ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός 919/2021
(Αριθ. καταθ. 8931/1948//2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Αντωνοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Θεμιστοκλή Σοφού με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 10679.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, κατοίκου …, προσωρινώς διαμένοντος στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού, με ΑΦΜ …, ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του Γεωργίου Γεωργιάδη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 22420 και Χριστίνας Δερβένη με Α.Μ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών 30589 .
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 11.11.2020 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 8931/1948/2020 και προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 18.12.2020, κατόπιν αναβολών για 29.1.2021 και 12.3.2021, οπότε και ματαιώθηκε λόγω της αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων δυνάμει της ΚΥΑ με αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 13805/2021 (ΦΕΚ 843/Β/3.3.2021) όπως αντικαταστάθηκε από την Δ1α/ΓΠ.οικ. 14453 (ΦΕΚ 895/Β/6.3.2021 και επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί, καθώς και όσα αναφέρονται στα έγγραφα σημειώματα που κατέθεσαν, εντός της χορηγηθείσας προθεσμίας έως την 11.6.2021.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση υπάρξεως επικειμένου κινδύνου που απειλεί το επίδικο δικαίωμα ή την απαίτηση και προς αποτροπή αυτού, ή σε περίπτωση συνδρομής επείγουσας περιπτώσεως, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλακτικών μέτρων, πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Σε περίπτωση ανυπαρξίας ή σε περίπτωση μη πιθανολογήσεως των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα, κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας ή του προσώπου κάποιου, διατάσσονται και λαμβάνονται μόνον, μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της απαιτήσεως και υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Ο αιτών μάλιστα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων οφείλει με βάση τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αριθ. 4 και 688 ΚΠολΔ να διαλάβει στην αίτησή του, με ποινή απαραδέκτου, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα ως (ρύθμιση) αναγόμενη στην προδικασία, μεταξύ άλλων και συνοπτικά τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν, ήτοι το δικαίωμα για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται το ασφαλιστικό μέτρο και το οφειλόμενο χρηματικό ποσό, όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις, τον επικείμενο κίνδυνο που απειλεί το δικαίωμα ή την επείγουσα περίπτωση που επιβάλλει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος νοείται η πιθανολόγηση πως επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, όταν ο αιτών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης (ΜΠρΑθ 23867/1993 ΝοB 42.233, ΜΠρΧαλκ 686/1991 Δ 23.262, ΜΠρΑθ 12407/1985 Δ 16.725, Κεραμεύς–Πολυζωγόπουλος: “Τα ασφαλιστικά μέτρα, στο ελληνικό αστικό δικονομικό δίκαιο στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα της δικαιοσύνης» παρ. 3, 4 σελ 260). Το γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει εμφανή περιουσιακά στοιχεία και είναι ελαττωμένης περιουσιακής καταστάσεως δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, διότι ανάγκη για να εξασφαλισθεί η αξίωση, δεν δημιουργείται όταν ο οφειλέτης είναι κάτοχος μικρής περιουσίας, παρά όταν αυτός επιχειρεί να αποξενωθεί από αυτήν, άλλως όταν προβαίνει σε συγκεκριμένες θετικές ή αποθετικές ενέργειες ή κινήσεις που δείχνουν ότι επίκειται προσεχής αποξένωση. Ενώ επείγουσα περίπτωση συντρέχει όταν λ.