ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης
1721/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
——————————————————–
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Μαΐου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του ενάγοντος : …, με Α.Φ.Μ. …, κατοίκου …, ο οποίος προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 24-11-2020, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις του δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Αυγέρη, δυνάμει της από 17-11-2020 δήλωσης εκπροσώπησής του – παροχής πληρεξουσιότητας, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/20-11-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ. Τρικάλων.
Της εναγόμενης : Ανώνυμης εταιρείας γενικών ασφαλίσεων με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία προκατέθεσε νόμιμα και εμπρόθεσμα, στις 25-11-2020, τις από ίδιας ημερομηνίας προτάσεις της δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Πλέγκα, δυνάμει της από 13-11-2020 εξουσιοδότησης του νόμιμου εκπροσώπου της …, στην οποία βεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/20-11-2020 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ. Πειραιά.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-5-2020 αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5183/17-7-2020 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2435/17-7-2020, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, δυνάμει της από 27-4-2021 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. ΙΙ. Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (στο εξής : Μ.I.A. 1906), ο οποίος τροποποιήθηκε με το νόμο “Insurance Act 2015”, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12-2-2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12-8-2016 – βλ. 23.2 αυτού), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις του δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice), και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1-11-1985 (ΕφΠειρ 604/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, βλ. σχετ. με τις πηγές του αγγλικού ναυτασφαλιστικού δικαίου το νομικό σύγγραμμα “Templeman its marine insurance, its Principles and Practice”, 6th ed, σ. 190-191). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμα υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (ΕφΠειρ 604/2019 ό.π.). Οι διατάξεις του ανωτέρω νόμου, Μ.I.A. 1906, ίσχυσαν αναλλοίωτες μέχρι την εισαγωγή του νεότερου (και γενικότερου) Insurance Act, ο οποίος αναδιατύπωσε βασικές αρχές του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, που βρίσκουν εφαρμογή τόσο στο κοινό δίκαιο (common law), όσο και στις θαλάσσιες ασφαλίσεις, επιφέροντας ουσιώδεις τροποποιήσεις στο νόμο ΜΙΑ 1906, ως προς την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης, αλλά και ως προς τα warranties, ήτοι τις υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου, που υποδηλώνουν συμβατική δέσμευση (βλ. ΜΠρΠειρ 3232/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.protodikeio-peir.gr). Ο ως άνω νόμος, Μ.I.A. 1906, εξακολουθεί να ισχύει (ΕφΠειρ 319/2018 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, Clarke Malcolm/Soyer Baris, The Insurance Act 2015: A new Regime for Commercial and Marine Insurance Law, 2017, Bennett Howard, Ship safety, policy terms and the Insurance Act 2015, σε Θαλάσσια Ασφάλεια, Νομικά ζητήματα σχετικά με το πλοίο, το φορτίο και τον ανθρώπινο παράγοντα, σε Πρακτικά 9ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 2016, έκδ. ΔΣΠ 2016, σελ. 139 επ., Thomas, D. Rhidian, The Modern Law of Marine Insurance, vol. one, 2015, Α. Σινανιώτη – Μαρούδη, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2017, σελ. 260 – 264) και οι διατάξεις του έχουν αποκλειστική μεν εφαρμογή επί συμβάσεων που καταρτίστηκαν πριν την εισαγωγή του Insurance Act 2015, ισχύουν δε παραλλήλως, όπως τροποποιήθηκαν, και μετά από αυτήν σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων, αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Στην περίπτωση μάλιστα των τελευταίων η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται με βάση ειδικούς όρους που περιλαμβάνονται στις «Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου [Institute of London Underwriters] για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής» (Institute Yacht Clauses) της 1ης-11-1985 (ΕφΠειρ 319/2018 ό.