ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1908/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 2306/1172/12-03-2020 αγωγή)
………………………………………
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Μαΐου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία …, με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Χρήστος Ρούπας (Α.Μ.Δ.Σ. Πατρών 1122) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Αικατερίνη Αναγνωστοπούλου (Α.Μ./Δ.Σ.Α 31335) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία … και εκπροσωπείται νομίμως από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…, η οποία εδρεύει στον …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Πράσσος (Α.Μ./Δ.Σ.Π 3014) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 11-03-2020 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2306/12-03-2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 1172/12-03-2020, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» [Βρυξέλλες Ι], που ισχύει από την 1.3.2002 (άρθρο 76 του ίδιου Κανονισμού) ως εσωτερικό δίκαιο που αντικατέστησε την ιδίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 17 της προϊσχύουσας Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών 1968, «αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Μία τέτοια συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να καταρτιστεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό τύπο ανταποκρινόμενο στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό τύπο ανταποκρινόμενο στις συνθήκες, τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν, και οι οποίες είναι γνωστές ευρέως σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους, για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1, 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τον οποίο καταργήθηκε ο ως άνω Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 (βλ. άρθρο 80 Καν 1215/2012) και ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ή καταγράφονται και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015 (βλ. άρθρο 66 Καν 1215/2012), «1. Αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, ή γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. 2. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί “γραπτά”». Υπό την έννοια αυτή η ανωτέρω συμφωνία μπορεί να καταχωρηθεί στη φορτωτική που εκδίδεται από το θαλάσσιο μεταφορέα για τη μεταφορά πραγμάτων και, κατά ρητή διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Καν 1215/2012 (η οποία αντικατέστησε την ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Καν 44/2001, που είχε αντικαταστήσει την επίσης ομοίου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 της Συμβάσεως των Βρυξελλών), καταρτίζεται γραπτώς ή προφορικώς με γραπτή επιβεβαίωση, πρέπει, δηλαδή, καταρχήν η φορτωτική να φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων, ήτοι του εκδότη (πλοιάρχου ή εξουσιοδοτημένου πράκτορα) και του φορτωτή των προς μεταφορά πραγμάτων ή του παραλήπτη αυτών (ΕφΘεσ 1133/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Καν 44/2001 και ήδη η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του εφαρμοζόμενου στην προκειμένη περίπτωση Καν 1215/2012 δεν απαιτεί υποχρεωτικά γραπτή κατάρτιση της συμφωνίας, αλλά αρκείται και α) «σε μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι» ή και β) «σε μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν…»· όμως, έστω και αν από τη φύση της η ως άνω μορφή χαλαρώνει την εκδήλωση της συμφωνίας των μερών, η ίδια ύπαρξη της συμφωνίας αποτελεί προϋπόθεση