων αυτή εκδόθηκε, αλλά έτι περαιτέρω δεν βλάπτεται από την υπό ανάκληση απόφαση, δεδομένου ότι δεν προσβάλλονται τα δικαιώματά της, καθόσον άμεσα ζημιωθείσα από την επικαλούμενη αδικοπραξία τυγχάνει, κατά τα ιστορούμενα, η πλοιοκτήτρια εταιρία πρώτη ενάγουσα. Η νομιμοποίηση της δεύτερης αιτούσας, δε δύναται να θεμελιωθεί ούτε στην διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 696 ΚΠολΔ (ή 697 ΚΠολΔ) ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι ως διαχειρίστρια του πλοίου …, συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους με το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του, με συνέπεια υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής, με την ιδιότητά του αυτή να είναι ο πλοιοκτήτης. Άλλωστε, δεν ιστορείται στην ένδικη αίτηση πρόκληση ζημίας, από πράξεις ή παραλείψεις της καθ’ ης και των προστηθέντων της, παράνομης και υπαίτιας και σε βάρος της. Ακολούθως, με το ανωτέρω περιεχόμενο και λοιπά αιτήματα η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος ασκείται από την αρχική διάδικο πρώτη αιτούσα, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο  683 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.) ως εκ του ότι από το δικαστήριο αυτό εκδόθηκε η υπό ανάκληση απόφαση (696 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη  κατά ένα μέρος της,  ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 361, 298, 299, 914, 922, 932 ΑΚ, 107 επ  ΚΙΝΔ, 696 παρ. 3, 730,  176 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη και συνεπώς απορριπτέα, τυγχάνει η αίτηση αναφορικά με τις προβαλλόμενες, κατά τα ιστορούμενα, το πρώτον με την ένδικη αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης, επικουρικές βάσεις ευθύνης των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της καθ’ ης, διότι δεν εμπίπτουν στην έννοια της «μεταβολής των πραγμάτων» ή της «ύπαρξης νέων στοιχείων», σύμφωνα με όσα εκτενώς αναλύονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενώ αναφορικά με τις επιπρόσθετες απαιτήσεις της αιτούσας (απώλεια ναύλου και έξοδα κατάσχεσης κλπ), δε δύναται να εκτιμηθεί η υπό κρίση αίτηση ως αυτοτελής αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων προς εξασφάλιση απαίτησης, σωρευόμενη με την αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης, ελλείψει σχετικού αιτήματος. Είναι δε αναγκαίο να επισημανθεί ότι αποκλείεται η υπαγωγή σε διαιτησία υποθέσεων με αντικείμενο τη λήψη, ανάκληση ή μεταρρύθμιση ασφαλιστικών μέτρων. Η απαγόρευση ισχύει ακόμη και αν η κύρια διαφορά έχει ήδη υπαχθεί στη διαιτησία, ενώ και στο πλαίσιο της διαιτητικής δίκης δεν επιτρέπεται η λήψη, ανάκληση ή μεταρρύθμιση ασφαλιστικών μέτρων από τους διαιτητές. Συνεπώς, η ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, προτεινόμενη σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω από την καθ’ ης, είναι απορριπτέα και μάλιστα αδιαφόρως αν αφορά ημεδαπή ή αλλοδαπή διαιτησία, αφού στο νόμο δεν γίνεται διάκριση (βλ. Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρ. 685 σελ 1334, 1335), ενώ τέλος για την ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως, κατά την γνώμη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθότερη, δεν απαιτείται επίκληση και πιθανολόγηση της συνδρομής επικειμένου κινδύνου ή επείγουσας περιπτώσεως, καθώς αυτή απαιτείται κατ` άρθρο, μόνον όταν ζητείται να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα και όχι όταν ζητείται η ανάκληση αυτών, για την οποία ο νόμος θέτει άλλες προϋποθέσεις (ΜονΠρΘεσ.10695/2015 ΕΦΑΔ 2016/278). Συνακόλουθα, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, η ένδικη υπό στοιχείο Α’ αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση υπό στοιχείο Β’ αίτηση, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 29.1.2021 κλήση, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, οι αιτούσες ισχυρίζονται ότι διατηρούν απαιτήσεις από αδικοπραξία και δη απάτη που τέλεσαν, από 15 Απριλίου 2019 έως 29 Νοεμβρίου 2019, οι καθ’ ων, προστηθέντες και νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας … Ότι τέλεσαν το αδίκημα της απάτης κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση σύμβασης χρονοναύλωσης που συνήφθη στις 26-7-2019 μεταξύ της πρώτης αιτούσας πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κύπρου πλοίου …, της δεύτερης αιτούσας διαχειρίστριας του τελευταίου και της ανωτέρω εταιρίας …, συνολικού ύψους 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. άλλως ποσού 1.792.516,24 ευρώ, καθόσον οι καθ΄ ων ενεργώντας από κοινού και κατόπιν συνεννόησης και συνεργασίας μεταξύ τους παρέστησαν με πρόθεση ψευδώς, ότι η ναυλώτρια εταιρία είναι φερέγγυα, έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και πελατολόγιο, παρότι  στην πραγματικότητα, όπως όλοι γνώριζαν, είχε ήδη οφειλές για ληξιπρόθεσμα χρέη εκατομμυρίων ευρώ σε τρίτες εταιρίες, στερούνταν κεφαλαίων και ήταν αφερέγγυα. Ότι η ναυλώτρια εταιρία παρέλαβε το πλοίο την 12.8.2019, αποκρύπτοντας την αδυναμία καταβολής των χρονοναύλων, με μοναδικό σκοπό τους την υποναύλωση του πλοίου στην εταιρία … και την υπεξαίρεση του υποναύλου, ώστε να καταστεί αδύνατη η άσκηση του δικαιώματος «lien» από την πρώτη αιτούσα. Ότι επιπρόσθετα, παρέστησαν ψευδώς στην προμηθεύτρια εταιρία καυσίμων … …, ότι για την καταβολή του τιμήματος ευθύνονται εις ολόκληρο με τη ναυλώτρια και οι αιτούσες, παρότι γνώριζαν ότι τούτο είναι ψευδές, καθόσον σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης ναύλωσης, μόνη υπεύθυνη ήταν η ναυλώτρια εταιρία, με αποτέλεσμα να κατασχεθεί το πλοίο ιδιοκτησίας της αιτούσας και να υποστεί η πρώτη αιτούσα ζημία ύψους 196.219,17 δολ ΗΠΑ., ενώ παράλληλα στο τέλος Σεπτεμβρίου, διαβεβαίωναν με πρόθεση τις αιτούσες ψευδώς ότι διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσουν τον οφειλόμενο ναύλο και το τίμημα από την αγορά των καυσίμων. Περαιτέρω και όλως επικουρικώς, ιστορούν ότι οι … και …, ευθύνονται για τις απορρέουσες από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά συνέπειες, προσωπικά από κοινού και εις ολόκληρον με την ναυλώτρια καθ’ ης, που λειτούργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη προσωπική εταιρία, λόγω της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ανέπτυξε στον Πειραιά, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, άλλως ο …, ευθύνεται προσωπικά από κοινού και εις ολόκληρο με την καθ’ ης, διότι δια μέσω των υπαλλήλων του, … και …, κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της καθ’ ης, διαβεβαίωσε ψευδώς για την φερεγγυότητά της και αποξένωσε την πρώτη αιτούσα από τον οφειλόμενο ναύλο και τον υποναύλο, σε κάθε περίπτωση άπαντες παραβίασαν την υποχρέωση πρόνοιας, καλής πίστης και επιμέλειας από δόλο, δηλώνοντας ψευδώς στις 6.9.2019 ότι επρόκειτο η καθ’ ης να καταβάλει τους ληξιπρόθεσμους χρονοναύλους, που κάλυπταν την περίοδο έως 11.10.2019 σύμφωνα με την 3η κατάσταση χρονοναύλου της 11.9.2019, ποσού 134.649,89 δολ ΗΠΑ και το τίμημα των καυσίμων προς την ……, ύψους 145.547,05 δολ. ΗΠΑ, παρότι μπορούσαν και έπρεπε να προβλέψουν ότι αποτέλεσμα των ψευδών δηλώσεών τους θα ήταν η κατάσχεση του πλοίου ιδιοκτησίας της πρώτης αιτούσας και η εντεύθεν οικονομική ζημία της, άλλως οι …  και … ευθύνονται συμμέτρως λόγω ύπαρξης με την καθ’ ης γνήσιας κοινοπραξίας, ενώ όλως επικουρικώς ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον με τους ως άνω … και … να αποζημιώσουν την πρώτη αιτούσα κατά το ποσό των 179.468,83 δολ ΗΠΑ (κεφάλαιο για το τίμημα των καυσίμων και συμβατικοί τόκοι μέχρι τον χρόνο πληρωμής), των 850 δολ ΗΠΑ για έξοδα και δαπάνες της πρώτης αιτούσας στον Αλληλασφαλιστικό Οργανισμό … και 35.875,00 δολ ΗΠΑ για κάλυψη της ζημίας της πρώτης αιτούσας που προκλήθηκε από την απώλεια χρονοναύλου. Επικαλούμενες δε περαιτέρω επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, ζητούν για την εξασφάλιση, της απορρέουσας από την ηθική βλάβη που υπέστησαν, αξιώσεώς τους, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας εκάστου των καθ’ ων, εις χείρας τους ή εις χείρας οποιουδήποτε τρίτου μέχρι του ποσού των 1.400.000,00 ευρώ υπέρ της πρώτης