Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός  1673/2020

(Αριθ. καταθ. 5281/1166/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

————————————

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 30 Οκτωβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «….» που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου της …, ο οποίος διόρισε πληρεξούσιο δικηγόρο το Νικόλαο Μαχαιριώτη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Πελέκη.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-7-2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 5281/1166/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 14ης-9-2020, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η αιτούσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή παραδεκτώς συμπληρώθηκε και διορθώθηκε, στο ακροατήριο, ως προς τη βάση της (ΜΠρΛειβ 17/1994 Αρμ 1994.428, ΜΠρΧαλκ 654/1991 ΕλλΔνη 33.1629), ότι διατηρεί απαίτηση κατά της καθ’ ης, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία … σκάφους αναψυχής «…» (αριθμός νηολογίου …, ΔΔΣ ΖΗΒ02), που αφορά την καταβολή του υπολοίπου ποσού, ύψους 35.350 ευρώ, της εργολαβικής αμοιβής της από συμβάσεις έργου που συνήφθησαν ατύπως (προφορικώς), στις 19-6-2019 και 3-10-2019, μεταξύ αυτής και της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης, για την εκτέλεση των διαλαμβανόμενων στο δικόγραφο της κρινόμενης αιτήσεως εργασιών επί του προαναφερθέντος σκάφους. Σε επικουρική, εξάλλου, βάση και πέραν της συμβατικής ευθύνης της καθ’ ης, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι διατηρεί ισόποση απαίτηση κατά της τελευταίας και βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί, προς εξασφάλιση της απαίτησής της να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης και ιδίως του ανωτέρω πλοίου μέχρι του ποσού των 50.000 ευρώ. Τέλος, η αιτούσα ζητεί να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική της δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί , κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 683 παρ. 4 ΚΠολΔ, λόγω και του λιμένα, που ναυλοχεί το ένδικο πλοίο (βλ. και ΕφΠειρ 928/2007 ΔΕΕ 2008.1165, ΜΠρΚαβ 440/2011 ΕΝΔ 2011.189, ΜΠρΡοδ 44/2009 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 8280/2006 ΕΕμπΔ 2006.1017) σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 επ. του ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 7 και 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012). Σε κάθε δε περίπτωση η καθ’ ης δεν αντέλεξε και ως εκ τούτου θεωρείται ότι συναινεί σιωπηρά, κατ’ άρθρο 26 του ανωτέρω Κανονισμού, στην παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου (βλ. ΑΠ 1288/1994 ΔΕΕ 1995.215, ΕφΠειρ 342/1996 ΠειρΝ 2996.209). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987, ΕλλΔνη 29, 1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν, εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο και το ζήτημα της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης μεταξύ των διαδίκων. Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς τις ιστορούμενες από την αιτούσα συμβάσεις έργου και ελλείψει της επικλήσεως από την αιτούσα επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη του εφαρμοστέου δικαίου επί των ανωτέρω συμβάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) – που αντικατέστησε την κυρωθείσα στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» – το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 περ. β’ και 2 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του