Αριθμός Αποφάσεως 1561/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 Ν 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 26η-6-2020, χωρίς την σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: α) Της πτωχής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στην … αλλά το κέντρο των κύριων συμφερόντων της βρίσκεται στην ……. και δη στο … – ΑΦΜ …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την … υπό την ιδιότητα της συνδίκου, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της …, β) του πτωχού …, κατοίκου …, οδός … με ΑΦΜ …, που εκπροσωπείται νόμιμα από την … υπό την ιδιότητα της συνδίκου, ο οποίος παράσταθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του – συνδίκου …, γ) της πτωχής …, κατοίκου …, οδός … με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από την … υπό την ιδιότητα της συνδίκου, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της … και δ) …, κατοίκου …….. οδός …, υπό την ιδιότητα της συνδίκου i) της πτωχής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στην … αλλά το κέντρο των κύριων συμφερόντων της βρίσκεται στην Ελλάδα και δη στο … – ΑΦΜ …), ii) του πτωχού …, κατοίκου …, οδός … με ΑΦΜ … και iii) της πτωχής …, κατοίκου …, οδός … με ΑΦΜ …
Των καθ’ων η αίτηση: α) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει, σύμφωνα με το καταστατικό της στις … αλλά στην πραγματικότητα στην ……….. και δη στο … …, στερούμενης ΑΦΜ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και β) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει, σύμφωνα με το καταστατικό της στις … αλλά στην πραγματικότητα στην ……… και δη στο … …, στερούμενης ΑΦΜ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο και Καρμέλα – Σπυριδούλα Μαυρόχη..
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 8-6-2020 αίτηση τους, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης καταθέσεως 3460/780/2020 προσδιορίστηκε για να συζητηθεί την ως άνω δικάσιμο, εγγράφηκε και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.
Κατά την συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρόντων διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτοί και εντός της προθεσμίας που τους χορήγησε το Δικαστήριο, κατέθεσαν τα σημειώματα τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …, την οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι αιτούντες αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της από 8-6-2020 και με αριθμ.κατ. 3460/780/2020 αιτήσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου, κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των καθ’ων. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίστηκε στην παρούσα δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από την σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 271 του Κ.Πολ.Δ..
Κατ’ αρχάς ο όμιλος επιχειρήσεων αποτελεί σύνδεση περισσότερων επιχειρήσεων με μέσα εταιρικού δικαίου μεταξύ των οποίων ασκείται πραγματικός έλεγχος υπό ενιαία διοίκηση. Κυριότερη από τις περιπτώσεις συμμετοχικής συνδέσεως είναι η δημιουργία μητρικής επιχειρήσεως προς θυγατρική. Σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του Ν. 4308/2014 σχέση μητρικής εταιρείας προς θυγατρική υπάρχει: α) όταν η μητρική εταιρεία έχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στην θυγατρική ή β) η μητρική συμμετέχει στο κεφάλαιο της θυγατρικής και έχει το δικαίωμα να διορίζει ή να παύει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής, γ) όταν η μητρική συμμετέχει στο κεφάλαιο της θυγατρικής και έχει το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχική επιρροή στην θυγατρική μέσω σύμβασης ή καταστατικής πρόβλεψης, δ) με εξωεταιρική συμφωνία των μετόχων, όπου η σχέση μητρικής – θυγατρικής υπάρχει όταν η πρώτη συμμετέχει στην δεύτερη και συγχρόνως ελέγχει από μόνη της δυνάμει συμφωνίας με άλλους εταίρους την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου, ε) όταν η μητρική ασκεί κυριαρχική επιρροή στην θυγατρική, όταν