ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 1739 /2020
(Αριθ. καταθ. 8236/1807/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Νοεμβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΣΩΝ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … και διατηρεί νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στον …………., νομίμως εκπροσωπούμενηςχ, 2) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις …, εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω εταιρία «…», 3) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις …, εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω εταιρία «…» και 4) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις …, εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω εταιρία «…», οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεώργιου Παυλή.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, κατοίκου Κερατσινίου Αττικής, o οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Βασιλείας Μπαμπάσικα.
Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22-10-2020 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 8236/1807/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Αδικοπραξία, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αποτελεί και η παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος, που περιήλθε οπωσδήποτε στην κατοχή του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 901/2000 ΕλλΔνη 42.137). Κατά τη διάταξη αυτή, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης συνίσταται στην παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος που είναι κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος, η δε υποκειμενική στην ύπαρξη του δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), ανήκει δηλαδή κατά κυριότητα σε άλλον, έστω και άγνωστο στο δράστη και ότι κατέχει, καθώς και τη θέληση να ιδιοποιηθεί το πράγμα παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (ΑΠ 1829/1988 πχ 10.617). Ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάθεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαίτιου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αιτούσες ισχυρίζονται με την κρινόμενη αίτησή τους, ότι ο καθ’ ου είναι μέτοχος κατά ποσοστό 10% της πρώτης και κατά ποσοστό 33% των λοιπών εξ αυτών, τύγχανε δε, περαιτέρω, πρόεδρος και μέλος του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης των αιτουσών από συστάσεώς της και από τις 9-3-2016 αποτελεί πλέον μόνο μέλος αυτού, ενώ τυγχάνει και πρόεδρος και μέλος των τριμελών Διοικητικών Συμβουλίων των λοιπών αιτουσών, από συστάσεώς τους. Ότι ο καθ’ ου ενεργώντας, υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητές του και από κοινού με τα τέκνα του … και …, προέβη, σύμφωνα με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στην κρινόμενη αίτηση πραγματικά περιστατικά, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2010 έως 2016, σε υπεξαίρεση χρηματικών ποσών συνολικού ύψους 1.218.628,83 ευρώ από τους τραπεζικούς λογαριασμούς των αιτουσών εταιριών. Ότι εκ της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς, οι αιτούσες διατηρούν, σε επικουρική δε βάση και με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, απαιτήσεις κατά του καθ’ ου, ανερχόμενες για την πρώτη στο συνολικό ποσό των 610.941 ευρώ, για την δεύτερη στο συνολικό ποσό των 377.500 ευρώ για την τρίτη στο συνολικό ποσό των 111.318,81 ευρώ και για την τέταρτη εξ αυτών στο συνολικό ποσό των 118.869,02 ευρώ, σύμφωνα με τις διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση διακρίσεις. Επικαλούμενες δε επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητούν για την εξασφάλιση των ανωτέρω απαιτήσεών τους και μέχρι του χρηματικού ποσού των 700.000 ευρώ για την πρώτη, των 450.000 ευρώ για τη δεύτερη, των 150.000 ευρώ για την τρίτη και των 150.000 ευρώ για την τέταρτη εξ αυτών, να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου, ειδικότερα δε των με αριθμό τίτλου … ογδόντα επτά (87) μετοχών που ο ίδιος διατηρεί στην εδρεύουσα στις νήσους … εταιρία με την επωνυμία «….». Τέλος, οι αιτούσες ζητούν να καταδικαστεί ο καθ’ ου στη δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 683 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3 και παρ. 5 του ν.2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου. Συνακόλουθα, ενόψει της κατοικίας του καθ’ ου στην Ελλάδα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 – 703 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, 4 παρ. 1 και 35 του Κανονισμού της ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» – βλ. και ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4332/2011 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα ΕρμΚΠολΔ στο άρθρο 25 αρ. 3, Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ στο άρθρο 25 αρ. 9). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης (ΕφΑθ 5009/1987, ΕλλΔνη 29.1218), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), το δικονομικό δίκαιο δηλαδή της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012.418, ΕφΑθ 5419/2007 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, αριθ. 1, σ. 1323), το οποίο εν προκειμένω καθορίζει, εκτός άλλων, το ορισμένο της αίτησης, τα είδη των προσωρινών μέτρων που μπορεί να ληφθούν και εάν το ζητούμενο αποτελεί πράγματι ασφαλιστικό μέτρο. Βάσει δε των ανωτέρω παραδοχών, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη, περιέχουσα έστω τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων πιθανολογείται το δικαίωμα για την εξασφάλιση του οποίου ζητούνται τα ασφαλιστικά μέτρα, όπως επίσης και ο επικείμενος κίνδυνος (πρβλ. ΜΠρΑθ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠρΑθ 29396/1995 Δ 27.644 – Κράνη σε ΕρμΚΠολΔ II, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 686, αριθ. 10, σ. 1339 και Βαφειάδου σε Ασφαλιστικά Μέτρα Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, εκδ. 2000, αριθ. 94, ο. 65), απορριπτομένου του ισχυρισμού του καθ’ ου περί αοριστίας της κρινόμενης αιτήσεως. Ομοίως δε απορριπτέος τυγχάνει και ο περί απαραδέκτου της κρινόμενης αίτησης ισχυρισμός του καθ’ ου, δεδομένου ότι για την άσκηση της τελευταίας έχουν προηγουμένως ληφθεί αντίστοιχες αποφάσεις (κατά πλειοψηφία) των τριμελών διοικητικών συμβουλίων των αιτουσών και ειδικότερα για μεν την πρώτη σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ παρ. 1 και 8 του Εσωτερικού Κανονισμού αυτής, για δε τις λοιπές εξ αυτών σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ παρ. 1, 8 και 9 του Εσωτερικού Κανονισμού αυτών. Επισημαίνεται δε ότι σύμφωνα με το δίκαιο της Λιβερίας (Νόμος περί Εμπορικών Εταιριών του 1976, που περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 5 του Αναθεωρημένου Κώδικα Νόμων της Λιβερίας του 1976), το οποίο διέπει τη σύσταση και λειτουργία της πρώτης αιτούσας αλλά και το δίκαιο των Νήσων … (Νόμος περί Εμπορικών Εταιρειών του 1990, που περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 52 του Αναθεωρημένου Κώδικα των Νήσων … του 2014), το οποίο διέπει τη σύσταση και λειτουργία των λοιπών αιτουσών, όπως έγινε δεκτό και με την υπ’ αριθ. 2610/2019 (μη οριστική) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε επί της τακτικής αγωγής των αιτουσών για τις ένδικες απαιτήσεις τους κατά του καθ’ ου και των τέκνων του, δεν απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για την άσκηση αγωγής της εταιρίας κατά μέλους της διοικήσεώς της, ούτε ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου για την άσκηση αυτής, ενώ η σχετική αρμοδιότητα ανήκει, σε αμφότερα τα προαναφερθέντα δίκαια, στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, σύμφωνα με τις αρμοδιότητες που παρέχονται σε αυτό βάσει του Εσωτερικού Κανονισμού εκάστης εταιρίας (βλ. σχετ. και την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τις αιτούσες υπ’ αριθ. πρωτ. 534/27-12-2019 Νομική Πληροφορία από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου). Ως προς δε το εφαρμοστέο δίκαιο επί των εννόμων σχέσεων οι οποίες στηρίζουν τη λήψη των αιτούμενων ασφαλιστικών μέτρων, επισημαίνεται ότι: α) Ως προς την ιστορούμενη από τις αιτούσες αδικοπραξία του καθ’ ου, εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», δεδομένου ότι η επικαλούμενη από τις αιτούσες ζημία τους επήλθε στην Ελλάδα, όπου αυτές διατηρούν την πραγματική έδρα τους και δόθηκαν οι εντολές εκ μέρους του καθ’ ου και των τέκνων του για μεταφορές ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς των αιτουσών σε τρίτα πρόσωπα, πραγματοποιήθηκαν δε και σχετικές χρηματικές καταβολές και β) ως προς τον ιστορούμενο αδικαιολόγητο πλουτισμό του καθ’ ου (επικουρική βάση), εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει επίσης το ελληνικό, με βάση τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού, δεδομένου ότι η αδικοπρακτική ευθύνη του καθ’ ου, διέπεται σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές, από το ελληνικό δίκαιο. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 682, 706, 707 επ. και 176 του ΚΠολΔ, σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 926 ΑΚ, 375 παρ. 2-1 ΠΚ, εκτός της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, στην οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί επικουρικώς το αίτημα λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι η αξίωση εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και ασκείται μόνο αν ελλείπουν οι προϋποθέσεις ασκήσεως αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία. Εν προκειμένω δε, οι αιτούσες κατά τα προεκτεθέντα, στηρίζουν την ένδικη (ασφαλιστέα) αξίωσή τους σε ευθύνη εξ αδικοπραξίας και δεν επικαλούνται περιστατικά διαφορετικά προς στήριξη της βάσεως του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 531/1994 ΕλλΔνη 37.81, ΑΠ 1369/1993 ΕλλΔνη 36.304, ΑΠ 1567/1983 ΝοΒ 32.1534). Ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Από την επ’ ακροατηρίω ανωμοτί εξέταση (άρθρο 415 παρ. 3 ΚΠολΔ) του …, Διευθυντή των αιτουσών και μέλους του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου εκάστης εξ αυτών και την επ’ ακροατηρίω ένορκη κατάθεση του μάρτυρος του καθ’ ου … καθώς και από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, συμπεριλαμβανομένων των υπ’ αριθ. … και … ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά που ελήφθησαν με επιμέλεια των αιτουσών και των υπ’ αριθ. … ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά Κυριακής Λαουλάκου, οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια του καθ’ ου, στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ αυτών και συγκεκριμένα στην κύρια διαγνωστική δίκη για τις διασφαλιζόμενες απαιτήσεις των αιτουσών, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 2610/2019 (μη οριστική) απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα δίκη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 49/1997 Δίκη 1997.470, ΑΠ 693/1997 ΕλλΔνη 1998.1991) καθώς και των συνταχθέντων στην αγγλική γλώσσα εγγράφων που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως, τα οποία δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση, πλην όμως στην παρούσα διαδικασία λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1627/2010, ΕλλΔνη 2011.432, ΑΠ 1462/1996 ΕλλΔνη 38.544), πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη των αιτουσών έχει συσταθεί κατά το νόμο της Λιβερίας και διατηρεί νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα (α.ν. 378/1968 και ν. 27/1975, 814/1978, 2234/1994, 3752/2009 και 4150/2013), σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1241.2758/23055/1995 και 3122.1/2758/16/23055/2005 Κοινές Αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 8/ΤΑΠΣ/06.02.1995 και 155/ΤΑΠΣ/02.08.2005). Η ανωτέρω εταιρία έχει ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη διαχείριση, εκμετάλλευση και ναύλωση πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητας, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες. Περαιτέρω, οι λοιπές, εδρεύουσες καταστατικώς στις νήσους … αιτούσες, τύγχαναν στο παρελθόν ιδιοκτήτριες πλοίων τα οποία διαχειριζόταν η πρώτη των αιτουσών, η οποία πλέον διαχειρίζεται μόνο το υπό σημαία … πλοίο «…» (ΙΜΟ 9359923), πλοιοκτησίας της εδρεύουσας στις νήσους … εταιρίας «…». Όλες δε οι προαναφερθείσες εταιρίες (συμπεριλαμβανομένης και της ως άνω πλοιοκτήτριας) ανήκουν στα οικονομικά και επιχειρηματικά συμφέροντα του …, του … και του καθ’ ου, οι οποίοι υπήρξαν και ιδρυτές αυτών. Ειδικότερα, τα ανωτέρω πρόσωπα υπήρξαν οι αρχικοί μέτοχοι των αιτουσών, ειδικότερα δε στην πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εξ αυτών ο καθ’ ου κατά ποσοστό 33%, ο … κατά ποσοστό 33% και ο …, κατά ποσοστό 34%, ενώ στην τρίτη των αιτουσών, ο καθ’ ου κατά ποσοστό 33%, ο …, κατά ποσοστό 34% και ο …, κατά ποσοστό 33%. Επισημαίνεται ότι η προαναφερθείσα μετοχική σύνθεση των αιτουσών δεν έχει μεταβληθεί από τη σύστασή τους, πλην της περιπτώσεως της πρώτης των αιτουσών, στην οποία ο καθ’ ου έχει μεταβιβάσει, στις 9-8-2016, τμήμα των μετοχών του, με αποτέλεσμα ο καθ’ ου να τυγχάνει μέτοχος σε ποσοστό 6%, η θυγατέρα του … σε ποσοστό 17% και ο υιός του … σε ποσοστό 10%, ενώ οι λοιποί μέτοχοι διατηρούν τα ίδια ως άνω ποσοστά. Όλες δε οι προαναφερθείσες εταιρίες ιδρύθηκαν από τον καθ’ ου και τους προαναφερθέντες δυο μετόχους, στο πλαίσιο δεσμών φιλίας και εμπιστοσύνης, οι οποίοι είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, ήδη από το έτος 1980. Στο ίδιο δε πλαίσιο λειτούργησαν και οι προαναφερθείσες εταιρίες μετά την ίδρυσή τους, τη δεκαετία του 1990, με τους μετόχους να έχουν ουσιαστική και καθημερινή ανάμειξη στη διοίκηση των εταιριών, καταλαμβάνοντας σχετικά αξιώματα σε αυτές αλλά και τα τέκνα αυτών να ασχολούνται με τις εταιρικές υποθέσεις. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό των αιτουσών, τη διοίκηση και διαχείριση αυτών ασκεί το διοικητικό συμβούλιο, οι αποφάσεις του οποίου, λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, ενώ δυνάμει πανομοιότυπου όρου στους εσωτερικούς κανονισμούς όλων των αιτουσών, ο Πρόεδρος θα είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας και έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνδέονται συνήθως με το αξίωμα του Προέδρου και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες, θα εκτελεί δε όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το διοικητικό συμβούλιο. Ταυτόχρονα τα μέλη – διευθυντές του διοικητικού συμβουλίου των εταιριών, φέρουν, για τη μεν πρώτη αιτούσα τα αξιώματα του προέδρου, ταμία, γραμματέα, για τις δε δεύτερη, τρίτη και τέταρτη εξ αυτών τα αξιώματα του προέδρου, αντιπροέδρου, γραμματέα – ταμία. Με βάση δε τα ανωτέρω, Διευθυντές και μέλη των διοικητικών συμβουλίων των αιτουσών, από τη σύσταση τους, είναι οι ως άνω μέτοχοι, οι οποίοι αποτελούν το τριμελές διοικητικό συμβούλιο εκάστης εξ αυτών, με εξαίρεση την πρώτη αιτούσα, της οποίας οι ως άνω μέτοχοι αποτέλεσαν το τριμελές διοικητικό συμβούλιο αυτής από τις 3-3-2016, δυνάμει σχετικής απόφασης της γενικής συνελεύσεως των μετόχων της, ενώ μέχρι τότε το τριμελές διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω αιτούσας αποτελείτο από τους …, τον καθ’ ου και τον …. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ως προς την πρώτη των αιτουσών, από τη σύσταση της μέχρι τις 9-3-2016, ο καθ’ ου έφερε την ιδιότητα του προέδρου, ο … την ιδιότητα του ταμία και ο …, μέχρι τις 3-3-2016, την ιδιότητα του γραμματέα του διοικητικού συμβουλίου της. Ήδη δε, δυνάμει γενικής συνέλευσης η οποία έλαβε χώρα στις 3-3-2016, αποφασίστηκε η αντικατάσταση του καθ’ ου από μέλος του διοικητικού συμβουλίου της με τον εκ των μετόχων αυτής … και εν συνεχεία στις 9-3-2016, κατά τη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αιτούσας σε σώμα, εξελέγη ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής ο … και ο καθ’ ου παρέμεινε μέλος (Director) αυτού. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούσες διοικούνταν ουσιαστικά από τα ανωτέρω πρόσωπα, με βάσει αποφάσεις που λάμβαναν από κοινού και σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς των αιτουσών, για τη δε λήψη αποφάσεων που αφορούσαν εταιρικά οικονομικά θέματα απαιτούνταν προηγούμενη συναίνεση όλων των μετόχων και απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Στις αποφάσεις δε αυτές συμπεριλαμβάνονται τόσο η διανομή των μερισμάτων, όσο και η πραγματοποίηση διαφόρων δαπανών, κατόπιν προηγούμενης συμφωνίας των μετόχων – Διευθυντών, στο όνομα και για λογαριασμό τόσο αυτών όσο και των τέκνων τους, τα οποία, κατά τα προαναφερθέντα, ασχολούνταν με τις εταιρικές υποθέσεις. Ειδικότερα δε, αναφορικά με τα τέκνα του καθ’ ου, ο υιός αυτού … διετέλεσε νόμιμος εκπρόσωπος του νόμιμα εγκατεστημένου γραφείου της πρώτης αιτούσας από 29-12-1994 μέχρι 23-5-2016 και μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής από 16-5-1994 μέχρι 3-3-2016, η δε θυγατέρα του διετέλεσε οικονομική διευθύντρια και διευθύντρια πληρωμάτων της πρώτης εξ ημών από το έτος 2005 μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2016, οπότε και υπέβαλε την παραίτηση της. Παρά όμως τις ανωτέρω καταστατικές προβλέψεις, ο καθ’ ου εκμεταλλευόμενος αφενός τις προαναφερθείσες σχέσεις εμπιστοσύνης που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των μετόχων – Διευθυντών, την ιδιότητά του ως Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά και το γεγονός ότι μέσω της κόρης του είχε ουσιαστικά άμεση πρόσβαση στις οικονομικές καταστάσεις των εταιριών, προέβη, κατόπιν συνεννόησης με τα τέκνα του, σε περιουσιακές διαθέσεις επ’ ωφελεία αυτού και των τέκνων του, ιδιοποιούμενος διάφορα χρηματικά ποσά, χωρίς την ύπαρξη προηγούμενης απόφασης του τριμελούς Διοικητικού Συμβουλίου εκάστης αιτούσας ή έστω σχετικής έγκρισης από αυτό, με αποτέλεσμα την πρόκληση ισόποσης ζημία σε έκαστη των αιτουσών. Η ανωτέρω δε ζημία διαπιστώθηκε στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου που πραγματοποιήθηκε μετά το Μάρτιο του 2016 στις αιτούσες εταιρίες, με πρωτοβουλία των μετόχων αυτών … και … και μετά τις προαναφερθείσες αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στο διοικητικό συμβούλιο της πρώτης αιτούσας. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι το Φεβρουάριο του 2017 ο καθ’ ου και ο υιός του …, ο οποίος σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ήταν, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης αιτούσας, αγόρασαν πέντε (5) επιβατικής χρήσεως πολυτελή οχήματα συνολικής αξίας 286.935 ευρώ από την εταιρία με την επωνυμία «…», με χρήματα που ανέλαβαν από το ταμείο της ανωτέρω εταιρίας, ειδικότερα δε αγόρασαν, στις 6-11-2013, το όχημα υπ’ αριθ. κυκλ. …, μάρκας «BMW 125i», αντί τιμήματος 40.195 ευρώ, στις 26-9-2014, το υπ’ αριθ. κυκλ. … όχημα, μάρκας «Mini Cooper S», αντί τιμήματος 37.235, στις 29-9-2014, το υπ’ αριθ. κυκλ. . όχημα, μάρκας «Mini Cooper D», αντί τιμήματος 34.375 ευρώ, στις 19-12-2014, το υπ’ αριθ. κυκλ. … όχημα, μάρκας «Mini Cooper D», αντί τιμήματος 26.000 ευρώ και στις 3-3-2015, το υπ’ αριθ. κυκλ. …, μάρκας «BMW Μ4 F82», αντί τιμήματος 149.130. Άπαντα τα προαναφερθέντα οχήματα αγοράστηκαν τυπικά στο όνομα της πρώτης των αιτουσών, ουσιαστικά όμως για λογαριασμό του καθ’ ου και του υιού του …, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον καθ’ ου, δεδομένου ότι οι σχετικές αγορές δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της ως άνω αιτούσας, η οποία ήταν αμιγώς ναυτιλιακή εταιρία, όπως άλλωστε και οι λοιπές αιτούσες. Τα προαναφερθέντα δε οχήματα μεταπωλήθηκαν από τον καθ’ ου και τον υιό του σε τρίτους, ειδικότερα δε το υπ’ αριθ. κυκλ. …, επαναπωλήθηκε, στις 30-3-2015, στην εταιρία «…» αντί τιμήματος 20.600 ευρώ και το υπ’ αριθ. κυκλ. … όχημα επαναπωλήθηκε, στις 24-3-2016, στην ίδια ως άνω εταιρία αντί τιμήματος ύψους 95.000 ευρώ. Για την επαναγορά των ανωτέρω δυο οχημάτων, η εταιρία «…» εξέδωσε τις από 21-1-2016 και 11-3-2016 δίγραμμες επιταγές της τράπεζας «….» σε διαταγή της πρώτης αιτούσας για τα ποσά των 20.600 ευρώ και 95.000 ευρώ αντιστοίχως και τα οποία αφορούσαν το ως άνω τίμημα επαναπώλησης για αμφότερα τα ανωτέρω οχήματα. Τα ποσά των συγκεκριμένων επιταγών εισπράχθηκαν μέσω τράπεζας «…» από τον υιό του καθ’ ου και όχι από την αιτούσα (βλ. την από 20-2-2017 επιστολή της τράπεζας «…»). Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι το τίμημα από τις προαναφερθείσες πωλήσεις των οχημάτων σε τρίτους, κατατέθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης των αιτουσών, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο καθ’ ου και ο υιός του εισέπραξαν για λογαριασμό τους τα σχετικά ποσά. Ο καθ’ ου αρνούμενος την ένδικη αίτηση ισχυρίζεται ότι ως εταιρική πρακτική είχε καθιερωθεί, κατόπιν κοινής αποδοχής όλων των μετόχων, η καταβολή σε τρίτους διαφόρων ποσών για την εξόφληση παροχής υπηρεσιών στους μετόχους και τα τέκνα τους ή αγοράς αγαθών από αυτούς (όπως η αγορά οχημάτων για προσωπική χρήση, η πραγματοποίηση ταξιδιών κλπ.), τα οποία (ποσά) ουσιαστικά αποτελούσαν καταβολή μερίσματος καθώς και ότι όλα τα φερόμενα στην κρινόμενη αίτηση ως υπεξαιρεθέντα ποσά, αντιστοιχούν σε καταβολές που πραγματοποιήθηκαν για την κάλυψη αξιώσεων καταβολής μερίσματος. Όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν πιθανολογήθηκε ότι η κάλυψη οφειλών προς τρίτους αποτελούσε παγιωμένη πρακτική στην καθημερινή λειτουργία της εταιρίας, πολύ δε περισσότερο ότι οι άλλοι δυο μέτοχοι είχαν ενημερωθεί για τις συγκριμένες καταβολές από τα ταμεία των αιτουσών εταιριών και ότι είχαν συναινέσει σε αυτές ή έστω ότι τις είχαν (εκ των υστέρων) εγκρίνει. Εξάλλου, ο σχετικός ισχυρισμός δεν συνοδεύεται από έγγραφα ή άλλα παραστατικά από τα οποία να προκύπτει το συγκεκριμένο ποσό της αξίωσης που είχε ο καθ’ ου για την καταβολή μερίσματος καθώς και η αφαίρεση των ποσών τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά των προαναφερθέντων οχημάτων έναντι του οφειλομένου μερίσματος. Το γεγονός ότι οι καταβολές προς τρίτους που αφορούν τον καθ’ ου έχουν καταχωρηθεί σε καρτέλες που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αυτού τηρούνταν στο λογιστήριο της εταιρίας χωριστά για κάθε μέτοχο – Διευθυντή και τα μέλη της οικογενείας του, προκειμένου να αποτυπώνονται τα ποσά που καταβάλλονταν δε τρίτους έναντι καταβολής μερίσματος, δεν μπορεί να οδηγήσει το παρόν Δικαστήριο σε κρίση περί της ύπαρξης συγκεκριμένης συμφωνίας για την χρησιμοποίηση των ένδικων καταβολών έναντι μερίσματος. Και τούτο διότι πέραν της μη πιθανολογηθείσας γνώσης των καταβολών από τα λοιπά μέλη των διοικητικών συμβουλίων, όπως προαναφέρθηκε, οι συγκεκριμένες καρτέλες αποτελούν άτυπες καταστάσεις – λογιστικές καρτέλες, οι οποίες φέρονται ότι εξήχθησαν από τα αρχεία των αιτουσών, προσκομίζονται από τον ίδιο τον καθ’ ου και τυγχάνουν ανυπόγραφες. Πέραν δε των ανωτέρω, ο καθ’ ου επικαλείται αντιλογισμό αναφορικά με την αγορά του υπ’ αριθ. κυκλ. … οχήματος μάρκας «Mini Cooper S», χωρίς όμως να δικαιολογεί ούτε να επεξηγεί για ποιο λόγο, παρά το γεγονός ότι ο αντιλογισμός συνιστά λογιστική πράξη, το συγκεκριμένο όχημα εμφανίζεται στο μητρώο του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών να έχει επαναμεταβιβαστεί, στις 26-9-2014, από την πρώτη αιτούσα στην εταιρία «…» και αυθημερόν σε τρίτο πρόσωπο ονόματι …. Ομοίως δε, ο καθ’ ου δεν εξειδικεύει και τον ισχυρισμός του περί λογιστικής ωφέλειας που θα είχε η ως άνω αιτούσα από την εμφάνισή της ως αγοράστρια των υπ’ αριθ. κυκλ. … και … οχημάτων, αλλά ούτε και ότι οι λοιποί διευθυντές τελούσαν σε γνώση της συγκεκριμένης ωφέλειας. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι καθ’ ου αγόρασε, στις 12-10-2013, ένα πολυτελές αγωνιστικό αυτοκίνητο τύπου McLaren, από την εδρεύουσα στη Γερμανία εταιρία με την επωνυμία «…», αντί τιμήματος ευρώ 277.500 ευρώ. Και η προαναφερθείσα αγορά πραγματοποιήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό τυπικά της πρώτης αιτούσας, όπως συνάγεται από το από 12-10-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό, πλην όμως η σχετική αγορά πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά προς όφελος του ιδίου του καθ’ ου, ο οποίος θα το εκμεταλλευόταν εμπορικά. Η καταβολή δε του ανωτέρω τιμήματος πραγματοποιήθηκε με τρεις εντολές πληρωμής προς την ως άνω τράπεζα «…» (ποσό 209.500 ευρώ στις 30-10-2013, ποσό 42.000 ευρώ στις 13-11-2013 και ποσό 26.000 ευρώ στις 22-5-2014), στην οποία τηρεί λογαριασμό η πρώτη αιτούσα, τις οποίες υπέγραψε ο καθ’ ου. Και η συγκεκριμένη, εξάλλου, αγορά ουδεμία σχέση είχε με το επιχειρηματικό αντικείμενο της πρώτης αιτούσας, ουδέποτε δε ζητήθηκε γι’ αυτή η συναίνεση των λοιπών μετόχων – Διευθυντών της τελευταίας, αντιθέτως έγινε προσπάθεια από τον καθ’ ου για τη συγκάλυψή της, όπως συνάγεται από το γεγονός ότι και στις τρεις προαναφερθείσες εντολές πληρωμής αναγράφηκε, εκ μέρους του καθ’ ου, ως αιτιολογία «προκαταβολή για ανταλλακτικά», προκειμένου να μην γίνει αντιληπτό το αντικείμενο της σχετικής αγοράς από τους λοιπούς Διευθυντές. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου αγόρασε δύο επιβατικής χρήσεως πολυτελή οχήματα και μία τετράτροχη μηχανή ΑTV (τύπου «γουρούνα»), αντί τιμήματος 47.600 ευρώ. Ειδικότερα, οι ανωτέρω αγορές πραγματοποιήθηκαν τυπικά στο όνομα της τρίτης αιτούσας, ουσιαστικά όμως για λογαριασμό του ιδίου του καθ’ ου και των τέκνων του, χωρίς την ύπαρξη προηγούμενης συμφωνίας και των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τελευταίας. Για το λόγο δε αυτό, στις 4-10-2010 καταβλήθηκε στην εταιρία με την επωνυμία «…» ποσό 20.550 ευρώ για την αγορά ενός οχήματος μάρκας «Volkswagen» και τύπου «Polo» που ο καθ’ ου το μεταβίβασε στον υιό του, στις 12-5-2011 καταβλήθηκε στην εταιρία με την επωνυμία «…» ποσό 7.150 ευρώ, για την αγορά της προαναφερθείσας τετράτροχης μηχανής ATV και στις 12-5-2011 καταβλήθηκε στην εταιρία με την επωνυμία «…» ποσό 19.900 ευρώ για την αγορά ενός αυτοκινήτου μάρκας «Smart» και τύπου «Brabus», που ο καθ’ ου το μεταβίβασε στην κόρη του. Περαιτέρω, ο καθ’ ου προέβη, στις 12-1-2010, στην καταβολή ποσού 7.300 ευρώ, στις 02-2-2010 ευρώ στην καταβολή ποσού 7.250 ευρώ και στις 30-6-2020 στην καταβολή ποσού 5.100 προς την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…». Οι καταβολές αυτές, ευρισκόμενες εκτός του εταιρικού σκοπού της πρώτης των αιτουσών, πραγματοποιήθηκαν άνευ οιασδήποτε συμφωνίας ή γνώσης εκ μέρους των λοιπών μελών του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω αιτούσας και από τραπεζικούς λογαριασμούς αυτής στις τράπεζες «…» και «…». Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τρίτης αιτούσας προέβη σε καταβολές προς τρίτα πρόσωπα από λογαριασμό της τελευταίας, που τηρούνταν στην Τράπεζα «….» και ειδικότερα στις 3-9-2011 στην καταβολή, δια τραπεζικής επιταγής, ποσού 10.000 ευρώ σε πρόσωπο ονόματι … και στις 2-1-2012 στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στο ίδιο ως άνω πρόσωπο, στις 19-6-2012, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ σε πρόσωπο ονόματι …, στις 3-10-2012, στην καταβολή ποσού 3.700 ευρώ στην εταιρία με την επωνυμία «…», στις 15-1-2013 στην καταβολή ποσού 5.500 ευρώ στην προαναφερθείσα … και την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία, στην καταβολή ποσού 5.500 ευρώ στον προαναφερθέντα …. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τέταρτης αιτούσας προέβη σε καταβολές προς τρίτα πρόσωπα από λογαριασμό της ως τελευταίας που τηρούνταν στην Τράπεζα «….» και ειδικότερα στις 20-9-2011, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στον …, στις 20-9-2011, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στην …, στις 20-12-2011, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στην δικαιούχο …, και στην ίδια ως άνω ημεροχρονολογία στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στον …. Εξάλλου, ο καθ’ ου επίσης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης αιτούσας προέβη σε καταβολές προς τρίτα πρόσωπα από λογαριασμό της ως τελευταίας που τηρούνταν στην Τράπεζα «….» και ειδικότερα στις 17-4-2012, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ προς τον … και στις 17-5-2012, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στο ίδιο ως άνω πρόσωπο, από τους τηρούμενους λογαριασμούς της πρώτης αιτούσας στην τράπεζα «….», ο καθ’ ου προέβη στις 20-2-2012, στην καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στο ίδιο ως άνω πρόσωπο, στις 20-2-2012, σε καταβολή ποσού 4.900 ευρώ στην … και στις 24-12-2012, στην καταβολή, δια επιταγής, ποσού 13.000 ευρώ στην θυγατέρα του …. Όλες οι προαναφερθείσες συναλλαγές που αφορούν τον …, την …, την … και την εταιρία με την επωνυμία «…», καλύπτουν επιχειρηματικές δραστηριότητες του καθ’ ου και των μελών της οικογενείας του, που δεν αφορούν τη λειτουργία των ως άνω αιτουσών, όπως συνομολογείται από τον τελευταίο, πλην όμως πραγματοποιήθηκαν από τους λογαριασμούς των τελευταίων, χωρίς να προηγηθεί απόφαση του τριμελούς διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου επίσης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τρίτης των αιτουσών προέβη σε καταβολές προς τρίτα πρόσωπα από λογαριασμό της τελευταίας που τηρούνταν στην Τράπεζα «….» και ειδικότερα στις 7-8-2012, στην καταβολή ποσού 12.000 ευρώ, στις 30-11-2012, στην καταβολή ποσού 6.500 ευρώ και στις 26-9-2013, στην καταβολή ποσού 3.600 ευρώ στην εδρεύουσα στην Κίνα εταιρία με την επωνυμία «…». Εξάλλου, ο καθ’ ου επίσης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τέταρτης των αιτουσών αιτούσας προέβη σε καταβολές προς τρίτα πρόσωπα από λογαριασμό της ως τελευταίας που τηρούνταν στην Τράπεζα «….» και ειδικότερα στις 28-1-2010, στην καταβολή ποσού 1.090 ευρώ στην εδρεύουσα στην Κίνα εταιρία με την επωνυμία «…», για την αγορά ιατρικού εξοπλισμού, ενώ στις 10-11-2020, υπό τις ίδιες ως άνω συνθήκες, κατέβαλε από λογαριασμό που τηρεί η τρίτη αιτούσα στην εταιρία τράπεζα με την επωνυμία …., το ποσό των 10.600 ευρώ σε πρόσωπο ονόματι …. Περαιτέρω, ο καθ’ ου επίσης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τρίτης και τέταρτης των αιτουσών αιτούσας προέβη σε καταβολές προς τρίτα πρόσωπα από λογαριασμό των τελευταίων που τηρούνταν στην Τράπεζα «….» και ειδικότερα στις 18-11-2011, στην καταβολή ποσού 1.502,81 ευρώ και στις 19-6-2012 στην καταβολή ποσού 