Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης

1804/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————

            ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Τσέλιου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Ελένη Χαριτοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 9 Ιουνίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ…, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ελένης Κοντοσέα (Α.Μ. Δ.Σ.Π. 1439).

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με Α.Φ.Μ. … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Παρασκευά Ζουρντού (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 28130).

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.12.2019 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, στις 27.12.2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 11937/2019 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 6028/2019, προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 18ης.2.2020 και κατόπιν αναβολής στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εγγράφηκε στο οικείο πινάκιο, απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων, ναυτικός του Εμπορικού Ναυτικού, ισχυρίζεται ότι με διαδοχικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, που κατήρτισε με την εναγόμενη ναυτιλιακή εταιρεία, προσλήφθηκε για αόριστο χρόνο και ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό … κόρων ολικής χωρητικότητας 30.882, πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την ειδικότητα του ναύτη, αντί μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι, ειδικότερα, ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στις 6.10.2017 και υπηρέτησε έως τις 8.2.2018, οπότε η σύμβαση λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου στο λιμάνι του Πειραιά, ακολούθως, ναυτολογήθηκε στις 5.3.2018 στο λιμάνι του Περάματος και υπηρέτησε έως τις 12.7.2018, οπότε η σύμβαση λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» στο λιμάνι της Νάπολης, στη συνέχεια, ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Νάπολης στις 31.8.2018 κι εργάστηκε έως τις 21.2.2019, οπότε η σύμβαση λύθηκε στο ίδιο λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει» του ιδίου και του Πλοιάρχου και ότι, τέλος, ναυτολογήθηκε στις 30.5.2019 στο λιμάνι της Νάπολης και προσέφερε τις υπηρεσίες του έως τις 12.12.2019, οπότε η σύμβαση λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου στο λιμάνι της Νάπολης. Ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο εκτέλεσε τα δρομολόγια, που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή, πλην του χρονικού διαστήματος από 6.2.2018 έως 4.4.2018, οπότε διέκοψε τα δρομολόγια και βρισκόταν στο Πέραμα για δεξαμενισμό. Ότι κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ναυτολόγησής του του είχαν ανατεθεί τα καθήκοντα ημερεργάτη (dayman), ενώ για ολιγοήμερα διαστήματα του είχαν ανατεθεί καθήκοντα ναύτη βάρδιας. Ότι ως ημερεργάτης εργαζόταν καθημερινά από ώρα 8.00 π.μ. έως ώρα 20.00 μ.μ. σε εργασίες συντηρήσεως και καθαριότητας, απόπλου και κατάπλου, φόρτωσης, εκφόρτωσης, έχμασης και ασφαλούς πρόσδεσης των οχημάτων όλες τις ώρες είτε εντός του ωραρίου του είτε πριν την έναρξή του ή μετά τη λήξη του. Ότι ως ναύτης βάρδιας εκτελούσε δύο φυλακές ανά 24ωρο κι ενώ η κάθε βάρδια θα έπρεπε να διαρκεί επί 4 ώρες, στην πραγματικότητα παρατεινόταν επί δύο ή τέσσερις ώρες, γιατί έπρεπε να συμμετέχει στις εργασίες κατάπλου, απόπλου, φόρτωσης, εκφόρτωσης, έχμασης και ασφαλούς πρόσδεσης των οχημάτων στο γκαράζ. Ότι όταν το πλοίο είχε ώρα αναχώρησης στις 19.00 μ.μ. ή 19.30 μ.μ. η φόρτωση ξεκινούσε από τις 14.00 μ.