της παρεκτάσεως και θα πρέπει να γίνεται επίκληση αυτής. Σημειώνεται ότι η τελευταία περίπτωση αφορά, κυρίως, στις ρήτρες παρεκτάσεως που περιέχονται στους λεγόμενους «Γενικούς Όρους των Συναλλαγών». Η τήρηση, όμως, της προϋπόθεσης αυτής δεν αρκεί προς απόδειξη της συναίνεσης του αντισυμβαλλόμενου, δοθέντος ότι πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη συμφωνίας βουλήσεων για να συμπεριληφθούν στη σύμβαση γενικός όρος και οι επί μέρους ρήτρες τους [βλ. σχετ. με την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 23 παρ. 1 Καν 44/2001, την αιτιολογική σκέψη 11 του Κανονισμού, σύμφωνα με την οποία αυτή ακριβώς η σύμπτωση βουλήσεων των μερών είναι που δικαιολογεί την υπεροχή η οποία απονέμεται, δυνάμει της αρχής της αυτονομίας της βουλήσεως, στην επιλογή άλλου δικαιοδοτικού οργάνου από εκείνο που θα ήταν ενδεχομένως αρμόδιο δυνάμει του Κανονισμού (αποφάσεις της 21ης Μαΐου 2015, El Majdoub, C-322/14, ΕU:C:2015:334, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 20ής Απριλίου 2016, PROFIT INVESTΕMENT SIM, C-366/13, ΕU:C:2016:282, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) – ΑΠ 1166/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Ενόψει των συνεπειών που μπορεί να έχει μία τέτοια επιλογή για τη θέση των μερών στη δίκη, οι προϋποθέσεις στις οποίες υπάγει το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού το κύρος των ρητρών παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας ερμηνεύονται στενώς (ΔΕΚ C-64/2017, απόφαση 8-3/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. ΑΠ 1166/2019, ΕφΘεσ 1133/2012 ο.π.). Ειδικά για την περίπτωση έντυπης ρήτρας σε φορτωτική υπογεγραμμένη μόνο από το μεταφορέα, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) δέχθηκε σε υπόθεση (19.6.1984) ότι, εκτός από την περίπτωση γραπτής εκ των υστέρων αποδοχής των όρων της φορτωτικής από τον κομιστή, η ισχύς της ρήτρας παρέκτασης γίνεται δεκτή και στις εξής δυο περιπτώσεις: α) εάν υπάρχει προηγούμενη προφορική συμφωνία των μερών που αναφέρεται ρητά στη ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, η δε φορτωτική, υπογεγραμμένη από το μεταφορέα, πρέπει να λογιστεί ως γραπτή επιβεβαίωση της συμφωνίας και β) εάν η φορτωτική εντάσσεται στο πλαίσιο διαρκών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μερών και εφόσον αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω σχέσεις διέπονται από γενικούς όρους που περιλαμβάνουν αυτή τη ρήτρα (βλ. ΕφΘεσ 1133/2012 ο.π.). Εάν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δημιουργείται αποκλειστική (κατά κανόνα -άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού) διεθνής δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου προς εκδίκαση της διαφοράς. Αντιθέτως, εάν οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, με συνέπεια το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας να κρίνεται κατά τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου (βλ. ΟλΑΠ 4/1992 ΕλλΔνη 1992.749, ΑΠ 706/2003 ΕΝαυτΔ 2003.181, ΕφΠειρ 174/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 112/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 516/2009 ΕΝαυτΔ 2009.389).
