ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 911/2021
(Αριθ. καταθ. 2190/557/2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Ιατρίδη – Ραμαντάνη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς 2008.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, κατοίκου …, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του Κλεοπάτρας Μαδημένου με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς 3707.
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 23.4.2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 2190/557/2021 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Β) ΤΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ υπέρ του καθ’ ου η αίτηση: …, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Διονυσίου Βραχάτη, με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς 3195.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο και υπέρ του καθ’ ου πρόσθετη παρέμβαση της
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, που συνεκδικάζονται λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στο σημείωμά τους για την κατάθεση του οποίου έλαβαν προθεσμία έως την 11η-6-2021.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού: Α) Η από 23.4.2021 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 2190/557/2021, Β) η προφορικώς ασκηθείσα στο ακροατήριο υπέρ του καθ’ ου και κατά της αιτούσας πρόσθετη παρέμβαση. Η ως άνω αίτηση και η προφορικώς ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, διότι αφορούν αξιώσεις των ίδιων διαδίκων, υπαγόμενες στο ίδιο είδος διαδικασίας, συνακόλουθα δε δια της συνεκδικάσεως διευκολύνεται αλλά και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων ( άρθρα 682 επ, 246, 591 παρ 1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, η αιτούσα εκθέτει ότι δυνάμει της από 12.9.2015 συμβάσεως έντοκου δανείου, που κατήρτισε με τις μη διαδίκους στην παρούσα δίκη αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες με τις επωνυμίες «…», «…» και «…», συμφερόντων όλες του καθ’ ου, ανέλαβε την υποχρέωση να τους χορηγήσει, ως δάνειο το χρηματικό ποσό των 12.050.000 δολ ΗΠΑ. Σε εκτέλεση αυτής της συμβάσεως, την 19.2.2015, η αιτούσα προχώρησε στην εκταμίευση του χρηματικού ποσού του δανείου προς τις τρεις δανειολήπτριες, υπέρ των οποίων εγγυήθηκε ο καθ’ ου, ευθυνόμενος ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από τις ενστάσεις του εγγυητή, κατά τον Αστικό Κώδικα και το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο. Ότι οι δανειολήπτριες κατέστησαν υπερήμερες στην καταβολή των δόσεων, με αποτέλεσμα η αιτούσα να προχωρήσει στην καταγγελία των συμβάσεων, αξιώνοντας από τους αντισυμβαλλόμενούς της το υπόλοιπο ανεξόφλητο κεφάλαιο ύψους 4.705.960 δολ ΗΠΑ, πλέον τόκων συμβατικών και υπερημερίας. Επικαλούμενη επείγουσα περίπτωση και επικείμενο κίνδυνο, αιτήθηκε και πέτυχε δυνάμει της με αριθμό 559/2020 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 6.500.000 δολ ΗΠΑ, για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησής της, στα αναφερόμενα στην απόφαση αυτή τρία ακίνητα, στα οποία ο καθ’ ου έχει δικαίωμα ψιλής κυριότητας. Ότι η εξασφάλιση αυτή δεν επαρκούσε για την απαίτησή της, δεδομένου ότι τα ακίνητα ήταν ήδη βεβαρημένα με προσημείωση υποθήκης ύψους 2.500.000 ευρώ υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ η αξία της ψιλής κυριότητας ανέρχεται συνολικά για τα τρία ακίνητα μόλις σε 1.571.500 ευρώ. Ότι επιπρόσθετα, πληροφορήθηκε ότι τα συντηρητικώς κατασχεμένα πλοία «…» «…», μεταβιβάστηκαν σε αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «…», η οποία εν συνεχεία τα οδήγησε σε διαλυτήρια πλοίων στο Πακιστάν, αποκλείοντας την, έστω και από την μερική, ικανοποίηση της απαίτησής της. Ότι προσφάτως ενημερώθηκε πως στον καθ’ ου ανήκει το 50% ονομαστικών μετοχών (ήτοι 500 από τις 1.000 εκδοθείσες μετοχές), της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, τις οποίες ο τελευταίος προτίθεται να μεταβιβάσει. Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο ματαίωσης της απαίτησής της, ζητά να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου και ειδικά η συντηρητική κατάσχεση των 500 ονομαστικών μετοχών της ανωτέρω εταιρίας με την επωνυμία «…», που του ανήκουν, μέχρι του ποσού των 4.217.500 δολ ΗΠΑ, άλλως μέχρι του ισόποσού του σε ευρώ, το οποίο κατά την επίσημη ισοτιμία κατά τον χρόνο άσκησης της αίτησης ανέρχεται στο ποσό των 3.500.000 ευρώ, προς εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησής της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, καθώς και να καταδικαστεί ο καθ’ ου στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως και παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο ( άρθρ. 3, 9, 14 παρ. 2, 22, 591 παρ. 1 εδ α’, 683 παρ. 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 επ. του Ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 4 και 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»). Επισημαίνεται, ότι και χωρίς τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τις παραπάνω διατάξεις, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα, προκειμένου να αποφευχθεί αναπότρεπτη βλάβη του αιτούντος (ΜΠΚαβ 440/2011, δημοσίευση Νόμος). Ειδικότερα δε σε ότι αφορά την λήψη ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σύμφωνα με το παλαιότερα προϊσχύον άρθ. 24 της από 27-9-1968 Συμβάσεως των Βρυξελλών «για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», όπως είχε τροποποιηθεί με τις συμβάσεις προσχωρήσεως των νέων κρατών – μελών, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το άρθ. πρώτο του Ν. 1814/1988 και άρχισε να ισχύει στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και των λοιπών κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από την 01-07-1989, «τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο συμβαλλομένου κράτους μπορούν να ζητηθούν από τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έστω και αν Δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους έχει, σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση, Διεθνή Δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως», ενώ ταυτοσήμου ακριβώς περιεχομένου διατάξεις θεσπίστηκαν με το άρθ. 31 του Κανονισμού ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου της 22-12-2000 (ΕΕ 1-12/ 16-01-2001), ο οποίος από την 01-03-2002 (βλ. άρθ. 76 αυτού) αντικατέστησε την εν λόγω Σύμβαση, αλλά και με το ήδη ισχύον άρθ. 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/12-12-2012 που ισχύει κατά το άρθ. 66 αυτού από 10-1-2015 και επαναλαμβάνει ad hoc την διάταξη του άρθ. 31 Κανονισμού ΕΚ 44/2001, τον οποίο και αντικατέστησε. Από την διάταξη των ως άνω άρθρων με την τελευταία ισχύουσα διάταξη αυτή του άρθ. 