χ. συρρέουν βάσιμες πληροφορίες ή επιβεβαιωμένες φήμες ή λαμβάνουν χώρα ενέργειες που καταδεικνύουν την πρόθεση του οφειλέτη να προβεί σε άμεση και προσεχή αποξένωση από την περιουσία του κατά την τρέχουσα στιγμή ή όταν προτίθεται να κλείσει τον τυχόν τραπεζικό του λογαριασμό. Επί πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση η πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής καταστάσεως κάποιου, διότι με αυτήν την εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη ασφαλιστικών μέτρων (και ιδία υπό την εξεταζόμενη μορφή της συντηρητικής κατάσχεσης) σε κάθε εκκρεμή διαφορά, ενόψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελαττώσεως της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου. Συνεπώς, όταν ο νόμος απαιτεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθιστης ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, δικαιολογούμενη από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένου κινδύνου ματαιώσεως της απαιτήσεως ή επείγουσας περιπτώσεως της παρούσας στιγμής (ΜΠρΘεσ 19987/2005 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 7810/2003 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 6460/2003 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 3066/1999 Δ30.523).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών Δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο, εφόσον πρόκειται για δικαίωμα, που έχει ήδη κριθεί μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο διαφοράς, βασιζόμενο στην ίδια νομική και ιστορική αιτία, δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (όπως και τα άλλα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί, λαμβάνεται δε υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης (ΑΠ 1174/1999, ΕλλΔνη 41. 693). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 695 ΚΠολΔ, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση. Επομένως, από αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο, το οποίο, με πρόταση διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως δεσμεύει το Δικαστήριο, όταν αυτό καλείται να δικάσει επί άλλης αίτησης λήψης ασφαλιστικού μέτρου, για την ίδια μεταξύ των διαδίκων διαφορά, μέχρι πιθανολόγησης ύπαρξης νέων στοιχείων. Το προσωρινό αυτό δεδικασμένο παύει να ισχύει με την έκδοση αντίθετης ή μη απόφασης επί της κύριας δίκης (Π. Τζίφρα, 1980, Ασφαλιστικά Μέτρα, σ. 68, αριθ. 24. α, ΑΠ 1077/2008 ΤΝΠ Νόμος), Η απόφαση που περατώνει τη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων έχει οριστικότητα, γι’ αυτό και δεν ανακαλείται ούτε μεταρρυθμίζεται ελεύθερα. Ειδικότερα, η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα διαμορφώνει με δικονομικό θεμέλιο μια νέα κατάσταση που επιτρέπει την εξασφάλιση ή την προσωρινή απόλαυση του ουσιαστικού δικαιώματος του αιτούντος και τη ρύθμιση γενικότερα των εριζόμενων σχέσεων των διαδίκων. Συνεπώς, η απόφαση έχει άμεση διαπλαστική ενέργεια, την οποία ο αντίδικος και κάθε τρίτος είναι υποχρεωμένοι να σεβαστούν (Κονδύλης, Το δεδικασμένον, 1983, σ. Β91, ΟλΕΣ 33/1997 Δ. 1998. 435). Η δέσμευση από το προσωρινό δεδικασμένο περιορίζεται στο πλαίσιο της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων (ΑΠ 283/1992 ΕλλΔνη 1993. 1071, ΑΠ 1062/1991 ΕλλΔνη 1992. 561) και εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 321-334 για τον προσδιορισμό τόσο των αντικειμενικών και υποκειμενικών του ορίων όσο και της λειτουργίας του, η οποία παρουσιάζεται ως αρνητική και θετική. Κατά την αρνητική του λειτουργία το προσωρινό δεδικασμένο εμποδίζει την αναδίκαση της υπόθεσης. Νέα αίτηση μεταξύ προσώπων που δεσμεύονται από το δεδικασμένο μπορεί να υποβληθεί, όταν δεν παρουσιάζει τις τυπικές ελλείψεις για τις οποίες απορρίφθηκε η προηγούμενη ή στηρίζεται σε διάφορη ιστορική και νομική αιτία, με μεταβολή ενδεχομένως και του αντικειμένου της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 696 αριθ. 3 ΚΠολΔ αποτελεί λόγο κάμψης του δεδικασμένου και αναλόγως δικαιολογεί είτε αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα είτε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, όταν η αρχική απόφαση είναι απορριπτική (Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ II, 2000, αριθ. 5- 6, σ. 1361 ΠΠρΑιγ 2/2013, ΤΝΠ Νόμος βλ και για μερική άρνηση συμμόρφωσης σε εκτελεστότητα απόφασης ως λόγο μεταρρύθμισης ΜΠρΛαμ 244/2018, ΕΦΑΔ 18,783 ). Κατά τη θετική του λειτουργία, του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία ζητείται λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εξασφάλιση αυτού του δικαιώματος θα θεωρηθεί καταρχήν δεδομένο το διαπλαστικό δικαίωμα του αιτούντος προς παροχή προσωρινής προστασίας και θα ερευνηθεί μόνο το ζήτημα αν το μέρος που αρχικώς διατάχθηκε, επαρκεί ή δεν επαρκεί λόγω μεταβολής έκτοτε των συνθηκών (ΜΠΡ Πατρ (Ασφ) 649/2020, ΜΠΡ Τρικαλ (Ασφ) 108/2019, δημοσίευση Νόμος).
Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα εκθέτει ότι είναι μητρική εταιρία του Ομίλου …, με θυγατρικές της εταιρίες στην Ελλάδα, αλλά και την Ασία, την Ευρώπη, την Μέση Ανατολή, μεταξύ των οποίων και η εδρεύουσα στο … εταιρία με την επωνυμία «… …», που είναι η μητρική των θυγατρικών της στην Ασία και ότι διατηρεί αξιώσεις αποζημίωσης σε βάρος του καθ’ ου, που ανέρχονται τουλάχιστον σε 80.000.000 ευρώ, που πηγάζουν από τις αδικοπραξίες που τέλεσε σε βάρος της, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού της Συμβουλίου. Ότι ειδικότερα, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, ιδιοποιήθηκε παρανόμως και υπαιτίως από την περιουσία της αιτούσας το χρηματικό ποσό των 1.814.698,27 ευρώ, ενώ κατά τα έτη 2007 έως και 2018, με τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις του, που περιγράφονται στην ένδικη αίτηση, προκάλεσε ζημία ύψους 78.700.000 δολ ΗΠΑ στην αιτούσα, καθώς με πρόθεση παραποιούσε τα οικονομικά στοιχεία της εδρεύουσας στο … και θυγατρικής της αιτούσας, προαναφερόμενης εταιρίας, και την παρουσίαζε ψευδώς να έχει σημαντικές πωλήσεις και συνακόλουθα αυξημένα κέρδη και ταμειακά διαθέσιμα, σε σχέση με τα πραγματικά, με αποτέλεσμα καθ’ όλο το χρονικό διάστημα να καταβάλει συνολικό φόρο εισοδήματος 78.700.000 δολ ΗΠΑ, το οποίο δεν θα είχε υποχρέωση να καταβάλει, εάν δήλωνε τα πραγματικά της οικονομικά στοιχεία. Ότι, όπως επί λέξει εκτίθεται στην ένδικη αίτηση «επιπλέον αυτής της βεβαίας και αυταπόδεικτης ζημίας της εταιρίας, θε εκτεθούν εν καιρώ και άλλες περιπτώσεις για τις οποίες εκτός της ως άνω υπεξαίρεσης από τον καθ’ ου, το νομικό πρόσωπο της εταιρίας έντονα δυσφημίστηκε παγκοσμίως. Συνακόλουθα εξ αιτίας των πράξεων του καθ’ ου, ο οποίος σε συνεργασία με άλλα μέλη κυρίως της οικογένειάς του, που είχαν αναλάβει και εκτελούσαν εκτελεστικά καθήκοντα αλλά και σημαντικότατες αρμοδιότητες στην εταιρία, με την βοήθεια και σύμπραξη και άλλων ατόμων, οι οποίοι είτε άμεσα είτε έμμεσα βοήθησαν για να πραγματοποιηθούν οι σχετικές εικονικές συναλλαγές, με το τέχνασμα της ψευδούς παράστασης των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων που είχαν δημοσιοποιηθεί στις προηγούμενες οικονομικές χρήσεις, είναι δεδομένο ότι η ζημία αυτής ανέρχεται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ. Περαιτέρω εξ αιτίας αυτών των πράξεων και παραλείψεων του καθ’ ου ως και του … και της …, υποβαθμίστηκε έντονα η εμπορική επωνυμία της αιτούσα και η φήμη της με αποτέλεσμα ήδη αυτή να έχει απωλέσει δεκάδες συμβάσεις πρακτορείας, αντιπροσωπείας και αντιπροσώπευσης που διατηρούσε επί σειρά ετών….Από σωρεία λοιπόν στοιχείων προκύπτει και αποδεικνύεται, με απόλυτη βεβαιότητα η τεράστια ζημία που ήδη έχει επέλθει στην εταιρία, η οποία αρχικά ανέρχεται στο ποσό του εικονικού καταβληθέντος φόρου εισοδήματος, ήτοι ανέρχεται σε ποσό 78.700.000 δολ ΗΠΑ…». Με βάση τα ανωτέρω, επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο, ματαιώσεως της ικανοποίησης της αξίωσής της λόγω, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, α) των θαλάσσιων κινδύνων που εκτίθεται καθημερινά το σκάφος …, ιδιοκτησίας του καθ ου και της πιθανότητας πώλησής του και β) της εικονικής μεταβίβαση της θαλαμηγού …, ζητά να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο η συντηρητική κατάσχεση της, υπό σημαία Ελλάδος, θαλαμηγού με το όνομα …, φέρουσας αριθμό νηολογίου …, έτος κατασκευής 2005, προς εξασφάλιση απαίτησής της ύψους 100.000.000 ευρώ κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683-703 ΚΠολΔ (άρθρο 682 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο ( άρθρ. 3, 9, 14 παρ. 2, 591 παρ. 1 εδ α’, 683 παρ. 1και 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 επ. του Ν. 2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου, πλην όμως τυγχάνει απαράδεκτη στο σύνολό της και συνεπώς απορριπτέα. Τούτο δε διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου, πιθανολογείται ότι η αιτούσα άσκησε την από 29.5.