ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης: 921/2021
(Αριθ. κατάθ. αίτ.: 305/48/2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
————————————
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Θεονύμφη Σουλαδάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 14η Ιουνίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … στην οδό …, με αριθμό εταιρικού μητρώου … και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Νεκτάριο Μακρυστάθη (με Α.Μ. Δ.Σ. Αθηνών: 25064), ο οποίος κατέθεσε την 22-06-2021 το από 22-06-2021 σημείωμα και προκατέβαλε τις εισφορές, που προβλέ-πονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013, με το με αριθμό …/22-06-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ. Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: (1) Της εταιρείας με την επωνυμία
«Α…», που εδρεύει τύποις στη …, οδός …, …, με αριθμό εταιρικού μητρώου … A.Φ.M. και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, πραγματικά, όμως, και ουσιαστικά, άλλως, έχοντας εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, στη …, στην οδό …, (2) …, ατομικά και ως διευθύντριας της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τύποις στη …, οδός …, …, με αριθμό εταιρικού μητρώου … A.Φ.M. και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, πραγματικά, όμως, και ουσιαστικά, άλλως, έχοντας εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, στη …, στην οδό …, (3) … του …, ατομικά και ως διευθυντή της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει τύποις στη …, οδός …, … με αριθμό εταιρικού μητρώου … και εκπροσωπείται νόμιμα, άνευ Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, πραγματικά, όμως, και ουσιαστικά, άλλως, έχοντας εγκαταστήσει υποκατάστημα στην Ελλάδα, στη …, στην οδό …, από τους οποίους η μεν πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Στέργιο Σουροβίκη (με Α.Μ. Δ.Σ. Βέροιας: 236), η δε δεύτερη εμφανίστηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο της, ο οποίος κατέθεσε το από 18-06-2021 σημείωμα και προκατέβαλε τις εισφορές, που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013, δυνάμει του με αριθμού …/22-06-2021 γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Βέροιας, ενώ ο τρίτος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Στέλιο Μανουσάκη (με Α.Μ. Δ.Σ. Πειραιώς: 1756), ο οποίος κατέθεσε το από 15-06-2021 σημείωμα και προκατέβαλε τις εισφορές, που προβλέπονται στο άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013, δυνάμει του με αριθμού …/15-06-2021 γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ. Πειραιώς.
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 14-01-2020 αίτησή της, που κατατέθηκε την 14η-01-2021 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης (G.A.K.) 305/2021 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου 48/2021, και η συζήτησή της προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 26ης-02-2021, οπότε ματαιώθηκε με βάση τη σχετική Κ.Υ.Α. λόγω της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο διασποράς του κορωνοϊού covid-19, και επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν με πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς για τη δικάσιμο της 31ης-05-2021, κατά την οποία αναβλήθηκε με αίτημα της αιτούσας, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στην αίτηση, ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η λήψη ασφαλιστικών μέτρων επιτρέπεται και διατάσσεται σε περίπτωση ύπαρξης επικείμενου κινδύνου, απειλούντος το επίδικο δικαίωμα και προς αποτροπή αυτού ή επί συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, που επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη δικαστικών προφυλακτικών μέτρων, πριν ή κατά τη διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης. Σε περίπτωση ανυπαρξίας ή μη πιθανολόγησης των πραγματικών αυτών προϋποθέσεων δεν δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά προσώπου ή της περιουσίας του διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την τελεσίδικη διάγνωση της απαίτησης υπό τις εγγυήσεις και διατυπώσεις της τακτικής διαδικασίας. Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (ΜΠρΑθ 240/2021, ΜΠρΗρακλ 384/2019, ΜΠρΘεσ 3706/2014, δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΑθ 449/2004 ΝοΒ 52.831). Η ύπαρξη ή μη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου, για την αποτροπή του οποίου ζητείται να δια- ταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση, η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση. Ειδικότερα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει, όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής, που θα εξεταστεί με τους κανόνες και τις εγγυήσεις της τακτικής διαδικασίας, πρόκειται να επιφέρει ουσιώδη βλάβη οποιοσδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου ή στο δικαιούχο (ΜΠρΚω 242/2016 στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ»), πρέπει, δε, να συντρέχει, όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή, για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρθρα 728 επ. ΚΠολΔ) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρθρα 731 επ. ΚΠολΔ). Γίνεται δε δεκτό ότι η αδικαιολόγητη και μακράς διάρκειας καθυστέρηση άσκησης της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων υποδηλώνει την έλλειψη επείγουσας περίπτωσης (βλ. ΜΠρΚω 242/2016, ΜΠρΑθ 8604/2004, ΜΠρΑθ 550/2012 ΝοΒ 2012.319, ΜΠρΘηβ 149/1996, ΕΕμπΔ 97.349, πρβλ. ΜΠρΘεσ 1705/2014, ΜΠρΑθ 1146/2002 δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, υπ’ άρθρο 682, παρ. 12 και 13). Περαιτέρω, επικείμενος κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει, όταν η βλάβη, που απειλείται από αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμεται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως, όταν απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο αιτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κύριας διαγνωστικής δίκης. Πρέπει, δε, να συντρέχει, όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή, εγγυοδοσία (άρθρα 704 επ. ΚΠολΔ), προσημείωση υποθήκης (άρθρα 706 ΚΠολΔ), συντηρητική κατάσχεση (άρθρα 707 επ. ΚΠολΔ), δικαστική μεσεγγύηση (άρθρα 725 ΚΠολΔ) ή σφράγιση (άρθρο 737 ΚΠολΔ) [ΜΠρΑθ 240/2021 ό.π., ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π. και Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τεύχος Δ, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, σελ. 24]. Ωστόσο, μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ’ ου δεν αρκεί, για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κα-τάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, ούτε μόνη η κατ’ αρχήν αφερεγγυότητα αποτελεί τέτοιο κίνδυνο (ΠΠρωτΑθ 133/2002 ΑρχΝ 2005.219, ΜΠρΚω 242/2016 ό.π., Βαθρακοκοίλη Β., ό.π., άρθρο 682, αριθ. 12, σελ. 25), διότι υπό αυτήν την εκδοχή θα δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δη υπό τη μορφή της προσημείωσης υποθήκης ή της συντηρητικής κατάσχεσης σε κάθε εκκρεμή αγωγή, ενόψει της ενδεχομένης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου (ΜΠρΕδέσ 217/2012, ΜΠρΠειρ 4645/2011, ΜΠρΘεσ 31427/2010, ΜΠρΡόδ 2046/2010, ΜΠρΑθ 1495/2009 και ΜΠρΡόδ 3417/2007 δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, ως επικείμενος κίνδυνος, που μπορεί να δικαιολογήσει τη λήψη των συγκεκριμένων ασφαλιστικών μέτρων της συντηρητικής κατάσχεσης και της προσημείωσης υποθήκης, νοείται η πιθανολόγηση ότι επίκειται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την κατασχετή περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν, κάποτε, ο απών (δανειστής) αποκτήσει εκτελεστό τίτλο μετά τον τερματισμό της διαγνω-στικής δίκης (ΜΠρΗρακλ 384/2019 ό.π., ΜΠρΑθ 999/2019 αδημ. στον νομικό τύπο, ΜΠρΑθ 15200/2013, ΜΠρΘεσ 3706/2014 ό.π., ΜΠρΑθ 4705/2007, ΜΠρΘεσ 19987/2005, όλες δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ»).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αρ. 4 και 688 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικά μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου, που λαμβάνεται υπ’ όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προ- δικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτού, κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο. Στα ασφαλιστικά μέτρα, η αξίωση αυτή του νόμου αποβαίνει περισσότερο επιτακτική για το λόγο ότι στις υποθέσεις αυτές είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη, λόγω της οποίας ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ’ ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς, που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Ειδικότερα δε, για το ορισμένο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης, πρέπει σ’ αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικά, αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που πιθανολογούν τη συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση συγκεκριμένων, έστω και συνοπτικώς, περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της (ΕφΑθ 1173/1999 ΕλλΔνη 42.764, ΜΠρΘεσ 3706/2014 ό.