Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός απόφασης

1506/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(συνεκδίκαση)

ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 11.562 – 5797/2019

ΓΑΚ – ΕΑΚ ανακοίνωσης, προσεπίκλησης παρεμπίπτουσας αγωγής: 153- 76/2020

ΓΑΚ – ΕΑΚ πρόσθετης παρέμβασης: 2367 – 1197/2020

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Νοεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΕΦΑΣ ΑΜ 1334, δυνάμει του από 13.7.2020 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, …, και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Η ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για τη οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, ΑΝΝΑ ΚΟΖΩΝΗ ΑΜ 2924 ΔΣΠ, δυνάμει του από 10.7.2020 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β) ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΣΑ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑ : Η ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, ΑΝΝΑ ΚΟΖΩΝΗ ΑΜ 2924 ΔΣΠ δυνάμει του από 10.7.2020 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ – ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ – ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Η Ανώνυμη Ελληνική Ασφαλιστική Εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ ΑΜ 1327, δυνάμει του με αριθμό …/14.7.2017 πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της, … της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Γεροστάθη, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Γ) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑ : Η         Ανώνυμη Ελληνική Ασφαλιστική Εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ ΑΜ 1327, δυνάμει του με αριθμό …/14.7.2017 πληρεξουσίου του νομίμου εκπροσώπου της, … της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Γεροστάθη, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΥΠΕΡ ’ΗΣ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Η ναυτιλιακή εταιρία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ … για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της, ΑΝΝΑ ΚΟΖΩΝΗ ΑΜ 2924 ΔΣΠ δυνάμει του από 10.7.2020 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, …, και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ’ΗΣ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ : Η        ναυτική εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ. …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΕΦΑΣ ΑΜ 1334 δυνάμει του από 13.7.2020 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, … και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 17-12-2019 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 153 – 76/2020, η συζήτηση της οποίας μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 23-10-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 8-1-2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 153 – 76/10-1-2020, η συζήτηση της οποίας μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 26-10-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζητά να γίνει δεκτή η από 12-3-2020 πρόσθετη παρέμβαση με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 2367 – 1197/2020, η συζήτηση της οποίας, μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 26-10-2020 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔ οι κρινόμενες αγωγή, ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – αγωγή εξ αναγωγής και πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να συνεκδικαστούν, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου με τη συνεκδίκαση διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων και επομένως πρέπει να διαταχθεί η ένωση και η συνεκδίκαση αυτών, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,2,6,8,12,13 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2391/1996 και τέθηκε σε ισχύ στις 3-6-1997, προκύπτει ότι κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που αποσκοπεί στην παροχή βοήθειας σε πλοίο ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο, που βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο πραγματικό, άμεσο ή έστω πιθανολογούμενο που προϋπάρχει των σωστικών υπηρεσιών σε ύδατα κατάλληλα για ναυσιπλοΐα ή σε οποιαδήποτε άλλα ύδατα, παρέχει δικαίωμα αμοιβής, εφόσον είχε ωφέλιμο αποτέλεσμα. Η ως άνω διεθνής σύμβαση εφαρμόζεται και σε επιχειρήσεις αρωγής σε εσωτερικά ύδατα, δεδομένου ότι η χώρα μας δεν διατύπωσε σχετική επιφύλαξη, κατά το άρθρο 30§1 της Σύμβασης αυτής και αναπτύσσει ισχύ και επί πλωτών ναυπηγημάτων, αφού το κείμενο της Σύμβασης εφαρμόζεται σε κάθε κατασκευή που είναι ικανή για ναυσιπλοΐα (“any ship or craft or any structure capable of navigation” – βλ. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο ΙΙΙ, σελ. 356 · Αλαπάντα, Νομικά ζητήματα θαλάσσιας αρωγής, ΠειρΝ 2017, σελ. 300 επ.). Η σύμβαση θαλάσσιας αρωγής είναι άτυπη, συνάπτεται και σιωπηρώς (άρθρο 6§1 Σύμβασης) και κατά το άρθρο 19 της εν λόγω Σύμβασης η κατάρτιση της θεωρείται ότι υπάρχει πλην της ρητής και εύλογης απαγόρευσης του πλοιοκτήτη για παροχή αρωγής (Κοροτζής, ο.π., σελ. 365 – 366 με περαιτέρω παραπομπές). Υποκείμενα της σύμβασης είναι ο πλοιοκτήτης του δεχόμενου την αρωγή πλοίου, ο κύριος του φορτίου που μεταφέρεται, ο δικαιούχος του ναύλου που βρίσκεται σε κίνδυνο και ο κύριος κάθε περιουσιακού στοιχείου κατά την έννοια του άρθρου 1 περ. γ΄ της συμβάσεως και από την άλλη πλευρά, αν πρόκειται για επαγγελματικό ναυαγοσωστικό πλοίο, ενεργητικώς νομιμοποιείται ο πλοιοκτήτης του ναυαγοσωστικού (ΕφΠειρ 322/2007, ΕΝαυτΔ 2007.297 ·Κοροτζής, ο.π., σελ. 366). Τέλος, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία των μερών για την αμοιβή, το ποσό αυτό καθορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο λαμβάνει ως βάση για τον σκοπό αυτό, τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 13§1 της προαναφερόμενης διεθνούς σύμβασης και ειδικότερα, άσχετα με τη σειρά τους : (α) την διασωθείσα αξία του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, (β) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να αποτρέψουν ή να ελαχιστοποιήσουν βλάβη του περιβάλλοντος, (γ) το μέγεθος της επιτυχίας, που επιτεύχθηκε από τον αρωγό, (δ) τη φύση και την έκταση του κινδύνου, (ε) την επιτηδειότητα και τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι αρωγοί για να σώσουν το πλοίο, τυχόν άλλα περιουσιακά στοιχεία και ζωές, (στ) τον χρόνο που διατέθηκε, τις δαπάνες και τις απώλειες που είχαν οι αρωγοί, (ζ) τον κίνδυνο ευθύνης και άλλους κινδύνους, τους οποίους διέτρεξαν οι αρωγοί ή ο εξοπλισμός τους, (η) το έγκαιρο των υπηρεσιών που παρασχέθηκαν, (θ) την δυνατότητα διάθεσης και χρησιμοποίησης πλοίων ή άλλου εξοπλισμού που προορίζονται για επιχειρήσεις αρωγής, (ι) τον