Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

   1513 /2021

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 146/72/2020)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 9η Φεβρουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Πειραιώς Στέφανου Λύρα (Α.Μ. ΔΣΠ 2852) βάσει δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης – εκκαλούσας: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αλεξάνδρας Λίνα (Α.Μ. ΔΣΠ 2835).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου την από 27-11-2017 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 5951/272/28-11-2017) αγωγή του κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 283/2019 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή. Ήδη ο εκκαλών με την από 09-01-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου 116/9/09-01-2020) έφεσή του προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση και ζητά να γίνει δεκτή η αγωγή του. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 146/72/10-01-2020 η οποία προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 31ης-03-2020, και, κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 283/2019 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί από τον εν όλω ηττηθέντα στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ενάγοντα κατά της αντιδίκου του (αρθρ. 516§1, 517 ΚΠολΔ), νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (αρθρ. 495§§1,2 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 499, 518 ΚΠολΔ), καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Επομένως, η έφεση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533§1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Με την από 27-11-2017 και µε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 5951/272/28-11-2017 αγωγή του, o ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου ότι δυνάµει σύμβασης ναυτικής εργασίας, που συνήψε στην Ελευσίνα µε την εναγοµένη και ήδη εφεσίβλητη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σηµαία δεξαμενόπλοιου πλοίου «…», νηολογίου …, κ.ο.χ. 2978, ναυτολογήθηκε σε αυτό, κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, υπό την ειδικότητα του καθαριστή μηχανής άνευ αδείας θερμαστού, σύµφωνα µε τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε τα αναφερόµενα στο δικόγραφο της αγωγής δροµολόγια. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του, απασχολήθηκε στις αναφερόµενες στο δικόγραφο της αγωγής εργασίες και µάλιστα υπερωριακά προς κάλυψη των ανακυπτουσών αναγκών, κατά τις αναφερόµενες στο δικόγραφο της αγωγής ηµέρες και ώρες, ήτοι εργαζόταν κατά µέσον όρο δώδεκα (12) ώρες ηµερησίως κατά τις καθηµερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, από τις ανωτέρω συµβάσεις ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύµφωνα και µε τα ειδικώς διαλαµβανόµενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγµατικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί της αµοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθηµερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες. Ότι επιπλέον κατά το χρονικό διάστημα από 29-03-2017 έως 22-04-2017 δεν υπηρετούσε δόκιμος μηχανικός στο πλοίο, και, για τον λόγο αυτό, κατόπιν σχετικής συμφωνίας με τον πλοίαρχο, είχε αναλάβει ο ίδιος την κάλυψη της θέσης αυτής. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε, µε βάση την εκ της συµβάσεως ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγοµένης και ήδη εφεσίβλητης, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το ποσό των 4.331,62 (ήτοι ποσό 2.738,32 ευρώ για διαφορές επί της αµοιβής της υπερωριακής εργασίας του κατά τις καθηµερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες και ποσό 1.593,30 ευρώ για την απασχόλησή του ως δόκιμος μηχανικός), µε τον νόµιµο τόκο από την ηµέρα της τελευταίας απολύσεώς του (24-04-2017), άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγοµένη και ήδη εφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, µε την εκκαλουµένη υπ’ αριθμ. 