Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ     

Αριθμός αποφάσεως 1340/2021

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11906/6006/2019) 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

       (τακτική διαδικασία)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Φεβρουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Ναυτιλιακής Εταιρείας Πλοίων Αναψυχής με την επωνυμία «…, νόμιμα εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, δυνάμει του υπ’ αριθ. … δικαστικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Χαρίκλειας Τζωρτζάκη, Μαρία Φλωροπούλου-Μακρή του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΠ 1841), κάτοικος ……….(…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…), η οποία τυπικά εδρεύει στη …), αλλά στην πραγματικότητα στον………, οδός … και εκπροσωπείται από τους Μ. Τ. και Α. Τ., αμφότερους κατοίκους …….. στην ως άνω διεύθυνση, με διαχειρίστρια την επιχείρηση «…» Μ. Τ., που εδρεύει ομοίως στον  ,……. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Μ. Τ., κατοίκου ως εκ της εργασίας της στον ……… οδός … 3) Α. Τ., κατοίκου ως εκ της εργασίας του στον …….. οδός … για τους οποίους κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους, δυνάμει αντιστοίχως του υπ’ αριθ. … πληρεξούσιου της συμβολαιογράφου Πειραιά Αλεξάνδρας Βενιέρη και των από 24.9.2020 και 22.9.2020 πληρεξούσιων εγγράφων, που φέρουν βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από αρμόδια αρχή, Ε. Δ. του Ν. (ΑΜ/ΔΣΑ 33686), κάτοικος ……. (…), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ, και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.            Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.12.2019 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 11906/6006/27.12.2019 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 18.1.2021 Πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 115 ΚΠολΔ, «1. Η διαδικασία πριν από τη δημόσια συνεδρίαση και έξω από το ακροατήριο είναι πάντοτε έγγραφη. 2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική. 3. Με την επιφύλαξη των υποθέσεων των μικροδιαφορών, η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική», ενώ κατά το άρθρο 237 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, «Μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020, «Διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης», «Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους». Στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή κατατέθηκε στις 27.12.2019, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου. Συνεπώς, νομίμως και εμπροθέσμως οι διάδικοι κατέθεσαν προτάσεις, η μεν ενάγουσα στις 29.5.2020, οι δε εναγόμενοι, εκ των οποίων η πρώτη εδρεύει στο …, στις 24.9.2020, ήτοι εντός της οριζόμενης με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εκατόν τριάντα (130) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων, όπως η προθεσμία των εκατό (100) ημερών παρεκτείνεται όταν η έδρα του εναγόμενου νομικού προσώπου βρίσκεται στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα από το εάν το νομικό πρόσωπο διατηρεί γραφείο ή υποκατάστημα στην Ελλάδα και ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του νόμιμου εκπροσώπου του ή από τον τόπο στον οποίο διενεργήθηκε η επίδοση (βλ. ΠΠρΠειρ 3988/2019, προσκομιζ., δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), λαμβανομένης υπόψη της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων κατά το χρονικό διάστημα 13.3.2020 – 31.5.2020, στο πλαίσιο των μέτρων αντιμετώπισης των επιπτώσεων της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19 και της ανάγκης περιορισμού της διάδοσής του [βλ. ενδεικτικά Αποφάσεις Υπουργών Εθνικής Άμυνας – Υγείας – Δικαιοσύνης Δ1α/ΓΠ.οικ.18176/15.3.2020, Δ1α/ΓΠ.οικ.21159/27.3.2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ.26804/25.4.2020], του μη πέρατος κατά τα ανωτέρω της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ πριν την παρέλευση τριάντα (30) επιπλέον ημερών από την άρση της αναστολής (1.6.2020) και του μη συνυπολογισμού στην προθεσμία αυτήν του χρονικού διαστήματος από 1 έως 31 Αυγούστου (άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ). Επομένως, οι διάδικοι λαμβάνουν μέρος κανονικά στη δίκη.

Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Η επίδοση γίνεται: α) προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο νόμιμο αντιπρόσωπό τους, γ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, δ) για το δημόσιο σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο», ενώ κατά το άρθρο 124 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. 2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 129 ΚΠολΔ, «1. Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παράγραφος 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. 2. Αν κανένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, εφαρμόζονται όσα ορίζονται στο άρθρο 128 παρ. 4». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι, προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, αυτή γίνεται προς τον κατά το νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και, σε περίπτωση απουσίας τους, σε έναν από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Σε περίπτωση απουσίας και αυτών των προσώπων, ακολουθείται η διαδικασία της θυροκόλλησης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης του επιδιδόμενου εγγράφου εκ μέρους του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου. Για την επίδοση αυτή δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου, που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκησή του, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου (βλ. ΑΠ 74/2008, ΕφΠειρ 151/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 117, 139, 438 και 440 του ΚΠολΔ, η έκθεση επίδοσης, που συντάσσει ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο παρέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτήν ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή της έκθεσης επίδοσης ως πλαστής. Τα περιστατικά αντίθετα, που βεβαιώνονται σ’ αυτή, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει ο δικαστικός επιμελητής, αλλά τα οποία δεν υποπίπτουν από τη φύση τους στην άμεση αντίληψή του, αποδεικνύονται μεν πλήρως από την έκθεση επίδοσης, επιτρέπεται όμως ως προς αυτά ανταπόδειξη, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, από εκείνον που αμφισβητεί την αλήθεια τους (ΑΠ 322/2015 ΧρΙΔ 2015.532). Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 215 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 2 ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, η οποία, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας πρέπει να διενεργηθεί υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κατάθεσή της ή εντός εξήντα ημερών από την κατάθεσή της στην περίπτωση που ο εναγόμενος ή κάποιος ομόδικός του διαμένει στο εξωτερικό, διαφορετικά η αγωγή θεωρείται μη ασκηθείσα. Παρόλο που η διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου χαρακτηρίζει ως μη ασκηθείσα μόνο την αγωγή που δεν επιδόθηκε εμπρόθεσμα, κατά την προκριτέα άποψη ο ίδιος χαρακτηρισμός προσήκει και στην αγωγή που δεν επιδόθηκε νόμιμα (βλ. Μακρίδου Κ., Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, άρθρο 215, αριθ. περιθ. 7). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι προβάλλουν με τις προτάσεις τους ισχυρισμό περί μη νομότυπης επίδοσης της αγωγής και δη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας. Από την επισκόπηση της υπ’ αριθ. … έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Χ., την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι επειδή δεν ανευρέθηκε στην πραγματική έδρα της πρώτης εναγόμενης στην Ελλάδα, επί της οδού … στον…., ο παραλήπτης – διευθυντής ή υπάλληλος του καταστήματος, το δικόγραφο της αγωγής επικολλήθηκε στην πόρτα της εταιρείας σε ενσφράγιστο φάκελο, στον οποίο αναγράφηκαν τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και της προς ην η επίδοση εταιρείας, παρουσία της μάρτυρος Σ. Τ., την επομένη δε εργάσιμη ημέρα (30.12.2019) αντίγραφο του εγγράφου παραδόθηκε στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας του Α.Τ. Δημοτικού Θεάτρου, επειδή απουσίαζε ο Προϊστάμενος, ενώ την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, ήτοι την 31.12.2019, ο ως άνω δικαστικός επιμελητής ταχυδρόμησε σχετικά έγγραφη ειδοποίηση στην πρώτη εναγόμενη εταιρεία. Η ως άνω επίδοση είναι νόμιμη και έγκυρη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 1, 126 παρ. 1 γ, 129, 128 παρ. 4 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς το έγγραφο θυροκολλήθηκε στην πραγματική έδρα της πρώτης εναγόμενης, από όπου ασκείται το σύνολο της δραστηριότητάς της και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της αποφάσεις. Σχετικά, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι στον ,…… επί της οδού … όπου επιδόθηκε η υπό κρίση αγωγή, εδρεύει η ατομική επιχείρηση της δεύτερης των εναγόμενων, που ενεργεί ως πράκτορας της πρώτης εναγόμενης στην Ελλάδα κατά τους θερινούς μήνες, αρνείται δε ότι η πρώτη εναγόμενη διατηρεί εκεί πραγματική έδρα, ζήτημα για το οποίο η προαναφερθείσα έκθεση επίδοσης αποτελεί πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Από την παραδεκτή, ωστόσο, επισκόπηση στο παρόν στάδιο του αποδεικτικού υλικού που προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγόμενη εδρεύει εν τοις πράγμασι στον …….και επί της ανωτέρω διευθύνσεως, η οποία αναφέρεται στην ιστοσελίδα της “…g” ως διεύθυνση επικοινωνίας, περαιτέρω δε εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες (owners) και διευθυντές (managers) η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόμενων, ενώ ως “operations manager” αναφέρεται ο, μη διάδικος στην παρούσα δίκη, Ε. (T.) Τ.. Από τα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενοι, που φέρουν και το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν αποδεικνύεται το αντίθετο, καθόσον, σύμφωνα με την υπ’ αριθ. … συμβολαιογραφική πράξη ίδρυσης της πρώτης εναγόμενης ως πολυπρόσωπης ΕΠΕ, του συμβολαιογράφου στο Γκέλντερν Dr Michael Oyda, τα ως άνω πρόσωπα ήταν οι ιδρυτές της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, ενώ διαχειριστές της ορίστηκαν η Μ. και  Ε. Τ.. Άλλωστε, η δεύτερη εναγόμενη παρουσιάζεται στην ηλεκτρονική αλληλογραφία που προσάγεται ως το πρόσωπο που διαμεσολαβούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης για τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων ναυλώσεως. Επομένως, η πρώτη εναγόμενη διατηρεί κύρια βάση και εγκατάσταση στον……, επί της οδού … το Δικαστήριο δε δεν μπορεί ν’ αχθεί σε αντίθετο συμπέρασμα από το γεγονός ότι στην επίσημη ιστοσελίδα της πρώτης εναγόμενης αναγράφεται ως “mailing address” η διεύθυνση στο … (…e 5), που αναφέρεται και στις επίδικες συμβάσεις ναυλώσεως και τα συναφή τιμολόγια, καθόσον αυτή αποτελούσε την καταστατική της έδρα. Περαιτέρω, βάσει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι τόσο η δεύτερη εναγόμενη (για την οποία δεν προβάλλεται σχετικός λόγος ακυρότητας της επίδοσης) όσο και ο τρίτος εναγόμενος διατηρούν γραφείο στην ανωτέρω διεύθυνση στον Πειραιά, από το οποίο ασκείται το σύνολο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους και όπου έχουν την επαγγελματική κατοικία τους. Οι σχετικές υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Ι. Χ., με τις κάτωθι αυτών από 30.12.2019 αποδείξεις εγχειρίσεως θυροκολληθέντος εγγράφου και τις από 31.12.2019 βεβαιώσεις ταχυδρόμησης έγγραφης ειδοποίησης του ως άνω δικαστικού επιμελητή αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς το ζήτημα αυτό, επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, και οι εναγόμενοι δεν προσάγουν οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, με βάση το οποίο να αποδεικνύεται το αντίθετο. Επομένως, η επίδοση της υπό κρίση αγωγής ήταν έγκυρη και νόμιμη και ως προς