ΙΙ. Εξάλλου, με το άρθρο πρώτο του ν. 2107/1992 κυρώθηκαν από την Ελλάδα και αποτελούν, κατ’ άρθρο 28 του Συντάγματος, εσωτερικό κανόνα δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών της 25-08-1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» και τα τροποποιητικά αυτής πρωτόκολλα της 23-02-1968 και της 26-12-1979 (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων δεύτερου και τρίτου του πιο πάνω νόμου και των άρθρων 1 περ. β΄, 2, 3παρ.1, 5 παρ. 2 και 10 παρ. 2 και 3 της προαναφερόμενης Διεθνούς Σύμβασης προκύπτει ότι η εν λόγω Σύμβαση έχει εφαρμογή στην Ελλάδα από την 26-06-1993 α) σε κάθε σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων, στην οποία τα λιμάνια φόρτωσης και εκφόρτωσης βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη, εφόσον η μεταφορά αυτή καλύπτεται από φορτωτική ή άλλο παρόμοιο έγγραφο, που αποτελεί τίτλο για τη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. Με την αναφορά στις μεταφορές αυτές ο νόμος επεκτείνει την εφαρμογή των διεθνών κειμένων στην ως άνω κατηγορία των διεθνών θαλασσίων μεταφορών, των οποίων η αλλοδαπότητα στηρίζεται στο αντικειμενικό κριτήριο των διαφορετικών κρατών στα οποία ανήκουν τα λιμάνια φορτώσεως και εκφορτώσεως. Η ρύθμιση αυτή, όπως είναι προφανές, αποτελεί κανόνα ουσιαστικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, κανόνα δηλαδή που καθορίζει απ’ ευθείας το εφαρμοστέο δίκαιο σε σχέσεις ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Επομένως, εφαρμοστέο δίκαιο για τις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές υπό φορτωτική αποτελεί η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, όπως τροποποιήθηκε με τα μεταγενέστερα Πρωτόκολλα της του 1968 και του 1979 (ΕφΠειρ 672/2005, ΠειρΝομ 2005,513). Επίσης, η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται και β) σε κάθε θαλάσσια μεταφορά μεταξύ ελληνικών λιμένων, είτε εκδόθηκε φορτωτική είτε όχι (ΑΠ 928/2011, ΕΕμπΔ 2011, 880, ΧρΙδΔ 2012, 203, ΑΠ 376/2008, ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 3 παρ.1, 4παρ.1 και 5 εδ. β΄, και 4β της άνω Διεθνούς Σύμβασης, όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23-02-1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών και το άρθρο 4β προστέθηκε με το άρθρο 3 του ως άνω Πρωτοκόλλου, σαφώς συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας ευθύνεται για τη βλάβη ή την απώλεια των πραγμάτων που μεταφέρει. Οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 παρ. 1 των Κανόνων Xάγης-Βίσμπυ θεσπίζουν τη νόθο αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα με την έννοια ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου ο τελευταίος έχει το βάρος απόδειξης ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα. Η ευθύνη αυτή υφίσταται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 135 ΚΙΝΔ και του άρθρου 3 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, έναντι οποιουδήποτε προσώπου που έχει ενδιαφέρον επί του φορτίου, υπό την έννοια ότι είναι φορέας δικαιώματος που απορρέει από τη σύμβαση και μπορεί να θεωρηθεί ότι ζημιώνεται άμεσα από την απώλεια ή βλάβη τούτου, τέτοια δε πρόσωπα μπορεί να είναι ο φορτωτής, ο παραλήπτης, που είναι συνήθως και νόμιμος κομιστής της φορτωτικής, ο ασφαλιστής του φορτίου που κατέβαλε την ζημία του ασφαλιζομένου του και υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα αυτού είτε με διάταξη νόμου είτε με εκχώρηση της σχετικής απαίτησης και ο επί του φορτίου ενεχυρούχος δανειστής ή εκδοχέας των δικαιωμάτων του παραλήπτη (ΑΠ 928/2011, ο.