283/2019 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την ως άνω αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως αβάσιµη κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται με την κρινόμενη έφεση και για τους σε αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η αγωγή του και να καταδικασθεί η τελευταία στη δικαστική του δαπάνη, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 της Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.4/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/2011), οι ώρες εργασίας έχουν καθοριστεί και παραμένουν στις σαράντα (40) την εβδομάδα και κατανέμονται ως εξής: 1. Προσωπικό καταστρώματος κατά το ταξίδι α. Οι ώρες εργασίας των ανδρών της βάρδιας κατά το ταξίδι ορίζονται σε σαράντα την εβδομάδα δηλαδή (8) ώρες κάθε ημέρα από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας…. , 3. Προσωπικό καταστρώματος, μηχανοστασίου και λεβητοστασίου στο λιμάνι  α. Στο λιμάνι οι βάρδιες μπορεί να διατηρηθούν εφ’ όσον ο Πλοίαρχος κρίνει αυτό αναγκαίο για λόγους ασφάλειας του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή η εργασία του πληρώματος καθορίζεται από τις διατάξεις περί εργασίας κατά το ταξίδι. Σε περίπτωση που οι βάρδιες διατηρούνται όχι για λόγους ασφαλείας του πλοίου, καταβάλλεται στους άνδρες της βάρδιας υπερωρία για οκτώ ώρες το Σάββατο και την Κυριακή. β. Όταν οι βάρδιες διαλυθούν οι ώρες εργασίας ορίζονται σε σαράντα (40) την εβδομάδα, δηλαδή σε οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα από την Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας,  ενώ κατά το άρθρο 5 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. 1. Εάν ο ναυτικός διαταχθεί να εκτελέσει πρόσθετη εργασία, δηλαδή πέραν από τις κανονισμένες ώρες, είναι υποχρεωμένος να την εκτελέσει, δεν μπορεί όμως η πρόσθετη αυτή εργασία να ξεπερνά τις τέσσερις (4) ώρες μέσα στο 24ωρο. 2. Για την πρόσθετη αυτή εργασία καταβάλλεται στο ναυτικό που την εκτέλεσε πρόσθετη αμοιβή (υπερωρία) η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσό του μηνιαίου βασικού μισθού διαιρείται με τις ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, οι οποίες βρίσκονται με την διαίρεση των εβδομάδων του χρόνου δια δώδεκα μηνών και με τον πολλαπλασιασμό του πηλίκου 4,33 που προκύπτει απ` αυτή τη διαίρεση επί τις ώρες της εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης που ισχύει κάθε φορά. Με βάση αυτόν τον υπολογισμό οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης φθάνουν στις 173 (εκατόν εβδομήντα τρεις).

Περαιτέρω, η παροχή πρόσθετης εργασίας από το μισθωτό, κατ` άρθρο 659 ΑΚ, αφορά έκτακτες ανάγκες του εργοδότη και παρέχεται μέσα στα όρια του νόμιμου ωραρίου εργασίας. Αν καλύπτει μόνιμες ανάγκες, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 659 ΑΚ, αλλά αυτές των άρθρων 648, 649 και 653 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1338/1984, ΕΕργΔ 1985.618, Λεωνίδα Ντάσιο, Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Α/1, 1999, παρ. 400, σελ. 600, Στυλιανό Βλαστό, Επίτομο Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2001, αριθμ. 153, σελ. 176), ενώ εάν πρόκειται για εργασία πέραν του νόμιμου ωραρίου, τότε θεωρείται υπερεργασία ή υπερωριακή απασχόληση και όχι πρόσθετη εργασία (βλ. ΑΠ 1953/2007, σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 587/1994, ΔΕΝ 1995.21, ΑΠ 901/1992, ΕΕργΔ 1994.232, ΔΕΝ 1993.77, Λ. Ντάσιο, ό.π.). Τούτο ισχύει και όταν η προσθέτως παρεχόμενη εργασία είναι διαφορετική κατά το ποιόν και μη συναφής προς την άλλη, αφού και τότε συντρέχει ο νομοθετικός λόγος που υπαγόρευσε τη θέσπιση χρονικών ορίων εργασίας, δηλαδή η διαφύλαξη της ψυχικής και σωματικής υγείας των εργαζομένων και η παροχή σε καθένα από αυτούς ελεύθερου χρόνου για τη διάθεση του σε άλλους τομείς της ζωής και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του ως ουσιαστικού στοιχείου της αξίας του ανθρώπου (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδάφιο α` του Συντάγματος). Στην περίπτωση αυτή, αν για καθεμία από τις παραλλήλως παρεχόμενες εργασίες έχει θεσπιστεί ιδιαίτερο συμβατικό ή νόμιμο ωράριο, ως βάση για να κριθεί η συνδρομή (ή μη) υπερεργασίας ή παράνομης υπερωριακής απασχολήσεως και να υπολογιστούν οι οφειλόμενες παροχές, πρέπει να ληφθεί υπόψη η χρονικά προέχουσα απασχόληση, αφού σ` αυτή κατά κύριο λόγο απέβλεψαν οι συμβαλλόμενοι (βλ. ΑΠ 587/1994, ό.π.).