μ., ενώ όταν είχε άμεση αναχώρηση, η εκφόρτωση και στη συνέχεια η φόρτωση γινόταν χωρίς διακοπή. Ότι τις Κυριακές, όταν δεν αναχωρούσαν αυθημερόν, εκτελούσε εργασίες συντήρησης και καθαριότητας τουλάχιστον επί 4 ώρες. Ότι ενόψει των ανωτέρω εργαζόταν κατ’ ελάχιστο όριο επί 12 ώρες καθημερινά αλλά η αντίδικός του του κατέβαλε αμοιβή μόνο για οκτώ (8) ώρες, ώστε δικαιούται υπερωριακής αμοιβής για εργασία επί 12 ώρες για 36 Σάββατα και 12 αργίες το έτος 2018 το ποσό των 1.187,29€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 5.333,76€ και έλαβε το ποσό των 4.146,47€ και για εργασία επί 12 ώρες επί 34 Σάββατα και 7 αργίες το έτος 2019 το ποσό των 1.197,21€, δεδομένου ότι δικαιούτο το ποσό των 4.649,40€ και έλαβε το ποσό των 3.452,19€ και, συνολικά, το ποσό των 2.384,50€. Ότι η εναγόμενη δεν του κατέβαλε το ειδικό επίδομα για τη φθορά ιματισμού, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των 50,95€ για το έτος 2018 και στο ποσό των 51,97€ για το έτος 2019 και, συνολικά, για τα επίδικα χρονικά διαστήματα στο ποσό των 867,68€. Ότι, επίσης, θα έπρεπε να λαμβάνει αμοιβή για τη συμμετοχή του στις εργασίες φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης και εκφόρτωσης των ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης επιβατηγών και φορτηγών αυτοκινήτων, στις οποίες συμμετείχαν 11 άτομα και ανέρχεται στο ποσό των 5.986,41€ για το έτος 2018 και στο ποσό των 6.533,17€ για το έτος 2019, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην αγωγή. Ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεως το νόμιμο εδεσματολόγιο δεν τηρείτο ούτε ως προς την ποσότητα ούτε ως προς το είδος και την ποιότητα των τροφίμων, ώστε να αναγκάζεται να προμηθεύεται με δικά του χρήματα τα αναγκαία για τη διατροφή του, ώστε η εναγόμενη υποχρεούται να του καταβάλει ως αντίτιμο τροφής το ποσό των 8.873,42€. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενος τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης υπό την ιδιότητά της ως πλοιοκτήτριας του επίδικου πλοίου, ζητεί να υποχρεωθεί αυτή να του καταβάλει το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων σαράντα πέντε ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (24.645,18€) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικαστεί η αντίδικός του στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1α’, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 33 ΚΠολΔ), για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ, 82 Κ.Ι.Ν.Δ). Είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της (άρθρο 216 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ορισμένο αίτημα και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 53, 54, 60, 84 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, 1, 2, 3, 5 παρ. 1 και 11β’, 8 παρ. 2, 13, 20, 21 παρ. 1, 2 περ. β’, δ’, ε’, στ’, 28 παρ. 1, 2, 3, 4 και 6, 42 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.10/81307/2.11.2018) και 2019 (Υ.Α. 2242.5-1.10/56166/24.7.2019), 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα, κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ), έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ… ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με το από 12.6.2020 ηλεκτρονικό παράβολο πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον, που δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και περιελήφθη όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες, που θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σύμβασης, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη προς καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων, οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία, για την οποία και κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Αυτό ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν, κατ’ αποκοπή, το ποσό της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, διότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του Ν.