ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Αριθμός Αποφάσεως 1581/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός κατάθεση 5776/1262/2020
———————-
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αφροδίτη Κούτσουλα , Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 Ν 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Σεπτεμβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας- αιτούσας: Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία … και διατηρεί γραφείο στην Αθήνα επί … όπως νομίμως εκπροσωπείται από την κα … που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κουζουτζόγλου ( ΔΣΑ 15738).
Των καθ΄ών η κλήση – καθ’ων η αίτηση: 1) Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία …, όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία ……), όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εκπροσωπήθηκαν αμφότερες από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χριστίνα Γενναδοπούλου ( ΑΜ ΔΣΠ 1807).
Η καλούσα εταιρεία ζητά να γίνει δεκτή η από 20-07-2020 και με αρ. κατάθ. 5776/1262/2020 κλήση της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα, κατόπιν εκδόσεως της υπ` αρ. 630/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ( διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που την παρέπεμψε στο παρόν Δικαστήριο , με την οποία (κλήση), επαναφέρει προς συζήτηση την από 10-7-2019 και με αριθμό καταθέσεως 62515/7831/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στο σημείωμά τους, για το οποίο έλαβαν προθεσμία να το καταθέσουν έως την 16-09-2020.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση, με την από 20-07-2020 και με αρ. κατάθ. 5776/1262/2020 κλήση της αιτούσας, η από 10-7-2019 και με αριθμό καταθέσεως 62515/7831/2019 αίτησή της μετά την έκδοση της με αριθμό 630/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ( διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) που την παρέπεμψε προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου.
Ι. Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΕλΔ 2001.1599, ΑΠ 108/1988 ΕλΔ 1988.1392, ΕφΑΘ 6073/2002 ΕλΔ 2003.209, ΕφΑΘ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΕφΠειρ 266/2014 αδημ ΕφΑΘ 4467/2010 αδημ, , ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009.970). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά το άρθρο 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων (π.χ. της κατ` άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγομένου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του), προκειμένου περί νομικών προσώπων, τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού (ΕφΑΘ 3965/1998 ΔΕΕ 1999.726). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ` άρθρο 3 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, η αλλοδαπή τυπικά εταιρία της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, μπορεί αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αυτή αναπτύσσει τη δραστηριότητα της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992.1181, ΕφΑΘ 175/1988 ΝοΒ 1988.926), δεδομένου ότι, ειδικότερα, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81). Τον ως άνω καθορισμό της έδρας των νομικών προσώπων δεν μετέβαλε ο νόμος 791/1978 ο οποίος, με το μοναδικό του άρθρο 1 ορίζει ότι «…ναυτιλιακοί εταιρίαι, αίτινες συνεστήθησαν κατά τους νόμους αλλοδαπής Πολιτείας εφ` όσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριαι ή διαχειρίστριαι πλοίων υπό ελληνικήν σημαίαν, ή είναι εγκατεστημένοι ή ήθελον εγκατασταθή εν Ελλάδι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 27/1975 ή των αν.ν. 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου, υπό του δικαίου της Χώρας της εν τω καταστατικά) έδρας των, αδιαφόρως του πόθεν διευθύνονται ή διηυθύνοντο εν όλω ή εν μέρει ο αι υποθέσεις των…». Διότι η διάταξη αυτή εισάγει, κατ` απόκλιση από το γενικό κανόνα του ως άνω άρθρου 10 του ΑΚ διαφορετική ρύθμιση, ειδικά ως προς τις ναυτιλιακές εταιρίες και μόνον ως προς τα θέματα της σύστασης και της ικανότητας δικαίου αυτών, ορίζοντας ότι αυτά θα διέπονται από το Δίκαιο της Πολιτείας στην περιοχή της οποίας βρίσκεται κατά το καταστατικό η έδρα τους, και ότι είναι αδιάφορος ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα τους (ΟλΑΠ 2/99 ο.π.). Δηλαδή ο ν. 791/1978 δεν ασχολείται με δικονομικά θέματα όπως η δωσιδικία των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών, βάσει της οποίας το Δικαστήριο είναι αρμόδιο, εάν αυτές έχουν την πραγματική τους έδρα στη δικαιοδοτική περιφέρεια του, αλλά η πιο πάνω θεσμοθέτηση του έγινε χάρη της διαφυλάξεως του κύρους των πιο πάνω αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών για να μη μετασχηματιστούν αυτές σε εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρίες, λόγω μη τηρήσεως των υπό του Ελληνικού νόμου προβλεπομένων διατυπώσεων συστάσεως και απόκτησης ικανότητας δικαίου αυτών (σχετ. ΟλΑΠ 2/2003 ο.π, ΟλΑΠ 481/1978 ΝοΒ 27.211, ΕφΠειρ 266/2014 αδημ, ΕφΠειρ 12/2011 ΕπιθΝαυτΔ 2011.406, ).