Από την επανεκτίµηση των αποδεικτικών µέσων που προσκοµίζονται και ειδικότερα από την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση που δόθηκε, νοµότυπα, επιµελεία του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νοµοτύπου κλητεύσεως της εναγοµένης και ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, των υπ’ αριθμ. … ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου Λαμπρινής Γιαννάκη, που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, κατόπιν νομοτύπου κλητεύσεως του ενάγοντα και ήδη εκκαλούντος, καθώς και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν ως δικαστικά τεκµήρια σε συνδυασµό µε τα διδάγµατα της κοινής πείρας, απoδεικvύoνται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάµει συµβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στην Ελευσίνα µεταξύ του ενάγοντος και της εναγοµένης, νοµίµως εκπροσωπούµενης, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε, στο υπό ελληνική σηµαία δεξαµενόπλοιο πλοίο µε το όνοµα «…» νηολογίου …, κ.ο.χ. 2978, κατά τις κατωτέρω αναφερόµενες περιόδους, υπό την ειδικότητα του καθαριστή μηχανής άνειας αδείας θερμαστού, σύµφωνα µε τους όρους και τις συµφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύµβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωµάτων των Φορτηγών πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW. Ειδικότερα δυνάµει της ανωτέρω συµβάσεως, ο ενάγων υπηρέτησε στο ως άνω πλοίο κατά το χρονικό διάστηµα από 17-11-2016 που ναυτολογήθηκε στο λιµάνι της Σύρου έως 10-01-2017, που η σύμβασή του λύθηκε στο λιµάνι της Ελευσίνας «αμοιβαία συναινέσει». Ακολούθως επαναπροσλήφθηκε από την εναγομένη στο ίδιο πλοίο την 28η-02-2017 και ναυτολογήθηκε εκ νέου ως καθαριστής στον Πειραιά, με τους ίδιος όρους και συμφωνίες και υπηρέτησε έως και την 24η-04-2017, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ελευσίνας λόγω μεταθέσεως. Κατά την παραπάνω ναυτολόγηση του ενάγοντα, είχε συµφωνηθεί να αµείβεται βάσει της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ Πληρωµάτων των Φορτηνών πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW, όπως τούτο προκύπτει από το ναυτικό του φυλλάδιο, όπου αναφέρεται η ένδειξη «Σ.Σ.», ήτοι Συλλογική Σύμβαση, αλλά και από αποδείξεις πληρωµής αποδοχών έκδοσης της εναγοµένης (µηνών Φεβρουαρίου 2017 έως και Απριλίου 2017), όπου δίπλα στο πεδίο «Σύµβαση» αναγράφεται «Πληρώµατα Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων από 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW», εφαρμοστέα επομένως είναι, βάσει συμφωνίας αμφοτέρων των διαδίκων μερών, αλλά και της κατηγορίας του πλοίου, της χωρητικότητάς του και της ειδικότητας του ενάγοντος, η συγκεκριμένη συλλογική σύμβαση εργασίας, δεδομένου ότι παρά τη λήξη ισχύος της (31-12-2010), δεν κυρώθηκε έτερη νεότερη ΣΣΝΕ στην εργασία του ενάγοντα για τα επίδικα μέρη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντος δεν διέπεται από τις διατάξεις Σ.Σ.Ν.