ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
1839/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
———————————–
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Τσέλιου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Μαρίνα Γρηγοριάδου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Μαΐου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) …, αμφότερων κατοίκων …), οι οποίες παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, Θεόδωρου Καλδίρη (…) και Γεωργίου Παπανικολάου (….
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει στα …), νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. …, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Πρωτόπαπα (…).
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 1.12.2020 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, στις 7.12.2020, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 9469/2020 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 4512/2020, προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 18ης.2.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού. Με την υπ’ αριθ. 1678/2021 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου η ανωτέρω αγωγή προσδιορίσθηκε οίκοθεν προς περαιτέρω συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εγγράφηκε στο πινάκιο, απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ’ άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε εργαζόμενο και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη, που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35.160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004.767). Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όταν η εκδήλωση της ασθένειας ή και η επιδείνωση προϋπάρχουσας πάθησης ή νοσηρής κατάστασης του εργαζομένου είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας υπό τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις, που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς με το καθορισμένο είδος εργασίας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (βίαιου συμβάντος), που αποτελεί και η εκτέλεση της εργασίας κάτω από έκτακτες και δυσμενείς συνθήκες. Συνακολούθως, χωρίς την ύπαρξη βίαιου συμβάντος, κατά τα προεκτεθέντα, δεν δημιουργείται υποχρέωση του εργοδότη από τον ως άνω νόμο προς καταβολή αποζημίωσης στον εργαζόμενο (ΑΠ 1424/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1690/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013.17, ΕφΠειρΜον 23/2013 ΠειρΝ 2013.164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013.22). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ’ άρθρο 3 του ν. 551/1915. Ειδικότερα, τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και προσδιορίζουν τους όρους, που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Τέτοιου περιεχομένου διάταξη αποτελεί το άρθρο 10 του β.δ. 683/1960 “Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας επί Ελληνικών επιβατηγών πλοίων πεντακοσίων κ.οχ. και άνω”, που προβλέπει τα κάτωθι: “1. Ο Πλοίαρχος λαμβάνων γνώσιν ασθενείας ή ατυχήματος τινός των επιβαινόντων μεριμνά ώστε να παρασχεθή αμελλητί εις τον πάσχοντα υπό της υγειονομικής υπηρεσίας, η ενδεδειγμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψις, εν ελλείψει δε υγειονομικής υπηρεσίας να παρασχεθώσι αμελλητί αι πρώται βοήθειαι αιτούμενος προς τούτον οδηγίας διά του ασυρμάτου. 2. Εν περιπτώσει βαρείας ή παρατεινομένης ασθενείας οφείλει εν συνεννοήσει μετά του ιατρού, εφ` όσον είναι δυνατόν να καταπλεύση εις τον πλησιέστερον λιμένα και να συννενοηθή μετά της Λιμενικής ή Προξενικής και της Υγειονομικής Αρχής ή εν ελλείψει ταύτης μετά της επιτοπίου Αρχής και Υγειονομικής τοιαύτης, διά την εισαγωγήν του πάσχοντος εις νοσοκομείον ή κλινικήν, εάν δε πρόκειται περί μέλους του πληρώματος δέον να έλθη εις επαφήν και μετά του αντιπροσώπου του πλοίου διά την παροχήν αυτώ των μέσων νοσηλείας, συντηρήσεως μετά την εκ του νοσοκομείου ή κλινικής έξοδον και παλιννοστήσεως κατά τας σχετικάς διατάξεις. 3. Ιδιαίτερα όλως προσοχή καταβάλλεται εάν υπάρχη υπόνοια ή σύμπτωμα μεταδοτικής, επιδημικής ή λοιμώδους νόσου διά την απομόνωσιν του ασθενούς διά την απολύμανσιν των ενδιαιτημάτων, σκευών και ειδών κατακλίσεως, άτινα ούτος εχρησιμοποίησε και εν γένει δια την αυστηράν τήρησιν των υγειονομικών διατάξεων και των διαταγών των αρμοδίων αρχών. 