ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1906/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 676/369/24-01-2020 αγωγή)
………………………………………
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τo Γραμματέα Σωτήριο Σουλούκο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 09 Φεβρουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …Δ.Ο.Υ. Πλοίων, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μιχαήλ Σαρρής (Α.Μ./Δ.Σ.Π. 2757) και εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) … για τους οποίους προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Απόστολος Τουρκαντώνης (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 22802) και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-01-2020 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 676/24-01-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 369/24-01-2020, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων 847, 848 και 849 ΑΚ, συνάγεται ότι με τη σύμβαση εγγυήσεως, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη κυρίας οφειλής, ο εγγυητής αναλαμβάνει την (παρεπόμενη) υποχρέωση έναντι του δανειστή να εκπληρώσει την οφειλή του πρωτοφειλέτη, αν δεν την εκπληρώσει ο τελευταίος. Για την έγκυρη δε σύναψη της συμβάσεως εγγυήσεως απαιτείται έγγραφο, που περιορίζεται όμως μόνο στη δήλωση του εγγυητή, με την οποία τούτος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από την εγγύηση (ΑΠ 635/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ ΕλλΔνη 63/2013, 2014/181 ).
- II) Από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ) και το οποίο ορίζει ότι «Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέαι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως», σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν. 2842/2000, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει, με την αγωγή του, το ισότιμο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά την επίσημη τιμή του την ημέρα της πληρωμής (ΑΠ 613/1974 ΝοΒ 23.169, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 124/2014 ΑΠ 388/2015, ΝΟΜΟΣ), δηλαδή εκείνη που προκύπτει από το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο αποτελεί το κατά νόμο (αρ. 8 ν. 5422/32) αποδεικτικό μέσο αυτής (τιμής) (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 31,811, ΕφΑθ 5770/88 ΕλλΔνη 31, 375, ΕφΠειρ 571/1999, ΕφΠειρ. 546/2010, ΝΟΜΟΣ). Αντίστοιχα και το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαιτήσεως, δεν διατάζει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε ευρώ ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτελέσεως. Ως τρέχουσα τιμή του αλλοδαπού νομίσματος νοείται, κατ΄ άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, η τιμή στην οποία η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί το νόμισμα αυτό («Τρέχουσα τιμή συναλλάγματος εκάστης ημέρας, κατά τον παρόντα νόμον, είναι η τιμή, εις ην η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί συνάλλαγμα») (ΕφΠειρ 98/2019 αδημ.).
III) Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει, ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα και 4) πρόσφορος αιτιώδη σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με την αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε, χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Ειδικότερα η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελούμενου από την πράξη. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αρκεί να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση ή επιχειρείται η πράξη. Εξάλλου, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 ΠΚ, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημιάς αυτής, αλλά και όταν γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β’ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 2149/2014, ΑΠ 359/2012 ΝΟΜΟΣ).
ΙV) Η αθέτηση της συμβάσεως καθεαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία, μπορεί όμως μία ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010, ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στο δικαιούχο να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 347/2010, ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999, ΝΟΜΟΣ), όμως η ικανοποίηση της μιας επιφέρει απόσβεση και της άλλης (ΑΠ 261/1957, ΕφΠατρ 215/2005, Νόμος), εκτός αν η άλλη έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (βλ. Γεωργιάδη στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τομ. IV, εισαγ. άρθρα 914-938, αριθ.7-10, ΕφΘεσ 2393/2008, ΕφΘεσ 1137/2008, ΕφΑθ 116/2007, ΝΟΜΟΣ).
- V) Κατά το άρθρο 932 του ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσλήφθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον, καθώς και όταν προσβάλλεται η φήμη τους (βλ. ΑΠ 179/2011, ΑΠ 387/2005, ΑΠ 6/2004, ΝΟΜΟΣ). Για την αποκατάσταση δε αυτής της ηθικής βλάβης, τα προσβαλλόμενα νομικά πρόσωπα, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, να αναφέρουν ορισμένα ότι με την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας ή με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, γεγονότα τα οποία πρέπει να αποδείξουν με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά με συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση (βλ. ΑΠ 1381/2013, ΕφΠειρ 566/2018, ΝΟΜΟΣ).
