Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης

1805/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

—————-

            ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή, Αικατερίνη Τσέλιου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα, Ευδοκία Καραμουζάρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 7 Ιουλίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Βασιλείου Τσιαντή, με ….

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Στυλιανού Τσολάκου, με …

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 13.12.2019 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 13.12.2019, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 11426/2019 και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης 5733/2019, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 13ης.2.2020, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 30ης.3.2020, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της λήψης έκτακτων μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού. Ήδη, με την υπ’ αριθ. 3143/2020 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου η ανωτέρω αγωγή προσδιορίσθηκε οίκοθεν προς συζήτηση στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία εγγράφηκε στο πινάκιο απ’ όπου εκφωνήθηκε στη σειρά της. +Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Στο άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ.Α. 182), ορίζεται ότι: “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι “συλλογικοί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφόσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος των (ΑΠ 1267/1987 ΕΕΝ/1988 673, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.429). ΙΙ. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 72 ΚΙΝΔ ορίζει ότι: «…Η σύμβασις ναυτολογήσεως δύναται κατά πάντα χρόνον να λυθή δια καταγγελίας υπό του πλοιάρχου, μη υποχρεουμένου, όπως τηρήση προθεσμίαν καταγγελίας», η δε διάταξη του άρθρου 75 παρ. 3 του ιδίου Κώδικα ότι: «…Εις την περίπτωσιν καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρον 72 ο ναυτικός δικαιούται εις αποζημίωσιν, εκτός εάν η καταγγελία δικαιολογήται εκ παραπτώματος αυτού» και, τέλος, η διάταξη του άρθρου 76 του ιδίου Κώδικα προβλέπει ότι: «…Η κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου αποζημίωσις συνίσταται εις ποσόν ίσον προς τον μισθόν δέκα πέντε ημερών…». Τα ανωτέρω ισχύουν είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρηθεί προθεσμία ούτε να γίνει επίκληση λόγου, που να δικαιολογεί στην ορισμένου χρόνου σύμβαση την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο δικαιούται να λάβει μόνο την αποζημίωση των άρθρων 75 παρ. 2 και 76 ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμά του. Στη σύμβαση ναυτολογήσεως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 656 επ., 672 του Α.Κ. και εκείνες του Ν. 2112/1920, όπως ο τελευταίος τροποποιήθηκε (ΕφΠειρ 539/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 143/2011 ΕΝΔ 2012.30, ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝΔ 2010.405, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝΔ 2005.92). Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται με βάση τις τακτικές μηνιαίες αποδοχές κατά τον τελευταίο μήνα, που καταβάλλονται υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Στις αποδοχές αυτές συνυπολογίζεται το αντίτιμο τροφής, η αποζημίωση αδείας, καθώς και η αμοιβή για υπερωριακή εργασία, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικώς (Δ. Καμβύση: «Ναυτεργατικό Δίκαιο», έκδοση 1994, σελ. 355, ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 2004.114, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 2003.128, ΕφΠειρ 308/1999 ΕΝΔ 1999.287, ΕφΠειρ 1166/1997 ΕΝΔ 1997.464). Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι με σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στον Πόρο με τη νόμιμη εκπρόσωπο της εναγομένης στις 1.11.2018, συμφώνησε να ναυτολογηθεί στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ ανοικτού τύπου πλοίο «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά … κόρων ολικής χωρητικότητας 176,71, πλοιοκτησίας της αντιδίκου του, με την ειδικότητα του Α’ μηχανοδηγού – υπευθύνου μηχανής, έναντι μισθού προβλεπόμενου από τη Σ.Σ.Ε. των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας επιβιβάστηκε στο πλοίο την ίδια ημέρα στο λιμάνι του Πόρου και παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 6.6.2019, όταν απολύθηκε λόγω κλεισίματος του ναυτολογίου. Ότι με νέα σύμβαση εργασίας, που συνομολόγησε με την εναγόμενη στις 12.7.2019, ναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο με την ίδια ειδικότητα και παρείχε αδιαλείπτως την εργασία του μέχρι τις 31.8.2019, όταν απολύθηκε στο λιμάνι του Πόρου λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και ακινησίας του πλοίου. Ότι η εναγόμενη δεν του κατέβαλε μηνιαίως τις προβλεπόμενες από τη Σ.Σ.Ε. αποδοχές του Α’ μηχανοδηγού και, συγκεκριμένα, ενώ έπρεπε να λαμβάνει μηνιαίως το ποσό των 2.827,44€ και για το χρονικό διάστημα εργασίας του, διάρκειας 8,9 μηνών, το συνολικό ποσό των 25.164,22€, λάμβανε το ποσό των 1.800,00€ μηνιαίως και συνολικά εισέπραξε το ποσό των 16.020,00€, ώστε δικαιούται της διαφοράς ποσού 9.144,22€. Ότι δικαιούτο ως δώρο Χριστουγέννων 2018 το ποσό των 709,86€, ως δώρο Πάσχα 2019 το ποσό των 1.658,54€ και ως δώρο Χριστουγέννων 2019 το ποσό των 1.021,66€ και συνολικά το ποσό των 3.390,06€, έναντι του οποίου ουδέν εισέπραξε, ώστε δικαιούται το σύνολο του ποσού. Ότι το επίδικο πλοίο πραγματοποιούσε το δρομολόγιο από τον λιμένα του Πόρου έως τον λιμένα του Γαλατά Τροιζηνίας, ήτοι απόσταση μισού ναυτικού μιλίου, την οποία εκτελούσε εντός είκοσι λεπτών συμπεριλαμβανομένης της φορτοεκφόρτωσης, επί δεκαοκτώ ημέρες μηνιαίως, εναλλάξ με άλλα δύο πλοία, πραγματοποιώντας τη μία ημέρα τα πρωινά δρομολόγια, οπότε απέπλεε από το λιμάνι του Πόρου περί ώρα 6.15 π.μ. και κατέπλεε μετά το πέρας του τελευταίου δρομολογίου περί ώρα 14.45 μ.μ. και την επόμενη τα απογευματινά, οπότε απέπλεε από το λιμάνι του Πόρου περί ώρα 14.30 μ.μ. και κατέπλεε μετά το πέρας του τελευταίου δρομολογίου περί ώρα 23.00 μ.μ. Ότι επειδή ήταν ο μοναδικός μηχανικός – μηχανοδηγός του πλοίου, κατ’ εντολή της εναγομένης και του πλοιάρχου, όφειλε να βρίσκεται επί του πλοίου δύο ώρες πριν την έναρξη των δρομολογίων και δύο ώρες μετά το πέρας αυτών, εκτελώντας εργασίες συντήρησης και επισκευής του μηχανοστασίου. Ότι για την υπερωριακή εργασία για 4 ώρες επί 14 καθημερινές, για 4 ώρες επί 2 Κυριακές και για 12 ώρες επί 2 Σάββατα εκάστου μηνός δικαιούται το ποσό των 928,64€. Ότι τις ημέρες που το πλοίο παρέμενε δεμένο στο λιμάνι του Πόρου προς επισκευή, εργαζόταν επί 8 ώρες, ώστε για τα 2 Σάββατα εκάστου μηνός δικαιούται το ποσό των 188,48€ και συνολικά για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του δικαιούται ως υπερωριακή αμοιβή το ποσό των 9.942,37€. Ότι δεδομένου ότι η αορίστου χρόνου σύμβασή του λύθηκε στις 31.8.2019 στο λιμάνι του Πόρου λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και ακινησίας του πλοίου έως 31.10.2019, δηλαδή κατόπιν μονομερούς καταγγελίας από τον πλοίαρχο χωρίς υπαιτιότητά του, δικαιούται αποζημίωσης, ύψους 1.972,28€, ενόψει του ότι οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν στο ποσό των 3.944,56€. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ζητεί να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 24.448,93€, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε αξίωση κατέστη απαιτητή άλλως από την επόμενη της απολύσεως άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στην πληρωμή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 1α’, 12 παρ. 1, 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2, 33 ΚΠολΔ), για να δικαστεί με την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ, 82 Κ.Ι.Ν.Δ). Είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαραίτητα πραγματικά περιστατικά για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμησή της (άρθρο 216 σε συνδ. με άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ορισμένο αίτημα και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297 εδ. α’, 330 εδ. α’, 340, 341, 345, 346 εδ. α’, 648, 653, 655 εδ. α’, β’ ΑΚ, 53, 54, 60, 84 εδ. α’ Κ.Ι.Ν.Δ, 1 παρ. 2, 3, 6, 7 και 8, 3, 4, 5 παρ. 2, 6 παρ. 1, 2, 3, 4 εδ. α’, β’, 5, 6 και 7, 29 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2018 (Υ.Α. 2242.5-1.6/88047/28.11.2018), 176, 907, 908 παρ. 1 ε’, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα κατά το μέρος, που αυτό υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71 ΕισΝΚΠολΔ), έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … ηλεκτρονικό παράβολο σε συνδυασμό με το από 6.7.2020 ηλεκτρονικό παράβολο πληρωμής της Εθνικής Τράπεζας).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, προκύπτει ότι τα στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως, των οποίων πρέπει να γίνεται επίκληση, για το ορισμένο αυτής, είναι το ποσό, που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ισχυρισμός περί καταβολής όλων των απαιτήσεων του ενάγοντος, χωρίς να γίνεται ειδικότερη ανάλυση του ποσού, που καταβλήθηκε για την κάθε μία αιτία, είναι αόριστος, έστω και αν αναφέρεται το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε, εκτός εάν πρόκειται για μία μόνο απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος, ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και έγινε απόσβεση του σχετικού χρέους (ΑΠ 417/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1688/2012, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1160/2019 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με το εμπροθέσμως κατατεθέν δικόγραφο των προτάσεων η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο αντίδικός της είναι πλήρως εξοφλημένος, όπως και ο ίδιος επανειλημμένως έχει δηλώσει, ώστε δεν διατηρεί καμία αξίωση σε βάρος της. Ο ισχυρισμός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, μη δυνάμενος να θεμελιώσει ένσταση εξόφλησης, αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, δεν αναφέρεται το ποσό, που κάθε συγκεκριμένη ημεροχρονολογία καταβλήθηκε, καθώς και η αιτία καταβολής, μη αρκούσης της αναφοράς ότι έχει επέλθει πλήρης εξόφληση των επίδικων ποσών, ενόψει του ότι με την αγωγή αξιώνονται περισσότερα κονδύλια για διαφορετικές αιτίες.

Eξάλλου, αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές του μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών εισφορές, όπως οι εργατικές, προς το ΙΚΑ και το ταμείο επικουρικής ασφάλισης κρατήσεις (άρθρο 26 παρ. 5 ν. 1846/1951) και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 2126/2007, ΕφΘεσ 713/2017, ΕφΠειρ 217/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 661/2014 ΕλλΔνη 2015.778). Έτσι, αν ο εργοδότης έχει ήδη, εκουσίως ή μη, καταβάλει τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξιώσεως του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007 ΤΝΠ Νόμος). Αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση, οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως (ΑΠ 506/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1678/2007, ΕφΠειρ 107/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 712/2017). Στην κρινόμενη περίπτωση η εναγόμενη διατείνεται ότι όφειλε να παρακρατεί από το μηνιαίο μισθό του αντιδίκου της το ποσό των 390,82€, ως εισφορές στο ΝΑΤ, καθώς και το ποσό των 332,96€ ως φορολογικές εισφορές, ήτοι το συνολικό ποσό των 723,78€, ώστε το ύψος των μηνιαίων καθαρών αποδοχών του θα έπρεπε να ανέρχεται στο ποσό των 1.654,84€, ενώ εκείνη του κατέβαλε το ποσό των 1.878,25€, ήτοι κατέβαλε επιπλέον το ποσό των 223,41€ και για το συνολικό χρονικό διάστημα το ποσό των 1.899,00€, το οποίο προτείνει σε συμψηφισμό. Ο ισχυρισμός με αυτό το περιεχόμενο είναι μη νόμιμος, διότι αντικείμενο της παρούσας δίκης αποτελούν οι μικτές μηνιαίες αποδοχές, τις οποίες όφειλε να καταβάλει και πράγματι κατέβαλε η εναγόμενη στον αντίδικό της, τα δε ποσά των καταβληθέντων εκ μέρους της ασφαλιστικών εισφορών, εφόσον η καταβολή τους αποδειχθεί με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα (π.χ. αποδείξεις καταβολής, βεβαίωση αρμόδιου οργανισμού), μπορούν να παρακρατηθούν πλέον κατά το στάδιο της εκτέλεσης.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, ήτοι αναφορά όλων των κρίσιμων περιστατικών, που θεμελιώνουν την έννομη συνέπεια (ΑΠ 287/1996 ΕλλΔνη 1996.1600, ΑΠ 1160/1991 Δ 1992.666) και υποβολή ορισμένου αιτήματος (ΑΠ 605/1980 ΝοΒ 1980.1975) άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της. Εξ ετέρου, στο άρθρο 281 του ΑΚ ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις, που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, καταχρηστική δε άσκηση του δικαιώματος υφίσταται όχι μόνο στην περίπτωση αδράνειας του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, η οποία, εάν συνοδεύεται και από άλλες περιστάσεις, μπορεί να θεμελιώσει την ένσταση καταχρηστικότητας υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος αλλά και στην περίπτωση, που η μεταβολή της προηγούμενης συμπεριφοράς του δικαιούχου, που είχε δημιουργήσει στον προσβολέα την εύλογη πεποίθηση, ότι αυτός δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του και είχε συντελέσει στην ενέργεια πράξεων από εκείνον, που αποκρούει το δικαίωμα και στη δημιουργία ορισμένης πραγματικής κατάστασης, είναι αδικαιολόγητη και μη αναμενόμενη, η λόγω δε της μεταβολής της συμπεριφοράς αυτής άσκηση του δικαιώματος επιφέρει ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε, με επαχθείς, αν και όχι κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό και κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος να παρίσταται επιβεβλημένη η θυσία του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ 2011.895, ΑΠ 91/2011 ΝοΒ 2011.1524, ΑΠ 263/2007 ΤΝΠ Νόμος). Εξ ετέρου, απαιτείται οι πράξεις του υπόχρεου και η από αυτόν δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγουμένη συμπεριφορά του δικαιούχου (ΑΠ 960/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 823/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 812/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 9/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγόμενης, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, η τελευταία υπέβαλε ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος λόγω της άσκησης της κρινόμενης αγωγής. Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει όμως ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι δεν γίνεται επίκληση των πραγματικών περιστατικών, που επιχειρούν να θεμελιώσουν την ένσταση ούτε συνδέεται με συγκεκριμένο αίτημα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που νομότυπα εξετάσθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των εγγράφων, που προσκομίζονται από τους διαδίκους, για κάποια εκ των οποίων γίνεται κατωτέρω ειδικότερη μνεία, χωρίς να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη ή για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και, ιδίως, της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαυρίας, Σταύρου Ρεΐζη, την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη και ελήφθη κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, Ν. Π.), μη λαμβανομένων υπόψη των υπ’ αριθ. … ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς, Αναστάσιου Ζάχου τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει επίσης η εναγόμενη, διότι ελήφθησαν κατόπιν μη νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου της, καθώς η υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως της ίδιας δικαστικής επιμελήτριας, ενώ έγινε επίδοση με θυροκόλληση, δεν συνοδεύεται από απόδειξη παράδοσης του αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου εις χείρας του αρμοδίου αξιωματικού υπηρεσίας ούτε από βεβαίωση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας περί ταχυδρομικής αποστολής ειδοποίησης σχετικά με τη γενόμενη θυροκόλληση και, τέλος, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 1.11.2018 σύμβασης ναυτολόγησης, που συνήφθη στον Πόρο μεταξύ του ενάγοντος και της νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης πλοιοκτήτριας εταιρείας του με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά … αριθμό …, κόρων ολικής χωρητικότητας 176,71, ο πρώτος προσλήφθηκε, προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα του Α’ μηχανικού, έναντι μηνιαίου μισθού, όπως αυτός προβλέπεται από την ισχύουσα Σ.Σ.Ε. εργασίας των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2018. Σημειωτέον ότι εφαρμόζεται η προκείμενη Σ.Σ.Ε., καθώς χρόνος ισχύος της, βάσει του 29ου άρθρου της, ορίζεται το χρονικό διάστημα από 1.2.2018 έως 31.1.2019 και κατά τον χρόνο κύρωσής της η επίδικη σύμβαση τελούσε εν ισχύ. Εξάλλου, σε εκτέλεση της ανωτέρω συμβάσεως ο ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν στο λιμάνι του Πόρου και παρείχε τις υπηρεσίες του έως τις 30.4.2019, οπότε απολύθηκε στον Πόρο λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο, επαναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο ίδιο λιμάνι κι εργάσθηκε μέχρι τις 6.6.2019, όταν η σύμβασή του λύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Ακολούθως, ναυτολογήθηκε στο λιμάνι του Πόρου στις 12.7.2019 και εργάσθηκε έως τις 31.8.2019, οπότε απολύθηκε λόγω κλεισίματος ναυτολογίου και ακινησίας του πλοίου έως τις 31.10.2019. Περαιτέρω, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο της πορθμειακής γραμμής Πόρου – Γαλατά Τροιζηνίας και, συγκεκριμένα, πραγματοποιούσε το ανωτέρω δρομολόγιο, που διαρκούσε περίπου είκοσι (20) λεπτά επί δεκαοκτώ (18) ημέρες κάθε μήνα, ενώ τις υπόλοιπες ημέρες παρέμενε δεμένο για την εκτέλεση εργασιών συντήρησης και επισκευής στο λιμένα του Πόρου. Ειδικότερα, όταν το πλοίο εκτελούσε τα πρωινά δρομολόγια, ο απόπλους από το λιμένα του Πόρου λάμβανε χώρα περί ώρα 06.15 π.μ. και ο τελευταίος κατάπλους περί ώρα 14.45 μ.μ., ενώ, όταν εκτελούσε τα απογευματινά δρομολόγια, ο απόπλους ήταν προγραμματισμένος περί ώρα 14.30 μ.μ. και ο κατάπλους μετά το πέρας του τελευταίου δρομολογίου περί ώρα 23.00 μ.