και ότι η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του, σε κάθε περίπτωση δε, σύμφωνα με το τεκμήριο του άρθρου 4 παρ. 4 του ως άνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι σε περίπτωση ελλείψεως συμφωνίας, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από όλες τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και εκτελέσθηκε και για το λόγο αυτό συνδέεται προς τις ένδικες συμβάσεις έργου στενότερα, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας όπου η αιτούσα εργολάβος (πάροχος υπηρεσιών), η οποία οφείλει και την χαρακτηριστική παροχή, έχει την έδρα του και β) ως προς τον ιστορούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό της καθ’ ης (επικουρική βάση), εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)». Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 340, 361, 681 επ. ΑΚ, εκτός της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί επικουρικώς το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι δεδομένου ότι η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Εν προκειμένω δε, η αιτούσα κατά τα προεκτεθέντα, στηρίζει την ένδικη (ασφαλιστέα) αξίωσή της σε συμβατική ευθύνη και δεν επικαλείται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Η καθ’ ης η αίτηση, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά την προφορική συζήτηση της ένδικης αίτησης, αρνείται αιτιολογημένα τα θεμελιωτικά της υπό κρίση αίτησης πραγματικά περιστατικά, μεταξύ των οποίων την κατεπείγουσα περίπτωση και τον επικείμενο κίνδυνο που δικαιολογούν τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, περαιτέρω δε με το σημείωμά της, που κατατέθηκε μέσα στην προθεσμία που χορήγησε το Δικαστήριο, προέβαλε: α) Ισχυρισμό περί εξοφλήσεως της αιτούσας (άρθρο 416 ΑΚ) δια της καταβολής σε αυτή ποσού 30.380 ευρώ και β) επικουρικώς προβληθέντα ισχυρισμό, όπως αυτός εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το παρόν Δικαστήριο, περί ελλείψεως ευθύνης αυτής, κατά το λοιπό ποσό της υπό διασφάλιση απαίτησης, από τις ένδικες συμβάσεις έργου (άρθρα 160, 211, 216, 217 και 229 του ΑΚ – ΕφΘεσ 129/2002 ΕπισκΕμπΔ 2002.256), διότι υπήρξε υπέρβαση του σχετικού προϋπολογισμού και υπερτιμολόγηση των σχετικών εργασιών, ενόψει και του γεγονότος ότι έχει ήδη καταβάλει, μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2019 (οπότε έπαυσε να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό), για το σκάφος της, το συνολικό ποσό των 2.100.000 ευρώ σε διάφορους εργολάβους, η δε ανωτέρω εταιρία ενεργώντας σε βάρος των συμφερόντων της καθ’ ης αποδέχθηκε την υπερτιμολόγηση των φερόμενων ως πραγματοποιηθεισών ένδικων εργασιών. Αμφότεροι όμως οι προαναφερθέντες ισχυρισμοί, οι οποίοι βάλλουν κατά της ουσιαστικής βασιμότητας της υπό διασφάλιση απαίτησης, απαραδέκτως προτείνονται από την καθ’ ης, το πρώτον, με το σημείωμά της, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκαν και προφορικώς στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της ένδικης αιτήσεως (ΜΠρΓρεβ 17/1994 ΑρχΝομ 1994.428, Ι. Χαμηλοθώρη Ασφαλιστικά Μέτρα, 2η έκδοση, σελ. 50 αριθ. 113).