Δ. 4020/1959, η οποία προβλέπει ακυρότητα της σύμβασης κάλυψης των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στη χερσαία εργασία, δεν εφαρμόζεται στην πάγια, κατ’ αποκοπή, αμοιβή υπερωριών, που προβλέπουν οι Σ.Σ.Ν.Ε για μερικές ειδικότητες ναυτικών, η οποία, μάλιστα, φέρει το χαρακτήρα όχι αποζημίωσης αλλά πρόσθετης αμοιβής (ΑΠ 943/1988 ΕΝΔ 1990.99, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, Ι. Κοροτζή, “Ναυτικό Δίκαιο”, τόμος Α’, σελ. 326 επ., ιδίου, “Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο”, σελ. 153 επ.). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ε. μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 15.260, ΕφΠειρ 179/1986 ΕΝΔ 15.168). Το ως άνω «επιμίσθιο» μπορεί, όμως, να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106). Άλλως, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας, έτσι, μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 16.114, ΕφΠειρ 500/2011, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39). Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει, όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως “κλειστός” μισθός (ΕφΠειρ 213/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων διατείνεται ότι κατέβαλε στον αντίδικό της, πλέον των νομίμων αποδοχών και επιδομάτων, έκτακτη αμοιβή (“επιμίσθιο”) σαν αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, η οποία ανήλθε στο συνολικό ποσό των 2.253,56€ για τα έτη 2018 και 2019, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα επιμέρους κονδύλια και η οποία πρέπει να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις για πρόσθετη αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, βάσει της συμφωνίας τους, που περιέχεται σε συμπληρωματικό όρο των μεταξύ τους συναφθεισών συμβάσεων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ορισμένος και νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής (ΑΠ 417/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, με το δικόγραφο των προτάσεων, διατείνεται ότι έχει εξοφλήσει τις απαιτήσεις του ενάγοντος, που αφορούν την αμοιβή του για φορτοεκφόρτωση οχημάτων, διότι έλαβε για την ανωτέρω αιτία ως «bonus» του χρονικού διαστήματος Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2018 το ποσό των 2.636,79€ και για το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2018 έως τον Δεκέμβριο του 2019 ως «έκτακτες αμοιβές» το συνολικό ποσό των 4.521,97€ και, ομοίως, έχει εξοφλήσει την αξίωση για αντίτιμο τροφής, καθώς στο πλοίο κατά την πραγματοποίηση δρομολογίων προσφέρονταν τρία (3) γεύματα την ημέρα, ενώ κατά το χρονικό διάστημα, που το πλοίο είχε διακόψει τα δρομολόγιά του, για να υποβληθεί σε δεξαμενισμό, του καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 548,52€. Ο ισχυρισμός με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι νόμιμος, ερειδόμενος στην ανωτέρω αναφερθείσα διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Εξ ετέρου, στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος αλλά και στην περίπτωση, που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον, που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος επιφέρει ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ 2011.895, ΑΠ 91/2011 ΝοΒ 2011.1524, ΑΠ 263/2007 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 960/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 823/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 812/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 9/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγόμενη διατείνεται ότι η άσκηση της κρινόμενης αγωγής είναι καταχρηστική, ως αντιτιθέμενη στις αρχές της καλής πίστης, διότι, κατά την πολυετή εργασιακή τους σχέση, ο ενάγων ουδέποτε παραπονέθηκε ή διεκδίκησε επιπλέον αμοιβή, ενώ υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας, καθώς και τις μηνιαίες καταστάσεις υπερωριακής απασχόλησης, συμπεριφορά, που της δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τις αξιώσεις του, ενώ το αιτούμενο από τον ίδιο ποσό είναι υψηλό και της δημιουργεί μεγάλο βάρος, ενόψει και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι και αληθής υποτιθέμενος, δεν δύναται να θεμελιώσει την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, κατά την έννοια, που εκτέθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη. Ειδικότερα, μόνη η ανυπαρξία διαμαρτυρίας εκ μέρους του ενάγοντος δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της προκείμενης αγωγής, η δε υπογραφή εκ μέρους του των μισθοδοτικών εξοφλητικών αποδείξεων και των μηνιαίων καταστάσεων υπερωριών είναι άνευ νομίμου επιρροής, σύμφωνα και με τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία   συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 ν. 4020/1959, βάσει της οποίας κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 647/2014 ΤΝΠ Νόμος).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που νομότυπα εξετάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, για κάποια εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω ειδικότερη μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και, ιδίως, της υπ’ αριθ… ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο ενάγων και ελήφθη κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς…) και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ναυτικός, απογεγραμμένος το έτος 1998 και κατέχει την υπ’ αριθ. … Δυνάμει της από 7.10.2017 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, πλοιοκτήτριας του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου κόρων ολικής χωρητικότητας 16.979,11, προσλήφθηκε για να εργαστεί στο ανωτέρω πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, έναντι μηνιαίου μισθού 2.756,47€ και υπό τους όρους της εκάστοτε ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Τουριστικών Μεσογειακών Πλοίων. Σε εκπλήρωση της ανωτέρω σύμβασης ο ενάγων είχε ήδη ναυτολογηθεί από τις 6-10-2017 στο λιμάνι του Πειραιά και εργάσθηκε έως τις 8.2.2018, οπότε η σύμβαση λύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου, παρόλο που χρόνος λήξης της είχε ορισθεί η 7η.1.2018. Ακολούθως, συνήφθη μεταξύ των μερών στον Πειραιά η από 5.3.2018 σύμβαση ναυτολόγησης ορισμένου χρόνου με ημερομηνία λήξης αυτής την 1η.11.2018, βάσει της οποίας ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο αυθημερόν, για να εργασθεί με την ίδια ειδικότητα, έναντι μηνιαίων αποδοχών 2.302,27€ και απασχολήθηκε έως τις 12.7.2018, οπότε λύθηκε η σύμβασή του στο λιμάνι της Νάπολης «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου. Στη συνέχεια, ναυτολογήθηκε δυνάμει προφορικής σύμβασης εργασίας συναφθείσας στη Νάπολη της Ιταλίας στις 31.8.2018, προκειμένου να εργασθεί στο ως άνω πλοίο με την προαναφερθείσα ειδικότητα και απασχολήθηκε έως τις 21.2.2019, οπότε η σύμβασή του λύθηκε στο ίδιο λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει». Τέλος, με την από 30.5.2019 σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ της ενάγοντος και της εναγομένης, ο πρώτος προσλήφθηκε για να εργασθεί στο προαναφερθέν πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, έναντι «κλειστού» μηνιαίου μικτού μισθού ύψους 3.329,50€, του βασικού μισθού οριζόμενου από την εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, στην