Ε Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525.1.4/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/2011) και ότι μάλιστα τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θέλησαν να υπαχθούν σε αυτήν, αλλά αντίθετα ότι είχαν συμφωνήσει να αμείβεται ο ενάγων με «κλειστό μισθό», έσφαλε, και, για τον λόγο αυτό, δεκτού ως κατ’ ουσία βάσιμου του πρώτου λόγου έφεσης του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, πρέπει να εξαφανισθεί, απορριπτομένων μάλιστα των ισχυρισμών της εναγομένης – εφεσίβλητης α) ότι τις αποδείξεις πληρωμής µηνών Φεβρουαρίου έως και Απριλίου 2017 εξέδωσαν οι διαχειρίστριές της εταιρείες κατ’ εκείνα τα χρονικά διαστήματα, οι οποίες εκ παραδρομής είχαν στις έντυπες αποδείξεις τους τον προδιατυπωμένο όρο, γι’ αυτό άλλωστε και δεν επαναλήφθηκε στις λοιπές αποδείξεις πληρωμής και β) περί μη ύπαρξης σε ισχύ Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων ή Δεξαμενοπλοίων 501 – 3.000 κ.ο.χ. ή 801 – 4.500 τόνων TDW, δοθέντος ότι οι ΣΣΕ των ετών 2010 και 2011 που ρύθμιζαν τομείς ναυτικής εργασίας, καίτοι η συμβατική διάρκειά τους φερόταν να έχει λήξει κατά το τέλος του έτους υπογραφής τους, παραταύτα εξακολούθησαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται από όλους τους εμπλεκόμενους (εργαζόμενους, εφοπλιστές κλπ) σε όλη την έκτασή τους ως διοικητικές – κανονιστικές πράξεις, μέχρι τη ρητή κατάργησή τους ή τροποποίησή τους από νέα κανονιστική πράξη, ήτοι νέα ΣΣΕ, η οποία εν προκειμένω δεν είχε λάβει χώρα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της κατάρτισης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντα. Επομένως ορθά ο τελευταίος στήριξε τις ένδικες αξιώσεις του στην ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων έτους 2010 και λανθασμένα η εκκαλουμένη έκρινε, ότι δεν εφαρμόζεται αυτή αναφορικά με τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του ενάγοντα. Περαιτέρω και εντός του προπεριγραφέντος πλαισίου, το επίδικο πλοίο µετέφερε πετρέλαιο και βενζίνη, και κατά την ως άνω περίοδο ναυτολογήσεως του ενάγοντα σε αυτό εκτελούσε συνεχή ταξίδια από το λιµάνι των Αγίων Θεοδώρων, του Ασπρόπυργου όπου φόρτωνε, προς διάφορα νησιά του Αιγαίου όπως της Κω, της Ρόδου, της Σαντορίνης, της Μυκόνου, της Τήνου, της Λήμνου, της Σκιάθου, της Σκοπέλου, της Ικαρίας, της Λέρου κλπ., όπου ξεφόρτωνε. Κατά την ως άνω περίοδο ναυτολογήσεως του ενάγοντος, ο ίδιος ασχολείτο κυρίως με εργασίες καθαρισμού και συντήρησης του μηχανοστασίου. Πιο συγκεκριμένα, ο ενάγων, εργαζόταν κατ’ αρχήν το σταθερό ωράριο από 08:00 έως 17:00 ημερησίως όλες τις ημέρες της εβδομάδας και ανεξαρτήτως των δρομολογίων του πλοίου. Κατά τη διάρκεια της βάρδιάς του έκανε παραλαβή από τις αποθήκες των υλικών καθαρισμού της μηχανής, απασχολείτο με καθαρισμούς, τα πλυσίματα και τον χρωματισμό των διαμερισμάτων της μηχανής, βοηθούσε τους μηχανικούς και τους μηχανοδηγούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τους έδινε τα εργαλεία για τις επιδιορθώσεις, έκανε σφυροκόπηση και αποσκωριάσεις και γενικότερα επέβλεπε την καλή λειτουργία των μηχανών και όταν υπήρχε κάποιο πρόβλημα το ανέφερε στους ανωτέρους του. Επιπλέον μετέφερε όλα τα υλικά και τα εργαλεία μηχανής από το μηχανοστάσιο στην αποθήκη όπου τα τακτοποιούσε. Πέραν του ανωτέρω ωραρίου, ο ενάγων σε κάθε φόρτωση και εκφόρτωση από λιμάνι, βρισκόταν στη μηχανή, ώστε να βοηθάει τους ανωτέρω του στην εκτέλεση των από τη γέφυρα μεταβιβαζόμενων παραγγελμάτων χειρισμού των μηχανών, παρακολουθώντας επίσης την εύρυθμη λειτουργία των μηχανών, κάνοντας επιπλέον καθαρισμούς, απασχολούμενος έτσι ακόμη άλλες τρεις τουλάχιστον ώρες επιπλέον του ανωτέρω ωραρίου του. Τα ανωτέρω, αναφορικά µε τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντα στο πλοίο της εναγοµένης, αποδεικνύονται από την ένορκη βεβαίωση του µάρτυρα απόδειξης …, ο οποίος, υπηρέτησε ως ναύτης κατά τα έτη 2014, 2015 και 