βαθμό ετοιμότητας και επάρκειας του εξοπλισμού του αρωγού και την αξία τούτου (ΕφΠειρ 751/2007, ΕΝΔ 2008.52 ·ΕφΠειρ 322/2007, ΕΝαυτΔ 2007.297 ·ΕφΠειρ 1013/2006, ΕΝαυτΔ 2007.131). Περαιτέρω, είναι δυνατό να υπάρξει μερική συμβολή στη διατήρηση του πράγματος, όταν οι σωστικές υπηρεσίες παρασχέθηκαν από περισσότερους από έναν αρωγούς και συνέβαλαν στο ωφέλιμο αποτέλεσμα, έστω και αν καθεμία από αυτές δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό (ΕφΠειρ 625/1999, ΕΝαυτΔ 27.176), κατανεμόμενη μεταξύ τους ανάλογα με τη συμβολή καθενός από αυτούς στη διάσωση του κινδυνεύοντος πλοίου (ΕφΛαρ 570/2002 Νομος·  ΕφΠειρ 1083/1999 ΝαυτΔικ 1.133 ·ΕφΠειρ 1171/1997 ΕΝαυτΔ 26.39). Τέλος, η διαφορά της θαλάσσιας αρωγής από την απλή ρυμούλκηση έγκειται στο ότι η πρώτη προϋποθέτει την συνδρομή σοβαρού κινδύνου απώλειας ή βλάβης του πλοίου, ο οποίος (κίνδυνος) δεν είναι ανάγκη να είναι επικείμενος (άμεσος), αλλά αρκεί να είναι ενδεχόμενος και πιθανός, ενώ στη δεύτερη (ρυμούλκηση) το πλοίο απλώς δεν μπορεί από άλλο λόγο (στέρηση γενικά ή κατά ένα μέρος της δικής του κινητήριας δύναμης) να συνεχίσει τον πλου του και ζητά την συνδρομή άλλου πλοίου για να συνεχίσει (ΕφΠειρ 893/2011, ΕΝαυτΔ 2013.311 ·ΕφΠειρ 24/2011, ΕΕμπΔ 2011.654). Περαιτέρω, το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), το οποίο όμως τροποποιήθηκε με τον νόμο “Insurance Act 2015”, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12.2.2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights Against the Insurers” – βλ. 23.3),  καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές  ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Κατά τον “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906) προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. “Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια“. Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας» : Άρθρο 3§2 : «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία»…. Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος:  Άρθρο 5. “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ` αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό“. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο:  Άρθρο 27. “1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίωσης του πράγματος για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας“. Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες: Άρθρο 55. “1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δόλιας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος“.  Μερική και ολική απώλεια:  Άρθρο 56. “1. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική, είτε μερική, οποιαδήποτε άλλη απώλεια πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. ” Άρθρο 65 : «1. Υπό την αίρεση οποιασδήποτε ρητής διάταξης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, τα δικαιώματα επιθαλάσσιας αρωγής που καταβλήθηκαν για να αποτραπεί μια απώλεια από ασφαλισμένους κινδύνους μπορούν να αποζημιωθούν ως απώλεια από τους κινδύνους αυτούς. 2. «Δικαιώματα επιθαλάσσιας αρωγής» σημαίνει τα δικαιώματα, τα οποία είναι καταβλητέα, σύμφωνα με το ναυτικό δίκαιο σε ένα διασώστη ανεξάρτητα από την κατάρτιση συμβολαίου.» Έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για απώλεια:  Άρθρο 78 παρ. 1 : “Όπου ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιέχει μία ρήτρα αποτροπής και περιορισμού της ζημίας, η ανάληψη αυτής της υποχρέωσης θεωρείται ότι είναι συμπληρωματική προς τη σύμβαση της ασφάλισης και ο ασφαλισμένος μπορεί να αποζημιωθεί από τον ασφαλιστή για οποιεσδήποτε δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε κανονικά σύμφωνα με τη ρήτρα, ανεξαρτήτως του ότι ο ασφαλιστής μπορεί να έχει πληρώσει για ολική απώλεια ή ότι το αντικείμενο της ασφάλισης μπορεί να έxει καταστεί αντικείμενο εγγύησης ελεύθερο από μερική αβαρία, είτε ολικώς είτε κάτω από κάποιο ποσοστό.” Άρθρο 78 παρ. 4 : “Είναι καθήκον του ασφαλισμένου και των πρακτόρων του, σε όλες τις περιπτώσεις, να λάβουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία μπορεί να είναι εύλογα προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μίας ζημίας. Επίσης, στην ρήτρα 9 των “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 ορίζεται ότι “ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης : 9.1 Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων”. Ακόμη, στην ρήτρα 15.1 IYC ορίζεται ως καθήκον του ασφαλισμένου ότι “σε περίπτωση οποιασδήποτε απώλειας ή ατυχήματος είναι καθήκον του ασφαλισμένου και των υπαλλήλων και πρακτόρων του να λάβουν τα μέτρα εκείνα, τα οποία μπορεί να είναι εύλογα προς το σκοπό αποτροπής ή ελαχιστοποίησης μίας απώλειας, η οποία θα ήταν αποζημιωτέα σύμφωνα με την ασφάλιση αυτή“, ενώ στην ρήτρα 15.2 IYC ορίζεται ότι “υπό την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων και της ρήτρας 12, οι ασφαλιστές θα συνεισφέρουν στις εύλογες και κατάλληλες δαπάνες που υποβλήθηκε ο ασφαλισμένος, οι προστηθέντες του και οι αντιπρόσωποι τους. Δαπάνες γενικής αβαρίας, αμοιβή διασωστών, νομικές δαπάνες αναφορικά με την σύγκρουση πλοίων καθώς και δαπάνη στην οποία υπεβλήθη ο ασφαλισμένος προκειμένου να αποτρέψει ή να περιορίσει καλυπτόμενη ευθύνη του με βάση τη ρήτρα 11.2 δεν είναι αποζημιωτέες με βάση τη ρήτρα 15.” Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει κατ’ αρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Ακόμη, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται κατά το άρθρο 55.2 ΜΙΑ, όταν η ζημία προήλθε από ηθελημένη κακή συμπεριφορά του ασφαλισμένου (“wilful misconduct”), αλλά πλην αντίθετης πρόβλεψης στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, ευθύνεται αν  η ζημία προκλήθηκε ως έγγιστα από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η ζημία δεν θα είχε συμβεί εάν δεν υπήρχε κακή διαχείριση ή αμέλεια εκ μέρους του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Η ηθελημένη κακή διαχείριση, κατά τον παρόμοιο όρο στη διεθνή σύμβαση χερσαίας μεταφοράς πραγμάτων (CMR) περιλαμβάνει εκτός από το δόλο, άμεσο και ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του ασφαλισμένου, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή παράλειψη του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επελεύσεως του ζημιογόνου αποτελέσματος, για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία χωρίς κατ’ ανάγκη και να το αποδέχεται. Διαφοροποιείται δε η μορφή αυτή πταίσματος από την έννοια της βαρείας αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του, καθόσον στη μορφή αυτή της αμέλειας το μέτρο της επιμελείας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικώς, ενώ στην ηθελημένη κακή διαχείριση απαιτείται αναγκαίως και η συνδρομή του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσεως του μεταφορέα που γνωρίζει ότι η ενέργεια του ή η παράλειψη επαυξάνει τον κίνδυνο πραγματώσεως του ζημιογόνου αποτελέσματος (βλ. ΟλΑΠ 18/1998, Αρμ 1998.941). Σημειώνεται δε ότι στο ασφαλιστικό δίκαιο των πλοίων ο ανωτέρω ορισμός του άρθρου 55.2 του ΜΙΑ 1906 έχει την έννοια ότι οποιαδήποτε μορφή αμέλειας του ασφαλισμένου στην επέλευση ζημίας ή απώλειας (καλυπτόμενης με το ασφαλιστήριο) δεν μπορεί να τύχει επίκλησης από τον ασφαλιστή προς τον σκοπό της απαλλαγής του από την ευθύνη, εκτός και αν αυτό προβλέπεται ρητά από τη σύμβαση. Τέτοια δε πρόβλεψη υπάρχει στην ρήτρα 9.2 του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 για την ασφάλιση θαλαμηγών σκαφών (ΠολΠρΠειρ 5.462/1999, ΕΝαυτΔ 1999.370). Ως προς την ερμηνεία των διατάξεων 78 και 55 (2a) ΜΙΑ 1906, γίνεται δεκτό ότι σε περίπτωση που υφίσταται κραυγαλέα παράλειψη του ασφαλισμένου, χωρίς εύλογη αιτία να λάβει τα δέοντα μέτρα περιορισμού της ζημίας και η παράλειψη αυτή συνδέεται αιτιωδώς με την επέλευση της ζημιάς, ώστε από μόνη της να προκάλεσε την απώλεια (proximate cause) επέρχεται απαλλαγή του ασφαλιστή λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης 55, 2a MIA 1906 [National Oilwell (UK) Ltd v. Davy Offshore Ltd (1993) 2 Lloyd’s Rep 582· State of Netherlands v. Youell (1998) 1 Lloyd’s Rep 236 · CA Merkin, Marine Insurance Legislation, 2013, σελ. 107].  Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως, διακρίνονταν δε ειδικότερα, έως την προειρημένη τροποποίηση του αγγλικού δικαίου θαλάσσιας ασφάλισης, 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 ΜΙΑ 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (“to avoid the contract”) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και 2) των κανόνων περί “warranties” των άρθρων 33 επoμ. ΜIA 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση. Η απόδειξη της ως άνω παραβίασης βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 επ. ΜΙΑ, η χρησιμοποιουμένη στις ασφαλιστικές συμβάσεις λέξη “εγγύηση” (“warranty”) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων [παρ. 33(1)]. Η “εγγύηση”, όπως ανωτέρω ορίσθηκε αποτελεί προϋπόθεση (condition) ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ασφαλισμένος. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του με τον όρο αυτό και εφόσον α) δεν υπήρχε αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμόρφωσης, ο ασφαλιστής απαλλάσσονταν της ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 996/1999, ΕφΠειρ 981/2002, Στυλιανέα, Αι δηλώσεις εγγυήσεως (WARRANTIES) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν, EΝΔ 4.55). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 20 ΜΙA, η αθέτηση όρων της συμβάσεως ασφαλίσεως σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου παρείχαν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να την θεωρήσει εξ αρχής άκυρη. Και τούτο διότι ο ΜΙΑ 1905 με ρητή διάταξη (παρ. 17) καθόριζε ότι η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη και, αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί από το άλλο μέρος. Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλεπόταν ως άνω, είχε την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογούνταν από την φύση της σύμβασης, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνoυ που αναλαμβάνει για να κρίνει αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο δεν αποκαλύφθηκε ήταν ουσιώδες ή όχι είναι ζήτημα πραγματικό. Το βάρος απόδειξης βάρυνε εκείνον που επικαλείται την μη αποκάλυψη, όπως κατωτέρω εκτίθεται. Στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιστής διόρισε ένα πραγματογνώμονα να επιθεωρήσει το προς ασφάλιση πλοίο, τότε όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που εξέθεσε ο πραγματογνώμονας – ιδιαίτερα αν λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος – στον ασφαλιστή λογίζονταν σε γνώση του τελευταίου ακόμα και αν δεν τα είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ο ασφαλισμένος [Joel v. Law Union & Crown Insurance Co. (1908) ΚΒ 863]. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της πηγής γνώσεως ουσιωδών και στοιχείων, ο ασφαλιστής θεωρούνταν ότι τελούσε σε γνώση και δεν μπορούσε να καταγγείλει ή να ισχυρισθεί ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, επειδή δεν αποτέλεσε την πηγή πληροφόρησης ο ίδιος ο ασφαλισμένος. Όμως, η σχετική διάταξη που καθιερώνει την ως άνω υπέρτατη καλή πίστη στο άρθρο 17 MIA 1906 τροποποιήθηκε ουσιωδώς με τον νόμο “Insurance Act 2015” [βλ. άρθρο 14.3a Insurance Act 2015: “in section 17 of the Marine Insurance Act 1906 (marine insurance contracts are contracts of the utmost good faith), the words from “, and” to the end are omitted”]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 39 ΜΙΑ ο ασφαλισμένος εγγυάται (warrants) ότι το πλοίο, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης είναι αξιόπλοο. Ένα πλοίο θεωρείται αξιόπλοο, όταν είναι ικανό να αντιμετωπίσει από κάθε άποψη τους συνήθεις κινδύνους της θάλασσας (άρθρ. 39 ΜΙΑ). Το αξιόπλοο του πλοίου σχετίζεται άμεσα και με τα άτομα που αποτελούν το πλήρωμα του, ως προς την ικανότητα τους να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες του ταξιδιού. Το αξιόπλοο αποτελεί στοιχείο πραγματικό και δεν είναι σε άμεση συνάφεια με τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για κάθε τύπο πλοίου. Σε περίπτωση αθέτησης του όρου εγγύησης αξιοπλοΐας από τη μεριά του ασφαλισμένου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνονταν σε αποζημίωση οποιασδήποτε απώλειας, η οποία έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο δεν πληρούσε τα κριτήρια αξιοπλοΐας. Σε σχέση με ασφαλιστικές συμβάσεις πλοίων ορισμένου χρόνου (“time policy”), όπως είναι οι συμβάσεις πλοίων αναψυχής, το άρθρο 39 (5) ΜIA προέβλεπε ότι δεν ισχύει η εγγύηση αξιοπλοΐας για το πλοίο για όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, αλλά μόνο όταν, σε γνώση του ασφαλισμένου, το πλοίο καταπλέει, ενώ δεν είναι σε αξιόπλοη κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής δεν ευθυνόταν για την καταβολή αποζημιώσεως, δηλαδή για ζημία ή απώλεια που επήλθε λόγω του αναξιόπλοου του πλοίου. Κατά συνέπεια, αναφορικά με τις ασφαλιστικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, για να απαλλαγεί ο ασφαλιστής λόγω της αναξιοπλοΐας του πλοίου, έπρεπε να αποδείξει ότι α) ο ασφαλισμένος γνώριζε το αναξιόπλοο του πλοίου κατά τον χρόνο του πλου από το λιμένα και β) υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του αναξιόπλοου (Ο΄ May on Marine Insurance, 1993, p. 84). Η ως άνω απαλλαγή επέρχονταν μόνο όταν ο ασφαλιστής αποδείκνυε ότι το πλοίο δεν ήταν σε αξιόπλοη κατάσταση κατά την χρονική στιγμή του πλου από το λιμένα. Αυτό