ΙΙ. Τα άρθρα 901-903 του ΑΚ ρυθμίζουν την επίδειξη πραγμάτων και εγγράφων και καθορίζουν τους όρους με τους οποίους μπορεί να ζητηθεί και να πραγματοποιηθεί η επίδειξη αυτή. Τα ζητήματα για την επίδειξη εγγράφων και τη χορήγηση αντιγράφων ρυθμίζουν και τα άρθρα 450 επ. ΚΠολΔ και τα άρθρα 14-17 του Εμπορικού Νόμου, όπως επίσης και ο Οργανισμός Δικαστηρίων. Βεβαίως βασικό δικονομικό αξίωμα είναι ότι κανείς δεν υποχρεούται να δίνει στον αντίδικό του αποδεικτικά στοιχεία για να τα χρησιμοποιήσει εναντίον του. Πλην όμως σε ορισμένες περιπτώσεις, που προβλέπονται από τις παραπάνω διατάξεις, τόσο ο διάδικος όσο και ο τρίτος υποχρεούνται να επιδείξουν έγγραφα τα οποία κατέχουν, ακριβώς γιατί από αυτά μπορεί να εξαρτηθεί η ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Οι παραπάνω διατάξεις των άρθρων 450 επ του ΚΠολΔ ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, κατ’ απόκλιση από εκείνες των άρθρων 902-903 του ΑΚ, οι οποίες έχουν εφαρμογή όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ειδικά το ζητούμενο έγγραφο και συνεπώς στην περίπτωση κατά την οποία η ανάγκη της επιδείξεως εγγράφου ανακύπτει στη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, αποκλειστικώς εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις των άρθρων 450 επ. ΚΠολΔ ( βλ ΕφΘεσ 1150/2001 Δνη 44, 520, EφΘεσ 1939/1998 Δνη 40, 382, ΠολΠρωτΘες19900/2013 αδημ, ΠολΠρωτΠειρ 4627/2012 , ΜονΠρωτΒερ9/2013 Αρμ2013.934). Ειδικότερα κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί, ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν, ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτων. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση της δημιουργίας αξιώσεως για την επίδειξη εγγράφου είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αυτού που ζητεί την επίδειξη. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υποχρέωση του κατέχοντος να προβεί σε επίδειξη του εγγράφου απορρέει απ` ευθείας από τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, είναι δηλαδή ενοχή εκ του νόμου. Ενδέχεται όμως η επίδειξη αυτή να αποτελεί περιεχόμενο συμβατικής δεσμεύσεως του εναγομένου για την παροχή πληροφοριών στον ενάγοντα στα πλαίσια άλλης, κύριας, συμφωνίας που υφίσταται μεταξύ τους. Τότε, οι διατάξεις των άρθρων 288 επ. και 371 επ. ΑΚ επιβάλλουν ότι η εντεύθεν παροχή του οφειλέτη, για να είναι ορισμένη, πρέπει να έχει ως περιεχόμενο συγκεκριμένα έγγραφα (ΑΠ 776/2005 αδημ). Οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου ή τη χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στην ανωτέρω διάταξη (902 ΑΚ) και αναφέρονται αυτή περιοριστικά (Γεωργιάδη— Σταθόπουλου, Αστ. Κωδ. IV, άρθ. 902 αριθ. 3 σελ. 553, Π. Μπαλοδήμος, Δ 22,154, Εθ 1150/2001 ό.π.) είναι δε οι εξής: α) όταν το έγγραφο ουνετάγη, προς το συμφέρον του αιτούντος, εάν δηλαδή συνετάγη προς σύσταση, απόδειξη ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος. Γι` αυτό απαιτείται κατά τη σύνταξη του εγγράφου να υπήρχε ο ως άνω σκοπός (Ράμμος, ΕρμΑΚ 902 αρ. 8). Το έγγραφο δεν απαιτείται ν` αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αν όμως δεν έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του, δεν θεμελιώνεται αξίωση επιδείξεως, επειδή έχει απλώς αντικειμενική γι` αυτόν αξία λόγω του περιεχομένου του. Ετσι έννομο συμφέρον δεν υπάρχει αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του καθ΄ου κατόχου του (Ράμμος ΕρμΑΚ 902 αρ. 8), β) όταν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο συστατικό ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας, αφορά δηλαδή κυρίως διμερείς δικαιοπραξίες, στις οποίες ο αιτών είναι ένας από τους δικαιοπρακτούντες και γ) όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα (Εφθεσ 1150/2001 ό.π., ΕφΑθ 10381/1988 ΝοΒ 1989,747). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές με αυτή διαπραγματεύσεις. Δεν έχει δε σημασία αν οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν ή όχι και σε κατάρτιση συμβάσεως. Ως παραδείγματα τέτοιων εγγράφων αναφέρονται τα σχέδια της συμβάσεως, τα τηλεγραφήματα, τα σχεδιαγράμματα, οι επιστολές, οι πρόχειρες σημειώσεις, η αλληλογραφία που έχει διαμειφθεί κ.λπ. (Ράμμος, ΕρμΑΚ 902 αρ. 10, Εφθεσ 1150/2001 ό.π.). Το έννομο συμφέρον λείπει, όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί αλλά η αίτηση επιδείξεως εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά με την επίδειξη κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 9/2005 ΧρΙΔ 2005,715, ΕλλΛνη 2005,768). Περαιτέρω, από τη νομολογία των δικαστηρίων γίνεται πάγια δεκτό ότι για το ορισμένο της αγωγής (ή αίτησης) προς επίδειξη εγγράφων ο αιτών την επίδειξη πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα έγγραφα των οποίων ζητά την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενο τους. Η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 776/2005 ό.