ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
1414/2021
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: 3651/1773/2020)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντιγόνη Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη -Εισηγήτρια, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Κατσαρού-Στάθη Ιωάννα.
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, στις 19 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. Δ΄ Πειραιά, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 19.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Σαρρής Θ. Μιχαήλ, με ΑΜ 002757 Δ.Σ.Π. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1. …, κατοίκου …, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, για τον οποίον κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 15.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ηλεκτρονικά, μέσω του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Αθανάσιος Κοκαλιάς, με ΑΜ 0291133 Δ.Σ.Α. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2. …, κατοίκου …, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, για τον οποίον κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 19.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από το Α.Τ. Φιλοθέης-Ψυχικού, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Αλέξανδρος Σπυρίδωνος, με ΑΜ 018824 Δ.Σ.Α. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 3. …, κατοίκου …, …, …, για τον οποίον κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 19.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ηλεκτρονικά, μέσω του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Σπυρίδων Τρίμπαλης- Γάλλος, με ΑΜ 017786 Δ.Σ.Α. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 4. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 15.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής ηλεκτρονικά, μέσω του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Αθανάσιος Κοκαλιάς, με ΑΜ 0291133 Δ.Σ.Α. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο και 5. της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 19.10.2020 πληρεξούσιου εγγράφου που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από το Α.Τ. Φιλοθέης-Ψυχικού, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Αλέξανδρος Σπυρίδωνος, με ΑΜ 018824 Δ.Σ.Α. και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η, από 10.06.2020, αγωγή της κατά των εναγομένων, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με γενικό αριθμό κατάθεσης 3651/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1773/2020, μετά δε το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 του Κ.Πολ.Δ. , όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε, δυνάμει της, από 21.12.2020, Πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της αγωγής, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 914 επ ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά τον νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάσθηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Η ευθύνη από αδικοπραξία θεμελιώνεται επίσης όταν μια ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, τυγχάνει παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (βλ. ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22 505, ΑΠ 878/2011 ΕΕμπΔ 2012. 416, ΑΠ 1702/ 2011 Νόμος ΑΠ 1120/2005 Νόμος, ΑΠ 555/ 99 ΕλλΔνη 41. 87, ΕφΑΘ 1531/2011 ΔΕΕ 2011. 