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3090/719/2020 αίτησή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επί της οποίας έχει εκδοθεί η με αριθμό 1459/2020 απόφασή του. Στην ως άνω, προηγηθείσα της ένδικης, αίτησή της, επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, τα ανωτέρω εκτιθέμενα, όμοια κατά περιεχόμενο, πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με τις επικαλούμενες σε βάρος της αδικοπραξίες και την υπό εξασφάλιση απαίτηση. Σύμφωνα με την με αριθμό 1459/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς το σκέλος της απαίτησης των 78.700.000 δολ ΗΠΑ, απορρίφθηκε η αίτηση ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της αιτούσας, καθόσον αμέσως ζημιωθέν και δικαιούχος της αξίωσης αποζημίωσης κατά των υπαιτίων της εις βάρος της απιστίας, είναι μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας «… …», ενώ ακολούθως προς εξασφάλιση της απαίτησης ύψους 1.814.698,27 ευρώ, που πιθανολογήθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του καθ’ ου, καθώς και η συντηρητική κατάσχεση του υπό σημαία Μάλτας τουριστικού – επιβατηγού επαγγελματικού πλοίου αναψυχής με το όνομα …, πλοιοκτησίας της εκεί καθ’ ης η αίτηση εταιρίας, με την επωνυμία «… …», για την εξασφάλιση της ανωτέρω απαίτησης και μέχρι του ποσού των 3.000.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση, καθ’ ο μέρος αξιώνει εκ νέου την εξασφάλιση απαίτησης 78.700.000 δολ ΗΠΑ και 1.814.698,27 ευρώ, προσκρούει στο προσωρινό δεδικασμένο που απορρέει από την ανωτέρω δικαστική κρίση, καθόσον πρόκειται για δικαίωμα, που έχει ήδη κριθεί μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο διαφοράς, βασιζόμενο στην ίδια νομική και ιστορική αιτία και δεσμεύει τόσο τους διαδίκους (όπως και τα άλλα πρόσωπα, που αναφέρονται στα άρθρα 325-329 ΚΠολΔ), όσο και τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία δεν μπορούν να επανακρίνουν ό,τι έχει ήδη κριθεί. Επισημαίνεται άλλωστε, ότι δεν εισφέρονται με την υπό κρίση αίτηση νέα στοιχεία, ούτε γίνεται επίκληση μεταβολής των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, ενώ δεν αιτείται λήψη συμπληρωματικών μέτρων, καθόσον ελλείπουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 692 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από την αυτεπάγγελτη περί τούτου έρευνα του Δικαστηρίου αυτού, η αίτηση, καθ’ ο μέρος αιτείται εξασφάλιση απαίτησης «δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ», ζημία, κατά τα ιστορούμενα, που θα προκύψει μετά από έλεγχο που διενεργείται στα παραστατικά του Ομίλου, λόγω δυσφήμισης της αιτούσας και απώλειας κερδών από δεκάδες συμβάσεις πρακτορείας, αντιπροσωπείας και αντιπροσώπευσης, που διατηρούσε επί σειρά ετών, παρίσταται κατ` άρθρα 111, 118, 216 και 688 Κ.Πολ.Δ. και σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απορριπτέα ως αόριστη, δεδομένου ότι σε αυτήν δεν αναφέρεται κατά τρόπο συγκεκριμένο και εξατομικευμένο η έστω και μελλοντική απαίτησή της κατά του καθ’ ου, δεδομένου ότι η απόφαση που διατάζει την συντηρητική κατάσχεση, πρέπει να καθορίζει το ποσό για το οποίο διατάσσεται (άρθρο 708 ΚΠολΔ), όπως και κατά λογική αναγκαιότητα και η προς τούτο αίτηση, ενώ δεν αναφέρεται σε τι συνίσταται η επείγουσα περίπτωση ή ο επικείμενος κίνδυνος, που καθιστούν αναγκαία, κατά τον παρόντα χρόνο, τουλάχιστον δύο έτη από την αποκάλυψη των επικαλούμενων από την αιτούσα αδικοπραξιών σε βάρος της και την μετέπειτα έκδοση της με αριθμό 1459/2020 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, τη λήψη του αιτουμένου ασφαλιστικού μέτρου της εγγραφής συντηρητικής κατάσχεσης.
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση να απορριφθεί, κατόπιν αυτεπάγγελτου ελέγχου του Δικαστηρίου, αλλά και κατά παραδοχή και των σχετικών ισχυρισμών του καθ’ ου, και τα δικαστικά έξοδα του τελευταίου να επιβληθούν σε βάρος της αιτούσας λόγω της ήττας της (άρ. 176, 191 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου σε βάρος της αιτούσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 12 Αυγούστου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)