Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός   1646 /2020

(Αριθ. καταθ. 2240/441/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Οκτωβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Β.  Μ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Χαρίκλειας Ανδριτσοπούλου – Πέππα.

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην ……και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε, 2) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…» με έδρα του Δ. Ι., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της (καθ’ ης) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθ. πρωτ. … στο τόμο 10 και α/α 271 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιου Πράσσου και 3) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…) που εδρεύει στην Αθήνα, εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσας σύμφωνα με το ν. 4354/2015, η οποία, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως δημοσιευθείσας με αριθ. πρωτ. 238/16-9-2019 στο τόμο 10 με α/α 272 του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών, σε συνδυασμό με την από 18-9-2019 μεταβολή του προσώπου του διαχειριστή, νομίμως επίσης δημοσιευθείσας με αριθ. πρωτ. 251/23-9-2019 στα ίδια ως άνω βιβλία του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών σε τόμο 10 και α/α 285, ενεργεί εν προκειμένω ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…» με έδρα του Δ. Ι., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία κατέστη ειδικός διάδοχος της (καθ’ ης) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην ……και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόπιν μεταβίβασης σε αυτήν από την τελευταία επιχειρηματικών απαιτήσεων στα πλαίσια τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3156/2003, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπομένης από τα άρθρα 10 και 14 του ν. 3156/2003, νομίμως δημοσιευμένης σε περίληψη με αριθ. πρωτ. … στο τόμο 10 και α/α 271 στα τηρούμενα στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών βιβλία του ν. 2844/2000, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιου Πράσσου.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-3-2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 2240/441/2020 και προσδιορίστηκε για την αρχικώς ορισθείσα, προ της αναστολής της λειτουργίας λόγω της πανδημίας του ιού «COVID 19», δικάσιμο της 16ης-3-2020, οπότε και ματαιώθηκε, επαναπροσδιορίσθηκε δε, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ A’ 104/30-5-2020) για τη δικάσιμο της 3-7-2020 οπότε και αναβλήθηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 4-9-2020 και ακολούθως για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Χ. Θ. Δ., που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, αποδεικνύεται ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην πρώτη των καθ’ ων η αίτηση, κατά τα άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 1 και 4, 686 παρ. 2 ΚΠολΔ, επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την πράξη προσδιορισμού για την αρχικώς ορισθείσα, προ της αναστολής της λειτουργίας λόγω της πανδημίας του ιού «COVID 19», δικάσιμο της 16ης-3-2020. Ήδη η ως άνω αίτηση επαναπροσδιορίσθηκε, κατ’ άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ A’ 104/30-5-2020) και με την υπ’ αριθ. 3275/2020 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο της 3ης-7-2020 που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προς συζήτηση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 74 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο του ανωτέρω νόμου, η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και συνεπώς δεν απαιτείται, σύμφωνα με τα παραπάνω, νέα, ιδιαίτερη κλήτευσή του καθ’ ου για την παρούσα δικάσιμο. Δεδομένου δε ότι η ως άνω καθ’ ης έλαβε γνώση του δικογράφου δια της επιδόσεως αυτού για την αρχική δικάσιμο και ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην παρούσα (κατόπιν επαναπροσδιορισμού και αναβολών) δικάσιμο, αυτή δεν παραστάθηκε στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τον Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου δημοσίως στο ακροατήριό του από τη σειρά του οικείου εκθέματος, πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), η δε διαδικασία θα προχωρήσει όπως αν ήταν και αυτός παρών, διότι πρόκειται περί υποθέσεως ασφαλιστικών μέτρων και δεν ισχύει το κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, συνδεόμενο με την ερημοδικία του καθ’ ου, τεκμήριο περί ομολογίας της αιτήσεως.