936, ΕφΑθ 7466/2007 ΕλλΔνη 2008. 933). Η μελλοντική ζημία, δε, αποκαθίσταται μόνον εφόσον η επέλευσή της είναι βέβαιη και απλώς η πραγμάτωσή της ανάγεται σε μέλλοντα χρόνο, ενώ αντίθετα, δεν υπάρχει η αξίωση, όταν είναι βέβαιο ότι η αιτούμενη δαπάνη, για την αποκατάσταση της μελλοντικής ζημίας, δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί (βλ. σχετικά ΑΠ 157/2012 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ»). Όταν, όμως, η ζημία δεν είναι απλώς μέλλουσα, αλλά η πραγμάτωσή της εξαρτάται και από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο να επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, τότε δεν επιδικάζεται από τώρα, αλλά όταν γεννηθούν όλοι οι όροι της αποζημίωσης για τη μέλλουσα αυτή ζημία (βλ. σχετικά ΕφΘεσ 670/1995 Αρμ 1995). Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης, με την οποία αυτό δεν ταυτίζεται απαραιτήτως κατά ποσόν και ποιόν. Πρέπει, δηλαδή, ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερά ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης, ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (ΑΠ 1971/2008, 1583/2016, σε ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 760/2000 ΠοινΧρ ΝΑ/1Ο9, Ανδρουλάκης ποινική μελέτη στα ΠοινΧρ ΚΑ σελ. 8, Κονταξής «Ποινικός Κώδιξ» εκδ. 1987 σελ. 2124 με παραπομπές στη θεωρία και νομολογία, Παπαδαμάκης «Τα περιουσιακά εγκλήματα» εκδ. 2000 σελ. 147 με παραπομπές στη θεωρία και νομολογία). Κατά την κρατούσα επιστημονική αντίληψη, δικαιούμενος σε αποζημίωση δεν είναι κάθε ένας που ζημιώθηκε παράνομα στην περιουσία του, αλλά μόνον εκείνος του οποίου προσεβλήθη δικαίωμα ή συμφέρον που ανήκει στην σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε. Δηλαδή δικαίωμα αποζημιώσεως αναγνωρίζεται μόνο στον φορέα του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος, που είναι και ο αμέσως ζημιωθείς, ενώ δεν αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα σε τυχόν τρίτο που ζημιώθηκε έμμεσα. Οι τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες εκ του αδικήματος εις βάρος άλλου δεν καθιστούν αυτόν δικαιούχο αποζημίωσης, γιατί η ζημία αυτή είναι έμμεση (ΑΠ 2408/2002, ΠΟΙΝΛΟΓ 2002.2633, Α.Π. 1/2000 Ποιν. Χρ. Ν/12). Περαιτέρω, αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, και εν προκειμένω οι εταιρείες, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους φήμη και υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον (ΑΠ 179/2011, 387/2005 και 6/2004, ΤΝΠ “Νόμος”). Για την αποκατάσταση αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένως ότι με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, προσβολές από τις οποίες τους προκλήθηκε συγκεκριμένη υλική ζημία, την οποία πρέπει να επικαλούνται και να αποδεικνύουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (ΑΠ 1381/2013 “Νόμος”, ΕφΠειρ 644/2019, 566/2018, 541/2015, 787/2014, ΕφΑθ 6645/2019, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 5749/2009 ΕλλΔνη 2010, 260, Γεωργιάδης σε ΑΚ Γεωργ-Σταθ. άρθρο 932, αριθ.13, ΣΕΑΚ Γεωργιάδη αρθ. 932 αριθ. 22). Τέλος, κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού», με το οποίο περιορίζεται νομίμως η συνταγματικώς προστατευόμενη οικονομική ελευθερία, ειδική έκφανση της οποίας είναι η ελευθερία του ανταγωνισμού, ουσιώδες στοιχείο προς θεμελίωση της αξίωσης για ανόρθωση της προσγενόμενης ζημίας και για παράλειψη της πράξης η οποία φέρεται ως συνιστώσα τον