ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 1647/2020
(Αριθ. καταθ. 5934/1301/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αλέξανδρου Ελευθερίου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον …… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε μετά του νόμιμου εκπροσώπου της, ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο τον Δημήτριο ….
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 3-8-2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 5934/1301/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 14-9-2020, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1959) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Εφοπλιστής, σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ είναι «ο εκμεταλλευόμενος δι’ αυτόν πλοίον ανήκον σε άλλον». Η χρησιμοποίηση, εξάλλου, του ξένου πλοίου μπορεί να στηρίζεται σε διάφορες σχέσεις, εμπράγματες ή ενοχικές. Οι συνηθέστερες πάντως σχέσεις στις οποίες στηρίζεται η εφοπλιστική σχέση είναι η μίσθωση γυμνού σκάφους και η χρονοναύλωση. Εξάλλου, στον Έκτο Τίτλο του ΚΙΝΔ (άρθρα 107 – 189) ρυθμίζεται η σύμβαση ναυλώσεως, δηλαδή η σύμβαση, δια της οποίας έναντι ανταλλάγματος (ναύλου) αναλαμβάνεται η εκτέλεση μεταφοράς δια θαλάσσης προσώπων ή πραγμάτων, διακρίνεται δε η σύμβαση αυτή (η οποία, κατά τη μάλλον κρατούσα άποψη, έχει χαρακτήρα ειδικώς ρυθμισμένης συμβάσεως έργου – ΠΠρΠειρ 1445/1985 ΕΝΔ 14.116, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, 1992, σ. 256, όπου και παράθεση άλλων απόψεων) σε τρεις ειδικότερες μορφές, ήτοι: α) τη χρησιμοποίηση του πλοίου εν όλω (ολική ναύλωση) ή εν μέρει (μερική ναύλωση) και στην οποία η παροχή του εκναυλωτή καθορίζεται δια του χάριν της μεταφοράς διατιθεμένου χώρου του πλοίου (stricto sensu ναύλωση), β) τη ναύλωση, η οποία έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά επί μέρους πραγμάτων και γ ) τη σύμβαση μεταφοράς επιβάτη (Δ. Καμβύση, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, υπό το άρθρο 107, σ. 330 επ. ). Η σύμβαση ναυλώσεως δεν ρυθμίζεται εξαντλητικώς από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και συμπληρωματικώς εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικος για την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών από σύμβαση, όπως η υπερημερία και η αδυναμία παροχής (ΕφΠειρ 102/1991 ΠειρΝ 13.320). Όμως, οι εν λόγω διατάξεις του ΚΙΝΔ περί ναυλώσεως δεν εφαρμόζονται επί της λεγομένης «ναυλώσεως γυμνού πλοίου», ήτοι της έναντι ανταλλάγματος παραχωρήσεως του πλοίου άνευ πληρώματος – ή μετά πλοιάρχου και πληρώματος, με τη συμφωνία ότι εφεξής, τα πρόσωπα αυτά θα λειτουργούν υπό τις οδηγίες του ναυλωτή, η οποία συνιστά σύμβαση μισθώσεως – εφαρμοζομένων επ’ αυτής των διατάξεων των άρθρων 574 επ. ΑΚ (ΕφΠειρ 882/2000 ΕΝΔ 29.122, ΕφΠειρ 347/1998 αδημ., ΕφΠειρ 1961/1988 ΕΝΔ 17.409, Διαιτησία Πειραιώς 14-1-1986 ΕΝΔ 14.979). Ενόψει των ανωτέρω, εάν η εκτέλεση της συμβάσεως ναυλώσεως γυμνού σκάφους ματαιώθηκε λόγω πραγματικού ελαττώματος του παραδοθέντος σκάφους τυγχάνουν εφαρμογής (αποκλειστικώς) οι περί πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 577 ΑΚ συνάγεται ότι, εάν κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως μισθώσεως ελλείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή εάν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατ’ αυτήν (τη συνομολόγηση) πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που παρακωλύει εν όλω ή εν μέρει τη συμφωνηθείσα χρήση, αντί της μειώσεως ή μη καταβολής του μισθώματος, ο μισθωτής δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της συμβάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 584 ΑΚ ο μισθωτής, με την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα, έχει δικαίωμα κατά τα λοιπά, εάν δεν του παραδόθηκε ή παρακωλύθηκε η χρήση του μισθίου, να απαιτήσει, κατά τις γενικές διατάξεις, την εκτέλεση της συμβάσεως ή αποζημίωση. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο μισθωτής, «με την επιφύλαξη των διατάξεων για τα πραγματικά και νομικά ελαττώματα», έχει το πιο πάνω δικαίωμα να απαιτήσει την εκτέλεση της συμβάσεως ή αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 335, 336 και 343 ΑΚ, εάν δεν του παραδόθηκε καθόλου η χρήση του μισθίου ή του παραδόθηκε μεν, αλλά παρεμποδίσθηκε μετά την παράδοσή της (ΑΠ 83/2002 ΕλλΔνη 43.1054, ΑΠ 849/2001 ΕλλΔνη 42.927, ΑΠ 1016/1999 ΕλλΔνη 40.1739, ΕφΠειρ 604/1997 ΕλλΔνη 38.1901, ΕφΠειρ 361/1996 ΕλλΔνη 38.1901). Εξάλλου, συμβαίνει συχνά η ίδια ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη να μπορεί να υπαχθεί τόσο σε έναν κανόνα που αξιολογεί τη συγκεκριμένη συμπεριφορά ως αδικοπραξία και παρέχει σε αυτόν που ζημιώθηκε αξίωση για αποζημίωση (914, ενδεχομένως σε συνδυασμό και με 281, 919), όσο και σε έναν κανόνα που αξιολογεί την ίδια συμπεριφορά ως αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης (αυτού που προκάλεσε τη ζημία απέναντι σε αυτόν που ζημιώθηκε) και παρέχει επίσης στον τελευταίο αξίωση για αποζημίωση. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται λόγος για συρροή αξιώσεων στην κυριολεξία ή πιο συγκεκριμένα για συρροή δικαιοπρακτικής και αδικοπρακτικής ευθύνης. Η νομολογία δέχεται ότι υπάρχει τέτοια συρροή όταν υπαίτιος ζημιογόνας πράξης ή παράλειψης με την οποία παραβιάζεται σύμβαση μπορεί εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση να στηρίξει και τέτοια από αδικοπραξία και αποφαίνεται στη συνέχεια, ότι το τελευταίο αυτό συμβαίνει αν η ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη και θα συγκέντρωνε τα στοιχεία της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 ΑΚ (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.1974).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, ότι δυνάμει του από 12-12-2019 ιδιωτικού συμφωνητικού εφοπλισμού, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το από 30-12-2019 ιδιωτικό συμφωνητικό, που συνήψε με την καθ’ ης, πλοιοκτήτρια του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…» (νηολογίου …….. με αριθμό …), ναύλωσε το τελευταίο για το χρονικό διάστημα από 12-12-2019 έως 31-10-2020, προκειμένου να το εκμεταλλευτεί οικονομικά, δρομολογώντας αυτό στη γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2932/2001 και ότι για το λόγο αυτό προέβησαν οι διάδικοι και σε σχετική κοινή δήλωση εφοπλισμού (άρθρο 105 του ΚΙΝΔ) προς την αρμόδια λιμενική αρχή. Ότι στο πλαίσιο της ως άνω συναφθείσας σύμβασης, η καθ’ ης ανέλαβε, μεταξύ άλλων και κατόπιν διαδοχικών αναβολών ως προς την παράδοση του πλοίου στην αιτούσα, την υποχρέωση να οδηγήσει στις 4-2-2020, με δίκη της ευθύνη και δικό της κίνδυνο, το ανωτέρω πλοίο από το λιμένα του Ρίου Αχαΐας στο λιμένα της Θάσου προκειμένου να παραδώσει ναυτική διαχείριση αυτού, έχοντας προηγουμένως ολοκληρώσει τις συμφωνηθείσες, μεταξύ των διαδίκων, εργασίες μετασκευής για την αύξηση της μεταφορικής του ικανότητας και έχοντας ανανεώσει τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του. Ότι παρά τις ανωτέρω συμβατικές της υποχρεώσεις, η καθ’ ης επέδειξε αδικαιολόγητη κωλυσιεργία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως πραγματικά περιστατικά και δεν οδήγησε το πλοίο της στο λιμένα της Θάσου, αρνήθηκε δε την εκτέλεση του ανωτέρω πλου και εγγράφως στις 17-1-2020, ζητώντας από την αιτούσα να το παραλάβει η ίδια από το λιμένα του Ρίου, με αποτέλεσμα η αιτούσα να προβεί, στις 21-1-2020, στην καταγγελία της ως άνω συναφθείσας σύμβασης ναυλώσεως και στη ματαίωση της δρομολόγησης του ανωτέρω πλοίου στην γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου. Ότι η ίδια (αιτούσα) στηρίχθηκε, προκειμένου να συνάψει την ένδικη σύμβαση ναυλώσεως, στις ψευδείς παραστάσεις του νομίμου εκπροσώπου της καθ’ ης περί της άριστης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το πλοίο και ότι η μη παράδοση αυτού οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της καθ’ ης, η οποία δεν επιθυμούσε εξαρχής να πραγματοποιηθεί με δική της ευθύνη ο πλους προς το λιμένα της Θάσου, λόγω αφενός μεν της δεδομένης αναξιοπλοΐας του πλοίου, την οποία γνώριζε ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, αφετέρου δε της μη πραγματοποίησης, εκ μέρους της, των εργασιών μετασκευής του πλοίου, για τις οποίες είχε δεσμευτεί συμβατικά. Ότι εξαιτίας της ως άνω αντισυμβατικής και παράνομης συμπεριφοράς της καθ’ ης, η αιτούσα υπέστη τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως ζημίες, συνολικού ποσού 129.780,99 ευρώ. Επικαλούμενη δε επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, ζητεί να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση του προαναφερθέντος Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…» (νηολογίου ……… με αριθμό …), προκειμένου να διασφαλιστεί η αναφερόμενη στο σκεπτικό συνολική απαίτηση της αιτούσας και μέχρι του ποσού των 150.000 ευρώ. Τέλος, η τελευταία ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, αρμόδια και παραδεκτά φέρεται για συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 25 παρ. 2, 682, 683 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ν. 2172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682, 683, 686 επ. ΚΠολΔ), τυγχάνει δε νόμιμη τόσο ως προς την εξ αδικοπραξίας βάση της όσο και ως προς την θεμελιούμενη στη σύμβαση (γυμνής) ναυλώσεως ευθύνη της καθ’ ης, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 71, 297, 298, 299, 335, 336 και 343, 361, 574 επ., 914, 932 ΑΚ, 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ, 1, 2, 3, 4, 8 της Διεθνούς Συμβάσεως του 1952 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων» (που κυρώθηκε με το ν.