αιτούσας, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας εκάστου των καθ’ ων, εις χείρας τους ή εις χείρας οποιουδήποτε τρίτου μέχρι του ποσού των 140.000,00 ευρώ υπέρ της δεύτερης αιτούσας, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση οιωνδήποτε χρημάτων κατατεθειμένων από τους καθ’ ων σε τραπεζικό ή τραπεζικούς λογαριασμούς αυτών, σε οποιοδήποτε νόμισμα τηρούμενους από αυτούς σε οποιαδήποτε τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή οργανισμό που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για εξασφάλιση των απαιτήσεων της πρώτης αιτούσας που ανέρχονται κατά κεφάλαιο σε ευρώ 935.555,55 και να διαταχτεί η συντηρητική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 1.400.000,00 ευρώ υπέρ της πρώτης αιτούσας, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση οιωνδήποτε χρημάτων κατατεθειμένων από τους καθ’ ων σε τραπεζικό ή τραπεζικούς λογαριασμούς αυτών, σε οποιοδήποτε νόμισμα τηρούμενους από αυτούς σε οποιαδήποτε τράπεζα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή οργανισμό που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για εξασφάλιση των απαιτήσεων της πρώτης αιτούσας που ανέρχονται κατά κεφάλαιο σε ευρώ 100.000,00 και να διαταχτεί η συντηρητική κατάσχεση μέχρι του ποσού των 140.000,00 ευρώ υπέρ της δεύτερης αιτούσας και να καταδικαστούν οι αντίδικοί τους στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 683 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς (άρθρο 51 του Ν. 2172/1993). Επί του παραπόνου των καθ’ ων περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας όταν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της κύριας υποθέσεως σε διαιτησία (ημεδαπή ή αλλοδαπή), θα πρέπει να σημειωθεί, πέραν όσων ανωτέρω εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο Α’ συνεκδικαζόμενη αίτηση, ότι ναι μεν δεν υφίσταται κατά το πνεύμα του Κανονισμού δικαστήριο κύριας δίκης, πλην όμως στην περίπτωση αυτή η διεθνής δικαιοδοσία δύναται να στηριχθεί αποκλειστικά στο άρθρο 35 Κανονισμού 1215/2015, που με τη σειρά του αναπέμπει στους δικονομικούς κανόνες του εσωτερικού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, το Δικαστήριο θα διερευνήσει την τοπική αρμοδιότητα και συνακόλουθα τη διεθνή δικαιοδοσία του με βάση τους κανόνες του εσωτερικού του δικονομικού δικαίου που απαιτούν τη συνδρομή κάποιου αναγνωρισμένου από το νόμο συνδετικού στοιχείου με την ένδικη διαφορά, τέτοιος δε είναι και ο τόπος εκτελέσεως του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου (682 παρ 4 ΚΠολΔ). Ενόψει των ανωτέρω εγκαθιδρύεται τοπική αρμοδιότητα (3 ΚΠολΔ, άρθρο  31 και 60 Κανονισμού ΕΕ 44/2001 όπως ισχύει μετά τη συμπλήρωσή του με τον Κανονισμό ΕΕ 1215/2012, και δη το άρθρο 35 αυτού που αφορά τη δικαιοδοσία επί ασφαλιστικών μέτρων) και συνακόλουθα διεθνής Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού, κάθε δε αντίθετος ισχυρισμός τυγχάνει μετά ταύτα απορριπτέος ένεκα του αβασίμου του. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς την διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ ως προς την επικαλούμενη από τις αιτούσες στενώς συνδεόμενη με την προαναφερθείσα σύμβαση χρονοναύλωσης αδικοπραξία των νομίμων εκπροσώπων και των προστηθέντων της ναυλώτριας εταιρίας, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, δοθέντος ότι  σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν σιωπηρώς  να υπαχθούν τα μέρη  κατά το άρθρο  25 ΑΚ, αφού οι αιτούσες τις διατάξεις αυτές επικαλούνται  για να  θεμελιώσουν τις ένδικες αξιώσεις τους, οι δε παριστάμενοι  καθ΄ ων με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν να αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους,  (ΕφΠειρ 149/2015 αδημ, ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292,  ΕφΠειρ 508/2008 ΕΝΔ17.497, ΕφΠειρ 672/1993 ΕΕμπΔ1994.106,  Παπασιώπη Πασσιά ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εκδ 1991.