διαθέτει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής, το δικαίωμα ψήφου της μητρικής ανέρχεται σε ποσοστό 20% των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου της θυγατρικής και στ) σχέση μητρικής – θυγατρικής υπάρχει όταν η μητρική έχει την εξουσία να ασκεί ή πράγματι ασκεί κυριαρχική επιρροή ή έλεγχο στην θυγατρική. Με αυτήν την δομή (σχέση μητρικής – θυγατρικής), ο όμιλος έχει δύο χαρακτηριστικά: α) την έλλειψη νομικής προσωπικότητας για τον όμιλο ως όλον και β) την εμφάνιση και λειτουργία των εταιρειών – μελών του ομίλου ως νομικά αυτόνομων επιχειρήσεων με δική τους νομική προσωπικότητα η καθεμία, ανάλογα με την μορφή τους. Η έλλειψη νομικής προσωπικότητας στο σύνολο του ομίλου έχει ως αποτέλεσμα ότι δεν αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο δικαίου, δεν είναι φορέας ίδιας περιουσίας, δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα και βεβαίως δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, αφού σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠτΚ πτωχευτική ικανότητα έχουν οι εμπορικές εταιρείες με νομική προσωπικότητα, αλλά και ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Ο εκπρόσωπος του συνόλου ενεργεί στο όνομα των μελών του ομίλου, τα οποία ευθύνονται έναντι των συμβαλλόμενων δανειστών τους. Σε αντίθεση με τον όμιλο ως σύνολο, κάθε εταιρεία μέλος του ομίλου έχει νομική προσωπικότητα, εμφανίζεται ως αυτοτελές υποκείμενο δικαίου με ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, φέρει αυτοτελή ευθύνη για τις πράξεις και τις παραλείψεις της έναντι των τρίτων και ευθύνεται με την δική της περιουσία έναντι των δανειστών της. Κάθε εταιρεία του ομίλου πτωχεύει ξεχωριστά είτε είναι η μητρική είτε θυγατρική, με ξεχωριστή αίτηση κηρύξεως πτωχεύσεως για κάθε μέλος του ομίλου, προκειμένου να ανοίγει μία διαδικασία αφερεγγυότητας σε σχέση με τον οφειλέτη που θεωρείται διακριτός οφειλέτης. Η πτώχευση οργανώνεται ξεχωριστά, ανεξάρτητα από άλλες των υπόλοιπων μελών και ακολουθεί την δική της πορεία. Η πτωχευτική περιουσία κάθε εταιρείας που κηρύσσεται σε πτώχευση περιορίζεται αμιγώς στα περιουσιακά στοιχεία αυτής, οπουδήποτε και αν βρίσκονται αυτά. Έτσι η πτώχευση των μεμονομένων εταιρειών του ομίλου καταλαμβάνει αυτόνομα μόνον την εταιρική περιουσία έκαστης εξ αυτών μέχρι την στιγμή της πτωχεύσεως, την οποία και στην συνέχεια ανάγει σε πτωχευτική περιουσία. Ακόμη και στην περίπτωση πτώχευσης της μητρικής δεν καταλαμβάνεται η συνολική περιουσία του ομίλου, παρά μόνον οι συμμετοχές της στα μέλη του ομίλου/θυγατρικές της εταιρείες, αλλά σε κάθε περίπτωση όχι η περιουσία αυτών, ούτε πολύ περισσότερο επέρχεται ταυτόχρονα συμπτώχευση αυτών (Ρ. Χατζηνικολάου – Αγγελίδου: Οι όμιλοι: έμφαση στο σύνολο ή στα μέλη? Το παράδειγμα της πτώχευσης, Αρμενόπουλος 2017, 915, Μάρθα Βαρελά: Ζητήματα πτώχευσης στους ομίλους ανωνύμων εταιρειών, ΔΕΕ 2009, 401). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 41 ΠτωχΚ «πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων». Ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 42 ΠτωχΚ απαριθμούνται περιοριστικά ως επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ορισμένες πράξεις του οφειλέτη των οποίων η ανάκληση είναι υποχρεωτική εκ μόνου του λόγου ότι διενεργήθηκαν μέσα στην ύποπτη περίοδο, οι πράξεις δε αυτές είναι οι δωρεές και οι χαριστικές γενικά δικαιοπραξίες, η ανώμαλη πληρωμή ληξιπρόθεσμων χρεών και η σύσταση εμπράγματης ή ενοχικής ασφάλειας προς εξασφάλιση προγενέστερης οφειλής ή νέας σε αντικατάσταση προγενέστερης. Οι πράξεις που περιγράφονται στη διάταξη του άρθρου 42 ΠτωχΚ ανακαλούνται από μόνο το γεγονός ότι διενεργήθηκαν μέσα στην ύποπτη περίοδο και συνεπώς το δικαστήριο ερευνά μόνο τον χρόνο κατά τον οποίο διενεργήθηκε η πράξη χωρίς να ασκούν επιρροή άλλα γεγονότα, όπως ο δόλος του οφειλέτη, η καλή πίστη ή η ζημία της ομάδας, αφού κατά πλάσμα νόμου όλες οι πράξεις του άρθρου 42 ΠτωχΚ λογίζονται επιζήμιες. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 43 ΠτωχΚ: «κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών». Η παραπάνω διάταξη παρέχει την ευχέρεια ανάκλησης πράξεων του οφειλέτη συνήθων στον εμπορικό βίο, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες σ’ αυτή προϋποθέσεις που είναι: α) οι πράξεις να διενεργήθηκαν μέσα στην ύποπτη περίοδο, β) εκείνος που συναλλάχθηκε με τον οφειλέτη να ενήργησε εν γνώσει της παύσης πλέον πληρωμών του και γ) με τη συναλλαγή που έγινε να επήλθε ζημία στην ομάδα των πιστωτών, αφού συνεπεία αυτής δεν θα ικανοποιηθούν όλες οι απαιτήσεις τους. Ειδικότερα, ζημία υπάρχει όταν με οποιοδήποτε τρόπο παραβλάπτεται η δυνατότητα ικανοποίησης των πτωχευτικών πιστωτών και συνεπώς ζημία δεν υπάρχει όταν η πτωχευτική περιουσία αρκεί και χωρίς το περιουσιακό στοιχείο το οποίο έχει απαλλοτριωθεί με την προς ανάκληση πράξη για την ικανοποίηση των πτωχευτικών πιστωτών. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω γνώση του συναλλαχθέντος με τον οφειλέτη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο διενέργειας της πράξης, να είναι αντικειμενική, προσωπική και ακριβής, ήτοι να αναφέρεται μόνο το γεγονός της παύσης των πληρωμών κατά τρόπο, όμως, σαφή και ακριβή, χωρίς να αρκεί η κατά προσέγγιση γνώση της παύσης των πληρωμών και να υπάρχει στο πρόσωπο του ίδιου του συναλλαχθέντος ή όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στο πρόσωπο του νόμιμου εκπροσώπου του. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 44 ΠτωχΚ ορίζει ότι: «Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν την τελευταία πενταετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης, με δόλο αυτού να ζημιώσει τους πιστωτές του ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, ανακαλούνται εάν ο τρίτος με τον οποίο συμβλήθηκε κατά τον χρόνο της διενέργειας της πράξης γνώριζε τον δόλο του οφειλέτη». Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης είναι: α) η διενέργεια πράξεων, όχι μόνο συμβατικής φύσης, ενοχικών ή εμπραγμάτων, αλλά πράξεων του οφειλέτη- πτωχού οποιοσδήποτε φύσεως, β) εντός της τελευταίας πενταετίας πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, γ) δόλος του οφειλέτη, άμεσος ή ενδεχόμενος, αναφερόμενος είτε στην πρόκληση ζημίας των πιστωτών του είτε στην ωφέλεια ορισμένων εξ αυτών σε βάρος των υπολοίπων, δ) γνώση του αντισυμβαλλόμενου κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης ότι ο πτωχεύσας επιδιώκει ή αποδέχεται ως αποτέλεσμα της πράξης του να ζημιώσει τους πιστωτές του ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, η δε μεταγενέστερη γνώση του δόλου του πτωχεύσαντος δεν βλάπτει Αρμόδιο για τη συζήτηση της αίτησης ανάκλησης είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 48 § 1 ΠτωχΚ, αποκλειστικά το πτωχευτικό δικαστήριο, στην άσκηση δε της ανακλητικής αξίωσης νομιμοποιείται μόνο ο σύνδικος και όχι ο πιστωτής. Κατά τη διάταξη όμως του άρθρου 48 § 2 ΠτωχΚ ενεργοποιείται το σχετικό δικαίωμα του πιστωτή εάν αυτός ζητήσει εγγράφως από του σύνδικο να ασκήσει την αυακλητική αξίωση για πράξη και λόγο καθορισμένο και ο σύνδικος δεν την ασκήσει μέσα σε ένα δίμηνο. Νομιμοποιούμενοι παθητικά είναι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πράξη καθώς και οι κληρονόμοι ή άλλοι καθολικοί διάδοχοί τους ή ο κακόπιστος ειδικός διάδοχος. Περιεχόμενο της αγωγής εκτός από τα απαραίτητα στοιχεία κάθε δικογράφου πρέπει να είναι οπωσδήποτε τα πραγματικά περιστατικά που πληρούν τις προϋποθέσεις των ανωτέρω διατάξεων, καθώς και το αίτημα ανάκλησης της συγκεκριμένης πράξης. Η αγωγή μπορεί επίσης να περιλαμβάνει και αίτημα περί υποχρέωσης του καθ’ ου σε «επαυαμεταβίβαση» του ληφθέυτος, σε κάθε όμως περίπτωση ακόμα και αν η απόφαση περιέχει διάταξη περί ανάκλησης μόνο της προσβαλλόμενης πράξης, οι συνέπειες της ανάκλησης, δηλαδή η δημιουργία ενοχικής αξίωσης για την επαναμεταβίβαση του αντικειμένου της αυακλητέας πράξης, επέρχονται εκ του νόμου, που τις προβλέπει ρητά ως συνέπειες της απλώς και μόνο περί ανάκλησης απόφασης κατά το άρθρο 49 