δ. 4570/1966 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ κατ’ άρθρον 2 ΕισΝΚΠολΔ) σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 682 παρ. 1, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ. Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 62, 64 παρ. 2, 339, 409, 410 και 415 έως 420 ΚΠολΔ, καθώς και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ, προκύπτει ότι ως μάρτυρες, με τις καταθέσεις των οποίων παρέχονται στον δικαστή πληροφορίες για τα αμφισβητούμενα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της επίδικης υπόθεσης, μπορούν να εξετασθούν μόνο τρίτα πρόσωπα και όχι οι διάδικοι ή ο νόμιμος εκπρόσωπος διάδικου νομικού προσώπου ή μέλος της διοίκησης αυτού (ΟλΑΠ 1328/1977 ΝοΒ.1978.1048, ΑΠ 1566/2006 αδημ., ΑΠ 1386/2006 αδημ., ΑΠ 19/2006 αδημ.). Η ρύθμιση αυτή, για την ταυτότητα του λόγου, αρμόζει και στις προβλεπόμενες από το άρθρο 421 ΚΠολΔ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, με τις οποίες τρίτα πρόσωπα καταθέτουν ό,τι γνωρίζουν για τα αποδεικτέα γεγονότα. Έτσι, ένορκη βεβαίωση διαδίκου (ή εκπροσώπου του ή μέλους της διοικήσεώς του) στον ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο είναι νομικά ανυπόστατη ως αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1492/2006 αδημ., ΑΠ 1312/2002 ΝοΒ 2003.1031, ΕφΠειρ 381/2003 ΔΕΕ 2003.988, ΜΠρΠατρ 64/2007 ΕΕργΔ 2007.292, ΜΠρΠατρ 77/2007 ΕΕργΔ 2007.297). Όμως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 690 παρ. 1 και 347 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται κάθε πρόσφορο προς απόδειξη μέσο, ακόμη δε και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 1675/1995 ΕλλΔνη 1998.362 -βλ. Τέντε, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ΚΠολΔ Ι [2000] υπό άρθρο 347 αριθ. 1-3 και Κράνη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/ Νίκα ΚΠολΔ II [2000] υπό άρθρο 690 αριθ. 6, πρβλ. και ΑΠ 1340/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, από τις επ’ ακροατηρίω ένορκες καταθέσεις του μάρτυρος της αιτούσας … του … και του μάρτυρος της καθ’ ης … του …, οι οποίες εκτιμώνται μόνες τους και σε συνδυασμό προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας εκάστης εξ αυτών, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θάσου Ευανθίας Ι. Βούτσα καθώς και την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Παναγιώτας Α. Χρονοπούλου, που ελήφθησαν με πρωτοβουλία της αιτούσας, μέσα στην χορηγηθείσα από το Δικαστήριο τριήμερη προθεσμία για την κατάθεση σημειώματος και κατόπιν σχετικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της τελευταίας που επέχει θέση κλήτευσης, εκ των οποίων η δεύτερη λαμβάνεται υπόψη σε αυτή τη διαδικασία παρά το γεγονός ότι αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, διότι ο ενόρκως βέβαιων, δεν είναι τρίτος σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, αλλά Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτούσας ναυτικής εταιρείας (βλ. την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την καθ’ ης υπ’ αριθ. πρωτ. …/2020 βεβαίωση από την Υπηρεσία Μητρώου Ναυτικών Εταιριών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), από την υπ’ αριθ. …/5-10-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σ. Σεφεριάδη, από την υπ’ αριθ. …/15-10-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αιγίου Μαρίας Σπ. Γίδα καθώς και από την υπ’ αριθ. …/15-10-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αναστασίας Α. Πηλείδου, που ελήφθησαν με πρωτοβουλία της καθ’ ης, μέσα στην χορηγηθείσα από το Δικαστήριο τριήμερη προθεσμία για την κατάθεση σημειώματος και κατόπιν σχετικής δήλωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου της τελευταίας που επέχει θέση κλήτευσης, από την υπ’ αριθ. …/11-9-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μηνά Σ. Σεφεριάδη, από την υπ’ αριθ. …/15-10-2020 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αναστασίας Α. Πηλείδου, οι οποίες ελήφθησαν με πρωτοβουλία της καθ’ ης και λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα διαδικασία ανεξαρτήτως της κλήτευσης της αιτούσας (ΜΠρΚορ 8/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 4946/2007 ΕλλΔνη 49.302, ΜΠρΑθ 8594/2001, ΕΔΠολ 2001.229), καθώς και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα ναυτική εταιρία τύγχανε μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2019 πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…» (αριθμός νηολογίου …), το οποίο είχε δρομολογηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2932/2001, στις πορθμειακές γραμμές Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου και Πρίνο – Καβάλα. Ενόψει της επικείμενης πωλήσεως του ανωτέρω πλοίου, η αιτούσα ενδιαφέρθηκε για την εκμετάλλευση έτερου Ο/Γ – Ε/Γ πλοίου, το οποίο θα δρομολογούνταν, σε αντικατάσταση του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…» και προτού αυτό διαγραφεί από τα ελληνικά νηολόγια, στις ανωτέρω πορθμειακές γραμμές, ώστε να