σελ 18 επ) υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του. Στην αυτή λύση (εφαρμογή ελληνικού ουσιαστικού δικαίου)  κατατείνει  και η άποψη ότι   στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπου λόγω του κατεπείγοντος δεν συχγωρείται έκδοση αποφάσεως για την ανεύρεση του αλλοδαπού δικαίου, όταν το Δικαστήριο το αγνοεί, είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του αντίστοιχου ημεδαπού ουσιαστικού δικαίου (ΜονΠρωτΚεφ468/2000 Δ.2001.757). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, η αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, περιέχουσα έστω και συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων πιθανολογείται το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου ζητείται η προσωρινή ρύθμιση, όπως επίσης και ο επικείμενος κίνδυνος (πρβλ. ΜΠρΑθ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠρΑθ 29396/1995 Δ 27.644 – Κράνη σε ΕρμΚΠολΔ II, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 686, αριθ. 10, σ. 1339 και Βαφειάδου σε Ασφαλιστικά Μέτρα Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, εκδ. 2000, αριθ. 94, ο. 65) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 361, 298, 299, 914, 922, 932 ΑΚ, 107 επ. ΚΙΝΔ, 249 παρ. 1 και 258 παρ. 3 Ν. 4072/2012, 707, 708, 176 του ΚΠολΔ και ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την επ’ ακροατηρίω ένορκη κατάθεση των μαρτύρων, οι οποίες εκτιμούνται μόνες τους και σε συνδυασμό προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα καθώς και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των συνταχθέντων στην αγγλική γλώσσα εγγράφων, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση, πλην όμως στην παρούσα διαδικασία λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1627/2010, ΕλλΔνη 2011.432, ΑΠ 1462/1996 ΕλλΔνη 38.544) και από την με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του …, που δόθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίας – Λήδα Λάβδα, τις από 27.11.2020 ένορκες βεβαιώσεις με αριθμ. … ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαρίας Νάκου Μανίσαλη του … και … αντίστοιχα, τις από 11.2.2021 με αριθμό …. και ….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς του … και … ομοίως αντίστοιχα, δεδομένου ότι στην παρούσα διαδικασία λαμβάνονται υπόψη και χωρίς προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων και την από 8.1.2021 ένορκη βεβαίωση του …, που δόθηκε ενώπιον του Ιταλού Συμβολαιογράφου P. Torrente (ήτοι ενώπιον αλλοδαπής επίσημης αρχής, ΑΠ 581/2010), πλην των φακέλων με έγγραφα που προσκομίστηκαν από τις αιτούσες την 18.2.21, 22.3.21, 30.3.21, 14.4.21, 22.4.21, 28.4.21, 18.5.21, 24.5.21, τα οποία το δικαστήριο για τη διαμόρφωση του δικαστικού πορίσματος δεν λαμβάνει υπόψη, ενόψει του ότι κατά την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 691 παρ. 3 ΚΠολΔ δυνητική του ευχέρεια έταξε προθεσμία για κατάθεση σημειώματος και των αποδεικτικών εγγράφων, έως την 16.2.2021 και εξαιτίας αναστολής της λειτουργίας του Πρωτοδικείου Πειραιώς έως 18.2.2021,πλην όμως τα ανωτέρω σχετικά προσκομίστηκαν μεταγενέστερα, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη αιτούσα τυγχάνει πλοιοκτήτρια του φορτηγού χύδην φορτίου (τύπου «Kamsarmax») πλοίου «…» (ΙΜΟ 9510369 – Δ.Δ.Σ. 5ΒΑR4), η δε καθ’ ης της υπό στοιχείο Α’ αίτησης, είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, εδρεύουσα, πραγματικώς στο …, με αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας τη ναύλωση και την εμπορική εκμετάλλευση πλοίων, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτες εταιρίες (operator), δυνάμει σχετικών συμβάσεων εφοπλιστικής χρονοναύλωσης (time – chartering), τις οποίες καταρτίζει με τις εκάστοτε ιδιοκτήτριες αυτών. Στο πλαίσιο της προαναφερθείσας δραστηριότητάς της, η καθ’ ης υπέβαλε τον Ιούλιο του έτους 2019, μέσω της εδρεύουσας στη … ναυλομεσίτριας εταιρίας με την επωνυμία «….», πρόταση – προσφορά για την χρονοναύλωση του προαναφερθέντος πλοίου της αιτούσας. Η ανωτέρω χρονοναύλωση αφορούσε την πραγματοποίηση ενός ταξιδιού χρονοναύλωσης για τη μεταφορά από τη Βραζιλία προς τη Σιγκαπούρη της Κίνας, με διέλευση από το Ακρωτήρι Καλής Ελπίδας Ν. Αφρικής, σιτηρών, προϊόντων σιτηρών και αγροπροϊόντων ως χύδην φορτίο. Κατόπιν των διαπραγματεύσεων – συνεννοήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ της προαναφερθείσας ναυλομεσίτριας για λογαριασμό της καθ’ ης και της εταιρίας «…», διαχειρίστριας του πλοίου, καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το από 26-7-2019 σύμφωνο χρονοναύλωσης τύπου N.Y.P.E. (New York Produce Exchange Form 1990, TIMENAV), μαζί με τα παραρτήματά του. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ ης προ της κατάρτισης της ένδικης χρονοναυλώσεως και ειδικότερα στις 18-7-2019 είχε καταρτίσει υποναύλωση, όπως συνάγεται από το 18-7-2019 ναυλοσύμφωνο τύπου «Baltimore FORM C», με την εδρεύουσα στην Ν. Υόρκη Η.Π.Α. εταιρία «… ….». Για την ως άνω δε σύμβαση υποναύλωσης προεισέπραξε το σύνολο του ναύλου. Εντέλει, στις 27-9-2019, η καθ’ ης υπαναχώρησε από την ένδικη χρονοναύλωση, δηλώνοντας μέσω ταυθήμερου μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) προς την αιτούσα ότι δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από την ένδικη σύμβαση χρονοναύλωσης, συμπεριλαμβανομένης και της πληρωμής των οφειλομένων ναύλων. Ακολούθως, η πρώτη αιτούσα πλοιοκτήτρια εταιρία άσκησε την από 4.11.2019 αίτησή της κατά της ναυλώτριας εταιρίας αιτούμενη την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας της προς εξασφάλιση απαίτησής της απορρέουσας από την ανωτέρω σύμβαση χρονοναύλωσης, αλλά και από αδικοπραξία που τέλεσαν σε βάρος της οι νόμιμοι εκπρόσωποι και προστηθέντες της τελευταίας, ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι η καθ’ ης, δια των προστηθέντων της και καθ’ υπόδειξη των διοικούντων αυτή, μετήρθαν ψευδών παραστάσεων στοχευμένα και συστηματικά από τον Απρίλιο έως την υπαναχώρησή τους από τη σύμβαση ναύλωσης, εξαπατώντας την πλοικτήτρια εταιρία ως προς την οικονομική της κατάσταση, την φερεγγυότητα και τη δυνατότητα καταβολής των συμφωνημένων χρονοναύλων και λοιπών υποχρεώσεων που απέρρεαν από την μεταξύ τους σύμβαση, ότι απέκρυψαν δολίως οι νόμιμοι εκπρόσωποι και προστηθέντες της το γεγονός ότι στερούνταν χρημάτων, με μοναδικό σκοπό τους την υποναύλωση του πλοίου στην εταιρία … και την υπεξαίρεση του υποναύλου, ώστε να καταστεί αδύνατη η άσκηση του δικαιώματος «lien» από την πρώτη αιτούσα, ότι η καθ’ ης είχε ήδη συνάψει και με άλλες εταιρίες ναυλώσεις, για τα πλοία … (ναυλοσύμφωνο 8.5.2019), … (ναυλοσύμφωνο 12.7.2019), … (ναυλοσύμφωνο 17.7.2019) και … (ναυλοσύμφωνο 11.9.2019), εξαπατώντας με τον ίδιο τρόπο τις πλοιοκτήτριες εταιρίες, δημιουργώντας χρέη εκατομμυρίων στη ναυτιλιακή αγορά. Στήριξε δε την αδικοπρακτική ευθύνη της καθ’ ης και των νομίμων εκπροσώπων της και στο περιστατικό πετρέλευσης του πλοίου, αναφέροντας ότι ήδη κατά την άσκηση της αίτησης η προμηθεύτρια των καυσίμων …, έχει αναζητήσει από την πλοιοκτήτρια το τίμημα.  Η ανωτέρω αίτηση δικάστηκε την 29.11.2019 και εκδόθηκε η με αριθμό 1967/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία δεν πιθανολογήθηκαν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αδικοπραξία, ενώ διατάχτηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης ναυλώτριας εταιρίας προς εξασφάλιση απαίτησής της από τη σύμβαση και μέχρι του ποσού των 1.292.516,24 ευρώ. Κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου όλα τα στοιχεία και γεγονότα που αφορούσαν τόσο την αρχική σύμβαση χρονοναύλωσης μεταξύ των ίδιων διαδίκων τον Απρίλιο του 2019, η οποία εξελίχθηκε ομαλά και καταβλήθηκαν όλοι οι χρονοναύλοι, όσο και την προαναφερόμενη σύμβαση του Ιουλίου 2019, η οποία καταγγέλθηκε, χωρίς να έχει καταβληθεί ο τρίτος χρονοναύλος, όπως και όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, αδικοπραξία (απάτη) των νομίμων εκπροσώπων της καθ’ ης και των προστηθέντων από αυτή στελεχών και επαναλαμβάνονται στην ένδικη αίτηση ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της εκδοθείσας απόφασης. Εξάλλου, πιθανολογείται ότι η πλοιοκτήτρια εταιρία γνώριζε ήδη από 18.9.2019 για την τεθείσα από την προμηθεύτρια των καυσίμων εταιρία … ρήτρα της εις ολόκληρον ευθύνης της με την αγοράστρια