ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 739/2021
(Αριθ. καταθ. 1284/304/2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Ξυνόπουλο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νεκτάριου Μακρυστάθη.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τύποις στον …, πραγματικά όμως στον ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε, 2) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τύποις στον …, πραγματικά όμως στον …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε, 3) αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τύποις στον …, πραγματικά όμως στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε, 4)·…, κατοίκου … , ο οποίος απουσίαζε και δεν παραστάθηκε, 5)·… (…) συζ. …, κατοίκου …, 6) …, προσωρινού κατοίκου …, η οποία απουσίαζε και δεν παραστάθηκε και 7) …, προσωρινού κατοίκου …., ο οποίος απουσίαζε και δεν παραστάθηκε.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-3-2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 1284/304/2021 και προσδιορίστηκε για την αρχικώς ορισθείσα, προ της αναστολής της λειτουργίας λόγω της πανδημίας του ιού «COVID 19», δικάσιμο της 2-4-2021, οπότε και ματαιώθηκε, επαναπροσδιορίσθηκε δε, κατ’ άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4790/2021 (ΦΕΚ A’ 48/31-3-2021) και με την υπ’ αριθ. 2245/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της αιτούσας ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς της και ζήτησε να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθ. … αντίστοιχες εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά …, που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα, αποδεικνύεται ότι επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, η οποία επαναπροσδιορίσθηκε, κατ’ άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4790/2021 (ΦΕΚ A’ 48/31-3-2021) και με την υπ’ αριθ. 2245/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προς συζήτηση, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους καθ’ ων η αίτηση. Δεδομένου δε ότι οι καθ’ ων έλαβαν γνώση του δικογράφου δια της επιδόσεως αυτού για την δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτοί δεν παραστάθηκαν στο Δικαστήριο ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τον Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου δημοσίως στο ακροατήριό του από τη σειρά του οικείου εκθέματος, πρέπει να δικασθούν ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ), η δε διαδικασία θα προχωρήσει όπως αν ήταν και αυτοί παρόντες, διότι πρόκειται περί υποθέσεως ασφαλιστικών μέτρων και δεν ισχύει το κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, συνδεόμενο με την ερημοδικία του καθ’ ου, τεκμήριο περί ομολογίας της αιτήσεως.
Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί, μόνο όταν μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών) επιβάλλεται μια άλλη νομική επιλογή (Αθ. Λιακόπουλος, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σ. 11 επ., Λ. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σ. 41). Η αποκλίνουσα αυτή επιλογή, προκειμένου να μην ανατραπεί ο θεσμός της νομικής προσωπικότητας, αποτελεί την εξαίρεση και είναι δυνατή μόνο με τη συνδρομή ιδιαιτέρων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων. Ενόψει των ανωτέρω, σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατόν να οδηγήσει (ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129 με σημ. Αθ. Μαρκάκη, ΕφΠειρ 606/2001 ΕΝΔ 30,108): α) Η χρήση του νομικού προσώπου ως παρενθέτου. Σκοπός εν προκειμένω είναι ο αποκλεισμός της καταστρατηγήσεως του νόμου και η προστασία του αντισυμβαλλομένου του παρενθέτου. Ωστόσο, για να υπάρξει καταστρατήγηση, πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης καταστάσεως, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματικότητα (ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990.483, ΑΠ 623/1970 ΝοΒ 19.309), β) η ύπαρξη κυρίου μετόχου, κριτήριο, ωστόσο, που δεν είναι από μόνο του αρκετό για την κατάφαση της ευθύνης του για τα χρέη της εταιρείας (ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 35.1263, ΕφΑθ 924/1998 ΕλλΔνη 40.406) και γ) η κατάχρηση θεσμού, δηλαδή η περίπτωση, όπου η επιμονή στην αρχή του χωρισμού θα κατέληγε σε αποτελέσματα δύσκολα αποδεκτά από το δίκαιο. Την κατάχρηση θεσμού, βεβαίως, δεν ρυθμίζει το ελληνικό δίκαιο, πλην όμως γίνεται δεκτό ότι οι συνέπειές της είναι ανάλογες της καταχρήσεως δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ – Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, σ. 148 επ., Ν. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές, παρ. 144). Κατάχρηση υπάρχει, είτε όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Για την τελευταία περίπτωση (μη εκπλήρωση υποχρεώσεων) κριτήρια είναι, ενδεικτικώς: α) Η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας, β) η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (Αθ. Λιακόπουλος, όπ. π., σελ. 92, Λ. Γεωργακόπουλος, όπ. π., σελ. 550, Σπ. Μούζουλας, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ. 1991.404 επ., Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σ. 44 επ.), γ) το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, δ) η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργανώσεως και δράσεως (ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514) και ε) η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΑΠ 1046/1990 ΕΝΔ 19.15, ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106) ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΑΠ 1046/1990 όπ.π., ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου – κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν αρκεί απλώς η μονομετοχική ιδιότητα, ούτε η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 37.1046), αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα (Καραβάς, Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, Α’, 1962, παρ. 131 επ., Παμπούκης, Συνέπειες της εμπορικότητας, 1986, παρ. 44 ΙΙ, Αθ. Λιακόπουλος, όπ. π., σελ. 173), τα οποία – πραγματικά περιστατικά – πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η θεμελίωση ευθύνης φυσικού προσώπου (μοναδικού μετόχου κατά τύπον κεφαλαιουχικής εταιρείας), υπό την προϋπόθεση της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 8734/1986 ΕΕμπΔ 1986.664, ΕφΠειρ 403/2002 όπ.π., Αθ. Λιακόπουλος όπ.π., σελ. 123, Δημ. Αυγητίδης σε ΕΕμπΔ. 1993, σελ. 421). Σε κάθε πάντως περίπτωση, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για την συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές. Τέλος, επί αλλοδαπών εταιριών, το ζήτημα της ευθύνης του φυσικού προσώπου και συνακόλουθα της άρσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου διέπεται συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ από το δίκαιο της πραγματικής έδρας της εταιρίας, έστω και εάν πρόκειται περί εταιριών του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 791/1978, αφού οι σχετικές διατάξεις του εν λόγω νόμου περί εφαρμογής του δικαίου της καταστατικής έδρας ισχύουν μόνον ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου των εν λόγω εταιριών (ΟλΑΠ 2/1999 ΝοΒ 47.1113, ΕφΠειρ 586/2012 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, είναι δυνατόν, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση, να στηρίξει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαιτίως ζημία σε άλλον (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 455/2014 ΔΕΕ 2014. 