ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 1855/2021
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 8655/4055/04-11-2020 κλήση)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 166818/9051/04-10-2006 αγωγή)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντιγόνη-Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Ιουνίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στον …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα (Α.Φ.Μ. …, Δ.Ο.Υ.: ΦΑΕ …….), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λυγούρη (ΑΜ/ΔΣΑ 17426).
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, επί της οδού …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …, κατοίκου …, οι οποίο εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Κατσαρού (ΑΜ/ΔΣΠ 2535).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «….» (πρώην «….» πρώην «….»), που εδρεύει στην …) και εκπροσωπείται νόμιμα (με ΑΦΜ … Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ …), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Παππά (ΑΜ/ΔΣΠ 2228).
Οι καθ’ ων η κλήση- ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 03-10-2006 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … με γενικό αριθμό κατάθεσης 166818/04-10-2006 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 9051/04-10-2006 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 11-10-2007 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο της 07-10-2010, οπότε και ματαιώθηκε. Στη συνέχεια η υπόθεση επαναφέρθηκε για συζήτηση με την από 11-05-2012 κλήση των εναγόντων, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 88014/2012 και αριθμό κατάθεσης 1134/16-05-2012 και προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 19-02-2015 και κατόπιν αναβολών για τη δικάσιμο της 14-03-2019. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2007/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου …, το οποίο κήρυξε εαυτό αναρμόδιο για την εκδίκαση της διαφοράς, λόγω της ναυτικής φύσης αυτής και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ήδη η αγωγή επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 03-11-2020 κλήση της δεύτερης εναγόμενης, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 8655/04-11-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 4055/04-11-2020 προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 16-03-2021. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, βάσει της υπ’ αριθ. οικ. 16320/13-03-2020 κοινής υπουργικής απόφασης με θέμα «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID 19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από την Τρίτη 16 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00». Στη συνέχεια η υπόθεση εισήχθη οίκοθεν προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. 1782/2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς (άρθρα 15 παρ. 7 εδ. β΄ περ. δδ του Ν. 1756/1988 και 83 του Ν. 4790/2021), για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νομίμως, κατ’ άρθρο 83 του Ν. 4790/2021, φέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. 1782/2021 Πράξη του Προέδρου Πρωτοδικών Πειραιώς η από 03-10-2006 με γενικό αριθμό κατάθεσης 166818/04-10-2006 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 9051/04-10-2006 αγωγή, η συζήτηση της οποίας είχε προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 16-03-2021, οπότε και ματαιώθηκε, λόγω αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, βάσει της υπ’ αριθ. οικ. 16320/13-03-2020 κοινής υπουργικής απόφασης με θέμα «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID 19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από την Τρίτη 16 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00 έως και τη Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021 και ώρα 6:00».
Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 ου ν. 3994/2011 (Α’ 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α’ 240) αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ’ άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία καταψηφιστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του ν. 4640/2019 και την έτρεψε, ολικά ή εν μέρει, σε αναγνωριστική κατά τη συζήτησή της που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος, διότι αφενός εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να ασκήσουν εξαρχής αναγνωριστική αγωγή και όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή με πρόθεση, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους παρείχε ο νόμος, να την τρέψουν εγκαίρως σε αναγνωριστική, αφετέρου δυσχεραίνει το δικαίωμα τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα (ΠΠρΘεσ 5352/2020, ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΑθ 2554/2014, ΕλλΔνη 2015, σελ 882). Εξάλλου, η υιοθέτηση αυτής της λύσης αντιβαίνει ευθέως στον πάγιο νομολογιακό κανόνα ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 1418/2018).