οποία υπάγεται το πλοίο, δυνάμει της οποίας ναυτολογήθηκε στο λιμάνι της Νάπολης στις 30.5.2019 και απασχολήθηκε έως τις 12.12.2019, οπότε η σύμβαση λύθηκε στο ίδιο λιμάνι «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου. Εξάλλου, κατά τα επίδικα χρονικά τα δρομολόγια του πλοίου είχαν διαμορφωθεί ως εξής: I) από 1.1.2018 έως 5.2.2018 πραγματοποιούσε δρομολόγια από το λιμάνι Τσιβιταβέτσια της Ιταλίας προς το λιμάνι Τέρμινι και από το Παλέρμο προς το Λα Γκουλέτ της Τυνησίας. Συγκεκριμένα, κάθε Τρίτη αναχωρούσε από το λιμάνι Τσιβιταβέτσια περί ώρα 9.10 π.μ., έφθανε στο Τέρμινι περί ώρα 23.00 μ.μ., αναχωρούσε περί ώρα 02.30 π.μ. της ημέρας της Τετάρτης για Τσιβιταβέτσια, όπου έφθανε περί ώρα 16.30 μ.μ. Την Πέμπτη απέπλεε από το λιμάνι Τσιβιταβέτσια περί ώρα 9.10 π.μ., κατέπλεε στο Τέρμινι περί ώρα 23.00 μ.μ., αναχωρούσε περί ώρα 02.30 π.μ. της Παρασκευής για το λιμάνι Τσιβιταβέτσια, όπου έφθανε περί ώρα 16.30 μ.μ., αναχωρούσε περί ώρα 19.10 μ.μ. για το λιμάνι του Παλέρμο, όπου έφθανε περί ώρα 08.30 π.μ. της ημέρας του Σαββάτου και αναχωρούσε περί ώρα 12.05 για το λιμάνι Λα Γκουλέτ της Τυνησίας, όπου κατέπλεε περί ώρα 22.00 μ.μ. της ίδιας ημέρας. Από εκεί απέπλεε περί ώρα 02.25 π.μ. της Κυριακής με προορισμό το Παλέρμο, όπου έφθανε περί ώρα 13.00 μ.μ. και αναχωρούσε περί ώρα 18.00 μ.μ. για το λιμάνι Τσιβιταβέτσια, όπου έφθανε περί ώρα 07.00 π.μ. της ημέρας της Δευτέρας. Κατά το χρονικό διάστημα από 6.2.2018 έως 4.4.2018 το πλοίο δεν πραγματοποιούσε δρομολόγια αλλά ήταν ελλιμενισμένο στο Πέραμα Αττικής προς δεξαμενισμό. Περαιτέρω, από 5.4.2018 έως 12.7.2018, από 12.9.2018 έως 21.2.2019, από 30.5.2019 έως 16.7.2019 και από 16.9.2019 έως 12.12.2019 ξεκίνησε δρομολόγια από Κάλιαρι, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 19.00 μ.μ., αφικνείτο στο λιμάνι της Νάπολης περί ώρα 09.30 π.μ. της επόμενης ημέρας, πλην της ημέρας του Σαββάτου, οπότε αφικνείτο στο λιμάνι του Παλέρμο περί ώρα 08.30 π.μ. και αναχωρούσε περί ώρα 19.30 μ.μ. κι έφθανε στο Κάλιαρι την ημέρα της Κυριακής περί ώρα 08.30 π.μ. Τέλος, τα χρονικά διαστήματα από 31.8.2018 μέχρι 11.9.2018 και από 17.7.2019 μέχρι 15.9.2019 αναχωρούσε από το Κάλιαρι περί ώρα 19.00 μ.μ. της Δευτέρας, αφικνείτο στο λιμάνι της Νάπολης περί ώρα 09.30 π.μ. της Τρίτης, απέπλεε εκ νέου περί ώρα 18.00 μ.μ. κι επέστρεφε στο Κάλιαρι περί ώρα 08.00 π.μ. της Τετάρτης, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 10.30 π.μ. και κατέπλεε στο Παλέρμο περί ώρα 22.30 μ.μ., αναχωρούσε περί ώρα 23.59 μ.μ. κι έφθανε στο Κάλιαρι περί ώρα 12.00 της Πέμπτης, εν συνεχεία, απέπλεε περί ώρα 19.00 μ.μ. και αφικνείτο στη Νάπολη περί ώρα 09.30 π.μ. της Παρασκευής, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 19.00 μ.μ., έφθανε στο Κάλιαρι περί ώρα 09.30 π.μ. του Σαββάτου, απέπλεε περί ώρα 19.30 μ.μ., αφικνείτο στο Παλέρμο περί ώρα 08.30 π.μ. της Κυριακής, απ’ όπου αναχωρούσε περί ώρα 19.30 μ.μ. και κατέπλεε στο Κάλιαρι περί ώρα 08.30 π.μ. της Δευτέρας. Περαιτέρω, σύμφωνα με την οργανική σύνθεση του πλοίου απασχολούνταν σε αυτό 9 ναύτες. O ενάγων εργαζόταν κατά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ως ημερεργάτης (dayman), οπότε εργαζόταν από ώρα 08.00 π.μ. έως ώρα 20.00 μ.μ., ενώ όταν εκτελούσε χρέη ναύτη βάρδιας, πραγματοποιούσε δύο βάρδιες ανά 24ωρο, οι οποίες, σύμφωνα με τον προγραμματισμό έπρεπε να είναι 4ωρες, ωστόσο διαρκούσαν επί 6 ώρες, καθώς είτε ξεκινούσαν δύο ώρες νωρίτερα είτε τερμάτιζαν δύο ώρες αργότερα. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του εκτελούσε εργασίες καθαριότητας και συντήρησης, όπως αποσκωριάσεις, βαψίματα και μικροεπισκευές, οι οποίες, μάλιστα, ήταν πολλές, ενόψει του ότι το πλοίο ήταν μεγάλο και παλαιό, ενώ, επίσης, συμμετείχε στις εργασίες απόπλου και κατάπλου, φόρτωσης και εκφόρτωσης των οχημάτων ανεξαρτήτως αν η προσέγγιση στο εκάστοτε λιμάνι γινόταν εντός ή εκτός του ωραρίου εργασίας του. Ιδίως στα λιμάνια της Νάπολης και του Παλέρμο, όπου δεν υπήρχε αρκετός χώρος στο λιμάνι, για να σταθμεύσουν τα φορτηγά, η εργασία του ήταν πολύωρη, διότι η εκφόρτωση καθυστερούσε και αμέσως μετά ξεκινούσε η φόρτωση για το επόμενο δρομολόγιο. Τέλος, τις Κυριακές, που το πλοίο έφθανε στο Κάλιαρι το πρωί και αναχωρούσε την επόμενη ημέρα, οι ημερεργάτες και οι ναύτες βάρδιας προέβαιναν σε γενικό πλύσιμο του γκαράζ και τη Δευτέρα το πρωί έκαναν αποσκωριάσεις έως το μεσημέρι που ξεκινούσε η φόρτωση. Με βάση τα ανωτέρω, ιδίως: α) των συνθηκών και περιστάσεων, που επικρατούσαν στο ένδικο πλοίο, το οποίο ήταν δρομολογημένο στις ως άνω ακτοπλοϊκές γραμμές, β) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντος, κατέστη αναγκαίο προς εξυπηρέτηση των αναγκών, που δημιουργούντο από τις ως άνω συνθήκες λειτουργίας του πλοίου και στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων της ειδικότητάς του, τούτος να εργαστεί υπερωριακώς, κατά μέσο όρο, επί τέσσερις (4) ώρες ημερησίως τόσο τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα δε Σάββατα επί δώδεκα (12) ώρες, ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην εφαρμοζόμενη Σ.Σ.Ν.Ε., η εργασία του Σαββάτου θεωρείται στο σύνολό της ως υπερωριακή απασχόληση. Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι οι ανωτέρω ώρες εργασίας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, διότι το πλοίο προσέγγιζε μόνο ένα λιμάνι είναι αναληθής σύμφωνα και με τα προαναφερθέντα δρομολόγια και μη πειστικός λόγω του πλήθους των εργασιών, που έπρεπε να διεκπεραιώσει ο ενάγων. Εξάλλου, το γεγονός, ότι το πλοίο κατά τα ως άνω χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την πραγματοποιούμενη υπερωριακή εργασία, δεδομένου, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλειά του κατά τη διάρκεια των πλόων και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 1/2003 αδημ.). Περαιτέρω, το γεγονός ότι στο πλοίο τηρούντο μηνιαίες καταστάσεις υπερωριών, που υπέγραφε ο ενάγων, στις οποίες αναγράφονται λιγότερες ώρες υπερωριακής εργασίας του αφενός δεν συνιστά παραίτηση από το δικαίωμά του να διεκδικήσει την αμοιβή του για την υπερωριακή του απασχόληση, όπως ήδη αναφέρθηκε και αφετέρου δεν αποκλείει την απόδειξη εκ μέρους του με άλλα αποδεικτικά μέσα των πραγματικών ωρών εργασίας του (ΕφΠειρ 778/2001). Εξ ετέρου, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των προαναφερθεισών συμβάσεων, μεταξύ των μερών είχε συμφωνηθεί η καταβολή “κλειστού” μισθού, ενώ ο πρώτος συμπληρωματικός όρος της από 30.5.2019 σύμβασης είχε το ακόλουθο περιεχόμενο: “Κάθε ποσό, που καταβάλει η εταιρεία στον ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές, μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρείας σχετικές με την παρούσα σύμβαση…”. Από τον προαναφερθέντα όρο, ερμηνευόμενο, σύμφωνα με την προεκτεθείσα μείζονα σκέψη, όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (άρθρα 173, 200 ΑΚ), με βάση την αληθινή βούληση των μερών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε η καταβολή «κλειστού» μισθού, δηλαδή ενός παγίου μηνιαίου ανταλλάγματος της εργασίας του ενάγοντος, το οποίο θα κάλυπτε το σύνολο των παροχών, που δικαιούτο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από την οικεία ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, μεταξύ των οποίων και οι αμοιβές του για υπερωρίες καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών και επιδόματα εορτών, εφόσον οι συνολικές νόμιμες μηνιαίες αποδοχές του δεν ήταν μεγαλύτερες από τον ως άνω «κλειστό» μισθό, που