μ. Εξ ετέρου, αποδείχθηκε ότι το πλοίο ανήκε σε κοινοπραξία, που διαχειριζόταν τρία συνολικά οχηματαγωγά πλοία, δηλαδή επιπλέον τα πλοία «…» και «…» κι εκτελούσε το ανωτέρω δρομολόγιο εναλλάξ με αυτά και με άλλα δύο πλοία, που διαχειρίζεται έτερη κοινοπραξία οχηματαγωγών πλοίων και δραστηριοποιείται στην ίδια πορθμειακή γραμμή, ώστε είχε πάντοτε σταθερά δρομολόγια και για τον λόγο αυτό δεν υπήρχε χρεία εκτέλεσης υπερωριακής εργασίας, καθώς οι βάρδιες εργασίας ήταν σταθερές και τηρούντο με ακρίβεια. Τούτα κατέθεσε ενόρκως ο πλοίαρχος του πλοίου, Α. Λ., ο οποίος βεβαίωσε ότι ουδέποτε έδωσε εντολή στον ενάγοντα για εκτέλεση υπερωριακής εργασίας, ενώ επίσης κατέθεσε ότι τα μηχανικά προβλήματα του πλοίου επιλύονται από επαγγελματίες μηχανικούς, με τους οποίους συνεργάζεται η εναγόμενη στον Πόρο και στον Γαλατά, το ίδιο δε συμβαίνει με τις επιθεωρήσεις του πλοίου και των μηχανών του, οι οποίες διενεργούνται πάντοτε από επαγγελματίες επιθεωρητές κι εργολάβους μηχανικούς είτε στον Πόρο είτε στο Γαλατά είτε στα ναυπηγεία, που διενεργείται η ετήσια και τακτική συντήρηση του πλοίου. Aντιθέτως, ο ενάγων δεν κατάφερε ν’ αποδείξει με αξιόπιστα αποδεικτικά μέσα, έγγραφα ή μάρτυρες, την εκτέλεση εκ μέρους του υπερωριακής εργασίας. Ο δε ισχυρισμός του ότι προσερχόταν στο πλοίο δύο ώρες πριν τον απόπλου, προκειμένου να ελέγξει τη λειτουργία των κύριων και βοηθητικών μηχανημάτων, των μηχανολογικών συστημάτων και των υδραυλικών εγκαταστάσεων του πλοίου και ότι το ίδιο έπραττε μετά τον κατάπλου, παραμένοντας επί δύο ώρες μετά από αυτόν, δεν αποδεικνύεται από το προσκομισθέν αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας της χρονικής περιόδου από 7.6.2019 έως 31.8.2019, καθώς αποδεικνύεται ότι πράγματι γινόταν έλεγχος της εν γένει κατάστασης του πλοίου αλλά μόνο προ της ενάρξεως του απόπλου και ο οποίος διαρκούσε περίπου δέκα με είκοσι λεπτά. Συνεπώς, τα σχετικά κονδύλια υπερωριακής αμοιβής των καθημερινών και των Κυριακών πρέπει ν’ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Ωστόσο, επειδή βάσει της παρ. 2β’ του άρθρου 6 της Σ.Σ.Ε. η υπηρεσία του Σαββάτου αμείβεται υπερωριακά, δικαιούται για τα Σάββατα, που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια επί 18 ημέρες ανά μήνα, το ποσό των 236,08€ {= 2 Σάββατα x 118,4€ [= 45,4€ (= 4 ώρες x 11,35€) + 72,64€ (= 4 ώρες x 18,16€)]} και για τα Σάββατα, που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και βρισκόταν δεμένο για εκτέλεση εργασιών επισκευής, το ποσό των 236,08€ {[= 2 Σάββατα x 118,4€ [= 45,4€ (= 4 ώρες x 11,35€) + 72,64€ (= 4 ώρες x 18,16€)]} και συνολικά το ποσό των 472,16€ (= 236,08€ + 236,08€), ήτοι για το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.11.2018 έως 6.6.2019 και από 12.7.2019 έως 31.8.2019 των 8 μηνών και 24 ημερών το συνολικό ποσό των 4.292,32€ [= 3.777,28€ (= 472,16€ x 8 μήνες) + 515,04€ (= 472,16€/22 = 21,46€ x 24 ημέρες)]. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, μεταξύ των μερών είχε συμφωνηθεί η καταβολή του οριζόμενου από τη Σ.Σ.Ε. των πληρωμάτων πορθμείων εσωτερικού του έτους 2018 μισθού, βάσει της οποίας αυτός ανερχόταν στο ποσό των 3.338,55€, αποτελούμενος από μισθό ενεργείας (άρθρο 1 παρ. 2) ποσού 1.570,17€, τεχνικό επίδομα (άρθρο 1 παρ. 6) ποσού 39,71€, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 1 παρ. 7) ποσού 19,76€, ειδικό επίδομα κατώτερου πληρώματος (άρθρο 1 παρ. 8) ποσού 24,45€, αντίτιμο τροφής (άρθρο 3) ποσού 394,91€, αποδοχές αδείας (άρθρο 5 παρ. 2) ποσού 367,58€ (= 1.570,17€ + 345,44€ + 394,91€/22 x 3,5 ημέρες), επίδομα Κυριακής (άρθρο 6 παρ. 3α’) ποσού 345,44€, μέσο όρο υπερωριών Σαββάτου ποσού 511,11€ (= 52 Σάββατα/12 μήνες = 4,33 ώρες x 118,04€ [= 45,4€ (= 4 ώρες x 11,35€) + 72,64€ (= 4 ώρες x 18,16€)], επίδομα αδείας ποσού 65,42€. Δεδομένου δε ότι εισέπραττε ως μικτές μηνιαίες αποδοχές το ποσό των 2.378,62€ (βλ. την εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας του μηνός Απριλίου του έτους 2019), δικαιούται το ποσό των 8.447,38€ {= 7.679,44€ [= 