διατηρηθεί το δικαίωμά της αιτούσας σε αυτές. Για το λόγο δε αυτό, συνήψε με την καθ’ ης ναυτική εταιρία, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…» (Νηολογίου Πειραιά …, ΔΔΣ SVA 7476, ΙΜΟ 8952950), που ήταν δρομολογημένο στην γραμμή Ρίου – Αντίρριου, την από 12-12-2019 σύμβαση, η οποία τιτλοφορείται «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΕΦΟΠΛΙΣΜΟΥ». Στο πλαίσιο δε της ανωτέρω σύμβασης, συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων η ναύλωση του προαναφερθέντος πλοίου από την αιτούσα για το χρονικό διάστημα από 13-12-2019 έως 30-11-2020, αντί ναύλου συνολικού ύψους 170.000 ευρώ, καταβλητέου σύμφωνα με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην ένδικη σύμβαση (όροι Γ.1, Γ.2 και Γ.3). Έναντι δε του ως άνω συμφωνηθέντος ναύλου, προκαταβλήθηκε, αυθημερόν, στην καθ’ ης το ποσό των 25.000 ευρώ (όρος 3.α). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το πλοίο θα παραδίδονταν στο λιμένα της Θάσου, με ευθύνη της πλοιοκτήτριας καθ’ ης, ο δε πλους για την παράδοση θα ξεκινούσε το αργότερο στις 8:00’ της 16ης-12-2019 (όρος Γ.2). Περαιτέρω, προβλεπόταν ότι το πλοίο θα ενεργούσε κατά την διάρκεια της ναυλώσεως πλόες εσωτερικού κατά την απόλυτη κρίση της εφοπλίστριας, η δε πλοιοκτήτρια υποχρεούνταν, μεταξύ άλλων, να παρίσταται όπου και όταν της ζητηθεί προκειμένου να συνδράμει την εφοπλίστρια στην υποβολή αιτημάτων προς τις αρμόδιες Αρχές, σχετικά με την δρομολόγηση του πλοίου, ή και οιοδήποτε άλλο ζήτημα προκύψει κατά την διάρκεια της ναύλωσης, στο οποίο επιβάλλεται η παρουσία και σύμπραξη της πλοιοκτήτριας (όρος Γ.4) Εξάλλου, συμφωνήθηκε ότι καθ’ όλη της διάρκεια της ναυλώσεως, η αιτούσα εφοπλίστρια θα αναλάμβανε την εκμετάλλευση του πλοίου και θα ευθυνόταν αποκλειστικώς γι’ αυτή καθώς και για το κόστος των εργασιών συντήρησης και επισκευής του πλοίου που θα ανέκυπταν κατά τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης και με υπαιτιότητα της εφοπλίστριας αιτούσας, ενώ η πλοιοκτήτρια καθ’ ης θα ευθυνόταν τόσο για το πλήρες κόστος που θα απαιτούνταν για την ανανέωση των πιστοποιητικών του πλοίου και τη διατήρηση αυτού με πιστοποιητικά αξιοπλοΐας σε ισχύ του νηογνώμονα ή άλλης αρμόδιας αρχής. Η δε πλοιοκτήτρια καθ’ ης ανέλαβε το κόστος και την ευθύνη για την αύξηση της μεταφορικής ικανότητας του πλοίου της σε 300 επιβάτες για τη θερινή περίοδο (όροι 5.α και 5.β). Πέραν δε των ανωτέρω, η συμφωνήθηκε ρητώς ότι από την υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης – παραλαβής του πλοίου, το πλήρωμα αυτού θα δεχόταν εντολές από την εφοπλίστρια αιτούσα, η οποία θα αναλάμβανε και το κόστος μισθοδοσίας, την και την πληρωμή των εισφορών στο ΝΑΤ και στους λοιπούς ασφαλιστικούς φορείς (όροι 5.γ και 5.ε). Για την υλοποίηση της σχετικής ως άνω συμφωνίας εκμετάλλευσης του πλοίου και για τη διατήρηση των δικαιωμάτων της αιτούσας στην πορθμειακή γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου, οι διάδικοι προέβησαν στις 11-12-2019, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε εισέτι παραδοθεί στην αιτούσα το πλοίο, σε κοινή δήλωση εφοπλισμού (άρθρο 105 ΚΙΝΔ), η οποία καταχωρήθηκε στα νηολόγια του Λιμεναρχείου Πειραιά στις 13-12-2019. Ακολούθως, με δεδομένο ότι καθυστερούσε η έγκριση της αντικατάστασης του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…» στην προαναφερθείσα πορθμειακή γραμμή, η οποία εντέλει επετράπη στις 27-12-2019, οι διάδικοι συνήψαν το από 30-12-2019 συμφωνητικό τροποποίησης της αρχικής σύμβασης, στο πλαίσιο της οποία συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το πλοίο θα παραδίδονταν για εκμετάλλευση στην αιτούσα το αργότερο μέχρι τις 6-1-2020, η δε σχετική προθεσμία θα παρατεινόταν για ισόχρονο χρονικό διάστημα, εφόσον το πλοίο θα λάμβανε έκτακτη ακινησία κατόπιν άδειας μετασκευής για την αύξηση της μεταφορικής του ικανότητας (όρος ΙΙ.1). Σημειωτέον δε ότι για το ζήτημα της έκδοσης αδείας μετασκευής, υπήρξε συνεννόηση μεταξύ των διαδίκων, ώστε η αιτούσα να ζητήσει και έκτακτη ακινησία και διακοπή εκτέλεσης δρομολογίων του πλοίου για το χρονικό διάστημα από 5-1-2020 έως και 3-2-2020, η οποία εγκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές (ΥΝΑΠ/ΔΘΣ 1ο). Κατόπιν τούτου, η υποχρέωση της καθ’ ης για παράδοση του πλοίου στην αιτούσα μετατέθηκε για τις 6-2-2020. Περαιτέρω, στο από 30-12-2019 συμφωνητικό τροποποίησης της αρχικής σύμβασης περιλαμβάνεται δήλωση της καθ’ ης πλοιοκτήτριας ότι το πλοίο έχει έγκυρα και εν ισχύ πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και λοιπά ναυτιλιακά έγγραφα για πλόες, σε λιμενική περιοχή και κατάλληλα για να εργασθεί το πλοίο στην γραμμή Κεραμωτή – Λιμένος Θάσου. Έγινε δε αμοιβαία αποδεκτό ότι εφόσον ισχύουν τα ανωτέρω πιστοποιητικά, το πλοίο θα θεωρείται αξιόπλοο και κατάλληλο για την χρήση για την οποία το προορίζει η