π.), δ) παρέχεται, η ευχέρεια στον εναγόμενο, να δώσει εξηγήσεις για την κατοχή του εγγράφου, ε) σε περίπτωση αμφισβήτησης της κατοχής του από τον εναγόμενο, μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει σχετικές αποδείξεις (ΕφΑθ 2183/2010 ό.π., ΕφΘεσ 2370/2007 ΕπισκΕΔ 2008,712, Εφθεσ 1852/2003 Αρμ 2004,450, ΕφΑθ 2456/2002 ΕΕμπΔ ΝΓ` ,331, με παρατηρήσεις γνωμοδότηση Ι.ΚΡόκα).. Ομως, ως περιγραφή του εγγράφου ικανή για το ορισμένο της αιτήσεως επιδείξεως πρέπει να θεωρηθεί εκείνη με την οποία εξατομικεύεται το έγγραφο, χωρίς να είναι απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου του, γιατί διαφορετικά η άσκηση της σχετικής αξιώσεως πολλές φορές θα δυσχεραίνεται υπερβολικά (για το ορισμένο της αγωγής βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλο Αστ. Κώδ, IV άρθ. 902, αρ. 5 σελ. 558, Κρουσταλάκης, Δ 1,648, (βλ. ΑΠ 776/2005, ΑΠ 953/2002 Νόμος, ΕφΑθ 2456/2002 ΕλλΔνη 2005,212, ΕφΘεσ 1150/2001 ό.π.). Πάντως είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα αγωγή ή αίτηση με την οποία ζητείται να επιδειχθούν: α) όσα και όποια έγγραφα κατέχει ο εναγόμενος σχετικά με κάποια έννομη σχέση (Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ό.π. σελ. 558 αρ. 25, ΕφΘεσ 1150/2001 ό.π.), β) βιβλία με τις αναγραφόμενες σ` αυτά καταχωρήσεις, χωρίς άλλο προσδιορισμό (Εφθεσ 1150/2001 ό.π., ΕφΠειρ 1157/1996 ΕλλΔνη 38,892), γ) συγκεκριμένος φάκελος με τα περιεχόμενα σ` αυτόν έγγραφα, χωρίς ακριβή προσδιορισμό των εν λόγω εγγράφων (Εφθεσ 1150/2001 ό.π,, ΕφΑθ 11203/1986 ΕλλΔνη 29,141), δ) αόριστος και ακαθόριστος αριθμός εγγράφων που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο (π.χ. στελέχη αποδείξεων αποθήκης, των τιμολογίων, δελτίων αποστολής, δελτίων παραλαβής εμπορευμάτων κ.λπ.), όταν, δε, πρόκειται για εμπορικά βιβλία ή στελέχη απόδειξης, πρέπει να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη σελίδα στην οποία υπάρχουν οι εγγραφές που αφορούν τη δικαζόμενη υπόθεση και να εκτίθεται το περιεχόμενο αυτών (ΑΠ 1631/2009αδημ, ΑΠ 291/1993 ΕλλΔνη 1994,1299, ΕφΑθ 2183/2010 αδημ, Εφθεσ 612/2008 Αρμ 2009,840, Εφθεσ 1852/2003, ΕφΛαρ 29/2002 αδημ, Εφθεσ 1150/2001 ό.π., ΕφΠειρ 1157/1996, ΕφΠατρ 437/1996, ΕφΑθ 14204/1988, ΠΠρΘεσ 33912/2010, ΠΠρΡεθ 103/2000 αδημ). Τέλος κατά την κρατούσα τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία γνώμη, γίνεται δεκτό ότι, σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου, [βλ. σχετ. ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 42 (2001) σελ. 680 ΜονΠρωτΘεσ 23434/2001 Αρμ. 2002 σελ. 1186, ΜονΠρωτΘεσ 7106/1994 Αρμ. 1994 σελ. 668, ΜονΠρωτΑθ 10575/85 ΕλλΔνη 26 (1985) σελ. 1418, Π.Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 4″, σελ. 344 επ„ Ε. Κρουσταλακης, Δίκη 21 (1990) σελ. 651], αυτός που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ. 1, 683, 686 επ„ 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος, ενώ μπορεί, ακόμη, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Στηρίζεται δε η άποψη αυτή στο άρθρο 731 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο, την ενέργεια,παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση (Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ, τόμος Γ`, ημίτομος Γ`, 2006, υπό άρθρο 902, αρ. 11, Νικολόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, τόμος IV, 1982, υπό άρθρο 902 αρ. 35). Αν στη σχετική αίτηση δεν περιλαμβάνεται συνοπτική αναφορά των περιστατικών που πιθανολογούν την ύπαρξη του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περιπτώσεως, αυτή απορρίπτεται λόγω αοριστίας (ΜΠρΑΘ 7533/2000 ΔΕΕ 2001. 284, ΜΠρΑΘ 11843/1997, ΕΤΡΑΞΧΡΔ 1999, 673). Σημειώνεται ότι, κατά την ως άνω κρατούσα γνώμη, η, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προσωρινή ρύθμιση της ως άνω διαφοράς, δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692§4 ΚΙΊολΔ, που απαγορεύει την πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ εαυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού [ΑΠ 1613/2000 ΕλΔνη 42, 681, ΠΠρΘεσ 13436/1993 ΕΤΡΑΞΧΡΔ 1994. 67, ΜΠρΠειρ 5768/2005 ΔΕΕ 2006. 775, ΜΠρΑΘ 8604/2004 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 2380/2003 ΕΝΔ 2003, 55, ΜΠρΘες 23434/2001, Αρμ 2002, 8, ΜΠρΑΘ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001. 97).