959,93€ (= 3.338,55€ – 2.378,62€) x 8 μήνες] + 767,94€ (= 959,93€/30 x 24 ημέρες)}. Επιπλέον, ο ενάγων δικαιούται: α) ως δώρο Χριστουγέννων του έτους 2018 το ποσό των 426,15€ [= 1.991,45€ (= 2.378,62€ – 387,17€)/30 x 6,42 ημέρες], δεδομένου ότι εργάσθηκε στο πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 1.11.2018 έως 31.12.2018, β) ως δώρο Πάσχα του έτους 2019 το ποσό των 995,7€ (= 1.991,45€/30 x 15 ημέρες), γ) ως δώρο Χριστουγέννων του έτους 2019 το ποσό των 613,35€ (= 1.991,45€/30 x 9,24 ημέρες). Τέλος, ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση απόλυσης, ενόψει του ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας λύθηκε χωρίς δικό του παράπτωμα, το ποσό των 1.669,28€ (= 3.338,55€/30 ημέρες x 15 ημέρες). Σημειωτέον ότι το αίτημα επίδειξης εγγράφων, που υποβλήθηκε εκ μέρους του ενάγοντος και δη επίδειξης των μηνιαίων λογαριασμών μισθοδοσίας, καθώς και του ημερολογίου γέφυρας, κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεδομένου ότι εν μέρει ικανοποιήθηκε, αφού κάποια εκ των εγγράφων αυτών προσκομίσθηκαν από την εναγόμενη κι επιπλέον διότι η προσκόμιση των λοιπών εγγράφων ουδέν θα εισφέρει στο σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (16.444,18€ = 4.292,32€ + 8.447,38€ + 426,15€ + 995,7€ + 613,35€ + 1.669,28€), με το νόμιμο τόκο όσον αφορά το κονδύλιο της υπερωριακής αμοιβής την ημέρα του Σαββάτου από την επόμενη της ημερομηνίας απόλυσης, ήτοι από την 1η.9.2019, όσον αφορά το κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών από το τέλος εκάστου μηνός, που κάθε κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2018 από την 1η-1-2019, όσον αφορά το δώρο Πάσχα 2018 από τη Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2018, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2019 από την 1η.1.2020 και όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, διότι η αποζημίωση απόλυσης δεν αποτελεί μισθό και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, ώστε ο τόκος αρχίζει από την όχληση και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής (ΕφΠειρ 57/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 53/2013 ΤΝΠ Νόμος) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Όσον αφορά το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσιαστικά βάσιμο, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, λόγω της φύσης των επίδικων αξιώσεων, ως ερειδόμενων σε εξαρτημένη σύμβαση εργασίας και, επιπλέον, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει στον ενάγοντα σημαντική ζημία, διότι είναι μισθοσυντήρητος (άρθρα 907, 908 παρ. 1, 910 αριθ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος βαρύνουν την εναγόμενη, κατά τον λόγο της ήττας της (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό της παρούσας.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων τετρακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (16.444,18€), με το νόμιμο τόκο όσον αφορά το κονδύλιο της υπερωριακής αμοιβής την ημέρα του Σαββάτου από την επόμενη της ημερομηνίας απόλυσης, ήτοι από την 1η.9.2019, όσον αφορά το κονδύλιο των δεδουλευμένων αποδοχών από το τέλος εκάστου μηνός, που κάθε κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2018 από την 1η-1-2019, όσον αφορά το δώρο Πάσχα 2018 από τη Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2018, όσον αφορά το δώρο Χριστουγέννων 2019 από την 1η.1.2020 και όσον αφορά την αποζημίωση απόλυσης από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης και έως την ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000,00€).

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων πενήντα ευρώ (550,00€).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