π., ΕφΠειρ 143/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906, που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων, που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφάλισης – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906). Μεταξύ των κινδύνων που μπορούν να ασφαλιστούν με την υπόψη ασφαλιστική σύμβαση είναι και η κλοπή. 2) Ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 §§ 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906). 3) Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 § 1 Μ.Ι.Α. 1906). 4) Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906). 5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια, που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. 6) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε πραγματική είτε τεκμαρτή (άρθρο 56 §§ 1 – 2 Μ.Ι.Α.). Πραγματική ολική απώλεια υπάρχει όταν το ασφαλισμένο πράγμα καταστρέφεται ή βλάπτεται κατά τρόπο που παύει να αποτελεί πράγμα του είδους που ασφαλίσθηκε ή εάν ο ασφαλισμένος στερείται ανεπανόρθωτα του πράγματος (άρθρο 57 Μ.Ι.Α.) 7) Το ποσό, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας, που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης (άρθρο 67 § 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κατά το δίκαιο αυτό, επί σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, η έννοια της οποίας δίνεται στην § 1 του ως άνω νόμου και αφορά στην κάλυψη του ασφαλισμένου από ζημίες ή απώλειες, που προκλήθηκαν από κινδύνους συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου και της εξαιτίας αυτού προκληθείσας ζημίας ή απώλειας υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης ασφάλισης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο (ΕφΠειρ 78/2021, ΕφΠειρ 350/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). III. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 35Α του Νόμου «Supreme Court Act 1981», το δικαστήριο, αν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους, σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία απώλειας ή βλάβης του αντικειμένου της ασφάλισης μέχρι την έκδοση της απόφασης. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία κατά την οποία τα χρήματα έπρεπε να είχαν καταβληθεί. Επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο. Τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως για τόκους επιδικίας, που αρχίζουν από την άσκηση της αγωγής, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση κατά το ελληνικό δίκαιο (ΕφΠειρ 342/2007 ΕΝαυτΔ 2007, σελ. 201). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων, με την κρινόμενη αγωγή, εκθέτει ότι είναι κύριος του υπό Ελληνική σημαία σκάφους «…», με αριθμό νηολογίου …, το οποίο ασφάλισε στην εναγόμενη, δυνάμει του συνημμένου στην αγωγή υπ’ αριθμό … ασφαλιστήριου συμβολαίου, για την περίοδο από 17-6-2019 έως 17-6-2020. Ότι από το χρόνο κτήσης του εν λόγω σκάφους, κατά το έτος 2016, παρέδιδε αυτό προς φύλαξη, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, σε περιφραγμένο επαγγελματικό πάρκινγκ σκαφών, με το διακριτικό τίτλο «…», που βρίσκεται στην παραλιακή οδό της κωμόπολης …, το οποίο διέθετε σύστημα συναγερμού και κάμερες, καθώς και φύλακα καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο. Ότι, ενόσω το παραπάνω σκάφος του ήταν προς φύλαξη στον ανωτέρω χώρο, άγνωστοι δράστες, κατά το χρονικό διάστημα από 22:45 μ.μ. της 22ας-1-2020 έως 2:28 π.