Από την ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ανωμοτί εξέταση (άρθρο 415 ΚΠολΔ) του νομίμου εκπροσώπου της αιτούσας … και την ένορκη εξέταση του μάρτυρος της καθ’ ης … του …, καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκόμισαν, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα ομόρρυθμη εταιρία δραστηριοποιείται στον κλάδο των εργασιών επισκευής και συντήρηση πλοίων και θαλαμηγών, η δε καθ’ ης τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … σκάφους αναψυχής «…» (αριθμός νηολογίου …, ΔΔΣ ΖΗΒ02, κ.ο.χ. 603, κ.κ.χ. 180, ολικού μήκους 53,40 μέτρων, πλάτους 9 μέτρων και βυθίσματος 2,87 μέτρων). Στις αρχές του έτους 2019, η καθ’ ης ενδιαφέρθηκε να προβεί σε εργασίες επισκευής, αναβάθμισης και συντήρησης του προαναφερθέντος σκάφους της. Για το λόγο δε αυτό, το τελευταίο κατέπλευσε στις ναυπηγικές εγκαταστάσεις συγκεκριμένης επιχείρησης στο …. Ενόψει δε του γεγονότος ότι η καθ’ ης δεν είχε πραγματική έδρα στην Ελλάδα και οι νόμιμοι εκπρόσωποί της είναι κάτοικοι εξωτερικού, όπως συνομολογείται από αυτή και δεν αμφισβητείται από την αιτούσα, η πλοιοκτήτρια καθ’ ης ανέθεσε στην εταιρία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών στην κατασκευή και συντήρηση σκαφών με την επωνυμία «…» την επ’ αμοιβή πραγματοποίηση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για την επισκευή, συντήρηση και ανακαίνιση του σκάφους «…». Ειδικότερα, η καθ’ ης, στο πλαίσιο παροχής άτυπης (προφορικής) παροχής πληρεξουσιότητας (άρθρα 216 και 217 παρ. 2 ΑΚ), ανέθεσε στην ανωτέρω εταιρία να ανεύρει τα απαιτούμενα επισκευαστικά συνεργεία, να διαπραγματευτεί με αυτά τόσο τις εργασίες που θα έπρεπε αυτά να πραγματοποιήσουν όσο και τις δαπάνες πραγματοποίησης αυτών. Τόσο δε η επιλογή των συνεργείων όσο και οι συμφωνίες που θα πραγματοποιούνταν με αυτά, θα πραγματοποιούνταν από την εταιρία «…», η οποία είχε ουσιαστικά αναλάβει την τεχνική διαχείριση του υπό επισκευή σκάφους, στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης, η οποία θα προέβαινε στην εξόφληση των σχετικών δαπανών κατόπιν έγκρισης αυτών, ως προς το είδος αλλά και το κόστος τους, από την προαναφερθείσα διαχειρίστρια εταιρία. Κατά την έναρξη δε της ανωτέρω συνεργασίας, στις αρχές του Φεβρουαρίου του έτους 2019, μεταξύ των δυο εταιριών, η εταιρία «…» εμφάνισε στην καθ’ ης την από 8-2-2019 τεχνική έκθεσή της με αντικείμενο τον προϋπολογισμό για το κόστος των απαιτούμενων εργασιών, το οποίο κυμαινόταν μεταξύ 734.524,20 ευρώ και 788.962 ευρώ και το οποίο πιθανολογήθηκε ότι κατόπιν προσθήκης περαιτέρω απαιτούμενων εργασιών αναβάθμισης του σκάφους, οι οποίες συμφωνήθηκαν μεταξύ της πλοιοκτήτριας και των εργολάβων, υπερέβη το ποσό των 2.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, πιθανολογείται ότι οι εργασίες στο προαναφερθέν σκάφος ξεκίνησαν το Φεβρουάριο του ιδίου έτους, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο της ανωτέρω εταιρίας και στο πλαίσιο αυτό, η τελευταία κατήρτισε στις 19-6-2019 άτυπη σύμβαση έργου με την αιτούσα, κατόπιν αποστολής σχετικής προσφοράς από την αιτούσα και αποδοχής αυτής εκ μέρους της εταιρίας «…». Με την προαναφερθείσα σύμβαση, η εργολήπτρια αιτούσα ανέλαβε την υποχρέωση να πραγματοποιήσει τις κάτωθι εργασίες: α) Αναφορικά με το μηχανοστάσιο και τις σεντίνες: Αφαίρεση και απομάκρυνση των συμπαγών υλικών και των υγρών καταλοίπων από τις σεντίνες, καθαρισμό με χημικά μέσα (συσκευές πίεσης) και επανάληψη μέχρις ότου η επιφάνεια των σεντινών να καθαριστούν, τοπική απομάκρυνση σκουριάς όπου ήταν απαραίτητο και τοποθέτηση ενός στρώματος spot και δύο στρωμάτων επένδυσης (coat). β) Αναφορικά με τις κύριες μηχανές: Καθαρισμός των κυρίων μηχανών, στέγνωμα των μηχανών, προκαταρκτικές εργασίες για βαφή (masking και λείανση κ.