Με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η πρώτη εξ αυτών εταιρεία με την επωνυμία «…», τυγχάνει πλοιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής «…» (Θ/Γ «…»), σημαίας Κύπρου. Ότι η ίδια ελλιμενίζει το σκάφος της μόνιμα, τα τελευταία δέκα (10) έτη στη Μαρίνα … σε συγκεκριμένη θέση ελλιμενισμού, στην προβλήτα Β, που της έχει παραχωρήσει η πρώτη εναγόμενη «….» και ήδη «….». Ότι την 19-11-2002 μεταξύ της πρώτης εξ αυτών (δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου εξ αυτών, …) και της πρώτης εναγομένης συνάφθηκε σύμβαση ανανέωσης της παραχώρησης της ανωτέρω θέσης ελλιμενισμού, με καταβολή των αντίστοιχων τελών. Ότι, περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη, δυνάμει της από 23-12-2002 σύμβασης μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, εκμίσθωσε στη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», τον τουριστικό λιμένα …, με αποτέλεσμα η τελευταία να αναλάβει τη διαχείριση και εκμετάλλευση του χερσαίου και του θαλάσσιου χώρου του από 01-01-2003 και για σαράντα έτη. Ότι, την 25-01-2003, το ως άνω σκάφος ήταν πρυμνοδετημένο στην προαναφερθείσα θέση, ενώ αριστερά αυτού ήταν δεμένο το σκάφος «…», δεξιά του ήταν η προβλήτα και εμπρός από αυτό είχε ελλιμενιστεί το τουριστικό σκάφος «…», καθ’ υπόδειξη των εναγομένων εταιρειών. Ότι, το απόγευμα της ανωτέρω ημέρας ο δεύτερος εξ αυτών επισκέφθηκε το σκάφος του, προς επίβλεψή του, όταν, περί ώρα 19:50, αντιλήφθηκε ότι κάποιος έχει εισέλθει σε αυτό. Ότι όταν πήγε να δει ποιος ήταν διαπίστωσε ότι από το σκάφος «…», έβγαιναν καπνοί, ενώ το πρόσωπο το οποίο είχε εισέλθει στο σκάφος του και το οποίο, όπως διαπίστωσε εκ των υστέρων, ήταν λιμενικός και ονομαζόταν …, του ζήτησε πυροσβεστήρες και προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά, η οποία είχε ξεκινήσει δεκαπέντε (15) περίπου λεπτά πριν, χωρίς να έχει γίνει αντιληπτή από τις εναγόμενες. Ότι η φωτιά, η οποία είχε ξεσπάσει στο χώρο διακυβέρνησης του σκάφους «…», έσπασε το πλαϊνό φιλιστρίνι του σκάφους αυτού, που έβλεπε προς το δικό τους σκάφος, με αποτέλεσμα να πεταχτούν γυαλιά πάνω στο τελευταίο. Ότι ο ανωτέρω λιμενικός κατάφερε να περιορίσει τη φωτιά, πλην όμως ο δεύτερος εξ αυτών από τους πυκνούς καπνούς, οι οποίοι λόγω της κατεύθυνσης του αέρα έρχονταν προς το σκάφος του, ένοιωσε έντονη δυσφορία, ενώ κάποιος παρευρισκόμενος τρίτος τον έσυρε ημιλιπόθυμο έξω από το σκάφος και τον άφησε ξαπλωμένο στην προβλήτα του λιμανιού, όπου και συνήλθε. Ότι στη συνέχεια και ενώ οι εναγόμενες δεν έκαναν καμία προσπάθεια πυρόσβεσης, ως όφειλαν, ήλθε η Πυροσβεστική Υπηρεσία Πειραιώς, οι δε πυροσβέστες στην προσπάθεια κατάσβεσης της φωτιάς ανέβηκαν στο σκάφος τους (των εναγόντων), λόγω φόβου πιθανής έκρηξης του σκάφους «…», έτσι ώστε να μπορούν να ρίχνουν νερό στο κέντρο της φωτιάς μέσα από το προαναφερόμενο σπασμένο φιλιστρίνι. Ότι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 26-01-2003, η φωτιά έσβησε με αποκλειστικές ενέργειες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Ότι ο δεύτερος εξ αυτών μαζί, με έναν υπάλληλο των εναγομένων, προσπάθησαν να μετακινήσουν το σκάφος, σπάζοντας του κάβους του και ρυμουλκώντας το στα ανοιχτά με τη λάντζα των εναγομένων, πλην όμως αυτό δεν ήταν δυνατό να μετακινηθεί παρά