ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 1339/2021
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11913/6012/2019)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Φεβρουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…, που εδρεύει στη …, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του από 22.7.2020 πληρεξούσιου εγγράφου του νόμιμου εκπροσώπου της …, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή, Άννα Κοζώνη του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 2924), κάτοικος …, που προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/23.7.2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει καταστατικά στην πόλη … και διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στο …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και 2) … (εντός γραφείων της «…»), για τους οποίους δεν κατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 27.12.2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 11913/6012/27.12.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 18.1.2021 Πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015) συνάγεται ότι, αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα και, αν δεν επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το Ν. 4335/2015), στην περίπτωση του άρθρου 237 ΚΠολΔ αντίγραφο του κατατεθέντος εισαγωγικού δικογράφου επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την κατάθεσή του και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία 60 ημερών. Στην προκείμενη περίπτωση, από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …/15.1.2020 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, …, με τις κάτωθι αυτών από 15.1.2020 αποδείξεις παράδοσης του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Κηφισιάς, απουσιάζοντος του Προϊστάμενου αυτού, και τις από 15.1.2020 βεβαιώσεις ταχυδρόμησης έγγραφης ειδοποίησης, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με την κάτω από αυτή υπ’ αριθ. 11913/6012/2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου και σημείωση για την προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα αντιστοίχως στους εναγόμενους (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 129, 128 παρ. 4 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Ωστόσο, οι εναγόμενοι δεν κατέθεσαν προτάσεις εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας. Συνεπώς, εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη δίκη, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4335/2015).
Ι. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της κατά νόμο βασιμότητας της αγωγής. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 ΚΠολΔ, των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Περαιτέρω η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως αντιστοίχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που δύναται να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 παρ. 1 ΠΚ), εφόσον μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υποστάσεως του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής, και μάλιστα μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του ανωτέρω άρθρου με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2408/1996 αυτό είναι το κατεξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Επομένως, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ’ αρχάς με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά δύναται να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, εφόσον αυτός υφίσταται τελικώς τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, υπό την έννοια ότι η ζημία του είναι απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή (ΟλΑΠ 29/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1008/2010 ΕΕμπΔ 2010.629). Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 & 4 και 56 του ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (ΑΠ 705/2007 ΝοΒ 2007.2140). Περαιτέρω, την αδικοπρακτική ευθύνη του εκδότη ακάλυπτης επιταγής δεν αποκλείει το γεγονός ότι την υπέγραψε αυτός ως νόμιμος εκπρόσωπος εταιρείας και απλώς στην περίπτωση αυτή ευθύνεται κατά το άρθρο 71 ΑΚ εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και μάλιστα ανεξαρτήτως από τη μορφή της εταιρείας ως προσωπικής ή κεφαλαιουχικής, εφόσον και στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών ο νόμιμος εκπρόσωπός τους ναι μεν δεν ευθύνεται ατομικώς για τα εταιρικά χρέη, ευθύνεται όμως κατά τις γενικές διατάξεις για τις αδικοπραξίες του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, επομένως και για την έκδοση ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 179/2019, AΠ 1051/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση της αγωγής αποζημίωσης ή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένη, είναι α) η έκδοση έγκυρης επιταγής από τον εναγόμενο, β) η εμπρόθεσμη, μέσα σε οκτώ ημέρες από τη χρονολογία της έκδοσης της επιταγής, εμφάνισή της προς πληρωμή, γ) η μη πληρωμή της επιταγής κατά την εμφάνισή της λόγω έλλειψης στην πληρώτρια τράπεζα αντίστοιχων με το ποσό της επιταγής κεφαλαίων στο λογαριασμό του εκδότη της, είτε εξ αρχής κατά το χρόνο της έκδοσής της είτε μεταγενέστερα και μέχρι την εμφάνισή της προς πληρωμή, δ) η απότοκη της μη πληρωμής ζημία του νόμιμου κομιστή της επιταγής (ενάγοντος) και ε) ο δόλος έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 1051/2012 ό.π., ΑΠ 798/2010 ΕΠολΔ 2010.862). Άλλα στοιχεία για την πληρότητα και νομική θεμελίωση της πιο πάνω αγωγής, όπως η αιτία έκδοσης της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, δεν απαιτούνται, καθόσον πρόκειται για αδικοπραξία και όχι απαίτηση από επιταγή. Τούτο διότι από τη διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, που ορίζει ότι τιμωρείται με τις ποινές που προβλέπονται σ’ αυτήν, όποιος εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα σε πληρωτή στον οποίο δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση αυτού του εγκλήματος και συνακόλουθα της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 ΑΚ, δεν ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής και ιδίως δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της άσκησης της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (ΑΠ 219/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1804/2012 ΧρΙΔ 2013.372).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’, 914 και 932 του ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και ικανοποίηση της ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της επελθούσας, περιουσιακής ή μη, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της εννόμου τάξεως. Αιτιώδης σύνδεσμος τέλος υπάρχει, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και επέφερε (ΑΠ 252/2013 ΕΕμπΔ 2013.937). Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή σε επιχείρηση πράξεως από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων αναγομένων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 41/2010 ΕλλΔνη 2011.376). Ειδικότερα, η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 316/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 541/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 41/2010 ό.π.).
ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ συνάγεται ότι σύμβαση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους συνάπτεται, όταν οι συμβαλλόμενοι αποσκοπούν στη θεμελίωση υποχρεώσεως κατά τρόπο ανεξάρτητο από την αιτία. Πότε τούτο συμβαίνει, εξαρτάται από την ίδια τη δήλωση βουλήσεως των συμβαλλομένων, όπως προκύπτει από το έγγραφο και τις συνοδεύουσες περιστάσεις. Η επιταγή που ρυθμίζεται από το ν. 5960/1933 θεμελιώνει αφηρημένη ή αναιτιώδη ενοχή ανεξαρτήτως από την αιτία της. Τα τυπικά στοιχεία της επιταγής προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 5960/1933. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο τόπος εκδόσεώς της (εδ. 5 άρθρου 1). Κατά το άρθρο 2 εδ. τελ. του ν. 5960/1933 η χωρίς σημείωση του τόπου της εκδόσεως επιταγή θεωρείται ως εκδοθείσα στον τόπο που σημειώνεται παραπλεύρως του ονόματος του εκδότη. Αν όμως λείπει τέτοια σημείωση τότε κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 ν. 5960/1933 ο τίτλος δεν ισχύει ως επιταγή. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ελλείπει η ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής. Όμως στις περιπτώσεις αυτές η επιταγή, που για τον άνω λόγο δεν ισχύει ως τοιαύτη, μπορεί να ισχύσει μεταξύ του εκδότη και του πρώτου κομιστή κατά μετατροπή (ΑΚ 182) ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, αφού ο μεν τύπος της ΑΚ 873 καθόσον αφορά την περί αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους δήλωση βουλήσεως του εκδότη της επιταγής, η οποία και μόνο υπόκειται στον έγγραφο τύπο καλύπτεται με την έκδοση της επιταγής, ενώ η αποδοχή του δανειστή (πρώτου κομιστή) στον οποίο παραδίδεται η επιταγή μπορεί να δηλωθεί ρητώς ή σιωπηρώς και χρειάζεται να περιέλθει στον οφειλέτη (ΕφΑθ 7643/1995 ΕλλΔνη 1997.901). Η πρόθεση των συμβαλλομένων όπως η άκυρη επιταγή ισχύσει ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους τεκμαίρεται (ΟλΑΠ 2088/1986 ΕΕμπΔ 1988.70, ΑΠ 392/2001 ΕλλΔνη 2002.125). Επομένως ο οφειλέτης βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του για έλλειψη θελήσεως των ενδιαφερομένων για μετατροπή (ΕφΑθ 6741/2007 ΕλλΔνη 2008.553, ΕφΑθ 7643/1995 ό.π.). Άλλωστε, το κατ’ άρθρο 1 του ν. 5960/1933 κείμενο της επιταγής μπορεί κατά νόμο να μεταβληθεί μόνο κατόπιν συγκαταθέσεως του υπογραφέα. Αν οι υπογραφείς είναι περισσότεροι, απαιτείται η συγκατάθεση όλων. Στην περίπτωση αυτή, οι υπογραφείς ευθύνονται σύμφωνα με το νέο περιεχόμενο της δηλώσεώς τους. Ο επιφέρων αλλοιώσεις στο κείμενο της δηλώσεως επί του τίτλου χωρίς συγκατάθεση του υπογραφέως ενεργεί πλαστογραφία (βλ. Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής, 4η έκδ. 2007, υπό το άρθρο 51 αριθ. 1 α). Η αλλοίωση προϋποθέτει τη δημιουργία γνήσιου τίτλου και συνίσταται στη μεταβολή του αρχικού κειμένου της επιταγής, χωρίς να θίγεται η υπογραφή του εκδότη. Επέρχεται με διαγραφές, βελτιώσεις, προσθήκες λέξεων ή αριθμών, με κάλυψη ή σβήσιμο λέξεων ή αριθμών, με ή χωρίς την αναγραφή άλλων στη θέση τους. Όταν η γενόμενη μεταβολή εγκρίνεται ή έχει εγκριθεί από τον εκδότη του εγγράφου της (ΑΚ 238), δεν μπορεί να γίνει λόγος για αλλοίωση του κειμένου της επιταγής κατά την έννοια του άρθρου 51 ν. 5960/1933 (Μάρκου, ό.π., υπό το άρθρο 51 αριθ. 1 δ).