μ. της 23ης-1-2020, αφαίρεσαν από αυτό έναν κύριο εξωλέμβιο κινητήρα, εργοστασίου κατασκευής SUZUKI, τύπου DF 350 ΑΤΧ, αγοραίας αξίας 35.000,00 ευρώ, ένα βοηθητικό εξωλέμβιο κινητήρα, εργοστασίου κατασκευής SUZUKI, τύπου DF 15 A, αξίας 3.500,00 ευρώ, καθώς και τις κουκούλες – καλύμματα των κινητήρων αυτών, αξίας 200,00 ευρώ, ενώ κατέστρεψαν το σύστημα υδραυλικού τιμονιού, τύπου Sea Star, αξίας 3.000,00 ευρώ. Ότι για την κλοπή αυτή κατέθεσε σχετική έγκληση και στη συνέχεια, απευθύνθηκε στην εναγόμενη για την καταβολή του ασφαλίσματος, πλην, όμως, αυτή αρνήθηκε παντελώς αντισυμβατικά, παράνομα και καταχρηστικά, επικαλούμενη ότι ο χώρος στάθμευσης δεν είχε σύστημα συναγερμού συνδεδεμένο με εταιρεία security και δεν διέθετε φύλακα σε εικοσιτετράωρη βάση και ότι, ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι ειδικές πρόσθετες συμφωνίες του μεταξύ τους συναφθέντος ασφαλιστήριου συμβολαίου για να της καταβάλει ασφαλιστική αποζημίωση. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως παραδεκτά περιόρισε εν μέρει τα αγωγικά αιτήματα από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, με δήλωση στις προτάσεις του (άρθρα 223 εδ. β΄, 294 εδ. α΄, 295 § 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ), ζητεί : 1) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ εκ του αιτούμενου ποσού των 35.000,00 ευρώ για την αξία του κύριου εξωλέμβιου χαρακτήρα, 2) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να του καταβάλει το υπόλοιπο συνολικό ποσό των 31.700,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επελθούσας ασφαλιστικής περίπτωσης (24-1-2020), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, 3) να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και 4) να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία : α) επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό …/10-9-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), β) για το καταψηφιστικό αντικείμενό της καταβλήθηκε το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθμό … e-παράβολο της ΓΓΠΣ του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με το από 23-11-2020 αποδεικτικό πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας, ενώ κατά τα λοιπά δεν απαιτείται πλέον η καταβολή δικαστικού ενσήμου, μετά τον προαναφερόμενο περιορισμό των λοιπών αιτημάτων της από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά (άρθρο 7 § 3 του Ν.Δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 Ν. 4640/2019, ΦΕΚ Α 190/30-11-2019), και γ) για το παραδεκτό της συζήτησής της προσκομίζεται η από 19-5-2020 έγγραφη ενημέρωση του ενάγοντος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του για τη δυνατότητα επίλυσης διαφοράς με διαμεσολάβηση, κατ’ άρθρο 3 § 2 Ν. 4640/2019, καθώς και το από 24-11-2020 πρακτικό περάτωσης αρχικής υποχρεωτικής συνεδρίας, κατ’ άρθρο 7 § 4 του ως άνω νόμου, με τη συμμετοχή αμφοτέρων των μερών, παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι αρμόδιο καθ’ ύλη (άρθρα 7, 9, 10 και 14 § 2 ΚΠολΔ), κατά τόπο (άρθρο 42 ΚΠολΔ), δυνάμει της συμπεριληφθείσας ρήτρας της ασφαλιστικής σύμβασης που θεμελιώνει την αποκλειστική δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά, και λειτουργικά (άρθρο 51 §§ 1 περ. α΄, 2, 3Α και 3Β περ. θ΄ Ν. 2172/1993), λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται, όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφάλισης, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου (βλ. ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝαυτΔ 1991, σελ. 6), πρέπει να αναφερθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του υπ’ αριθμό …/1-6-2019 ασφαλιστήριου συμβολαίου, που προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, προκύπτει ότι αφενός συμφωνήθηκε μεταξύ τους η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση να διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και την αγγλική πρακτική, αφετέρου συμπεριλήφθηκαν οι Ρήτρες του Ινστιτούτου της Ένωσης των Ασφαλιστών του Λονδίνου για την ασφάλιση σκαφών αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1ης-1-1985 (με ρητή διαγραφή ορισμένων εξ αυτών), ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των οποίων εφαρμοστέο είναι, επίσης, το αγγλικό δίκαιο και η πρακτική. Επομένως, εφόσον η ένδικη σύμβαση ασφάλισης συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, καθόσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη απώλειας σε πλοίο (ταχύπλοο σκάφος), εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, εν προκειμένω, τυγχάνει το Αγγλικό, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες στην αρχή της παρούσας διατάξεις των άρθρων 7 § 2 και 3 § 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (Ρώμη Ι). Σημειωτέον ότι ενόψει του ότι η εναγόμενη προσκομίζει σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική (άρθρο 53 Ν.Δ. 3026/1954), κατά το μεγαλύτερο μέρος, τις διατάξεις των κανόνων του ως άνω εφαρμοζόμενου αγγλικού δικαίου, που θεμελιώνουν την επίδικη διαφορά, αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο αναζήτησε και ανηύρε, με δικές του ενέργειες, το περιεχόμενο των διατάξεων του εν λόγω δικαίου, δεν απαιτείται να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ, η απόδειξη του περιεχομένου του, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Κατόπιν αυτών, η αγωγή, την οποία ο ενάγων θεμελιώνει στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου που παρατέθηκαν παραπάνω, καθώς και σε αυτές των άρθρων 346 ΑΚ, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων επιδικίας (όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας), 176, 907 και 908 § 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, όσον αφορά τα αιτήματα περί επιδίκασης δικαστικών εξόδων και κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής ως προς το καταψηφιστικό αίτημά της, τα οποία κρίνονται νόμιμα κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), λόγω του δικονομικού τους χαρακτήρα, ενώ το αίτημα περί κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως προς τα αναγνωριστικά αιτήματα ως νομικά αβάσιμο μετά τον περιορισμό των αιτημάτων της αγωγής από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, καθόσον οι αναγνωριστικές αποφάσεις δεν αποτελούν εκτελεστούς τίτλους (άρθρο 904 § 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ώστε να μπορούν να κηρυχθούν και προσωρινά εκτελεστές. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 και 35 του Αγγλικού Νόμου για τη Θαλάσσια Ασφάλιση Μ.Ι.Α. 1906 (ως ίσχυε) και των ρητρών Institute Yacht Clauses 1-11-1985, στη σύμβαση ασφάλισης πλοίου επιτρεπόταν στους συμβαλλόμενους να θεωρούν ορισμένους όρους αυτής ουσιώδεις (warranties), οι οποίοι είτε περιέχονταν ρητά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (express warranties) ή και εξυπακούονταν (implied warranties) και αποτελούσαν υποσχετικές εγγυήσεις του ασφαλισμένου στον ασφαλιστή ότι θα πράξει ή δεν θα πράξει κάτι ή ότι μια ορισμένη κατάσταση πραγμάτων υφίσταται ή δεν υφίσταται, κατά τρόπο ώστε η παράβαση οιουδήποτε από αυτούς τους όρους από τον τελευταίο συνεπαγόταν την απαλλαγή του ασφαλιστή από τις υποχρεώσεις του που πήγαζαν από το ασφαλιστήριο. Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας (εκτός των εξαιρέσεων που αναφέρονταν στο άρθρο 34 του ως άνω νόμου) δεν εξαρτιόταν από το αν η μη συμμόρφωση είχε συντελέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεαζόταν από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (βλ. ΕφΠειρ 436/2020 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα www.efeteio-peir.gr, ΕφΠειρ 143/2015 ό.