λπ.), βαφή με δύο επιστρώσεις (top parts). γ) Αναφορικά με τον καθαρισμό του μηχανοστασίου, ξηρό καθαρισμό των επιφανειών οροφής, πλευρικών τοιχών, δικτύου, σωληνώσεων, λουστράρισμα μερών από ανοξείδωτο ατσάλι, καθαρισμό των πανελιών (panels) των δαπέδων. Το κόστος των ανωτέρω εργασιών, το οποίο είχε γίνει ήδη αποδεκτό από την εταιρία «…» κατά το στάδιο της υποβολής της σχετικής προσφοράς από την αιτούσα, ανερχόταν στο ποσό των 25.000 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), οι δε εργασίες πραγματοποιήθηκαν κανονικά και στο σύνολό τους από την αιτούσα, υπό την εποπτεία τόσο του νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω εταιρίας … όσο και του πλοιάρχου του σκάφους …, χωρίς να διατυπωθεί καμία επιφύλαξη εκ μέρους της πλοιοκτήτριας καθ’ ης ή της εταιρίας «…». Πέραν δε των ανωτέρω, η αιτούσα κατήρτισε στις 3-10-2019 με το ίδιο τρόπο, ήτοι κατόπιν αποστολής σχετικής προσφοράς από την αιτούσα και αποδοχής αυτής εκ μέρους της εταιρίας «…», έτερη σύμβαση έργου στο πλαίσιο στη οποίας πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές εργασίες σε σχέση με τις αρχικές και ειδικότερα: α) Καθαρισμός με αποσκωρία και χρωματισμός με εποξύ (epoxy – εποξικό στόκο) στρίτσου, β) καθαρισμός και αποσκορίωση της δεξαμενής (tank top), γ) καθαρισμός, αποσκωρίωση και χρωματισμός του τιμονακίου, δ) αφαίρεση παλαιών δαπέδων, ε) αποσκωρίωση και ευθυγράμμιση με εποξικό στόκο των δαπέδων των διαδρόμων – καμπίνων και κουζίνας. Και οι προαναφερθείσες εργασίες πραγματοποιήθηκαν κανονικά και στο σύνολό τους από την αιτούσα, υπό την εποπτεία τόσο του νομίμου εκπροσώπου της ανωτέρω εταιρίας … όσο και του πλοιάρχου του σκάφους …, χωρίς να διατυπωθεί καμία επιφύλαξη εκ μέρους της πλοιοκτήτριας καθ’ ης ή της εταιρίας «…», το δε κόστος αυτών, το οποίο είχε γίνει ήδη αποδεκτό από την εταιρία «…» κατά το στάδιο της υποβολής της σχετικής προσφοράς από την αιτούσα, ανερχόταν στο ποσό των 24.500 ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Πέραν δε των προαναφερθεισών εργασιών, η εταιρία «…» ενέκρινε και την προμήθεια βοηθητικών υλικών (ρολά χαρτονιών, νάιλον, ταινίες) για την προστασία του σκάφους κατά την διάρκεια των εργασιών, των οποίων το κόστος αγοράς ανήλθε στο ποσόν 850 ευρώ. Έναντι της ως άνω συνολικής δαπάνης των 50.350 ευρώ, η καθ’ ης κατέβαλε, όπως η ίδια η αιτούσα συνομολογεί στο κρινόμενο δικόγραφο, το ποσό των 15.000 ευρώ. Ενόψει των ανωτέρω, πιθανολογείται ότι η αιτούσα διατηρεί κατά της καθ’ ης συνολική απαίτηση ποσού 35.350 ευρώ. Η καθ’ ης αρνούμενη την ευθύνη της εκ των ένδικων συμβάσεων έργου επικαλείται αορίστως ότι η εταιρία «…» ουδέποτε υπήρξε αντιπρόσωπος αυτής κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησης των εργασιών επισκευής, συντήρησης και ανακαίνισης του σκάφους. Ως προς τον ανωτέρω αρνητικό της βάσεως της κρινόμενης αιτήσεως ισχυρισμό, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές, πιθανολογήθηκε, κατ’ αρχάς, η ύπαρξη σχέσεως αντιπροσώπευσης (άρθρο 211 επ. ΑΚ) μεταξύ της καθ’ ης και της διαχειρίστριας εταιρίας «…», απορριπτομένου του ισχυρισμού της καθ’ ης ότι η ως άνω εταιρία εκτελούσε απλώς χρέη επιβλέποντος των εργασιών (project manager) με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται η καθ’ ης για τις οφειλές, στο βαθμό που υπερέβαιναν τον προαναφερθέντα αρχικό προϋπολογισμό. Η ανωτέρω κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι η εταιρία «…», ήταν αυτή που είχε την αποκλειστική αρμοδιότητα να συνάπτει συμβάσεις έργου στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης πλοιοκτήτριας εταιρίας, ο νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας μετέβαινε στις ναυπηγικές εγκαταστάσεις απλώς για να επιθεωρεί την εξέλιξη των εργασιών που πραγματοποιούνταν. Στο σημείο