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 933 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τις διατάξεις του ογδόου άρθρου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και οι οποίες (νέες τροποποιημένες διατάξεις) κατά την παράγραφο 3 του άρθρου ενάτου του αυτού άρθρου του ιδίου νόμου εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά τις 1-1-2016, «1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν ασκηθούν περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. 2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και η κλήτευση του καθ’ ου η ανακοπή γίνεται είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση. 3. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584. 4. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα, με τα άρθρα 330 και 633 παράγραφος 2 εδάφιο γ’, αντίστοιχα. 5. Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία. 6. Η απόφαση επί της ανακοπής εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.». Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 934 του ιδίου Κώδικα, όπως ισχύουν τροποποιημένες «1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή: α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής. β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα. 2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης.». Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1011Α του ιδίου ως άνω Κώδικα το οποίο (άρθρο) προσετέθη με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 «1. Ο πλειστηριασμός πλοίου ορίζεται την πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο σαράντα (40) ημερών από την κατάσχεση. 2. Οι προθεσμίες του άρθρου 934 παράγραφος 1 περίπτωση α’ και β’ είναι τριάντα (30) ημέρες από την κατάσχεση του πλοίου και σαράντα (40) ημέρες από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού αντιστοίχως. Η ανακοπή του άρθρου 954 παράγραφος 4, και η αίτηση αναστολής του άρθρου 1000 ασκούνται με ποινή απαραδέκτου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάσχεση, δικάζονται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. και η απόφαση δημοσιεύεται μέχρι τις 12:00’ το μεσημέρι της Δευτέρας πριν από τον πλειστηριασμό. Μέσα στην ίδια προθεσμία και με την ίδια διαδικασία μπορεί με αίτηση του ανακόπτοντος να διαταχθεί από το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση αν κρίνεται ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. 3. Με την απόφαση επί της ανακοπής του άρθρου 954 παραγράφου 4 και επί της αίτησης αναστολής του άρθρου 1000 ορίζεται αντίστοιχα ως νέα ημέρα πλειστηριασμού η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης επί της ανακοπής και η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά τη λήξη της χορηγηθείσης αναστολής. Κατά τα λοιπά τηρούνται οι προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας. 4. Αν για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός πλοίου δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται σύμφωνα με το άρθρο 973 και νέα ημέρα πλειστηριασμού ορίζεται η πρώτη εργάσιμη Τετάρτη μετά την πάροδο είκοσι (20) ημερών μετά τη δήλωση συνεχίσεως.». Περαιτέρω, το άρθρο 938 ΚΠολΔ, που προέβλεπε δυνατότητα αναστολής της εκτελέσεως λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 του ιδίου Κώδικα, κατόπιν σχετικής αιτήσεως του ανακόπτοντος, εκδικαζομένης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καταργήθηκε με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ.1 του Ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1-1-2016. Πλέον, οι μόνες δυνατότητες αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης συνεπεία ασκήσεως ανακοπής κατ’ αυτής είναι οι ακόλουθες: α) Με το νέο άρθρο 937 παρ. 1β εδ. 3 ΚΠολΔ, στις περιπτώσεις άσκησης ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκηση των οποίων δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται να διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου, β) στην περίπτωση του εδ. γ’ της ίδιας παραγράφου με το οποίο ορίζεται ότι, ειδικά στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα, και γ) σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου κατόπιν κατασχέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 1011Α παρ. 2 του ιδίου Κώδικα. Υπό το μέχρι σήμερα ισχύον δίκαιο, υπήρχε δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο εκκρεμούσε η ανακοπή και μόνον μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επ’ αυτής (άρθ. 938 παρ. 4, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του). Η άσκηση δε ένδικου μέσου κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής δεν μπορούσε να δικαιολογήσει χορήγηση αναστολής. Πλέον, η άσκηση ανακοπής κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης, πλην των ανωτέρω περιπτώσεων, συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, δεν παρέχεται όμως δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αιτήσεως λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Τούτο διότι ο νεότερος νομοθέτης θεώρησε ότι στον πρώτο βαθμό δεν απαιτείται η αίτηση αναστολής αφού το Δικαστήριο της ανακοπής, στις περιπτώσεις της έμμεσης εκτέλεσης, πλην της περιπτώσεως που αφορά σε πλειστηριασμό πλοίου, οφείλει να δημοσιεύσει την απόφαση επί της ανακοπής, προ της διενέργειας του πλειστηριασμού (σχετικά με το λόγο κατάργησης της αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ Χαρ. Απαλαγάκη, Συστηματική παρουσίαση των βασικών τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015, σελ. 54 επ.). Εξάλλου, στο άρθρο 1.9 του ν. 4335/2015 (Μεταβατικές διατάξεις), πέραν των επιμέρους ζητημάτων που αναφέρονται παραπάνω για τα οποία προβλέπεται ειδικό διαχρονικό δίκαιο (έναρξη ισχύος μετά την έκδοση πρ. δ/των), ορίζεται με γενική αφορώσα την εκτέλεση ρύθμιση ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1η-1-2016. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή ή μη του νέου δικαίου θα πρέπει προδήλως να θεωρείται ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, που οδήγησε στη συνέχεια στην έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας δια της επιβολής κατασχέσεως επί χρηματικών απαιτήσεων ή δια της διενέργειας άμεσης εκτέλεσης και όχι τυχόν προηγούμενες επιταγές, οι οποίες επιδόθηκαν μεν, χωρίς όμως να αρχίσει η κύρια εκτελεστική διαδικασία εντός έτους από την επίδοσή τους, και στις οποίες δεν μπορεί κατ’ άρθρο 926 παρ. 2 να βασισθεί πλέον η έναρξή της. Αν, αντιθέτως, έχει γίνει ή θα γίνει εντός έτους έναρξη της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας βάσει επιταγής που κοινοποιήθηκε πριν την 1η-1-2016, θα τυγχάνει εφαρμογής το μέχρι τις 31-12-2015 ισχύον δίκαιο, ενώ η τυχόν επανακοινοποίηση της επιταγής μετά την 1η-1-2016, προκειμένου αυτή να επιστηρίξει απλώς τη συνέχιση των υπολειπομένων πράξεων της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας, δεν θα μεταβάλει το δίκαιο βάσει του οποίου αυτές θα διενεργούνται και θα κρίνονται. (Ευδοξία Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Ζητήματα από το δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015, ΕΣΔι – Σεμινάριο Δικαστικών Λειτουργών της 1ης-12-2015). Ενόψει των ανωτέρω ρυθμίσεων, και ιδίως της θέσης της δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης στο άρθρο 1011 Α παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία αφορά σε πλειστηριασμό πλοίου, με ταυτόχρονη κατάργηση της διατάξεως του άρθρου 938 ΚΠολΔ, δίχως παράλληλη πρόβλεψη δυνατότητας αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης στην περίπτωση της έμμεσης εκτέλεσης σε πρώτο βαθμό, κατά την άποψη του παρόντος Δικαστηρίου, η αίτηση αναστολής της επισπευδόμενης