5.116 ευρώ, στην εταιρία με την επωνυμία «…», ενώ στις 1-12-2012 κατέβαλε ποσό 60.000 ευρώ στην εδρεύουσα στην Λευκωσία της Κύπρου εταιρία με την επωνυμία «…». Εξάλλου, ο καθ’ ου χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συμφωνία των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της τέταρτης των αιτουσών προέβη, στις 18-8-2010 και στις 27-9-2010, στην καταβολή από τραπεζικό λογαριασμό των τελευταίων που τηρούνταν στην Τράπεζα «….», ποσού 3 672 ευρώ, στην εδρεύουσα στην Αθήνα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «….», που διατηρεί ταξιδιωτικό γραφείο με το όνομα «…», για αγορά αεροπορικών εισιτηρίων που εκδόθηκαν στα ονόματα …, …, …, …, … και αφορούσαν ταξίδια που πραγματοποίησαν τα ανωτέρω πρόσωπα. Περαιτέρω, ο καθ’ ου πραγματοποίησε μέσω των τραπεζικών λογαριασμών της τέταρτης εξ ημών στην τράπεζα «….», δυο καταβολές σε λογαριασμό προσώπου ονόματι … και ειδικότερα στις 27-7-2011 κατέβαλε ποσό 17.142,86 ευρώ και στις 3-8-2011 κατέβαλε ποσό 17.364,16 ευρώ. Πιθανολογείται περαιτέρω, ότι ο καθ’ ου, άνευ αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης αιτούσας προέβη στην καταβολή ποσού 100.000 ευρώ από τον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε η τελευταία στην τράπεζα «…», σε τραπεζικό λογαριασμό προσώπου ονόματι …. Τέλος, ο καθ’ ου πιθανολογείται ότι, άνευ οιασδήποτε αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης αιτούσας, προέβη σε σειρά χρηματικών καταβολών για την αγορά αεροπορικών εισιτηρίων από την ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία διατηρεί ταξιδιωτικό γραφείο με την ονομασία «…» καθώς και τη διαμονή των μελών της οικογενείας του και φιλικών τους προσώπων σε διάφορους διεθνείς προορισμούς, για σκοπούς που δεν πιθανολογείται ότι αφορούσαν τη λειτουργία της πρώτης αιτούσας, η δε συνολική δαπάνη ανήλθε στο ποσό των 261.656 ευρώ και ειδικότερα κατά το έτος 2011 στο ποσό των 39.202 ευρώ, κατά το έτος 2012 στο ποσό των 83.711 ευρώ, κατά το έτος 2013 στο ποσό των 46.074 ευρώ, κατά το έτος 2014 στο ποσό των 41.417 ευρώ και κατά τα έτη 2015 και 2016 στο ποσό των 51.252 ευρώ, όπως συνάγεται από τις προσκομιζόμενες μετ επικλήσεως από τις αιτούσες καρτέλες και τα τιμολόγια που η πρώτη εξ αυτών έλαβε στις 24-11-2017 από την εταιρία «…». Ο καθ’ ου, αρνούμενος την προαναφερθείσα απαίτηση της πρώτης αιτούσας, επικαλείται την πραγματοποίηση ορισμένων εκ των προαναφερθέντων ταξιδίων, τα οποία είχαν προορισμό την Αβάνα της Κούβας, για επαγγελματικούς λόγους, πλην όμως δεν προσκομίζει σχετικά έγγραφα που να αποδεικνύουν την επαγγελματική απασχόληση του ιδίου του καθ’ ου ή άλλου προσώπου ενεργούντος για λογαριασμό της πρώτης αιτούσας, κατά τη διάρκεια των ανωτέρω ταξιδίων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η ζημία των αιτουσών από την προαναφερθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του καθ’ ου ανέρχεται για την πρώτη αιτούσα στο ποσό των 610.941 ευρώ, για την δεύτερη στο ποσό των 377.500 ευρώ, για την τρίτη στο ποσό των 111.318,81 ευρώ και για την τέταρτη εξ αυτών στο ποσό των 118.869,02 ευρώ. Επισημαίνεται δε ότι τόσο ο καθ’ ου όσο και τα τέκνα του έχουν ήδη παραπεμφθεί δυνάμει του υπ’ αριθ. 307/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά (ΑΒΜ Α17-269 δικογραφία) ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικαστούν για τις πράξεις της υπεξαίρεσης, τελεσθείσας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, για αντικείμενα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ, τα οποία τα είχαν εμπιστευθεί στους κατηγορούμενος λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας (κατηγορούμενοι ο καθ’ ου και ο υιός του …) και άμεσης συνέργειας στην ανωτέρω πράξη (κατηγορούμενη η κόρη του καθ’ ου, …). Η ανωτέρω δε κατηγορία αφορά στην αφαίρεση χρημάτων από τους λογαριασμούς της πρώτης και της δεύτερης των αιτουσών για τις προαναφερθείσες αγορές και μεταβιβάσεις των υπ’ αριθ. κυκλ. …, …, ΙΡΡ 9090, … και … οχημάτων καθώς και του επίσης προαναφερθέντος πολυτελούς αγωνιστικού αυτοκινήτου μάρκας McLaren, τύπου «MP4-12C MY 13», ενώ όλες οι αιτούσες για τις λοιπές ένδικες αξιώσεις τους έχουν καταθέσει έγκληση στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, ο οποίος άσκησε ποινική δίωξη για τις ίδιες ως άνω πράξεις σε βάρος του καθ’ ου και των τέκνων του και παρήγγειλε τη διενέργεια τακτικής ανάκρισης (ΑΒΜ Α18-23 δικογραφία) την οποία διενεργεί ο Ανακριτής του Α’ Τμήματος Πλημμελειοδικών Πειραιά (βλ. τα υπ’ αριθ. πρωτ. 531/2018 και 532/2018 πιστοποιητικά της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιά). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογείται ότι ο καθ’ ου τυγχάνει κύριος 87 μετοχών που ο ίδιος διατηρεί στην προαναφερθείσα εταιρία με την επωνυμία «….», με αριθμό τίτλου …. Η ανωτέρω δε εταιρία τυγχάνει, κατά τα προαναφερθέντα, πλοιοκτήτρια του υπό σημαία … πλοίου «…» (ΙΜΟ 9359923), το οποίο αποτελεί και το μοναδικό πλέον πλοίο του ομίλου των διαδίκων, το οποίο αποφέρει εισοδήματα σε αυτούς από την οικονομική του εκμετάλλευση, δια της σύναψης συμβάσεων ναυλώσεως. Πέραν άλλων περιουσιακών στοιχείων που διαθέτει ο καθ’ ου (εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα, ποσοστού 33,3%, σε οικόπεδο στον Ασπρόπυργο Αττικής, μετοχές σε υπό εκκαθάριση ανώνυμη εταιρία του ιδίου ομίλου «…»), οι ανωτέρω μετοχές πιθανολογήθηκε ότι αποτελούν ουσιαστικά το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο του καθ’ ου, από το οποίο μπορούν να ικανοποιηθούν σε μέγιστο βαθμό οι υπό διασφάλιση απαιτήσεις των αιτουσών, δεδομένου ότι το προαναφερθέν πλοίο έχει εμπορική αξία 8.900.000 ευρώ, και ως εκ τούτου η αξία τους ανέρχεται στο ποσό των 2.581.000 ευρώ, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τον καθ’ ου. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου επιδιώκει, τουλάχιστον από τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους, να ματαιώσει την ικανοποίηση των υπό διασφάλιση απαιτήσεων των αιτουσών δια της αποκρύψεως ή και μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων. Η ανωτέρω δε κρίση του παρόντος Δικαστηρίου στηρίζεται στο γεγονός ότι ο ίδιος επικαλείται μεταβίβαση των προαναφερθεισών μετοχών του σε τρίτο πρόσωπο, ήδη από τον Ιούνιο του τρέχοντος έτους κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αίτησης. Προς επίρρωση του σχετικού ισχυρισμού του επικαλείται την από 19-6-2020 δήλωσή του, η οποία έχει καταχωρηθεί στο οπίσθιο φύλλο του με αριθμό τίτλου …, και σύμφωνα με την οποία ο ίδιος φέρεται να πωλεί και να μεταβιβάζει τις μετοχές του σε εταιρία με την επωνυμία «…», διορίζοντας πληρεξούσιο δικηγόρο τον Σπυρίδωνα Τόγια, προκειμένου να ολοκληρώσει τη διαδικασία μεταβίβασης των μετοχών, δια της καταχώρησης στα βιβλία της ανωτέρω εταιρίας. Σημειωτέον δε ότι η σχετική δήλωση, η οποία φέρει ταυθήμερη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του καθ’ ου, συντάχθηκε μετά την άσκηση της και τη συζήτηση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά της προαναφερθείσας από 8-5-2018 (αριθ. καταθ. 5093/2211/2018) αγωγής των αιτουσών, με την οποία οι τελευταίες ζητούσαν την καταψήφιση των ποσών που αφορούν τις υπό διασφάλιση απαιτήσεις τους. Ο σχετικός όμως ισχυρισμός δεν κρίνεται πειστικός, δεδομένου ότι, όπως πιθανολογείται από τις προσκομιζόμενες, από τις αιτούσες, δηλώσεις – επιστολές της εταιρίας «….» προς την «….», οι οποίες υπογράφονται από τους Διευθυντές αυτής … και … και οι οποίες φέρουν ημεροχρονολογίες μεταγενέστερες της 19ης-6-2020, ο καθ’ ου συνέχισε να εισπράττει μερίσματα από την προαναφερθείσα εταιρία, ως μέτοχος της τελευταίας και ουδέποτε ενημέρωσε τους Διευθυντές της ανωτέρω εταιρίας για τη επελθούσα μεταβίβαση των μετοχών του, ώστε να σταματήσει και η πίστωση των λογαριασμών του με μερίσματα. Εξάλλου, πέραν της προαναφερθείσας δήλωσης του, ο καθ’ ου δεν προσκομίζει συμφωνητικό μεταβίβασης των μετοχών του, ουδόλως αναφέρεται στο ύψος του τιμήματος πώλησης αυτών, ούτε προσκομίζει έγγραφα σχετικά με την καταχώρηση των μετοχών στα βιβλία της φερόμενης ως αγοράστριας εταιρίας, ο δε επ’ ακροατηρίω εξετασθείς μάρτυράς δεν παρείχε συγκεκριμένα στοιχεία για τους όρους της υποτιθέμενης πώλησης και μεταβίβασης των μετοχών της «….». Ενόψει των ανωτέρω, πιθανολογείται ότι ο καθ’ ου συνεχίζει να είναι ουσιαστικός κύριος των προαναφερθεισών μετοχών πλην όμως, εμφανίζοντας ότι αυτές έχουν εκφύγει της κυριότητάς του επιδιώκει να αποκρύψει την ανωτέρω περιουσία του από τις αιτούσες και συνακόλουθα να ματαιώσει την ικανοποίηση των υπό διασφάλιση απαιτήσεων των τελευταίων. Επομένως, πιθανολογείται και ο κίνδυνος που διατρέχει η ικανοποίηση των παραπάνω απαιτήσεων των αιτουσών, η συνολική δε οφειλή πιθανολογείται ότι θα ανέλθει, μέχρι την τελεσιδικία της τακτικής δίκης, στο ποσό των 700.000 ευρώ για την πρώτη, στο ποσό των 450.000 ευρώ για τη δεύτερη, στο ποσό των 150.000 ευρώ για την τρίτη στο ποσό των 150.000 ευρώ για την τέταρτη εξ αυτών στο ποσό των για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα.
Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη των αιτουσών σε βάρος του καθ’ ου (άρθρα 176 ΚΠολΔ και 84 παρ. 2 ν. 4194/2013), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση, είτε αυτή βρίσκεται στα χέρια του, είτε στα χέρια τρίτου, συμπεριλαμβανόμενων των με αριθμό τίτλου … ογδόντα επτά (87) μετοχών που ο ίδιος διατηρεί στην εδρεύουσα στις νήσους … εταιρία με την επωνυμία «….» και μέχρι του χρηματικού ποσού των επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ για την πρώτη, των τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων (450.000) ευρώ για τη δεύτερη, των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για την τρίτη και των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για την τέταρτη εξ αυτών.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ’ ου στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αιτουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων εβδομήντα (370) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 28 Δεκεμβρίου 2020.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)