4. Καταχωρεί εν τω ημερολογίω του πλοίου έκθεσιν περί παντός ατυχήματος ή ασθενείας επιβαίνοντος μετά προηγουμένην βεβαίωσιν αυτού κατά τας σχετικάς διατάξεις. 5. Ο Πλοίαρχος οφείλει να ζητήση παρά της Λιμενικής ή Προξενικής Αρχής την παρεμπόδοσιν της επιβιβάσεως προσώπων πασχόντων εκ λοιμωδών νόσων. Ωσαύτως δε και δυνοπαθών, τυφλών, παραλύτων, ανηλίκων κάτω των 4 ετών ή άλλων προσώπων εχόντων ανάγκην αμέσου προστασίας εφ` όσον ταύτα δεν συνοδεύονται υπό συγγενών, οικείων ή νοσοκόμου”. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από τη μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1109/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 289/2004 ΝοΒ 2005.284, ΑΠ 274/2000 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 598/2002 ΕΝΔ 30.377). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για πλήρη αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα ή οι συγγενείς του σε περίπτωση θανάτου διατηρούν την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης επιβάλλομένων όρων ασφαλείας, ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη, κατά το Ν. 551/1915, δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 1293/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1158/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 906/2012 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά τη διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλλΔνη 40.621, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40.117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011.304, I. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). II. Εξ ετέρου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 ΑΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της υποχρεώσεως προς αποζημίωση είναι: α) η ζημιογόνος συμπεριφορά, που μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη, β) ο παράνομος χαρακτήρας της εν λόγω συμπεριφοράς, γ) η υπαιτιότητα, που μπορεί να συνίσταται σε δόλο ή αμέλεια, υπό τις διάφορες μορφές αυτής και δ) ο πρόσφορος, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (του νόμιμου λόγου ευθύνης) και του αποτελέσματος (της επελθούσας ζημίας). Η αμέλεια, δηλαδή η μη καταβολή της επιμέλειας, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 εδ. β’ ΑΚ), αποτελεί αόριστη νομική έννοια, της οποίας απαιτείται εξειδίκευση, σύμφωνα με τις εκάστοτε περιστάσεις και τα διδάγματα της κοινής πείρας. Εάν η ζημιογόνος συμπεριφορά συνίσταται σε υπαίτια παράλειψη, τότε αμέλεια και εντεύθεν υποχρέωση αποζημιώσεως υφίσταται μόνον, όταν υπήρχε υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια της παραληφθείσας πράξης, επιβαλλόμενη από το νόμο ή από δικαιοπραξία. Τέτοια υποχρέωση είναι και αυτή, που απορρέει από το άρθρο 662 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την παροχή της εργασίας και το χώρο αυτής έτσι, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζόμενου. Η εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής πρέπει να γίνεται σύμφωνα με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ’ όψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 288 ΑΚ) και, αντίθετα, παράβαση της ως άνω υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη δεν μπορεί να νοηθεί, όταν οι σ’ αυτόν αποδιδόμενες παραλείψεις ούτε από το νόμο ή τη σύμβαση επιβάλλονται ως θετικές ενέργειες ούτε από την καλή πίστη υπαγορεύονται ως συνήθεις ή ευλόγως αναμενόμενες συμπεριφορές στο πλαίσιο της αποδοχής συγκεκριμένης εργασίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ συμπεριφοράς και αποτελέσματος συνίσταται στο ότι η πράξη ή η παράλειψη είναι πρόσφορη προς παραγωγή της ζημίας, δηλαδή έχει την τάση, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει και, επιπλέον, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτή, πράγματι, που την επέφερε. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή τους, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των εναγουσών, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και εμπεριέχεται στο δικόγραφο των προτάσεων (άρθρο 224 εδ. β’ ΚΠολΔ), ως προς τους 14ο και 15ο στοίχους της τέταρτης σελίδας, ως προς τον 11ο στοίχο της έκτης σελίδας και ως προς τους 25ο και 26ο στοίχους της ένατης σελίδας, από το εσφαλμένο “β.