H αιτούσα με την κρινομένη αίτησή της ιστορεί τα ακόλουθα: Ότι η μοναδική εταίρος … πείσθηκε από τον κύριο μέτοχο της εταιρείας διαχείρισης πλοίων …» ( δεύτερη των καθ΄ών) …, να επενδύσει με κεφάλαιο ύψους 1.500.000 δολ ΗΠΑ στην αγορά νεότευκτου εμπορικού φορτηγού πλοίου, με συνέπεια η αιτούσα εταιρεία να αποκτήσει με την καταβολή του ως άνω ποσού το 10% των μετοχών της πρώτης εταιρείας που προέβη στην αγορά του φορτηγού πλοίου με την ονομασί « … ¨Ότι από το 2012 μέχρι το 2019 ο κ. … δια της δεύτερης των καθ’ ών η αίτηση εταιρείας, συμφερόντων του, άσκησε κατά την απόλυτη κρίση του τη διαχείριση του ως άνω πλοίου , όντας συγχρόνως εκτελεστικός πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της πλοιοκτήτριας πρώτης των καθ’ ών η αίτηση εταιρείας, με συνέπεια να υπάρχει πλήρης αδιαφάνεια . ¨Ότι η ενημέρωση των μετόχων της πλοιοκτήτριας εταιρείας ήταν τυπική, δίχως την παροχή στοιχείων περί των δυσμενών οικονομικών στοιχείων του πλοίου, ενώ η σύγκληση της γενικής συνέλευσης των μετόχων λάμβανε χώρα μία φορά μόνο το χρόνο με μοναδικό σκοπό την απαλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, δίχως να έχουν γνώση οι μέτοχοι με τι ποσοστό μετείχαν οι λοιποί και την απαιτούμενη απαρτία για την λήψη αποφάσεων στις γενικές συνελεύσεις. ¨Ότι το έτος 2016 το διοικητικό συμβούλιο της πλοιοκτήτριας εταιρείας αποφάσισε την αύξηση του κεφαλαίου κατά το ποσό των 800.000 δολαρίων ΗΠΑ για την αναδιάρθρωση του τραπεζικού δανεισμού στην οποία η αιτούσα συμμετείχε με το ποσό των 80.000 δολ ΗΠΑ. Ότι στη γενική συνέλευση των μετόχων της 4ης 12.2018 ο κ. … πρότεινε την πώληση του πλοίου αντί 8.000.000 – 9.000.000 δολ. ΗΠΑ, προοπτική στην οποία εναντιώθηκε από την πρώτη στιγμή η αιτούσα, αφενός διότι τούτο ήταν συνεχώς ναυλωμένο, κάλυπτε τα έξοδα λειτουργίας του και ο αρχικός δανεισμός είχε εξοφληθεί περί τα μέσα του 2018 κατόπιν σύναψης αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης, αφετέρου διότι θα συνεπαγόταν την πλήρη απώλεια του επενδυμένου κεφαλαίου της. ¨Ότι τον Μάρτιο του 2019 η πλοιοκτήτρια εταιρεία ζήτησε από τους μετόχους να συμμετάσχουν σε νέα αύξηση κεφαλαίου ύψους 350.000 δολ ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι εκκρεμούσε η πώληση του πλοίου, στην οποία αρνήθηκε να συμμετάσχει, καθόσον συνεπαγόταν την βέβαιη απώλεια του ποσού της αρχικής επένδυσης και του ποσού της αύξησης. ¨Ότι απέστειλε στις καθ΄ών η αίτηση την από 22-4-2019 εξώδικό της με την οποία διαμαρτυρόταν για την αύξηση του κεφαλαίου δίχως προηγούμενη σύγκληση της γενικής συνέλευσης και ενημέρωση για τους λόγους αύξησης και ζητούσε τη σύγκληση γενικής συνέλευσης των μετόχων και την παροχή όλων των εγγράφων και των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας περί της διαχείρισης του πλοίου, ώστε να ελεγχθεί η αναγκαιότητα αύξησης του κεφαλαίου και του αιτούμενου για αυτήν ποσού. ¨Ότι τα ως άνω στοιχεία ουδέποτε της παρασχέθηκαν, συγκλήθηκε όμως έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της στις 9-5-2019 στην οποία συμμετείχε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, ενώ σε αυτήν προήδρευσε ο κ. … που δήλωσε ότι τον έχουν εξουσιοδοτήσει να παραστεί και να ψηφίσει το 80% των μετόχων, ότι η αύξηση θα διατεθεί για τα κεφάλαια κίνησης του πλοίου και ότι σε περίπτωση μη συμμετοχής της θα μειωθεί υπερβολικά το ποσοστό συμμετοχής της. Πρότεινε δε περαιτέρω ο τελευταίος και νέα αύξηση συνολικού ύψους 750.000 δολ ΗΠΑ ενώ εξουσιοδοτήθηκε στο τέλος να διαπραγματευτεί την πώληση του πλοίου στην τιμή των 8.000.000 δολ. ΗΠΑ. ¨Ότι παρά το αίτημά της δεν της δόθηκε πίνακας των παριστάμενων μετόχων, ούτε απάντηση για το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας κατά το καταστατικό, το οποίο ουδέποτε της παρασχέθηκε, με