αυτούς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 1, 126 παρ. 1 α, 129, 128 παρ. 4 και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Ι. Η διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι προς σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, σύμβαση, καθιερώνει τον κανόνα ότι η ιδιωτική αυτονομία μπορεί να παράγει ενοχικά δικαιώματα και υποχρεώσεις κατ’ αρχήν μόνο μέσω σύμβασης και δεν αρκεί αντίθετα μονομερής δικαιοπραξία, αφού το να αποκτά ένα άτομο δικαιώματα και πολύ περισσότερο υποχρεώσεις με βάση τη βούληση άλλου ατόμου και χωρίς τη δική του συναίνεση προσκρούει στην αυτοδιάθεση και στην ισότητα των πολιτών, ως συνταγματικά κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 2 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Συνέπεια άμεση της αρχής της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης είναι η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που έμμεσα καθιερώνεται με την αυτή διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ ως έκφραση της οικονομικής ελευθερίας, που αποτελεί και αυτή ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 4/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ελευθερία των συμβάσεων σημαίνει: α) ελευθερία του ατόμου να συνάπτει ή να μη συνάπτει σύμβαση τόσο γενικά όσο και με συγκεκριμένο πρόσωπο ως αντισυμβαλλόμενο (ελευθερία επιλογής του αντισυμβαλλομένου) και β) ελευθερία καθορισμού του περιεχομένου της σύμβασης. Απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και ιδίως της ελευθερίας προσδιορισμού του περιεχομένου τους αποτελούν και οι διαμεσολαβητικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνεται και η σύμβαση πρακτορείας (ΟλΑΠ 16/2013 ΧρΙΔ 2013.596). Ειδικότερα, στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική μ’ αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνο αυτή του άρθρου 2 του από 2 (14).5.1835 διατάγματος «περί της αρμοδιότητας των εμποροδικείων», σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το π.δ. 229/1995 και το τροποποιητικό αυτού π.δ. 427/1995, μόνον όμως ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και όχι ως προς τη σύμβαση καθ’ εαυτή της ναυτικής πρακτορείας. Σε όλες πάντως τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσης, ειδικότερα δε ναυτικός πράκτορας είναι ο ανεξάρτητος επιχειρηματίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), που, δυνάμει σύμβασης με τον πλοιοκτήτη ή διαχειριστή του πλοίου, παρέχει με αμοιβή υπηρεσίες σχετικές με τη θαλάσσια αποστολή, σε ορισμένη συνήθως γεωγραφική περιοχή και αναλόγως σε μόνιμη ή πρόσκαιρη βάση, διαθέτοντας προς το σκοπό αυτό πλήρως οργανωμένο γραφείο, στελεχωμένο με πρόσωπα της δικής του επιλογής, τα οποία προσλαμβάνει και απολύει ο ίδιος. Αντίστοιχα, η σχέση του ναυτικού πράκτορα μ’ αυτούς προσλαμβάνει το χαρακτήρα είτε της εμπορικής αντιπροσωπείας προς παροχή υπηρεσιών είτε της παραγγελιοδοχικής αντιπροσωπείας, αφού κύριο μεν γνώρισμα του εμπορικού αντιπροσώπου είναι ότι ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, ενώ αντίθετα ο παραγγελιοδοχικός αντιπρόσωπος ενεργεί με το δικό του όνομα για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευόμενου (άρθρο 90 ΕμπΝ). Κατά την αυτή διάκριση και η σχέση των λοιπών πρακτόρων με τους εντολείς τους ταυτίζεται ή έστω ομοιάζει με αυτή του εμπορικού ή του παραγγελιοδοχικού αντιπροσώπου. Συνεπώς, εφόσον η σύμβαση πρακτορείας έχει σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εντολής και η ρύθμισή της, μολονότι αναγκαία, είναι ελλιπής, καταλείποντας ακούσιο (γνήσιο) κενό, εφαρμόζονται αναλογικά σ’ αυτή οι διατάξεις κατ’ αρχήν του ΑΚ για την εντολή (άρθρα 713-729), στις οποίες μάλιστα ρητά, ως προς τη σύμβαση παραγγελίας παραπέμπει το άρθρο 91 του ΕμπΝ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ΕισΝΑΚ (ΟλΑΠ 15/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 16/2013 ό.π., ΑΠ 159/2018, ΑΠ 2219/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και δη όσον αφορά στη διαχείριση των υποθέσεων του πλοιοκτήτη, απόδοση λογαριασμού κ.λπ. (ΕφΠειρ 157/2009 ΕΝαυτΔ 2009.288). Εξάλλου, ο ναυλομεσίτης (sea broker), που είναι ανεξάρτητος επαγγελματίας και έμπορος, συνήθως μεσολαβεί μόνο και δεν μετέχει στην κατάρτιση της συμβάσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων, τους οποίους φέρνει απλώς σε επαφή, οπότε και δεν ευθύνεται για την καλή εκτέλεση αυτής (ΕφΠειρ 456/2000 ΕΕμπΔ 2000.544). Ο ναυτικός πράκτορας (ship agent) είναι και αυτός ανεξάρτητος επαγγελματίας, ο οποίος, όμως, κατ’ αντίθεση προς τον ναυλομεσίτη, καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη και είναι άμεσος αντιπρόσωπός του (ως προς τις εξωτερικές σχέσεις). Η σχέση που τον συνδέει με τον πλοιοκτήτη είναι σχέση καθολικού εντολοδόχου (άρθρα 713 επ. ΑΚ). Μερικές φορές, όμως, ο ναυλομεσίτης, που εξυπηρετεί μία ή και περισσότερες ναυτιλιακές επιχειρήσεις ή εμπόρους, δεν περιορίζεται στο να φέρει σε επαφή τους ενδιαφερομένους, αλλά παίρνει μέρος και στην κατάρτιση της συμβάσεως. Ενεργεί, δηλαδή, πράξεις ή δικαιοπραξίες στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του (πλοιοκτήτη), όπως π.χ. όταν συμβάλλεται στο ναυλοσύμφωνο, εισπράττει ολόκληρο τον ναύλο με σκοπό να τον αποδώσει σε αυτόν κ.λπ. Στην περίπτωση αυτή, φυσικά, ενεργεί κατ’ ουσίαν ως ναυτικός πράκτορας και γι’ αυτό πρέπει να υποβληθεί στη νομική μεταχείριση που προσήκει στον τελευταίο (ΕφΛαρ 460/2006 ΕπισκΕμπΔ 2006.562, ΕφΠειρ 237/2000 ΕπισκΕΔ 2000.785, με παρατηρήσεις Αλ. Κιάντου-Παμπούκη). Περαιτέρω, υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία συνιστά συμβατική αθέτηση και γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη του, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση η ενέργειά του (πράξη ή παράλειψη) θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει νόμιμη συρροή αξιώσεων, μια από τη σύμβαση και άλλη από αδικοπραξία (ΑΠ 164/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 713, 714 και 719 ΑΚ, το πταίσμα εκείνου που ενεργεί ως εντολοδόχος άλλου (του εντολέως), και, επομένως, η κατά το άρθρο 914 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση, τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων του εντολοδόχου για την εκπλήρωση της εντολής. Τέτοια υποχρέωση μπορεί να είναι και εκείνη της απόδοσης χρημάτων που εισπράχθηκαν με εντολή και για λογαριασμό του εντολέα, οπότε ο εντολοδόχος που αρνείται την απόδοσή τους σε αυτόν διαπράττει υπεξαίρεση (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 1974.505, ΑΠ 1115/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 47/1996 ΕλλΔνη 1996.1316, ΑΠ 1268/1994 ΕλλΔνη 1996.1360, ΕφΠειρ 157/2009 ό.π., ΕφΠειρ 542/2006 ΠειρΝομ 2006.361). ΙΙ. Κατά το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό της αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ’ αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι’ αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν, δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν ν’ αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β΄ του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (ΟλΑΠ 2088/1986, ΑΠ 114/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο της αγωγής από σύμβαση αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους, ο ενάγων δανειστής οφείλει να επικαλεσθεί την κατάρτιση έγγραφης σύμβασης με περιεχόμενο την αναγνώριση ή υπόσχεση χρέους, από το οποίο (περιεχόμενο) να προκύπτει ότι τα μέρη ήθελαν να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία, δηλαδή ο ενάγων δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει την αιτία του χρέους. Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από τον εναγόμενο, στους οποίους περιέχονται γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του ασκούμενου με την αγωγή δικαιώματος, αποτελούν ενστάσεις και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο ενιστάμενος εναγόμενος και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας αυτών φέρει ο ενιστάμενος εναγόμενος και όχι ο ενάγων. Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο. Για την πληρότητα της αγωγής από αιτιώδη αναγνώριση χρέους, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωριζόμενο χρέος, αρκεί παράθεση στο δικόγραφο αυτής όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία γι’ αυτήν (ΑΠ 387/2019, ΑΠ 294/2018, ΑΠ 1086/2017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 713/2012, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθεαυτή τη σύμβαση αναγνωρίσεως λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως και να προτείνει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, εφόσον τούτο ηθέλησαν οι συμβαλλόμενοι (πρβλ. ΑΚ 437) (ΑΠ 523/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 595/1999 ΕλλΔνη 2000.34, ΑΠ 264/1989 ΕλλΔνη 1990.526, ΑΠ 240/1983 ΝοΒ 1983.1562). Για το κύρος της παραπάνω αναγνωριστικής συμβάσεως απαιτείται να μνημονεύονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά της αναγνωριζόμενης ενοχής. Η εν λόγω αναγνώριση στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ και ο σκοπός της κατευθύνεται στην επιβεβαίωση υπάρχουσας ενοχής, στη διασφάλισή της από υπάρχοντα ελαττώματα και στην αποκοπή από τον οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων κατά του αρχικού χρέους, τις οποίες ο οφειλέτης κατά την αναγνώριση γνώριζε ή σε αυτές μπορούσε να υπολογίζει [ΑΠ 1424/2017 ό.π., ΕφΑθ (Μον) 711/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1440/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004.748]. ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 224 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η μεταβολή της βάσης της αγωγής, επιτρέπεται όμως στον ενάγοντα με τις κατατιθέμενες κατά το άρθρο 237 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο να συμπληρώσει, διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται έτσι η βάση της αγωγής του. Μεταβολή της βάσης της αγωγής αποτελεί η προσθήκη νέων περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση [ΑΠ 1183/2015, ΑΠ 1428/2002, ΑΠ 221/1994, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ (Μον) 323/2017 Αρμ 2017.248]. IV. Κατά το άρθρο 904 ΑΚ «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη», αχρεώστητη δε είναι η παροχή που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη, ήτοι αυτή που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι α) ο πλουτισμός του υποχρέου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, σε κάθε δε περίπτωση, στοιχεία της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφό της κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη, είναι η ύπαρξη περιουσιακής ωφέλειας σε κάποιο πρόσωπο, η αιτία για την οποία αυτή επήλθε και η ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας, που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη [ΑΠ 1664/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 791/2012 ΧρΙΔ 2012.733, ΕφΛαρ (Μον) 260/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς), κατ’ άρθρο 219 ΚΠολΔ, της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του επιβοηθητικού χαρακτήρα της ως άνω αγωγής, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σε αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Όταν, όμως, η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για τη νομική πληρότητα της άνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση των προαναφερθεισών τεσσάρων (με στοιχεία α΄ έως δ΄) προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α΄ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές οι προϋποθέσεις θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, πλην όμως είναι αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κυρία αγωγική βάση ασκούμενων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 1480/2018, ΑΠ 1450/2017, ΑΠ 170/2016, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 449/2014 Ε7 2015.141, ΑΠ 2019/2007 ΕΕργΔ 2009.255).