822). Έτσι, αν ο πωλητής δολίως αποκρύψει από τον αγοραστή ότι το πωληθέν πράγμα είχε κατά την παράδοσή του πραγματικό ελάττωμα, η συμπεριφορά του αυτή συνιστά αδικοπραξία και συγκεκριμένα αστική απάτη (άρθρα 147, 149 ΑΚ). Ειδικότερα, όταν υπάρχει ενδοσυμβατική ευθύνη για πραγματικό ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος, για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης από αδικοπραξία του πωλητή θα πρέπει η ύπαρξη του ελαττώματος ή η έλλειψη της συνομολογηθείσας ιδιότητας, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος του πράγματος μεταβαίνει στον αγοραστή, να αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πρώτου (πωλητή), με την οποία αυτός με πρόθεση επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή, αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της συνομολογηθείσας ιδιότητας του πράγματος, ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβαλλόταν από την καλή πίστη ή την υφιστάμενη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και του πωλητή (ΑΠ 1190/2007 ΔΕΕ 2008. 88). Πρόκειται, δηλαδή, για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί και αδικοπραξία χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης. Από τις δύο αυτές αξιώσεις για αποζημίωση, η πρώτη στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις περί πωλήσεως, και η δεύτερη στην αδικοπραξία, με βάση τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ. Στην περίπτωση δε της συρροής αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση όλων, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 1381/2013 ΔΕΕ 2014.260, ΕφΠειρ 11/2010 ΕλλΔνη 2011.268).
Στην προκείμενη περίπτωση, η αιτούσα ισχυρίζεται με την κρινόμενη αίτησή της, όπως αυτή εκτιμάται κατά περιεχόμενο από το Δικαστήριο, ότι μετά της πρώτης των καθ’ ων, η οποία εκπροσωπούνταν τυπικά από την πέμπτη εξ αυτών, συνήψε, το Σεπτέμβριο του έτους 2019 σύμβαση αγοραπωλησίας, στο πλαίσιο της οποίας η ως άνω καθ’ ης εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στην αγοράστρια αιτούσα το (τότε) υπό σημαία … φορτηγό (M/V) πλοίο «…» (πρώην «…», ΙΜΟ 9586710, ΔΔΣ 9ΗΑ5165), πλοιοκτησίας της ιδίας, του οποίου τη διαχείριση, άλλως τον εφοπλισμό, διατηρούσε η δεύτερη των καθ’ ων και το οποίο ανήκε τυπικά στα οικονομικά συμφέροντα της τρίτης εξ αυτών. Ότι βάσει συγκεκριμένου όρου της ένδικης σύμβασης αγοραπωλησίας το ανωτέρω πλοίο θα παραδίδονταν ελεύθερο χρεών και λοιπών υποχρεώσεων προς τρίτους. Ότι κατά τη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης αλλά και κατά την παράδοση του ανωτέρω πλοίου, ο (προστηθείς από την πλοιοκτήτρια) τέταρτος των καθ’ ων, ο οποίος ουσιαστικά διαπραγματευόταν τους όρους της συμφωνίας και συμβλήθηκε στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας (πρώτης καθ’ ης) υπό την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της τελευταίας, αποσιώπησε δολίως την ύπαρξη μη εξοφληθεισών οφειλών της πωλήτριας από τον ανεφοδιασμό του υπό πώληση πλοίου με καύσιμα και λιπαντικά, παρέδωσε δε στην αιτούσα πλαστό τιμολόγιο περί δήθεν εξοφλήσεως λιπαντικών που είχαν αγοραστεί από την πλοιοκτήτρια. Εξαιτίας δε της προαναφερθείσας απατηλής συμπεριφοράς της πρώτης των καθ’ ων επιβλήθηκαν στο πλοίο, μετά τη παράδοσή του στην αιτούσα, συντηρητικές κατασχέσεις στο λιμένα της Σκίδας στην Αλγερία, οι οποίες προκάλεσαν τις διαλαμβανόμενες στο δικόγραφο της αίτησης ζημίες της αιτούσας, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 942.187,53 ευρώ, βάσει της επίσης ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο σύνταξης της κρινόμενης αιτήσεως, στο οποίο περιλαμβάνεται και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία η αιτούσα υπέστη στην εμπορική και συναλλακτική της φήμη. Ότι πέραν της ευθύνης της πλοιοκτήτριας εταιρίας, ουσιαστικοί μέτοχοι των ανωτέρω εταιριών, οι οποίες συνιστούν επιχειρηματικό όμιλο ιδίων οικονομικών συμφερόντων, τυγχάνουν η έκτη και ο έβδομος των καθ’ ων, ενώ πραγματικοί διοικητές των τριών εταιριών, ήταν η έκτη, ο έβδομος αλλά και ο τέταρτος των καθ’ ων, δεδομένου ότι αυτοί ήλεγχαν απόλυτα τα ως άνω νομικά πρόσωπα, αναμειγνυόμενοι σε σταθερή και μόνιμη βάση στις εταιρικές υποθέσεις, εμφανίζονταν δε οι ίδιοι ως ουσιαστικοί φορείς των εταιριών, τις οποίες χρησιμοποιούσαν για να αποφύγουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους, καρπούμενοι ταυτόχρονα τα εταιρικά κέρδη, δια της σύγχυσης των ατομικών περιουσιών με τις εταιρικές και ως εκ τούτου συντρέχει περίπτωση κάμψης ή άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, λόγω καταχρήσεως του θεσμού του νομικού προσώπου των καθ’ ων εταιριών. Επικαλούμενη δε η αιτούσα επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, ζητεί, προς εξασφάλιση της απαίτησής της από την προαναφερθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά: α) Να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ ων, μέχρι του ποσού των 1.100.