συνέπεια να μην γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της, τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και τα ποσοστά για τη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση. ¨Ότι περί τα τέλη Μαΐου 2019 της απεστάλη ηλεκτρονικά πρακτικό της ετήσιας γενικής συνέλευσης της 19ης 12.2017 που αναφερόταν στον μηχανισμό απομείωσης του κεφαλαίου συμμετοχής στην εταιρεία σε περίπτωση μη συμμετοχής εταίρου εγκαίρως σε αύξηση κεφαλαίου. ¨Ότι την 4η-6-2019 απέστειλε νέα εξώδικο προς τις καθ΄ών η αίτηση ζητώντας την χορήγηση όλων των πρακτικών των γενικών συνελεύσεων της εταιρείας από το έτος 2012 κα έπειτα, όλα τα πρακτικά εκλογής των διοικητικών συμβουλίων από το έτος 2012 και πλήρη στοιχεία διαχείρισης του πλοίου. ¨Ότι στις 13-6-2019 της απεστάλησαν τα πρακτικά των γενικών συνελεύσεων στις οποίες δεν προκύπτει ποιοι μέτοχοι συμμετείχαν και η νόμιμη απαρτία, όπως επίσης τα ενημερωτικά σημειώματα και οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της πρώτης των καθ’ών, όχι όμως και τα λοιπά έγγραφα που αιτήθηκε όπως ναυλοσύμφωνα, παραστατικά δαπανών για τη λειτουργία του πλοίου, παραστατικά για τις αμοιβές διαχείρισης, μισθοδοσίας και αποπληρωμής δανεισμού, ενώ στις 3-7-2019 ενημερώθηκε για πρώτη φορά ότι επειδή δεν συμμετείχε στην αύξηση του κεφαλαίου κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αίτηση μειώθηκε η συμμετοχή της αρχικά σε 5,2996% και εν συνεχεία σε 1,9534%. ¨Ότι οι ως άνω αυξήσεις κεφαλαίου που αποφασίστηκαν στις 9-5-2019 είναι παντελώς άκυρες και προτίθεται να τις προσβάλλει δικαστικώς, διότι δεν υπήρχε στη γενική συνέλευση η καταστατικώς οριζόμενη συμμετοχή των μετόχων για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων, η δε πρώτη αύξηση κεφαλαίου είναι άκυρη, διότι προέβλεπε συμμετοχή σε αυτήν μέχρι τέλος Μαρτίου 2019, ενώ η σχετική απόφαση ελήφθη από τη γενική συνέλευση της 9ης -5-2019. ¨Ότι οι ανωτέρω αυξήσεις είναι καταχρηστικές διότι δεν υπήρχε οικονομική ανάγκη για πραγματοποίησής τους, ο δε υπολογισμός της απομείωσης του κεφαλαίου της παράνομος . ¨Ότι έχουσα έννομο συμφέρον ως μέτοχος και προς άσκηση των ανωτέρω δικαιωμάτων της συντρέχει κατεπείγουσα περίπτωση και επικείμενος κίνδυνος ζητεί να υποχρεωθεί η πρώτη των καθών να της χορηγήσει με δαπάνες της τα ακόλουθα αντίγραφα: α. του καταστατικού της και των τροποποιήσεων αυτού, β. του πρακτικού της γενικής συνέλευσης της εταιρείας που συγκλήθηκε την 9-5-2019 καθώς και τα πρακτικά οιασδήποτε άλλης συνεδρίασης της για τις προσβαλλόμενες αυξήσεις κεφαλαίου, γ. του βιβλίου μετόχων και μετοχών της εταιρείας, ώστε να αποδειχθεί ποιοι ήταν οι μέτοχοι αυτής και με ποια ποσοστά κατά τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης της 9-5-2019 και του φύλλου παρουσίας αυτών στην ανωτέρω γενική συνέλευση ή των εξουσιοδοτήσεών τους να τους εκπροσωπήσουν άλλοι παρόντες μέτοχοι, δ. των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας από το 2012 μέχρι σήμερα και συγκεκριμένα ναυλοσύμφωνα, τα παραστατικά δαπανών για τη λειτουργία του πλοίου ( ενδεικτικά: αγορές καυσίμων, τροφοδοσίας, επισκευές, ελλιμενισμοί), τα παραστατικά για την αποπληρωμή του δανεισμού, τα παραστατικά για την πληρωμή μισθοδοσιών, τις συμβάσεις για τη διαχείριση του πλοίου και τα παραστατικά για την καταβολή των αμοιβών διαχείρισης, ε. των εγγράφων της εταιρείας από τα οποία προκύπτει ο υπολογισμός της απομείωσης της εταιρικής της μερίδας λόγω της μη συμμετοχής της στην αύξηση κεφαλαίου και ειδικότερα η απομείωσή της με βάση την οικονομική κατάσταση της εταιρείας και την αξία του πλοίου, ώστε να αποδειχθούν τα στοιχεία και δεδομένα με βάση τα οποία έγινε η ανωτέρω απομείωση. Επικουρικά ζητεί να υποχρεωθεί η δεύτερη των καθ΄ών η αίτηση ως διαχειρίστρια