εφοπλίστρια, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την παράδοση δεν θα συντρέχουν περιστατικά που θα θίγουν την ισχύ των ως άνω πιστοποιητικών και λοιπών ναυτιλιακών εγγράφων. Περαιτέρω, η καθ’ ης πλοιοκτήτρια δήλωσε ότι το πλοίο είναι πιστοποιημένο από αναγνωρισμένο Νηογνώμονα και ότι προσφάτως είχε υποβληθεί σε ελέγχους από λιμενικές αρχές και ευρέθη εντάξει (όρος ΙΙ.4). Ενόψει όλων των ανωτέρω ρυθμίσεων επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι η από 12-12-2019 ένδικη σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε κατά τα προαναφερθέντα, αποτελεί σύμβαση ναυλώσεως γυμνού πλοίου, στην οποία στηρίζεται η εφοπλιστική ιδιότητα της αιτούσας και της οποίας τα αποτελέσματα και οι έννομες συνέπειες ουσιαστικά ανατρέχουν στο χρόνο παράδοσης του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», οπότε η αιτούσα αναλαμβάνει την τεχνική και εμπορική διεύθυνση του ανωτέρω πλοίου, όπως συνάγεται από τους όρους Γ.2 και Γ.5.γ και Γ.5.ε. Μέχρι την παράδοση δε του προαναφερθέντος πλοίου, η καθ’ ης διατηρεί, στο πλαίσιο των ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεών της έναντι της αιτούσας, την τεχνική διεύθυνση του πλοίου, και την ευθύνη για την παράδοση αυτού, σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα στην από 12-12-2019 (αρχική) σύμβαση. Το γεγονός δε ότι οι διάδικοι προέβησαν στην από 11-12-2019 δήλωση εφοπλισμού, η οποία υποβάλλεται στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολόγησης ακόμη και εάν ο εφοπλιστής δεν έχει αναλάβει την εκμετάλλευση του πλοίου, δεν αναιρεί το γεγονός της ανάληψης των προαναφερθεισών συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της καθ’ ης, στο πλαίσιο της συναφθείσας σύμβασης ναυλώσεως. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι το Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…» είχε κατά το χρόνο σύναψης της από 12-12-2019 σύμβασης ναυλώσεως τεχνικά προβλήματα, εξαιτίας πλημμελούς συντήρησης εκ μέρους της καθ’ ης, με αποτέλεσμα να μη ευρίσκεται σε κατάσταση αξιοπλοΐας, ώστε να μπορεί να ενταχθεί στην πορθμειακή γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου. Τα ως άνω δε προβλήματα ήταν γνωστά στο νόμιμο εκπρόσωπο της καθ’ ς κατά το χρόνο σύναψης της ένδικης συμβάσεως, η δε καθ’ ης δεν προέβη σε καμία ενέργεια για την αποκατάσταση αυτών, ώστε να είναι σε θέση να εκτελέσει τον πλου προς το λιμένα της Θάσου και να το παραδώσει, ως όφειλε, στην αιτούσα. Ειδικότερα, το πλοίο εμφάνιζε κατά τον προαναφερθέντα χρόνο προβλήματα στο σύστημα ασφάλισης και στεγανοποίησης του καταπέλτη (αποκόλληση λόγω ρηγματώσεων των δακτυλίων συγκράτησης των πείρων ασφάλισης), στα εξαεριστικά των δεξαμενών έρματος (έντονες διαβρώσεις, ελλιπής στεγανοποίηση), στις ανθρωποθυρίδες των δεξαμενών έρματος (μη λειτουργικές οι βίδες), στη δεξιά ηλεκτρομηχανή (απουσία εξαρτημάτων), στα λάστιχα στεγανοποίησης (κακή κατάσταση), στο σύστημα καθαίρεσης της λέμβου ανάγκης (μη λειτουργικά πορτέλα, τσιμενταρισμένες λόγω μεγάλης διαβρώσεως πρυμνιές), ενώ οι τουαλέτες των επιβατών δεν ανταποκρίνονταν στα θεωρημένα σχέδια του πλοίου. Η ανωτέρω προβληματική κατάσταση του πλοίου επιβεβαιώνεται και από την από Ιουνίου 2020 τεχνική έκθεση του εξετασθέντος και στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ναυπηγού μηχανικού …, η οποία συντάχθηκε με επιμέλεια της αιτούσας και στην οποία γίνεται μνεία, μεταξύ άλλων, ότι το δίκτυο και η δεξαμενή λυμάτων δεν συμμορφώνονταν με τις απαιτήσεις του π.δ. 400/1996, ότι τα αποχωρητήρια των επιβατών είναι χωρίς προθαλάμους, και ως εκ τούτου δεν πληρούν τους όρους του π.δ. 44/2011. Η ως άνω δε έκθεση δεν μπορεί να αναιρεθεί αποδεικτικώς από την προσκομισθείσα από 29-6-2020 τεχνική έκθεση του ναυπηγού μηχανικού …, ο οποίος αν και ήταν παρών στην αυτοψία που πραγματοποίησε, στις 9-6-2020, για λογαριασμό της αιτούσας ο ναυπηγός μηχανικός … και ως εκ τούτου έλαβε γνώση των ζητημάτων που εντόπισε ο τελευταίος, εντούτοις στην έκθεσή του δεν κάνει συγκριμένη μνεία, ούτε αντικρούει τα ευρήματα του ως άνω συναδέλφου του, περιοριζόμενος σε γενικόλογες αναφορές στην κατάσταση του πλοίου. Σημειωτέον δε ότι στην ανωτέρω έκθεση γίνεται αναφορά στην ανάγκη επισκευής των πυρρών και των λάστιχων στεγανοποίησης του καταπέλτη. Εξάλλου, η σχετική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν μπορεί να αναιρεθεί από τα προσκομιζόμενα από την καθ’ ης πιστοποιητικά αλλά ούτε και από την επ’ ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρα … του …, ο οποίος δεν υπηρετούσε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έπρεπε να παραδοθεί το πλοίο στην αιτούσα και ως εκ τούτου δεν είχε προσωπική αντίληψη για την κατάσταση του τελευταίου κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, αλλά ούτε και για τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η καθ’ ης έναντι της αιτούσας. Ενισχυτικό