ΠτωχΚ. Ειδικότερα, συνέπεια της δικαστικής απόφασης που ανακαλεί συγκεκριμένη πράξη του πτωχεύσαντος είναι ότι αυτός που με την ανακληθείσα πράξη έχει αποκτήσει περιουσιακό στοιχείο του πτωχεύσαντος, υποχρεούται πλέον να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία ακόμα και αν δεν διατάσσεται τούτο από την απόφαση. Πρόκειται για τη δημιουργία νόμιμης ενοχικής υποχρέωσης που βαρύνει αυτόν που συμβλήθηκε με τον πτωχό, η ανάκληση δε ενεργεί μόνο μεταξύ των μερών της ενοχικής σχέσης, δηλαδή μεταξύ του συνδίκου και του καθ’ ου η ανάκληση προς το συμφέρον της ομάδας των πιστωτών. Η ανακλητική αξίωση αποτελεί αυτόνομη ενοχική αξίωση προς παροχή και όχι διαπλαστική ή αξίωση από αδικοπραξία ή αδικαιολόγητο πλουτισμό. Εάν το ληφθέν δεν είναι δυνατό να επαναμεταβιβαστεί αυτούσιο, η υποχρέωση αποκατάστασης της αξίας του ρυθμίζεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, χωρίς όμως στην περίπτωση αυτή να μετατρέπεται η αξίωση σε αδικαιολογήτου πλουτισμού, παρά μόνο να καθορίζεται κατά τις ανωτέρω διατάξεις η έκταση του πλουτισμού. Συνακόλουθα, η απόφαση που ανακαλεί τις πράξεις του πτωχού και διατάσσει την αναμεταβίβαση δεν έχει καταψηφιστικό χαρακτήρα, ούτε εμπράγματη ενέργεια. Με αυτήν γεννάται η υποχρέωση του αποκτώντος για αναμεταβίβαση (και κατ’ αυτό η απόφαση διαπλάθει συγκεκριμένη έννομη συνέπεια), και μόνο σε περίπτωση μη εκούσιας συμμόρφωσης ο σύνδικος θα πρέπει να στραφεί εναντίον του με νέα αγωγή, καταψηφιστικού χαρακτήρα (διεκδικητική, καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κ.λπ.), κατά τις γενικές διατάξεις. Πρόκειται δηλαδή για διατήρηση, υπέρ των πιστωτών του οφειλέτη, της υπεγγυότητας του αντικειμένου που μεταβιβάστηκε, ενώ τυπικώς κύριος παραμένει ο αποκτών (Εφ.Θεσ 212/2017, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου από την διάταξη του άρθρου 17 §§1 και 4 του ΠτΚ προκύπτει ότι από την κήρυξη της πτώχευσης ο πτωχός στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, με περαιτέρω συνέπεια τη μη νομιμοποίηση του ενεργητικώς και παθητικώς προς διεξαγωγή δικών που αφορούν στην πτωχευτική περιουσία, καίτοι ο πτωχός εξακολουθεί να είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της περιουσίας αυτής, νομιμοποιουμένου προς διεξαγωγή των δικών αυτών του συνδίκου. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 939, 941 και 943 του ΑΚ προκύπτει ότι η παυλιανή αγωγή μπορεί να ασκηθεί εναντίον του οφειλέτη και του τρίτου που έχουν συναλλαγεί καταδολιευτικά. Κυρίως όμως η παυλιανή αγωγή αρμόζει κατά του τρίτου μόνο, στον οποίο έχει περιέλθει το περιουσιακό στοιχείο που απαλλοτριώθηκε και ο οποίος οφείλει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 943 παρ. 1 εδ. α` του ΑΚ, να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν, με την έννοια, όπως αυτή επανακαθορίζεται από τα άρθρα 936 παρ. 3,953 παρ. 2 εδ. γ` και 992 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 2298/1995, της αυτοδίκαιης απαγόρευσης σε αυτόν να προβάλει το δικαίωμα του στην έκταση που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη, η οποία ενεργεί κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης μόνον υπέρ του δανειστή αυτού. Η διάταξη αυτή (άρθ. 943 παρ. 1 εδ. β` του ΑΚ) δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη, ο οποίος μεταβίβασε και πριν από την ύποπτη περίοδο το πράγμα σε τρίτον προς καταδολίευση των δανειστών του, οπότε νομιμοποιείται να εγείρει την αγωγή περί διαρρήξεως μόνον ο σύνδικος, ο οποίος εκπροσωπεί την ομάδα των πιστωτών και ζητεί την επαναφορά των απαλλοτριωθέντων στην πτωχευτική περιουσία, για να ικανοποιηθούν από αυτά οι πτωχευτικοί δανειστές. Η αγωγή αυτή, λόγω του αποκαταστικού χαρακτήρα της και της με βάση τις νέες ρυθμίσεις προνομιακής μεταχείρισης του δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη, κατά την αναγκαστική εκτέλεση εμπίπτει στην αρχή της αναστολής των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων, αφού, έστω και αν στρέφεται μόνον κατά του τρίτου, εκτέλεση γίνεται στην περιουσία του οφειλέτη (ΑΠ 1508/2011, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ, Σ. Ψυχομάνης: Πτωχευτικό Δίκαιο και δίκαιο ρύθμισης των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 8η Έκδοση 2019, σελ. 352-354). Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 34 ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά την διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με την μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του. Ενδεικτικά κριτήρια μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως, ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από την δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, εξαιτίας δε της συγχύσεως των περιουσιών, χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας υπέρ των δανειστών της ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για την συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση από τον μέτοχο ή τον εταίρο προς την εταιρεία, οπότε η τελευταία ευθύνεται για τις έναντι τρίτων υποχρεώσεις του μοναδικού ή σχεδόν μοναδικού μετόχου. Στην τελευταία περίπτωση καταχρηστική (281 ΑΚ) θα είναι η επίκληση της αυτοτέλειας από την πλευρά του νομικού προσώπου, ειδικά όταν η περιουσία του μετόχου είναι ανύπαρκτη ή ανεπαρκής για την ικανοποίηση των αναληφθεισών από αυτόν υποχρεώσεων (Ολ ΑΠ 2/2013, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1369/2018, Α΄ Δημ. ΝΟΜΟΣ. Θ. Λιακόπουλος: H άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, Εκδόσεις Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα 1993). Τέλος από την διάταξη του άρθρου 138 παρ. 1 ΑΚ, που ορίζει ότι η δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνον φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 180 του ίδιου κώδικα, κατά την οποία η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε, προκύπτει ότι η εικονική δικαιοπραξία είναι άκυρη, η δε ακυρότητά της μπορεί να προταθεί όχι μόνον από τους συμβληθέντες για την κατάρτιση αυτής, αλλά και από τους τρίτους που έχουν έννομο συμφέρον να αποκαλύψουν την ανυπαρξία της δικαιοπραξίας. Για την εικονικότητα της δικαιοπραξίας αρκεί το γεγονός ότι η δηλωθείσα βούληση των δικαιοπρακτούντων βαρύνεται με ελάττωμα, που συνίσταται στο ότι δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που καταρτίζεται. Η ακυρότητα λόγω εικονικότητας, ανεξάρτητα αν είναι απόλυτη ή σχετική, ολική ή μερική, επέρχεται αυτοδικαίως και δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, μπορεί, όμως, να βεβαιωθεί με αναγνωριστική απόφαση, θετική ή αρνητική.
Με την υπό κρίση αίτηση, όπως συμπληρώθηκε με την προφορική δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου των αιτούντων στο ακροατήριο κατά την έναρξη συζητήσεως της υποθέσεως, οι αιτούντες εκθέτουν ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. 170/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, κηρύχθηκαν σε κατάσταση πτωχεύσεως η πρώτη εξ αυτών ως de facto ομόρρυθμη εταιρεία με πραγματική έδρα στην ………. και ο δεύτερος και η τρίτη ως εταίροι της και ασκούντες την διοίκηση της. Ότι με την ίδια απόφαση ορίσθηκε ως σύνδικος η τέταρτη των καθ’ων και ως ημέρα παύσεως πληρωμών η 1η-11-2018. Ότι όπως δέχθηκε και η ως άνω απόφαση, η πρώτη των αιτούντων είναι μέτοχος κατά ποσοστό 90% στην πρώτη των καθ’ων, με αποτέλεσμα στην πτωχευτική περιουσία της να περιλαμβάνεται και αυτή η συμμετοχή. Ότι η πρώτη των καθ’ων αποτελεί μία αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία υπάγεται στις διατάξεις του Ν. 791/1978, είναι θυγατρική της πρώτης των αιτούντων και ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία ………. πλοίου με το όνομα … έως την 1η-7-2019, που το μεταβίβασε κατά κυριότητα στην δεύτερη των καθ’ων, εταιρεία κοινών συμφερόντων, προκειμένου το πλοίο που αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης των καθ’ων να μην είναι υπέγγυο στους δανειστές της πρώτης των αιτούντων, αφού πλοιοκτήτρια του πλέον εμφανιζόταν η δεύτερη των καθ’ων και οι μετοχές της