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/12-12-2012, προκύπτει σαφώς ότι με αυτές θεσπίστηκε απλά ο κανόνας ότι τα δικαστήρια οποιοσδήποτε συμβαλλομένου κράτους μπορούν να λάβουν τα προβλεπόμενα οπό το δίκαιό τους ασφαλιστικά μέτρα ακόμη και εάν η διεθνής δικαιοδοσία για την κύρια υπόθεση ανήκει κατά τη Σύμβαση/Κανονισμό σε Δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους. Δηλονότι για την ανεύρεση της διεθνούς δικαιοδοσίας επί ασφαλιστικών μέτρων ο αιτών μπορεί να ανατρέξει είτε στη Διεθνή Δικαιοδοσία που έχει από τον Κανονισμό 1215/2012 για την κύρια διαφορά είτε στη δικαιοδοσία που του απονέμουν οι δικονομικοί κανόνες του εσωτερικού Δικονομικού Δικαίου του Δικαστηρίου του κράτους – μέλους ενώπιον του οποίου ανοίγεται η δίκη (άρθ. 3 ΚΠολΔ). Να σημειωθεί επίσης ότι σύμφωνα με το άρθ. 4 Κανονισμού 1215/2012 αν ο εναγόμενος έχει κατοικία (ή έδρα) στο κράτος – μέλος, ενάγεται ενώπιον του δικαστηρίου αυτού του κράτους – μέλους. Ως εκ τούτου, ακόμη κι όταν πρόκειται να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση αντικειμένου που βρίσκεται στην αλλοδαπή, το ημεδαπό δικαστήριο, κατ’ εξαίρεση, δυνάμει του ως άνω Κανονισμού έχει δικαιοδοσία. Ακολούθως η αίτηση είναι αρκούντος ορισμένη ως προς τις απαιτούμενες κατ’ άρθρο 688 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων διαδικαστικές προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης και του επικείμενου κινδύνου και δεν απαιτείται ειδική μνεία των συντηρητικώς κατασχόμενων ειδικών περιουσιακών στοιχείων (Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ 384 επ, άρθρο 709), ενώ για τη θεμελίωση της νομιμοποίησης προς διεξαγωγή συγκεκριμένης δίκης, κατ΄ αρχήν, αρκεί ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι αυτός και ο καθ’ ου είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και ειδικότερα ότι ο πρώτος είναι φορέας του επίδικου δικαιώματος και ο δεύτερος της αντίστοιχης υποχρέωσης (ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339). Αν τελικά προκύψει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η αγωγή – αίτηση δεν απορρίπτεται λόγω έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά για λόγους ουσιαστικούς, δηλαδή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν (ΕΑ 3829/2005 αδημοσίευτη). Επομένως, η κρινόμενη αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 361, 806 επ., 847 επ ΑΚ, 692 παρ. 2, 707, 708, 712, 1022 και 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω, για να διαπιστωθεί εάν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.
Σύμφωνα με το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτόν. Έννομο συμφέρον, κατά την έννοια του άνω άρθρου, δυνάμενο να στηρίξει πρόσθετη παρέμβαση υπάρχει, όταν η έκβαση της δίκης μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τις έννομες σχέσεις του τρίτου, όπως όταν η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί θα αποτελέσει δεδικασμένο ή θα είναι εκτελεστή κατά του τρίτου ή θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες ως προς αυτόν ( ΟλΑΠ 17/2015, ΑΠ 92/2017, ΑΠ 12/2013, δημοσίευση Νόμος) ή παρεπόμενες συνέπειες (ΑΠ 1260/2013, δημοσίευση Νόμος). Άμεσο έννομο συμφέρον, το οποίο ως διαδικαστική προϋπόθεση πρέπει να υπάρχει κατά την έναρξη της δίκης και καθ’ όλη της διάρκειά της ( ΑΠ 1877/2014, δημοσίευση Νόμος, ΕφΠειρ 446/2014 αδημ, ) για την άσκηση παρέμβασης, υφίσταται όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η εις βάρος αυτού δημιουργία δυσμενούς νομικής υποχρεώσεως, δηλαδή όταν θα επηρεαστεί δυσμενώς η νομική θέση που παρεμβαίνοντος και δεν αρκεί απλώς το οικονομικό συμφέρον. (Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμηνευτική και Νομολογιακή Ανάλυση εκδ 1996 υπό το άρθρο 80 σημ 14 σελ 560). Στην προκειμένη περίπτωση, υπέρ του καθ’ ου, προσήλθε και άσκησε πρόσθετη παρέμβαση …. Η ανωτέρω, με προφορική δήλωσή της, που καταχωρήθηκε στο ακροατήριο, δήλωσε ότι παρεμβαίνει προσθέτως υπέρ του καθ’ ου, ως έχουσα προς τούτο έννομο συμφέρον, να αποβεί η παρούσα δίκη υπέρ του, ήτοι να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση, καθόσον, η ίδια τυγχάνει