Στην προκείμενη περίπτωση, κατ’ ορθή εκτίμηση του αγωγικού δικογράφου, η ενάγουσα εταιρεία ιστορεί στην ένδικη αγωγή της, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις της (άρθρο 224 ΚΠολΔ), ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Π-Τ/Ρ πλοίου αναψυχής με την ονομασία «…], με αριθμό νηολογίου Πειραιώς 12.362, ενώ η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, της οποίας ουσιαστικοί ιδιοκτήτες, μέτοχοι, διευθυντές, διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι είναι η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόμενων, δραστηριοποιείται στη ναυλομεσιτεία, πρακτόρευση και εκπροσώπηση ελληνικών τουριστικών πλοίων αναψυχής. Ακολούθως, ιστορεί ότι δυνάμει σύμβασης πρακτορείας που καταρτίσθηκε στις 10.5.2017 μεταξύ αυτής και της δεύτερης εναγόμενης, η οποία ενεργούσε ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, η τελευταία ανέλαβε την πρακτόρευση του προαναφερθέντος πλοίου [“…”], με σκοπό τη ναύλωσή του σε τρίτους έναντι αμοιβής (προμήθειας) 5% επί του επιτευχθέντος μεικτού ναύλου, τον οποίο η πρώτη εναγόμενη είχε υποχρέωση να εισπράττει -πλέον της εκάστοτε οριζόμενης Προκαταβολής Ποσού Τροφοδοσίας (ΠΠΤ) και των εξόδων μεταφοράς- και να αποδίδει στην ενάγουσα, αφού προηγουμένως προέβαινε (η πρώτη εναγόμενη) στην αφαίρεση της προμήθειας, που είχε συμφωνηθεί να παρακρατά. Ιστορεί, ακόμη, ότι, σε συνέχεια της ως άνω σύμβασης, συνήφθησαν μεταξύ της ιδίας ως πλοιοκτήτριας, της πρώτης εναγόμενης νόμιμα εκπροσωπούμενης από τη δεύτερη ως πράκτορα και των αναφερόμενων σ’ έκαστο ναυλοσύμφωνο ναυλωτών, οι από 21.2.2018, 19.2.2018, 4.6.2018, 24.5.2018, 21.5.2018, 1.2.2018 και 16.4.2018 συμβάσεις ναύλωσης, που προσδιορίζονται αναλυτικά στην αγωγή ως προς τη χρονική τους διάρκεια, το ποσό ναύλου και την προμήθεια της πρώτης εναγόμενης, εκτελέστηκαν δε οι εν λόγω συμβάσεις σύμφωνα με τους ειδικότερους σ’ αυτές όρους. Ότι οι εναγόμενοι, αν και εισέπραξαν συνολικά για ναύλους, αφαιρουμένης της συμφωνηθείσας αμοιβής για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες τους (προμήθειας), πλέον ΠΠΤ, εξόδων μεταφοράς κ.ά., το ποσό των 185.059,91 ευρώ, έχουν αποδώσει (τμηματικά) στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 127.584,66 ευρώ και εξακολουθούν να οφείλουν, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας και κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης, το ποσό των 57.474,85 ευρώ, το οποίο συνιστά και τη ζημία της. Ότι, περαιτέρω, οι εναγόμενοι, παράνομα και υπαίτια, ως διαχειριστές αλλότριας περιουσίας και κατά κατάχρηση της προς αυτούς εμπιστοσύνης, υπεξαίρεσαν το ως άνω ποσό των 57.474,85 ευρώ, από τις εισπράξεις που έγιναν κατ’ εντολήν και για λογαριασμό της ενάγουσας, και αρνούνται να το αποδώσουν σ’ αυτήν, παρά το γεγονός ότι έχουν αναγνωρίσει την οφειλή τους από την προαναφερόμενη αιτία. Με βάση τα περιστατικά αυτά, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, με βάση την προαναφερόμενη σύμβαση της πρακτορείας καθώς και ως αποζημίωση εξ αδικοπραξίας, άλλως με βάση την αιτιώδη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, άλλως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το συνολικό ποσό των 57.474,85 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση κατά την ανωτέρω διάταξή της προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση κατά της δεύτερης των εναγομένων, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, που θα εκδοθεί, και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας κατατέθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο το από 19.12.2019 ενημερωτικό έγγραφο για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 4647/2019, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2 και 22, 25 παρ. 2, 33, 35, 37 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α – Β ε του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για να δικάσει την ανωτέρω αγωγή [άρθρα 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 7 παρ. 1 στοιχ. α, 2, 8 παρ. 1, 25 παρ. 1, 26 παρ. 1 και 63 αριθ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»]. Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (Κρίσπης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, Γενικό Μέρος παρ. 2, σελ. 12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς τη διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοσης απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν από τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του δικάζοντος Δικαστηρίου. Με βάση δε τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, αυτή είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, και ειδικότερα: Α) Όσον αφορά στην αγωγική βάση από τη σύμβαση πρακτορείας, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 («Ρώμη Ι»), που αντικατέστησε την από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, όπως εν προκειμένω, ως εκ της ρήτρας επιλογής του ελληνικού δικαίου, ως εφαρμοστέου δικαίου επί της σύμβασης αυτής και των πάσης φύσεως διαφορών που προέρχονται από αυτήν, η οποία περιλαμβάνεται στην από 10.5.2017 σύμβαση πρακτόρευσης [«…should any litigation arise, this agreement and the terms herein shall be construed in accordance with jurisdiction laws of Greece» («Εάν ήθελε προκύψει δίκη, η παρούσα συμφωνία και οι όροι αυτής θα ερμηνεύονται σύμφωνα με τους περί δωσιδικίας νόμους της Ελλάδας»]. Β) Ως προς τη συρρέουσα αδικοπρακτική ευθύνη των εναγόμενων, από την επικαλούμενη υπεξαίρεση των εισπραχθέντων από αυτούς για λογαριασμό της ενάγουσας ναύλων κ.λπ., εφαρμοστέο δίκαιο είναι επίσης το ελληνικό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές («Ρώμη II»), λόγω του τόπου επέλευσης της ζημίας, καθώς και λόγω του γεγονότος ότι η επικαλούμενη αδικοπραξία συνδέεται στενά με την ένδικη σύμβαση πρακτορείας, που διέπεται ομοίως από το ελληνικό δίκαιο. Σημειώνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, ιδίως δε εάν ήθελε θεωρηθεί ότι η ως άνω ρήτρα εφαρμοστέου δικαίου περιορίζεται στην εφαρμογή των περί δικαιοδοσίας (“jurisdiction”) διατάξεων του ελληνικού δικαίου, η ενάγουσα θεμελιώνει τα υπό κρίση δικαιώματα εκ της συμβάσεως και της αδικοπραξίας στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να προκύπτει σχετική αμφισβήτηση εκ μέρους των εναγόμενων (μετασυμβατική σιωπηρή επιλογή εφαρμοστέου δικαίου, βλ. ΕφΠειρ 671/2005 ΕΝαυτΔ 2006.108, ΠΠρΠατρ 244/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) [άρθρα 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 «Ρώμη Ι», 2, 10, 14 παρ. 1 στοιχ. α και 15 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 «Ρώμη ΙΙ»]. Γ) Όσον αφορά στην επικουρική βάση της αγωγής, που ερείδεται στη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, καθόσον τούτο αποτελεί το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα η σύμβαση, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 («Ρώμη Ι»). Δ) Τέλος, σε σχέση με την όλως επικουρική βάση της αγωγής που ερείδεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εφαρμοστέο τυγχάνει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 και 10 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 864/2007 («Ρώμη ΙΙ»), το ελληνικό, ως το δίκαιο που διέπει την ένδικη συμβατική σχέση, με την οποία ο αδικαιολόγητος πλουτισμός εμφανίζει στενό σύνδεσμο. Υπό το πρίσμα αυτό, η υπό κρίση αγωγή, με το εκτεθέν ανωτέρω αναλυτικά περιεχόμενο, είναι πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του νόμου στοιχεία, χωρίς ν’ απαιτείται για το ορισμένο της εκ της ενδοσυμβατικής ευθύνης βάσης της να εκτίθενται τυχόν ειδικότερες συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων ούτε οι ακριβείς όροι εκάστου ναυλοσυμφώνου, καθόσον αυτά θα προκύψουν από την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης, ούτε (απαιτείται) να προσδιορίζεται ειδικότερα η σύμβαση ναύλωσης στην οποία καταλογίζεται έκαστο επιμέρους καταβληθέν ποσό, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, και νόμιμη, ως προς τις δύο πρώτες εναγόμενες, κατά τις βάσεις αυτής που στηρίζονται στις νομίμως συρρέουσες αξιώσεις της ενάγουσας από την επικαλούμενη ενδοσυμβατική σχέση, δηλαδή τη σύμβαση εντολής που ρυθμίζει εν προκειμένω την περιγραφόμενη σύμβαση πρακτορείας, και από την αδικοπραξία (υπεξαίρεση), καθώς και ως προς την πρώτη επικουρική βάση