π.). Βάσει της νέας ασφαλιστικής νομοθεσίας «Insurance Act 2015» (Μέρος Γ’, άρθρο 10) η παράβαση εγγυοδοτικής δήλωσης (warranty) επιφέρει τη μερική αναστολή της ασφαλιστικής κάλυψης, ήτοι για το χρονικό διάστημα διάρκειας της παράβασης, και επαναφέρει την ισχύ της ασφαλιστικής κάλυψης αφ’ ής στιγμής της θεραπείας της παράβασης (Α. Ρόκας/Κ. Κλαμαρής/Κ. Νούσια, Επιστημονική κίνηση στο εξωτερικό, ΕΕμπΔ 3/2016, σελ. 732-735). Συνεπώς, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται σε αποζημίωση και καταβολή του ασφαλίσματος με βάση τις προϋποθέσεις πλέον που εκτίθενται στο άρθρο 10 (υπό τον τίτλο «Παραβίαση εγγύησης») του “Insurance Act 2015”, το οποίο ορίζει τα εξής : «(1) Καταργείται κάθε κανόνας δικαίου (που αναφέρει) ότι η παραβίαση της εγγύησης (ρητή ή σιωπηρή) σε ασφαλιστική σύμβαση, έχει ως αποτέλεσμα την απαλλαγή του ασφαλιστή από την ευθύνη του στο πλαίσιο της εν λόγω σύμβασης. (2) Ο ασφαλιστής δεν φέρει καμία ευθύνη βάσει της ασφαλιστικής σύμβασης σε περίπτωση ζημίας η οποία προκύπτει, ή οφείλεται σε κάτι που συμβαίνει, αφού παραβιασθεί (ρητά ή σιωπηρά) η εγγύηση στη σύμβαση αλλά πριν από την αποκατάσταση της εν λόγω παραβίασης. (3) Ωστόσο η παράγραφος (2) δεν ισχύει αν – α) εξαιτίας αλλαγής των περιστάσεων, η εγγύηση παύει να ισχύει για τα περιστατικά της σύμβασης, (β) η τήρηση της εγγύησης καθίσταται παράνομη από μεταγενέστερο νόμο, ή (γ) ο ασφαλιστής παραιτείται του δικαιώματος από παραβίαση της εγγύησης. (4) Η παράγραφος (2) δεν επηρεάζει την ευθύνη του ασφαλιστή για ζημίες που προκύπτουν ή που οφείλονται σε κάτι που συμβαίνει – (α) πριν την παραβίαση της εγγύησης, ή (β) μετά από την αποκατάσταση της παραβίασης, εφόσον αυτή μπορεί να αποκατασταθεί. (5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παραβίαση της εγγύησης θεωρείται ότι έχει αποκατασταθεί – (α) για περίπτωση που εμπίπτει στην παράγραφο (6), αν ο κίνδυνος τον οποίο αφορά η εγγύηση γίνεται ουσιαστικά ο ίδιος με τον κίνδυνο που αρχικά προέβλεπαν οι συμβαλλόμενοι, (β) για κάθε άλλη περίπτωση, αν ο λήπτης της ασφάλισης δεν παραβιάζει πλέον την εγγύηση. (6) Μια περίπτωση εμπίπτει στην παρούσα παράγραφο – (α) αν η εν λόγω εγγύηση απαιτεί να υπάρξει (ή να μην υπάρξει) ενέργεια σε χρόνο που μπορεί να εξακριβωθεί, ή να εκπληρωθεί κάποιος όρος, ή ότι ένα γεγονός είναι (ή δεν είναι) η συγκεκριμένη περίπτωση, και (β) αν η συγκεκριμένη απαίτηση δεν τηρείται. (7) Στον Νόμο του 1906 για τη Θαλάσσια Ασφάλιση – (α) στο άρθρο 33 (είδος εγγύησης), στην παράγραφο (3), παραλείπεται το δεύτερο εδάφιο, (β) παραλείπεται το άρθρο 34 (όταν δικαιολογείται η παραβίαση της εγγύησης).» Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των με αριθμούς … ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων και δόθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων Ιστιαίας Νικόλαου Νταλιάνη (η πρώτη εξ αυτών) και Κρωπίας Αναστασίας Καραγιώργου (οι έτερες δύο), μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. την υπ’ αριθμό …/13-11-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … με τη συνημμένη σε αυτήν από 10-11-2020 εξώδικη γνωστοποίηση και πρόσκληση σε ένορκη βεβαίωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος), των με αριθμούς … ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, που προσκομίζει με επίκληση η εναγόμενη και δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά Ελένης Γεωργαρούδη, μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. την υπ’ αριθμό …/20-11-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Τρικάλων Ιωάννη Αλεξανδρή με τη συνημμένη σε αυτήν από 20-11-2020 κλήση-γνωστοποίηση εξέτασης μαρτύρων του πληρεξούσιου δικηγόρου της εναγόμενης), και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση και τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), συμπεριλαμβανομένων : α) φωτογραφιών του χώρου στάθμευσης του σκάφους του ενάγοντος και του ίδιου του σκάφους, που προσκομίζει ο ενάγων, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. 