IV. Κατά το άρθρο 904 ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη», αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από τον λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υποχρέου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη [ΑΠ 1664/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧρΙΔ 2012.733, ΕφΛαρ (Μον) 260/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω αγωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για τη νομική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α΄ έως δ΄) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α΄ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 1480/2018, ΑΠ 1450/2017, ΑΠ 170/2016, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 449/2014 Ε7 2015.141, ΑΠ 2019/2007 ΕΕργΔ 2009.255).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, που εδρεύει στη … και δραστηριοποιείται στην εμπορία ναυτιλιακών καυσίμων και λιπαντικών, εκθέτει ότι, κατόπιν πώλησης στην πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, που διατηρεί εγκατεστημένο γραφείο στο … και δραστηριοποιείται στη διαχείριση πλοίων, με βασικό μέτοχο και ιθύνοντα νου της τον δεύτερο εναγόμενο, καυσίμων για το πλοίο “…”, ο τελευταίος εξέδωσε στην Αθήνα εις διαταγήν της χάριν καταβολής την υπ’ αριθ. … επιταγή, ποσού 186.687,16 δολαρίων ΗΠΑ, με αναγραφόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 29.1.2019, συρόμενη στον αναφερόμενο στην αγωγή λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης στην τράπεζα …, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα την ενάγουσα κατά τον χρόνο έκδοσης (Νοέμβριος 2018) ότι ο ανωτέρω λογαριασμός είχε επαρκές υπόλοιπο. Ότι, επικαλούμενος προσωρινές ταμειακές δυσχέρειες της πρώτης εναγόμενης, ο δεύτερος εναγόμενος ζήτησε και πέτυχε τη διόρθωση των στοιχείων της επιταγής περί τις αρχές Απριλίου 2019, αλλάζοντας την ημερομηνία σε «30.6.2019» και το ποσό σε «218.032,63», προκειμένου να συμπεριληφθεί και οφειλή απορρέουσα από πώληση ναυτιλιακών λιπαντικών για το πλοίο “…”, στις διορθώσεις δε αυτές τέθηκε η σφραγίδα της πρώτης εναγόμενης και η υπογραφή του δεύτερου. Ότι η εν λόγω επιταγή, αν και εμφανίστηκε την 5η Ιουλίου 2019 σε τραπεζικό κατάστημα, δεν πληρώθηκε, εξαιτίας «πολλαπλών διορθώσεων και επεμβάσεων που είχαν γίνει στο σώμα της», παρά δε τις επανειλημμένες οχλήσεις στη συνέχεια της ενάγουσας προς τους εναγόμενους, ουδέν ποσό καταβλήθηκε, με συνέπεια την ισόποση οικονομική ζημία της, πλέον τόκων. Ότι περαιτέρω ο δεύτερος εναγόμενος παρέστησε ψευδώς στην ενάγουσα, προκειμένου να επιτύχει τη διόρθωση, ότι η επιταγή θα πληρωνόταν και ότι τόσο ο ίδιος όσο και η εταιρεία που εκπροσωπούσε ήταν οικονομικά εύρωστοι, αν και γνώριζε ότι τελούσαν ήδη σε κακή οικονομική κατάσταση, σκόπευε δε εξαρχής να ζημιώσει οικονομικά την ενάγουσα, η οποία πείστηκε από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του, με συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση της απαίτησής της. Επικουρικά η ενάγουσα εκθέτει ότι η ως άνω άκυρη επιταγή ισχύει κατά μετατροπή ως αφηρημένη αναγνώριση χρέους, όπως συνάγεται και από την επικοινωνία που είχε προηγηθεί των ως άνω διορθώσεων μεταξύ αυτής και του δεύτερου εναγόμενου, επικουρικότερα δε ότι συντρέχει ευθύνη των εναγόμενων κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, καθόσον αυτοί απέφυγαν την πληρωμή ποσού 218.032,63 δολ. ΗΠΑ, το οποίο δεν απέδωσαν ως όφειλαν στην ενάγουσα όταν δεν έγινε δεκτή η επιταγή, με συνέπεια να καταστούν πλουσιότεροι σε βάρος της δικής της περιουσίας, χωρίς νόμιμη αιτία. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να τής καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, κυρίως μεν κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, επικουρικά δε λόγω της χωρήσασας αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και επικουρικότερα κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, το ποσό των 218.032,63 δολ. ΗΠΑ, άλλως το ποσό των 192.175,42 ευρώ, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ την 30ή.6.2019, άλλως επικουρικότερα το ισόποσο σε ευρώ των 218.032,63 δολ. ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά τον χρόνο εξόφλησης, νομιμοτόκως από την 30ή.6.2019, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης ζητεί, λόγω της αδικοπραξίας, ν’ απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του δεύτερου εναγόμενου διάρκειας ενός έτους, ως μέσο εκτέλεσης της παρούσας, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της τασσόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας (βλ. σχετ. τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσας εκθέσεις επίδοσης) και για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε με τις προτάσεις της ενάγουσας το από 16.12.2019 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου, το οποίο συνακόλουθα έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 4, 7-10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 33, 35, 37 παρ. 1, 221 παρ. 1 β΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς]. Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοσης απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η εγκυρότητα της επίδικης επιταγής κρίνεται κατά το ελληνικό δίκαιο, ήτοι το δίκαιο του τόπου εκδόσεως και πληρωμής της (βλ. άρθρα 70-76 ν. 5960/1933), ως προς δε την εκ της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής (άρθρο 79 ν. 5960/1933) αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων εφαρμοστέο δίκαιο είναι επίσης το ελληνικό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, αφού η ζημία της ενάγουσας έλαβε χώρα στην Ελλάδα (βλ. ΕφΘεσ 1443/1991 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο ομοίως είναι εφαρμοστέο ως προς την ιστορούμενη στην αγωγή απατηλή συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1, 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), που εφαρμόζεται επί ενοχών από γεγονότα που λαμβάνουν χώρα από την 11η Ιανουαρίου 2009 και μετά. Σημειώνεται ότι από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη ΙΙ εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι εξωσυμβατικές ενοχές που απορρέουν από συναλλαγματικές, επιταγές, γραμμάτια σε διαταγή και άλλα αξιόγραφα, κατά το μέτρο που οι ενοχές πηγάζουν από τον χαρακτήρα τους ως αξιογράφων (άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. γ΄ Κανονισμού Ρώμη ΙΙ). Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, που ερείδεται στη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, κατά μετατροπή της επίδικης επιταγής, εφαρμοστέο δίκαιο, δοθέντος ότι οι διάδικοι δεν το επέλεξαν ρητά ή σιωπηρά και με δήλωση βούλησης σαφώς συναγόμενη, είναι το ελληνικό, καθόσον τούτο αποτελεί το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα η σύμβαση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές («Ρώμη Ι»). Τέλος, σε σχέση με την επικουρική βάση της αγωγής που ερείδεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμοστέο τυγχάνει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 864/2007 («Ρώμη ΙΙ»), το ελληνικό, καθόσον η εν λόγω εξωσυμβατική ενοχή συνδέεται με υφιστάμενη σχέση μεταξύ των μερών και δη την επίδικη επιταγή, η μη πληρωμή της οποίας εμφανίζει στενό σύνδεσμο με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με συνέπεια να εφαρμόζεται το δίκαιο που τη διέπει, ήτοι το ελληνικό. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων, η αγωγή τυγχάνει μη νόμιμη κατά την κύρια αδικοπρακτική βάση της, τόσο κατά το σκέλος αυτής που ερείδεται στην εκ της ακάλυπτης επιταγής ευθύνη όσο και κατά το σκέλος αυτής που ερείδεται στην απατηλή συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, προκειμένου να δικαιούται η ενάγουσα, ως κομίστρια της επίδικης επιταγής, αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη μη πληρωμή της επιταγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 ν. 5960/1933, σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 επ. ΑΚ, θα έπρεπε η μη πληρωμή της επιταγής να οφειλόταν στην έλλειψη αντίστοιχου υπολοίπου διαθεσίμων κεφαλαίων επί της πληρώτριας τράπεζας. Εν προκειμένω, ωστόσο, η μη πληρωμή της επιταγής δεν οφειλόταν στο ότι δεν υπήρχε επαρκές αντίκρυσμα κατά το χρόνο εμφανίσεώς της, αλλά στην άρνηση της τράπεζας «…», στην οποία η ενάγουσα την εμφάνισε, να την εξοφλήσει, «λόγω των πολλαπλών διορθώσεων / επεμβάσεων που είχαν γίνει στο σώμα αυτής». Επομένως, η ζημία που υπέστη η ενάγουσα από τη μη πληρωμή της δεν συνδέεται αιτιωδώς με την έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης που εσύρετο στην τράπεζα “… …”, αλλά με τη μη αποδοχή της από την πληρώτρια τράπεζα, λόγω των πολλών διορθώσεων (σβήσιμο λέξεων – κάλυψη λέξεων και αριθμών με άλλα στοιχεία) επ’ αυτής. Συναφώς, το στηριζόμενο στην απατηλή συμπεριφορά του δεύτερου εναγόμενου σκέλος της κύριας αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής τυγχάνει νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, πρωτίστως διότι τα περιγραφόμενα ψευδώς παριστάμενα -κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς- πραγματικά περιστατικά αφορούσαν στην ύπαρξη αντικρύσματος για την εξόφληση της επιταγής, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης όσο και κατά το χρόνο διόρθωσής της, καθώς και στην ύπαρξη περιουσίας στο πρόσωπο του ιδίου και της πρώτης εναγόμενης, επαρκούς για την ικανοποίησή της. Ωστόσο, η ιστορούμενη μη πληρωμή της επιταγής δεν οφειλόταν, όπως προεκτέθηκε, στην ύπαρξη μη διαθέσιμων επαρκών κεφαλαίων, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις ή και εγγυήσεις του δεύτερου εναγόμενου προς την ενάγουσα, αλλά στη μη αποδοχή της από την πληρώτρια τράπεζα. Στην αγωγή, όμως, ουδόλως εκτίθεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος διαβεβαίωνε ψευδώς την ενάγουσα ότι η ένδικη επιταγή θα εξοφλείτο και μετά τη μεταβολή ορισμένων από τα τυπικά της στοιχεία (ποσό, αριθμητικώς και ολογράφως, και χρόνος έκδοσης). Το γεγονός δε ότι, κατά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ενάγουσα καθυστέρησε και εν τέλει αποθαρρύνθηκε από τη (δικαστική) επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησής της πειθόμενη από τις ως άνω διαβεβαιώσεις του δεύτερου εναγόμενου δεν συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα σ’ αυτήν ζημία της από τη μη πληρωμή της ένδικης επιταγής. Περαιτέρω, όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής τη στηριζόμενη στην αναγνώριση χρέους, πρέπει να σημειωθεί ότι, προκειμένου να χωρήσει μετατροπή επιταγής σε σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους, προϋποτίθεται η εν λόγω επιταγή να είναι άκυρη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν. 5960/1933. Στην υπό κρίση περίπτωση, η ένδικη επιταγή, παρ’ όλες τις διορθώσεις / επεμβάσεις που έλαβαν χώρα επ’ αυτής, ουδέποτε κατέστη άκυρη, καθόσον περιείχε όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, οι όποιες δε διαγραφές / προσθήκες έγιναν με τη συγκατάθεση του εκδότη της – δεύτερου εναγόμενου, ο οποίος έθεσε την υπογραφή του και την εταιρική σφραγίδα της πρώτης εναγόμενης, εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατά μετατροπή ισχύ της επιταγής ως σύμβασης αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και η σχετική πρώτη επικουρική βάση κρίνεται νόμω αβάσιμη και απορριπτέα. Τέλος, όσον αφορά στη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, για τη νομική πληρότητα της βάσης αυτής, ενόψει του ότι ασκήθηκε υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από την αδικοπραξία και της πρώτης επικουρικής βάσης από την -κατά μετατροπή της επίδικης επιταγής- χωρήσασα σύμβαση αναγνώρισης χρέους, θα έπρεπε να γινόταν στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ανυπαρξίας των με την ανωτέρω κυρία βάση ασκουμένων αξιώσεων των άρθρων 914 επ. ΑΚ και, περαιτέρω, της ακυρότητας της σύμβασης. Η ενάγουσα, όμως, περιορίζεται στην αναφορά ότι ασκεί την εν λόγω επικουρική βάση «μόνο για την περίπτωση που ουδεμία εκ των ανωτέρω βάσεων της αγωγής της (δεν) ήθελε γίνει δεκτή», χωρίς περαιτέρω να επικαλείται την ακυρότητα της αδικοπρακτικής βάσης της αγωγής ως προς αμφότερα τα σκέλη της, αλλά και της διατεινόμενης σύμβασης αναγνώρισης χρέους. Πρέπει, επομένως, και η επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της ως νόμω αβάσιμη. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους εναγόμενους κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι μόνο το Δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή έχει την εξουσία ν’ αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του έννομου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΝοΒ 2002.678), ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ερημοδικίας των δικαιούμενων σε αυτά εναγόμενων και της μη υποβολής σχετικού αιτήματος (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγόμενων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200,00 €), για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις ….
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