ίσχυε και στην περίπτωση ξαφνικής εισροής ύδατος και βύθισης του πλοίου λόγω αναξιοπλοΐας (“unseaworthiness”) του σκάφους, χωρίς την επίδραση θαλασσίου κινδύνου κατά την παραπάνω έννοια (βλ. αποφάσεις Merchants Trading Co v Universal Marine Insurance Co (1870) CP 431, CA Samuel v Dumas (1924) 18 LlL Rep 211, HL). Επιπροσθέτως, ο ασφαλιστής απαλλάσσονταν των υποχρεώσεων του στην περίπτωση που αποδείκνυε ότι ο ασφαλισμένος, παραβιάζοντας την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης, είτε απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία όσον αφορά το αντικείμενο της ασφάλισης, είτε προέβη σε ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με αυτό. Το βάρος απόδειξης της απόκρυψης (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων βάρυνε τον ασφαλιστή, ο οποίος, όφειλε να αποδείξει ότι α) το ουσιώδες στοιχείο υπήρχε κατά την περίοδο της συνάψεως της σύμβασης, β) το γνώριζε ο ασφαλισμένος, γ) το εν λόγω στοιχείο αποκρύφθηκε και δ) η απόκρυψη του στοιχείου λειτούργησε παρελκυστικά και παρέσυρε τον ασφαλιστή στη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης με τους συμφωνημένους συγκεκριμένους όρους. Επίσης, κατά τα προεκτεθέντα, ο ασφαλιστής έφερε το βάρος αποδείξεως για ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου που τον παρέσυραν στη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ακόμη, το άρθρο 18 (2) ΜΙΑ θέσπιζε το κριτήριο του “συνετού ασφαλιστή”, σύμφωνα με το οποίο ο ασφαλιστής έπρεπε να επικαλεστεί γεγονότα που να αποδεικνύουν ότι ένας συνετός ασφαλιστής αν γνώριζε τα αληθή και το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων, τότε δεν θα αναλάμβανε τον κίνδυνο ή ακόμη και αν τον αναλάμβανε θα καθόριζε διαφορετικό ασφάλιστρο. (βλ. σχετ. με αριθμό Πρωτ. 508/03/410 2004 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της Εφ. Πειρ. 525/2003, Clarke: The Law of Insurance Contracts, para 23-3Β, Virginia Louise Murray Βarrister of the Middle Temple: Γνωμοδότηση επί του περιεχομένου του Αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, αναφορικά με τη θαλάσσια ασφάλιση πλοίου αναψυχής, κατόπιν της ΕφΠειρ 525/2003, βλ. σχετικά ΕφΠειρ 1141/2004, Αρμ 2005.1761). Tο δικαίωμα ακύρωσης μπορούσε να ασκηθεί κατά πάντα χρόνο, μετά την λήξη της ασφαλιστικής περιόδου εισέτι, εφόσον δε ασκηθεί, είχε αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι η ασφαλιστική σύμβαση θεωρούνταν ως μη γενομένη εξ αρχής (βλ. Arnould΄s Law of Marine Insurance 16(tm) ed (1981), σελ. 438 και ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372) και γεννιόταν υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών προς επιστροφή των εκατέρωθεν παροχών, εκτός εάν συνέτρεχε περίπτωση εξαπάτησης ή δόλιας παραπλάνησης, οπότε το βλαπτόμενο μέρος δικαιούνταν να παρακρατήσει την παροχή του ετέρου (άρθρο 84 ΜΙΑ 1906). Τις ίδιες ακριβώς συνέπειες (ακυρώσιμη ασφαλιστική σύμβαση) είχε η εκ μέρους του ασφαλισμένου παράλειψη ανακοινώσεως στον ασφαλιστή ουσιωδών περιστατικών κατά τις διαπραγματεύσεις πριν από την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης (άρθρο 18 ΜΙΑ 1906), ως και η εκ μέρους αυτού πραγματοποίηση ανακριβών δηλώσεων (“representations”) προς τον ασφαλιστή (αρθρ. 20 ΜΙΑ 1906). Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το δικαίωμα ακυρώσεως του ασφαλιστηρίου γεννιόταν αποκλειστικώς και μόνο στο πρόσωπο του ασφαλιστή και όχι στο πρόσωπο αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν μπορούσε να προτείνει ακυρότητα της συμβάσεως εξ αιτίας δικής του παράνομης συμπεριφοράς. Ειδικότερα, η υπό της άνω διάταξης του άρθρου 18 [2] επιβαλλομένη υποχρέωση στον ασφαλιζόμενο να ανακοινώσει [αναγγείλει/αποκαλύψει – “disclose”] οποιοδήποτε περιστατικό του ήταν γνωστό τον έθετε προ διλήμματος, υπό την έννοια ότι έπρεπε να αποφασίσει τι είδους πληροφορίες που έχουν σχέση με τον κίνδυνο οφείλει να αποκαλύψει. Κατά τη νομολογία δε των αγγλικών δικαστηρίων, η υπερασφάλιση (over valuation) του πλοίου ή του φορτίου ενέπιπτε στο ρυθμιστικό περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης, καθώς προκαλούσε από μόνη της υποψίες και καθιστούσε τον ασφαλισμένο λιγότερο επιμελή στην επιλογή του πλοίου και του πληρώματος και ελαχιστοποιούσε τις προσπάθειες του για διάσωση του πλοίου ή περιορισμό της ζημίας επί επέλευσης του κινδύνου νοούμενης ως αξίας ασφάλισης εκείνης που απαιτούνταν για την αντικατάσταση του πλοίου και όχι η τιμή αγοράς αυτού [βλ.  Ionides v Pender (1874) LR9 QB.531, 537, 538, Herring  v Jansson and others (1895) 1 Com Cas 177, Gooding v White (1913) 29 TLR 312], δεν αρκούσε όμως, με την εξαίρεση της απάτης, μόνη η υπερασφάλιση, αλλά θα έπρεπε η τελευταία να είναι τέτοια, ώστε εάν τη γνώριζε ο συνετός ασφαλιστής θα είχε επηρεαστεί η βούληση του ως προς την ασφάλιση του κινδύνου ή το ασφάλιστρο [Berger and Light Diffusers Pty Ltd v Pollock (1973) 2 Lloyd’s Rep.442, βλ. για τις αποφάσεις αυτές S.Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, σελ. 193 – 200, E.R Hardy Ivamy, Chalmers’ Marine Insurance Act 1906, 10th edition,  σελ. 26 – 32, βλ. επίσης ΑΠ 1657/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1065, ΕφΘεσ 660/2013, ΕπισκΕΔ 2013.699, ΕφΠειρ 9/2009, ΕΝΔ 2009.123, ΕφΠειρ 6/2008, Νομος). Εντούτοις, με τον Insurance Act 2015, Section 21.2 τα ως άνω άρθρα 18 – 20 του ΜΙΑ 1906 δεν αναπτύσσουν πλέον ισχύ [βλ. επί καταναλωτών ήδη από τις 6.4.2013 δυνάμει του Consumer Insurance (Disclosure and Representations) Act 2012 (c. 6), ss. 2(5)(b), 12(2)] ούτε στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης επί μη καταναλωτών [:(2)In the Marine Insurance Act 1906, sections 18 (disclosure by assured), 19 (disclosure by agent effecting insurance) and 20 (representations pending negotiation of contract) are omitted. (3)Any rule of law to the same effect as any of those provisions is abolished.]. Επίσης, το δίκαιο των “warranties” έχει υποστεί σοβαρές τροποποιήσεις με τον ίδιο νόμο ο οποίος στο δεύτερο μέρος του περιέχει ρυθμίσεις για το ζήτημα της προειρημένης υποχρέωσης του ασφαλισμένου (“PART 2 The duty of fair presentation”) κατάργησε την ισχύ των διατάξεων 33.3 και 34 του ΜΙΑ 1906 που είναι θεμελιώδεις για την φύση και την λειτουργία των “warranties”  [Insurance Act 2015, Section 10. Breach of warranty: 7)In the Marine Insurance Act 1906 (a)in section 33 (nature of warranty), in subsection (3), the second sentence is omitted, (b)section 34 (when breach of warranty excused) is omitted]. Επομένως, το αγγλικό δίκαιο στα εν λόγω ζητήματα να είναι ουσιωδώς τροποποιημένο και ειδικότερα η τυχόν παραβίαση των ως άνω υποχρεώσεων/εγγυήσεων του ασφαλισμένου αντιμετωπίζονται σε διαφορετικό νομικό πλαίσιο σε σχέση και με την απαλλαγή του ασφαλιστή.