αθέμιτο ανταγωνισμό και είναι ως εκ τούτου απαγορευμένη, είναι και το να εκτελείται η πράξη αυτή με σκοπό ανταγωνισμού προς το εμπόριο ή τη βιομηχανία που ασκεί άλλος και να αντίκειται στα χρηστά ήθη, για τον προσδιορισμό των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά γενική αντίληψη χρηστώς και ορθώς σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου εντός του συναλλακτικού κύκλου στον οποίο γίνεται η πράξη ή να γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών, έστω και αν η πράξη κατ` επιφάνεια ή μεμονωμένα εξεταζόμενη φαίνεται θεμιτή και νομικώς άψογη. Τέτοια, δε, πράξη εμπίπτουσα στη γενική ρήτρα συνιστά και η απόσπαση (προσέλκυση) πελατείας, εφόσον γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού, με μέσα ή μεθόδους αντικείμενες στα χρηστά ήθη. Έτσι, ενεργεί αθέμιτα ένας ανταγωνιστής όταν προτρέπει ή προκαλεί τη διάλυση συμβάσεων πελατείας ξένης επιχείρησης με παραπλανητικές μεθόδους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 εδ. α` του Ν. 146/1914 «ο προς το σκοπό ανταγωνισμού ισχυριζόμενος ή διαδίδων, όσον αφορά την εργασία ή επιχείρηση εμπόρου, το πρόσωπο του ιδιοκτήτου ή διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τις βιομηχανικές εργασίες τρίτου, ειδήσεις δυνάμενες να βλάψουν τις εργασίες της επιχειρήσεως ή την εμπορική πίστη αυτού, υποχρεούται, εφόσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθή, σε ανόρθωση της στον αδικηθέντα προσγενόμενης ζημίας». Στοιχεία της διάταξης αυτής, που προστατεύει τον δυνάμενο να ζημιωθεί περιουσιακά επιχειρηματία, είναι : α) σκοπός αθέμιτου ανταγωνισμού, β) ισχυρισμός ή διάδοση βλαπτικών ειδήσεων, γ) οι ειδήσεις πρέπει να αφορούν είτε την εργασία ή επιχείρηση άλλου, είτε το πρόσωπο του ιδιοκτήτου ή διευθυντού αυτής, είτε στα εμπορεύματα ή τις βιομηχανικές εργασίες άλλου, δ) οι ειδήσεις πρέπει να είναι ικανές να βλάψουν τις εργασίες της επιχείρησης ή την εμπορική κίνηση άλλου και ε) οι ειδήσεις πρέπει να μην είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθείς, δηλαδή πρέπει να μην δύνανται να αποδειχθούν ως αληθείς, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα του προσβάλλοντος για την αποκατάσταση της προσγενόμενης στον αδικηθέντα ζημίας, προσέτι δε, σύμφωνα με το άρθρο 12 «Ο εν γνώσει της αναληθείας ισχυριζόμενος ή διαδίδων ως προς την επιχείρησιν ή εργασίαν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις, δυναμένας να βλάψωσι της επιχείρησιν, τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν (μέχρι τριών χιλιάδων δραχμών) ή με μίαν των ποινών τούτων.».
Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ναυτική εταιρεία εκθέτει ότι στις 26.07.2019 συμφώνησε με την ανώνυμη εταιρεία «…», όπως της εκναυλώσει το επιβατηγό -οχηματαγωγό «Ε/Γ-Ο/Γ …», με αριθμό Νηολογίου …, κυριότητάς της, προκειμένου η τελευταία να συμμετάσχει στη δημόσια διαγωνιστική διαδικασία που διακηρύχθηκε με την υπ’ αριθ. … διακήρυξη της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Χαλκίδας (…), με αντικείμενο τη μεταφορά και διάθεση 4.200 τόνων αφυδατωμένης ιλύος, για χρονικό διάστημα 14 μηνών, καθώς ως όρος συμμετοχής στην ως άνω διαγωνιστική διαδικασία ήταν να διαθέτουν οι υποψήφιοι εργολήπτες ιδιόκτητο ή μισθωμένο πλωτό μέσο, που να πληροί τις ειδικότερες προβλεπόμενες στη διακήρυξη προδιαγραφές. Ότι με βάση το ιδιωτικό συμφωνητικό εκναύλωσης του ως άνω πλοίου, η εταιρεία «…» ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000) μηνιαίως σε περίπτωση εκτέλεσης -στο πλαίσιο του αναληφθησομένου ως άνω έργου- δύο μεταφορών ιλύος εντός του μήνα και το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000) σε περίπτωση εκτέλεσης μίας μεταφοράς ιλύος εντός του μήνα. Ότι, μετά την εκ μέρους των υποψηφίων κατάθεση των προβλεπόμενων έγγραφων δικαιολογητικών, ο πρώτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της τέταρτης εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία συμμετείχε επίσης στον διαγωνισμό, με πρόθεση εξαπάτησης της αναθέτουσας Αρχής, παρέστησε σε αυτήν ψευδώς, με το από 10.10.2019 υπόμνημά του, ότι το βύθισμα του σκάφους «…» ανέρχεται στα 3,5 μέτρα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό ανέρχεται σε 2,3 μέτρα, ότι το βάθος στα σημεία προσέγγισης και πρόσδεσης στη νήσο Πασσά και στην έναντι Ευβοϊκή Ακτή, στα οποία θα εκτελείτο το έργο, κυμαίνεται από 1,5 έως 1,7 μέτρα, ενώ η αλήθεια είναι ότι το βάθος στα σημεία αυτά κυμαίνεται από 2,5 έως 5,3 μέτρα και ότι με τα ανωτέρω δεδομένα το εν λόγω σκάφος δεν είχε τη δυνατότητα και τη σχετική νομιμοποίηση να εκτελέσει το δρομολόγιο μεταξύ της νήσου Πασσά, από όπου θα παραλαμβάνονταν με φορτηγά οι ποσότητες ιλύος και της Ευβοϊκής Ακτής, στο σημείο των εγκαταστάσεων … Χαλκίδας. Ότι, επιπλέον, ο πρώτος εναγόμενος ανέφερε στο ως άνω υπόμνημά του, προσπαθώντας να παραπλανήσει την αναθέτουσα Αρχή, ότι το σκάφος «…» δεν επιτρέπεται να εκτελέσει την πλεύση Νήσος Πασσά – Ευβοϊκή Ακτή και για τον πρόσθετο λόγο ότι στο Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης αυτού αναγράφονται συγκεκριμένοι πλόες που του επιτρέπεται να εκτελεί, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η ως άνω πλεύση, παραλείποντας με δόλο να αναφέρει την πλέον βασική αναγραφή στο ως άνω Π.Γ.Ε., σύμφωνα με την οποία το σκάφος δύναται να ταξιδέψει σε όλη τη θαλάσσια περιοχή Α1, ήτοι σε όλη τη Μεσόγειο. Ότι στην από Νοεμβρίου 2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, την οποία συνέταξαν από κοινού ο δεύτερος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της πέμπτης εναγόμενης εταιρείας και ο τρίτος εναγόμενος, αναπληρωτής καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Ναυπηγός – Μηχανολόγος Μηχανικός, κατόπιν εντολής της τέταρτης εναγομένης, η οποία την επικαλέστηκε και την προσκόμισε ενώπιον τόσο της αναθέτουσας Αρχής, όσο και της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (…), διατυπώθηκε το πόρισμα, κατόπιν χάλκευσης των υπαρχόντων στοιχείων και με δόλια παράσταση ψευδών γεγονότων, ότι με βάση την επιτόπια βυθομετρική – τοπογραφική αποτύπωση, την έρευνα, τις αναλύσεις και τις κατάλληλες προσομοιώσεις που πραγματοποιήθηκαν, το πλοίο «…» δεν δύναται να εκτελέσει με ασφάλεια το δρομολόγιο, την πρόσδεση και τον ελλιμενισμό στη λιμενική εγκατάσταση της Νήσου Πασσάς και στη λιμενική εγκατάσταση Έναντι Ευβοϊκής Ακτής, ισχυρισμός που διατυπώθηκε και στο από 26.11.2018 υπόμνημα του πρώτου των εναγομένων, το οποίο αυτός συνέταξε ως νόμιμος εκπρόσωπος της τέταρτης. Ότι προκειμένου η ίδια να αντικρούσει την ως άνω σε βάρος της σκευωρία και απάτη, η οποία στοιχειοθετεί και συκοφαντική της δυσφήμιση, ανέθεσε σε μελετητική εταιρεία τη βυθομετρική αποτύπωση των συγκεκριμένων θαλάσσιων περιοχών και τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σε Διπλωματούχο Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό, μετά