δ. 806 της 30.11/16.12.1970” στο ορθό “β.δ. 683/1960”, οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά, στις 25.11.2019, μεταξύ του Δ. Π. του Γ., πατέρα της πρώτης εξ αυτών και συζύγου της δεύτερης αφενός και της εναγομένης αφετέρου, πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου …”, νηολογίου Ρεθύμνου με αριθμό 06, κόρων ολικής χωρητικότητας 15354, ο πρώτος ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, έναντι μεικτού μηνιαίου μισθού ποσού 2.517,89€ πλέον επιδόματος αδείας, υπερωριών και νομίμων προσαυξήσεων. Ότι στις 31.7.2020 το πλοίο, που εκτελούσε το δρομολόγιο από το λιμάνι του Πειραιά προς το λιμάνι της Ρόδου, πραγματοποιώντας ενδιάμεσες στάσεις στα λιμάνια της Μήλου, της Σαντορίνης, της Ανάφης, της Σητείας, του Ηρακλείου, της Κάσου, της Καρπάθου, του Διαφανίου και της Χάλκης, μετ’ επιστροφή, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι του Πειραιά περί ώρα 11.00 π.μ. Ότι ο ανωτέρω, Δημήτριος Πετρής, εκτελούσε, κατ’ εντολή του Πλοιάρχου, εργασίες τροχονόμησης των οχημάτων στο κατάστρωμα οχημάτων και δη εξόδου αυτών από το πλοίο προς το λιμάνι. Ότι η θερμοκρασία εκείνη την ημέρα ήταν εξαιρετικά υψηλή, ανερχόμενη στους 39,1 βαθμούς Κελσίου, η δε ατμόσφαιρα στο χώρο στάθμευσης των οχημάτων καθίστατο περαιτέρω επιβαρυντική λόγω των καυσαερίων από τα οχήματα, οι οδηγοί των οποίων είχαν εκκινήσει τις μηχανές τους. Ότι, εν γένει, εκείνη την περίοδο οι συνθήκες εργασίας στο πλοίο ήταν δύσκολες, πλέον του συνήθους και στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, που είχαν με τον συγγενή τους, αυτός τους έκανε παράπονα για τις πολλές ώρες εργασίας, την απουσία διαλειμμάτων, την έλλειψη ύπνου, τη δυσλειτουργία βαρδιών και τη δυνατότητα μόνο μίας διανυκτέρευσης το μήνα εκτός του πλοίου για ανάπαυση. Ότι ένα μήνα πριν, κατά τη διάρκεια της επισκευής του πλοίου, τους είχε ενημερώσει ότι εργαζόταν από ώρα 07.00 π.μ. έως ώρα 18.00 μ.μ. με ένα μόνο διάλειμμα για φαγητό, χωρίς θεσμοθετημένες βάρδιες και η κόπωση, που ένιωθε παρ’ όλη την εμπειρία του, ήταν έντονη. Ότι στις 31.7.2020 και περί ώρα 12.00 ολοκληρώθηκε η διαδικασία εξόδου των οχημάτων από το πλοίο. Ότι περί ώρα 14.00 μ.μ. ο πατέρας και σύζυγος αυτών, βρισκόταν μαζί με άλλους συναδέλφους του, συμπεριλαμβανομένου του λοστρόμου και τους παραπονέθηκε για έντονο πόνο στο στήθος και αδιαθεσία. Ότι ο λοστρόμος του είπε να ξεκουραστεί στην καμπίνα του, επειδή, όμως, η κατάσταση χειροτέρευε, ο συγγενής τους ενημέρωσε εκ νέου ότι δεν αισθάνεται καλά και ζήτησε να τύχει αμελλητί παροχής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ότι ο λοστρόμος, αντί να ενημερώσει τον Πλοίαρχο ή να καλέσει ο ίδιος γιατρό ή ασθενοφόρο, ζήτησε από έναν άλλο ναύτη να τον πάει με ιδιωτικό όχημα στην ιδιωτική Γενική Κλινική Πειραιώς Ι. Α.Ε.”, με την οποία συνεργάζεται η εναγόμενη, χάνοντας πολύτιμο χρόνο. Ότι οι ιατροί της κλινικής δεν παρείχαν καμία περίθαλψη και μη διαγιγνώσκοντας πιθανό καρδιακό επεισόδιο, αποστερώντας του επιπλέον πολύτιμο χρόνο, δεν κάλεσαν κινητή ιατρική μονάδα του ΕΚΑΒ αλλά τον παρέπεμψαν στο Τ.” Νοσοκομείο χωρίς τη συνοδεία ιατρού ή νοσηλευτή, στο οποίο μετέβη με δικό του μεταφορικό μέσο, ωστόσο το εν λόγω νοσοκομείο δεν εφημέρευε εκείνη την ημέρα. Ότι λίγο πριν βγει από το όχημα, έχασε τις αισθήσεις του και το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Τ.υ” νοσοκομείου του παρείχε τις πρώτες βοήθειες και, εν συνεχεία, τον παρέπεμψε με ασθενοφόρο στο εφημερεύον νοσοκομείο Αθηνών “Γεννηματάς”, όπου μεταφέρθηκε στη μονάδα εμφραγμάτων, με ώρα εισαγωγής 19.22 μ.μ., έχοντας διαγνωσθεί με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, το οποίο, όπως αποδείχθηκε, είχε υποστεί εντός του πλοίου. Ότι την επόμενη ημέρα υποβλήθηκε σε διαδερμική αγγειοπλαστική ενός στεφανιαίου αγγείου με τοποθέτηση ενδοστεφανιαίου (stent) αλλά παρά τις προσπάθειες των ιατρών απεβίωσε στις 5.8.2020 και ώρα 23.15 εξαιτίας επιπλοκών, ήτοι σηπτικής καταπληγίας, λοίμωξης του αναπνευστικού, καρδιοαναπνευστικής ανακοπής, οξέως εμφράγματος του μυοκαρδίου και εγκεφαλικού οιδήματος. Ότι ο αιφνίδιος θάνατος του πατρός και συζύγου τους, αντίστοιχα, επήλθε από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης, λαμβανομένων υπόψη