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων τόκων και εξόδων και β) να επιτραπεί στην αιτούσα η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε κάθε ακίνητη περιουσία των καθ’ ων, μέχρι του ιδίου ως άνω ποσού. Τέλος, η αιτούσα ζητεί να καταδικαστούν οι καθ’ ων στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση, αρμοδίως και παραδεκτώς, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρα 22 25 παρ. 2 και 683 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς (άρθρο 51 του Ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υποθέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 ΚΠολΔ και 5, 7 και 35 του Κανονισμού της ΕΕ 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου. Ως προς την διερεύνηση, λοιπόν, των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει. Εξάλλου, αναφορικά με την επικαλούμενη από την αιτούσα αδικοπρακτική ευθύνη της πρώτης των καθ’ ων αλλά και του προστηθέντος αυτής τετάρτου εξ αυτών, συνιστάμενη στην δόλια απόκρυψη της έλλειψης συνομολογηθείσας ιδιότητας (ανυπαρξία οφειλών και λοιπών υποχρεώσεων προς τρίτους σε σχέση με το πωληθέν και παραδοθέν πλοίο), επισημαίνεται ότι εφαρμοστέο δίκαιο τυγχάνει το ελληνικό, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ σε συνδ. με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“Ρώμη II”), από το σύνολο των εκτιθεμένων περιστάσεων συνάγεται ότι η αναφερόμενη στην υπό κρίση αίτηση αδικοπραξία εμφανίζει προφανή στενότερο δεσμό με την Ελλάδα, όπου έχει την πραγματική έδρα της η πρώτη των καθ’ ων εταιρία αλλά και την κατοικία του ο τέταρτος εξ αυτών, φερόμενος ως αδικοπραγήσας (άρθρο 4 παρ. 3 Κανονισμού Ρώμη ΙΙ). Εξάλλου, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλείται και η αιτούσα και δεν αντιλέγουν οι καθ’ ων, λόγω της ερηµοδικίας τους, υφισταμένης έτσι σιωπηρής µετασυµβατικής συµφωνίας (άρθρο 14 παρ. 1 ανωτέρω Κανονισμού) σχετικά µε την εφαρμογή του (πρβλ. σχ. ΕφΠειρ 18/1998, ΕΕµπΔ 1998.836, ΕφΠειρ 128/1994 ΕΝΔ 22.457, Δ. Ευρυγένη, Αρµ. 24, 1057 επ., ιδ. 1066). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ, όπως αναλύθηκε στην μείζονα σκέψη της παρούσας, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο είναι εφαρμοστέο και για το ζήτημα της άρσεως της νομικής αυτοτέλειας των καθ’ ων εταιριών και της ευθύνης του τρίτου, της έκτης και του έβδομου των καθ’ ων για τις ένδικες απαιτήσεις της αιτούσας, ώστε οι ως άνω καθ’ ων να ευθύνονται, αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τις ανωτέρω εταιρίες. Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει καταρχήν αόριστη ως προς την έκτη και των έβδομο των καθ’ ων, δεδομένου ότι δεν δικαιολογείται με πραγματικά περιστατικά η επικαλούμενη κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των καθ’ ων εταιριών από τα ανωτέρω φυσικά πρόσωπα. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αιτούσα, προκειμένου να θεμελιώσει την ευθύνη της έκτης και του έβδομου των καθ’ ων – φυσικών προσώπων παράλληλα με την ευθύνη της πρώτης των καθ’ ων πωλήτριας εταιρίας, δεν παραθέτει στο δικόγραφο συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία μπορούν κατά νόμο, να οδηγήσουν σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της τελευταίας. Μάλιστα, δεδομένου ότι η αιτούσα επικαλείται προς θεμελίωση της ατομικής ευθύνης των ως άνω καθ’ ων – φυσικών προσώπων την κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας της προαναφερομένης εταιρίας, με σκοπό την αποφυγή εκπληρώσεως των υποχρεώσεων τους από την αναφερομένη στην αίτηση απαίτηση, το δικόγραφο