πρώτης των καθ’ων, που κατείχε η πρώτη των αιτούντων, να μην έχουν καμία αξία αφού πλέον η εταιρεία δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο. Ότι ειδικότερα ο δεύτερος και η τρίτη των αιτούντων, εκμεταλλευόμενοι την ιδιότητα των κυριάρχων μετόχων και ασκούντων εν τοις πράγμασι την διοίκηση της πρώτης των αιτούντων και των θυγατρικών της, όπως η πρώτη των καθ’ων, χρησιμοποίησαν καταχρηστικά την πρώτη των καθ’ων και για σκοπούς αντίθετους με εκείνους μίας ναυτιλιακής εταιρείας καθώς προχώρησαν στην μεταβίβαση του πλοίου στην δεύτερη των καθ’ων προκειμένου να αποψιλωθεί η πρώτη των καθ’ων από το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, αξίας 5.379.420 δολ.ΗΠΑ και έτσι οι μετοχές της πρώτης των αιτούντων, που αποτελούν στοιχείο της πτωχευτικής περιουσίας της, να μην έχουν πλέον καμία αξία. Ότι με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και κυρίως λόγω της άκυρης μεταβιβάσεως του πλοίου από την πρώτη των καθ’ων στην δεύτερη συντρέχουν ως προς την πρώτη των καθ’ων οι προϋποθέσεις για την αντίστροφή άρση της αυτοτέλειας της νομικής της προσωπικότητας, με αποτέλεσμα να ευθύνεται και αυτή εις ολόκληρο με τους τρεις πρώτους των αιτούντων έναντι των πτωχευτικών πιστωτών. Ότι για τον λόγο αυτό οι αιτούντες προτίθενται να ασκήσουν αίτηση ανακλήσεως της ως άνω επιζήμιας για τους πτωχευτικούς πιστωτές μεταβιβάσεως της κυριότητας του πλοίου από και επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο αποξενώσεως του από την δεύτερη των καθ’ων και επείγουσα περίπτωση, ζητούν να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ων και ειδικότερα του ως άνω πλοίου της δεύτερης εξ αυτών με σκοπό: α) να παραμείνει το πλοίο στην πλοιοκτησία της δεύτερης των καθ’ων και να είναι δυνατή η αναμεταβίβαση του στην πτωχευτική περιουσία, σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αίτηση ανακλήσεως της μεταβιβάσεως του από την πρώτη στην δεύτερη των καθ’ων και β) να εξασφαλιστούν οι απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών της πρώτης των αιτούντων που ανέρχονται στο χρηματικό ποσό των 168.713.446 δολ.ΗΠΑ και του 1.368.772,50 ευρώ. Τέλος ζητεί να ορισθεί ως μεσεγγυούχος του πλοίου η διαχειρίστρια εταιρεία του … και να καταδικασθούν οι καθ’ων στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 682 και 683 παρ. 1 και 4 του Κ.Πολ.Δ), λόγω της πραγματικής έδρας των καθ’ων (συστεγάζονται στα γραφεία του ομίλου …, στο …) και του τόπου που ναυλοχεί σήμερα το πλοίο (…) και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κ.Πολ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 1 του υπ’ αριθμ. 848/2015 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, λόγω του τόπου στον οποίο έχει ξεκινήσει η διαδικασία αφερεγγυότητας της πρώτης των αιτούντων, απορριπτόμενων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών της δεύτερης των καθ’ων. Ακολούθως ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας λόγω της καταστατικής έδρας των καθ’ων στην αλλοδαπή τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς την διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων για την πτωχευτική ανάκληση της από … σύμβασης πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας του υπό σημαία ……… πλοίου με το όνομα … από την πρώτη στην δεύτερη των καθ’ων για την εξασφάλιση της οποίας οι αιτούντες ζητούν την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο του δικαστηρίου που κήρυξε την πτώχευση (lex fori concursus, Ευ. Περάκης: Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, σελ. 590). Ακολούθως, ως προς την άρση της νομικής αυτοτέλειας των καθ’ων, που επικαλούνται οι αιτούντες για να θεμελιώσουν την ευθύνη των αντιδίκων τους εφαρμοστέο είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ ως το δίκαιο της πραγματικής τους έδρας, παρότι είναι εταιρείες υπαγόμενες στο Ν. 791/1978 (ad hoc ΕφΠειρ 606/2001, ΕΝΔ 2002, σελ. 108, Χάρη Παμπούκη: Το εφαρμοστέο δίκαιο στην κάμψη της νομικής προσωπικότητας στον Τόμο Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 91 επ., Χάρη Παμπούκη: Νομικά πρόσωπα και ιδίως εταιρείες στις συγκρούσεις νόμων). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η αίτηση κατ’ αρχάς πρέπει να απορριφθεί ως προς τους τρεις πρώτους των αιτούντων, λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως τους, καθώς για την αίτηση ανακλήσεως επιβλαβούς πράξεως που τέλεσε η πρώτη των αιτούντων – πτωχή κατά την ύποπτη περίοδο και συνακόλουθα για την αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για την προληπτική προστασία αυτής της αξιώσεως και για κάθε άλλη αξίωση τους κατά των καθ’ων νομιμοποιείται ενεργητικά μόνον η τέταρτη των καθ’ων – σύνδικος της πτωχεύσεως για την οποία η αίτηση εισάγεται παραδεκτώς. Και για την τέταρτη, όμως, των αιτούντων είναι μη νόμιμη και για τον λόγο αυτό απορριπτέα, καθώς σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αίτηση, η από … σύμβαση πωλήσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ των καθ’ων και για την οποία η τέταρτη αιτούσα υποστηρίζει ότι είναι ανακλητέα, αφορούσε την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας του υπό σημαία ……πλοίου με το όνομα …, που όμως δεν ανήκε στην πτωχευτική περιουσία της πρώτης των καθ’ων ή του δευτέρου ή της τρίτης, αλλά στην περιουσία της θυγατρικής της πρώτης αιτούσας – πρώτης των καθ’ων, με αποτέλεσμα να μην συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 41 του ΠτΚ, αφού στην σύμβαση δεν συμμετείχε η πτωχή αλλά η θυγατρική της και δεν αφορούσε αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας, αλλά της θυγατρικής, ήτοι μίας εταιρείας με αυτοτελή και χωριστή νομική προσωπικότητα από την μητρική – πρώτη των αιτούντων. Όπως μάλιστα αναλύεται και στην μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί για την θεμελίωση ζημίας της ομάδας των πιστωτών ότι η μητρική είναι μέτοχος κατά ποσοστό 90% της θυγατρικής – πρώτης των καθ’ων, καθώς αντικείμενο της πτωχευτικής περιουσίας της μητρικής εξακολουθεί να αποτελεί η συμμετοχή της στην θυγατρική. Σύμφωνα, βέβαια, με την τέταρτη των αιτούντων, η πρώτη των καθ’ων μετά την πώληση του πλοίου της, δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο, με αποτέλεσμα και οι μετοχές της να έχουν μηδενική αξία, Και αυτός, όμως, ο ισχυρισμός δεν καθιστά νόμιμο το αίτημα για ανάκληση της μεταβιβάσεως του πλοίου, καθώς προϋπόθεση για την ανάκληση αποτελεί η επιβλαβής πράξη να διενεργήθηκε από τον πτωχό και να μειώνει την πτωχευτική περιουσία. Με τις διευκρινίσεις βέβαια της τέταρτης των καθ’ων, όπως επαναλαμβάνονται και στο από … σημείωμα της, επιχειρείται να θεμελιωθεί το νόμιμο του αιτήματος της στην αντίστροφη άρση της νομικής αυτοτέλειας των καθ’ων, που χρησιμοποιήθηκαν καταχρηστικά και ως παρένθετα πρόσωπα από την πρώτη των καθ’ων, που είναι η μητρική της πρώτης και ελέγχει την δεύτερη, για να μην είναι υπέγγυο το πλοίο στους δανειστές της. Και αυτός ο ισχυρισμός, όμως, είναι μη νόμιμος καθώς ακόμη και εάν υποτεθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις αντίστροφης άρσεως της νομικής αυτοτέλειας των καθ’ων, η έννομη συνέπεια θα είναι η εις ολόκληρο ευθύνη τους με την πτωχή – πρώτη των αιτούντων και τους συμπτωχεύσαντες ομόρρυθμους εταίρους της δεύτερο και τρίτη για τις απαιτήσεις των πτωχευτικών πιστωτών, οι οποίοι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 27 του ΠτΚ, θα έχουν το δικαίωμα να στραφούν και κατά των καθ’ων για την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους. Μάλιστα εάν οι δανειστές της πτωχής – πρώτης των αιτούντων, επικαλούμενοι την καταχρηστική και αντίθετη στα συναλλακτικά χρηστά ήθη εκμετάλλευση της πρώτης των καθ’ων από την μητρική εταιρεία – πρώτη των αιτούντων, πετύχουν την αντίστροφη άρση της αυτοτέλειας της νομικής της προσωπικότητας, θα νομιμοποιούνται εκείνοι και όχι ο σύνδικος να ασκήσουν κατά της δεύτερης των καθ’ων την παυλιανή αγωγή ή την αγωγή του άρθρου 479 ΑΚ για να καταστήσουν υπέγγυο για τις απαιτήσεις τους κατά της πρώτης των καθ’ων