των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών εργασίας, στις οποίες τον είχε υποβάλει το τελευταίο δεκαπενθήμερο του Ιουλίου, ήτοι σε ένα περιβάλλον με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, χωρίς την αναγκαία ανάπαυση, με μεγάλη ένταση και πίεση, για ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες φόρτωσης κι εκφόρτωσης του πλοίου, δεδομένου του μεγάλου φόρτου οχημάτων και επιβατών, χωρίς κλιματισμό και καλό αερισμό, με αποτέλεσμα να δεχθεί βιολογικό πλήγμα και να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου, χωρίς να υφίσταται καμία απολύτως οργανική ή παθολογική προδιάθεσή του, αφού ουδέποτε είχε διαγνωσθεί ως καρδιοπαθής ή με άλλη συγγενή νόσο, μολονότι υποβαλόταν τακτικά σε εξετάσεις και δεν λάμβανε φαρμακευτική αγωγή για οποιοδήποτε νόσημα ούτε ήταν υπέρβαρος ούτε είχε κληρονομική προδιάθεση για καρδιοπάθεια. Ότι η υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων της εναγομένης επέτεινε την επιδείνωση της υγείας του, καθόσον από την αδιαφορία του λοστρόμου και την παθητική στάση του πλοιάρχου, που δεν έλαβε τις ενδεδειγμένες αποφάσεις, δεν έτυχε εκ μέρους των ιατρών, που διέθετε η εναγόμενη, της δέουσας προσοχής αλλά αρκέστηκε σε σύσταση μετάβασης σε νοσοκομείο ούτε επιδείχθηκε ενδιαφέρον μετάβασης με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ ούτε επιδείχθηκε η στοιχειώδης πρόνοια να μεταφερθεί σε εφημερεύον νοσοκομείο, ώστε χάθηκε πολύτιμος χρόνος άνω των 5 ωρών, με αποτέλεσμα να υποστεί ανακοπή έξωθεν του “Τζανείου” νοσοκομείου. Ότι οι ανωτέρω παραλείψεις του πλοιάρχου και των λοιπών προστηθέντων της εναγομένης τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το θάνατό του. Ότι ενόψει του ότι το ένδικο ναυτεργατικό ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση από τους προστηθέντες της εναγομένης των ισχυόντων διατάξεων νόμων και κανονισμών, διατηρούν τις κατωτέρω αξιώσεις. Ότι η πρώτη εξ αυτών διατηρούσε ιδιαίτερη σχέση με τον θανόντα, ούσα μοναχοπαίδι, αυτός τη συνέδραμε ηθικά και υλικά, ενώ λόγω του νεαρού της ηλικίας του δεν πίστευε ότι θα φύγει τόσο νωρίς από τη ζωή. Ότι ο ξαφνικός θάνατός του της προκάλεσε θλίψη και ψυχική ταλαιπωρία, ώστε δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 300.000€. Ότι η δεύτερη εξ αυτών είχε νυμφευθεί με τον θανόντα στις 20.8.1988, αυτός αποτελούσε το στήριγμά της, ενώ κατά τον χρόνο θανάτου του, αυτή διήγε το 49ο έτος της ηλικίας της και προσδοκούσε στην υποστήριξή του, ηθική και υλική. Ότι ο θάνατός του της προκάλεσε πόνο και ψυχική ταλαιπωρία και για τον λόγο αυτό δικαιούται προς αποκατάσταση της ψυχικής της οδύνης, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 300.000€. Ότι η δεύτερη εξ αυτών εργάζεται ως καθαρίστρια στο Πανεπιστήμιο Πατρών με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και με μηνιαίο μεικτό μισθό 780,30€, ενώ δεν διαθέτει άλλους πόρους και εισοδήματα ή προσοδοφόρα περιουσιακά στοιχεία. Ότι με το σύζυγό της διέμεναν σε ιδιόκτητη οικία, που βρίσκεται στον Άγιο Βασίλειο Πατρών και το εκτιμώμενο κόστος διαβίωσής τους ανερχόταν κατά μέσο όρο στο ποσό των 1.270,00€, μηνιαίως, ενώ το ύψος των μηνιαίων δόσεων για τα στεγαστικά δάνεια, που είχαν λάβει, ανερχόταν στο ποσό των 920,00€. Ότι ενόψει του ότι ο μηνιαίος μισθός του συζύγου της ανερχόταν στο ποσό των 2.800,00€, η ελάχιστη συνεισφορά του στη διατροφή της ανερχόταν μηνιαίως στο ποσό των 1.394,00€. Ότι μετά τον θάνατό του η μέση μηνιαία δαπάνη διαβίωσής της, ως άτομο κάτω των 65 ετών, ανέρχεται στο ποσό των 1.000,00€ και, συνυπολογιζομένων των μηνιαίων δόσεων για τα στεγαστικά δάνεια, στο ποσό των 1.920,00€, εκ των οποίων, βάσει του ποσοστού συμμετοχής του αποβιώσαντος συζύγου της στις δαπάνες, ανερχόμενου σε 72,60%, η ελάχιστη συνεισφορά του αντιστοιχεί στο ποσό των 1.394,00€. Ότι ο σύζυγός της, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, θα ζούσε έως το 75ο έτος της ηλικίας του και θα ασκούσε το επάγγελμα του ναυτικού επί 9 μήνες ετησίως και κατά μέσο όρο επί 8 έτη ακόμα και μετά θα συνταξιοδοτείτο, οι δε μηνιαίες αποδοχές του θα ανέρχονταν τουλάχιστον στο ποσό των 2.800,00€ για εργασία 9 μηνών, το οποίο επιμεριζόμενο ετησίως θα απέδιδε σε αυτόν μηνιαίο εισόδημα 2.100,00€ έως τον χρόνο συνταξιοδότησης και μετά τα εισοδήματά του θα μειώνονταν κατά