ναυλώτρια εταιρία, γνώση που αποτυπώνεται στο από 18.9.2019 ηλεκτρονικό μήνυμα του καπετάνιου του πλοίου … κ. …, προς την φυσική παραδότρια των καυσίμων εταιρία …, που ενεργούσε σε συνεννόηση με την πωλήτρια …, για το γεγονός ότι η τελευταία δεν επέτρεψε στον πλοίαρχο να εισάγει στην απόδειξη πετρέλευσης (Bunker receipt) επιφυλάξεις της πλοιοκτήτριας περί αποποιήσεως οποιασδήποτε εις ολόκληρον ευθύνης της για την προσήκουσα εξόφληση του τιμήματος των καυσίμων «…εκ μέρους των ιδιοκτητών του πλοίου διαμαρτύρομαι με την παρούσα για το γεγονός ότι δεν επιτρέψατε να τεθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις/σφραγίδες στην απόδειξη πετρέλευσης ή οποία εγχειρίστηκε επί του πλοίου και να διατυπώσω την επιφύλαξη δικαιωμάτων των ιδιοκτητών και ειδικότερα τις ακόλουθες: 1. τα καύσιμα παρελήφθησαν και έγιναν αποδεκτά για λογαριασμό της ναυλώτριας … (χρονοναυλώτριας του πλοίου κατά τον παρόντα χρόνο) η οποία και μόνο ευθύνεται για την αποπληρωμή του τιμήματος της αξίας τους. Το πλοίο σε καμία περίπτωση δεν ευθύνεται για την καταβολή αυτή. 2. Σημαντική επισήμανση: Τα αγαθά και / ή οι υπηρεσίες που δια του παρόντος αναγνωρίζονται, παρέχονται και / ή παραγγέλονται γίνονται αποδεκτά/ες για λογαριασμό της ναυλώτριας του πλοίου M/V … … και μόνο και όχι για λογαριασμό του πλοίου ή της πλοιοκτήτριας. Επομένως κανένα ναυτικό προνόμιο ή άλλη απαίτηση δεν εγείρεται κατά του πλοίου. Επισημαίνω ότι η άρνησή σας να αποδεχτείτε την ενσωμάτωση των παραπάνω παρατηρήσεων δεν απαλλάσσει τη χρονοναυλώτρια από τις εκ του σχετικού ναυλοσυμφώνου υποχρεώσεις της.». Σε κάθε περίπτωση η αιτούσα πλοιοκτήτρια και η διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου, έλαβαν γνώση της τιθέμενης ρήτρας με την κατάσχεση του πλοίου στο Μπουένος Άιρες και την έκδοση της απόφασης του 8ου Ομοσπονδιακού Πολιτικού και Εμπορικού Δικαστηρίου, κατόπιν αίτησης της προμηθεύτριας εταιρίας … …, στην οποία μάλιστα αναφέρονται ένα προς ένα τα αποδεικτικά έγγραφα στα οποία στηρίχτηκε η δικαστική κρίση του αλλοδαπού δικαστηρίου και αποδεικνύουν την εις βάρος της απαίτηση. Εξάλλου, όπως και οι ίδιες οι αιτούσες συνομολογούν στην υπό στοιχείο Β’ συνεκδικαζόμενη αίτησή τους, η διαχειρίστρια εταιρία του πλοίου επικοινωνούσε μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων απευθείας με την ως άνω προμηθεύτρια εταιρία στις 25 και 26.11.2021, λαμβάνοντας γνώση της κατάσχεσης, της αιτίας, του ύψους της οφειλής και της διαδικασίας άρσης της επιβληθείσας κατάσχεσης και μέσω δικαστικού πληρεξουσίου της πλοικτήτριας στο Μπουένος Άιρες, προέβησαν σε εξωδικαστικό συμβιβασμό. Ως εκ τούτου πιθανολογείται ότι κατά τον χρόνο συζήτησης της από 4.11.2019 αίτησης, ήτοι την 29.11.2019, επί της οποίας εκδόθηκε η υπό ανάκληση απόφαση, η αιτούσα γνώριζε τις πράξεις ή παραλείψεις της καθ’ ης σχετικά με την προμήθεια καυσίμων, όπως και το γεγονός ότι είχε καταστεί εις ολόκληρον συνοφειλέτρια του τιμήματος, το δε έγγραφο που περιήλθε εις γνώση της την 6.10.2020, που τιτλοφορείται «επιβεβαίωση πώλησης καυσίμων στο πλοίο … στον Λιμένα Port Louis» και στάλθηκε ηλεκτρονικά προς το τμήμα επιχειρήσεων της ναυλώτριας – καθ΄ης  από τον …, για λογαριασμό της …, ήταν απλά επιβεβαιωτικό όσων ήδη είχαν περιέλθει στην αντίληψή της και δεν δύναται να θεωρηθεί νέο στοιχείο άγνωστο στην αιτούσα, που προϋπήρχε της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και αποκαλύφθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, ικανό να στηρίξει την μεταρρύθμιση της δικαστικής κρίσης. Ακολούθως, και αναφορικά με τα επικαλούμενα από την αιτούσα περιστατικά ψευδών παραστάσεων των νομίμων εκπροσώπων της καθ’ ης και των προστηθέντων της (καθ’ ων της υπό στοιχείο Β’ αίτησης), αναφορικά με την φερεγγυότητα της ναυλώτριας, την οικονομική της κατάσταση και τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών της, αποκρύπτοντας την αλήθεια, ήτοι την ύπαρξη ληξιπρόθεσμων χρεών της εκατομμυρίων ευρώ σε μεγάλο αριθμό εταιριών και την αδυναμία της να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, αναφέρονται