εκτέλεσης προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης δια της εκπλειστηριάσεως πλοίου, δεν δύναται να αφορά όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι και την επιδοθείσα επιταγή προς εκτέλεση, παρά μόνον τις πράξεις εκείνες που οδηγούν στην εκπλειστηρίαση του πλοίου ήτοι στην έκθεση κατάσχεσης αυτού (ΜΠΠειρ 13/2017 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση, μετά από την έναρξη της εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ εναντίον των πράξεων εκτέλεσης, ακόμη και όταν η τελευταία βασίζεται στους ίδιους λόγους, που προβλήθηκαν ήδη με την κατ` άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή. Το έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος θεμελιώνεται επαρκώς στην ανάγκη τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 934, αλλά και στο δεδομένο ότι η ακύρωση της ανακοπτόμενης πράξης εκτέλεσης μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να επιτευχθεί. Επιπλέον, δεν αποκλείεται η παράλληλη επίκληση των ίδιων λόγων και ως αντιρρήσεων κατά της εκτέλεσης, ούτε προκύπτει κάτι αντίθετο από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 269 και 935 ΚΠολΔ, γιατί οι διατάξεις αυτές αφορούν μόνον τη σχέση μεταξύ διαδοχικών ανακοπών του άρθρου 933. Όταν ο ανακόπτων ασκεί ταυτόχρονα για τους ίδιους λόγους και ανακοπή του άρθρου 933, ζήτημα εκκρεμοδικίας δεν τίθεται, γιατί τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών. Κατά την κρατούσα άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο αυτό, η ταυτότητα των προβαλλόμενων λόγων καθιστά σκόπιμη την εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Εξάλλου, με δεδομένη την προαναφερθείσα δυνατότητα αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει του άρθρου 1011Α παρ. 2 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του παρόντος Δικαστηρίου, για τις πράξεις εκείνες που οδηγούν στην εκπλειστηρίαση του πλοίου, ζήτημα χορήγησης ή μη της ως άνω αναστολής εκτέλεσης προκύπτει στην περίπτωση που το δικαστήριο της αναστολής πιθανολογεί ότι η συζήτηση της ανακοπής θα ανασταλεί κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, λ.χ. μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, λόγω ταυτότητας των λόγων ανακοπής. Πρέπει στην περίπτωση αυτή να χορηγείται η αναστολή, εφόσον ήδη πιθανολογήθηκε η ανεπανόρθωτη ζημία, το παραδεκτό της ανακοπής και η νομική βασιμότητα των λόγων αυτής (ΕφΘεσ 63/1997 Αρμ 1999.250, ΜΠρΑθ 1607/2006 ΝοΒ 2006.1517, ΜΠρΡοδ 18/2006 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαρ 2854/2004 ΑρχΝ 2005.66, ΜΠρΘεσπρ 310/2003 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κονδύλη, Το δεδικασμένο, παρ. 14 σελ. 162).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα, ζητεί να ανασταλεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται από την τρίτη των καθ’ ων η αίτηση, ενεργούσας υπό την ιδιότητα της μη δικαιούχου, μη υπόχρεης διαδίκου – διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δεύτερης εξ αυτών, σε βάρος της, δυνάμει της από 17-2-2020 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία (διαταγή πληρωμής) διατάχθηκε η ήδη αιτούσα όπως καταβάλει στην πρώτη των καθ’ ων τραπεζική εταιρία, δικαιοπάροχο της δεύτερης εξ αυτών, ενόψει συμβάσεως δανείου, το ποσό των 800.000 ευρώ πλέον δικαστικών εξόδων, ειδικώς δε της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται σε βάρος του υπό σημαία Μάλτας πλοίου «…)», μετονομασθέντος σε «…), κυριότητος της αιτούσας δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Η. Β. Ν. και του με αριθμό … αποσπάσματος της προαναφερθείσας εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 10-3-2020 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2225/1128/2020) ανακοπής που άσκησε κατά της εκτέλεσης για τους λόγους που αναφέρει στην αυτουσίως εμπεριεχόμενη στην ένδικη αίτηση ανακοπή της. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αίτηση αναστολής, η οποία αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά αφορά διαφορά περί την εκτέλεση που επισπεύδεται στην Ελλάδα (άρθρο 933 ΚΠολΔ), επιπλέον δε, στο παρόν Δικαστήριο είναι εκκρεμής η ανακοπή (άρθρα 1011Α παρ. 2 σε συνδυασμό με άρθρο 933 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο κατ’ άρθρο 1011Α ΚΠολΔ, προς εκδίκασή της, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 1011Α παρ. 2 σε συνδυασμό με 686 επ. ΚΠολΔ), έχει δε ασκηθεί μέσα στην προθεσμία του άρθρου 1011 Α παρ.2 ΚΠολΔ, ήτοι εντός 30 ημερών από την επιβολή της αναγκαστικής κατάσχεσης επί του ανωτέρω πλοίου. Περαιτέρω, και δεδομένου ότι, και όσον αφορά ειδικώς στην επισπευδόμενη εκτέλεση σε βάρος του ανωτέρω υπό αλλοδαπή σημαία πλοίου, κρίνεται εφαρμοστέο το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, διότι η κατ’ αυτού επισπευδόμενη εκτέλεση ευρίσκεται εντός των ορίων της ελληνικής επικρατείας (lex fori), δεδομένου ότι και επί αναγκαστικής εκτελέσεως επί πλοίων, το δίκαιο της Πολιτείας, στα ύδατα της οποίας ευρίσκεται το πλοίο ρυθμίζει τη διαδικασία της εκτέλεσης και τα όργανα της ίδιας Πολιτείας έχουν δικαιοδοσία προς διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων της εκτελέσεως, ανεξαρτήτως της σημαίας του πλοίου, της ιθαγενείας του οφειλέτου κλπ (σχετικά ΕφΘεσ 834/1994 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ), η ένδικη αίτηση τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως ως προς την πρώτη των καθ’ ων, δεδομένου ότι αυτή δεν πιθανολογήθηκε ότι έχει την ιδιότητα της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση και δεν αποτελεί υποκείμενο της εκτελεστικής διαδικασίας, δεδομένου ότι τόσο στην προσβαλλόμενη από 17-2-2020 επιταγή προς εκτέλεση, όσο και στην προσβαλλόμενη με αριθμό … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου αλλά και στο με αριθμό … προσβαλλόμενο απόσπασμα αυτής, του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, επισπεύδουσα δανείστρια φέρεται μόνη η τρίτη των καθ’ ων η αίτηση, ενεργούσα υπό την ιδιότητα της μη δικαιούχου, μη υπόχρεης διαδίκου – διαχειρίστριας των απαιτήσεων της δεύτερης εξ αυτών. Κατά τα λοιπά δε η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη μόνον καθ’ ο μέρος ζητείται η αναστολή της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του ανωτέρω πλοίου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Η. Β. Ν. και του με αριθμό … αποσπάσματος της προαναφερθείσας εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 1011 Α σε συνδυασμό με άρθρο 933 ΚΠολΔ. Αντίθετα, τυγχάνει μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθ’ ο μέρος ζητείται η αναστολή εκτέλεσης της από 17-2-2020 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό … διαταγής πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου. Και τούτο διότι στην προκείμενη περίπτωση, κατά την οποία ακολούθησαν, κατόπιν της επιδόσεως της ανωτέρω επιταγής, και άλλες πράξεις εκτέλεσης και δη αναγκαστική κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου και ορισμός ημερομηνίας πλειστηριασμού αυτού, η θεσπισθείσα στις διατάξεις του άρθρου 1011Α του ΚΠολΔ δυνατότητα αναστολής, όπως ειδικότερα αναλύεται στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεν αφορά και την επιταγή αλλά μόνον τις πράξεις που οδηγούν σε πλειστηριασμό του πλοίου. Τέλος, μη νόμιμο τυγχάνει και το αίτημα περί καταδίκης των καθ’ ων στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας (άρθρο 84 παρ. 2 εδ. τελ. του Ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.3 του Ν. 4236/2014). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν, προκειμένου να ερευνηθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης αυτής έχει ολοκληρωθεί η σύνθετη διαδικαστική πράξη της άσκησης της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπής εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επιβληθείσα κατάσχεση (άρθρο 1011Α ΚΠολΔ), ήτοι τόσο η κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, όσο και η επίδοση αντιγράφου της ανακοπής προς τον επισπεύδοντα δανειστή πριν τη συζήτηση της ένδικης αίτησης και κατεβλήθη η νόμιμη προείσπραξη της δικηγορικής αμοιβής των παρισταμένων δικηγόρων.