την ολοκλήρωση των οποίων κατεδείχθη ότι τα συμπεράσματα που παρουσίασαν οι εναγόμενοι με τα προαναφερόμενα έγγραφά τους ήταν πλήρως εσφαλμένα, συνιστούσαν δε αυθαίρετη αμφισβήτηση της καταλληλότητας του πλοίου της για την εκτέλεση του συγκεκριμένου δρομολογίου και στοχευμένη προσπάθεια εξαπάτησης της αναθέτουσας Αρχής, με σκοπό τη βλάβη της περιουσίας της ιδίας, ενώ είχαν ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί η έκβαση του διαγωνισμού υπέρ της τέταρτης των εναγομένων, η οποία κηρύχτηκε προσωρινή ανάδοχος κατά τη συνεδρίαση της 13.10.2020 του ΔΣ της …, κατά την οποία ανακλήθηκε η υπ΄αριθ. 173/2019 απόφασή του, κατά το μέρος που είχε κρίνει τεχνικά αποδεκτή την προσφορά της … και την είχε ανακηρύξει προσωρινή ανάδοχο, χωρίς ωστόσο η έκβαση του διαγωνισμού να είναι ακόμη οριστική. Ήδη δε με τις προτάσεις της η ενάγουσα εκθέτει το μεταγενέστερο της άσκησης της αγωγής γεγονός της εκ νέου ανάδειξης της «…» ως προσωρινής αναδόχου του έργου, κατά τη συνεδρίαση της 11.06.2020 του Δ.Σ. της …, κατά την οποία αυτό έκρινε ότι το πλοίο «…» είναι κατάλληλο και ασφαλές για την εκτέλεση της εν θέματι διαδρομής, με αποτέλεσμα, κατά τους ισχυρισμούς της, να μην υπάρχει επί του παρόντος περιουσιακή της βλάβη υπό τη μορφή διαφυγόντων εισοδημάτων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, όπως αυτό συμπληρώθηκε παραδεκτά και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος με τις έγγραφες προτάσεις της, ενόψει της τελευταίας ως άνω κρίσης της αναθέτουσας Αρχής (άρθ. 223 εδ.β, 224 εδ.β, 295§1, 297 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 ΦΕΚ Α΄87/23.07.2015), με την παραίτηση εκ του κονδυλίου των διαφυγόντων εισοδημάτων, ποσού 84.000€, που ισχυριζόταν η ενάγουσα με την αγωγή ότι θα αποκέρδαινε με βεβαιότητα από την εκναύλωση του πλοίου «…» στην «…» ως αναδόχου του έργου και επιφυλασσόμενη, δοθέντος ότι η εν λόγω υπόθεση δεν έχει ακόμη κριθεί οριστικά, αφού εκκρεμεί ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και της …, για τη μελλοντική άσκηση αγωγής ως προς την εν λόγω αξίωση, η ενάγουσα ζητεί, κύρια με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις και δη λόγω της περιγραφόμενης στην αγωγή απάτης και συκοφαντικής δυσφήμισης που διέπραξαν σε βάρος της τα εναγόμενα φυσικά πρόσωπα, για την αδικοπρακτική συμπεριφορά των οποίων ενέχονται εις ολόκληρον και τα νομικά πρόσωπα τα οποία εκπροσωπούν, άλλως κατά τη διάταξη του άρθρου 919 του ΑΚ, ισχυριζόμενη ότι η προπεριγραφείσα συμπεριφορά των εναγομένων αντίκειται στα χρηστά ήθη, είναι δε υπαίτια, με μοναδικό σκοπό την πρόκληση οικονομικής ζημίας σε αυτήν, η οποία θα επέλθει λόγω μη εκτέλεσης από το πλοίο της των δρομολογίων του προκηρυχθέντος έργου, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 24.800,00€ για τις δαπάνες στις οποίες η ίδια υποβλήθηκε προκειμένου να αντικρούσει τους ψευδείς ισχυρισμούς των εναγομένων και συγκεκριμένα το ποσό των 8.680,00€ που κατέβαλε σε μελετητική εταιρεία για την εκτέλεση βυθομετρικών αποτυπώσεων – φωτογραμματρικών διαγραμμάτων, το ποσό των 6.200,00€ που κατέβαλε σε πολιτικό μηχανικό για τη σύνταξη τεχνικής έκθεσης των αποτελεσμάτων των ως άνω αποτυπώσεων και διαγραμμάτων, το ποσό των 3.720,00€ που κατέβαλε για τη σύνταξη έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, το ποσό των 2.480,00€ που κατέβαλε σε δικηγορική εταιρεία για τη μελέτη και αξιολόγηση του συνόλου της εγγράφων της διαγωνιστικής διαδικασίας και το ποσό των 3.720,00€ που κατέβαλε στην ίδια δικηγορική εταιρεία για την υποβολή έγκλησης σε βάρος των τριών πρώτων εναγομένων για το αδίκημα της απάτης σε βάρος της, επιπλέον δε αιτείται να της καταβάλουν το ποσό των 100.