ποσοστό 65%, ήτοι στο ποσό των 1.365,00€. Ότι ενόψει αυτών ο θανών σύζυγός της θα εισέφερε σε αυτή έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής του, την 25η.7.2028, δηλαδή για 95 μήνες, το ποσό των 132.430,00€, ενώ για τα επόμενα 15 έτη, ως συνταξιούχος, θα εισέφερε το ποσό των 163.098,00€, ώστε δικαιούται το συνολικό ποσό των 295.528,00€, ως αποζημίωση διατροφής και κατά το οποίο ζημιώθηκε λόγω του επίδικου ναυτικού ατυχήματος. Ότι, επικουρικώς, σε περίπτωση που κριθεί ότι η εναγόμενη δεν παραβίασε ειδικά διατάγματα και κανονισμούς, δικαιούνται την αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 παρ. 5 του ν. 551/1915, η οποία, κατά τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή, ανέρχεται στο ποσό των 47.293,77€, εκ του οποίου η πρώτη εξ αυτών δικαιούται τα 3/5 ως μοναδική κατιούσα, ήτοι το ποσό των 28.376,26€ και η δεύτερη εξ αυτών τα 2/5, ήτοι το ποσό των 18.917,51€. Ότι, επιπλέον, δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ψυχική τους οδύνης το ποσό των 300.000,00€ έκαστη εξ αυτών. Ότι, τέλος, η δεύτερη εξ αυτών δικαιούται ως αποζημίωση λόγω στέρησης της διατροφής το συνολικό ποσό των 295.528,00€, κατά τους ειδικότερους υπολογισμούς, που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και κατόπιν εν μέρει τροπής των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε αναγνωριστικά, που έλαβε χώρα με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων των εναγουσών και καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ενώ επίσης, εμπεριέχεται στο δικόγραφο των προτάσεων (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ) και δη αναφορικά με την κύρια βάση της αγωγής, ως προς το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατά το ποσό των 280.000,00€, ώστε καταψηφιστικό παραμένει το ποσό των 20.000,00€ για αμφότερες τις ενάγουσες και ως προς το ποσό της αποζημίωσης λόγω στέρησης της διατροφής για το σύνολο του ποσού και αναφορικά με την επικουρική βάση, ως προς το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, κατά το ποσό των 280.000,00€, ώστε καταψηφιστικό παραμένει το ποσό των 20.000,00€ για αμφότερες τις ενάγουσες και ως προς το σύνολο του κονδυλίου της στέρησης του δικαιώματος διατροφής, ζητούν, κατά την κύρια αγωγική βάση, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων ευρώ (280.000,00€), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επελεύσεως του ατυχήματος, ήτοι από την 1η.8.2020 άλλως από την επίδοση της αγωγής και στη δεύτερη εξ αυτών το ποσό των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων ευρώ (280.000,00€) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επελεύσεως του ατυχήματος, ήτοι από την 1η.8.2020 άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των διακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ (295.528,00€) ως αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής και να υποχρεωθεί να καταβάλει σε έκαστη εξ αυτών το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00€), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επελεύσεως του ατυχήματος, ήτοι από την 1η.8.2020 άλλως από την επίδοση της αγωγής και, αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγόμενης να καταβάλει σε έκαστη εξ αυτών το ποσό των διακοσίων ογδόντα χιλιάδων ευρώ (280.000,00€), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επελεύσεως του ένδικου ατυχήματος, ήτοι την 1η.8.2020, άλλως από την επίδοση της αγωγής και όσον αφορά στη δεύτερη ενάγουσα, ν’ αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να της καταβάλει το ποσό των διακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ (295.528,00€), ως αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστη εξ αυτών το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000,00€), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επέλευσης του ένδικου ατυχήματος, ήτοι από την 1η.8.2020 άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και το ποσό των είκοσι οκτώ χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και είκοσι έξι λεπτών (28.376,26€) στην πρώτη εξ αυτών και το ποσό των δεκαοκτώ χιλιάδων εννιακοσίων δεκαεπτά ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (18.917,51€) στη δεύτερη εξ αυτών, ως αποζημίωση, νομιμοτόκως από την επόμενη της επελεύσεως του ατυχήματος άλλως από την επίδοση της αγωγής και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής τους δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1α’, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 33 ΚΠολΔ), για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3α’, 621 επ. ΚΠολΔ). Είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της και ορισμένα αιτήματα (άρθρο 216 σε συνδ. με 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 298, 299, 330 εδ. β’, 346 εδ. α’, 914, 922, 928 εδ. β’, 930 παρ. 1 και 3, 932 εδ. γ’ ΑΚ, 1, 3 παρ. 5, 16 ν. 551/1915, άρθρο 10 του β.