- VI) Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη αυτών με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, ρυθμιζόμενη δε ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 του Κώδικα αυτού. Τούτο δε, καθόσον είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπεια της, όμως, ορίζεται με το άρθρο 939 ΑΚ, όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση θεμελιώνει την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη. Μόνο όταν ο οφειλέτης τελεί το υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα του εν λόγω άρθρου 397 ΠΚ με τους προβλεπόμενους με αυτό άλλους (πλην απαλλοτριωτικής πράξης) τρόπους, οπότε δεν ανακύπτει η περίπτωση της διάρρηξης, τίθεται ενδεχομένως ζήτημα αποζημίωσης (ΕφΠειρ 787/2014, ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, γίνεται δεκτό, ότι η καταδολιευτική απαλλοτρίωση, κατά την έννοια της ΑΚ 939, μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης βάσει των διατάξεων για τις αδικοπραξίες, ιδίως κατ’ άρθρο 919 ΑΚ, για την περαιτέρω, μη καλυπτόμενη από τη διάρρηξη ζημία, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ, ή όταν η συμμετοχή του τρίτου δεν εξαντλείται στη γνώση του δόλου του οφειλέτη, αλλά παίρνει τη μορφή συμπαιγνίας με αυτόν, ιδίως μέσω της κατάστρωσης και εκτέλεσης κοινού σχεδίου καταδολίευσης με αυτοτελή δόλο βλάβης των δανειστών. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό, το οποίο βρίσκεται πέρα από το «δόλο του οφειλέτη» και τη «γνώση του τρίτου», που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 ΑΚ προϋποθέσεις της διάρρηξης, εμφανίζει δε τη συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο, το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα (ΟλΑΠ 12/2008, ΝΟΜΟΣ, βλ. και Παπαδημητρόπουλο σε «ΣΕΑΚ I – Άρθρα 1-946», Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, Αθήνα 2010, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 939-946, παρ. 5, σελ. 1917-1918).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας ναυλομεσιτικές εργασίες ισχυρίζεται ότι, στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας και χάρη στις δικές της ενέργειες, την 26-10-2016, καταρτίστηκε μεταξύ της πλοιοκτήτριας, κατά το χρόνο της ναύλωσης, εταιρείας με την επωνυμία … (εκναυλώτριας εταιρείας, συμφερόντων των εναγομένων) και της εταιρείας με την επωνυμία … (ναυλώτριας εταιρείας) το από 26-10-2016 συμφωνητικό ναύλωσης του πλοίου …, σημαίας Παναμά, με αριθμό ΙΜΟ … Ότι στα πλαίσια του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ναύλωσης συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων και η αμοιβή της. Ότι η ως άνω σύμβαση εκτελέστηκε κανονικά, ήτοι το ως άνω πλοίο παραδόθηκε από την πλοιοκτήτρια στη ναυλώτρια και η ναυλώτρια κατέβαλε τα οφειλόμενα ναύλα στην πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ότι η αμοιβή της υπολογιζόταν με βάση τα ημερήσια ναύλα που εισέπραττε η πλοιοκτήτρια και ειδικότερα ο ημερήσιος ναύλος ανερχόταν στο ποσό των 11.500 δολαρίων ΗΠΑ, η δε αμοιβή της υπολογιζόταν σε ποσοστό 4,5% επί των 11.500 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ ποσό 200 δολαρίων ΗΠΑ κατέβαλε, επιπλέον, η πλοιοκτήτρια ως προμήθεια για τους συνεργάτες, που βοηθούσαν από τη Νιγηρία για να ολοκληρωθεί η συμφωνία. Ότι το σύνολο των χρημάτων που εισέπραξε η πλοιοκτήτρια, κατά τους χρόνους που αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 2.772.900 δολαρίων ΗΠΑ και ως εκ τούτου όφειλε να της καταβάλει ως προμήθεια το ποσό των 122.318,94 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον της προμήθειας των 47.288 δολαρίων ΗΠΑ για τους τοπικούς συνεργάτες της Νιγηρίας, ήτοι το συνολικό ποσό των 169.606,94 δολαρίων ΗΠΑ (122.318,94 δολάρια ΗΠΑ + 47.288 δολάρια ΗΠΑ). Ότι έναντι του ποσού αυτού η πλοιοκτήτρια εταιρεία της κατέβαλε το ποσό των 15.400 δολαρίων ΗΠΑ με έμβασμα στο λογαριασμό της και συνεπώς απέμεινε υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό ύψους 106.198,94 δολαρίων ΗΠΑ (122.318,94 δολάρια ΗΠΑ -15.400 δολάρια ΗΠΑ), καθώς και ποσό 25.000 δολαρίων ΗΠΑ μετρητοίς για τους τοπικούς συνεργάτες και το ποσό των 6.000 δολαρίων ΗΠΑ με έμβασμα στο λογαριασμό της. Ότι το συνολικό οφειλόμενο από την πλοιοκτήτρια εταιρεία σε αυτή ποσό ανήλθε στο ποσό των 123.206,94 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο (ποσό) η ίδια ουδέποτε αμφισβήτησε. Ότι η ίδια, δια της νομίμου εκπροσώπου της, εξέφραζε συνεχώς τις διαμαρτυρίες της προς τη διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου με την επωνυμία «… συμφερόντων των εναγομένων, η οποία εκπροσωπείται στην Ελλάδα από αυτούς, οι οποίοι τη διαβεβαίωναν ότι θα της κατέβαλαν τα χρήματα. Ότι, όταν, αρχές Νοεμβρίου του 2017, η νόμιμη εκπρόσωπός της τους προειδοποίησε ότι θα προβεί σε επιβολή ασφαλιστικών μέτρων και συντηρητική κατάσχεση του πλοίου, οι εναγόμενοι, στις 10-11-2017, δήλωσαν στην τελευταία ότι μετέφεραν στον λογαριασμό της (της ενάγουσας) το ποσό των 20.000 ευρώ, της απέστειλαν δε το από 10-11-2017 έγγραφο της ελβετικής Τράπεζας με την επωνυμία … προς απόδειξη της πίστωσης στον τραπεζικό της λογαριασμό του ποσού αυτού, πίστωσε όμως που ουδέποτε έλαβε χώρα, το δε ανωτέρω έγγραφο αποδείχθηκε ψευδές. Ότι στη συνέχεια και αφού η νόμιμη εκπρόσωπός της τους δήλωσε για ακόμη μια φορά ότι η ίδια (η ενάγουσα) θα προβεί σε συντηρητική κατάσχεση του πλοίου, οι εναγόμενοι της απέστειλαν το από 15-11-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα, με το οποίο ο πρώτος εξ αυτών, … νόμιμος εκπρόσωπος στην Ελλάδα της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου με την επωνυμία «… εγγυήθηκε τόσο ο ίδιος ατομικά όσο και για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού. Ότι, ομοίως, ο δεύτερος εξ αυτών, … εγγυήθηκε ατομικά την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, μολονότι δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω εταιρείας. Ότι ειδικότερα ανέφεραν ότι η εταιρεία με την επωνυμία «… εγγυάται ότι «όλο το οφειλόμενο υπόλοιπο θα διακανονιστεί εντός των επόμενων 40-60 ημερών». Ότι η ως άνω διαχειρίστρια εταιρεία κατέβαλε λίγες ημέρες αργότερα το ποσό των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ στον τραπεζικό της λογαριασμό και ως εκ τούτου η οφειλή ανήλθε στο ποσό των 118.205 δολαρίων ΗΠΑ (123.206,94 δολάρια ΗΠΑ – 5.000 δολάρια ΗΠΑ). Ότι αρχές Δεκεμβρίου 2017 και αφού έληξε η ναύλωση του ως άνω πλοίου διαπίστωσε ότι το εν λόγω πλοίο σταμάτησε να στέλνει το σήμα του προς όλα τα συστήματα καταγραφής και παρακολούθησης πλοίων και ξεκίνησε να κινείται προς άγνωστη κατεύθυνση, ενώ στις σχετικές οχλήσεις της προς τους εναγόμενους, οι τελευταίοι ουδέποτε απάντησαν. Ότι στη συνέχεια και κατά το έλεγχο για τον εντοπισμό τυχόν περιουσίας της διαχειρίστριας εταιρείας ή των εναγομένων διαπίστωσε ότι οι τελευταίοι 27-12-2017 είχαν προβεί σε εκποίηση του συνόλου των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που είχαν στο κτίριο που στεγάζονται τα γραφεία της διαχειρίστριας εταιρείας στο … ενώ επιπλέον, κατά το χρόνο που έδιναν διαβεβαιώσεις αποπληρωμής του χρέους, είχαν υπέρογκες οφειλές προς το δημόσιο και τρίτους. Ότι, κατόπιν αυτών, οι εναγόμενοι ευθύνονται απέναντί της ως εγγυητές, αφού αυτοί ανέλαβαν την ευθύνη να της καταβάλουν την οφειλή της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αλλά και αδικοπρακτικά, καθόσον με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά τους τέλεσαν σε βάρος της το αδίκημα της απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, διαθέτοντας ιδιαίτερη υποδομή και στέλνοντάς της ακόμη και ψευδή τραπεζικά παραστατικά, καθώς και το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, με αποτέλεσμα η ίδια να υποστεί περιουσιακή ζημία, ύψους 118.025 δολαρίων ΗΠΑ, αλλά και ηθική βλάβη ύψους 15.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον έκαστος, να της καταβάλουν α) το ποσό των 118.205 δολαρίων ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής ή επικουρικά το αντίστοιχο σε ευρώ ποσό με την τιμή ισοτιμίας δολαρίων ΗΠΑ/ευρώ κατά την ημέρα της πληρωμής, άλλως κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής, άλλως κατά την ημέρα ασκήσεώς της, β) το ποσό των 15.