π., ΜΠρΘεσ 15137/2012, ΜΠρΠειρ 4645/2011, ΜΠρΡοδ 3417/2007 δημοσιευμένες στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση 1985, σελ. 9, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολι-τικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Δ’ , 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682, Κεραμέως – Πολυζωγόπουλου, Τα ασφαλιστικά μέτρα στο Ελληνικό Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα της δικαιοσύνης» παρ. 3, 4 σελ. 260, Γεωργίου, Οι έννοιες του επικειμένου κινδύνου και της επείγουσας περίπτωσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Κ.Πολ.Δ. 682 παρ. 1 σε ΕλλΔ/νη 38.16).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 KΠολΔ προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται άνευ διακρίσεως ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα αυτών προς εκδίκαση της διαφοράς, σύμφωνα προς τις διατάξεις περί δωσιδικιών, και δη είτε της γενικής νόμιμης δωσιδικίας, είτε των ειδικών δωσιδικιών των άρθρων 27 επ. ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται η ειδική δωσιδικία της προσωπικής ταυτότητας του δικαίου, αποτελούσα ειδικότερα εκδήλωση της κατά το άρθρο 31 του ιδίου Κώδικα ειδικής δωσιδικίας της συνάφειας, προκύπτει ότι ο ενάγων δύναται να εναγάγει από κοινού τους ομοδίκους ενώπιον του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, εν ελλείψει δε κατοικίας τη διαμονή του και επί νομικών προσώπων την έδρα του, οποιοσδήποτε των ομοδίκων. Δηλαδή, επί παθητικής ομοδικίας, αρμόδιο είναι και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ή την κατοικία του οποιοσδήποτε των ομοδίκων (βλ. ΕφΠειρ 26/2008 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 295/2006 αδημ. Στον νομικό τύπο, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝΔ 2005.331, ΕφΠειρ 1012/2002 ΕΝΔ 31.51, ΜΕφΠειρ 223/2013 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 3, αριθ. 21, 37). Ο στενός ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ των εννόμων σχέσεων, που αποτελούν το αντικείμενο της δίκης επιβάλλει την εκδίκασή τους από το ίδιο Δικαστήριο, εφ’ όσον η χωριστή εκδίκασή τους δύναται ενδεχομένως να καταλήξει σε αντιφατικές κρίσεις των δικαστηρίων των διαφορετικών πολιτειών (βλ. ΜΕφΠειρ 223/2013 ό.π., Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας, σελ. 31 και 37 επ.
- IV. Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα αλλοδαπή εταιρεία με την κρινόμενη αίτησή της εκθέτει ότι σε βάρος των καθ’ ων έχει ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την (νέα) τακτική διαδικασία, την από 03-08-2020 και με αριθμό κατάθεσης 9085/4295/2020 αγωγή της, το κείμενο της οποίας παραθέτει αυτολεξεί, δυνάμει της οποίας αιτείται να υποχρεωθούν οι δι’ αυτής εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλλουν νομιμοτόκως και έως την εξόφληση το συνολικό ποσό των 2.685.768,71 δολ. ΗΠΑ (άλλως, το ισόποσό του σε 2.023.774,67 ευρώ, άλλως, το ισόποσο σε ευρώ του ως άνω χρηματικού ποσού κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων (δολ. – ευρώ) κατά την ημερομηνία της πληρωμής), και των 836.379,04 ευρώ, για την αποκατάσταση των περιγραφομένων ειδικότερα ζημιών της (θετικών και αποθετικών) και ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη, λόγω της αναφερομένης αντισυμβατικής και αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων, υπό την ιδιότητά τους ως διευθυντών της πρώτης εναγομένης εταιρείας, να απαγγελθεί κατά της δεύτερης και του τρίτου των εναγομένων προσωπική κράτηση και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα. Επιπλέον, η αιτούσα επικαλείται ότι «υπάρχει άμεσος και σπουδαίος κίνδυνος ματαίωσης της ικανοποίησης των ανωτέρω απαιτήσεών της, αφού οι αντίδικοι της (και ήδη καθ’ ων) τυγχάνουν παντελώς αφερέγγυοι», καθόσον «υπάρχουν έντονες φήμες στην ναυτιλιακή αγορά περί οικονομικής δυσχέρειάς τους και μεγάλων οφειλών τους προς