π., ΕφΠειρ 835/2010, ΔΕΕ 2011,483, ΕΕμπΔ 2011,656, ΕΝαυτΔ 2011,181, ΕφΠειρ 792/2010, ΕΝαυτΔ 2010,332, ΕφΠειρ 167/2010, ΔΕΕ 2010,826, ΕΝαυτΔ 2010,172 , ΕΕμπΔ 2010,685, ΝΟΜΟΣ). Με το προαναφερόμενο άρθρο 4 παρ. 5 εδ. β΄ της ίδιας Διεθνούς Σύμβασης, ορίζεται ότι «…σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, το συνολικό ποσό της αποζημίωσης θα υπολογίζεται σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να είχαν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Η αξία των εμπορευμάτων θα υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή για το εμπόρευμα ή αν δεν υπάρχει τέτοια τιμή, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά, ελλείψει δε αμφοτέρων, με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας …». Επομένως, η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή τιμή ή σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή στην αγορά ή αν δεν υπάρχει καμία από τις δύο, θα υπολογίζεται με βάση τη συνήθη αξία των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και ποιότητας στον τόπο και χρόνο που εκφορτώνονται από το πλοίο ή που θα έπρεπε να έχουν εκφορτωθεί, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς. Από τη διάταξη αυτή, που πηγή έχει την παρεμφερή διάταξη του άρθρου 23 της CMR, συνάγεται ότι ο θαλάσσιος μεταφορέας, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των πραγμάτων είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει την αξία τους στον τόπο και χρόνο εκφορτώσεως. Αποκαθίσταται δε η αξία που εξευρίσκεται με την απόδειξη της τιμής του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, εάν δεν υπάρχει τέτοια τιμή λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν δεν υπάρχει ούτε αυτή, η συνηθισμένη τιμή των εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας. Απαραίτητο και ουσιώδες, επομένως, στοιχείο της ιστορικής βάσεως της σχετικής αγωγής είναι η αναφορά μίας από τις αξίες αυτές στον ως άνω τόπο και χρόνο, η έλλειψη του οποίου καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο (ΕφΠειρ 835/2010, ο.π., ΕφΠειρ 560/2007, ΕΝαυτΔ 2007,323, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝαυτΔ 2005,331, .ΕφΠειρ 305/2005, ΠειρΝομ 2005,205, ΕΝαυτΔ 2005,101, ΕΕμπΔ 2005,79,3 ΕφΠειρ 201/2005, ΔΕΕ 2005,600, ΕΝαυτΔ 2005,199, ΕφΠειρ 325/2004, ΕΝαυτΔ 2004,124, ΕφΠειρ 160/2003, ΕΝαυτΔ 2003,261, ΕπισκΕμπΔ 2003,493, ΕφΠειρ 142/2003, ΕΕμπΔ 2003,680, ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, με το προαναφερόμενο άρθρο 4β παρ. 1 και 3 της εν λόγω Διεθνούς Σύμβασης ορίζεται ότι «1. Οι ενστάσεις και τα όρια ευθύνης που προβλέπονται σ’ αυτήν τη Σύμβαση θα ισχύουν για κάθε αξίωση κατά του μεταφορέα σχετικά με απώλεια ή ζημία σε εμπορεύματα που καλύπτονται από σύμβαση μεταφοράς είτε η αγωγή θεμελιώνεται σε συμβατική ευθύνη είτε σε εξωσυμβατική ευθύνη… 3. Το σύνολο των ποσών αποζημίωσης σε βάρος του μεταφορέα και των υπαλλήλων και πρακτόρων του δεν θα υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το όριο που προβλέπεται σ’ αυτήν τη Σύμβαση». Έτσι, και στην περίπτωση της αγωγής με βάση την αδικοπραξία, η αποζημίωση θα υπολογισθεί κατά τον ίδιο προαναφερθέντα τρόπο, και συνεπώς, και στην αγωγή αυτή, ο ως άνω ειδικός προσδιορισμός της αξίας των απολεσθέντων ή βλαβέντων πραγμάτων είναι ουσιώδες και αναγκαίο στοιχείο της ιστορικής βάσεώς της (ΕφΠειρ 835/2010, ο.π., ΕφΠειρ 194/2009, ΕΝαυτΔ 2009 , 417, ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 201/2005, ο.π., ΕφΠειρ 142/2003, ο.π., ΕφΠειρ 160/2003, ο.π.). Τέλος, από τη διατύπωση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 5 εδαφ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, σε συνδυασμό με την παρ. 1 αυτού, προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό της καταβλητέας ως άνω αποζημιώσεως και την έκταση της, δεν περιλαμβάνονται σε αυτή οι απαιτήσεις για αποκατάσταση διαφυγόντων κερδών καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, είτε η αγωγή θεμελιώνεται στην ενδοσυμβατική είτε στην εξωσυμβατική ευθύνη (βλ. σχετ. I. Κοροτζή: «Η ευθύνη του θαλάσσιου μεταφορέα σύμφωνα με τους Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ» παρ. 9, σελ. 41 επομ., ιδίου σχόλια σε Ναυτική Δικαιοσύνη 2001, 105 και 111, ΕΠ 33/1996 ΕΝΔ 25, 140).