Από τα έγγραφα που η αιτούσα επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει, πιθανολογήθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των καθ’ ων ανώνυμη τραπεζική εταιρία, επικαλούμενη την ύπαρξη απαίτησής της εκ συμβάσεως δανείου, καταρτισθείσας μεταξύ της δικαιοπαρόχου αυτής, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας «….» και της αιτούσας, ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. … Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, για ποσό 800.000 ευρώ, πλέον δικαστικών εξόδων ποσού 9.200 ευρώ. Ακολούθως, στις 12-9-2019, η πρώτη των καθ’ ων μεταβίβασε την απαίτησή της από τη ανωτέρω δανειακή σύμβαση στη δεύτερη των καθ’ ων, υπέρ της οποίας θα εκτελείτο ο τίτλος και η τελευταία με σύμβαση διαχειρίσεως που καταρτίσθηκε αυθημερόν, ανέθεσε την είσπραξή της στην τρίτη εξ αυτών, η οποία υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος, μη υπόχρεη διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της δεύτερης των καθ’ ων επέδωσε στις 30-10-2019, αντίγραφο του πρώτου απογράφου της υπ’ αριθ. … Διαταγής Πληρωμής, με την από 29-10-2019 επιταγή προς πληρωμή, ξεκινώντας με αυτό τον τρόπο τη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της αιτούσας. Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αριθ. … εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν. και του υπ’ αριθ. 366/2019 αποσπάσματος της τελευταίας, κατασχέθηκε από την τρίτη καθ’ ης, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά της, το υπό σημαία Μάλτας πλοίο «…)», μετονομασθέν σε «…), κυριότητος της αιτούσας, ορίσθηκε δε ο (ηλεκτρονικός) πλειστηριασμός στις 11-12-2019, με τιμή πρώτης προσφοράς ανερχόμενη στο ποσό του 1.200.000 ευρώ (η αξία του πλοίου εκτιμήθηκε κατά το χρόνο της κατάσχεσης στο ποσό του 1.500.000 ευρώ). Εξάλλου, κατά της ως άνω εκδοθείσας Διαταγής Πληρωμής, η αιτούσα άσκησε την από 18-11-2019 (αριθ. καταθ. 10462/5265/2019) ανακοπή της εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) κατά τη δικάσιμο της 4ης-2-2020 και για την οποία εκκρεμεί η έκδοση απόφασης. Κατά δε της ως άνω διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, η αιτούσα άσκησε και την από 18-11-2019 (αριθ. καταθ. 10472/5268/2019) ανακοπή της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 31ης-3-2020, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού δυνάμει της υπ’ αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ.21159 Κ.Υ.Α. και επαναπροσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 10ης-11-2020. Πέραν δε της προαναφερθείσας ανακοπής άσκησε και αίτηση αναστολής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1851/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών – Διαδικασία Ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ανωτέρω ανακοπής. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η τρίτη των καθ’ ων, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά της, δια της από 17-2-2020 εξώδικης δήλωσης που κοινοποιήθηκε στο νόμιμο εκπρόσωπο και τη φερόμενη ως συμβατική αντίκλητο της αιτούσας στις 19-2-2020, παραιτήθηκε από την από 29-10-2019 επιταγή προς πληρωμή, δηλώνοντας παράλληλα ότι οι πραγματοποιηθείσες επιδόσεις της υπ’ αριθ. … Διαταγής Πληρωμής διατηρούν την ισχύ τους ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. … συμβολαιογραφικής πράξης του Συμβολαιογράφου Πειραιά Κωνσταντίνου Βασιλάκη, ήρθη εκ μέρους της τρίτης των καθ’ ων η, δυνάμει της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. … εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως, εγγραφείσα στο ανωτέρω πλοίο κατάσχεση,. Ακολούθως, η ως άνω καθ’ ης, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά της, επέδωσε, στις 19-2-2020, την από 17-2-2020 (νέα) επιταγή προς πληρωμή κάτωθι επίσημου