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθώς με τις ψευδείς παραστάσεις και διαδόσεις τους, περί ακαταλληλότητας του πλοίου της, έβλαψαν τη φήμη και την επιχειρηματική της πίστη έναντι του πλέον σημαντικού της συνεργάτη, ήτοι της εταιρείας «…», όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Επικουρικά δε η ενάγουσα αιτείται να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν όλα τα παραπάνω κονδύλια με βάση τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του Ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού», καθώς οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι διέδωσαν εν γνώσει τους ψευδείς ισχυρισμούς σε σχέση με την επιχείρησή της (πλοίο) δυνάμενες να βλάψουν αυτήν κατά τα προεκτεθέντα, ήτοι με τη ματαίωση της εκναύλωσης του πλοίου στην ανωτέρω συμμετέχουσα στον διαγωνισμό εταιρεία, επιπλέον δε ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απειλή χρηματικής ποινής 3.000,00€ και προσωπικής κράτησης των τριών πρώτων εξ αυτών διάρκειας 6 μηνών για κάθε παράβαση, να παραλείπουν κάθε μελλοντική διάδοση ισχυρισμών όμοιου ή παρεμφερούς περιεχομένου με τους επίδικους και συγκεκριμένα κάθε ισχυρισμού ότι δήθεν το πλοίο «…» Νηολογίου … δεν μπορεί να εκτελέσει με ασφάλεια το δρομολόγιο από τη Νήσο Πασσά στην απέναντι Ευβοϊκή Ακτή και αντίστροφα. Ζητεί, επίσης, η ενάγουσα να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί σε βάρος των τριών πρώτων εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας οκτώ μηνών, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 215παρ.2 ΚΠολΔ (νομίμως και εμπροθέσμως επιδοθείσα και στον πρώτο εναγόμενο, με σαφή μνεία στην υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά … ότι επιδίδεται σε αυτόν τόσο ατομικά όσο και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της τέταρτης εναγομένης), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην, καθώς στην αγωγή σωρεύεται και το -μη αποτιμητό σε χρήμα- αίτημα της υποχρέωσης των εναγομένων να παραλείπουν κάθε μελλοντική διάδοση ισχυρισμών με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και καθώς αυτό δεν υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον (άρθρο 42 Κ.Πολ.Δ. και 51§2 εδ.α, §3Α, Β περ. β,ι του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), τυγχάνει, ωστόσο, απορριπτέα για τους ακόλουθους λόγους: η ενάγουσα στερείται καταρχήν ενεργητικής νομιμοποίησης προς άσκηση της υπό κρίση αγωγής, κατά το μέρος της αδικοπρακτικής της βάσης που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην αξιόποινη πράξη της απάτης εκ μέρους εναγομένων (άλλως της απόπειρας απάτης), αλλά και κατά το μέρος που ερείδεται στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, καθώς, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή η ίδια δεν μετέχει στη διαγωνιστική διαδικασία που διακηρύχθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. … διακήρυξη από την …, ο επικαλούμενος δε (προσωρινός) αποκλεισμός από τη διαδικασία αυτή αφορά σε τρίτο νομικό πρόσωπο (…), το οποίο στην περίπτωση του οριστικού αποκλεισμού του υφίσταται και τη βλάβη, ήτοι την απώλεια του συμβατικού τιμήματος