της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, στηριζόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 70, 71, 361, 288, 297, 298, 330, 481, 713, 714, 719, 914, 926, 340, 345, 346 ΑΚ, 375 ΠΚ και 176, 191 παρ. 2, 907, 908 παρ. 1, 1047 ΚΠολΔ. Αντίθετα, ως προς τον τρίτο εναγόμενο, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμω βάσιμη, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μόνο κατά τη σωρευόμενη βάση της αδικοπραξίας. Κατά τις λοιπές βάσεις της τυγχάνει αόριστη ως προς τα στοιχεία της παθητικής του νομιμοποίησης και απορριπτέα, καθόσον δεν προσδιορίζονται επαρκώς τα στοιχεία εκείνα που να τον συνδέουν με την ένδικη σύμβαση πρακτορείας, στην οποία συνεβλήθησαν, κατά τα εκτιθέμενα, η πρώτη και η δεύτερη (ατομικά και ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης) των εναγόμενων, ως πράκτορες. Εξάλλου, απαραδέκτως επιχειρείται με τις προτάσεις της ενάγουσας μεταβολή της βάσης της αγωγής (άρθρα 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 α, 224 ΚΠολΔ), με την προσθήκη περιστατικών τέτοιων που να δικαιολογούν την (απεριόριστη) ευθύνη τόσο της δεύτερης όσο και του τρίτου των εναγόμενων ως ομορρύθμων μελών της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, λόγω της σύστασής της κατά το αλλοδαπό (γερμανικό) δίκαιο, της πραγματικής της έδρας στην Ελλάδα, αλλά της μη εγκατάστασής της σ’ αυτήν σύμφωνα με τις διατάξεις των ελληνικών νόμων, με συνέπεια τη λειτουργία της ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμης εταιρείας, διότι τέτοιος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στην ιστορική βάση της αγωγής, αλλά προβάλλεται το πρώτον με τις προτάσεις (βλ. ανωτέρω, νομική σκέψη ΙΙΙ.). Περαιτέρω, όσον αφορά στην πρώτη επικουρική βάση της αγωγής την ερειδόμενη στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους, δεν εκτίθενται στην αγωγή ειδικότερα περιστατικά που να συνιστούν αναγνώριση της ένδικης οφειλής εκ μέρους του τρίτου εναγόμενου και να νομιμοποιούν παθητικά την έγερση της υπό κρίση αγωγής με τη βάση αυτή σε βάρος του. Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι ήταν ένας εκ των ιδιοκτητών, διευθυντής και εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης εταιρείας δεν συνιστά από μόνο του νόμιμο λόγο ευθύνης του κατά τις ως άνω βάσεις της αγωγής. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα κατά τις ανωτέρω βάσεις της ως απαράδεκτη ως προς αυτόν. Τέλος, όσον αφορά στη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, που στηρίζεται στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, για τη νομική πληρότητα της βάσης αυτής, ενόψει του ότι ασκήθηκε υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης των σωρευόμενων βάσεων από την ενδοσυμβατική και την αδικοπρακτική ευθύνη και της πρώτης επικουρικής βάσης από την αιτιώδη αναγνώριση χρέους, θα έπρεπε να γινόταν στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης πρακτορείας, της ανυπαρξίας των ασκουμένων αξιώσεων από την υπεξαίρεση και, περαιτέρω, της ακυρότητας της σύμβασης αιτιώδους αναγνώρισης χρέους. Η ενάγουσα, όμως, αναφέρεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την αγωγή κατά τις λοιπές βάσεις της, χωρίς περαιτέρω να επικαλείται τη συμβατική ακυρότητα ή / και την ανυπαρξία των αξιώσεων εκ της αδικοπραξίας. Πρέπει, επομένως, η δεύτερη επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Κατόπιν αυτών, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και στην ουσία της, εφόσον καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το e-παράβολο με κωδικό …, σε συνδυασμό με το από 9.10.2020 έντυπο εξόφλησης μέσω …).

Από τις διατάξεις των άρθρων 416 και 422 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού με καταβολή, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η γενομένη καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού μόνο γι’ αυτό είναι η διαφορά (ΑΠ 575/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 531/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1653/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012.343, ΑΠ 1439/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 422/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 865/2009 ΑχαΝομ 2010.138). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 381/2014 ΧρΙΔ 2014.498, ΑΠ 1881/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1781/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, για να είναι ορισμένη η ένσταση εξόφλησης χρηματικής απαίτησης, που έχει ως βάση είτε περισσότερες της μιας καταβολές ή τον συμψηφισμό περισσότερων της μιας ανταπαιτήσεων του ενιστάμενου κατά του ενάγοντος, πρέπει να διαλαμβάνει αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που απαρτίζουν το συνολικό ποσό που φέρεται καταβληθέν ή προταθέν σε συμψηφισμό και το χρόνο καταβολής ή της πρότασης προς συμψηφισμό καθενός από αυτά (ΑΠ 960/2011 ΕΠολΔ 2011.787). Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ένσταση, ως καταλυτικό γεγονός της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον εναγόμενο κατά του ενάγοντα. Δηλαδή, για να κριθεί η ένσταση ότι επιδέχεται δικαστική εκτίμηση, πρέπει να περιέχει στοιχεία ανάλογα προς εκείνα που είναι αναγκαία για την τυπική παραδοχή της αγωγής, διαφορετικά, αν τα γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της δεν εκτίθενται κατά τρόπο πλήρη, η ένσταση απορρίπτεται ως αόριστη και αυτεπαγγέλτως. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 529/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 575/2015 ό.π., ΑΠ 1864/2011 ΧρΙΔ 2012.447). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 ΑΚ, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης συμψηφισμού δημιουργείται από τότε που δύο αντίθετες απαιτήσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Από το χρονικό αυτό σημείο, ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτησή του σε συμψηφισμό. Η πρόταση του συμψηφισμού, η οποία γίνεται με μονομερή δήλωση του ενός γνωστοποιητέα στον άλλο και συνιστά μονομερή ουσιαστική δικαιοπραξία, επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αναδρομικά, δηλαδή από τότε που συνυπήρξαν. Οι υποκείμενες σε συμψηφισμό απαιτήσεις πρέπει να είναι ομοειδείς κατά αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες. Ομοειδείς είναι οι απαιτήσεις των οποίων τα αντικείμενα έχουν τα ίδια γνωρίσματα, όπως οφειλή χρημάτων και από τα δύο μέρη, ανεξάρτητα από τις ενοχές από τις οποίες απορρέουν. Το ομοειδές κρίνεται κατά το χρονικό σημείο πρότασης του συμψηφισμού. Βασικό στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη (ΑΠ 435/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 782/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 450/2013 ΧρΙΔ 2013.583, ΑΠ 936/2013 ΝοΒ 2014.33, ΑΠ 840/2012 ΧρΙΔ 2013.27, ΑΠ 1460/2012 ΕπισκΕμπΔ 2013.324). Εξάλλου, με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), δεν αποκλείεται η δυνατότητα απόσβεσης απαιτήσεων με συμψηφισμό, κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών, οπότε στην περίπτωση αυτή πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό. Το περιεχόμενο μίας τέτοιας σύμβασης, που είναι έγκυρη εφόσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178 ΑΚ), καθορίζουν ελεύθερα τα μέρη, τα οποία μπορούν να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφισταμένων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον (ΑΠ 782/2014 ό.π., ΑΠ 1914/2011 ΕΠολΔ 2012.191, ΑΠ 769/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1254/2003 ΧρΙΔ 2004.126, ΕφΑθ 5326/2007 ΕλλΔνη 2008.1099, ΕφΘεσ 334/2009 Αρμ 2010.1326). Όταν ο διάδικος επικαλείται, κατά τη διάρκεια της δίκης, συμψηφισμό που έχει λάβει χώρα εξώδικα, πριν από την έναρξη της δίκης, δεν υπάρχει ουσιαστικά ένσταση συμψηφισμού, αλλά απλή ένσταση εξόφλησης με συμψηφισμό (ΑΠ 450/2013 ό.π., ΑΠ 1460/2012 ό.π., ΕφΑθ 5326/2007 ό.π., ΠΠρΘεσ 4978/2011 Αρμ 2011.781, ΠΠρΘεσ 4609/1998 Αρμ 1998.1065). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, που ορίζει ότι «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος», για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 16/2006 ΕλλΔνη 2006.1331, ΟλΑΠ 33/2005 ΕλλΔνη 2005.1033, ΟλΑΠ 7/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995.1531, ΑΠ 1063/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1484/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 37/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επίκληση περιστατικών που συνιστούν άρνηση της αγωγής δεν μπορεί να θεμελιώσει ένσταση από το άρθρο 281 ΑΚ, δεδομένου ότι η ένσταση αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος (η άσκηση του οποίου υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του) και όχι την ανυπαρξία του (ΑΠ 542/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υπέρβαση των ορίων άσκησης του δικαιώματος πρέπει να είναι προφανής, δηλαδή έκδηλη, καταφανής. Τέτοια προφανής υπέρβαση υπάρχει, όταν ο ασκών το δικαίωμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ουδέν συμφέρον προσδοκά ή προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας (ΠΠρΘεσ 2807/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε ουσιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του [ΑΠ 16/2010 ΝοΒ 2010.2005, ΑΠ 1432/2010 ΕλλΔνη 2011.493, ΕφΠειρ (Μον) 66/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις τους συνομολογούν την καταρτισθείσα με την ενάγουσα σύμβαση πρακτορείας, καθώς και τα ναυλοσύμφωνα που συνήφθησαν σε εκτέλεσή της, προβάλλουν, όμως, προς απόκρουση της αγωγής τον ισχυρισμό ότι τα αιτούμενα με την αγωγή χρηματικά ποσά δεν οφείλονται, διότι συμψηφίσθηκαν, κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, με τις χρηματικές δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν αυτοί, για λογαριασμό της ενάγουσας, λόγω της εκ μέρους της πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων, όπως ειδικότερα τα χρηματικά ποσά που κατέβαλαν για λογαριασμό της εκτίθενται σε σχέση με έκαστο ναυλοσύμφωνο. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων αποτελεί ένσταση εξοφλήσεως διά συμψηφισμού, ο οποίος κρίνεται ορισμένος, καθόσον εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν τις απαιτήσεις τους, και νόμω βάσιμος, ερειδόμενος στις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση της παρούσας νομικές διατάξεις, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Επικουρικά, προτείνουν σε συμψηφισμό με την ένδικη απαίτηση της ενάγουσας το καταβληθέν σε τρίτους για λογαριασμό της συνολικό ποσό των 23.174,22 ευρώ, προκειμένου να επέλθει απόσβεση της ένδικης οφειλής τους. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση συμψηφισμού, η οποία, όμως, τυγχάνει ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και απορριπτέα λόγω της αοριστίας της, για τον λόγο ότι αναφέρεται το συνολικό ποσό της ανταπαίτησης των εναγόμενων (23.174,22 ευρώ), χωρίς να διαλαμβάνονται αναλυτικώς τα επιμέρους ποσά που το απαρτίζουν, με συνέπεια να μην καθίσταται δυνατό στο Δικαστήριο να διαγνώσει τις συγκεκριμένες ανταπαιτήσεις που προτείνονται σε συμψηφισμό. Σημειώνεται ότι τούτο δεν είναι εφικτό ούτε από τη συνδυαστική εκτίμηση της ένστασης συμψηφισμού με τα προηγουμένως παρατιθέμενα στο δικόγραφο των προτάσεων των εναγόμενων επιμέρους καταβληθέντα για λογαριασμό της χρηματικά ποσά, καθόσον από την πρόσθεση αυτών δεν προκύπτει ως άθροισμα το ποσό των 23.174,22 ευρώ. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία άσκησε την υπό κρίση αγωγή, αν και γνώριζε ότι η συνεργασία της με τους εναγόμενους δεν απέβη συμφέρουσα γι’ αυτούς, λόγω των πολλαπλών εξόδων στα οποία προέβησαν για λογαριασμό της, για πολλά εκ των οποίων δεν διαθέτουν καν τιμολόγια, ουδέποτε δε κατά τα δύο (2) προηγούμενα χρόνια, κατά τα οποία έχει παύσει η συνεργασία τους, τους όχλησε σχετικά, είναι καταχρηστική, και ζητούν την απόρριψη της αγωγής για τον λόγο αυτό. Ο ισχυρισμός αυτός, στον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, είναι νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να προσδώσουν καταχρηστικό χαρακτήρα στην άσκηση της ένδικης αγωγής, με την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας, καθόσον δεν στοιχειοθετούν υπέρβαση, και δη προφανή, των ορίων που διαγράφει το άρθρο αυτό. Κατά τα λοιπά, οι εναγόμενοι αρνούνται την αγωγή.

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Χαρίκλειας Τζωρτζάκη, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις υπ’ αριθ… και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι. Χ., του γεγονότος ότι η κλήτευση των εναγόμενων και λήψη της ένορκης βεβαίωσης έλαβε χώρα εντός του χρονικού διαστήματος αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων, δυνάμει της υπ’ αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.18176/15.3.2020 Απόφασης των Υπουργών Εθνικής Άμυνας – Υγείας – Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 864/15.3.2020), για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, μη συνεπαγόμενης το ανυπόστατο αυτής, καθόσον, όπως μεταγενέστερα διευκρινίστηκε με το άρθρο 74 παρ. 1 του Ν. 4690/2020, το χρονικό διάστημα προσωρινής αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων δεν υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, στις προθεσμίες ενεργειών ενώπιον των συμβολαιογράφων, υπό την ιδιότητά τους όμως ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, προϋπόθεση που δεν συνέτρεχε εν προκειμένω, περαιτέρω δε η απαγόρευση κάθε άσκοπης κυκλοφορίας και μετακίνησης των πολιτών στην ελληνική επικράτεια άρχισε την 23ή.3.2020, επομένως την 20ή.3.2020 δεν υπήρχε κώλυμα να παραστούν οι εναγόμενοι ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου κατά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, όπως αβασίμως ισχυρίζονται, από την υπ’ αριθ. 1… ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρας Βενιέρη, που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόμενων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κ. Κ., καθώς και από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Χαρίκλειας Τζωρτζάκη, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της, όπως προκύπτει αντιστοίχως από τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Ι. Χ., και προσκομίστηκε με την προσθήκη της ενάγουσας προς αντίκρουση της ως άνω υπ’ αριθ. 1… ένορκης βεβαίωσης, καθώς και των εν γένει ισχυρισμών των εναγόμενων, που περιλαμβάνονται στις από 23.9.2020 κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις τους (βλ. ΑΠ 74/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και από τις ομολογίες των διαδίκων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής, που εδρεύει στον δήμο Καλλιθέας και έχει καταχωριστεί στα Βιβλία Μητρώου ΝΕΠΑ (Ν. 3182/2003) υπ’ αριθ. 1811, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (βλ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. … βεβαίωση της Διεύθυνσης Ναυτιλιακών Επενδύσεων και Θαλάσσιου Τουρισμού – Υ.ΝΑ.Ν.Π., που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα), δυνάμει της από 10.5.2017 σύμβασης πρακτορείας, που συνήψε με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία «…» ως πράκτορα, ανέθεσε σ’ αυτήν (πρώτη εναγόμενη) την επί προμήθεια (αμοιβή), ανερχόμενη σε ποσοστό 5% επί του ακαθάριστου ναύλου (“gross charter income”), προώθηση στην αγορά με σκοπό τη ναύλωση, μέσω παρουσίασης σε εκθέσεις, διαφημίσεων κ.λπ., του υπό την πλοιοκτησία της, με ελληνική σημαία, Ε/Π-Τ/Ρ (professional touristic) μηχανοκίνητου ιστιοφόρου πλοίου με το όνομα «…» (“…”), υπ’ αριθ. νηολογίου Πειραιά … και ολικού μήκους 23,90 μ. Η δεύτερη εναγόμενη δεν συμβλήθηκε ατομικά και για δικό της λογαριασμό, αλλά ως εκπρόσωπος της πρώτης – πράκτορα. Η πρώτη εναγόμενη, σε εκτέλεση της υπόψη σύμβασης, υπέδειξε στην ενάγουσα τους αναφερόμενους κατωτέρω ναυλωτές και στη συνέχεια καταρτίσθηκαν οι κάτωθι συμβάσεις ναύλωσης, νομίμως θεωρημένες από την αρμόδια λιμενική αρχή, με πλοιοκτήτρια την ενάγουσα και ναυλομεσίτη / πράκτορα την πρώτη εναγόμενη, νομίμως εκπροσωπούμενη: 1) Το από 21.2.2018 ναυλοσύμφωνο, με ναυλωτή τον …, για τη χρονική περίοδο 14.6.2018-21.6.2018, με λιμένα παράδοσης την Κύμη και λιμένα επαναπαράδοσης τη Σκιάθο, έναντι συνολικού ναύλου 18.816,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του εν λόγω συμφωνητικού, «Ο ναυλωτής βαρύνεται με τα λειτουργικά έξοδα, τα οποία ειδικά ορίζονται κάτω από την επικεφαλίδα «Όροι» στη σελίδα 1 του παρόντος συμφωνητικού, για ολόκληρη την περίοδο ναύλωσης, τόσο για τον ίδιο όσο και για τα μέλη της ομάδας του. Αφού καταβάλει την προκαταβολή ποσών τροφοδοσίας (advance provisioning allowance – A.P.A.) μέσω του λογαριασμού του ναυλομεσίτη, όπως απαιτείται από το παρόν συμφωνητικό, ο ναυλωτής λαμβάνει κατά διαστήματα από τον κυβερνήτη γνωστοποίηση ως προς την εκάστοτε δαπάνη / κάλυψη του A.P.A. και ως προς την τυχόν ανεπάρκεια του εναπομένοντος υπολοίπου με βάση την τρέχουσα κατανάλωση για την κάλυψη του υπολοίπου της περιόδου ναύλωσης. Ο ναυλωτής καταβάλλει στον κυβερνήτη, τοις μετρητοίς, ποσό, έτσι ώστε να διατηρείται στο σκάφος για λογαριασμό του επαρκές πιστωτικό υπόλοιπο. Κατά το τέλος της περιόδου ναύλωσης και πριν από την αποβίβαση, ο κυβερνήτης προσκομίζει στον ναυλωτή λεπτομερή λογαριασμό δαπανών με όσο το δυνατόν περισσότερα δικαιολογητικά (αποδείξεις) και ο ναυλωτής καταβάλλει στον κυβερνήτη, τοις μετρητοίς, το υπόλοιπο των δαπανών ή ο κυβερνήτης επιστρέφει στον ναυλωτή, τοις μετρητοίς, οποιοδήποτε πλεονασματικό υπόλοιπο, ανάλογα με την περίπτωση. Είναι δυνατό, εκτός από τα ποσά του A.P.A., να απαιτηθεί η εκ μέρους του ναυλωτή πληρωμή για ειδικές υποχρεώσεις ή εξοπλισμό, μεταφορικά στην ξηρά ή εκδρομές στην ξηρά ή οποιεσδήποτε άλλες δαπάνες, οι οποίες συνήθως δεν θεωρούνται τμήμα των λειτουργικών εξόδων του σκάφους αναψυχής. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή πραγματοποιείται προκαταβολικά μέσω του λογαριασμού του ναυλομεσίτη ή στον κυβερνήτη κατά την επιβίβαση. Όλες οι πληρωμές για τις λειτουργικές δαπάνες κ.λπ. συμφωνούνται πραγματοποιητέες τοις μετρητοίς στο ίδιο νόμισμα με τον ναύλο, εκτός εάν έχει γίνει εκ των προτέρων διαφορετική συμφωνία εγγράφως. Η πληρωμή με επιταγή, πιστωτική κάρτα ή άλλο αξιόγραφο, δεν είναι αποδεκτή, λόγω της φύσεως του σκάφους αναψυχής και ο ναυλωτής, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξασφαλίσει επαρκή μετρητά για να καλύψει όλες τις ευλόγως προβλεπόμενες δαπάνες ή θα πρέπει να καταθέσει πρόσθετο ποσό στον ναυλομεσίτη». Σημειώνεται ότι τα λειτουργικά έξοδα του ως άνω άρθρου 8 περιελάμβαναν, όχι περιοριστικά, μεταφορές ξηράς, καύσιμα για τις κύριες μηχανές και γεννήτριες, καύσιμα για το βοηθητικό σκάφος και εξοπλισμό για θαλάσσια σπορ, τα τρόφιμα και ποτά για όλους από το μέρος του ναυλωτή, των επικοινωνιών και τη χρήση του διαδικτύου (εάν δεν είχε συμφωνηθεί διαφορετικά), μίσθωση, ασφάλιση ή το κόστος αγοράς του κάθε ειδικού εξοπλισμού που διατίθετο επί του σκάφους κατόπιν αιτήματος του ναυλωτή (βλ. άρθρο 24 – «επιπλέον όροι»). Άλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 21 του εν λόγω συμφωνητικού, «όλα τα χρήματα, που εισπράττει ο ναυλομεσίτης, ως ναύλο και λοιπές δαπάνες του άρθρου 1 του παρόντος, θα καταβάλλονται στον πλοιοκτήτη σύμφωνα με τους όρους του παρόντος συμφωνητικού. Είναι αυτονόητο ότι η προκαταβολή ποσού τροφοδοσίας (A.P.A.) θα πραγματοποιείται προς τον πλοιοκτήτη νωρίτερα από την έναρξη του ναύλου και πάντως σε χρόνο, που να επιτρέπει την εκ μέρους του τελευταίου υλοποίηση της σχετικής εντολής του ναυλωτή». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 24 του συμφωνητικού, ο συνολικός ναύλος των 18.816,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το ήμισυ (8.400,00 ευρώ) με την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου και κατά τα λοιπά (8.400,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.016,00 ευρώ) ένα μήνα πριν το ναύλο, όπως και το A.P.A. 30% 5.040,00 ευρώ και τα έξοδα μεταφοράς 2.400,00 ευρώ. Ο ναυλομεσίτης έπρεπε να καταβάλει το τίμημα του ναύλου σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδιοκτήτη (μετά την αφαίρεση των προμηθειών όλων των ναυλομεσιτών), αφού λάμβανε τα ποσά εκκαθαρισμένα και σύμφωνα με τις ημερομηνίες που είχαν συμφωνηθεί. 2) Το από 19.12.2018 ναυλοσύμφωνο, με ναυλωτή την …, για τη χρονική περίοδο 23.6.2018-30.6.2018, με λιμένα παράδοσης και λιμένα επαναπαράδοσης τη Μαρίνα Αθηνών, έναντι συνολικού ναύλου 16.279,20 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, οι ως άνω όροι, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 του συμφωνητικού, ο συνολικός ναύλος των 16.279,20 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το 40% (6.511,68 ευρώ) με την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου και κατά τα λοιπά (60% ναύλου, ήτοι 9.767,52 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 1.744,20 ευρώ) ένα μήνα πριν το ναύλο, όπως και το A.P.A. 30% 4.883,76 ευρώ. 3) Το από 4.6.2018 ναυλοσύμφωνο, στο οποίο, πέραν της πρώτης εναγόμενης, συνεβλήθησαν ως ναυλομεσίτες και οι εταιρείες «…», για τη χρονική περίοδο 2.7.2018-8.7.2018, με λιμένα παράδοσης τη Μύκονο και λιμένα επαναπαράδοσης την Πάρο, έναντι ναύλου 19.208,00 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 2.304,96 ευρώ, ήτοι συνολικά 21.512,96 ευρώ. Σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της συγκεκριμένης ναύλωσης: 1. Ο ναυλωτής θα διέθετε το ποσό των 7.320,00 ευρώ μέσω του ναυλομεσίτη, προκαταβολικά και σε απόδοση, προς κάλυψη επιπρόσθετων του ναύλου δαπανών του ναυλωτή. 2. Ως μεσεγγυούχος ορίστηκε η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία εξουσιοδοτήθηκε ρητά από όλους τους λοιπούς συμβαλλόμενους όπως προβεί σε εισπράξεις και πληρωμές των σχετιζόμενων με την εκτέλεση του ναυλοσυμφώνου ποσών, διαχειριζόμενος αυτά κατά τους όρους του παρόντος, 3. …5. Οι προμήθειες των ναυλομεσιτών θεωρούνται ότι κερδίζονται από τους ναυλομεσίτες κατά την υπογραφή της συμφωνίας ναύλωσης και της πληρωμής της πρώτης προκαταβολής από τον ναυλωτή και είναι πληρωτέες εις ολόκληρον από την προκαταβολή του ναύλου, ανεξάρτητα από την πραγματοποίηση του ναύλου ή την ακύρωσή του για οποιονδήποτε λόγο, και 6. Κεφάλαια που λαμβάνονται βάσει του εν λόγω συμφωνητικού σε λογαριασμό ναυλομεσίτη πρέπει να μεταφέρονται άμεσα σε λογαριασμό του μεσεγγυούχου …, ποσά που αφορούν το A.P.A. και τυχόν επιπλέον δαπάνες για ειδικές απαιτήσεις του ναυλωτή παραδίδονται από τον μεσεγγυούχο στον κυβερνήτη (ή τον πλοιοκτήτη για προώθηση στον κυβερνήτη) εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν την ημερομηνία έναρξης της περιόδου ναύλωσης, για την έγκαιρη προετοιμασία για τη ναύλωση σύμφωνα με τις προτιμήσεις και υποδείξεις του ναυλωτή πριν την επιβίβαση, ποσό που αναλογεί σε 50% της συνολικής αξίας του ναύλου, κατόπιν παρακράτησης από αυτό της συνολικής αξίας των προμηθειών ναυλομεσιτών, είναι πληρωτέο και θα καταβληθεί από τον Μεσεγγυούχο στον Πλοιοκτήτη κατόπιν έναρξης της ναύλωσης την ημερομηνία του απόπλου του Πλοίου …, το υπόλοιπο ποσό της συνολικής αξίας του ναύλου είναι πληρωτέο και θα καταβληθεί από τον Μεσεγγυούχο στον Πλοιοκτήτη την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία ολοκλήρωσης εκτέλεσης του ναύλου, η οποία δεν δύναται να είναι προγενέστερη της ημερομηνίας λήξης της περιόδου ναύλωσης. Βάσει των ανωτέρω συμφωνηθέντων, και ειδικότερα της υποχρέωσης της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, υπό την ιδιότητά της ως μεσεγγυούχου, να καταβάλει στην ενάγουσα τα εισπραχθέντα και αποδοτέα ποσά, κατόπιν παρακράτησης της συνολικής αξίας των προμηθειών των ναυλομεσιτών, ο ισχυρισμός των εναγόμενων περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής τους σε σχέση με τις απαιτήσεις της ενάγουσας από το συγκεκριμένο ναυλοσύμφωνο, που συνιστά άρνηση της αγωγής, δεδομένου ότι για τη στοιχειοθέτηση της παθητικής νομιμοποίησης αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο εναγόμενος είναι φορέας της αντίστοιχης υποχρέωσης, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του ισχυρισμού αυτού κατ’ ουσίαν, αφού στη δεύτερη περίπτωση η αγωγή απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και όχι ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της νομιμοποίησης, ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης (ΕφΠατρ 508/2006 ΑχαΝομ 2007.340, ΕφΠειρ 455/2005 ΠειρΝομ 2005.361, ΕφΛαρ 399/2004 Δικογραφία 2005.77), τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Σημειώνεται ότι η συμφωνία περί διαιτητικής επίλυσης της διαφοράς, στο Λονδίνο, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο και τους όρους της London Maritime Arbitrators Association, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 23 του από 22.3.2018 MYBA συμφωνητικού για τη συγκεκριμένη ναύλωση, το οποίο προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους, αφορά σε οποιαδήποτε διαφορά τυχόν προκύψει στο πλαίσιο της σύμβασης ναύλωσης και δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον αυτή αφορά σε απαιτήσεις της ενάγουσας από την από 10.5.2017 ως άνω σύμβαση πρακτορείας. Επομένως, ο συναφής ισχυρισμός των εναγόμενων τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. 