ΙΙΙ) Τέλος, εκτός από τα βασικά πρόσωπα τα οποία μετέχουν στη σύμβαση μεταφοράς, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, τον αγωγιάτη ή μεταφορέα και τον παραλήπτη, μπορεί να παρεμβληθεί και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από το μεταφορέα κατά το ότι ο τελευταίος διενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος αναλαμβάνει τη μέριμνα απέναντι στο φορτωτή ή στον παραλήπτη να εξεύρει μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει ο ίδιος τη σύμβαση μεταφοράς στο δικό του μεν όνομα, αλλά πάντοτε για λογαριασμό του παραγγελέα αποστολέα ή φορτωτή, έχοντας ελευθερία στην επιλογή των μέσων και των δρομολογίων που θα χρησιμοποιήσει. Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο βαθμό ευθύνης που ευθύνεται και ο μεταφορέας, ως εγγυητής των πράξεων του μεταφορέα ή του μεσολαβούντος άλλου παραγγελιοδόχου μεταφοράς, κατά τα άρθρα 96-98 ΕμπΝ, επομένως και για απώλεια ή βλάβη των εμπορευμάτων (ΟλΑΠ 33/1998, Δνη 1998,1262, ΔΕΕ 1998,990, ΕΕμπΔ 1998,544, ΕΕΝ 1998,644, ΝοΒ 1999,245, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η ρύθμιση αυτή του ΕμπΝ έχει ανάλογη εφαρμογή και στη θαλάσσια μεταφορά, ενόψει του ότι οι διατάξεις του ΚΙΝΔ για τη ναύλωση και οι Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ δεν περιέχουν διατάξεις για τους παραγγελιοδόχους που μεσολαβούν στη ναύλωση ή τη θαλάσσια μεταφορά (ΑΠ 928/2011, ο.π., ΑΠ 89/2005, Δνη 2005,1454, ΕΕμπΔ 2005,372, Δίκη 2005,854,1009, ΕφΠειρ 167/2010, ο.π., ΕφΠειρ 1/2010, ΕΝαυτΔ 2010,339, ΕφΠειρ 428/2009, ΔΕΕ 2009,829, ΕΝαυτΔ 2009,401, ΕφΠειρ 703/2006, ΔΕΕ 2006,1289, ΕφΠειρ 240/2006, ΔΕΕ 2006,646, ΕφΠειρ 305/2005, ο.π., ΕφΠειρ 151/2000, ΔΕΕ 2000,645, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 387/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ του ΔΣΑ). Έτσι, ο παραγγελιοδόχος θαλάσσιας μεταφοράς συναλλαγείς με τον αποστολέα – φορτωτή ή τον παραλήπτη και κατά συνέπεια κυρίως υπεύθυνος για την ολική και προσήκουσα εκτέλεση της μεταφοράς, ευθύνεται και για τις πράξεις του μεταφορέα για την εκτέλεση δηλαδή της μεταφοράς από τον τελευταίο. Η ευθύνη του είναι αντικειμενική και εγγυητική, ανακύπτει δε όταν υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα προς την οποία εξομοιώνεται και επιμετράται αντιστοίχως, οπότε ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς καθίσταται υπόχρεος προς αποζημίωση, εις ολόκληρον με τον θαλάσσιο μεταφορέα, για κάθε ζημία από απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων (ΕφΠειρ 167/2010, ο.π., ΕφΠειρ 377/2003, ΕΝαυτΔ 2003,267, ΔΕΕ 2004,65). Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι ο νόμιμος κομιστής της φορτωτικής (παραλήπτης) δικαιούται να στραφεί κατά του θαλάσσιου μεταφορέα καθώς και κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, και να ζητήσει αποζημίωση για την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, επικαλούμενος μόνον α) την κατάρτιση των συμβάσεων παραγγελίας και θαλάσσιας μεταφοράς και β) την παράδοση και την απώλεια ή βλάβη του φορτίου, με τη συνακόλουθη ζημιά και αξία των εμπορευμάτων, υπολογιζόμενη με τους τρόπους, που προαναφέρθηκαν (ΕφΠειρ 201/2005, ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εταιρεία, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την εισαγωγή και εξαγωγή αγροτικών προϊόντων, ισχυρίζεται ότι στις αρχές Απριλίου 2019 συμφώνησε να αγοράσει από την εταιρεία … 3.000 σάκους κρεμμυδιών, συνολικού μικτού βάρους 75.750 kg, αντί τιμήματος 24.000 δολαρίων Η.