του έργου (που αποτελεί σε περίπτωση απάτης και το σκοπούμενο παράνομο περιουσιακό όφελος), ενώ η ματαίωση της συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ της ανωτέρω εταιρείας … και της ενάγουσας, για τη ναύλωση του πλοίου της τελευταίας «…», προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτό για την υλοποίηση του αντικειμένου του έργου, ήτοι τη μεταφορά των προβλεπόμενων ποσοτήτων αφυδατωμένης ιλύος από τις Εγκαταστάσεις Λυμάτων της …, συνιστά αντανακλαστική συνέπεια εκ του αδικήματος, ήτοι έμμεση ζημία, μη αποκαταστατέα κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, σύμφωνα και με τα σχετικώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, η ενάγουσα εκθέτει με τις προτάσεις της ότι η εταιρεία «…» αναδείχθηκε εκ νέου προσωρινή ανάδοχος του έργου, κατά τη συνεδρίαση της 11.06.2020 του Δ.Σ. της αναθέτουσας Αρχής, κατά την οποία και έκρινε ότι το πλοίο «…» είναι κατάλληλο και ασφαλές συνομολογώντας ότι δεν υφίσταται πλέον η επικαλούμενη με την αγωγή της ζημία, ήτοι ο αποκλεισμός της … από τη διαγωνιστική διαδικασία που διακήρυξε η … και η συνακόλουθη ματαίωση της ναύλωσης του πλοίου της στην ανωτέρω εταιρεία, η οποία (ζημία) θεμελιώνει αφενός την επιμέρους αγωγική αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα, εκ της οποίας η ενάγουσα παραιτήθηκε, αφετέρου δε αποτελεί αυτοτελή προϋπόθεση της ευθύνης των εναγομένων προς αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 του ΑΚ. Κατά το μέρος δε που η αδικοπρακτική βάση της αγωγής θεμελιώνεται σε συκοφαντική δυσφήμιση σε βάρος της ενάγουσας, η τελευταία καταρχήν νομιμοποιείται προς άσκηση της αξίωσης προς χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επικαλούμενη με την αγωγή της συγκεκριμένη ζημία, με υλική υπόσταση και δη την προσβολή της φήμης και της επαγγελματικής της πίστης έναντι της βασικής συνεργάτιδός της εταιρείας «…» λόγω του αποκλεισμού της τελευταίας από τον διαγωνισμό, συνεπεία αποκλειστικά των ψευδών παραστάσεων των εναγομένων σε σχέση με την καταλληλότητα του πλοίου που της είχε παραχωρήσει και που αποτελούσε αναγκαίο όρο για τη συμμετοχή της σε αυτόν, ωστόσο η εν λόγω αγωγική αξίωση τυγχάνει απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, καθότι, όπως εκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που ασκείται από νομικά πρόσωπα προϋποθέτει την ύπαρξη και επίκληση συγκεκριμένης ζημίας, με υλική υπόσταση, η οποία ωστόσο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προτάσεις της ενάγουσας, δεν υφίσταται κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής, κατά τον οποίον κρίνεται και η συνδρομή ή μη του εννόμου συμφέροντος, αφού η εταιρεία … έχει κηρυχθεί προσωρινή ανάδοχος, το δε πλοίο της ίδιας έχει κριθεί σύμφωνο με τις προδιαγραφές του διαγωνισμού, με αποτέλεσμα να μη δικαιολογείται πλέον η επίκληση της τρώσης της φήμης και της αξιοπιστίας της έναντι της ως άνω βασικής συνεργάτιδός της. Άλλωστε δεν δύναται να θεμελιωθεί έννομο συμφέρον της ενάγουσας προς άσκηση της εν λόγω αξίωσης ούτε με βάση τον ισχυρισμό ότι υπήρξε κίνδυνος αποκλεισμού της … από τον διαγωνισμό, λόγω των ψευδών ισχυρισμών και διαδόσεων των εναγομένων, καθώς το έννομο συμφέρον, απαιτείται να είναι παρόν, ήτοι να αφορά έννομες σχέσεις υπαρκτές και παρούσες, και όχι υποθετικές ή ενδεχόμενες, σε κάθε δε περίπτωση, ήτοι ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι υφίσταται υπαρκτή και ενεστώσα ζημία της ενάγουσας λόγω κλονισμού της αξιοπιστίας της έναντι της ως άνω συνεργάτιδός της συνεπεία του προσωρινού αποκλεισμού της από τη διαγωνιστική διαδικασία κατά τη συνεδρίαση της 13.02.2020 του Δ.