και το πλοίο. Επισημαίνεται ότι για την αγωγή του άρθρου 939 ΑΚ με αίτημα την διάρρηξη ως καταδολιευτικής της πωλήσεως και μεταβιβάσεως της κυριότητας του πλοίου … από την πρώτη στην δεύτερη των καθ’ων νομιμοποιούνται ενεργητικά να την ασκήσουν οι δανειστές της πτωχής (εννοείται εφόσον πετύχουν την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της πρώτης των καθ’ων) και όχι η σύνδικος της πτωχεύσης – τέταρτη των καθ’ων, καθώς δεν αφορά απαλλοτρίωση αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας από την πτωχή ώστε να νομιμοποιείται η σύνδικος, αλλά απαλλοτρίωση της πρώτης των καθ’ων. Προϋπόθεση για να ενταχθεί και το πλοίο … στην πτωχευτική περιουσία και να είναι νόμιμο το αίτημα για την ανάκληση της μεταβιβάσεως του στην δεύτερη των καθ’ων και συνακόλουθα το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων για την εξασφάλιση αυτού του δικαιώματος, αποτελεί η εικονικότητα της αποκτήσεως της πλοιοκτησίας του από την πρώτη των καθ’ων, ώστε να θεωρείται ότι εξαρχής πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη των αιτούντων. Τα στοιχεία, όμως, αυτά δεν περιέχονται στην αίτηση ή στην συμπληρωματική της δήλωση στο ακροατήριο (εκεί προστέθηκαν στοιχεία που οδηγούν στην άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των καθ’ων, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά ότι πραγματική πλοιοκτήτρια του πλοίου ήταν η πρώτη των αιτούντων) με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να εκτιμήσει ότι το πλοίο ανήκει στην πτωχευτική περιουσία (ο ισχυρισμός για την χρησιμοποίηση της πρώτης των καθ’ων ως παρένθετου προσώπου στην σύμβαση πωλήσεως και μεταβιβάσεως του πλοίου δεν καθιστά την σύμβαση εικονική). Για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω σχετικά με την ενεργητική νομιμοποίηση των δανειστών της πρώτης των αιτούντων και όχι της συνδίκου για την άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των καθ’ων και τις έννομες συνέπειες της (σύμφωνα με το άρθρο 27 του ΠτΚ οι πτωχευτικοί πιστωτές θα έχουν δικαίωμα να στραφούν και κατά των καθ’ων για τις απαιτήσεις που έχουν κατά της πτωχής, αφού με την άρση της αυτοτέλειας της νομικής τους προσωπικότητας, καθίστανται εις ολόκληρο υπεύθυνες μαζί με την πρώτη των αιτούντων για τις απαιτήσεις των πιστωτών) είναι μη νόμιμο το αίτημα για την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ων για την εξασφάλιση των απαιτήσεων των πτωχευτικών πιστωτών.
Κατόπιν τούτων και αφού κρίθηκε ότι με βάση το περιεχόμενο της αιτήσεως: α) δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της ανακλήσεως της από … συμβάσεως πωλήσεως και μεταβιβάσεως του πλοίου … από την πρώτη στην δεύτερη των καθ’ων, αφού αυτό δεν ανήκε στην πτωχευτική περιουσία, β) η άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας των καθ’ων δεν θα έχει επωφελές αποτέλεσμα για την πτωχή αλλά μόνον για τους πιστωτές της που νομιμοποιούνται ενεργητικά να την ασκήσουν ώστε να αποκτήσουν δύο ακόμη συνοφειλέτες, ήτοι τις καθ’ων και γ) η σύνδικος της πτωχεύσεως δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην έγερση της παυλιανής αγωγής κατά των καθ’ων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, με τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης των καθ’ων να πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των αιτούντων σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της πρώτης των καθ’ων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλει εις βάρος των αιτούντων τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης των καθ’ων τα οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 18η Νοεμβρίου 2020 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στον Πειραιά την ίδια ημέρα από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Βασίλειο Τζελέπη, Προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, λόγω προαγωγής του Προέδρου Πρωτοδικών Ιωάννη Μαλλούχου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο Δικαστής Γραμματέας
(Για τη δημοσίευση)