αντιγράφου από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. … Διαταγής Πληρωμής, ακολούθως δε επέβαλε νέα κατάσχεση στο προαναφερθέν πλοίο της αιτούσας, δυνάμει της υπ’ αριθ. … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν.. Δυνάμει δε της ανωτέρω εκθέσεως και του υπ’ αριθ. … αποσπάσματος αυτής, ορίστηκε η διενέργεια του πλειστηριασμό την 1-4-2020, με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό του 1.374.800 ευρώ (η αξία του πλοίου εκτιμήθηκε κατά το χρόνο της κατάσχεσης στο ποσό των 2.062.000 ευρώ). Κατόπιν αυτών, η αιτούσα άσκησε την από 10-3-2020 (αριθ. καταθ. 2225/1128/2020) ανακοπή της εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ζητώντας να κηρυχθεί άκυρη η προαναφερθείσα έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν.υ καθώς και το υπ’ αριθ. … απόσπασμα αυτής. Η συζήτηση της ανωτέρω ανακοπής ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 28ης-4-2020, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, δυνάμει της υπ’ αριθ. Δ1α/Γ.Π.οικ.26804 Κ.Υ.Α. και επαναπροσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 29ης-9-2020, οπότε και συζητήθηκε, εκκρεμούσης της έκδοσης αποφάσεως. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογήθηκε ότι η προαναφερθείσα ανακοπή εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ, επί της οποίας στηρίζεται η ένδικη αίτηση αναστολής εκτέλεσης, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και λόγους ανακοπής που αφορούν την ύπαρξη της απαίτησης και την εγκυρότητα της υπ’ αριθ. … Διαταγής Πληρωμής, ως εκτελεστού τίτλου. Ειδικότερα, ο πρώτος, ο πέμπτος και ο ένατος λόγος ανακοπής αφορούν την επίδοση αυτής, ο όγδοος και ο δωδέκατος την απόδειξη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής, ο ενδέκατος λόγος το εκκαθαρισμένο της απαίτησης και ο έκτος, δέκατος και δέκατος τρίτος λόγος την εγκυρότητα της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης για την οποία εκδόθηκε η Διαταγή Πληρωμής. Εξ αυτών δε ο έκτος, ένατος, όγδοος και δέκατος τρίτος λόγος ανακοπής πιθανολογούνται ως νόμω βάσιμοι, εκκρεμούσης της έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας αυτών στο πλαίσιο της από 10-3-2020 ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ που έχει ασκηθεί από την αιτούσα. Ήδη, όμως, όπως προαναφέρθηκε, η αιτούσα έχει ασκήσει κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής και την από 18-11-2019 (αριθ. καταθ. 10462/5265/2019) ανακοπή της εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ, η οποία συζητήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η παραπάνω διαταγή πληρωμής, για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή και που στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία με την εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ από 10-3-2020 (αριθ. καταθ. 2225/1128/2020) ανακοπή, που συζητήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Έτσι, καθίσταται σαφές ότι μεταξύ των ανωτέρω δικών, ήτοι της δίκης της από 18-11-2019 (αριθ. καταθ. 10462/5265/2019) ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και της δίκης της από 10-3-2020 (αριθ. καταθ. 2225/1128/2020) ανακοπής κατά της εκτέλεσης, υπάρχει αλληλεξάρτηση και επηρεασμός, λόγω εν μέρει ταυτότητας των προβαλλόμενων λόγων, όπως προεκτέθηκαν, που οδηγεί στην εφαρμογή του άρθρου 249 ΚΠολΔ, για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Στο σημείο δε αυτό, επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων συνομολογείται και από τις καθ’ ων η αίτηση, οι οποίες μάλιστα στην ανοιγείσα δια της από 10-3-2020 (αριθ. καταθ. 