και στην από 4.11.2019 αίτησή της επιχειρώντας να θεμελιώσει την αδικοπρακτική συμπεριφορά των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της καθ’ ης, λήφθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπό ανάκληση, άλλως μεταρρύθμιση απόφαση, το οποίο και απέρριψε την αδικοπρακτική βάση της αίτησης ως ακολούθως: «Εξάλλου, δεν πιθανολογήθηκαν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν αδικοπραξία (απάτη) των νομίμων εκπροσώπων της καθ’ ης και των προστηθέντων από αυτή στελεχών εις βάρος της αιτούσας κατά την υπό κρίση αίτηση, δεδομένου ότι η μεταγενέστερη χειροτέρευση της οικονομικής της κατάστασης δεν θεμελιώνει απάτη. Ειδικότερα, η ανωτέρω κρίση ου παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι τρεις μήνες πριν τη σύναψη της ένδικης σύμβασης χρονοναύλωσης, η καθ’ ης είχε συνάψει με την αιτούσα και το από 17-4-2019 ναυλοσύμφωνο τύπου N.Y.P.E. (New York Produce Exchange Form 1990, TIMENAV), στο πλαίσιο του οποίου υπήρξε συνεπής σε όλες τις απορρέουσες από αυτό συμβατικές υποχρεώσεις της, γεγονός που σύμφωνα και με την κατάθεση του μάρτυρα της αιτούσας αποτέλεσε κίνητρο για την σύναψη της ένδικης σύμβασης, ενώ και κατά τη διάρκεια της τελευταίας κατέβαλε, έστω και με καθυστέρηση, τα ποσά που αντιστοιχούσαν στον πρώτο και το δεύτερο ναύλο, στοιχείο που λειτουργεί αναιρετικά ως προς το στοιχείο της ύπαρξης δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων και των λοιπών στελεχών της τελευταίας. Το γεγονός δε της σύναψης και άλλων συμβάσεων χρονοναύλωσης με άλλες πλοιοκτήτριες εταιρίες και αντίστοιχων συμβάσεων υποναύλωσης, που είχαν συναφθεί ήδη από το Μάιο και τον Απρίλιο του 2019 και ετέθησαν υπόψη της αιτούσας για την υπογραφή της αρχικής από 17-4-2019 σύμβασης χρονοναύλωσης και στις οποίες επίσης υπαναχώρησε η καθ’ ης δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως πιθανολογήθηκε ότι η οικονομική κατάσταση της καθ’ ης επιδεινώθηκε ραγδαία προς τα τέλη του Ιούλιου του 2019 (σημειωτέον ότι και ο μάρτυρας της αιτούσας κατέθεσε ότι από τον Ιούλιο του ιδίου έτους άρχισε να έχει οφειλές η καθ’ ης) με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις τόσο προς την αιτούσα όσο και προς τις λοιπές πλοιοκτήτριες εταιρίες με τις οποίες είχε συνάψει αντίστοιχες συμβάσεις χρονοναύλωσης. Οι δε νόμιμοι εκπρόσωποι και τα στελέχη της καθ’ ης δεν πιθανολογήθηκε ότι γνώριζαν, εξαρχής και καθ’ ο χρόνο ελάμβαναν χώρα διαπραγματεύσεις μεταξύ ων διαδίκων για την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης χρονοναύλωσης, ότι η καθ’ ης δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις εκ της ένδικης σύμβασης χρονοναύλωσης και ότι παρόλα αυτά ενήργησαν προς βλάβη της αιτούσας, πείθοντας με ψευδείς παραστάσεις τους νομίμους εκπροσώπους της αιτούσας να προβούν στην σύναψη της από 26-7-2019 σύμβασης χρονοναύλωσης. Συνεπώς, δεν πιθανολογείται βάσιμη η εξ αδικοπραξίας απαίτηση της αιτούσας καθ’ ο μέρος αφορά την χρηματική ικανοποίηση ποσού 500.000 ευρώ, λόγω της επικαλούμενης από αυτήν προσβολής της φήμης και της εμπορικής της πίστης.» Επισημαίνεται ειδικώς, ότι ο προσκομιζόμενος από την αιτούσα, αναφερόμενος ως κατάλογος πλοιοκτητριών εταιριών που έπεσαν θύματα της απάτης της καθ’ ης, δεν δύναται να θεωρηθεί νέο στοιχείο, καθόσον κι αν ακόμη είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου περισσότερες, από τις ήδη αναφερόμενες κατά την εκδίκαση της από 4.11.2019 αίτησής της, ζημιωθείσες από την καθ’ ης εταιρίες, δεν θα οδηγούσαν σε εντελώς διαφορετική κρίση, δεδομένου ότι ήδη είχαν αξιολογηθεί τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις ναυλοσυμφώνων, που καταγγέλθηκαν από την καθ’ ης, το ίδιο χρονικό διάστημα του φερόμενου χρόνου τέλεσης της κακουργηματικής απάτης σε βάρος της αιτούσας. Επιπρόσθετα, τα αναφερόμενα ως νέα στοιχεία, αποδεικτικά άκαρπων κατασχέσεων σε βάρος της καθ’ ης, συνιστούν έγγραφα μεταγενέστερα της έκδοσης της υπό ανάκληση απόφασης και δεν συνιστούν μεταβολή, ενώ δεν θεωρούνται νέα στοιχεία η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, όπως