Σ. της …, η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, καθώς δεν προσδιορίζει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των ισχυρισμών των εναγομένων και της ως άνω απόφασης του Δ.Σ. της αναθέτουσας Αρχής. Αντιθέτως στο μοναδικό σημείο της αγωγής που αναφέρεται η αιτιολογία της ως άνω απόφασης με την οποία ανακλήθηκε η υπ’ αριθ. 173/2019 απόφαση του Δ.Σ. της …, κατά το μέρος που η τελευταία είχε κρίνει τεχνικά αποδεκτή την προσφορά της … και την είχε ανακηρύξει προσωρινή ανάδοχο, παρατίθεται το εξής απόσπασμα αυτής: «…διότι κατόπιν αξιολόγησης των ανωτέρω εγγράφων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά και της Νηογνώμονα εταιρείας … και της Τεχνικής Προσφοράς της …, διαπιστώθηκε ότι, δεν προκύπτουν επαρκή τεχνικά στοιχεία για την ικανότητα ή μη προσέγγισης και πρόσδεσης του πλοίου «…» στα συγκεκριμένα σημεία επιβίβασης και αποβίβασης των φορτηγών οχημάτων, της νησίδας Πασσά και της Ευβοϊκής Ακτής…», ήτοι ουδόλως μνημονεύονται τα έγγραφα που συνέταξαν, υπέβαλαν και επικαλέστηκαν σύμφωνα με την αγωγή οι εναγόμενοι ενώπιον της Αναθέτουσας Αρχής. Τέλος, απορριπτέα τυγχάνει και η επικουρική βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού, ως αόριστη, καθότι, ενώ καταρχήν η ενάγουσα, αν και μη μετέχουσα στην προκείμενη διαγωνιστική διαδικασία, νομιμοποιείται καταρχήν να αξιώσει την ανόρθωση ζημίας που υπέστη από ειδήσεις που διαδόθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, με σκοπό ανταγωνισμού, σε βάρος της επιχείρησής της, ωστόσο δεν προσδιορίζει με πληρότητα και σαφήνεια στο αγωγικό δικόγραφο τον τρόπο με τον οποίον οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν και διαδόθηκαν από τους εναγόμενους δύναντο να βλάψουν την επιχείρησή της, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 11 του ν. 146/1914 και ειδικότερα δεν προσδιορίζει το είδος του ελέγχου που ασκούσε η αναθέτουσα Αρχή στη συγκεκριμένη φάση του διαγωνισμού και δη με βάση ποια κριτήρια το Δ.Σ. αυτής αναδείκνυε τον ανάδοχο του έργου, εάν ως προς το ζήτημα της καταλληλότητας του πλωτού μέσου που διέθεταν οι υποψήφιοι περιοριζόταν στον έλεγχο της εκ μέρους τους προσκόμισης των ζητούμενων από τη διακήρυξη δικαιολογητικών ή εάν είχε την ευχέρεια να συνεκτιμήσει ως προς το ζήτημα αυτό τους επίδικους ισχυρισμούς και τα έγγραφα που συνετάγησαν και προσκομίστηκαν από τους εναγόμενους, ήτοι εάν εν τέλει οι ισχυρισμοί και οι διαδόσεις αυτών ήταν πρόσφοροι να επηρεάσουν την κρίση του Δ.Σ. της … ως προς την ανάδειξη του προσωρινού αναδόχου του έργου και κατ΄ επέκταση δυνάμενοι να βλάψουν αιτιωδώς την περιουσία της ενάγουσας. Κατ’ ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί, για τους προαναφερόμενους λόγους, ως προς την κύρια και τις επικουρικές της βάσεις και να επιδικαστεί σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της, η δικαστική δαπάνη των εναγομένων (176 εδ.α, 191§2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος της ενάγουσας τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ευρώ (2.520,00€)
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις ………………. 2021 και δημοσιεύθηκε στις…………………..2021, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