μόνο ελάχιστα, καθώς, όπως προαναφέρθηκε μπροστά του ήταν πλαγιοδετημένο το σκάφος «…», κατά λανθασμένη υπόδειξη των εναγομένων. Ότι εξαιτίας του ανωτέρω συμβάντος, οφειλόμενου σε αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων – οι οποίες, αφενός μεν δεν είχαν επιμεληθεί να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα πυρασφάλειας, όπως αυτά αναφέρονται στην αγωγή, αφετέρου δε δεν είχαν φροντίσει για την ορθή και ασφαλή κατανομή των θέσεων ελλιμενισμού των σκαφών, προκειμένου να καταστεί εφικτή η απομάκρυνση του σκάφους τους – το σκάφος τους (των εναγόντων) υπέστη ζημίες, για την αποκατάσταση των οποίων δαπανήθηκε το συνολικό ποσό των 34.862 ευρώ, όπως αυτές αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή. Ότι, επιπλέον, μετά την ημέρα της φωτιάς οι εναγόμενες δεν απομάκρυναν το καμένο σκάφος «…» από το σημείο, όπου ελλιμενιζόταν, όπως υποχρεούνταν, αλλά άφησαν αυτό εγκαταλελειμμένο και πρόχειρα σκεπασμένο με μουσαμάδες στο ίδιο σημείο, με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του 2004, κατά τη διάρκεια μεγάλης θαλασσοταραχής, αυτό να πλαγιοκτυπήσει το σκάφος τους και να του προξενήσει σοβαρές ζημίες, για την αποκατάσταση των οποίων οι ίδιοι (ενάγοντες) δαπάνησαν το ποσό των 26.010 ευρώ, όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή. Ό,τι περαιτέρω, νοτίως της θέσης ελλιμενισμού του σκάφους, υπάρχει λιμενοβραχίονας, ο οποίος χρησιμεύει ως κυματοθραύστης για την ανακοπή της έντασης των κυμάτων, ο οποίος, την 15-02-2005, διαλύθηκε, λόγω κακής συντήρησής του από τις εναγόμενες. Ότι οι εναγόμενες, αντί να λάβουν αμέσως τα απαραίτητα μέτρα για την ανακατασκευή του ή έστω για την αντιμετώπιση των κυμάτων, αδιαφόρησαν πλήρως, με αποτέλεσμα τα κύματα, λόγω των ισχυρών ανέμων, να κτυπούν με σφοδρότητα το σκάφος τους. Ότι εξαιτίας αυτού το σκάφος υπέστη, από αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων ζημίες, για την αποκατάσταση των οποίων αυτοί δαπάνησαν το συνολικό ποσό των 11.220 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζητούν, κατόπιν νομίμου περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις τους (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, κυρίως μεν βάσει των διατάξεων περί αδικοπραξίας, άλλως βάσει των διατάξεων περί ενδοσυμβατικής ευθύνης α) στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα δύο χιλιάδων και ενενήντα δύο ευρώ (72.092) ευρώ (34.862 ευρώ + 26.010 ευρώ +11.220 ευρώ), ως αποζημίωση, για τις ζημίες που υπέστη το σκάφος τους, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, που αυτός υπέστη από την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά. Τέλος, οι ενάγοντες ζητούν και κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 18, 25 παρ. 2, 33, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 3Α, 4, 5 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την πρώτη ενάγουσα, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3 και 4 παρ. 1 και 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία και με την οποία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό η προπεριγραφόμενη αδικοπραξία. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όπως αποδεικνύεται από το με ημερομηνία 14-01-2021 έγγραφο που εξήχθη ηλεκτρονικά από τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη της Κυπριακής Δημοκρατίας η πρώτη ενάγουσα έχει διαγράφει από τα οικεία Μητρώα του ήδη από τις 11-01-2016. Το γεγονός αυτό όμως δεν επηρεάζει την ικανότητά της να είναι διάδικος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι κατά το δίκαιο της έδρας της η πρώτη ενάγουσα δεν έχει νομική προσωπικότητα, αφού η τελευταία, ως ένωση προσώπων έχει αυτήν την ικανότητα (να είναι διάδικος) ευθέως από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, η οποία, ως διάταξη του δικονομικού δικαίου της χώρας του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση (ΑΠ 1309/1991 ΕλλΔνη 1992. 1181, ΕφΠειρ 542/2012 ΕΝΔ 2012. 418, ΠΠΠ 4625/2017, αδημ.). Επιπλέον, η αγωγή είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 346, 480, 574 επ., 914, 932 ΑΚ, 218, 219, 176 ΚΠολΔ, πλην του (παρεπόμενου) αιτήματος της αγωγής περί κηρύξεως της αποφάσεως, που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, μετά την τροπή του αιτήματος της σε αναγνωριστικό, καθόσον με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλίζονται οι καταψηφιστικές και όχι οι αναγνωριστικές αποφάσεις, η ενέργεια των οποίων εξαντλείται στο δεδικασμένο, που απορρέει από αυτές και στις οποίες δεν νοείται η διενέργεια αναγκαστικής εκτελέσεως (ΕφΠειρ 1014/1992 Αρχ.Νομολ. 44.63, Κ. Κεραμέας, Αστικόν Δικονομικόν Δίκαιον, II, 1978, παρ. 58, σελ. 66, Γ. Μητσοπούλου, Η αναγνωριστική αγωγή, 1947, σελ. 184). Αντιθέτως το περί ενάρξεως της προς τοκοδοσία υποχρεώσεως των εναγομένων, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, αίτημα είναι νόμιμο, καθόσον ναι μεν η παραίτηση από το δικόγραφο (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξεως, (ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ) αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς δεν συνεπάγεται άρση αναδρομική ή μη των κατά το άρθρο 345 ΑΚ εννόμων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, η οποία, με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 342 ΑΚ, έχει ήδη επέλθει μετά την όχληση (ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994.1259, ΑΠ 435/2006 αδημ.). Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε την 04-10-2006, ήτοι πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 4640/2019, ενώ δεν ασκεί νομική επιρροή ο χρόνος μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της κρινόμενης αγωγής σε αναγνωριστικό μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 4640/2019, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη.
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, …, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων από την ενάγουσα φωτογραφιών και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία «…», ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, πλοιοκτήτρια του σκάφους αναψυχής «…», σημαίας Κύπρου, που ήταν νηολογημένο στο λιμάνι της Λεμεσού, με αριθμό νηολογίου …, μήκους 18,56μ., πλάτους 5,30μ., βυθίσματος 2,38μ., ολικής χωρητικότητας 54,16 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 16,25 κόρων. Το εν λόγω σκάφος η ανωτέρω ενάγουσα ελλιμένιζε ήδη 10 χρόνια πριν από την άσκηση της υπό κρίση αγωγής στη Μαρίνα …, στην προβλήτα Β, σε συγκεκριμένη θέση ελλιμενισμού, που της είχε παραχωρήσει η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», ήδη μετονομασθείσα σε «….». Περαιτέρω, με την από 19-11-2002 συναφθείσα μεταξύ της πρώτης ενάγουσας, δια του νομίμου εκπροσώπου της, δευτέρου ενάγοντος, … και της πρώτης εναγομένης σύμβασης ανανεώθηκε η παραχώρηση από την τελευταία της προαναφερόμενης θέσης ελλιμενισμού. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη, δυνάμει της από 23-12-2002 σύμβασης μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τουριστικού Λιμένα …, που συνάφθηκε μεταξύ αυτής και της δεύτερης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», εκμίσθωσε προς αυτή τον Τουριστικό Λιμένα … και με τον τρόπο αυτό η δεύτερη εναγόμενη ανέλαβε τη διοίκηση, διαχείριση και εκμετάλλευση του χερσαίου και του θαλάσσιου χώρου της μαρίνας από 01-01-2003 και για σαράντα έτη, υπό τους ειδικότερους στη σύμβαση αυτή προβλεπόμενους όρους. Σημειωτέον δε ότι με τον όρο 28.1 της ως άνω Σύμβασης Παραχώρησης του τουριστικού λιμένα ρητά είχε συμφωνηθεί ότι η πρώτη εναγομένη «δεν ευθύνεται έναντι οποιουδήποτε πλοιοκτήτη ελλιμενιζόμενου σκάφους προβάλλει αξιώσεις εκ λόγου ή αιτίας που αναφέρονται στον μετά την παράδοση του Τουριστικού Λιμένα στο μισθωτή (ενν. στη «…») χρόνο (ενν. από την 01-01-2003). Αποκλειστικά υπεύθυνος έναντι του πλοιοκτήτη είναι ο μισθωτής». Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το σκάφος «…», την 25-01-2003, ήταν πρυμνοδετημένο στη Μαρίνα … στην προαναφερθείσα θέση. Αριστερά του σκάφους και παράλληλα με αυτό ήταν δεμένο το E/Γ-T/Ρ σκάφος «…» (Ν.Π. …), δεξιά (και πίσω στην πρύμνη) ήταν η προβλήτα και μπροστά από το σκάφος είχε ελλιμενιστεί το τουριστικό σκάφος Θ/Γ «…. Περί ώρα 19:50 εκδηλώθηκε πυρκαϊά στο σκάφος «…». Τη φωτιά διαπίστωσε ο λιμενοφύλακας, …, ο οποίος τηλεφώνησε αμέσως στο Κέντρο Άμεσης Δράσης Λιμενικού. Περαιτέρω, επειδή ο προαναφερόμενος λιμενοφύλακας είδε φως στο πρυμνοδετημένο δεξιά πλοίο «…», φώναξε να βγουν όλοι έξω, ενώ στη συνέχεια ανέβηκε στο καιγόμενο σκάφος -από το διπλανό σκάφος της πρώτης ενάγουσας εταιρείας, επειδή η σκάλα του φλεγόμενου σκάφους ήταν ανεβασμένη – και προσπαθούσε να βρει μέσο πυρόσβεσης, πλην όμως, στην συνέχεια, κατέβηκε στην προβλήτα, αφού η παραμονή του στο σκάφος ήταν αδύνατη λόγω των πυκνών καπνών. Στη συνέχεια κατέφθασαν τα οχήματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, τα οποία προσπάθησαν να κατασβήσουν τη φωτιά, ενώ ο λιμενοφύλακας …, επειδή σπάσανε τα πλαϊνά τζάμια του φλεγόμενου σκάφους και έβγαιναν φλόγες, οι οποίες σχεδόν άγγιζαν το σκάφος «…», ανέβηκε πάνω στο τελευταίο έλυσε τους πρύμνιους κάβους αυτού και με τη βοήθεια άλλων τράβηξε το σκάφος αρκετά μπροστά, μακριά από τις φλόγες, έτσι ώστε, αφενός μεν να προφυλαχθεί το σκάφος, αφετέρου να μπορούν οι πυροσβέστες της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας να επέμβουν στο καιόμενο σκάφος από τα δεξιά (βλ. την από 28-01-2003 έκθεση ένορκης εξέτασης του λιμενοφύλακα …). Η Πυροσβεστική υπηρεσία τελικά έσβησε τη φωτιά, ενώ παρέμεινε στο σημείο μέχρι ώρα 01:00, προκειμένου να επέμβει σε περίπτωση αναζωπύρωσής της. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η πυρκαϊά δεν προκάλεσε ζημίες στο σκάφος της πρώτης ενάγουσας εταιρείας. Ειδικότερα, από την από 25-01-2003 έκθεση αυτοψίας του …για και Πυρονόμου …, οι οποίοι μετέβησαν στο σημείο της πυρκαϊάς περί ώρα 20:30 προκύπτει ότι δεν προέκυψε κίνδυνος σε ξένα πράγματα από τη φωτιά, αφού σε αυτή (έκθεση αυτοψίας) αναφέρεται ότι «κίνδυνος σε ξένα πράγματα μπορούσε να προκύψει». Περαιτέρω, στο έγγραφο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά (Ε΄ Λιμενικού Τμήματος) προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς αναφέρεται ότι «δεν υπήρξε κίνδυνος για ξένα πράγματα». Περαιτέρω, σε καμία από τις μαρτυρικές καταθέσεις, που ελήφθησαν στο πλαίσιο της προανάκρισης για το αδίκημα του εμπρησμού από αμέλεια σε βάρος του πλοιοκτήτη του σκάφους «…», και οι οποίες προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου δεν αναφέρεται ότι το σκάφος της πρώτης ενάγουσας, που ελλιμενιζόταν δίπλα στο φλεγόμενο σκάφος υπέστη υλικές ζημίες (βλ. την από 28-01-2003 έκθεση ένορκης κατάθεσης του λιμενοφύλακα …, την από 27-01-2003 έκθεση ένορκης κατάθεσης του ναύτη …, καθώς και την από 27-01-2003 έκθεση ένορκης κατάθεσης του Λιμενοφύλακα …, ο οποίος μάλιστα ρητά αναφέρει ότι «…δεν έπαθαν ζημία τα διπλανά σκάφη…»). Οι ενάγοντες, για την απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι το σκάφος υπέστη, εξαιτίας της πυρκαϊάς, σοβαρές ζημίες προσκομίζουν την υπ’ αριθ. 455/29-01-2003 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του εμπειρογνώμονος ατυχημάτων σκαφών, …. Η εν λόγω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ωστόσο, η οποία συντάχθηκε κατ’ εντολή των εναγόντων, δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι τελευταίοι δεν προσκομίζουν τιμολόγια ή εξοφλητικές αποδείξεις, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι το σκάφος τους έφερε ζημίες μετά το επίδικο συμβάν, οι οποίες αποκαταστάθηκαν στη συνέχεια πλήρως από αυτούς, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται με την υπό κρίση αγωγή. Σημειωτέον δε ότι οι προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες φωτογραφίες, στις οποίες εμφαίνονται ζημίες στο σκάφος τους δεν φέρουν ημερομηνία λήψης, ούτε η ημερομηνία αυτή αποδεικνύεται από άλλα αποδεικτικά μέσα, με αποτέλεσμα να μην δύναται το Δικαστήριο να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα, στηριζόμενο σε ό,τι απεικονίζεται στις φωτογραφίες αυτές. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι από το επίδικο συμβάν δεν προέκυψε κίνδυνος για τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή ανθρώπων. Ειδικότερα σε κανένα από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν γίνεται λόγος για πρόκληση, εξαιτίας της φωτιάς, κινδύνου για άνθρωπο, ο δε λιμενοφύλακας Σπυρίδων Πηλίκας, στην από 27-01-2003 έκθεση ένορκης εξέτασής του, κατά την προανάκριση ρητά αναφέρει ότι από τη φωτιά «δεν κινδύνευσαν άνθρωποι». Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του δευτέρου ενάγοντος ότι αυτός εξαιτίας της εκδήλωσης της πυρκαϊάς υπέστη μεγάλο κίνδυνο για τη σωματική του ακεραιότητα και τη ζωή του και ότι υπέστη λιποθυμικό επεισόδιο από τους καπνούς του φλεγόμενου σκάφους, καθώς και ότι μετά την εκδήλωση της πυρκαϊάς τρίτος τον έσυρε ημιλιπόθυμο έξω από το σκάφος και τον άφησε ξαπλωμένο στο ντόκο, όπου και συνήλθε δεν αποδεικνύονται. Ειδικότερα, ο ίδιος, στην από 27-01-2003 ένορκη προανακριτική του κατάθεση δεν αναφέρεται σε λιποθυμικό επεισόδιο, αλλά σε έντονη δυσφορία, που ένοιωσε κατά την εκδήλωση της πυρκαγιάς, ενώ αμέσως μετά, όπως ο ίδιος καταθέτει προσπάθησε με τον … και ανθρώπους της μαρίνας να μετακινήσουν το σκάφος του. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσα κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο μάρτυρας αποδείξεως, ήτοι ότι ο δεύτερος ενάγων μετά το περιστατικό εμφάνισε σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, καθώς και διαταραχές ύπνου, δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση αγωγής, αφού δεν εκτίθενται σε αυτή, αλλά για πρώτη φορά αναφέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου από τον ως άνω μάρτυρα κατά την εξέτασή του στο ακροατήριο, σε κάθε δε περίπτωση δεν προσκομίζονται από τον δεύτερο ενάγοντα ιατρικά πιστοποιητικά, για την απόδειξη των εν λόγω ισχυρισμών του. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της πρώτης ενάγουσας ότι το σκάφος της α) υπέστη ζημίες τον Ιανουάριο του έτους 2004, λόγω του γεγονότος ότι το καμένο πλοίο «…», παρέμεινε στο σημείο ελλιμενισμού του, μολονότι οι εναγόμενες, όφειλαν βάσει του 8ου όρου συναλλαγών-ελλιμενισμού της καταρτισθείσας σύμβασης με τον ιδιοκτήτη του προαναφερόμενου σκάφους, να το απομακρύνουν, με αποτέλεσμα αυτό να πλαγιοκτυπήσει, κατά τον ανωτέρω χρόνο, το δικό τους σκάφος και β) υπέστη ζημίες από την διάλυση του λιμενοβραχίονα, την 15-02-2005, που οφειλόταν σε κακή συντήρησή του από τις εναγόμενες και που είχε ως συνέπεια το κύμα να κτυπά, λόγω των ισχυρών ανέμων με σφοδρότητα το σκάφος της δεν αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα. Σημειωτέον δε ότι τα αναφερόμενα στις προσκομιζόμενες από την πρώτη ενάγουσα από … εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του εμπειρογνώμονος ατυχημάτων σκαφών, …, που συντάχθηκαν επ’ αφορμή των ανωτέρω συμβάντων, αντίστοιχα, κατ’ εντολή της πρώτης ενάγουσας δεν ενισχύονται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ενώ επιπλέον η τελευταία δεν προσκομίζει τιμολόγια ή εξοφλητικές αποδείξεις, από τα οποία να αποδεικνύεται ότι το σκάφος της έφερε ζημίες μετά τα ανωτέρω συμβάντα, οι οποίες, όπως η ίδια ισχυρίζεται αποκαταστάθηκαν στη συνέχεια πλήρως. Κατόπιν των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ειδικότερα α) ως προς την πρώτη εναγόμενη, λόγω του γεγονότος ότι αυτή, μετά την από 23-12-2002 σύμβαση μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, εκμίσθωσε, όπως ήδη αναφέρθηκε, στη δεύτερη εναγόμενη τον τουριστικό λιμένα …, και συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι αυτή (πρώτη εναγόμενη) δεν ευθύνεται έναντι των πλοιοκτητών ελλιμενιζόμενων σκαφών, που προβάλουν αξιώσεις από οποιαδήποτε αιτία κατά τον μετά την 01-01-2003 χρόνο και β) ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, λόγω του γεγονότος ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν τα γεγονότα που επικαλούνται στην υπό κρίση αγωγή τους. Τέλος, πρέπει οι ενάγοντες να καταδικαστούν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176, 191 παρ. 1 ΚΠολΔ, 63 και 68 Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων εκατό (5.100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 2021 και δημοσιεύτηκε στις 2021 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