δε αυτό επισημαίνεται ότι αν και εν τοις πράγμασι είχε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, λάβει χώρα υπέρβαση του προϋπολογισμού για την επισκευή, συντήρηση και ανακαίνιση του σκάφους, η αιτούσα κατέβαλε το υπερβάλλον (πέραν των 788.962 ευρώ) ποσό, κατόπιν υποβολής σε αυτή των σχετικών προσφορών των τεχνικών συνεργείων από την εταιρία «…», χωρίς να εναντιωθεί ή να ζητήσει τον έλεγχο των δαπανών, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2019, όποτε έπαυσε να καταβάλει αμοιβές στα συνεργεία για τις εργασίες που εκτελούσαν. Στο σημείο δε αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί εκτέλεσης και μη εξόφλησης των προαναφερθεισών εργασιών δεν μπορεί να αναιρεθεί από την κατάθεση του μάρτυρα της καθ’ ης, ο οποίος δεν παρείχε επαρκή και συγκριμένα στοιχεία για την έκταση των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν από την αιτούσα αλλά ούτε και για την πραγματική δαπάνη που αντιστοιχεί σε αυτές, δεδομένου ότι ίδιος δεν γνωρίζει, όπως κατέθεσε, ποιες ακριβώς εργασίες εκτελέστηκαν από την αιτούσα στο σκάφος της καθ’ ης, ούτε την έκτασή τους, όπως αναφέρει και στην συνταχθείσα με επιμέλεια της καθ’ ης από 30-10-2020 τεχνική έκθεσή του. Πιθανολογήθηκε περαιτέρω, ότι η καθ’ ης πέραν του ανωτέρω πλοίου, το οποίο εξ αντικειμένου εκτίθεται σε θαλάσσιους κινδύνους, δεν διαθέτει άλλη περιουσία, ενώ σε βάρος της διατηρούν απαιτήσεις και άλλοι εργολάβοι για αξιώσεις τους από συμβάσεις έργου που συνήψαν με αυτή, στο πλαίσιο εργασιών επισκευής, αναβάθμισης και συντήρησης του σκάφους της, οι οποίες φέρονται ότι έλαβαν χώρα στο … από το Φεβρουάριο μέχρι και το Νοέμβριο του έτους 2019, όπως η ίδια συνομολογεί. Ως εκ τούτου, πρέπει να διαταχθεί το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων της καθ’ ης μεταξύ των οποίων και του ενδίκου σκάφους προς εξασφάλιση της ένδικης απαίτησης της αιτούσας, για το ποσό των 50.000 ευρώ, ποσό στο οποίο πιθανολογείται ότι θα ανέλθει η απαίτηση αυτής (αιτούσας) μετά εξόδων και τόκων, έως αποκτήσεως υπ’ αυτής εκτελεστού τίτλου. Λαμβανομένων υπόψη του χρηματικού χαρακτήρα της ένδικης απαίτησης και του επαχθούς στοιχείου του λαμβανομένου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατασχέσεως, πρέπει να επιτραπεί στην καθ’ ης η αίτηση να αντικαταστήσει τη διατασσόμενη συντηρητική κατάσχεση με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας (άρθρο 692 παρ.1, 2, 3 και 704 του ΚΠολΔ).

Επομένως, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αιτούσας σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

  • ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
  • ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
  • ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης είτε ευρίσκεται στα χέρια τα δικά της είτε τρίτου, και ιδίως του υπό σημαία … σκάφους αναψυχής «…» (αριθμός νηολογίου …, ΔΔΣ ΖΗΒ02), πλοιοκτησίας της καθ’ ης, έως του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, συγχρόνως δε παρέχει στην καθ’ ης η αίτηση την ευχέρεια να ματαιώσει ή σε περίπτωση επιβολής της να αντικαταστήσει τη διατασσόμενη με την ανωτέρω διάταξη της παρούσας συντηρητική κατάσχεση, με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας, δια της καταθέσεως στο γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου εγγυητικής επιστολής Τράπεζας αξιόχρεης τράπεζας στην Ελλάδα υπέρ της αιτούσας, ποσού πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 9 Δεκεμβρίου 2020.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

(για τη δημοσίευση)