του πλοίου και σε περίπτωση που η πρώτη δεν φυλάσσει τα ακόλουθα έγγραφα να της χορηγήσει με δαπάνες της αντίγραφα των οικονομικών στοιχείων της πλοιοκτήτριας από το 2012 μέχρι σήμερα και συγκεκριμένα τα ναυλοσύμφωνα, τα παραστατικά δαπανών για τη λειτουργία του πλοίου ( ενδεικτικά: αγορές καυσίμων, τροφοδοσίας, επισκευές, ελλιμενισμοί), τα παραστατικά για την αποπληρωμή του δανεισμού, τα παραστατικά για την πληρωμή μισθοδοσιών, τις συμβάσεις για τη διαχείριση του πλοίου και τα παραστατικά για την καταβολή των αμοιβών διαχείρισης. Τέλος ζητεί να καταδικασθούν οι αντίδικοι στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η κρινομένη αίτηση παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 – 703 Κ.Πολ.Δ (άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρ. 683 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ.) αλλά και κατά τόπο λόγω της επικαλούμενης πραγματικής έδρας των καθ’ ών ης εταιρειών στην Κηφισιά Αττικής και δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο Πειραιά επί ναυτικών διαφορών είναι αποκλειστικά αρμόδιο για το σύνολο του νομού Αττικής (άρθρο 51 παρ. 2 και 3β ιγ του Ν. 2172/1993, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο ένατο παρ.17 Ν.4335/2015) και έχει συνακόλουθα διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 4, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), καθόσον ο ορισμός της έδρας του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν θα γίνει με βάση το άρθρο 10 ΑΚ το οποίο θα ρυθμίσει μόνο το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο ,αλλά θα ληφθεί υπόψη ο τόπος της πραγματικής έδρας όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του νομικού προσώπου ( λήψη αποφάσεων, χειρισμός εν τοις πράγμασι εταιρικών υποθέσεων τραπεζικές συναλλαγές, χάραξη κατευθυντήριων γραμμών και συναλλακτικης στρατηγικής). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (Εφ.Αθ. 5009/1987, Ελλ.Δνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (Εφ.Πειρ. 542/2012, Ε.Ν.Δ. 2012, 418, Εφ.Αθ. 5419/2007, Δημοσ. Νόμος, Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων και β) ως προς το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο τούτο κρίνεται ότι θα πρέπει να είναι το ελληνικό δοθέντος ότι πρωτίστως σε αυτό το δίκαιο επέλεξαν σιωπηρώς να υπαχθούν τα μέρη κατά το άρθρο 25 ΑΚ, αφού η αιτούσα τις διατάξεις αυτές επικαλείται για να θεμελιώσει τις ένδικες αξιώσεις της, οι δε καθ΄ών η αίτηση εταιρείες με βάση τις διατάξεις αυτές επέλεξαν να αμυνθούν επιστηρίζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, (ΑΠ 1115/2015 ΕφΠειρ 149/2015 αδημ, ΕφΠειρ 269/2008 ΔΕΕ 2008. 292, ΕφΠειρ 508/2008 ΕΝΔ17.497, ΕφΠειρ 672/1993 ΕΕμπΔ1994.106, Παπασιώπη Πασσιά ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο εκδ 1991.σελ 18 επ) υφισταμένης έτσι σιωπηρής μετασυμβατικής συμφωνίας αυτών σχετικά με την εφαρμογή του. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων η κρινομένη αίτηση, κατά το προκριτέο από το παρόν Δικαστήριο ουσιαστικό ελληνικό δίκαιο κατά το σκέλος της επιδείξεως των υπό στοιχεία δ) και ε) εγγράφων, ήτοι των οικονομικών στοιχείων της εταιρείας από το 2012 μέχρι σήμερα και συγκεκριμένα ναυλοσυμφώνων, παραστατικών δαπανών για τη λειτουργία του πλοίου ( ενδεικτικά: αγορές καυσίμων, τροφοδοσίας, επισκευές, ελλιμενισμοί), παραστατικών για την αποπληρωμή του δανεισμού, για την πληρωμή μισθοδοσιών, για την καταβολή των αμοιβών διαχείρισης και των συμβάσεων για τη διαχείριση του πλοίου καθώς και των εγγράφων της εταιρείας από τα οποία προκύπτει ο υπολογισμός της απομείωσης της εταιρικής της μερίδας της τυγχάνει απαράδεκτη λόγω αοριστίας του αιτήματος, καθόσον δεν καθορίζονται σαφώς και με ακρίβεια σύμφωνα με τα οριζόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας κατά ταυτότητα και περιεχόμενο τα ως άνω έγγραφα (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995 σελ. 195, ΕφΛαμ 34/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1741/1994 ΕλλΔνη 36, 1262), υπό την έννοια της εξατομικεύσεως, ως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 216§1 ΚΠολΔ, 335 και 338 ΚΠολΔ (ΑΠ 209/1994 ΕΕΝ 1995 σελ. 195, ΕφΛαμ 34/2012, ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 1741/1994 ΕλλΔνη 36, 1262) και 916, 941, 946 ΚΠολΔ με αντικείμενο εκτέλεσης συγκεκριμένο (ΕφΠειρ 290/2015 ΝΟΜΟΣ με παραπομπές σε νομολογία), καθώς όλως αορίστως αιτείται όσα και όποια έγγραφα κατέχει η πρώτη των καθ’ ών αναφορικά με τον προσδιορισμό της απομείωσης της εταιρικής της μερίδα και των οικονομικών στοιχείων. Εξάλλου αναφορικά με τα αορίστως σε κάθε περίπτωση αιτηθέντα υπό στοιχεία δ) έγγραφα η αιτούσα στερείται εννόμου συμφέροντος να ζητήσει την επίδειξη αυτών διότι, εφόσον το αίτημα επίδειξης εγγράφων δεν υποβάλλεται στα πλαίσια μιας εκκρεμούς δίκης, κατά τα άρθρα 450 – 451 ΚΠολΔ, αλλά κατά το άρθρο 902 ΑΚ, για τη θεμελίωση του οποίου ο αιτών την επίδειξη δεν μπορεί να επικαλεσθεί οιοδήποτε έννομο συμφέρον, αλλά μόνον το έννομο συμφέρον, όπως αυτό εξειδικεύεται στις περιοριστικώς προβλεπόμενες από το εν λόγω άρθρο περιπτώσεις, οι προβαλλόμενοι από την αιτούσα για την αιτούμενη επίδειξη λόγοι δεν εμπίπτουν σε καμία από τις αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις (άρθρο 902 ΑΚ), κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ήτοι δεν φέρονται να έχουν συνταχθεί προς το συμφέρον της αιτούσας, ούτε πιστοποιούν κάποια έννομη σχέση που αφορά και αυτήν, δηλαδή διμερείς δικαιοπραξίες, στις οποίες έχει λάβει μέρος και η αιτούσα, ούτε σχετίζονται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, ούτε απευθείας από την ίδια ούτε για το συμφέρον της με τη μεσολάβηση τρίτου προσώπου, καθόσον το έννομο συμφέρον της συνίσταται ως εξειδικεύεται από την ίδια στην απόδειξη της καταχρηστικότητας των αυξήσεων των κεφαλαίων δίχως να υπάρχει οικονομική ανάγκη. Τέλος και αναφορικά και πάλι με το αίτημα περί επίδειξης των υπό στοιχεία δ) εγγράφων, που τυγχάνει απορριπτέο για περισσότερους λόγους, σημειώνεται ότι η επικουρική εναγωγή, ήτοι η απεύθυνση του σχετικού αιτήματος της αίτησης στην πρώτη των καθ’ ών και επικουρικώς στην δεύτερη των καθ’ών δεν ανταποκρίνεται στην επιταγή για θετικό και ορισμένο προσδιορισμό των υποκειμένων της δίκης ( ΕφΑθ 2908/1996 ΕλλΔνη 1996 1611), πολύ δε περισσότερο στην περίπτωση της επίδειξης εγγράφων όταν για το ορισμένο του σχετικού αιτήματος, θα πρέπει ο αιτών, εκτός των άλλων στοιχείων, να καθορίζει ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια εκείνου προς τον οποίο ζητείται η επίδειξη, αφού τούτο αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης για επίδειξη, με συνέπεια εν προκειμένω η επικουρική εναγωγή των καθ’ ών η αίτηση να καθιστά την αίτηση ως προς το ως άνω αίτημα απορριπτέα ως απαράδεκτη. Περαιτέρω και αναφορικά με το σκέλος της επιδείξεως των υπό στοιχεία α) και γ) εγγράφων , ήτοι του καταστατικού της πρώτης εταιρείας, των τροποποιήσεων αυτού καθώς και του βιβλίου των μετόχων και μετοχών η υπό κρίση αίτηση κρίνεται απορριπτέα για έλλειψη κατεπείγοντος, εφόσον, όπως εκθέτει η ίδια η αιτούσα στην αίτησή της αν και η έλλειψη γνώσης της του καταστατικού και των μετόχων έλαβε χώρα από την αρχή της εταιρικής συνεργασίας της με την πρώτη των καθ’ ών , αυτή σε ουδεμία ενέργεια προέβη, συμμετείχε μάλιστα κανονικά στις γενικές συνελεύσεις και λάμβανε ενημερώσεις όπως αναφέρει. Μολονότι λοιπόν στερήθηκε σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται επί μακρύ χρονικό διάστημα της δυνατότητας γνώσης των