Με την υπό κρίση αγωγή, για την συζήτηση της οποίας έλαβε χώρα έγγραφη ενημέρωση για την δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3§2 Ν. 4640/2019 – βλ. προσκομιζόμενο από 17-12-2019 έγγραφο), η ενάγουσα εκθέτει ότι στις 10.8.2019 στις 20.30 ειδοποιήθηκε από τις λιμενικές αρχές ότι είχε μείνει ακυβέρνητο το τουριστικό σκάφος υπό ελληνική σημαία και το όνομα «…», νηολογίου Πειραιώς, αξίας 160.000 ευρώ με δεκαέξι επιβαίνοντες στην θαλάσσια περιοχή Φραγκιά Μυκόνου, χωρίς να λειτουργούν οι μηχανές του, από το οποίο με την συνδρομή πλωτών σκαφών του ΛΣ και ιδιωτικών σκαφών περισυνελέγησαν οι επιβάτες και ο καπετάνιος. Ότι το ειδικά διαμορφωμένο ρυμουλκό ναυαγοσωστικό πλοίο «…», αξίας 1.100.000 ευρώ, απέπλευσε αμέσως για το σημείο όπου το πλοίο παρασύρονταν. Ότι, όταν κατέφθασε στο σημείο, με τις ενέργειες και την χρήση του περιγραφόμενου στην αγωγή εξοπλισμού το πλήρωμα του σκάφους πέτυχε την ασφαλή ρυμούλκηση και πρόσδεση του σκάφους στον λιμένα της Μυκόνου, απασχολούμενο επί 3 περίπου ώρες και επιβαρυνόμενο με τις δαπάνες που λεπτομερώς περιγράφει, αξίας 7.000 ευρώ. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για την προοεκτεθείσα αιτία (αμοιβή υπηρεσιών επιθαλάσσιας αρωγής) το ποσό των 84.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της διάσωσης του πλοίου, λόγω του εμπορικού χαρακτήρα της διαφοράς κατ’ άρθρο 111 ΕισΝΑΚ, ισχυριζόμενη ότι η εναγόμενη εκμεταλλεύεται επαγγελματικά το σκάφος του, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί αυτή στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η αγωγή, η οποία κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου στις 17-12-2019 και επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της οριζόμενης από το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ τριακονθήμερης προθεσμίας, (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο έχει είναι αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω ποσού (άρθρα 8, 9, 10, 12 § 1, 13 και 14§2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον συντρεχόντως (άρθρο 51 § 1, 2 και 3Β περ. ιε΄ Ν. 2172/1993) ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς. Η αγωγή είναι ορισμένη, περιέχουσα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που η τελευταία διάταξη υποδεικνύει σε συνδυασμό με τις κατωτέρω αναφερόμενες διατάξεις ως προς το νόμιμο της αγωγής, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της εναγόμενης, οι οποίοι αφορούν το ουσία βάσιμο της αγωγής (αξία διασωθέντος σκάφους, καύσιμα – λιπαντικά, δυσκολία ή μη πρόσδεσης). Είναι δε και νόμιμη, ερειδόμενη στις  διατάξεις των άρθρων 1,2,6,8,12,13 της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου του έτους 1989 για την επιθαλάσσια αρωγή, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού και σε αυτές των άρθρων 111 ΕισΝΑΚ ως προς το κύριο περί τόκων αίτημα σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 24 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, κατά την οποία «το δικαίωμα του αρωγού για τόκους σε κάθε πληρωμή αμοιβής που οφείλεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, θα καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους, που εδρεύει το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης» (ΕφΠειρ 322/2007, Νομος) και 345 346 ΑΚ, ως προς το επικουρικό περί τόκων αίτημα, καθώς και τα άρθρα 176 και 907 ΚΠολΔ ως προς τα υπόλοιπα αιτήματά της. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο …). Η εναγόμενη αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι δεν υφίστατο κίνδυνος ούτε για το πλοίο, ούτε για τους επιβάτες και ότι επρόκειτο για απλή ρυμούλκηση που έγινε με πρόσδεση που επιτεύχθηκε με την συνδρομή των τριών ατόμων που ευρίσκονταν στο πλοίο και όχι με τις ενέργειες του πληρώματος πλοίου της ενάγουσας, δεν χρησιμοποιήθηκαν ειδικά τεχνικά μέσα ή εξοπλισμός, αμφισβητεί δε και τις επικαλούμενες από την ενάγουσα δαπάνες, καθώς και την αξία του σκάφους του ως και του ναυαγοσωστικού – ρυμουλκού πλοίου της εναγομένης. Περαιτέρω, επικουρικά προβάλλει ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αμφισβητώντας την ιδιότητα του σκάφους ως επαγγελματικού ναυαγοσωστικού, ένσταση που είναι νόμιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Τέλος, η εναγόμενη ισχυρίζεται έτι επικουρικά ότι οι ζημιές που προκάλεσε το πλοίο της ενάγουσας στο πλοίο της εναγόμενης λόγω αμελούς πρόσδεσης – ρυμούλκησης ποσού ανέρχονται στο ποσό των 8.400 ευρώ και τις οποίες ζητά να αφαιρεθούν εν είδη συμψηφισμού. Ο εν λόγω ισχυρισμός μη νομίμως προβάλλεται ως ένσταση συμψηφισμού, καθώς συνιστά αρνητικό ισχυρισμό του ύψους της αμοιβής του αρωγού και εκτιμάται στην παρούσα δίκη επιδίκασης της εύλογης αμοιβής του τελευταίου στο πλαίσιο των αναφερόμενων στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας κριτηρίων που θέτει το άρθρο 13§1 της προαναφερθείσας διεθνούς σύμβασης θαλάσσιας αρωγής και δη της (υπό στοιχείο α΄) διασωθείσας αξίας του πλοίου και των άλλων περιουσιακών στοιχείων, ως και του (υπό στοιχείο γ΄) μεγέθους της επιτυχίας, που επιτεύχθηκε από τον αρωγό.