οι καταθέσεις μαρτύρων, για γεγονότα που προϋπήρχαν. Ως εκ τούτου, καθόσον δεν πιθανολογήθηκαν ουσιώδη γεγονότα προϋφιστάμενα της έκδοσης της υπό ανάκληση ή μεταρρύθμιση απόφασης, που δεν προβλήθηκαν κατά τη συζήτηση, καθώς ήταν άγνωστα στην αιτούσα και αποκαλύφθηκαν μετά την έκδοσή της και δεδομένου ότι δεν συνιστούν μεταβολή οι πραγματικές πλημμέλειες της απόφασης, όπως η κακή ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων που τέθηκαν υπόψη του δικαστή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συντρέχει περίπτωση μεταβολής των πραγμάτων υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 696 ΚΠολΔ και η υπό στοιχείο Α’ αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της. Συνακόλουθα, από την με αριθμό 1967/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, παράγεται προσωρινό δεδικασμένο (άρθρο 695 ΚΠολΔ) ως προς τη διάγνωση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του λόγου, στον οποίο στηρίζεται, με την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί σε διάφορη ρύθμιση των ήδη κριθέντων, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που δεσμεύονται από την ανωτέρω κρίση και με βάση τα ίδια θεμελιωτικά περιστατικά, τα οποία υπήρχαν και έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως του. Το παραπάνω προσωρινό δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα, και ως εκ τούτου δε δύναται να επανακριθεί ό,τι έχει κριθεί, καθόσον μάλιστα η δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης απόφασης προϋποθέτει αθροιστικά να συντρέχουν συγκεκριμένα στοιχεία, όπως αυτά εκτενώς αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Εν προκειμένω, κατόπιν της απόρριψης ανάκλησης, άλλως μεταρρύθμισης της ανωτέρω απόφασης, κατά τα προαναφερόμενα, δεν κάμπτεται το δεδικασμένο της δικαστικής κρίσης που απορρέει από την με αριθμό 1967/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Ανάλογη δέσμευση δεν έχει το Δικαστήριο της κύριας δίκης, το οποίο ευχερώς μπορεί, συνεκτιμώντας ακόμη και το ίδιο αποδεικτικό υλικό να δεχτεί τη συνδρομή των θεμελιωτικών, της αδικοπρακτικής βάσης, στοιχείων. Στην προκειμένη, δε, περίπτωση, η υπό στοιχείο Β’ αίτηση, κατά των νομίμων εκπροσώπων και προστηθέντων της ναυλώτριας εταιρίας …, στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά και σε νομικές βάσεις (κύριες και επικουρικές), σύμφωνα με τις οποίες διευρύνονται τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου, που πηγάζει από την απόρριψη της αδικοπρακτικής βάσης σε βάρος της ανωτέρω εταιρίας και στα εις ολόκληρον με αυτήν, κατά τα ιστορούμενα στην αίτηση, ευθυνόμενα φυσικά πρόσωπα (άρθρο 329 ΚΠολΔ), απορριπτομένης στο σύνολό της, της υπό στοιχείο Β’ αίτησης. Τέλος και αναφορικά με την συνεκδικαζόμενη υπό στοιχείο Γ’ αυτοτελή αίτηση ανάκλησης προσωρινής διαταγής, μετά την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων και την κατάργηση της εκκρεμοδικίας, δεδομένου ότι η έκδοση προσωρινής διαταγής υπαγορεύεται από την ανάγκη να αντιμετωπιστεί κατεπείγουσα περίπτωση ή άμεσος κίνδυνος και αποτελεί εγγύηση διασφαλίσεως του επικείμενου ασφαλιστικού μέτρου ή, κατ’ άλλη έκφραση, τελολογικό παρεπόμενο της αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων και συνεπώς μορφή προσωρινής δικαστικής προστασίας, παρίσταται πλέον  άνευ αντικειμένου.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, οι κρινόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, αφού η ερμηνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 12.2020 αίτηση (με αριθμό κατάθεσης 10130/2196/2020) και τις από 29.1.2021 κλήσεις (με αριθμό κατάθεσης 715/149/2021 και 713/148 /2021) αντίστοιχα, με τις οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση μετά από ματαίωση οι με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 9365/2040/2020 και 9799/2155/2020 αιτήσεις.
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ανωτέρω συνεκδικαζόμενες αιτήσεις.
  • ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1Ιουνίου 2021.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)