3, 448 § 2, 457 § 4 ΚΠολΔ), και β) της από 10-2-2020 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του εκτιμητή – πραγματογνώμονα ασφαλίσεων …, την οποία προσκομίζει η εναγόμενη, αποτελεί ιδιωτική γνωμοδότηση και εκτιμάται ελεύθερα (άρθρα 340 και 390 ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 8/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕπισκΕμπΔ 2005, σελ. 82, ΕλλΔνη 2005, σελ. 694, ΑΠ 858/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως μερικά από αυτά αναφέρονται ιδιαιτέρως παρακάτω, χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία ταχύπλοου σκάφους «…», με αριθμό νηολογίου …, μάρκας …, έτους κατασκευής 2016, μήκους 6,80 μέτρων, πλάτους 2,85 μέτρων, το οποίο διέθετε ένα κύριο εξωλέμβιο κινητήρα, μάρκας SUZUKI DF 350 ATX, καθώς και ένα βοηθητικό κινητήρα, μάρκας SUZUKI DF 15 A. Δυνάμει του υπ’ αριθμό …/1-6-2019 ασφαλιστήριου συμβολαίου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, η εναγόμενη ασφάλισε το παραπάνω σκάφος, για το χρονικό διάστημα από τη 12η μεσημβρινή της 17ης-6-2019 έως τη 12η μεσημβρινή της 17ης-6-2020, αντί μικτών ασφαλίστρων 496,12 ευρώ ετησίως, με δηλωθέν ασφαλιζόμενο κεφάλαιο μέχρι του ποσού των 46.700,00 ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν το τρέιλερ αυτού (αξίας 500,00 ευρώ), η προαναφερόμενη βοηθητική μηχανή (αξίας 1.500,00 ευρώ), λοιπός εξοπλισμός (αξίας 2.500,00 ευρώ) και προσωπικά αντικείμενα (αξίας 500,00 ευρώ). Με το εν λόγω ασφαλιστήριο παρεχόταν στον ενάγοντα ασφαλιστική κάλυψη κατά των θαλάσσιων κινδύνων που περιγράφονται στις Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής (Institute Yacht Clauses) της 1-11-1985, οι οποίες επισυνάφθηκαν στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, με ρητή διαγραφή των ακόλουθων όρων : 5.1 (speed warranty – όρος ταχύτητας), 10.1 (out board motor drop off – απόρριψη ή πτώση στη θάλασσα εξωλέμβιου κινητήρα), 19.3 (loss of or damage to the rudder strut shaft or propeller – απώλεια ή ζημία στο πηδάλιο, τον άξονα ή την προπέλα), 21 (war exclusion – εξαίρεση πολέμου), και 22 (strikes and political risks exclusion – εξαίρεση απεργιών και πολιτικών πράξεων). Στο κύριο σώμα του ως άνω συμβολαίου περιλήφθηκαν ακόμη «Ειδικές Πρόσθετες Συμφωνίες», εκ των οποίων συμφωνήθηκε (στη σελίδα 5 αυτού) και η κάτωθι συμφωνία (express warranty) : «Εγγύηση ότι το σκάφος δεν καλύπτεται για κλοπή ή ζημίες συνεπεία κλοπής ή απόπειρα κλοπής, παρά μόνον αν ελλιμενίζεται ή/και αποθηκεύεται σε αναγνωρισμένο Λιμάνι, Μαρίνα, Ναυπηγείο ή σε ασφαλή εσωτερικό χώρο, κλειστό από όλες τις πλευρές και κλειδωμένο ή σε περιφραγμένο επαγγελματικό parking σκαφών το οποίο διαθέτει φύλακα 24 ώρες το 24ωρο ή/και έχει κάμερες ασφαλείας και σύστημα συναγερμού, σε λειτουργία και συνδεδεμένο με Εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα ή όταν βρίσκεται σε ρεμέτζο έμπροσθεν της οικίας του ασφαλιζόμενου στα Καμένα Βούρλα, ΜΟΝΟ κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από 01/06 έως 31/08 και με την προϋπόθεση ότι το σκάφος δεν αγκυροβόλησε χωρίς επιτήρηση και παρακολούθηση (αφύλακτο)». Συνεπώς, με το παραπάνω ασφαλιστήριο δεν καλυπτόταν η κλοπή που συντελέσθηκε ενώ το σκάφος ήταν αποθηκευμένο σε απλώς περιφραγμένο και μη φυλασσόμενο υπαίθριο χώρο (περίπτωση που ειδικότερα ενδιαφέρει εν προκειμένω), παρά μόνο η κλοπή σε επαγγελματικό υπαίθριο χώρο φύλαξης σκαφών, υπό την προϋπόθεση τήρησης των προεκτεθέντων αυστηρών προστατευτικών μέτρων, ήτοι ύπαρξης φύλακα επί 24ώρη βάση ή/και ύπαρξης καμερών ασφαλείας και συστήματος συναγερμού σε λειτουργία και συνδεδεμένου με εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας που κάνει περιπολίες σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα (βλ. ad hoc ΕφΠειρ 436/2020 ό.π.). Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν εναντιώθηκε ως προς την ύπαρξη του παραπάνω όρου, ο οποίος, άλλωστε, περιλαμβανόταν πανομοιότυπος τόσο στο αρχικό, με αριθμό …/67898/21-6-2016, ασφαλιστήριο συμβόλαιο, όσο και στα επόμενα, με αριθμούς …/1-6-2017, …/1-6-2018 και …/1-6-2019, ανανεωτήρια συμβόλαια. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από ώρα 22:45 μ.μ. της 22ας-1-2020 έως ώρα 04:15 π.