δε της ακαταλληλότητας του ανωτέρω πλοίου για την δρομολόγησή του στην προαναφερθείσα πορθμειακή γραμμή αποτελεί και το γεγονός ότι από το Μάιο του 2020 και μέχρι την δέσμευσή του, το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…» πραγματοποίησε μόνο έναν πλου, κενού φορτίου και επιβατών από το λιμένα του Ρίου προς την Ηγουμενίτσα, όπως συνάγεται από το από 9-7-2020 σήμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας. Στο συγκεκριμένο δε σήμα γίνεται αναφορά στην απαγόρευση συνέχισης πλόων από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Ηγουμενίτσας, μέχρι τον εφοδιασμό του πλοίου με κυβερνητικά πιστοποιητικά. Πρέπει δε να επισημανθεί, στο σημείο αυτό, ότι από κανένα δεν πιθανολογήθηκε, ούτε η ίδια η καθ’ ης επικαλείται, ότι μετά την ανάκτηση της ναυτικής διεύθυνσης του πλοίου της, στα τέλη Μαΐου του τρέχοντος έτους, αυτό, έχοντας εφοδιασθεί με τα απαιτούμενα πιστοποιητικά, επαναδρομολογήθηκε στην πορθμειακή γραφή Ρίου – Αντίρριου. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογήθηκε ότι, πέραν της προαναφερθείσας ύπαρξης προβλημάτων στην αξιοπλοΐα του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», η οποία θα οδηγούσε στη μη δρομολόγηση αυτού στη γραμμή Κεραμωτή – Λιμένα Θάσου, λόγω πιθανολογούμενης μη έγκρισης από τις λιμενικές αρχές της Θάσου, η καθ’ ης δεν προέβη σε καμία ενέργεια για τη μετασκευή του προκειμένου να αυξηθεί η μεταφορική του ικανότητα, σύμφωνα με τον όρο Γ.5.γ της από 12-12-2019 συμβάσεως ναυλώσεως. Προκειμένου δε να ματαιώσει ή έστω να καθυστερήσει την παράδοση του πλοίου της λόγω των προβλημάτων αξιοπλοΐας που αυτό αντιμετώπιζε, η καθ’ ης επικαλέστηκε, με την από 15-1-2020 επιστολή του νομίμου εκπροσώπου της προς την αιτούσα, ανυπαίτια αδυναμία αυτής να παραδώσει το πλοίο στο λιμένα της Θάσου, εξαιτίας της άρνησης του Λιμεναρχείου Πατρών να επιτρέψει την αντικατάσταση μελών του πληρώματος, και δη του Α’ Μηχανικού του πλοίου, λόγω της δηλωθείσας ύπαρξης της εφοπλιστικής ιδιότητας της αιτούσας επί αυτού. Και είναι μεν γεγονός ότι, όπως και η καθ’ ης βάσιμα διατείνεται, η λιμενική αρχή της Πάτρας, όταν έλαβε γνώση του της ύπαρξης εφοπλισμού (31-12-2019), έθεσε ζήτημα για το ναυτολόγιο του πλοίου, αρνούμενη να επιτρέψει τη ναυτολόγηση οιουδήποτε μέλους του πληρώματος, σε αντικατάσταση παραιτηθέντος, ενώ προέβη σε κλείσιμο, στις 21-1-2020, του ναυτολογίου του ανωτέρω πλοίου, ζητώντας παράλληλα την παραλαβή των ναυτιλιακών εγγράφων του πλοίου και στη στελέχωση αυτού από την αιτούσα, δια του ανοίγματος νέου ναυτολογίου, υπό την ιδιότητά της ως εφοπλίστριας (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2020 έγγραφο του Α’ Λιμενικού Τμήματος Ρίου καθώς και το συναφές με το προκύψαν ζήτημα, υπ’ αριθ. πρωτ. …/17-1-2020 έγγραφο του ΝΑΤ). Η ανωτέρω όμως επικαλούμενη από την καθ’ ης απώλεια της ναυτικής διεύθυνσης του πλοίου, δεν πιθανολογείται ότι μπορεί να αναιρέσει τη συμβατική της ευθύνη για την μη παράδοση του πλοίου και τη ματαίωση της υλοποίησης της ένδικης συμβάσεως ναυλώσεως, από τη στιγμή που η ίδια γνώριζε ότι σύμφωνα με την ένδικη σύμβαση, μέχρι και την παράδοση του πλοίου, η τεχνική διαχείριση κι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου ανήκε ουσιαστικά στην ίδια, όπως αναφέρει και ο νόμιμος εκπρόσωπός της στο από 15-1-2020 μήνυμα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας (e-mail) προς τον πλοίαρχο του σκάφους …, απορριπτομένου του αρνητικού της κρινόμενης αιτήσεως ισχυρισμού της καθ’ ης ότι η ναυτική διεύθυνση του πλοίου παραδόθηκε στην αιτούσα, στις 31-12-2019, οπότε και αντικαταστάθηκε ο πλοίαρχος αυτού … με τον …, κατόπι συμφωνίας των διαδίκων. Και τούτο διότι η αιτούσα, δια της από 16-1-2020 εξώδικης δηλώσεώς της προς την καθ’ ης, δήλωσε ρητώς ότι ήταν διατεθειμένη να συναινέσει στην εκ μέρους της καθ’ ης επιλογή των μελών του πληρώματος τα οποία θα ναυτολογούνταν υπό τον εφοπλισμό της αιτούσας, προκειμένου να απεμπλακεί η κατάσταση και να αποπλεύσει το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο «…» για το λιμένα της Θάσου, πλην όμως η καθ’ ης, παρά το γεγονός ότι η ίδια είχε ουσιαστική τη ναυτική διεύθυνση του πλοίου και τα μέλη του πληρώματος αυτού είχαν ήδη παραιτηθεί από την 1η-1-2020, με αποτέλεσμα την ύπαρξη ελλείψεων στην οργανική σύνθεση του πλοίου (βλ. σχετ. και την από 16-1-2020 ηλεκτρονική επιστολή του πλοιάρχου του πλοίου …), εντούτοις εσκεμμένα και προς αποφυγή της παράδοσης του πλοίου στη Θάσο, δεν προέβη σε καμία ενέργεια προκειμένου να συνδράμει την αιτούσα εφοπλίστρια, καίτοι είχε σχετική (παρεπόμενη) ευθύνη σύμφωνα με τον όρο Γ.4 της από 12-12-2019 σύμβασης ναύλωσης, δυνάμει του οποίου ήταν υποχρεωμένη να συνδράμει την εφοπλίστρια στην υποβολή αιτημάτων προς τις αρμόδιες αρχές αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα προκύψει κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, στο οποίο επιβάλλεται η παρουσία και σύμπραξη της πλοιοκτήτριας. Χαρακτηριστική, εξάλλου, της ως άνω συναινετικής πρόθεσης της αιτούσας αποτελεί και η αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, η οποία πραγματοποιήθηκε, στις 5-1-2020, προκειμένου να αντικατασταθεί ο αποναυτολογηθείς Α’ Μηχανικός του πλοίου με το Μηχανικό …. Από τη συγκεκριμένη δε αλληλογραφία προκύπτει ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθ’ ης πρότεινε τη ναυτολόγηση του ανωτέρω ναυτικού στο Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», η δε πρόταση έγινε άμεσα και αυθημερόν αποδεκτή από την αιτούσα, χωρίς όμως εντέλει να υλοποιηθεί εκ μέρους της καθ’ ης. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πιθανολογήθηκε ότι η μη παράδοση του ανωτέρω πλοίου στην αιτούσα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της καθ’ ης, ο νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας αν και ήδη από το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης ναύλωσης τελούσε σε γνώση της ακαταλληλότητας του πλοίου για δρομολόγηση στην πορθμειακή γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου, εντούτοις παρέστησε ψευδώς στους νομίμους εκπροσώπους της αιτούσας προκειμένου να τους πείσει να συμβληθούν με την εταιρία του, ότι το πλοίο ήταν αξιόπλοο, εφοδιασμένο με όλα τα πιστοποιητικά ναυσιπλοΐας και κατάλληλο για δρομολόγηση στην ανωτέρω πορθμειακή γραμμή, ακολούθως δε λειτουργώντας παρελκυστικά και χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το κλείσιμο του ναυτολογίου από την αρμόδια λιμενική αρχή λόγω της ύπαρξης της δήλωσης εφοπλισμού, επεχείρησε να ματαιώσει την υλοποίηση της ένδικης σύμβασης ναυλώσεως. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι η αιτούσα επιβαρύνθηκε εξαιτίας της προπεριγραφείσας υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς της καθ’ ης με το ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο δόθηκε από αυτή στην καθ’ ης ως προκαταβολή, κατά τα προαναφερθέντα, και ουδέποτε αποδόθηκε σε αυτή, με το ποσό των 17.600 ευρώ, το οποίο αφορά διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αιτούσα για τη μη εκτέλεση 88 δρομολογίων στην προαναφερθείσα πορθμειακή γραμμή κατά το χρονικό διάστημα από 4-2-2020 έως και 5-3-2020 (88 δρομολόγια x 200 ευρώ), με το ποσό των 21.342,50 ευρώ, το οποίο αφορά διοικητικό πρόστιμο που επιβλήθηκε στην αιτούσα από τη λιμενική αρχή της Καβάλας, λόγω μη στελέχωσης του Ε/Γ – Ο/Γ «…» με την προβλεπόμενη οργανική σύνθεση πληρώματος καθώς και με το ποσό των 638,49 ευρώ, με το οποίο επιβαρύνθηκε η αιτούσα για τέλη πρόσδεσης του ανωτέρω πλοίου στο λιμένα του Ρίου, χρονικού διαστήματος από 1-1-2020 έως 14-5-2020, με το ποσό των 35.200 ευρώ, το οποίο αποτελεί το διαφυγόν κέρδος για τα προαναφερθέντα μη πραγματοποιηθέντα από το πλοίο 88 δρομολόγια στην πορθμειακή γραμμή Κεραμωτή – Λιμένας Θάσου. Συνεπώς, η ζημία της αιτούσας από την ανωτέρω αιτία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 99.780,99 ευρώ. Ωστόσο, από την παραπάνω αδικοπραξία σε βάρος της αιτούσα, δεν πιθανολογήθηκε, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, μείωση της φήμης αυτής στην αγορά, ούτε προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη και το εμπορικό της μέλλον, καθώς από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι μη πραγματοποίηση των 88 δρομολογίων επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την θέση και την δραστηριότητα της αιτούσας στον κλάδο της ναυτιλίας και ειδικότερα στις δρομολογήσεις πλοίων σε πορθμειακές γραμμές, όπου δραστηριοποιείται, ώστε να δικαιούται αυτή να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση. Εξάλλου, η προπεριγραφείσα υπό διασφάλιση απαίτηση της αιτούσας, πρέπει να μειωθεί κατά το ποσό των 21.252 ευρώ, κατά μερική παραδοχή του παραδεκτώς προταθέντος από την καθ’ ης, κατά την συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως, νόμιμου (άρθρο 361 σε συνδυασμό με 440 ΑΚ) ισχυρισμού περί συμψηφισμού, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός, προτείνεται προς απόσβεση της αναφερόμενης στην αίτηση απαιτήσεως της αιτούσας. Ειδικότερα, πιθανολογείται ότι η καθ’ ης διατηρεί απαίτηση σε βάρος της αιτούσας, για αποζημίωση χρήσεως που ανέρχεται στο ως άνω αναφερόμενο ποσό, στηριζόμενη στον ΙΙ.6 όρο του από 30-12-2019 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης της ένδικης συμβάσεως ναυλώσεως, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση που λυθεί πρόωρα η ένδικη σύμβαση για οποιονδήποτε λόγο, η εφοπλίστρια αιτούσα θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να υπογράψει δήλωση προς τον αρμόδιο Νηολόγο περί λύσεως της σύμβασης εφοπλισμού και να την παραδώσει στην Πλοιοκτήτρια. Εάν δεν προβαίνει στην παράδοση του πλοίου ή (και) στη σχετική δήλωση στο Νηολόγο, θα οφείλει σαν