4) Το από 24.5.2018 ναυλοσύμφωνο, με ναυλωτή την «…», για τη χρονική περίοδο 14.7.2018-20.7.2018, με λιμένα παράδοσης και λιμένα επαναπαράδοσης τη Μαρίνα Αθηνών, έναντι συνολικού ναύλου 21.504,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, οι όροι που αναφέρθηκαν για τα ως άνω συμφωνητικά υπ’ αριθ. 1 και 2, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 του συμφωνητικού, ο συνολικός ναύλος των 21.504,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (9.600,00 ευρώ) με την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου και κατά το υπόλοιπο (9.600,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.304,00 ευρώ) ένα μήνα πριν το ναύλο, όπως και το A.P.A. 30% 4.800,00 ευρώ. 5) Το από 21.5.2018 ναυλοσύμφωνο, με ναυλωτή …, για τη χρονική περίοδο 20.7.2018-27.7.2018, με λιμένα παράδοσης και λιμένα επαναπαράδοσης τη Μαρίνα Αθηνών, έναντι συνολικού ναύλου 25.088,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, οι όροι που αναφέρθηκαν για τα ως άνω συμφωνητικά υπ’ αριθ. 1 και 2, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 του συμφωνητικού, ο συνολικός ναύλος των 25.088,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (11.200,00 ευρώ) με την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου και κατά το υπόλοιπο (11.200,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.688,00 ευρώ) ένα μήνα πριν το ναύλο, όπως και το A.P.A. 30% 6.720,00 ευρώ. 6) Το από 1.2.2018 ναυλοσύμφωνο, με ναυλωτή τον …, για τη χρονική περίοδο 4.8.2018-11.8.2018, με λιμένα παράδοσης και λιμένα επαναπαράδοσης την Πάτρα, έναντι συνολικού ναύλου 26.488,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, οι όροι που αναφέρθηκαν για τα ως άνω συμφωνητικά υπ’ αριθ. 1 και 2, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 του συμφωνητικού, ο συνολικός ναύλος των 26.488,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (11.825,00 ευρώ) με την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου και κατά το υπόλοιπο (11.825,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ 12% 2.838,00 ευρώ συν έξοδα μεταφοράς 3.100,00 ευρώ συν διελεύσεις Ισθμού Κορίνθου 900,00 ευρώ) ένα μήνα πριν το ναύλο, όπως και το A.P.A. 30% 5.912,50 ευρώ. 7) Το από 16.4.2018 ναυλοσύμφωνο, με ναυλωτή τον …, για τη χρονική περίοδο 11.8.2018-18.8.2018, με λιμένα παράδοσης και λιμένα επαναπαράδοσης την Πάτρα, έναντι συνολικού ναύλου 22.410,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%. Σε αυτό περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, οι όροι που αναφέρθηκαν για τα ως άνω συμφωνητικά υπ’ αριθ. 1 και 2, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 24 του συμφωνητικού, ο συνολικός ναύλος των 22.410,00 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ 12%, ορίστηκε ότι θα καταβαλλόταν κατά το 50% του ναύλου (11.205,00 ευρώ) με την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου και κατά το υπόλοιπο (11.205,00 ευρώ) ένα μήνα πριν το ναύλο, όπως και το A.P.A. 6.930,00 ευρώ. Βάσει των ανωτέρω, το συνολικό ποσό ναύλου (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) για τα ανωτέρω ναυλοσύμφωνα, που εκτελέστηκαν προσηκόντως, κατά τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, ανερχόταν στο ποσό των (18.816,00 + 16.279,20 + 21.512,96 + 21.504,00 + 25.088,00 + 26.488,00 + 22.410,00 =) 152.098,16 ευρώ, το οποίο και καταβλήθηκε από τους εκάστοτε ναυλωτές στους εναγόμενους, καθόσον οι τελευταίοι δεν αρνούνται τον σχετικό ισχυρισμό της ενάγουσας, συναγομένης, επομένως, ομολογίας τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Η προμήθεια (αμοιβή) της πρώτης εναγόμενης, ως πράκτορα, σύμφωνα με τις ομολογίες της ενάγουσας, που περιλαμβάνονται στα δικόγραφά της και αποτελούν πλήρη απόδειξη (άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ), ανερχόταν αντιστοίχως στο ποσό των 940,8 ευρώ για το 1ο ναυλοσύμφωνο, των 813,96 ευρώ για το 2ο ναυλοσύμφωνο, των 1.075,65 ευρώ για το 3ο ναυλοσύμφωνο, των 1.075,2 ευρώ για το 4ο ναυλοσύμφωνο, των 1.254,4 ευρώ για το 5ο ναυλοσύμφωνο, των 1.324,4 ευρώ για το 6ο ναυλοσύμφωνο και των 1.120,5 ευρώ για το 7ο ναυλοσύμφωνο, ήτοι, συνολικά, στο ποσό των 7.604,91 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, στο πλαίσιο της από 10.5.2017 σύμβασης πρακτορείας, είχε συμφωνηθεί ότι η πρώτη εναγόμενη θα απέδιδε στην ενάγουσα τα ποσά που εισέπραττε για λογαριασμό της, έπειτα από την αφαίρεση του ποσού τόσο της δικής της προμήθειας, όσο και της προμήθειας των λοιπών ναυλομεσιτών. Η ειδικότερη αυτή συμφωνία προκύπτει από τον προαναφερθέντα όρο 24 των ως άνω υπ’ αριθ. 1, 2 και 4-7 ναυλοσυμφώνων [«…Ο ναυλομεσίτης έπρεπε να καταβάλει το τίμημα του ναύλου σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδιοκτήτη (μετά την αφαίρεση των προμηθειών όλων των ναυλομεσιτών)…»], από τον προαναφερθέντα όρο 6 του ως άνω υπ’ αριθ. 3 ναυλοσυμφώνου [«…ποσό που αναλογεί σε 50% της συνολικής αξίας του ναύλου, κατόπιν παρακράτησης από αυτό της συνολικής αξίας των προμηθειών ναυλομεσιτών…»], αλλά και από την ανταλλαγείσα μεταξύ των αντιδίκων πλευρών ηλεκτρονική αλληλογραφία, στην οποία αναφέρεται ρητώς η ορισθείσα για κάθε ναυλοσύμφωνο ακριβής προμήθεια τόσο των αλλοδαπών ναυλομεσιτών όσο και της πρώτης εναγόμενης εταιρείας – κεντρικής πράκτορα (βλ. ενδεικτικά το από 10.5.2017 e-mail της “…” – Μ. Τ. προς τον εκπρόσωπο της ενάγουσας – κυβερνήτη του σκάφους της …, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενοι). Σημειώνεται ότι ο Πρόεδρος του Δ.Σ. της ενάγουσας …, στο από 29.6.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στη δεύτερη εναγόμενη Μ. Τ., δεν αμφισβητεί, αντιθέτως αποδέχεται την υποχρέωση παρακράτησης – αφαίρεσης από την πράκτορα πρώτη εναγόμενη της προμήθειας και των αλλοδαπών ναυλομεσιτών από το καταβλητέο στην ενάγουσα συνολικό ποσό, διαφωνεί, ωστόσο, με τον τρόπο υπολογισμού του. Συγκεκριμένα, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους εναγόμενους τιμολόγια των αλλοδαπών μεσιτών, σε συνδυασμό με τα ανταλλαγέντα μεταξύ των ως άνω προσώπων (….) ηλεκτρονικά μηνύματα, που προσκομίζονται με επίκληση από αμφότερες τις αντίδικες πλευρές, αποδεικνύεται ότι η προμήθεια (αμοιβή) των αλλοδαπών ναυλομεσιτών ανερχόταν στα ακόλουθα ποσά ανά ναυλοσύμφωνο: 1) Για το ως άνω 1ο ναυλοσύμφωνο (…), η προμήθεια του αλλοδαπού μεσίτη “…” ανερχόταν σε 1.500,00 ευρώ, 2) Για το ως άνω 2ο ναυλοσύμφωνο (…), η προμήθεια του αλλοδαπού μεσίτη “…” ανερχόταν σε 726,75 ευρώ, 3) Για το ως άνω 3ο ναυλοσύμφωνο («…»), η προμήθεια των αλλοδαπών μεσιτών συνολικά ανερχόταν σε 3.841,60 ευρώ, 4) Για το ως άνω 4ο ναυλοσύμφωνο [«…»], η προμήθεια του αλλοδαπού μεσίτη “…” ανερχόταν σε ποσό 3.840,00 ευρώ, 5) Για το ως άνω 5ο ναυλοσύμφωνο (…), η προμήθεια του αλλοδαπού μεσίτη “…” ανερχόταν σε 4.480,00 ευρώ, 6) Για το ως άνω 6ο ναυλοσύμφωνο (…), η προμήθεια του αλλοδαπού μεσίτη “Top Sailing Charter S.L.” ανερχόταν σε 4.730,00 ευρώ, και 7) Για το ως άνω 7ο ναυλοσύμφωνο (…), η προμήθεια του αλλοδαπού μεσίτη “…” ανερχόταν σε ποσό 4.482,00 ευρώ. Επομένως, οι εναγόμενοι, πριν την καταβολή του ναύλου σε λογαριασμό της ενάγουσας, έπρεπε ν’ αφαιρέσουν, πλέον της προμήθειας της πρώτης εναγόμενης (7.604,91 ευρώ), την προμήθεια των αλλοδαπών ναυλοσιτών, που ανερχόταν συνολικά στο ποσό των (1.500,00 + 726,75 + 3.841,60 + 3.840,00 + 4.480,00 + 4.730,00 + 4.482,00 =) 23.600,35 ευρώ. Συνακόλουθα, ήταν καταβλητέο για την αιτία αυτή το ποσό των [152.098,16 – (7.604,91 + 23.600,35) =] 120.892,9 ευρώ. Πέραν αυτού, όμως, η ενάγουσα πλοιοκτήτρια εταιρεία εδικαιούτο, κατά τα προαναφερθέντα, και δη προκαταβολικά, μέσω του λογαριασμού του ναυλομεσίτη, όπως ρητώς αναφέρεται στον ως άνω όρο 8 των υπ’ αριθ. 1, 2 και 4 – 7 ναυλοσυμφώνων και στον όρο 1 του υπ’ αριθ. 3 ναυλοσυμφώνου, τα ποσά που είχαν οριστεί ως Προκαταβολή Ποσού Τροφοδοσίας («A.P.A.»), έξοδα μεταφοράς – ταξιδίου & διέλευσης του Ισθμού της Κορίνθου. Αυτά ανέρχονταν συνολικά, αφαιρουμένου του ποσού των (5.040,00 + 2.400,00 =) 7.440,00 ευρώ, που αφορούσαν στο 1ο ναυλοσύμφωνο και είχαν καταβληθεί, κατά τις αγωγικές ομολογίες, από τον ναυλωτή απευθείας σε μετρητά στον κυβερνήτη, στο ποσό των [4.883,76 + 7.320,00 + 4.800 + 6.720,00 + (5.912,50 + 3.100.00 + 900,00) + 6.930 =] 40.566,26 ευρώ. Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν τοις μετρητοίς στην ενάγουσα, από υπαλλήλους τους, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον, πέραν του ότι αντίκειται στα συμφωνηθέντα, περί καταβολής τους μέσω του λογαριασμού του ναυλομεσίτη, δεν αποδεικνύεται από σχετικά παραστατικά. Σημειώνεται δε ότι η περικοπή στον ως άνω όρο 8 των επίδικων ναυλοσυμφώνων «Όλες οι πληρωμές για τις λειτουργικές δαπάνες κ.λπ. συμφωνούνται πραγματοποιητέες τοις μετρητοίς στο ίδιο νόμισμα με τον ναύλο, εκτός εάν έχει γίνει εκ των προτέρων διαφορετική συμφωνία εγγράφως. Η πληρωμή με επιταγή, πιστωτική κάρτα ή άλλο αξιόγραφο, δεν είναι αποδεκτή, λόγω της φύσεως του σκάφους αναψυχής και ο ναυλωτής, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξασφαλίσει επαρκή μετρητά για να καλύψει όλες τις ευλόγως προβλεπόμενες δαπάνες ή θα πρέπει να καταθέσει πρόσθετο ποσό στον ναυλομεσίτη» αφορά σε τυχόν έκτακτες λειτουργικές δαπάνες που θα προκύψουν κατά τον ναύλο, τις οποίες ο ναυλωτής θα πρέπει να καλύψει καταβάλλοντας το αντίστοιχο ποσό σε μετρητά στον κυβερνήτη, και όχι στο ήδη συμφωνηθέν από την υπογραφή του ναυλοσυμφώνου ποσό Α.Ρ.Α. κ.λπ., το οποίο καταβάλλεται, σύμφωνα με προηγούμενη περικοπή του ιδίου άρθρου, μέσω του λογαριασμού του ναυλομεσίτη. Οι πρόσθετες δε δαπάνες που προέκυψαν («extra A.P.A.») καταβλήθηκαν απευθείας από τον εκάστοτε ναυλωτή στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια, όπως αποδεικνύεται από την αναλυτική κίνηση του τραπεζικού της λογαριασμού. Επομένως, οι εναγόμενοι όφειλαν ν’ αποδώσουν συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των (120.892,9 + 40.566,26 =) 161.459,16 ευρώ. Έναντι του παραπάνω γενικού συνόλου της οφειλής τους, έχουν καταβάλει στην ενάγουσα, όπως η ίδια ομολογεί, το ποσό των 127.585,4 ευρώ, και συγκεκριμένα: 1. Στον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό που τηρεί η ενάγουσα στην «Τ. Π.», όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ίδια ανάλυση της κίνησής του, σε συνδυασμό με τις τραπεζικές βεβαιώσεις μεταφοράς κεφαλαίων, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εναγόμενοι για κάθε ναυλοσύμφωνο, κατέβαλαν την 7.5.2018 5.730,00 ευρώ, την 17.5.2018 13.079,50 ευρώ, την 21.6.2018 3.746,00 ευρώ, την 21.6.2018 6.627,96 ευρώ, την 22.6.2018 8.023,50 ευρώ, την 29.6.2018 18.767,96 ευρώ (από τον τραπεζικό λογαριασμό της ναυλομεσίτριας εταιρείας “…), την 12.7.2018 16.676,44 ευρώ, την 1.8.2018 5.000,00 ευρώ, την 1.8.2018 3.868,75 ευρώ, την 9.8.2018 7.313,50 ευρώ, την 10.8.2018 6.500,00 ευρώ, την 10.8.2018 6.500,00 ευρώ, την 10.8.2018 3.644,50 ευρώ, την 19.11.2018 1.720,20 ευρώ, ήτοι συνολικά 107.198,31 ευρώ, 2. Σε τρίτα πρόσωπα, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της ενάγουσας, κατέβαλαν α. 11.500,00 ευρώ στην επιχείρηση εμπορίας σκαφών «…», για την αγορά ενός φουσκωτού tender μετά κονσόλας και θέσης, β. 3.000,00 ευρώ για την κατασκευή και αγορά μαξιλαριών του εξοπλισμού λινοθήκης του πλοίου, γ. 4.887,09 ευρώ συνολικά προς εξόφληση τιμολογίων της εταιρείας «…», αξίας αντιστοίχως 1.019,25, 3.478,74 και 389,10 ευρώ, και, τέλος, 3. Στον Κυβερνήτη του πλοίου κατέβαλαν τοις μετρητοίς την 13.6.2018 1.000,00 ευρώ. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους, κατά τα προρρηθέντα, ότι, λόγω πλημμελούς εκτέλεσης των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας και προκειμένου να μην ακυρωθούν οι ναύλοι, προέβησαν σε δαπάνες, για την εύρεση πληρώματος, την επίλυση τεχνικών ζητημάτων του σκάφους και την προμήθεια αγαθών, οι οποίες είχε συμφωνηθεί με την ενάγουσα ότι θα συμψηφίζονταν με τους οφειλόμενους σ’ αυτήν ναύλους. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ούτε πλημμελής εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της ενάγουσας πλοιοκτήτριας ούτε συμφωνία μεταξύ των αντιδίκων περί συμψηφισμού της οφειλής των εναγόμενων μέσω καταβολών σε τρίτους, πλην των ως άνω αναφερόμενων. Το γεγονός ότι των επίδικων ναυλώσεων είχε προηγηθεί το από 26.6.2017 ναυλοσύμφωνο, με ναυλώτρια τη …, για τη χρονική περίοδο 15.7.2017 έως 22.7.2017, ναύλος ο οποίος ακυρώθηκε λόγω βλάβης στις μηχανές του σκάφους, δεν σημαίνει ότι αυτό ήταν σε κακή κατάσταση ή / και ότι δεν συντηρούνταν επαρκώς. Σημειώνεται δε ότι την επίδικη περίοδο το σκάφος έφερε όλα τα προβλεπόμενα ναυτιλιακά έγγραφα και πιστοποιητικά, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ… ειδικό έντυπο πληροφοριακών στοιχείων επαγγελματικού πλοίου αναψυχής της λιμενικής αρχής Πρέβεζας. Εξάλλου, από τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απέστελλε η Μ. Τ. προς τους εκπροσώπους της ενάγουσας κατά την αρχή της συνεργασίας τους προκύπτει έντονο ενδιαφέρον της για το συγκεκριμένο σκάφος, στο οποίο, ωστόσο, έπρεπε να λάβουν χώρα συγκεκριμένες εργασίες, σύμφωνα με τις προτάσεις της στο από 18.9.2017 e-mail, προκειμένου ν’ ανταποκρίνεται στα ισχύοντα πρότυπα για τα μηχανοκίνητα σκάφη. Σε συμμόρφωση με τις υποδείξεις της πράκτορα – εναγόμενης, η ενάγουσα, μεταξύ άλλων, αντικατέστησε τους ιστούς (κατάρτια – “masts”) στο σκάφος και αγόρασε καινούργια κλινοσκεπάσματα, με δικές της δαπάνες, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά έγγραφα που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως με την προσθήκη στις προτάσεις της. Επομένως, ο σχετικός ισχυρισμός, που συνιστά ένσταση εξόφλησης διά συμψηφισμού, όπως προεκτέθηκε, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν αυτών, η συνολική απαίτηση της ενάγουσας, κατά των εναγόμενων, για την παραπάνω αιτία, ανέρχεται στο ποσό των (161.459,16 – 127.585,4 =) 33.873,76 ευρώ, το οποίο οι τελευταίοι (εναγόμενοι) της οφείλουν, αφού το εισέπραξαν και δεν το απέδωσαν, ως είχε συμβατική υποχρέωση η πρώτη των εναγόμενων και, παράνομα, παρακράτησαν, ιδιοποιηθέντες αυτό οι δεύτερη και τρίτος (εναγόμενοι), ενεργούντες, ως άνω, με τις προαναφερθείσες ιδιότητες του ιδιοκτήτη (owner) και διευθυντή (manager) της πρώτης εναγόμενης, ως εντολοδόχοι και διαχειριστές ξένης περιουσίας, ως προς την είσπραξη για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης και απόδοση εκ μέρους της, δυνάμει της πρακτορικής σύμβασης. Ακολούθως, το αίτημα των εναγόμενων για επιβολή ποινής τάξεως είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ή η πληρεξούσια δικηγόρος της άσκησαν από δόλο προφανώς αβάσιμη αγωγή ή ότι διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών, της καλής πίστης και το καθήκον της αλήθειας. Για την επιβολή της ποινής απαιτείται εν γνώσει επιχείρηση των απαγορευμένων πράξεων και δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος και ακόμη περισσότερο η βαριά αμέλεια [ΑΠ 602/2016, ΕφΔωδ (Μον) 29/2021, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία σε συνδυασμό με την όλη δικονομική συμπεριφορά της ενάγουσας ως προς την άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν προκύπτει ότι αυτή ενήργησε παρελκυστικά ή κατά παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας ή των κανόνων των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης. Επομένως το σχετικό αίτημα των εναγόμενων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

Συνακόλουθα, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρον, στην ενάγουσα το προαναφερθέν χρηματικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων οχτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (33.873,76 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά το αίτημα περί κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιβράδυνση της εκτελέσεως είναι δυνατό να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και γι’ αυτό το σχετικό αίτημα πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο. Πρέπει δε ν’ απαγγελθεί σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης, που ενέχεται από αδικοπραξία, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης και μετά την τελεσιδικία της (άρθρα 1047 παρ. 1 και 2, 1049 παρ. 1 ΚΠολΔ), προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από την τελευταία, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγόμενων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα, ο καθένας εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των τριάντα τριών χιλιάδων οχτακοσίων εβδομήντα τριών ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (33.873,76 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ.

ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης προσωπική κράτηση διάρκειας δύο (2) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις …

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