συμφωνήθηκε. Όμως, κρίνεται ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού του ποσού, που αναφέρεται στον ανωτέρω όρο της σύμβασης με την δικαιούμενη από αυτόν υπερωριακή αμοιβή, αφενός διότι δεν προέκυψε ότι συμφωνήθηκε και στις προηγούμενες από 7.10.2017 και από 5.3.2018 ένδικες συμβάσεις αλλά και στην προφορικώς συναφθείσα σύμβαση και αφετέρου, διότι ο εν λόγω όρος, ερμηνευόμενος, κατά τα άρθρα 173, 200 ΑΚ, δεν επιτρέπει τον συμψηφισμό του ως άνω ποσού, εφόσον δεν προσδιορίστηκαν ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές, οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς τον ενάγοντα. Η αόριστη διατύπωση της ανωτέρω συμφωνίας δεν δύναται να θεμελιώσει συμβατικό συμψηφισμό των από την εναγόμενη εξ ελευθεριότητας χορηγούμενων προς τον αντίδικό της ποσών προς την οφειλόμενη από την πρώτη προς τον δεύτερο αμοιβή για υπερωριακή εργασία, ιδίως ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι τα καταβληθέντα ποσά ως “επίδομα εταιρείας” καταβλήθηκαν πράγματι ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, της δραστηριότητας και του ζήλου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, η ένσταση περί συμψηφισμού του ποσού των 2.253,56€ πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ενόψει των ανωτέρω και δεδομένου ότι, βάσει της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων του έτους 2018, ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 2.898,95€, αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 2) ποσού 1.068,04€, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 487,5€ (= 16,25€ x 30 ημέρες), επίδομα Κυριακής (άρθρο 5 παρ. 1) ποσού 234,97€, επίδομα ιματισμού (άρθρο 5 παρ. 11) ποσού 50,95€, επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας ποσού 21,66€, αποδοχές αδείας (άρθρο 8 παρ. 2) ποσού 406,9€ (1.068,04€ + 234,97€ + 487,5€/22 x 5), μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου ποσού 481,14€ (= 52 Σάββατα/12 μήνες = 3 ώρες x 12 ώρες x 9,26€) και μέσο όρο αμοιβής αργιών ποσού 147,79€ (= 16 αργίες/12 μήνες x 12 ώρες x 9,26€), τούτος δικαιούται για την επίδικη χρονική περίοδο από 1.1.2018 έως 5.2.2018, από 5.4.2018 έως 12.7.2018 και από 31.8.2018 έως 31.12.2018: Α) αμοιβή για την εργασία του την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες της ανωτέρω περιόδου το ποσό των 1.187,29€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 5.333,76€ [= 48 ημέρες (= 36 Σάββατα + 12 αργίες) x 12 ώρες x 9,26€ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%)] και είχε λάβει το ποσό των 4.146,47€, όπως συνομολογεί, B) επίδομα φθοράς ιματισμού ποσού 426,19€ [= 407,6€ (= 50,95€ x 8 μήνες) + 18,59€ (= 50,95€/30 x 11 ημέρες)], Γ) αντίτιμο τροφής ποσού 3.540,87€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 4.078,75€ [= 3.900,00€ (= 487,5€ x 8 μήνες) + 178,75€ (= 16,25€ x 11 ημέρες) και είχε εισπράξει το συνολικό ποσό των 537,88€ (= 19,21€ + 518,67€), Δ) πρόσθετη αμοιβή για φόρτωση, ευθέτηση, έχμαση, απέχμαση κι εκφόρτωση οχημάτων ποσού 1.807,9€ {= 20.338,9 [= 19.598,00€ (= 23.900 Ι.Χ. x 0,82) + 740,9€ (= 1.195 δίκυκλα x 0,62)] – 4.067,77€ (= 20.338,9€/11 + 10% x 2)/9}, βάσει των όσων κατέθεσε ο ενόρκως εξετασθείς μάρτυρας ότι σε κάθε ταξίδι μεταφέρονταν 100 επιβατηγά οχήματα και 5 δίκυκλα. Περαιτέρω, βάσει της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών και Τουριστικών Πλοίων του έτους 2019, ο νόμιμος μισθός του ενάγοντος ανερχόταν στο ποσό των 2.957,47€, αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 2) ποσού 1.089,40€, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 497,4€ (= 16,58€ x 30 ημέρες), επίδομα Κυριακής (άρθρο 5) ποσού 239,67€, επίδομα ιματισμού (άρθρο 5 παρ. 11) ποσού 51,97€, επίδομα