αποζημίωση χρήσης το κλάσμα του ναύλου που θα προκύπτει για κάθε ημέρα καθυστέρησης (14.500 ευρώ : 30 ημέρες=) 483 ευρώ μέχρι να παραδοθεί το πλοίο και η δήλωση στο Νηολόγο. Με δεδομένο, συνεπώς, ότι η καταγγελία της ένδικης συμβάσεως ναυλώσεως εκ μέρους της εφοπλίστριας αιτούσας έλαβε χώρα στις 21-1-2020, η καθ’ ης διατηρεί απαίτηση κατά της αιτούσας για αποζημίωση χρήσης χρονικού διαστήματος από 22-1-2020 έως 11-3-2020, οπότε παραδόθηκε τελικώς η σχετική δήλωση ανάκλησης εφοπλισμού, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 21.252 ευρώ (44 ημέρες x 483 ευρώ). Επισημαίνεται δε ότι η καθ’ ης ζήτησε και πέτυχε για την προαναφερθείσα απαίτησή της, την έκδοση της υπ’ αριθ. 168/2020 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, κατά της οποίας όμως η αιτούσα έχει ασκήσει την από 2-7-2020 (αριθ. καταθ. 4547/2160/2020) ανακοπή της, η συζήτηση της οποίας έχει προσδιορισθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο της 1ης-12-2020. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι η εφαρμογή του προαναφερθέντος όρου περί αποζημιώσεως χρήσεως προϋποθέτει τη μη παράδοση του πλοίου εκ μέρους της εφοπλίστριας, στοιχείο το οποίο δεν συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι ουσιαστικά το πλοίο δεν παραδόθηκε ποτέ στην εφοπλίστρια και άρα ουδέποτε υλοποιήθηκε η σύμβαση, δεν πιθανολογείται βάσιμος, δεδομένου ότι εκ της γραμματικής διατύπωσης του συγκεκριμένου όρου συνάγεται ότι η αποζημίωση χρήσης αφορά (αυτοτελώς και πέραν της παραδόσεως ή μη του πλοίου) και την περίπτωση της μη υποβολής δήλωσης στο Νηολόγο, από τη στιγμή που για όσο χρονικό διάστημα δεν πραγματοποιείται ανάκληση της δήλωσης εφοπλισμού, η καθ’ ης πλοιοκτήτρια στερείται ουσιαστικά της δυνατότητας διεύθυνσης και εκμετάλλευσης του πλοίου της. Τέλος, η ανάγκη ανεύρεσης νέου Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου από την αιτούσα, προκειμένου να δρομολογηθεί στη θέση του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…» ώστε να διατηρηθεί το δικαίωμα της τελευταίας στη συγκριμένη πορθμειακή γραμμή, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη ανάκληση της δήλωσης εφοπλισμού μετά την επέλευση της πρόωρης καταγγελίας της ένδικης σύμβασης και κατ’ επέκταση τη μη εφαρμογή του όρου ΙΙ.6 της τελευταίας, με αποτέλεσμα την στέρηση από την καθ’ ης της δυνατότητας εκμετάλλευσης του πλοίου της. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση διασφάλισης της προαναφερομένης απαιτήσεως της αιτούσας, συνολικού ύψους 78.528,99 ευρώ, με το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης για το ποσό των 90.000 ευρώ, λόγω της επισφαλούς περιουσιακής κατάστασης αυτής, που δημιουργεί κινδύνους για την ικανοποίηση της ως άνω ένδικης αξιώσεως, μέχρι το χρόνο της τελεσίδικης επιδίκασης της, αφού το προαναφερόμενο πλοίο, πλην των κινδύνων θαλασσοπλοΐας που διατρέχει, μπορεί ευχερώς σε ανύποπτο χρόνο να μεταβιβαστεί σε τρίτους, ενδεχόμενο που καθίσταται αρκετό πιθανό, από τη στιγμή που ο νόμιμος εκπρόσωπος της καθ’ ης είχε δηλώσει, κατά τη διάρκεια των συνεννοήσεων για την υλοποίηση της ένδικης σύμβασης ναύλωσης, ότι προτίθεται να πωλήσει το πλοίο σε τρίτους.
Κατόπιν αυτών η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να γίνει μερικά δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθούν τα οριζόμενα στο διατακτικό ενώ πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη αφ’ ενός μεν ότι η ένδικη απαίτηση έχει χρηματικό χαρακτήρα, αφ’ ετέρου δε ότι το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης είναι εξαιρετικά επαχθές, να δοθεί, από τώρα, η ευχέρεια στην καθ’ ης να αντικαταστήσει τη διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας (άρθρα 692 παρ. 1 και 3 και 704 ΚΠολΔ, Παρ. Τζίφρας Ασφ. Μέτρα 1976, σελ. 128), σύμφωνα επίσης με το διατακτικό. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της αιτούσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης, κατ’ άρθρο 178 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ προς εξασφάλιση της αναφερόμενης στο σκεπτικό απαίτησης της αιτούσας, τη συντηρητική κατάσχεση του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…» (Νηολογίου Πειραιά …, ΔΔΣ SVA 7476, ΙΜΟ 8952950), πλοιοκτησίας της καθ’ ης, μέχρι του ποσού των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ.
- ΠΑΡΕΧΕΙ την ευχέρεια στην καθ’ ης να ματαιώσει ή σε περίπτωση επιβολής να αντικαταστήσει τη διαταχθείσα συντηρητική κατάσχεση με την παροχή ισόποσης εγγυοδοσίας υπέρ της αιτούσας και συγκεκριμένα με την κατάθεση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας που λειτουργεί στην Ελλάδα και για ποσό ίσο με το αναφερόμενο στην προηγούμενη διάταξη.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της αιτούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 30 Νοεμβρίου 2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)