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, πλην του ποσού των 40 ευρώ, το οποίο επιφυλάσσεται να διεκδικήσει ως αποζημίωση για την ηθική της βλάβη ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων. Επιπλέον, η ενάγουσα ζητεί να διαταχθεί η προσωπική κράτηση των εναγομένων για ένα (1) έτος ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Τέλος, η ενάγουσα ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των νομίμων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων (βλ. σχετ. το υπ’ αριθ… ηλεκτρονικό e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών υπέρ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 1.191,95 ευρώ, σε συνδυασμό με το με κωδικό συναλλαγής … έγγραφο εξόφλησης ηλεκτρονικού παραβόλου της …), με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά, που δεν έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ από τον Ν. 4335/2015, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 22 και 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ.1 περ. α΄- 2, 3 Α του Ν.2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς, με την επισήμανση ότι οι απαρίθμηση στο άρθρο 51 παρ. 3 Β΄ των ναυτικών διαφορών είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική. Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρα 118 και 216 ΚΠολΔ), διότι περιέχει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωση των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, πλην του αιτήματος περί υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 14.960 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη που προηγήθηκε. Και τούτο, διότι προσβολή του νομικού προσώπου, ικανή να του προσπορίσει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που τυχόν αυτό υπέστη, υφίσταται μόνο εάν, εξ αιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς η οποία εκδηλώνεται εναντίον του, πλήττεται η εμπορική πίστη ή το εμπορικό μέλλον αυτού. Τα στοιχεία αυτά, δηλαδή η προσβολή της εμπορικής πίστης ή του εμπορικού μέλλοντος του νομικού προσώπου συνεπεία της άδικης σε βάρος του συμπεριφοράς, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις που αποτελούν την εκδήλωση της εν λόγω προσβολής, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα στο δικόγραφο της αγωγής, προκειμένου το δικαστήριο να μπορεί να κρίνει το νόμω βάσιμο ή μη, του εν λόγω αιτήματος, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα ειδικότερα, στη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΚΠολΔ. Πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα εταιρία, αν και νομικό πρόσωπο δεν επικαλείται στο δικόγραφο της αγωγής της τα ως άνω στοιχεία. Επιπρόσθετα η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στις ανωτέρω μείζονες σκέψεις, καθώς και σε αυτές των άρθρων 71, 340, 341, 345, 346, 361, 481 ΑΚ, 176, 191 παρ.2, 907, 908 παρ. 1 περ. δ΄, 1047 ΚΠολΔ, 63 και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων», πλην α) του αιτήματος επιδίκασης αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, για το λόγο ότι οι εναγόμενοι τέλεσαν σε βάρος της το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, το οποίο τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, αφού ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 ΠΚ εγκλήματος, αυτό δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη, εν προκειμένω, δε, δεν γίνεται επίκληση στοιχείων περισσότερων ή βαρύτερων από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχεία VI μείζονα σκέψη και β) του αιτήματος περί επιδικάσεως αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, καθώς και του επικουρικού αιτήματος περί επιδικάσεως του ισάξιου σε ευρώ του ως άνω ποσού κατά την ημέρα συζήτησης της αγωγής, άλλως ασκήσεως αυτής, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙ μείζονα σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 ν. 5422/1932 συνάγεται ότι ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Πρέπει συνεπώς η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, από την υπ’ αριθ… ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος …, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κοσμά, η οποία ελήφθη επιμελεία των εναγομένων, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών … και από την εν γένει αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρεία με την επωνυμία … η οποία εδρεύει …, έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τις ναυλομεσιτικές εργασίες. Την 26-10-2016, στο πλαίσιο της επαγγελματικής της δραστηριότητας και κατόπιν δικών της ενεργειών καταρτίστηκε το με την ανωτέρω ημεροχρονολογία συμφωνητικό ναύλωσης με αντικείμενο τη ναύλωση του πλοίου «…», σημαίας Παναμά , με αριθμό ΙΜΟ … μεταξύ της πλοιοκτήτριας αυτού, κατά το χρόνο της ναύλωσης, εταιρείας