βαρειάς και ανθυγιεινής εργασίας ποσού 22,09€, αποδοχές αδείας (άρθρο 8 παρ. 2) ποσού 415,1€ (= 1.089,40€ + 239,67€+ 497,4€/22 x 5), μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου ποσού 491,02€ (= 52 Σάββατα/12 μήνες = 4,33 ώρες x 12 ώρες x 9,45€) και μέσο όρο αμοιβής αργιών ποσού 150,82€ (= 16 αργίες/12 μήνες x 12 ώρες x 9,45€), τούτος δικαιούται για την επίδικη χρονική περίοδο από 1.1.2019 έως 21.2.2019 και από 30.5.2019 έως 12.12.2019: Ε) αμοιβή για την εργασία του την ημέρα του Σαββάτου και τις αργίες της ανωτέρω περιόδου ποσού 1.127,2€, ενόψει του ότι δικαιούτο το ποσό των 4.649,4€ [= 41 ημέρες (= 34 Σάββατα + 7 αργίες) x 12 ώρες x 9,45€ (προσαυξημένο ωρομίσθιο κατά 50%)] και είχε λάβει το ποσό των 3.522,2€, ΣΤ) επίδομα φθοράς ιματισμού ποσού 420,48€ [= 415,76€ = 51,97€ x 8 μήνες) + 4,72€ (= 51,97€/30 x 2 ημερών)], Ζ) αντίτιμο τροφής ποσού 4.012,36 [= 3.979,2€ (= 16,58€ x 30 ημέρες = 497,4€ x 8 μήνες) + 33,16€ (= 16,58€ x 2 ημέρες)], Η) πρόσθετη αμοιβή φόρτωσης, ευθέτησης, έχμασης, απέχμασης κι εκφόρτωσης ποσού 1.834,2€ {= 20.634,81€ [= 19.138,56€ (= 22.784 Ι.Χ. x 0,84) + 1.496,25€ (= 2.375 δίκυκλα x 0,63)] – 4.126,94€ (= 20.634,81€/11 + 10% x 2)/ 9}, που υπολογίζεται βάσει των μηνιαίων αναφορών πλοιάρχου, που προσκόμισε η εναγόμενη. Σημειωτέον ότι δεν επιδικάζεται πρόσθετη αμοιβή για την φόρτωση, ευθέτηση, έχμαση, απέχμαση κι εκφόρτωση των φορτηγών οχημάτων, διότι, όπως αποδείχθηκε, στις εν λόγω εργασίες προέβαιναν αποκλειστικά ιταλοί λιμενεργάτες, οι οποίοι πραγματοποιούσαν ακόμα και τις εργασίες ευθέτησης και έχμασης και απέχμασης των οχημάτων εντός του γκαράζ του πλοίου υπό τις οδηγίες του ύπαρχου, ο οποίος ρητά προς τούτο κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου. Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό περί εξόφλησης του εν λόγω κονδυλίου με την καταβολή χρημάτων, που στους μισθοδοτικούς λογαριασμούς αναγράφονται άλλοτε ως «bonus» και άλλοτε ως «έκτακτες αμοιβές», αυτός τυγχάνει απορριπτέος, διότι δεν αποδείχθηκε από αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά πράγματι καταβλήθηκαν για τη συγκεκριμένη αιτία, ιδίως ενόψει του ότι σε πλήθος μισθοδοτικών λογαριασμών το πεδίο «έχμαση οχημάτων» είναι μηδενικό. Επισημαίνεται επίσης, ότι επιδικάζεται τόσο το κονδύλιο περί αντιτίμου τροφής όσο και περί επιδόματος φθοράς του ιματισμού, διότι το πρώτο αποτελεί μέρος των παγίων και σταθερών αποδοχών του ναυτικού, ανεξαρτήτως αν παρέχεται σε χρήμα ή αυτούσια (ΕφΠειρ 48/2021 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 231/2013 ΕΝΔ 2013.220), ενώ το δεύτερο καταβάλλεται δυνάμει του άρθρου 5 παρ. 11 της εφαρμοζόμενης Σ.Σ.Ν.Ε. ανεξαρτήτως αν παρέχεται ο κατάλληλος ιματισμός από την εταιρεία. Ενόψει των ανωτέρω γενομένης εν μέρει δεκτής της ένστασης εξόφλησης ως ουσιαστικά βάσιμης, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξι ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (14.356,49€ = 1.187,29€ + 426,19€ + 3.540,87€ + 1.807,9€ + 1.127,2€ + 420,48€ + 4.012,36€ +
1.834,2€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, λόγω της φύσης των επίδικων αξιώσεων, ως ερειδόμενων σε εξαρτημένη σύμβαση εργασίας και, επιπλέον, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει στον ενάγοντα σημαντική ζημία, διότι είναι μισθοσυντήρητος (άρθρα 907, 908 παρ. 1, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος βαρύνουν την εναγόμενη, κατά το λόγο της ήττας της (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων πενήντα έξι ευρώ και σαράντα εννέα λεπτών (14.356,49€), με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000,00€).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00€).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