2016 στα δεξαμενόπλοια πλοία «…», «…» και «…», τα οποία είναι «αδέλφια» πλοία με το πλοίο «…», δηλαδή κάνουν τα ίδια δρομολόγια, έχουν σχεδόν την ίδια χωρητικότητα, υπηρετεί σε αυτά ο ίδιος αριθμός ναυτών και μελών του πληρώματος, είναι δεξαμενόπλοια και ως εκ τούτου το πλήρωμα εκτελεί τις ίδιες εργασίες και δουλεύει το ίδιο ωράριο σε όλα, καταθέτει δε ότι ο ενάγων εργάστηκε κατά τις επίδικες χρονικές περιόδους υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες στο επίδικο πλοίο. Εξάλλου αντίθετη κρίση περί της φύσης των καθηκόντων του ενάγοντα δεν δύναται να συναχθεί από τις καταθέσεις των µαρτύρων ανταπόδειξης … Α΄ μηχανικού, …, Β΄ μηχανικού και  …, δόκιμου μηχανικού, οι οποίοι λόγω της ενδεχόµενης οικονοµικής εξάρτησής τους από την εναγοµένη (η οποία δεν δύναται να διακριβωθεί µε ασφάλεια, καθώς δεν διασαφηνίζεται στις ένορκες βεβαιώσεις τους εάν, εκτός του επιδίκου χρονικού διαστήµατος, εξοκολουθούν να υπηρετούν σε πλοία της εναγοµένης), δεν δύνανται να προσδώσουν απόλυτη αξιοπιστία στην κατάθεσή τους άνευ άλλου τινός. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο ενάγων εργαζόταν και πέραν του νοµίµου ωραρίου γεγονός άλλωστε που συνοµολογεί και η εναγοµένη, αμφισβητώντας ωστόσο την ηµερήσια διάρκεια της απασχόλησης αυτής. Ειδικότερα, ο µεν ενάγων ισχυρίσθηκε ότι εργαζόταν τουλάχιστον 12 ώρες ηµερησίως, η δε εναγοµένη υποστήριξε ότι συνολικά η ηµερήσια απασχόληση του ενάγοντα δεν ξεπερνούσε τις 10  ώρες τις καθημερινές μόνο. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατοuσών σuνθηκών και περιστάσεων κατά την απασχόληση του ενάγοντα επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τους προαναφερόµενοuς πλόες κατά τις ανωτέρω χρονικές περιόδους, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτoλoγημένoς ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του ως καθαριστή μηχανής, δ) της σταθερής καταβολής κάθε µήνα ποσών για αµοιβή uπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθηµερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ε) των διδαγµάτων της κοινής πείρας και των κανόνων της λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του απασχολήθηκε, κατά µέσον όρο, επί δώδεκα (12) ώρες ηµερησίως (κατά τις καθηµερινές, Κuριακές, Σάββατα και αργίες), κατά τις ανωτέρω περιόδους ναυτολόγησής του στο προαναφερθέν πλοίο. Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαµβάνει µηνιαίως ένα συγκεκριµένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις µισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάµβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ µέροuς του µε άλλα αποδεικτικά µέσα ότι πραγµατοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες uπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειµένω, το γεγονός δε ότι όπως ισχυρίζεται η εναγοµένη, ο ενάγων υπέγραψε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις µισθοδοσίας του χωρίς να προβάλει περαιτέρω απαιτήσεις, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε στις αρµόδιες αρχές για µη καταβολή υπερωριακής αµοιβής, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να µην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση και µάλιστα σε µια περίοδο που ο κλάδος των ναυτικών µαστίζεται από τα υψηλό ποσοστά ανεργίας αφετέρου ουδεµία νοµική επιρροή ασκεί, δεδοµένου ότι. κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου. η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόµενου από το δικαίωµα λήψης των νόµιµων αποδοχών, επιδοµάτων η άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη µορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως µη γενόµενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Επιπλέον, ο χρόνος αυτός εργασίας των δώδεκα ωρών ημερησίως, κατά μέσο όρο, κρίνεται απόλυτα επαρκής για την εκτέλεση των καθηκόντων που είχε αναλάβει ο ενάγων, με βάση την ειδικότητά του και το ωράριο αυτό της εργασίας του είναι συμβατό προς τα όρια αντοχής του ανθρώπινου οργανισμού. Σε σuνέχεια των ανωτέρω αποδειχθέντων, ο ενάγων εκ της εργασίας του στο ως άνω πλοίο µε την ως άνω ειδικότητα, διατηρεί κατά της εναγοµένης τις ακόλοuθες αξιώσεις (διαφορές αµοιβής εκ της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασiας), για τα επiδικα χρονικά διαστήµατα: α) περίοδος ναυτολογήσεως από 17-11-2016 έως 31-12-2016, για διαφορές αμοιβής εκ της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων εργάστηκε 1) 30 καθηµερινές, ήτοι σuνολικά 30 ηµέρες Χ 4 ώρες uπερωρίας ηµερησίως, εποµένως πραγµατοποίησε 120 ώρες uπερωρίας και εδικαιούτο το ποσό των 620,40 ευρώ (120 ώρες Χ 5,17 ευρώ/ώρα), 2) 7 Σάββατα και 3 αργίες, ήτοι συνολικό 10 ηµέρες Χ 12 ώρες ημερησίως, δηλαδή 120 ώρες Χ 6,20 ευρώ/ώρα και εδικαιούτο το ποσό των 744 ευρώ, 3) 5 Κυριακές Χ 4 κατά µέσον όρο πλέον του νόµιµου οκταώρου. δηλαδή 20 ώρες Χ 6,20 ευρώ/ώρα επομένως εδικαιούτο το ποσό των 124 ευρώ, β) περίοδος ναυτολογήσεως από 01-01-2017 έως 10-01-2017 και από 28-02-2017 έως 24-04-2017, για διαφορές αμοιβής εκ της παρασχεθείσας υπερωριακής εργασίας, ο ενάγων εργάστηκε 1) 44 καθηµερινές, ήτοι συνολικό 44 ηµέρες Χ 4 ώρες υπερωρίας ηµερησίως, εποµένως πραγµατοποίησε 176 ώρες uπερωρίας και εδικαιούτο το ποσό των 909,92 ευρώ (176 ώρες Χ 5,17 ευρώ/ώρα), 2) 8 Σάββατα και 6 αργίες, ήτοι συνολικό 14 ηµέρες Χ 12 ώρες ηµερησίως, δηλαδή 168 ώρες Χ 6,20 ευρώ/ώρα και εδικσιούτο το ποσό των 1.041,60 ευρώ. 3) 8 Κυριακές Χ 4 κατά µέσον όρο πλέον του νόµιµου οκταώρου, δηλαδή 32 ώρες Χ 6,20 ευρώ/ώρα, επομένως εδικαιούτο το ποσό των 198,40 ευρώ. Έναντι των ανωτέρω ποσών (909,92+ 1.041,60 + 198,40 = 2.149,92 ευρώ), ο ενάγων έλαβε ως υπερωριακή αµοιβή για την εργασία του κατά τις καθηµερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες για το παραπάνω χρονικό διάστηµα υπηρεσίας του στο πλοίο «…» το συνολικό ποσό των 900 ευρώ, όπως ο ίδιος συνομολογεί και όπως προκύπτει από τις προσκοµιζόµενες καταστάσεις µισθοδοσίας του ενάγοντος και εποµένως δικαιούται να λάβει την διαφορά, ποσού (2.149,92 – 900 =) 1.249,92 ευρώ, βάσει της κατώτατης µισθολογικής κλίµακας, της εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ. Σηµειώνεται περαιτέρω ότι, όπως ήδη προεκτέθηκε, η εναγοµένη ισχυρίσθηκε ότι στην εν θέµατι µεταξύ αυτής και του ενάγοντος σύµβαση ναυτικής εργασίας, συµφωνήθηκε «κλειστός µισθός» ύψους 2.001,26 ευρώ, στον οποίο µεταξύ όλλων συµπεριλαµβόνεται το επίδοµα Κυριακών, αδείας και τροφοδοσίας, υπερωριών, ωστόσο η ίδια δεν κατέστη δυνατό να προσκομίσει τις επίδικες συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος. Επ’ αυτού λεκτέα τα εξής: α) η συµφωνία αµοιβής του ναυτικού µε πάγιο µηνιαίο µισθό, ο οποίος στη ναυτική πρακτική ονοµάζεται «κλειστός µισθός» και στον οποίο περιλαμβάνεται ο βασικός µισθός και τα επιδόµατα ή άλλες παροχές που προβλέπονται από τη σχετική συλλογική σύμβαση είναι έγκυρη (όρθρο 361 ΑΚ), υπό την