τρίτους και στερούνται «εμφανών» περιουσιακών στοιχείων» και ότι ενόψει των ανωτέρω αναφερομένων «υπάρχει άμεσος κίνδυνος να αποκρύψουν τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία τους και να αποξενωθούν από την κυριότητα αυτών», ενώ «πιθανολογείται σφόδρα ότι επίκειται να διοχετεύσουν τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσά της απαίτησής τους, που παρανόμως ιδιοποιήθηκαν, σε πολυδαίδαλες υπεράκτιες εται- ρείες με τραπεζικούς λογαριασμούς σε άλλες χώρες». Με βάση τα παραπάνω, και επικαλούμενη ότι υφίσταται επείγουσα περίπτωση μη ικανοποίησης της ανωτέρω επίδικης απαίτησής της, όπως και επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων των καθ’ ων σε τρίτους, ζητεί να διαταχθούν, ως ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος των καθ’ ων: α) η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας τους, που βρίσκεται είτε στα χέριά τους, είτε στα χέρια τρίτων οφειλετών τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των τραπεζικών καταθέσεων και λογαριασμών τους σε οποιαδήποτε Τράπεζα, εγκατεστημένη στην Ελλάδα, και έως του ποσού των 3.400.000,00 ευρώ και β) η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης υπέρ αυτής σε κάθε ακίνητη περιουσία των καθ’ ων έως του ποσού των 400.000,00 ευρώ. Τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι καθ’ ων στα δικα-στικά της έξοδα.
- V. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αίτηση αρμοδίως εισάγεται, για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 683 – 703 παρ. 1 ΚΠολΔ), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκασή της (άρθρο 683 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1, παρ. 2, παρ. 3 και παρ. 5 του Ν. 2172/1993, που καθιερώνει τη λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου για ολόκληρη την Αττική) και συνακόλουθα, λόγω της τοπικής αρμοδιότητάς του, έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρα 3 παρ. 1 ΚΠολΔ και 35 του Κανονισμού 1215/2012 για τη «διεθνή δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»), απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης, που προέβαλαν οι καθ’ ων περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του Δικα- στηρίου αυτού, οι οποίοι υποστηρίζουν με τα σημειώματά τους, αλλά και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότι κατά τόπον αρμόδια Δικαστήρια για την εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης είναι τα δικαστήρια της Κύπρου, επειδή η πρώτη καθ’ ης εταιρεία εδρεύει στη … και δεν διατηρεί, όπως ισχυρίζεται η αιτούσα, υποκατάστημα στην Ελλάδα. Ειδικό-τερα, στην προκειμένη περίπτωση, το παρόν Δικαστήριο είναι κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης, αφού στην περιφέρειά του έχει την κατοικία του ο τρίτος καθ’ ου, ο οποίος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σημείωμά του, είναι κάτοικος …, και επομένως, λόγω της ύπαρξης της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά ως προς τον τρίτο καθ’ ου και του στενού ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ των εννόμων σχέσεων, που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας δίκης, θεμελιώνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 37 ΚΠολΔ κατά τόπον αρμοδιότητα και εντεύθεν και διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού προς εκδίκαση της ένδικης αξίωσης (άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως προς τις πρώτη και δεύτερη των καθ’ ων, αφού άπαντες οι καθ’ ων στην προκειμένη περίπτωση τελούν μεταξύ τους σε σχέση απλής παθητικής ομοδικίας, σύμφωνα και με όσα διαλαμβάνονται αναλυτικά στην υπό στοιχείο ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας απόφασης (βλ. ad hoc MoνΕφΠειρ 223/2013 ό.