δ. 683/1960, 70, 176, 219 ΚΠολΔ. Μη νόμιμη είναι η αξίωση αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής της δεύτερης ενάγουσας, όσον αφορά την επικουρική βάση της αγωγής, διότι, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, ο παθών εκ του εργατικού ατυχήματος ή ο δικαιούχος αποζημίωσης εξ αυτού δικαιούται είτε την αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ. Επίσης, μη νόμιμο και εντεύθεν απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επόμενη της επέλευσης του επίδικου συμβάντος, καθόσον, όταν ζητείται αποζημίωση για την ανόρθωση ζημίας από αδικοπραξία, σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, τόκοι οφείλονται από την επίδοση της αγωγής, εκτός αν ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία οχλήσεως από το δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004.487). Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, ενόψει του ότι δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, όσον αφορά τα αναγνωριστικά αγωγικά αιτήματα, όσον δε αφορά τα καταψηφιστικά αιτήματα, ως ερειδόμενα στο ν. 551/1915, με αποτέλεσμα ν’ απαλλάσσεται (η αγωγή) από κάθε τέλος, συνεπώς και από το δικαστικό ένσημο (άρθρο 15 ν. 551/1915), ενώ ως προς τα κονδύλια της ηθικής βλάβης (άρθρο 15 ν. 551/1915, ως προς την επέκταση της ρύθμισης και στις αξιώσεις για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης θεμελιούμενες στις κοινές διατάξεις περί αδικοπραξιών βλ. ΑΠ 691/2006 ΝοΒ 2007.122, ΕφΝαυπλ 456/2002 ΕΕργΔ 2003.480), για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν υπερβαίνουν το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, που νομότυπα εξετάσθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως και λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω ειδικότερη μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και, ιδίως, των υπ’ αριθ. 4163/18.5.2021 και 4164/18.5.2021 ενόρκων βεβαιώσεων, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά, Φωτεινής Σαρρή, τις οποίες προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη κι ελήφθησαν μετά από νόμιμη κι εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγουσών (βλ. την υπ’ αριθ. 6335Β’/13.5.2021 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πατρών, Ζωής Αβραμοπούλου) και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Δημήτριος Πετρής του Γεωργίου, πατέρας της πρώτης ενάγουσας και σύζυγος της δεύτερης εξ αυτών (βλ. το από 24.5.2021 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Πατρέων του νομού Αχαΐας), ήταν ναυτικός, απογεγραμμένος στις 20.6.1988. Δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που είχε συνάψει με το νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης εταιρείας στον Πειραιά, στις 25.11.2019, είχε προσληφθεί, για να εργασθεί με την ειδικότητα του ναύτη στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο …”, νηολογίου Ρ. Κ. με αριθμό 06, κόρων ολικής χωρητικότητας 9850, πλοιοκτησίας της εναγομένης, έναντι μεικτών μηνιαίων αποδοχών, ποσού δύο χιλιάδων πεντακοσίων δεκαεπτά ευρώ και ογδόντα εννέα λεπτών (2.517,89€), όπως προβλέπονται στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. Το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο της ακτοπλοϊκής γραμμής Πειραιά – Ρόδου μετ’ επιστροφής και προσέγγιζε ενδιάμεσα τα λιμάνια της Μήλου, της Σαντορίνης, της Ανάφης, του Ηρακλείου, της Σητείας, της Κάσου, της Καρπάθου, του Διαφανίου και της Χάλκης. Ο ανωτέρω συγγενής των εναγουσών εργαζόταν ως ημερεργάτης και τα καθήκοντα, που του είχαν ανατεθεί, ήταν ο χειρισμός του καταπέλτη κατά την πρόσδεση και απόδεση του πλοίου σε κάθε λιμάνι, η συμμετοχή του στη φόρτωση, εκφόρτωση