Με την συνεκδικαζόμενη από 8-1-2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 153 – 76/10-1-2020, όπως αυτή παραδεκτώς περιορίστηκε με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις με τροπή κατά το άρθρο 223 ΚΠολΔ εν όλω του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, η εναγόμενη της κύριας αγωγής, επικαλούμενη ότι έχει ασκηθεί εναντίον της η ως άνω κύρια αγωγή, το δικόγραφο της οποίας έχει ενσωματώσει στο δικόγραφο της, ισχυρίζεται ότι έχει συνάψει σύμβαση ασφάλισης της με την καθ’ ης προσεπικαλούμενη-παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, που ίσχυε κατά το χρόνο που επήλθε ο κίνδυνος, για ασφαλιζόμενη αξία πλοίου 160.000 ευρώ (σκάφος – μηχανή – εξοπλισμός του) με εφαρμοστέο κατά την συμφωνία των μερών το αγγλικό δίκαιο και για τους ασφαλιζόμενους κινδύνους και με ενσωμάτωση των ρητών των Institute Yachts Clauses που αναλυτικά εκθέτει στο δικόγραφο της. Ότι, μολονότι αρνείται την ύπαρξη αστικής της ευθύνης, έχει δικαίωμα να ζητήσει να υποχρεωθεί η αντίδικός να της καταβάλει το ποσό, που η ίδια ενδέχεται να καταβάλει στης κυρίως ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό, προσεπικαλεί αυτήν να παρέμβει υπέρ αυτής στην κύρια δίκη και ζητά σε περίπτωση εκεί ήττας της, να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, νομιμοτόκως από την καταβολή οποιουδήποτε ποσού μέχρι την πλήρη εξόφληση και να καταδικαστεί η καθ’ ης στα δικαστικά της έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, οι  με νόμιμη επικουρική διατύπωση ευθύνης της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας (ΑΠ 1243/2006 ΧρΙΔ 2006. 917) σωρευόμενες στο αυτό δικόγραφο προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή και παρεμπίπτουσα αγωγή, φέρονται αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 31 και 283 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, δεδομένου ότι για την παραδεκτή άσκησή τους επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθής η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής στις 17-12-2019 (238 ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα την 13η-1-2020 (βλ. την προσαγόμενη υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …). Με όρο του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου έχουν οι διάδικοι συμφωνήσει να διέπεται η ασφαλιστική τους σχέση ως προς τις καλύψεις του ίδιου του σκάφους και του εξοπλισμού του από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τους γνωστούς στην διεθνή ασφαλιστική αγορά όρους ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Ιnstitute yachts clauses» από 1.11.1985 (όπως συνηθίζεται στις συμβάσεις ασφάλισης από θαλάσσιους κινδύνους) και, συνεπώς, σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο θα κριθεί η επίδικη διαφορά ως προς τα εν λόγω ζητήματα. Από δικονομικής πλευράς η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή είναι νόμιμη κατά τα άρθρα 88, 283 ΚΠολΔ σύμφωνα με το εφαρμοστέο δικονομικό δίκαιο επί των δικονομικών ζητημάτων (ελληνικό – lex fori) ως προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή – παρεμπίπτουσα αγωγή, καθώς η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή περικλείει όχι μόνον πρόσκληση αλλά και συγκεκαλυμμένη αίτηση αναγνώρισης της εγγυητικής ευθύνης του προσεπικαλουμένου, ενδεχομένως δε και καταδίκη του τελευταίου στην αποκατάσταση της ζημίας του προσεπικαλούντος, μόνο όμως εφόσον ο προσεπικαλών σωρεύσει και (παρεμπίπτουσα) αγωγή αποζημιώσεως, η οποία κρίνεται αυτοτελώς (ΑΠ 1430/2007, ΝοΒ 2008.107 · ΑΠ 165/04, ΝοΒ 2004.1723 ΑΠ 937/2003, ΧρΙΔ 2004.58 ·ΕφΠειρ 718/1986, ΕλλΔνη 1987.345, 346 ΙΙ· Εφ Αθ 8320/1989, Δ 1991.906, 908· Μητσόπουλος, Δ 1974. 641-642, 651 σημ. 30· ο ίδιος, Δ 1991.426· Κονδύλης, Το δεδικασμένο, β΄έκδ. σ. 501 σημ. 37· Νίκας, ΠολΔ Ι, β΄έκδ., § 31, αριθμ. 9 ·Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, σ. 59, 95 – 96, 343 – βλ. όμως Στ.Πανταζόπουλο, Η προσεπίκληση σ. 79 επ.), όπως στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως, είναι αδιάφορη η άσκηση της παρεμπίπτουσας αγωγής υπό αναγνωριστική μορφή, οι δε περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της προσεπικαλούμενης είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι. Στην κρινόμενη προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή (στην οποία έχει ενσωματωθεί πλήρως η εναντίον της αγωγή) αναφέρεται ο κίνδυνος στον οποίο εκτέθηκε το πλοίο, οι συνθήκες υπό τις οποίες παρασχέθηκε η αρωγή στο ασφαλισμένο πλοίο ως και η επικαλούμενη εγγυητική ευθύνη της προσεπικαλούμενης για τις δαπάνες και τα έξοδα διάσωσης για ασφαλιζόμενο κίνδυνο. Επίσης, αναφέρονται εκτενώς οι καλυπτόμενοι και οι εξαιρούμενοι κίνδυνοι στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Επομένως, η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή είναι ορισμένη, καθώς το μεν Δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει το εάν ο κίνδυνος που επισυνέβη καλύπτεται ασφαλιστικώς, η δε προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να αντιτάξει άμυνα, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της προσεπικαλούμενης – παρεμπιπτόντως εναγομένης. Περαιτέρω, η προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 3§2a, 5, 27, 55§1, 57, 65 ΜΙΑ 1906 και 9.1.1, 15.2 IYC κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Επίσης, το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την καταβολή οποιουδήποτε ποσού μετά την επίδοση της αγωγής (ήτοι επιδικίας που αρχίζουν από το χρόνο καταβολής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικαστεί), κρίνεται νόμιμο κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289 · ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6), όμοια δε είναι νόμιμο, κατ’ άρθρο 176 ΚΠολΔ, το αίτημα περί επιδίκασης δικαστικών εξόδων. Αντίθετα, το αίτημα περί κήρυξης της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (ΕφΑθ 628/2003, ΕλλΔνη 2004, σ. 1670 · Νικολόπουλος σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας ΕρμΚΠολΔ ΙΙ, άρθρο 904, αρ.6). Η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με τις προτάσεις της προβάλλει ένσταση απαλλαγής της λόγω παραβίασης της προσυμβατικής υποχρέωσης του ασφαλισμένου παρουσίασης του προς ασφάλιση κινδύνου επικαλούμενη, μετά την κατάργηση των διατάξεων 18 έως 20 του MIA 1906, τα άρθρα 3 έως και 8 του δεύτερου μέρους του Insurance Act 2015. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η ασφαλισμένη ανακριβώς και παραπλανητικώς της είχε δηλώσει ότι το ασφαλισμένο σκάφος, έτους ναυπήγησης 1991, είχε ανακατασκευαστεί και επανεξοπλιστεί το έτος 2017, δηλώνοντας εργασίες επί αυτού 80.000 ευρώ αντί των αληθινών, αξίας 20.000 ευρώ και ότι το πλοίο έφερε ελαττώματα, οφειλόμενα στον πεπαλαιωμένο εξοπλισμό του που αποσιώπησε η ασφαλισμένη, τα οποία, εάν γνώριζε, θα είχε αρνηθεί την ασφάλιση του με τους ίδιους όρους και το ίδιο ασφάλιστρο, καθώς επίσης και ότι η προταθείσα αξία πλοίου ποσού 160.000 ευρώ (τίμημα αγοράς 60.000 ευρώ + 80.000 ευρώ εργασίες ανακαίνισης + 20.000 ευρώ  καπέλο) πόρρω απείχε της πραγματικής. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα της παρουσίασε πως θα χρησιμοποιούσε για τον πλου διπλωματούχο κυβερνήτη και επαγγελματικό πλήρωμα και ότι ούτως, ενόψει της ασφαλούς γνώσης της ασφαλισμένης για τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την παράλειψη της να εφοδιάσει το σκάφος με φορητό εκκινητή των (πεπαλαιωμένων) συσσωρευτών ηλεκτρικού ρεύματος, που προκάλεσε την ακυβερνησία του πλοίου λόγω αδυναμίας εκκίνησης των μηχανών, η ασφαλισμένη παραβίασε το καθήκον της έντιμης παρουσίασης του κινδύνου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 3.1, 3.4, 4.2a, 7 Marine Insurance Act. Ενόψει δε του ότι η ιστορούμενη από την προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη συμπεριφορά της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας συνιστά «ειδική παραβίαση» (“qualifying breach”) των υποχρεώσεων του ασφαλισμένου, προβλεπόμενη στο άρθρο 8.1 έως 8.6 Marine Insurance Act, που επισύρει τις συνέπειες που ορίζονται στα άρθρα 2 έως 5 του 1ου μέρους του Παραρτήματος Ι αυτού, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, επικαλούμενη ότι η συμπεριφορά αυτή προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας υπήρξε σκόπιμη (“deliberate”) ή ριψοκίνδυνη(“reckless”), δήλωσε ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση αναδρομικά, παρακρατώντας το ασφάλιστρο, καθώς της επιτρέπεται ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, να αποστεί των συμβατικών της υποχρεώσεων (“avoid the contract”), υπολαμβάνοντας την σύμβαση ως εξαρχής άκυρη, έχουσα η τελευταία αντί αποζημιωτικού χαρακτήρα, χαρακτηριστικά παιγνίου ή στοιχήματος (“wagering/gaming contract”). Ότι, επικουρικώς της παραπάνω δήλωσης της, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί ότι η ειδική παραβίαση του προσυμβατικού καθήκοντος της έντιμης παρουσίασης του προς ασφάλιση κινδύνου από την προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα δεν ήταν «σκόπιμη» (“deliberate”) ή «ριψοκίνδυνη» (“reckless breach”), σύμφωνα με τα άρθρα 8(1)(α) του Νόμου Insurance Act 2015 και του άρθρου 4 του Πρώτου Μέρους του Παραρτήματος 1 του Insurance Act, υπαναχωρεί από την σύμβαση, λόγω παραβίασης του καθήκοντος της έντιμης παρουσίασης του προς ασφάλιση κινδύνου από την αντίδικο, εξαιτίας παραβίασης εκ μέρους της τελευταίας των διατάξεων των άρθρων 3(1), 3(3)(b), 3(4) του προειρημένου νόμου και ζητά την απόρριψη της εναντίον της προσεπίκλησης και παρεμπίπτουσας αγωγής προσφερόμενη στην επιστροφή του καταβληθέντος καθαρού ασφαλίστρου, ποσού 1.565,22 €. Ότι, έτι επικουρικώς της παραπάνω δήλωσης της, για την περίπτωση που το Δικαστήριο δεχθεί ότι η προσεπικαλούμενη εν γνώσει του «αληθινού προσώπου» του προτεινόμενου κινδύνου θα αποδεχόταν να καλύψει με διαφορετικούς όμως όρους ασφάλισης και υψηλότερο ασφάλιστρο τον κίνδυνο, όπως ορίζεται στο άρθρο 5(1) και (2) του Πρώτου Μέρους του Παραρτήματος 1 του Insurance Act 2015, και δη υπό τους εξυπακουόμενους όρους (“implied terms”) α) ότι η αναφερόμενη στο ασφαλιστήριο αξία δεν αποτελεί συμφωνημένη αξία, αλλά καθορίζει το ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή κατά το άρθρο 28 ΜΙΑ 1906, β) ότι προϋπόθεση της ασφαλιστικής κάλυψης θα ήταν το σκάφος και ο πάσης φύσης ηλεκτρομηχανολογικός εξοπλισμός να ευρίσκεται σε άψογη λειτουργική κατάσταση κατά πάντα χρόνο και, επιπλέον με την προϋπόθεση ότι το σκάφος είναι επανδρωμένο με ναυτικά πιστοποιημένο κυβερνήτη, μηχανικό σκαφών και πλήρωμα, γ) αυξημένη απαλλαγή ανά συμβάν από 2.000 ευρώ, αντί 1.300 ευρώ και δ) αυξημένο ασφάλιστρο κατά 15% [(1.800 Χ 15%=) 270 + 1.800 ευρώ=2.070 ευρώ], ότι, σύμφωνα με τον τύπο που καθιερώνει το άρθρο 5.2 του ίδιου νόμου, η συνολική της έκθεση στην ζημία είναι (x=1.800€ ισχύον ασφάλιστρο/2.070€ προσαυξημένο ασφάλιστρο Χ 100=) 86,95% επί της ζημίας, αφαιρουμένου, επιπλέον, ποσού απαλλαγής 2.000 ευρώ. Περαιτέρω, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη προβάλλει όμοια κατά περιεχόμενο ένσταση, επικαλούμενη την ως άνω αναξιοπλοΐα του πλοίου κατά την διάταξη της 39.5 MIA 1906, η οποία ναι μεν δεν έχει τροποποιηθεί καθαυτή ως εγγύηση (warranty), πλην όμως και αυτή ερμηνεύεται υπό το φως των νέων γενικών διατάξεων περί warranties των άρθρων 33 επoμ. ΜIA 1906, που τροποποιήθηκε ουσιωδώς κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη επικαλούμενη την αναξιοπλοΐα του πλοίου προβάλλει ένσταση απαλλαγής της λόγω αναπόφευκτης ζημίας, υπό την έννοια ότι αυτή θα είχε συμβεί μετά βεβαιότητας και επομένως ότι η ζημία που επήλθε δεν εμπίπτει στην έννοια του «θαλάσσιου κινδύνου», για την κάλυψη του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, καθώς στην έννοια του θαλάσσιου κινδύνου εντάσσεται κάθε τυχαία και απρόβλεπτη περίσταση που δεν είναι το αποτέλεσμα της συνήθους φθοράς, της καθυστέρησης ή της πράξης του ασφαλισμένου, που κατά τη διάρκεια της ναυσιπλοΐας του πλοίου προκάλεσε ζημιά στο αντικείμενο ασφάλισης [Thames and Mersey Marine Insurance Co Ltd v Hamilton, Fraser and Co, ‘Inchmaree’ (1887) 12 AC 484, HL · Wilson, Sons and Co v Owners of Cargo per ‘Xantho’ (1887) 12 App Cas 503, HL], η αναξιοπλοΐα δε του πλοίου αποκλείει το τυχαίο και το απρόβλεπτο του θαλάσσιου κινδύνου [Merchants Trading Co v Universal Marine Insurance Co (1870) CP 431, CA] χωρίς να είναι αρκετή, όμως, οποιαδήποτε αμέλεια κατά την συντήρηση που κατά τον πλου επέφερε τον κίνδυνο  [CCR Fishing Ltd and Others v Tomenson Inc and Others, ‘La Pointe’ [1991] 1 Lloyd’s Rep 89, Supreme Court of Canada], ούτε η τυχόν αμελής συμπεριφορά του πληρώματος [Dixon v Sadler (1839) 5 M&W 405 · Davidson and Others v Burnard (1868) LR 4 CP 117 ·Wilson, Sons and Co v Owners of Cargo per ‘Xantho’ (1887) 12 App Cas 503, HL · Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, 1999, σ. 372 – 375]. Τέλος, η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη προβάλλει ένσταση εκ του άρθρου 78.4 MIA 1906 σε συνδυασμό με την ρήτρα 15.1 IYC που έχει ενσωματωθεί στο ασφαλιστήριο, επικαλούμενη παράλειψη της ασφαλισμένης να εναγάγει εντός έτους τον κυβερνήτη του σκάφους για βαριά αμελή συμπεριφορά του προβάλλοντας σε συμψηφισμό ανταπαίτηση ίδιου ποσού από την προειρημένη αιτία. Η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς η διάταξη του άρθρου 78.4 MIA 1906 αναφέρεται μόνο στα μέτρα αποτροπής ή ελαχιστοποίησης της ζημίας ως προς το ασφαλιζόμενο πράγμα και όχι στην διεκδίκηση εν γένει αποζημίωσης (Kuwait Airways v Kuwait Insurance Co SAK [1996] 1 Lloyd’s Rep 664 · Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, 1999, σ. 771). Επίσης, δεν αφορά τυχόν αμελή συμπεριφορά ή ηθελημένη κακή διαχείριση του καπετάνιου ή του πληρώματος που οδηγεί (η τελευταία) σε απαλλαγή του ασφαλιστή κατά την 55.2 ΜΙΑ 1906, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Ας σημειωθεί ότι στην έννοια των «πρακτόρων» του ασφαλισμένου κατά την διάταξη του άρθρου 78 παρ. 4 σύμφωνα με την νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων και μέρος της θεωρίας δεν συμπεριλαμβάνεται ο καπετάνιος και το πλήρωμα, των οποίων η συμπεριφορά αξιολογείται, όπως προελέχθη, στο πλαίσιο της 55.2 ΜΙΑ 1906 [Astrovlanis Compania Naviera SA v Linard, The Gold Sky (1972) 2 Lloyd;s Rep 187, QBD (Commercial Court) at 221 (per Moccata J) ·E.R Hardy Ivamy, Chalmers’ Marine Insurance Act 1906, 10th edition,  σελ. 128 – βλ. όμως Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, 1999, σ. 766 – 767, 784].