μοναδική πραγματική μέτοχος και δικαιούχος του συνόλου των μετοχών της εταιρίας «…», όπως προκύπτει από τη δήλωση πραγματικών δικαιούχων που υπέβαλε προς την ΑΑΔΕ. Η υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση, παραδεκτά (άρθρ 686 παρ. 6 ΚΠολΔ) και νόμιμα ασκείται από την ανωτέρω, η οποία έχει έννομο συμφέρον, όπως η έννοια αυτού οριοθετείται από τη διάταξη του άρθρου 68 και 80 ΚΠολΔ, δοθέντος ότι, για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης σε ήδη ανοιγείσα δίκη υπέρ τινός των διαδίκων απαιτείται μεταξύ άλλων από την δίκη αυτή να αναδύονται ανακλαστικές συνέπειες ή παρεπόμενες συνέπειες, ως προς τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, προϋπόθεση, που εν προκειμένω συντρέχει. Είναι δε αναγκαίο να επισημανθεί ότι η ασκηθείσα παρέμβαση, δε δύναται να εκτιμηθεί ως κύρια, καθόσον η αιτούσα δεν περιλαμβάνει αίτημα αντιποίησης ολικής ή μερικής του αντικειμένου της ως άνω κύριας δίκης, αλλά ζητεί απλώς την απόρριψη της κύριας αίτησης, χωρίς να προβάλλει αυτοτελές αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας. (βλ. Νίκα σε ερμηνεία ΚΠοΛΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, τόμος Ι, άρθρο 79, αρ. 6, με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων …, που εξετάστηκαν με επιμέλεια της αιτούσας και του καθ’ ου αντίστοιχα, καθώς και από όλα τα έγγραφα, ελληνικά και ξενόγλωσσα, που προσκομίζονται από αμφότερους τους διαδίκους νομίμως μεταφρασμένα, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Κώδικα περί Δικηγόρων, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εντόκου δανείου, που καταρτίστηκε την 12.2.2015, μεταξύ της αιτούσας και των ναυτιλιακών εταιριών με τις επωνυμίες «…», «…» και «…», συμφερόντων όλες του καθ’ ου, ανέλαβε την υποχρέωση να τους χορηγήσει, ως δάνειο το χρηματικό ποσό των 12.050.000 δολ ΗΠΑ. Σε εκτέλεση αυτής της συμβάσεως, την 19.2.2015, η αιτούσα προχώρησε στην εκταμίευση του χρηματικού ποσού του δανείου προς τις τρεις δανειολήπτριες, υπέρ των οποίων εγγυήθηκε ο καθ’ ου, ευθυνόμενος ως πρωτοφειλέτης και παραιτούμενος από τις ενστάσεις του εγγυητή, κατά τον Αστικό Κώδικα και το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο. Παράλληλα, με άλλες συμβάσεις εγγυήσεως, εγγυήθηκαν υπέρ των πρωτοφειλετών, παραιτούμενοι και αυτοί από τις ενστάσεις του εγγυητή, οι μη διάδικοι …, καθώς και η εταιρία με την επωνυμία «…». Οι δανειολήπτριες κατέστησαν υπερήμερες στην καταβολή των δόσεων, με αποτέλεσμα η αιτούσα να προχωρήσει στην καταγγελία των συμβάσεων, αξιώνοντας από τους αντισυμβαλλόμενούς της το υπόλοιπο ανεξόφλητο κεφάλαιο ύψους 4.705.960 δολ ΗΠΑ, πλέον τόκων συμβατικών και υπερημερίας και συνολικά 5.026.800,37 δολ ΗΠΑ. Ακολούθως η αιτούσα, επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο άσκησε την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 12004/2509/2019 αίτησή της (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) κατά του καθ’ ου – εγγυητή, επί της οποία εκδόθηκε η με αριθμό 559/2020 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία πιθανολογήθηκε η ως άνω απαίτησή της και η συνδρομή επικείμενου κινδύνου τόσο αναγκαστικής εκποιήσεως των ακινήτων του καθ’ ου ή περαιτέρω επιβαρύνσεώς τους, όσο και κινδύνου αδυναμίας ολοσχερούς ικανοποιήσεως από το μελλοντικό πλειστηρίασμα των κατασχεμένων ήδη πλοίων «…S» και «…», και επιτράπηκε η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, μέχρι του ποσού των 6.500.000 δολ ΗΠΑ για την εξασφάλιση της προαναφερόμενης απαίτησης σε τρία ακίνητα, στα οποία ο καθ ου έχει δικαίωμα ψιλής κυριότητας. Εν συνεχεία, η αιτούσα προέβη στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ένα από τα τρία ακίνητα και μέχρι του ποσού των 1.500.000 ευρώ, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. … πιστοποιητικό του κτηματολογικού γραφείου Κορωπίου, καθόσον ήδη υπήρχε υφιστάμενη προσημείωση υποθήκης ύψους 2.500.000 ευρώ και στα τρία ακίνητα υπέρ της τράπεζας Πειραιώς, η αξία της πλήρους κυριότητας, κατόπιν έκθεσης του εκτιμητικού οίκου «…», που εκπονήθηκε τον Μάϊο του 2020, ανερχόταν σε 40.000, 38.000 και 2.167.000 ευρώ αντίστοιχα και συνεπώς, η αξία της ψιλής κυριότητας συνολικά σε 1.571.500 ευρώ, με αποτέλεσμα η επιπλέον εγγραφή και στα λοιπά, ήσσονος αξίας, ακίνητα του καθ’ ου να παρίσταται αλυσιτελής. Εξάλλου, δυνάμει της με αριθμό 295/2020 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ ου, πλην των τριών ακινήτων, για τα οποία χορηγήθηκε δικαίωμα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης υπέρ της εταιρίας με την επωνυμία «…» για το συνολικό ποσό των 860.468,49 ευρώ, ενώ και τα κατασχεμένα πλοία «…» και «…» ιδιοκτησίας των δανειοληπτριών, πιθανολογήθηκε ότι μεταβιβάστηκαν τελικά στην εταιρία «…» με έδρα τα … και οδηγήθηκαν στο Gadani του Πακιστάν προς διάλυση, αποκλείοντας πλέον, έστω και την μερική ικανοποίηση της αιτούσας, από το πλειστηρίασμά τους. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ο καθ΄ου είναι κύριος πεντακοσίων (500) μετοχών της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, γεγονός που προκύπτει από το από 1.3.2021 πιστοποιητικό του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας – Τμήμα Εφόρου Εταιριών και Πτωχεύσεων στην Λευκωσία, σύμφωνα με το οποίο πιστοποιείται ότι σύμφωνα με τα αρχεία που τηρεί το τμήμα αυτό, οι μέτοχοι της εταιρίας είναι η προσθέτως παρεμβαίνουσα … με αριθμό 500 κοινών μετοχών και ο καθ’ ου … με αριθμό 500 κοινών μετοχών αντίστοιχα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από την από 8.6.2021 έκθεση εταιρικής δομής της εταιρίας …, σύμφωνα με την οποία, κατόπιν ελέγχου, μέτοχοι είναι τα ανωτέρω πρόσωπα, ενώ δεν υφίστανται καταχωρημένα βάρη. Αντιθέτως, τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την από 1.2.2021 εκτύπωση από την ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΑΑΔΕ της Δήλωσης της προσθέτως παρεμβαίνουσας ως πραγματικής δικαιούχου, καθόσον δεν έχει καταχωρηθεί σε αυτή ο αριθμός των μετοχών και αν πράγματι είναι δικαιούχος των χιλιών ή των πεντακοσίων μετοχών της Κυπριακής εταιρίας, ενώ το προσκομιζόμενο από 6.3.2014 τιτλοφορούμενο ως Ειδικό Πληρεξούσιο της προσθέτως παρεμβαίνουσας προς τον καθ΄ου, συνιστά απλό έγγραφο, συνταχθέν όχι από αρμόδια αρχή και χωρίς να έχει βεβαιωθεί ο χρόνος κατάρτισής του και το γνήσιο της υπογραφής της, ενώ αντίστοιχα και η από 3.6.2021 υπεύθυνη δήλωσή της του Ν. 1599/1986, σύμφωνα με την οποία χορηγεί την εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο της να ασκήσει την υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση ως μοναδική/ πραγματική μέτοχος της ως άνω εταιρίας, δεν δύναται να αντικρούσει τα όσα βεβαιώνονται από τον Έφορο Εταιριών στο προαναφερόμενο δημόσιο έγγραφο. Ούτε εξάλλου και η προσκομιζόμενη ιδιωτική συμφωνία σύμβασης καταπιστεύματος υπερισχύει οποιουδήποτε εταιρικού εγγράφου ή μητρώου, όσον αφορά τη μετοχική ιδιότητα, κατά το Κυπριακό δίκαιο, σύμφωνα με την γνωμοδότηση του Δικηγόρου …, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η αιτούσα, καθόσον η έλλειψη δημοσιότητας ιδιωτικής σύμβασης δεν αντιτάσσεται έναντι οποιουδήποτε καλόπιστου τρίτου. Άλλωστε, ο καθ’ ου κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής ενώπιον του Προέδρου Υπηρεσίας