κι έχμαση των οχημάτων στα λιμάνια του Πειραιά, της Ρόδου, του Ηρακλείου και της Καρπάθου και η εκτέλεση εργασιών συντήρησης, όταν το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο για κάποιες ώρες στο λιμάνι του Πειραιά. Όπως συνάγεται από τα έντυπα αρχείου ωρών ανάπαυσης ναυτικών, ο ανωτέρω εργάσθηκε το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2019, κατά μέσο όρο, επί 9 ώρες ημερησίως, το μήνα Ιανουάριο του έτους 2020 επί 9 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, το μήνα Φεβρουάριο του ίδιου έτους επί 8 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, το μήνα Μάρτιο επί 8 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, το μήνα Απρίλιο επί 11 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, το μήνα Μάιο του ίδιους έτους επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, το μήνα Ιούνιο επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως και το μήνα Ιούλιο του έτους 2020 επί 10 ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως. Μάλιστα, το μήνα Ιανουάριο έλαβε 2 διανυκτερεύσεις εκτός του πλοίου, το μήνα Μάρτιο έλαβε 3 διανυκτερεύσεις, ομοίως, τους μήνες Μάιο και Ιούλιο έλαβε 3 διανυκτερεύσεις εκτός του πλοίου. Στις 31.7.2020 και περί ώρα 11.02 π.μ. το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Πειραιά, περί ώρα 11.19 π.μ. πραγματοποιήθηκε το άνοιγμα του καταπέλτη και περί ώρα 11.20 π.μ. έγινε έναρξη της εκφόρτωσης των οχημάτων και της αποβίβασης των επιβατών, ενώ περί ώρα 12.00 περατώθηκε η εκφόρτωση και η αποβίβαση (βλ. το ημερολόγιο γέφυρας). Ο συγγενής των εναγουσών εξήλθε του πλοίου για τη διεκπεραίωση προσωπικών του υποθέσεων και όταν επέστρεψε, περί ώρα 14.30 μ.μ., διαμαρτυρήθηκε στους συναδέλφους του για την υγεία του και, συγκεκριμένα, τους ανέφερε ότι αισθάνεται μία αδιαθεσία και δη μια ατονία, για τον λόγο αυτό, χωρίς να ενημερωθεί ο ύπαρχος ή ο Πλοίαρχος, συνοδευόμενος από το συνάδελφό του, Λ. – Α. Α. και με το δικό του Ι.Χ επιβατηγό όχημα, μετέβη στη Γενική Κλινική Ι.”, όπου του πρότειναν να επισκεφθεί δημόσιο νοσοκομείο, προκειμένου να υποβληθεί στις κατάλληλες ιατρικές εξετάσεις. Πράγματι και πάλι με το δικό του όχημα μετέβη από κοινού με τον συνάδελφό του στο Τ.” νοσοκομείο, το οποίο εφημέρευε από ώρα 08.00 π.μ. έως ώρα 08.00 π.μ. της επόμενης ημέρας και, μάλιστα, εφημέρευε και η καρδιολογική του κλινική (βλ. τη σχετική εκτύπωση από το διαδίκτυο). Όταν έφθασαν στο νοσοκομείο, η αδιαθεσία του ήταν εντονότερη και αποφασίσθηκε η εισαγωγή του περί ώρα 16.00 μ.μ., έχοντας διαγνωσθεί ότι έχει υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (βλ. το ημερολόγιο γέφυρας). Οι θεράποντες ιατροί, ωστόσο, αποφάσισαν τη διακομιδή του στο Νοσοκομείο Αθηνών … το οποίο επίσης εφημέρευε, όπου εισήχθη στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών περί ώρα 19.22 μ.μ. και στη συνέχεια στη Μονάδα εμφραγμάτων, με διάγνωση οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (βλ. το από 31.7.2020 εισιτήριο του Νοσοκομείου Αθηνών Γ.) Στις 1.8.2020 έλαβε χώρα διαδερμική αγγειοπλαστική ενός στεφανιαίου αγγείου με τοποθέτηση ενδοστεφανιαίου, νοσηλεύτηκε για 5 ημέρες (βλ. το από 6.8.2020 διοικητικό εξιτήριο του ίδιου νοσηλευτικού ιδρύματος) αλλά δυστυχώς απεβίωσε στις 5.8.2020 και περί ώρα 23.15 μ.μ., με αιτία θανάτου τη σηπτική καταπληξία συνεπεία λοίμωξης του αναπνευστικού συνεπεία εισρόφησης, την καρδιοαναπνευστική ανακοπή και ως προηγηθείσες αιτίες, που συντέλεσαν στην εμφάνιση της ανωτέρω αιτίας το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό οίδημα ανοξαιμικής εγκεφαλοπάθειας (βλ. το από 5.8.2020 ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου). Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγεται ότι ο θάνατος του πατέρα της πρώτης ενάγουσας και συζύγου της δεύτερης δεν οφείλεται σε κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός, ως τέτοιου νοούμενου του πιεστικού εργασιακού περιβάλλοντος. Ειδικότερα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το ωράριο εργασίας του ήταν εξαντλητικό, αφού απασχολείτο κατά μέσο όρο επί 10 ώρες ημερησίως, γεγονός συμφυές προς το είδος και τη φύση της εργασίας του, ενόψει της ειδικότητάς του. Μάλιστα, κανένας από τους μάρτυρες, που εργάζονταν μαζί του, δεν κατέθεσε περί άσκησης πίεσης εκ μέρους των προστηθέντων της εναγομένης ούτε περί ύπαρξης δυσαρέσκειας εκ μέρους του θανόντος για τις συνθήκες εργασίες του, ο οποίος, έχοντας πολυετή πείρα ως ναυτικός, γνώριζε τις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες του επαγγέλματός του, ως προς την πολύωρη παροχή εργασίας υπό δυσμενείς συνθήκες, ιδίως καιρικές. Εξάλλου, ήταν γνώστης των όρων παροχής εργασίας στα πλοία της εναγόμενης, καθώς είχε ναυτολογηθεί σε αυτά στο παρελθόν πλείστες όσες φορές (βλ. τις από 6.9.2013, 21.3.2014, 26.6.2014 23.8.2015, 20.2.2016, 16.6.2016, 7.10.2016 συμβάσεις ναυτικής εργασίας, εκ των οποίων η δεύτερη αφορούσε το επίδικο πλοίο). Οι δυσκολίες, που αντιμετώπισε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ήτοι η πολύωρη παροχή εργασίας και η αυξημένη θερμοκρασία στο γκαράζ του πλοίου κατά την εκφόρτωση είναι συνηθισμένες, δικαιολογημένες και αναμενόμενες λόγω του θέρους και της αυξημένης επιβατικής κίνησης, ενώ δεν ήταν χρονικά παρατεταμένες, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το χρονικό διάστημα της φόρτωσης – εκφόρτωσης διήρκησε από ώρα 11.20 π.μ. έως ώρα 12.00. Όσα δε κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης, ως προς τις συνθήκες εργασίας του θανόντος, κρίνονται ως μη πειστικά, διότι ως επί το πλείστον αποτελούν μεταφορά των διηγήσεων των εναγουσών στον ίδιο ή συζητήσεις, που έκανε ο ίδιος μαζί του στο παρελθόν. Επομένως, ο θάνατος του συγγενούς των εναγουσών δεν αποτελεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εργατικό ατύχημα, διότι δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε κάποιο απρόβλεπτο και αιφνίδιο γεγονός, ως τέτοιου νοούμενου του πιεστικού εργασιακού περιβάλλοντος. Επιπλέον, ουδεμία αμελής και παράνομη εργοδοτική συμπεριφορά της εναγομένης ή των προστηθέντων από αυτή προσώπων συνέτρεξε, δυνάμενη αιτιωδώς να προκαλέσει τον θάνατο του συγγενούς των εναγουσών, διότι αυτή (εναγόμενη) δεν παρέβη το γενικότερο καθήκον πρόνοιας για την εξασφάλιση συνθηκών προστασίας της υγείας των εργαζομένων της. Ουδεμία δε υπαιτιότητα την βαρύνει για τον πρόσθετο λόγο ότι, όπως ιστορείται και στο αγωγικό δικόγραφο, ο πλοίαρχος δεν ήταν ενήμερος για την κατάσταση της υγείας του ναυτικού, ώστε ν’ αξιώνεται απ’ αυτόν η τήρηση των κανόνων του άρθρου 10 του β.δ. 683/1960, ενώ οι λοιποί ναυτικοί, προστηθέντες της εναγόμενης, οι οποίοι πληροφορήθηκαν από τον ίδιο τον συνάδελφό τους το πρόβλημα της υγείας του, δεν είχαν τις ενδείξεις, ώστε να το εκτιμήσουν ως χρήζον άμεσης ιατρικής περίθαλψης, αφού αμφότεροι οι ενόρκως εξετασθέντες μάρτυρες κάνουν λόγο για “αδιαθεσία” και “ατονία” και για καθησυχαστική συμπεριφορά εκ μέρους και του ίδιου του ασθενούς, ο οποίος δεν θεωρούσε ότι πάσχει από κάτι σοβαρό, τα δε κατατεθέντα εκ μέρους του μάρτυρα απόδειξης περί “πόνου στο στήθος” και απώλειας των αισθήσεων έξωθεν του Τ.υ” νοσοκομείου κρίνονται αβάσιμα, διότι διαψεύδονται από την ένορκη βεβαίωση του ίδιου του μάρτυρα, που τον συνόδευσε, ο οποίος ουδόλως κάνει λόγο περί τούτων. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν οι ναυτικοί, προστηθέντες της εναγόμενης, δεν εκτίμησαν ορθά το πρόβλημα υγείας του συγγενούς των εναγουσών, ως προς τη σοβαρότητά του ή δεν ειδοποίησαν τους ανωτέρους τους, του κατέστησαν προσιτή την αρμόζουσα ιατρική περίθαλψη και, μάλιστα, στον ενδεδειγμένο χρόνο, αφού τον μετέφεραν στην Γενική κλινική Ι.” και από εκεί, ακολουθώντας τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών, σε δημόσιο εφημερεύον νοσοκομείο, ώστε από ώρα 14.30 μ.μ., οπότε αυτός διαμαρτυρήθηκε για τα πρώτα συμπτώματα, εντός της πρώτης μιάμισης ώρας, είχε ήδη εισαχθεί στο Τ.” νοσοκομείο περί ώρα 16.00 μ.μ., ώστε οι ενέργειές τους ουδόλως επέτειναν την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του. Ενόψει των ανωτέρω η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς την επικουρική της βάση και να καταδικαστούν οι ενάγουσες, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγουσών τη δικαστική δαπάνη της εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500,00€) για την πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των εννέα χιλιάδων ευρώ (9.000,00€) για τη δεύτερη ενάγουσα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στις Σεπτεμβρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