Τέλος, η προσεπικαλούμενη της υπό στοιχείο Β΄ προσεπίκλησης, με την κρινόμενη πρόσθετη παρέμβασή της, ασκεί επικουρικώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης της κύριας αγωγής, με αίτημα την απόρριψη της (κύριας) αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εναγόμενης της κύριας αγωγής και κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, έχει ασκηθεί παραδεκτά, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81 παρ. 1 και 238 παρ. 1 ΚΠολΔ καθώς επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής (81 παρ. 1 εδ. ά και 238 ΚΠολΔ) σε όλους τους διαδίκους της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 17η-12-2019 και η πρόσθετη παρέμβαση επιδόθηκε στους διαδίκους εμπρόθεσμα την 16η-3-2020 (πρβλ. τη με ΓΑΚ – ΕΑΚ 11.562 – 5797/2019 πράξη κατάθεσης της αγωγής και τις υπ’ αριθμ. …  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …), είναι δε νόμιμη, ενόψει και του προφανούς έννομου συμφέροντος της ασκούμενη επικουρικώς [ΕφΑθ 4009/1978, ΕλλΔνη 1978.367 ·Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νίκας), ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 81, αριθμ. 3 και (-Μακρίδου), άρθρο 219, αριθμ. 1] ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68 και 80, 219 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι δεν υφίστατο κίνδυνος ούτε για το πλοίο, ούτε για τους επιβάτες και ότι επρόκειτο για απλή ρυμούλκηση που έγινε με πρόσδεση που επιτεύχθηκε με την συνδρομή των τριών ατόμων που ευρίσκονταν στο πλοίο και όχι με τις ενέργειες του πληρώματος πλοίου της ενάγουσας, δεν χρησιμοποιήθηκαν ειδικά τεχνικά μέσα ή εξοπλισμός, αμφισβητεί δε και τις επικαλούμενες από την ενάγουσα δαπάνες, καθώς και την αξία του σκάφους του ως και του ναυαγοσωστικού – ρυμουλκού πλοίου της εναγομένης. Περαιτέρω, επικουρικά προβάλλει ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης που αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αμφισβητώντας την ιδιότητα του σκάφους ως επαγγελματικού ναυαγοσωστικού, ένσταση που είναι νόμιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας, ισχυρισμοί που, όπως προαναφέρθηκε, έχουν διατυπωθεί με όμοιο περιεχόμενο και από την εναγόμενη.

Περαιτέρω, εν όψει του ότι το Δικαστήριο δεν γνωρίζει την ερμηνεία των ανωτέρω νέων κανόνων του αγγλικού θαλάσσιου ασφαλιστικού δικαίου που τροποποίησαν ουσιωδώς αυτό και δη στα προειρημένα ζητήματα, πρέπει η προσεπικαλούμενη – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να αποδείξει το περιεχόμενο του δικαίου τούτου σε σχέση με τις δύο ενστάσεις που προέβαλε περί απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη σύμφωνα με τις επικαλούμενες από την ίδια προειρημένες διατάξεις του Insurance Act 2015 και σύμφωνα με την διάταξη της 39.5 MIA 1906 και τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας, με γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου (άρθρο 337 ΚΠολΔ), στο οποίο θα τεθούν υπόψη όλα τα δικόγραφα και οι προτάσεις των διαδίκων και να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης ως προς όλους τους διαδίκους και όλα τα συνεκδικαζόμενα ένδικα βοηθήματα λόγω και της προφανούς συνάφειας τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει την από 17-12-2019 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 153 – 76/2020, την από 8-1-2020 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 153 – 76/10-1-2020 και την από 12-3-2020 πρόσθετη παρέμβαση με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.Α.Κ. – Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 2367 – 1197/2020.-

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.-

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να αποδείξει το περιεχόμενο των κανόνων του ισχύοντος (για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016 και εφεξής) αγγλικού θαλάσσιου ασφαλιστικού δικαίου, αναφορικά με τις ενστάσεις που η τελευταία προέβαλε και δη ως προς την ισχύ και την έννοια της υπέρτατης καλής πίστης στο αγγλικό δίκαιο θαλάσσιας ασφάλισης (“the utmost good faith”) ως προς το καθήκον της έντιμης παρουσίασης του κινδύνου, όπως προβλέπεται πλέον από τις διατάξεις των άρθρων 3.1, 3.4, 4.2a, 7 Marine Insurance Act, την ειδική παραβίαση (qualifying breach) του που προβλέπεται στο άρθρο 8.1 έως 8.6 Marine Insurance Act, τις συνέπειες που ορίζονται στα άρθρα 2 έως 5 του 1ου μέρους του Παραρτήματος Ι αυτού και δη ως προς την αξιοπλοΐα του πλοίου και την υπερασφάλιση, ειδικότερα δε το πότε οι ενέργειες/παραλείψεις του ασφαλισμένου θεωρούνται σκόπιμες (“deliberate”) ή ριψοκίνδυνες (“reckless”), τα δικαιώματα που γεννώνται για τον ασφαλιστή (επίσης αν και με ποιο τρόπο συρρέουν, και αν αυτός έχει το δικαίωμα εκλογής), καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι νέες διατάξεις επιτρέπουν στον ασφαλιστή να αποστεί των συμβατικών του υποχρεώσεων (“avoid the contract”), είτε υπαναχωρώντας από την σύμβαση αναδρομικά, παρακρατώντας το ασφάλιστρο υπολαμβάνοντας την σύμβαση ως εξαρχής άκυρη, έχουσα αντί αποζημιωτικού χαρακτήρα, χαρακτηριστικά παιγνίου ή στοιχήματος (“wagering/gaming contract”), είτε υπαναχωρώντας από την σύμβαση, προσφερόμενος στην επιστροφή του ασφαλίστρου, είτε, να κριθεί ότι αυτός ευθύνεται περιορισμένα και συγκεκριμένα, εν γνώσει του «αληθινού προσώπου» του προτεινόμενου κινδύνου, να κριθεί ότι θα αποδεχόταν να καλύψει με διαφορετικούς όμως εξυπακουόμενους όρους ασφάλισης (‘implied terms”) και δη με διαφορετικό όριο ευθύνης καθοριζόμενο σύμφωνα με τον τύπο που καθιερώνει το άρθρο 5.2 του Πρώτου Μέρους του Παραρτήματος 1 του Insurance Act, διευκρινίζοντας επίσης (στην γνωμοδότηση), αν αυτοί οι όροι μπορούν να έχουν άλλο περιεχόμενο πέραν του αυξημένου ασφαλίστρου/απαλλαγής ανά συμβάν και εντεύθεν της περιορισμένης κατά ποσό ευθύνης του ασφαλιστή σύμφωνα με τον προειρημένο τύπο του εν λόγω άρθρου (5.2 του Πρώτου Μέρους του Παραρτήματος 1 του Insurance Act).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 19 Ιουλίου 2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