ανωτέρω δεν άσκησε αίτηση δικαστικής προστασίας, με συνέπεια η αδικαιολόγητη και μακράς διάρκειας καθυστέρηση άσκησης της ενδίκου αιτήσεώς να υποδηλώνει έλλειψη κατεπείγουσας περίπτωσης ως προς τα ανωτέρω. Εξάλλου όσον αφορά το μεν καταστατικό και τις τροποποιήσεις αυτού στερείται η αιτούσα και εννόμου συμφέροντος, καθόσον ευρίσκονται σε κάθε περίπτωση δημοσιευμένα στην αρμόδια αρχή του κράτους σύστασης της εταιρείας απ’όπου δύναται να τα προμηθευτεί. (βλ. ΑΠ 482/1974 ΝοΒ 23.25, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, Ειδ. Ενοχ. άρθρ. 902, σελ. 558 αριθ. 24). Η ίδια άλλωστε δεν επικαλείται προσπάθεια απόκτησης αυτών από την αρμόδια αλλοδαπή αρχή, ούτε αδυναμία λήψης σχετικών αντιγράφων από την τελευταία, ενώ αναφορικά με το φύλλο ελέγχου παρουσίας των μετόχων δεν πιθανολογείται η ύπαρξη αυτού ούτε προβλέπεται η υποχρεωτική ύπαρξη αντίστοιχου εγγράφου από τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου περί ανωνύμων εταιρειών ( ν. 2190/1920), ούτε ισχυρίζεται η αιτούσα ότι προβλέπεται τήρηση σχετικού εγγράφου κατά το δίκαιο των νήσων Μάρσαλ. Περαιτέρω και αναφορικά με το αίτημα λήψης αντιγράφων των υπό στοιχεία β) εγγράφων, ήτοι πρακτικών της γενικής συνέλευσης της εταιρείας της 9ης -5-2019 όπως και των πρακτικών οιασδήποτε άλλης συνεδρίασης για τις προσβαλλόμενες αυξήσεις κεφαλαίου η σχετική αίτηση τυγχάνει επίσης απορριπτέα ελλείψει εννόμου συμφέροντος, διότι όπως αναφέρει η ίδια η αιτούσα εταιρεία στην αίτησή της της έχουν αποσταλεί στις 13-6-2019 από τον νομικό σύμβουλο των καθ’ ών εταιρειών. Απορριπτέα επιπλέον τυγχάνουν τα αιτήματα περί χορήγησης αντιγράφων αναφορικά με το καταστατικό της πρώτης των καθ’ών εταιρείας και των τροποποιήσεων αυτού, τα βιβλία μετόχων και μετοχών και το φύλλο παρουσίας μετόχων όπως επίσης και με τα πρακτικά για έναν ακόμη πρόσθετο λόγο και δη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος ως εκτίθεται κάτωθι. Ειδικότερα από την επιτρεπτή κατά το στάδιο αυτό προεπισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ( τακτική διαδικασία – ναυτικό τμήμα) την από 3-2-2020 και με αριθμό κατάθεσης 1230/678/2020 αγωγή της αιτούμενη την αναγνώριση της ακυρότητας των αυξήσεων κεφαλαίων και την συνεπεία αυτής ( ακυρότητας) αναγνώριση ότι το ποσοστό της παραμένει στο 10% του μετοχικού κεφαλαίου της, επικαλούμενη ως λόγους ακυρότητας, αφενός την καταχρηστικότητα λόγω μη οικονομοτεχνικής μελέτης για την αναγκαιότητα αυξήσεων, αφετέρου λόγω λήψης των σχετικών αποφάσεων από το ΔΣ και όχι από τους εταίρους όπως θα έπρεπε εφόσον η πρώτη των καθ’ ών θα ΄πρεπε να αντιμετωπίζεται ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρεία, ήτοι λόγους διάφορους από αυτούς που εκθέτει στην αίτησή της. Δεν στηρίζει λοιπόν την αγωγή της στην ακυρότητα των αποφάσεων λόγω μη ύπαρξης της απαιτούμενης απαρτίας και λόγω μη τήρησης των προβλεπόμενων από το καταστατικό διαδικασιών για τη λήψη απόφασης περί αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, με συνέπεια τα ως άνω έγγραφα σε κάθε περίπτωση να μην κρίνονται απαραίτητα για την απόδειξη των ισχυρισμών της. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω και υπό την ως άνω αιτιολογία πρέπει η υπό κρίση αίτηση να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αιτούσα λόγω της ήττας της κατά το νόμιμο αίτημα των καθ΄ων η αίτηση στα δικαστικά έξοδα των τελευταίων, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα( 106, 176, 191 παρ 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση
-ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ών τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
-ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις ………………….
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
( για τη δημοσίευση)