μ. της 23ης-1-2020, και ενόσω το προαναφερόμενο σκάφος του ενάγοντος βρισκόταν προς φύλαξη στο επαγγελματικό παρκινγκ σκαφών με το διακριτικό τίτλο «…», που βρίσκεται στην παραλιακή οδό της κωμόπολης …, άγνωστοι δράστες, αφού παραβίασαν συρμάτινη πόρτα παρακείμενου οικοπέδου, εισήλθαν εντός του ανωτέρω χώρου στάθμευσης, παραβιάζοντας διαδοχικά δύο συρμάτινους φράκτες, τον πρώτο σκάβοντάς τον από κάτω, με συνέπεια να περάσουν κάτω από την ελεγχόμενη ζώνη από δέσμες ανίχνευσης κίνησης, και τον δεύτερο κόβοντάς τον, και αφαίρεσαν από το σκάφος του ενάγοντος τον κύριο και το βοηθητικό εξωλέμβιο κινητήρα του και τις κουκούλες – καλύμματα των κινητήρων αυτών, ενώ κατέστρεψαν το σύστημα υδραυλικού τιμονιού του, τύπου Sea Star. Κατά την έξοδό τους ενεργοποιήθηκε ο συναγερμός του χώρου και έτσι ειδοποιήθηκε ο ιδιοκτήτης αυτού, …, ο οποίος, στη συνέχεια, ειδοποίησε την αστυνομία (βλ. το υπ’ αριθμό πρωτ. …/27-1-2020 αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων – συμβάντων του Α.Τ. Καμένων Βούρλων) και τον ενάγοντα. Κατόπιν αυτών, ο τελευταίος υπέβαλε προς την εναγόμενη την από 23-1-2020 δήλωση ναυτικού ατυχήματος. Ωστόσο, στο χώρο στάθμευσης σκαφών, όπου φυλασσόταν το σκάφος του ενάγοντος, κατά το χρόνο που έγινε η κλοπή, πέραν της περιμετρικής περίφραξης, υπήρχε μόνο συναγερμός, ο οποίος ήταν συνδεδεμένος περιμετρικά και κατά μήκος της περίφραξης με σύστημα δεσμών ανίχνευσης κίνησης, και καταγραφικό μηχάνημα με κάμερες καταγραφής, τα οποία δεν ήταν συνδεδεμένα με εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας (security), ενώ δεν υπήρχε φύλαξη σε 24ωρη βάση. Ειδικότερα, ως προς τη φύλαξη του εν λόγω χώρου, αποδεικνύεται ότι υπήρχε μεν ένας υπεύθυνος, τρόπον τινά, ο …, ο οποίος διέμενε πλησίον και εξυπηρετούσε τους ιδιοκτήτες των σκαφών, επιτρέποντάς τους κυρίως την είσοδο και έξοδο, κατόπιν συνεννόησης (βλ. τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, …, οι οποίοι είχαν άμεση αντίληψη του χώρου, ο πρώτος εξ αυτών ως μηχανικός σκαφών και οι άλλοι δύο ως ιδιοκτήτες σκαφών που φυλάσσονταν στο χώρο), πλην, όμως, δεν ήταν φύλακας του χώρου αυτού καθ’ όλο το 24ωρο, σε καθημερινή βάση, και ούτε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, θα μπορούσε, άλλωστε, ένα συγκεκριμένο άτομο να είναι επιφορτισμένο με την 24ωρη φύλαξη του ως άνω χώρου. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, ο ιδιοκτήτης του χώρου, …, κατά την επίσκεψη σε αυτόν του εκτιμητή – πραγματογνώμονα ασφαλίσεων της εναγόμενης, …, σε σχετική ερώτησή του, τον ενημέρωσε ότι δεν υπάρχει φύλακας καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου (βλ. την από 10-2-2020 πραγματογνωμοσύνη του και την υπ’ αριθμό …/25-11-2020 ένορκη βεβαίωσή του), απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του ενάγοντος. Κατόπιν αυτών, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων υπέστη ζημία εξαιτίας της κλοπής που έγινε στο σκάφος του, αλλά η εν λόγω κλοπή δεν προκλήθηκε από ασφαλισμένο, με το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, κίνδυνο, αφού αυτός παραβίασε το συμφωνημένο ρητό εγγυητικό όρο (express warranty) για την ύπαρξη συγκεκριμένων μέτρων ασφαλείας στο χώρο φύλαξης που βρισκόταν το σκάφος του και άρα, δεν δικαιούται την ένδικη ασφαλιστική αποζημίωση. Πρέπει, επομένως, κατά παραδοχή της σχετικής προβληθείσας από την εναγόμενη (καταλυτική της αγωγής) ένστασης περί απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου 10 §§ 2 και 6 του Insurance Act 2015, ως ουσιαστικά βάσιμης, να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών ισχυρισμών και ενστάσεων της εναγόμενης. Τέλος, πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της με τις προτάσεις της (άρθρο 106 ΚΠολΔ), σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Επιβάλλει σε βάρος του ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων σαράντα (840,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 25 Αυγούστου 2021 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