αυτής έπρεπε να διαλαμβάνει, για το ορισμένο της, σαφή αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση της εταιρίας (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια των καθ’ ων), είτε τη σύγχυση ατομικής και της περιουσίας της πιο πάνω εταιρίας (ιδίως με παράθεση των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης καθ’ ης εταιρίας και της έκτης και έβδομου των καθ’ ων καθώς και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών), είτε την εικονικότητα του νομικού προσώπου (αντιθέτως, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι συναλλάχθηκε με την ως άνω εταιρία ως υπαρκτού και κανονικώς λειτουργούντος νομικού προσώπου και όχι με την έκτη και τον έβδομο των καθ’ ων), είτε την έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης της εν λόγω εταιρίας (την οποία η αιτούσα ουδόλως την αμφισβητεί), είτε συγκεκριμένη συμπεριφορά των ως άνω καθ’ ων, όταν δρουν προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρίας ή δηλώνοντας ατομικά την εφοπλιστική ιδιότητα ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας (ΕφΠειρ 567/2008 ΕΝΔ 2008.413, ΕφΠειρ 225/2010, ΔΕΕ 2011/85). Στο σημείο δε αυτό, αναφορικά με την επικαλούμενη, από την αιτούσα, εις ολόκληρον ευθύνη της δεύτερης και τρίτης των καθ’ ων εταιριών, η οποία στηρίζεται στην ανάστροφη άρση της νομικής αυτοτέλειας των συγκεκριμένων νομικών προσώπων, πέραν όσων διαλαμβάνονται ανωτέρω σε σχέση με την αοριστία και αφορούν και τη θεμελίωση ευθύνης των τελευταίων, πρέπει να επισημανθεί ότι σε κάθε περίπτωση, η άρση της νομικής προσωπικότητας, που είναι περιορισμένη και αφορά μόνο σε συγκεκριμένη συναλλαγή, αποσκοπεί μεν στην επέκταση της ευθύνης προς εκπλήρωση της εκ της συναλλαγής αυτής οφειλής και πέραν του συμβατικού δεσμού, στην πρόσθεση, δηλαδή, ενός ακόμη μη συμβληθέντος οφειλέτη, από την προσωπική περιουσία του οποίου μπορεί να ικανοποιηθεί ο εταιρικός δανειστής, δεν επάγεται όμως διάχυση ή μετακύλιση της ευθύνης αυτής παρά μόνο καθέτως, σ’ εκείνο ακριβώς το πρόσωπο που κυριαρχεί στη διοίκηση του αφερέγγυου οφειλέτη και υποτάσσει τη συναλλακτική του δραστηριότητα στη δική του επιχειρηματική βούληση, όχι δε και οριζοντίως σε άλλα νομικά πρόσωπα, που εκ παραλλήλου με το αφερέγγυο πρόσωπο συναλλάσσονται προς εξυπηρέτηση των αθέμιτων σκοπών του πρόσθετου οφειλέτη, δεν μετείχαν όμως στη συγκεκριμένη συναλλαγή (στην προκείμενη περίπτωση η δεύτερη και τρίτη των καθ’ ων δεν μετείχαν στην ένδικη αγοραπωλησία), για την οποία αίρεται η περιουσιακή αυτοτέλεια του συμβατικού οφειλέτη (ΑΠ 615/2019 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Ομοίως δε αόριστη και συνεπώς απορριπτέα τυγχάνει η κρινόμενη αίτηση και ως προς την πέμπτη των καθ’ ων, φερόμενη ως νόμιμη εκπρόσωπο της πρώτης εξ αυτών, δεδομένου ότι στο δικόγραφο της αιτήσεως ουδόλως διαλαμβάνονται περιστατικά, τα οποία να δημιουργούν νόμιμο λόγο ευθύνης της ανωτέρω καθ’ ης, από τα οποία να συνάγεται πταίσμα αυτής, το οποίο να μπορεί να επιστηρίξει ευθύνη, εκ του άρθρου 71 ΑΚ, της ιδίας και της πρώτης των καθ’ ων. Αντιθέτως στην ιστορική βάση της κρινόμενης αιτήσεως διαλαμβάνεται ότι ουσιαστική εμπλοκή τόσο στις διαπραγματεύσεις όσο και στην κατάρτιση της σύμβασης αγοραπωλησίας είχε ο τέταρτος καθ’ ου, η δε ως άνω καθ’ ης είχε τυπικό ρόλο στη νόμιμη εκπροσώπηση της πωλήτριας εταιρίας, χωρίς να προκύπτει ότι συμμετείχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην δόλια απόκρυψη της ύπαρξη χρεών προς τρίτους σε σχέση με το πωληθέν πλοίο. Εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση πάσχει αοριστίας και ως προς τη διασφαλιστέα αξίωση των διαφυγόντων κερδών (απώλεια ναύλου), δεδομένου ότι η αιτούσα δεν επικαλείται τις απαιτούμενες κατά νόμο ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που η ίδια έλαβε, ώστε επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων να υπολογισθεί οι απολεσθέντες ναύλοι, όπως την ύπαρξη συγκεκριμένων συμβάσεων ναυλώσεως που είχαν καταρτισθεί κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα και ματαιώθηκαν συνεπεία της ακινητοποιήσεως του πλοίου ή τη ματαίωση της επικειμένης καταρτίσεως συμβάσεων ναυλώσεως για την αυτή αιτία, με παράλληλη αναφορά συγκεκριμένων ναυλωτών, των λιμένων αναχωρήσεως και προορισμού, της διαρκείας εκάστου πλου, του είδους του φορτίου κλπ. (ΟλΑΠ 22/1995 ΕλλΔνη 36 1538, ΟλΑΠ 20/1992 ΝοΒ 41 85, ΕφΠειρ 274/1999 ΕΝΔ 27 18). Κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αίτηση τυγχάνει αρκούντως ορισμένη (κατά την κρατούσα άποψη, που και το παρόν Δικαστήριο δέχεται, η αίτηση δεν είναι αόριστη αν δεν εξειδικεύει το ακίνητο στο οποίο ζητείται να διαταχθεί η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, βλ. Ι. Χαμηλοθώρη σε Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 123 αρ. παρ. 519, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία και τη θεωρία) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 297, 298, 361, 914, 922, 926 ΑΚ, σε συνδυασμό με 706, 707, 708 και 176 του ΚΠολΔ και ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα έγγραφα που ο αιτών προσκόμισε και επικαλείται, τα οποία έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και δεν συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση, πλην όμως στην παρούσα διαδικασία λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1627/2010, ΕλλΔνη 2011.432, ΑΠ 1462/1996 ΕλλΔνη 38.544) πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Σεπτέμβριο του έτους 2019 έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις μεταξύ της πρώτης των καθ’ ων εταιρίας, πλοιοκτήτριας του (τότε) υπό σημαία … φορτηγού (M/V) πλοίου «…» (ΙΜΟ 9586710, ΔΔΣ 9ΗΑ5165) και της εδρεύουσας στην … εταιρίας με την επωνυμία «…», ενεργούσας στο όνομα και για λογαριασμό της μοναδικής μετόχου της αιτούσας εταιρίας – εδρεύουσας στην … – εταιρίας «…». Στις ως άνω διαπραγματεύσεις συμμετείχε για λογαριασμό της καθ’ ης πλοιοκτήτριας εταιρίας, ο τέταρτος των καθ’ ων, ο οποίος είχε την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου της τελευταίας και εκπροσωπούσε ουσιαστικά αυτή σε όλη τη διαπραγματευτική διαδικασία. Εν τέλει, στις 5-9-2019 καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης – καθ’ ης πλοιοκτήτριας εταιρίας, ουσιαστικά εκπροσωπούμενης από τον τέταρτο καθ’ ου και των προαναφερθεισών εταιριών Μνημόνιο Συνεργασίας (τύπου «SALEFORM 2012»), δυνάμει του οποίου η ως άνω καθ’ ης εταιρία πώλησε το ανωτέρω πλοίο, αντί τιμήματος 8.250.000 δολαρίων ΗΠΑ. Στη συγκεκριμένη δε συμφωνία ετέθη ο υπ’ αριθ. 9 όρος, δυνάμει του οποίου η πωλήτρια εγγυήθηκε ότι το πλοίο θα παραδιδόταν από αυτήν ελεύθερο βαρών, χρεών και λοιπών υποχρεώσεων προς τρίτους. Οι δε αγοραστές ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν την αξία των εναπομεινάντων καυσίμων και λιπαντικών του πλοίου, κατόπιν σχετικής καταμέτρησης που θα πραγματοποιούνταν από την πωλήτρια. Η ως άνω συμφωνία τροποποιήθηκε διαδοχικώς και δυνάμει της τρίτης τροποιητικής συμφωνίας, κατέστη ως αγοράστρια και συμβαλλόμενο μέρος (και) η αιτούσα. Περαιτέρω, σε συμμόρφωση με την συμβατική υποχρέωση για εξόφληση της αξίας των εναπομεινάντων στο πλοίο καυσίμων και λιπαντικών, η αιτούσα κατέβαλε, προ της παράδοσης του πλοίου που έλαβε χώρα τον Δεκέμβριο του 2019, το ποσό των 164.240,37 δολαρίων ΗΠΑ, στην πρώτη καθ’ ης πωλήτρια εταιρία, σύμφωνα και με από 20-11-2019 τιμολόγιο που εξέδωσε η τελευταία. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι παρά τη ρητή συμβατική δέσμευση εκ μέρους της πωλήτριας καθ’ ης ότι το πλοίο θα παραδίδονταν ελεύθερο βαρών και λοιπών υποχρεώσεων προς τρίτους, τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης πώλησης όσο και κατά το χρόνο παράδοσης του πλοίου (μετάθεση του κινδύνου – ΑΚ 522), υπήρχαν σημαντικές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τρίτους από τη λειτουργία του αυτού (ανεφοδιασμός με καύσιμα και λιπαντικά), γεγονός το οποίο ο τρίτος των καθ’ ων, υπό την ιδιότητα του ουσιαστικού νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εξ αυτών, δολίως απέκρυψε από την αιτούσα, ως έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, προκειμένου να ολοκληρωθεί η πώληση, να καρπωθεί η πρώτη καθ’ ης πωλήτρια το σύνολο του συμφωνηθέντος τιμήματος και να επιβαρυνθεί εντέλει η αιτούσα με την κάλυψη των σχετικών δαπανών. Προκειμένου δε να εμφανίσει την πρώτη των καθ’ ων ως συνεπή στις υποχρεώσεις της αναφορικά με την κάλυψη των δαπανών αγοράς καυσίμων και λιπαντικών και να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, ο τρίτος καθ’ ου παρέδωσε στην αιτούσα το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο το οποίο φέρεται ότι είχε εκδοθεί για το ποσό των 150.105,03 δολαρίων ΗΠΑ, από την εταιρία «…». Το ως άνω δε ποσό καταβλήθηκε από την αιτούσα ως τμήμα της οφειλής, για την οποία εκδόθηκε το προαναφερθέν από 20-11-2019 τιμολόγιο της πρώτης καθ’ ης, πλην όμως διαπιστώθηκε μεταγενεστέρως ότι το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο είναι πλαστό και ότι δεν εκδόθηκε από την ως άνω προμηθεύτρια εταιρία. Εξάλλου, μετά την παράδοση του ανωτέρω πλοίου, το οποίο από 1-12-2019 μετονομάσθηκε σε «…» και απέκτησε σημαία … και ειδικότερα στις 7-7-2020, το πλοίο δεσμεύτηκε στο λιμάνι της Σκίδας στην Αλγερία, όπου εκτελούσε προγραμματισμένο δρομολόγιο Γαλλίας – Αλγερίας, λόγω οφειλής από αγορά λιπαντικών για την οποία είχε εκδοθεί το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο της εταιρίας «…». Οι πωληθείσες ποσότητες λιπαντικών είχαν παραδοθεί στο λιμάνι της Καρθαγένης, για λογαριασμό και επ’ ονόματι της πρώτης των καθ’ ων, αξίας 58.854,33 δολαρίων πλέον τόκων 11.574 δολαρίων ΗΠΑ, με βάσει το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο της ιδίας ως άνω εταιρίας. Το πλοίο παρέμεινε δεσμευμένο με απαγόρευση απόπλου λόγω της οφειλής της προηγούμενης πλοιοκτήτριας στο λιμάνι της Σκίδας της Αλγερίας έως τις 20-7-2020, όταν η αιτούσα εξόφλησε τη σχετική οφειλή και επιπλέον 20.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα, ήτοι με βάσει την ισοτιμία ευρώ – Δολαρίου ΗΠΑ την ημερομηνία αυτή το συνολικό ποσό των 93.218,33 δολαρίων. Μετά όμως την ανωτέρω εξόφληση, επεβλήθη νέα απαγόρευση απόπλου στον ίδιο λιμένα από την εταιρία «…», για απλήρωτο τιμολόγιο με αριθμό …, το οποίο αφορούσε αγορά λιπαντικών για το ανωτέρω πλοίο στο λιμάνι του Ρίο Ντε Τζανέιρο στην Βραζιλία, για λογαριασμό και επ’ ονόματι της πρώτης των καθ’ ων, αξίας 48.912,56 δολαρίων ΗΠΑ πλέον τόκων 19.418,29 δολαρίων ΗΠΑ, με βάσει το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο. Το πλοίο παρέμεινε δεσμευμένο με απαγόρευση απόπλου λόγω της οφειλής της προηγούμενης πλοιοκτήτριας στο λιμάνι της Σκίδας της Αλγερίας έως τις 4-8-2020, όταν η αιτούσα κατέβαλε τη σχετική οφειλή και επιπλέον 23.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα, ήτοι με βάσει την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ την ημερομηνία αυτή το συνολικό ποσό των 95.354,46 δολάρια ΗΠΑ. Πέραν δε των ανωτέρω, η αιτούσα επιβαρύνθηκε εξαιτίας της προαναφερθείσας υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς με το συνολικό ποσό των 21.840 δολαρίων ΗΠΑ, για την αγορά καυσίμων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, με το ποσό των 15.498,59 δολαρίων ΗΠΑ για δικηγορικές αμοιβές, με βάση την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ στις 21-8-2020, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. … σχετικό τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της δικηγορικής εταιρίας «…», με το ποσό των 4.990,75 δολαρίων ΗΠΑ για ενδιάμεσα δικαστικά έξοδα, όπως προκύπτει από το σχετικό υπ’ αριθ. … τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών (με βάσει την ισοτιμία στερλίνας – δολαρίου ΗΠΑ) της δικηγορικής εταιρίας «…», με το ποσό των 42.876,86 δολαρίων ΗΠΑ για έξοδα πιλότου, ρυμούλκησης, παροχής αποκομιδής σκουπιδιών, παραμονής στον λιμένα, έξοδα πράκτορα, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 52/2020 