προϋπόθεση ότι οι εκάστοτε νόµιµες αποδοχές δεν είναι µεγαλύτερες από τον συµφωνηθέντα κλειστό µισθό, β) εάν ο µισθός δεν καλύπτει: το σύνολο των ελαχίστων νοµίµων αποδοχών η συμφωνία είναι άκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝΔ 34.355), γ) στη συμφωνία αυτή είναι επιτρεπτή, υπό τις προαναφερόµενες προϋποθέσεις, η πρόβλεψη περί επιπλέον αποζηµίωσης για την πραγματοποίηση συγκεκριµένου αριθµού υπερωριών («κλειστές υπερωρίες»), πλην όµως η εν λόγω έγκυρη καταρχήν συμφωνία δεν κωλύει τη διεκδίκηση εκ µέρους του ναυτικού του συνόλου της αµοιβής για υπερωριακή εργασία, εάν ο πραγµατικός χρόνος υπερωριακής απασχόλησης αυτού υπερβαίνει τον συµφωνηθέντα µε τη σύµβαση «κλειστό» αριθµό υπερωριών (ΕφΠειρ 892/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ σε κάθε περίπτωση, παραίτηση του εργαζοµένου από τη λήψη των δεδουλευµένων αποδοχών του αντίκειται σε διατάξεις δηµόσιας τάξης και είναι άκυρη (άρθρα 3, 174, 179 ΑΚ). Επομένως, αφού στην προκειµένη περίπτωση αποδείχτηκε ότι ο ενάγων παρείχε υπερωριακή εργασία επί του πλοίου πέραν του συµφωνηθέντος «κλειστού» αριθµού υπερωριών, σύµφωνα µε τα παραπάνω, δικαιούται την αµοιβή του για την πραγµατική υπερωριακή εργασία του, απορριπτοµένου του περί του αντιθέτου ισχυρισµού της εναγοµένης. Επιπρόσθετα, η ένσταση συµψηφισµού που προέβαλε η εναγοµένη ισχυριζόµενη ότι, εκτός από τα ανωτέρω ποσά που έλαβε ο ενάγων για πάγιες υπερωρίες καθημερινών – Κυριακών – Σαββάτων και αργιών λάµβανε επιπλέον µηνιαίως κάποια ποσά, τα οποία χαρακτηρίζονταν ως «μπόνους πλοιοκτητών» είναι απορριπτέα διότι, αφενός, από πουθενά δεν αποδείχτηκε ότι στην εν λόγω σύµβαση ναυτολογήσεως υπήρχε συγκεκριµένος ρητός συµβατικός όρος, δυνάµει του οποίου η συγκεκριµένη παροχή να υπόκειται σε συµφηφισµό µε τυχόν αξίωση του ενάγοντος για παροχή υπερωριακής εργασίας, αφετέρου, η εν λόγω οικονοµική παροχή καταβλήθηκε για διάφορη της υπερωριακής εργασίας αιτία και ουδόλως συνδέεται µε την παροχή υπερωριακής εργασίας αλλά έχει το χαρακτήρα επιµισθίου (bonus) ως επιβράβευση του ζήλου και της δραστηριότητας του ναυτικού κατά την εκτέλεση της εργασίας του, ο συµψηφισµός του οποίου είναι καταρχήν δυνατός προς τις τυχόν ανώτερες των νοµίµων συµβατικές αποδοχές, υπό την προϋπόθεση όµως ότι υφίσταται σαφής και συγκεκριµένη ρήτρα συµφηφισµού, στην προκειµένη δε περίπτωση δεν προέκυψε. Ως εκ τούτων, δικαιούται ο ενάγων για το συνολικό χρονικό διάστημα της απασχόλησης του, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 2.738,32 ευρώ (1.488,40 + 1.249,92). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, µε το να δεχθεί ότι δεν αποδείχθηκαν οι αγωγικοί ισχυρισµοί περί υπερωριακής απασχόλησής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, τεσσάρων τουλάχιστον κατά τους αγωγικούς ισχυρισµούς του, ωρών κατά τις καθηµερινές, Κυριακές Σάββατα και αργίες, έσφαλε στην εκτίµηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος έφεσης του εκκαλούντος – ενάγοντος πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιµος και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Περαιτέρω, ο ενάγων ισχυρίζεται, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 29-03-2017 έως 22-04-2017 δεν υπηρετούσε στο πλοίο δόκιμος μηχανικός, όπως προβλεπόταν στην οργανική του σύνθεση, και, για τον λόγο αυτό ανέλαβε ο ίδιος τα πλήρη καθήκοντά του και δικαιούται ως εκ τούτου τη μισθοτροφοδοσία του ελλείποντος μηχανικού. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το παρόν δικαστήριο αναγνώρισε ότι ο ενάγων απασχολείτο κατά µέσον όρο επί δώδεκα (12) ώρες ηµερησίως (κατά τις καθηµερινές, Κuριακές, Σάββατα και αργίες), απασχολούμενος με τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, κατά την ανωτέρω περίοδο ναυτολόγησής του στο προαναφερθέν πλοίο, οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα, ότι ο τελευταίος παρείχε την πρόσθετη εργασία του δόκιμου μηχανικού πέραν του νομίμου ωραρίου του και δη πέραν της δωδεκάωρης καθημερινής εργασίας του, ως καθαριστής μηχανής και ως εκ τούτου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η απασχόληση του αυτή, αν πράγματι ελάμβανε χώρα, θεωρείται υπερωρία και αμείβεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την κύρια εργασία του. Ωστόσο ο ενάγων ζητεί να λάβει αντίστοιχα την πλήρη μισθοτροφοδοσία του δόκιμου μηχανικού για το ανωτέρω χρονικό διάστημα και δεν εξειδικεύει τις ώρες της απασχόλησής του στην ειδικότητα αυτή, ώστε να κριθεί εάν πράγματι εργαζόταν και πέραν του δωδεκαώρου ημερησίως. Το γεγονός ότι πράγματι απασχολείτο δόκιμος μηχανικός στο πλοίο προγενέστερα και μεταγενέστερα του διαστήματος αυτού (παρά τα όσα περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εναγόμενη), δεν οδηγεί άνευ άλλου τινός στην απόδοση της πλήρους μισθοτροφοδοσίας του στον ενάγοντα, ο οποίος επιπλέον δεν εκθέτει και αν είχε τα τυπικά προσόντα να αναλάβει παράλληλα και τα καθήκοντα αυτής της ειδικότητας. Επομένως, το αίτημα αυτό του ενάγοντος, περί επιδίκασης κονδυλίου ύψους 1.593,30 ευρώ, που αντιστοιχεί στην πλήρη μισθοτροφοδοσία του ελλείποντος δόκιμου μηχανικού, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, απορριπτομένου αντίστοιχα και του τρίτου λόγου έφεσης. Tο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχουν άλλου λόγοι έφεσης πρέπει η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) στο σύνολό της, χάριν της ενότητας της αναγκαστικής εκτελέσεως, να κρατηθεί η αγωγή και να δικαστεί κατ’ ουσία από το Δικαστήριο τούτο, αφού δε γίνει δεκτή ως ορισμένη και νομικά βάσιμη, στηριζόμενη στις αναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 53 επ., 60, 72, 74, 75, 76 του ΚΙΝΔ, 341, 345, 346, 361, 648 επ, 653, 655, 680 του ΑΚ, 907, 176 ΚΠολΔ, να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.738,32 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη ημέρα της απόλυσής του (24-04-2017). Το αίτημα να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου, γιατί η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως τελεσίδικη, μπορεί σε κάθε περίπτωση να εκτελεστεί (άρθρα 321, 904 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων και τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του με την αγωγή και τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ), για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγόμενης, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός (άρθρα 178 § 1, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Κρατεί και δικάζει την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων τριάντα οχτώ ευρώ και τριάντα δύο λεπτών του ευρώ (2.738,32), με τον νόμιμο τόκο επιδικίας από την επομένη ημέρα της απόλυσής του (24-04-2017).

Επιβάλλει σε βάρος της εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις                -07-2021.

 

            Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