2225/1128/2020) ανακοπής, δίκη, υπέβαλαν αίτημα αναβολής (αναστολής) της δίκης εκείνης μέχρι την έκδοση απόφασης στη δίκη επί της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογείται ότι αν συνεχιστεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενηθεί ανεπανόρθωτη βλάβη στην αιτούσα καθ’ όσον επισπεύδεται αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος του προαναφερόμενου πλοίου της, το οποίο τυγχάνει το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της, ενώ αντίθετα η τυχόν αξίωση της δεύτερης των καθ’ ων δεν κινδυνεύει, λαμβανομένης υπόψη της εγγραφείσας υπέρ της καθ’ ης απλής ναυτικής υποθήκης. Η ως άνω επαπειλούμενη βλάβη της αιτούσας δεν μπορεί να αναιρεθεί από το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο έχει ουσιαστικά παροπλιστεί από τον Ιανουάριο του έτους 2013, δεδομένου ότι έχει αξία εμπορεύσιμη, ανερχόμενη, στην παρούσα φάση, στο ποσό των 2.062.000 ευρώ, όπως αυτή προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής στο Εφετείο Αθηνών Η. Ν., αλλά ούτε και από το διατυπωθέν από την αιτούσα, στο πλαίσιο της αρξάμενης διαδικασίας του ν. 2881/2001, αίτημα να χαρακτηριστεί το πλοίο της αιτούσας ως επικίνδυνο και επιβλαβές από τη Δημόσια Αρχή Λιμένων, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του από το λιμένα Πειραιά και την νόμιμη διάθεσή του κατ’ άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 2881/2001. Και τούτο διότι το ως άνω από 6-3-2020, έγγραφο αίτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διοικητικής διαδικασίας, η οποία είναι ανεξάρτητη με την διαδικασία της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της αιτούσας. Στην ως άνω, εξάλλου, διαδικασία, η αιτούσα στήριξε το αίτημά της, όχι στην έλλειψη οιουδήποτε περιουσιακού συμφέροντός της επί του πλοίου, αλλά στο σοβαρό ενδεχόμενο μελλοντικού ναυτικού ατυχήματος και στην εξ αυτού του λόγου θεμελίωση οιασδήποτε μορφής ευθύνης αυτής ως πλοιοκτήτριας, ενόψει και της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το πλοίο λόγω της μακρόχρονης ακινησίας του εντός του χώρου του λιμένος, στο πλαίσιο των επιβληθεισών κατασχέσεων επ’ αυτού.

Κατόπιν των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς την πρώτη των καθ’ ων, να γίνει κατά τα λοιπά δεκτή και να ανασταλεί η επισπευδόμενη, δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Η. Β. Ν. και του με αριθμό … αποσπάσματος της προαναφερθείσας εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, εκτέλεση, έως εκδόσεως οριστικής αποφάσεως επί της από 10-3-2020 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2225/1128/2020)ανακοπής, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Τέλος, η μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη, πρέπει να συμψηφισθεί λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι παρά την ύπαρξη του άρθρου 84 παρ.2 εδ. τελ. του ν. 4194/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του ν. 4236/2014, κρίνεται ότι τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη του άρθρου 179 ΚΠολΔ.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης των καθ’ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς την πρώτη των καθ’ ων.
  • ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
  • ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.
  • ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την επισπευδόμενη, δυνάμει της με αριθμό … έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Η. Β. Ν. και του με αριθμό … αποσπάσματος της προαναφερθείσας εκθέσεως αναγκαστικής κατάσχεσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, εκτέλεση που αφορά το υπό σημαία Μάλτας πλοίο «…), μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της από 10-3-2020 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης 2225/1128/2020) ανακοπής της αιτούσας.
  • ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30 Νοεμβρίου 2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)