την 27.4.2021, κατέθεσε σημείωμα αιτούμενος την απόρριψή της, επικαλούμενος λόγους διάφορους της έλλειψης κυριότητας στο πρόσωπό του, επίκληση που το πρώτον γίνεται κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης, ενώ η φερόμενη ως πραγματική δικαιούχος του συνόλου των μετοχών, μητέρα του, δεν εμφανίστηκε προκειμένου να αντιτάξει το δικό της δικαίωμα. Συνακόλουθα των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν τόσο η υποβληθείσα από τον καθ’ ου ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του στην άσκηση της ένδικης αίτησης, όσο και η ασκηθείσα προφορικά πρόσθετη παρέμβαση, ως αβάσιμες στην ουσία τους. Κατά τα λοιπά πιθανολογείται ότι η περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου κρίνεται επισφαλής, ενώ δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από αυτόν. Το γεγονός δε της οικονομικής αφερεγγυότητας τόσο των δανειοληπτριών εταιρών, οι οποίες μετά την πώληση των πλοίων τους δεν έχουν αξιόχρεη εμφανή περιουσία και αδυνατούν να εξοφλήσουν τις συσσωρευμένες οφειλές των πιστωτών τους, καθώς και της εταιρικής εγγυήτριας – διαχειρίστριας εταιρίας «…», η οποία επίσης διατηρεί σημαντικές οφειλές προς τρίτους, όσο και η επισφαλής οικονομική και περιουσιακή κατάσταση των λοιπών εγγυητών αλλά και του καθ’ ου, ο οποίος έχει εγγυηθεί και για άλλα τραπεζικά δάνεια των ως άνω εταιριών συμφερόντων του και η εμφανής περιουσία του έχει βάρη πολλαπλάσια της αξίας της, δημιουργεί σοβαρό κίνδυνο για την ικανοποίηση της αξίωσης της αιτούσας. Ενόψει των παραπάνω πιθανολογηθέντων, επιβάλλεται να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση κάθε ακίνητης και κινητής περιουσίας του και ειδικά η συντηρητική κατάσχεση των πεντακοσίων (500) ονομαστικών μετοχών ιδιοκτησίας του, της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, προς εξασφάλιση απαίτησης της αιτούσας, μέχρι του ποσού των 4.217.500,00 δολ ΗΠΑ, ισόποσου όπως δεν αμφισβητείται, των 3.500.000,00 ευρώ. Σημειώνεται, ότι η διάταξη περισσότερων ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να γίνει με την ίδια ή με περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, αφού ο νόμος δεν διακρίνει (άρθ 692 παρ. 2 ΚΠολΔ, Βαθρακοκοίλης, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ 293 επ., άρθρο 692). Η δε επιβολή και του ως άνω αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου, δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι πιθανολογήθηκε, πως η επιβολή επιπρόσθετου μέτρου, είναι αναγκαία για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου ματαίωσης ικανοποίησης της απαίτησης της αιτούσας, ήτοι για την πιο αποτελεσματική προσωρινή προστασία του δικαιώματός της.
Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα προφορικά πρόσθετη παρέμβαση, η ένδικη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αιτούσας σε βάρος του καθ΄ ου η αίτηση, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και την ασκηθείσα προφορικά πρόσθετη παρέμβαση.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.
- ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου είτε ευρίσκεται στα χέρια τα δικά του είτε τρίτου και ιδίως των πεντακοσίων (500) ονομαστικών μετοχών ιδιοκτησίας του, της εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην …, προς εξασφάλιση απαίτησης της αιτούσας, μέχρι του ποσού των 4.217.500,00 δολ ΗΠΑ, ισόποσου των 3.500.000,00 ευρώ.
- ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθ ου στα δικαστικά έξοδα της αιτούσας ποσού τριακοσίων (300,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 10 Αυγούστου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)