με την επωνυμία … (εκναυλώτριας), συμφερόντων των εναγομένων και της εταιρείας με την επωνυμία …» (ναυλώτριας) και το ως άνω πλοίο παραδόθηκε από την πλοιοκτήτρια εταιρεία στη ναυλώτρια. Στο πλαίσιο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ναύλωσης συμφωνήθηκε και η αμοιβή της ενάγουσας, λόγω της μεσιτείας της στην κατάρτισή του, σε ποσοστό 4,5% επί του ημερήσιου ναύλου, που εισέπραττε η πλοιοκτήτρια, ο οποίος ανερχόταν στο ποσό των 11.500 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ ποσό 200 δολαρίων ΗΠΑ θα κατέβαλε επιπρόσθετα η πλοιοκτήτρια ως προμήθεια για τους συνεργάτες, που βοήθησαν από τη Νιγηρία για να ολοκληρωθεί η μεταξύ των ανωτέρω εταιρειών συμφωνία. Διαχειρίστρια εταιρεία (του ν. 89/1967) του πλοίου ήταν η εταιρεία με την επωνυμία …», που ήταν –κατά τον ανωτέρω χρόνο – νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα και είχε την έδρα της στο …, η οποία θα κατέβαλε την ανωτέρω αμοιβή στην ενάγουσα, για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Ειδικότερα η αμοιβή της ενάγουσας, κατά το χρόνο που το πλοίο παρέμεινε ναυλωμένο, διαμορφώθηκε ως εξής: 1) πρώτος ναύλος: 31 ημέρες (30-10-2016 έως 30-11-2016) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 356.500 δολάρια ΗΠΑ, 2) δεύτερος ναύλος: 31 ημέρες (30-11-2016 έως 31-12-2016) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 356.500 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου=16.042,50 δολάρια ΗΠΑ +6.200 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια ΗΠΑ χ31 ημέρες), 3) τρίτος ναύλος: 30,44 ημέρες (30-10-2016 έως 31-11-2017, με αφαίρεση των ημερών που το πλοίο ήταν εκτός ναύλωσης) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 349.198,76 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου=15.713,94 δολάρια ΗΠΑ + 6.088 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια ΗΠΑ χ 30,44 ημέρες), 4) τέταρτος ναύλος: 21 ημέρες (11-03-2017 έως 31-03-2017) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 241.500 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου = 10.867,50 δολάρια ΗΠΑ + 4.200 δολάρια ΗΠΑ (200 $ χ 21 ημέρες), 5) πέμπτος ναύλος: 31 ημέρες (09-05-2017 έως 09-06-2017) χ 11500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 356.500 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου = 16.042,50 δολάρια ΗΠΑ + 6.200 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια ΗΠΑ χ 31 ημέρες), 6) έκτος ναύλος: 30 ημέρες (09-06-2017 έως 08-07-2017) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 345.500 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου = 15.525 δολάρια ΗΠΑ + 6.000 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια ΗΠΑ χ 30 ημέρες), 7) έβδομος ναύλος : 31 ημέρες (09-07-2017 έως 09-08-2017) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 356.500 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου = 16.042,50 δολάρια ΗΠΑ + 6.200 (200 δολάρια ΗΠΑ χ 31 ημέρες) και 8) όγδοος ναύλος: 31 ημέρες (09-08-2017 έως 08-09-2017) χ 11.500 δολάρια ΗΠΑ ημερησίως = 356.500 δολάρια ΗΠΑ χ 4,5 % προμήθεια επί του ναύλου = 16.042,50 δολάρια ΗΠΑ + 6.200 δολάρια ΗΠΑ (200 δολάρια ΗΠΑ χ 31 ημέρες). Ήτοι η πλοιοκτήτρια εισέπραξε το συνολικό ποσό των 2.772.900 δολαρίων ΗΠΑ και η προμήθεια που θα όφειλε να καταβάλει στην ενάγουσα ανήλθε στο ποσό των 169.606,94 δολαρίων ΗΠΑ (122.318,94 δολάρια ΗΠΑ, πλέον της προμήθειας, ποσού 47.288 δολαρίων ΗΠΑ για του τοπικούς συνεργάτες στη Νιγηρία), πλην όμως εκείνη της κατέβαλε το ποσό των 15.400 δολαρίων ΗΠΑ με έμβασμα στο λογαριασμό της και συνεπώς απέμεινε υπόλοιπο ποσό 106.198,94 δολαρίων ΗΠΑ (122.318,94 δολάρια ΗΠΑ -15.400 δολάρια ΗΠΑ), καθώς και το ποσό των 31.000 δολαρίων ΗΠΑ (εκ του οποίοι ποσό 25.000 δολάρια ΗΠΑ σε μετρητά και ποσό 6.000 δολάρια ΗΠΑ με έμβασμα στο λογαριασμό της) και συνεπώς απέμεινε υπόλοιπο ποσό 16.288 δολαρίων ΗΠΑ (47.288 δολάρια ΗΠΑ – 31.000 δολάρια ΗΠΑ). Συνεπώς, το συνολικά οφειλόμενο στην ενάγουσα από την πλοιοκτήτρια εταιρεία ποσό ανήλθε σε 123.206.95 δολαρίων ΗΠΑ (106.198,94 δολάρια ΗΠΑ υπόλοιπο από τις δικές της προμήθειες + 16.288 δολάρια ΗΠΑ υπόλοιπο από τις προμήθειες τοπικών συνεργατών). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι δεν κατέβαλαν το ως άνω ποσό παρά τις συνεχείς προς τούτο υποσχέσεις τους στις σχετικές οχλήσεις της ενάγουσας. Αρχές Νοεμβρίου του έτους 2017, η νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας, …, προειδοποίησε για πολλοστή φορά τον πρώτο εναγόμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου με την επωνυμία …» και αφετέρου αμφότερους του εναγόμενους ατομικά, ως τα πρόσωπα στα αποκλειστικά συμφέροντα των οποίων ανήκει η λειτουργία και εκμετάλλευση τόσο της ανωτέρω διαχειρίστριας εταιρείας, όσο και της πλοιοκτήτριας εταιρείας ότι θα επιδίωκε τη νόμιμη είσπραξη των χρημάτων της εταιρείας και ειδικότερα ότι θα ζητούσε την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων και την απαγόρευση απόπλου σε βάρος του ως άνω πλοίου. Ωστόσο, οι εναγόμενοι, στις 10-11-2017, με ψευδείς παραστάσεις διαβεβαίωσαν την ενάγουσα ότι στο λογαριασμό που αυτή τηρεί στην τράπεζα … πιστώθηκε ήδη από αυτούς το ποσό των 20.000 δολαρίων ΗΠΑ, προς απόδειξη δε του γεγονότος τούτου της απέστειλαν το από 10-11-2017 έγγραφο της ελβετικής Τράπεζας …». Το ποσό, ωστόσο, αυτό αποδεικνύεται ότι ουδέποτε πιστώθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το εν λόγω ένταλμα πληρωμής προς την ελβετική Τράπεζα δεν μπόρεσε να εκτελεστεί λόγω του ότι η διαχειρίστρια εταιρεία είχε οφειλές προς την τελευταία, απορρέουσες από δανειακή σύμβαση και ως εκ τούτου το εναπομείναν ποσό στο λογαριασμό της είχε δεσμευτεί από την Τράπεζα την ίδια ημέρα, με αποτέλεσμα η σχετική εντολή να μην ήταν δυνατό να εκτελεστεί, γεγονός που αυτοί (οι εναγόμενοι) αγνοούσαν. Ο σχετικός ισχυρισμός τους, ωστόσο, δεν αποδεικνύεται από έγγραφο της ελβετικής Τράπεζας, ενώ επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το έγγραφο της ελβετικής τράπεζας που αυτοί απέστειλαν στην ενάγουσα εταιρεία προκύπτει ότι είχε ήδη λάβει χώρα πίστωση, ποσού 20.000 δολαρίων ΗΠΑ στο λογαριασμό της, γεγονός αναληθές. Σε κάθε δε περίπτωση οι εναγόμενοι, προέβησαν και σε προφορικές διαβεβαιώσεις προς την ενάγουσα περί της καταβολής του ποσού των 20.000 δολαρίων ΗΠΑ, μολονότι γνώριζαν ότι υφίσταντο ανεξόφλητες δανειακές υποχρεώσεις της διαχειρίστριας εταιρίας, προς εξόφληση, μάλιστα, των οποίων η τελευταία, είχε ήδη προβεί, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων, σε διασύνδεση του ως άνω ελβετικού τραπεζικού λογαριασμού με την εξυπηρέτησή τους. Στη συνέχεια και στην προσπάθεια της να εξασφαλίσει την αποχή της ενάγουσας από οποιαδήποτε καταδιωκτική σε βάρος της ενέργεια, η διαχειρίστρια εταιρεία, δια των διευθυνόντων συμβούλων αυτής- εναγομένων εγγυήθηκε νομότυπα, πλην όμως προσχηματικά, με το από 15-11-2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τον διακανονισμό της οφειλόμενης απαίτησης εντός των επόμενων ημερών 40-60 ημερών. Ειδικότερα, στο ανωτέρω από 15-11-2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που απέστειλε η διαχειρίστρια εταιρεία …» στην ενάγουσα εταιρεία αναφέρονται τα κάτωθι: «Παρόλο που είναι πραγματικά δυσάρεστο από την πλευρά μας να σας δώσουμε τέτοια πληροφορία, … εγγυάται ότι όλο το οφειλόμενο υπόλοιπο θα διακανονιστεί εντός των επόμενων 40-60 ημερών. Ως εκ τούτου θα είμαστε ευγνώμονες αν μας παρέχεται αυτόν τον επιπλέον χρόνο και με τη βοήθειά σας σε αυτή τη δύσκολη περίοδο και να είστε σίγουροι ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω καθυστέρηση από την παραπάνω πρότασή μας. Θεωρούμε ότι θα δεχθείτε την παραπάνω δέσμευσή μας……, Διευθύνοντες Σύμβουλοι …. Ως πράκτορες μόνο..». Ωστόσο, η ανωτέρω δήλωση έγινε από την διαχειρίστρια εταιρεία, δια των διευθυνόντων συμβούλων αυτής – εναγομένων και ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι δεν ευθύνονται ατομικά, ως εγγυητές, για την αποπληρωμή της προαναφερθείσας οφειλής της πλοιοκτήτριας εταιρείας, βάσει της ανωτέρω έγγραφης δηλώσεως. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι προέβησαν προφορικά σε διαβεβαιώσεις αποπληρωμής του τιμήματος και ατομικά, ενώ λίγες ημέρες αργότερα η διαχειρίστρια εταιρεία κατέβαλε στον τραπεζικό λογαριασμό της ενάγουσας το ποσό των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ και το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό ανήλθε σε 118.205 δολάρια ΗΠΑ (123.206,94 δολάρια ΗΠΑ – 5.000 δολάρια ΗΠΑ). Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι αρχές Δεκεμβρίου του έτους 2017 και αφού έληξε η ναύλωση του πλοίου, η ενάγουσα διαπίστωσε ότι το πλοίο, αποκλειστικά συμφερόντων των εναγομένων, σταμάτησε να στέλνει το σήμα του προς όλα τα συστήματα καταγραφής και παρακολούθησης πλοίων, με αποτέλεσμα να καθίσταται έκτοτε δυσχερής ο εντοπισμός του. Η νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας, στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει με τους εναγόμενους τους απέστειλε την από 11-12-2017 εξώδικη διαμαρτυρία της, με την οποία απαίτησε την καταβολή του ως άνω οφειλόμενου ποσού των 118.205 δολαρίων ΗΠΑ, στην οποία οι εναγόμενοι ουδέποτε απάντησαν. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι όχι μόνο δεν προέβησαν σε καμία καταβολή ή διακανονισμό της οφειλής, αλλά με το υπ’ αριθ. … συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Μαυρουδή μεταβίβασαν στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία … μια οριζόντια ιδιοκτησία που καταλάμβανε ολόκληρο τον τρίτο όροφο του επί της … κείμενου κτιρίου, καθώς και δέκα οκτώ (18) θέσεις στάθμευσης και μια (1) αποθήκη, έναντι συνολικού τιμήματος 1.000.000 ευρώ, εκ του οποίου το αναλογούν ποσό στον καθένα εξ αυτών ανερχόταν στο ποσό των 333.333€. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι, κατά το χρόνο που έδιναν της ανωτέρω διαβεβαιώσεις εξόφλησης του τιμήματος είχαν οφειλές μεγάλου ύψους προς ασφαλιστικούς οργανισμούς και προς τη Δ.Ο.Υ., αφού μεγάλο μέρος του άνω καταβληθέντος τιμήματος για τις μεταβιβάσεις των ανωτέρω οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, όπως αποδεικνύεται από το ως άνω συμβόλαιο μεταβίβασης, καταβλήθηκε με την έκδοση επιταγών σε διαταγή απευθείας των ανωτέρω. Οι εναγόμενοι μάλιστα, κατά το χρόνο των διαβεβαιώσεων, όφειλαν και σε τρίτους ιδιώτες, αφού σε ακίνητα του πρώτου εναγομένου εγγράφηκαν εμπράγματα βάρη, ενώ σε βάρος του δευτέρου εναγομένου έχει ασκηθεί από μέρους Τραπεζών αγωγή διάρρηξης μεταβιβάσεως, στην οποία αυτός προέβη, ως καταδολιευτικής. Ειδικότερα, επί τριών (3) ακινήτων του πρώτου εναγομένου, που βρίσκονται στο Δήμο Ερμιονίδας-Αργολίδας έχει εγγραφεί στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Μάσσητος (τόμος … δυνάμει της υπ’ αριθ. 128/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσημείωση υποθήκης, ποσού 50.000 ευρώ, υπέρ της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …. Περαιτέρω, η «… και η … έχουν ασκήσει σε βάρος του δευτέρου εναγομένου αγωγή διάρρηξης δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής (που έχει νόμιμα εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Μάσσητος), ήτοι αγωγή διάρρηξης ενός συμβολαίου δωρεάς αγρού στη θέση «Τριανταφύλλι» της κτηματικής περιφέρειας Ερμιόνης του Δήμου Ερμιονίδας Π.Ε Αργολίδας, στην οποία αυτός προέβη (κατά το δικαίωμα της επικαρπίας στη σύζυγό του … και της ψιλής κυριότητας στο ανήλικο τέκνο του …), δυνάμει του υπ’ αριθ. … συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Καραλή, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μάσσητος (τόμος … Από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι με ψευδή και απατηλά μέσα, καθώς και με δόλιο τρόπο διαβεβαίωναν συνεχώς την ενάγουσα περί της επικείμενης εξόφλησης της ένδικης απαίτησής, μολονότι γνώριζαν ότι αυτή δεν επρόκειτο να λάβει χώρα. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ήδη κατά το χρόνο που προέβαιναν στις διαβεβαιώσεις, γνώριζαν ως προς το μεν υποσχεθέν ποσό των 20.000 δολαρίων ΗΠΑ, για το οποίο μάλιστα της απέστειλαν και το προαναφερθέν έγγραφο της ελβετικής Τράπεζας, ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο προς καταβολή στην ενάγουσα ποσό μεγαλύτερο των 5.000 δολαρίων ΗΠΑ στον τραπεζικό λογαριασμό της διαχειρίστριας εταιρείας στην προαναφερθείσα τράπεζα, ως προς δε τις προφορικές τους διαβεβαιώσεις περί δήθεν τακτοποίησης του συνόλου της οφειλής σε 40-60 ημέρες ότι δεν επρόκειτο να προβούν σε οποιαδήποτε καταβολή, ενόψει και των προαναφερόμενων χρεών τους, καθώς και των χρεών της διαχειρίστριας εταιρείας [βλ. την κατάθεση της μάρτυρος … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Κοσμά, η οποία αναφέρει ότι «Είναι αλήθεια ότι η εταιρείαT. είχε περιέλθει εκείνη την περίοδο (ενν. τον Νοέμβριο του 2017) σε δύσκολη οικονομική κατάσταση»), γεγονός, άλλωστε, που οδήγησε και στην κατάσχεση του ανωτέρω πλοίου «…» στη Ναμίμπια, από έτερο δανειστή της πλοιοκτήτριας εταιρείας, στις 