π.). Τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από τους καθ’ ων τυγχάνουν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω, εφόσον με την κρινόμενη αίτηση εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή, σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα για το εφαρμοστέο δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά. Εφαρμοστέο, λοιπόν, δίκαιο: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετά- ζονται πριν από την νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο, δηλαδή, της έδρας του Δικαστηρίου, που δικάζει και β) ως προς αδικοπρακτική συμπεριφορά, που επέδειξαν οι καθ’ ων προς την αιτούσα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αίτησης, είναι, επίσης, το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας, στην οποία επήλθαν τα ζημιογόνα αποτελέσματα της επικαλούμενης συμπεριφοράς της δεύτερης και του τρίτου των καθ’ ων και με την οποία η εν λόγω αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό. Επιπλέον δε, η αιτούσα, όπως και οι καθ’ ων, επικαλούνται με τα σημειώματά τους τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, και πέραν της ουσιαστικής έρευνας αναφορικά με την ύπαρξη του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή, της επικαλούμενης ένδικης απαίτησης της αιτούσας σε βάρος των καθ’ ων, η κρινόμενη αίτηση είναι αόριστη (άρθρα 111, 118, 216 και 688 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύουν σήμερα) και συνεπώς, απορριπτέα ως απαράδεκτη, όπως και οι καθ’ ων βασίμως υποστηρίζουν με τα σημειώματά τους, αλλά και με προφορικές δηλώσεις των πληρεξουσίων τους δικηγόρων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στις ανωτέρω υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας απόφασης, δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, έστω και συνοπτικά, συγκεκριμένα παρόντα περιστατικά από τα οποία να πιθανολογείται ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικεί- μενος κίνδυνος για τη λήψη των αιτουμένων ασφαλιστικών μέτρων, ήτοι πραγματικά περιστατικά κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της επικαλούμενης απαίτησης της αιτούσας σε βάρος των καθ’ ων, ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, από τα οποία να προκύπτει ότι οι καθ’ ων είναι κατάχρεοι ή ότι έχουν συγκεκριμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς συγκεκριμένους δανειστές ή προς τράπεζες, για τις οποίες (οφειλές) επίκειται επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, ή ότι πρόκειται να εκποιήσουν συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία τους (κινητά ή ακίνητα), από τα οποία να συνάγεται η πρόθεση αποξένωσής τους από αυτά, οπότε θα είναι αδύνατη η επίσπευση σε βάρος τους αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν η αιτούσα ενδεχομένως θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο για την εναντίον αυτών απαίτησή της. Αντίθετα, η καθυστέρηση άσκησης της κρινόμενης αίτησης για τη λήψη των αιτουμένων ασφαλιστικών μέτρων, η οποία ασκήθηκε, όπως αναφέρεται και στο προεισαγωγικό τμήμα της παρούσας απόφασης την 14η-01-2021 (και μάλιστα σε χρόνο μεταγενέστερο από την άσκηση της από 03-08-2020 και με αριθμό κατάθεσης 9085/4295/2020 τακτικής αγωγής, που άσκησε η αιτούσα σε βάρος των καθ’ ων για την ίδια ένδικη απαίτησή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και της οποίας η συζήτηση έχει ματαιωθεί), δηλαδή, οκτώ χρόνια περίπου αφότου έλαβε χώρα, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αίτησης, η επικαλούμενη αντισυμβατική και αδικοπρακτική συμπεριφορά, που επέδειξαν οι καθ’ ων σε βάρος της αιτούσας (περί τα έτη 2013 – 2014), υποδηλώνει την έλλειψη επείγουσας περίπτωσης και επικείμενου κινδύνου, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα και στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας απόφασης (βλ. ΜΠρΠειρ 437/2018 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΚω 242/2016 ό.π., ΜΠρΘεσ 3706/2014 δημοσιευμένη στην ΤρΝομΠληρ «ΝΟΜΟΣ», ΜΠρΘεσ 1705/2014 ό.π., ΜΠρΑθ 550/2012 ό.π., ΜΠρΑθ 8604/2004 ό.π., ΜΠρΘηβ 149/1996 ό.π.). Συνεπώς, μετά ταύτα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, όπως προεκτέθηκε, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, με τις αιτιολογίες, που εκτέθηκαν ανωτέρω, και να καταδικασθεί η αιτούσα, λόγω της ήττας της στην παρούσα δίκη, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των καθ’ ων, κατά ουσιαστική παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος, που οι τελευταίοι υπέβαλαν με τα σημειώματά τους (άρθρα 176 εδ. α΄ και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αιτούσα στα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων η αίτηση, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300,00 €) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 12η Αυγούστου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ….. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)