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της εταιρείας «…» στο λιμάνι της Σκίδας και με το ποσό των 48.375,13 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο καταβλήθηκε από την αιτούσα στην πρώτη καθ’ ης, στο πλαίσιο της εξόφλησης του προαναφερθέντος από 20-11-2019 τιμολογίου που είχε εκδώσει η τελευταία, για την κοστολόγηση των εναπομεινάντων καυσίμων και λιπαντικών που είχε το πλοίο, παρά το γεγονός ότι η πραγματική αξία αυτών ανέρχονταν στο ποσό των 58.854,33 δολάρια ΗΠΑ, όπως συνάγεται από το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο που είχε εκδώσει η εταιρία «…», η οποία κατά τα προαναφερθέντα και για την συγκεκριμένη οφειλή δέσμευσε, στις 7-7-2020, το πλοίο στο λιμάνι της Σκίδας στην Αλγερία. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν πιθανολογήθηκε η επικαλούμενη από την αιτούσα ζημία (διαφυγόν κέρδος – 300.000 δολάρια ΗΠΑ)) λόγω επικείμενης πώλησης του πλοίου σε τρίτους, συνιστάμενη στη διαφορά της τιμής αγοράς του πλοίου από την ίδια και της τιμής στην οποία θα πωλούσε αυτό, ενόψει και του γεγονότος ότι δεν προσκομίζονται έγγραφα από τα οποία να πιθανολογείται η ύπαρξη διαπραγματεύσεων για την πώληση του πλοίου σε τρίτους και η ύπαρξη συγκεκριμένου τιμήματος υπέρτερου σε σχέση με το τίμημα των 8.250.000 δολαρίων ΗΠΑ, με το οποίο αγόρασε το πλοίο η αιτούσα, αλλά ούτε και η επικαλούμενη από αυτή προσβολή της επαγγελματικής, συναλλακτικής φήμης αλλά και της αξιοπιστίας της στον κλάδο της ναυτιλίας εξαιτίας της ένδικης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η ζημία της αιτούσα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 228.935,79 δολαρίων ΗΠΑ άλλως στο ισόποσό του σε ευρώ (με βάση την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο σύνταξης της ένδικης αίτησης), ήτοι στο ποσό των 192.200,50 ευρώ το οποίο αποτελεί και τη διασφαλιστέα αξίωσή της. Σύμφωνα λοιπόν με των ανωτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συντρέχει επείγουσα περίπτωση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησης της αιτούσας και συγκεκριμένα η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης και του τέταρτου των καθ’ ων, είτε βρίσκονται εις χείρας του, είτε εις χείρας τρίτων καθώς και η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στην ακίνητη περιουσία των ιδίων ως άνω καθ’ ων, μέχρι του ποσού των 280.000 ευρώ.
Επομένως, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει απορριφθεί ως προς την δεύτερη, την τρίτη, την πέμπτη, την έκτη και τον έβδομο των καθ’ ων και να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη ως προς την πρώτη και τον τέταρτο εξ αυτών. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της πρώτης και του τέταρτου των καθ’ ων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Δικαστική δαπάνη σε βάρος της αιτούσας και σε σχέση με τους λοιπούς των καθ’ ων η αίτηση δεν επιδικάζεται, διότι δεν υπήρξε σχετικό αίτημα αυτών ενόψει και της ερημοδικίας τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1 και 191 παρ. 2 KΠολ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των καθ’ ων η αίτηση.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση ως προς την δεύτερη, την τρίτη, την πέμπτη, την έκτη και τον έβδομο των καθ’ ων.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της πρώτης και του τέταρτου των καθ’ ων είτε ευρίσκεται στα χέρια τα δικά τους είτε τρίτου, έως του ποσού των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000) ευρώ.
- ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης στην ακίνητη περιουσία της πρώτης και του τέταρτου των καθ’ ων, μέχρι του ποσού των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων (280.000) ευρώ, για την εξασφάλιση της στο σκεπτικό της παρούσας αναφερόμενης απαίτησης της αιτούσας.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη και τον τέταρτο των καθ’ ων στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 14 Ιουλίου 2021.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)