16-01-2018, καθώς και των λοιπών δύο πλοίων, που διαχειριζόταν η εταιρεία «T. », με αποτέλεσμα η τελευταία να καταρρεύσει οικονομικά και να σταματήσει τη λειτουργία της την άνοιξη του έτους 2018. Σημειωτέον δε ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ναυλώτρια εταιρεία δεν κατέβαλε τα ναύλα στην πλοιοκτήτρια δεν αναιρεί την παράνομη και αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, διότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενοι είχαν συνδέσει τις διαβεβαιώσεις τους προς την ενάγουσα περί της επικείμενης εξόφλησης της οφειλής με την προηγούμενη ή έστω ταυτόχρονη εξόφληση της οφειλής από μέρους της ναυλώτριας. Σε κάθε περίπτωση ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων προβάλλεται αορίστως αφού δεν επικαλούνται το ύψος των εν λόγω οφειλών. Σημειωτέον δε ότι το δε επικαλούμενο από αυτούς από 18-09-2017 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που η εταιρεία … απέστειλε προς την ναυλώτρια εταιρεία δεν φέρει ηλεκτρονική διεύθυνση παραλήπτη και ως εκ τούτου δεν δύναται να αξιολογηθεί από το παρόν Δικαστήριο. Με την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, συνεπώς, οι εναγόμενοι το μόνο που επεδίωκαν ήταν να μεθοδεύσουν την περαιτέρω αναβολή και την άμεση αποτροπή της ικανοποίησης της ληξιπρόθεσμης απαίτησης της ενάγουσας μέσω της δικαστικής οδού και της εντεύθεν λήψης αναγκαστικών μέτρων εκτέλεσης σε βάρος όχι μόνο του ως άνω πλοίου αλλά και της ακίνητης περιουσίας τους. Έχοντας δε εκ των προτέρων ειλημμένη την απόφαση να μην εξοφλήσουν ή έστω διακανονίσουν της απαίτηση της ενάγουσας κατά το χρόνο που η διαχειρίστρια εταιρεία εγγυούταν και αυτοί (οι εναγόμενοι) διαβεβαίωναν περί του αντιθέτου και με τη χρήση ψευδών στοιχείων (έγγραφο ελβετικής Τράπεζας), καθώς και την απόκρυψη των χρεών της διαχειρίστριας εταιρείας καθώς και των υπέρογκων χρεών τους προς ιδιώτες και δημόσιο, έπεισαν την ενάγουσα να παραλείψει να επιδιώξει άμεσα, ήτοι κατά τους κρίσιμους, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, χρόνους του Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2017 τη διασφάλιση της απαίτησής της με τη λήψη δικαστικών – αναγκαστικών μέτρων τόσο σε βάρος σημαντικού μέρους της τότε δικής τους ακίνητης περιουσίας, όσο και σε βάρος του προαναφερόμενου πλοίου. Από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, η οποία στοιχειοθετεί το αδίκημα της απάτης, η ενάγουσα υπέστη θετική ζημία ανερχόμενη στο ποσό των 118.205 δολαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί στην ανεξόφλητη αμοιβή της επί του συμφωνηθέντος ναύλου στο ανωτέρω από 26-10-2016 και ήδη λυθέν συμφωνητικό ναύλωσης του πλοίου …, σημαίας Παναμά. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς, εις ολόκληρον έκαστος, στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των εκατόν δέκα οκτώ χιλιάδων διακοσίων πέντε (118.205) δολαρίων ΗΠΑ, με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ, κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επιβράδυνση της εκτέλεσης θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Περαιτέρω, πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της αφερεγγυότητας των εναγομένων, που ενέχονται από αδικοπραξία, να απαγγελθεί σε βάρος καθενός από αυτούς, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης και μετά την τελεσιδικία της (άρθρα 1047 παρ. 1 και 2, 1049 παρ. 1 ΚΠολΔ), προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών. Τέλος, οι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρο 178 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 παρ. 1, στ. i περ. α΄ και 68 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστος, το ισόποσο σε ευρώ των εκατόν δέκα οκτώ χιλιάδων διακοσίων πέντε (118.205) δολαρίων ΗΠΑ, με την επίσημη ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ προς ευρώ, κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.
ΑΠΑΓΓΕΛΕΙ σε βάρος εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας τριών (3) μηνών, ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της παρούσας απόφασης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους σε καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εκατό (4.100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του …, στις
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