Π.Α. και β) 8.000 τεμάχια λάχανα Αιγυπτιακά, συνολικού μικτού βάρους 20.600 kg, αντί τιμήματος 4.200 ευρώ και ότι, περαιτέρω, συμφώνησαν η φόρτωση των εμπορευμάτων να πραγματοποιηθεί σε λιμάνι της Αιγύπτου και η εκφόρτωσή τους στον Πειραιά. Ότι στη συνέχεια ανέθεσε στην πρώτη εναγόμενη – με την οποία είχαν και κατά το παρελθόν συνεργαστεί- με σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όπως, έναντι αμοιβής, οργανώσει στο όνομά της και για λογαριασμό της ιδίας (ενάγουσας) την μεταφορά των προϊόντων από την Αίγυπτο στην Ελλάδα. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης η πρώτη εναγόμενη, μέσω συνεργάτη της στην Αίγυπτο, την 14-04-2019 προέβη σε κατάρτιση στο όνομά της και για λογαριασμό της (της ενάγουσας) σύμβασης θαλάσσιας μεταφοράς με τη δεύτερη εναγόμενη, βάσει της οποίας τα εμπορεύματα θα μεταφέρονταν, με το πλοίο … εκμετάλλευσης της τελευταίας, το οποίο θα αναχωρούσε την 19-09-2019 από το «Port Said» της Αιγύπτου και θα έφτανε στον Πειραιά την 22-04-2019. Ότι στη συνέχεια ενημέρωσαν την πωλήτρια εταιρεία για το χρόνο αναχώρησης του πλοίου, καθώς και το χρόνο που θα έπρεπε τα εμπορεύματα να παραδοθούν σε αυτό προς φύλαξη. Ότι τα εμπορεύματα τοποθετήθηκαν σε τέσσερα (4) ψυγεία containers, τα οποία είχε αποστείλει στις εγκαταστάσεις της πωλήτριας η δεύτερη εναγόμενη. Ότι τα εν λόγω containers με βάση την πάγια πρακτική των εταιρειών μεταφοράς είχαν ήδη προ-ρυθμισμένες τις συνθήκες ψύξης και υγρασίας, σύμφωνα με το είδος των προϊόντων και με τις οδηγίες της πρώτης εναγόμενης. Ότι τα εμπορεύματα παραδόθηκαν εμπρόθεσμα από την πωλήτρια εταιρεία στο ανωτέρω λιμάνι, όπου εκπρόσωποι της πρώτης εναγόμενης, αφού τα έλεγξαν, την διαβεβαίωσαν (την ενάγουσα) για την καλή κατάστασής τους, ενώ κατόπιν τούτου αυτή προέβη στην αποπληρωμή του τιμήματος. Ότι ενώ την 24-04-2019 ανέμενε την άφιξη του πλοίου …» στο λιμάνι του Πειραιά, ενημερώθηκε από την πρώτη εναγόμενη ότι τελικώς τα εμπορεύματα, με πρωτοβουλία της δεύτερης εναγόμενης, δεν θα μεταφέρονταν με το εν λόγω πλοίο, αλλά, κατόπιν μεταφόρτωσης, με άλλο και συγκεκριμένα με το πλοίο … εκμεταλλεύσεως, επίσης, της δεύτερης εναγόμενης, το οποίο θα αναχωρούσε στις 24-04-2019 από το ανωτέρω λιμάνι και θα έφτανε στον Πειραιά την 04-05-2019. Ότι η ίδια δεν έλαβε έγκαιρα γνώση του ανωτέρω γεγονότος, στο οποίο σε κάθε περίπτωση δεν θα συναινούσε, αφού το είδος των προϊόντων απαιτούσε σύντομη παραμονή στο πλοίο και συγκεκριμένες συνθήκες μεταφοράς και όχι ταξίδι τόσων ημερών. Ότι το πλοίο έφτασε τελικά στον Πειραιά την 06-05-2019, δηλαδή δύο (2) ημέρες μετά την αρχικώς εκτιμώμενη ημερομηνία άφιξης, οπότε έγινε εκτελωνισμός και παράδοση των εμπορευμάτων από την πρώτη εναγόμενη. Ότι όταν άνοιξε τα εμπορεύματα διαπίστωσε ότι τα εμπορεύματα είχαν εμφανείς αλλοιώσεις. Ότι αμέσως ενημερώθηκε ο εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης, ο οποίος βρισκόταν στον ίδιο χώρο παραλαβής και διαπίστωσε και ο ίδιος την αλλοίωση των εμπορευμάτων, αλλά και η δεύτερη εναγόμενη, κλήθηκε δε και πραγματογνώμονας, ο οποίος κατέγραψε τις ζημίες και αποχώρησε υποσχόμενος να συντάξει έκθεση, στην οποία θα ανέφερε περί ολικής καταστροφής των εμπορευμάτων, την οποία θα διαβίβαζε στη δεύτερη εναγόμενη. Ότι στη συνέχεια τα λάχανα μεταφέρθηκαν στην έδρα της εμπόρου … με την οποία είχαν προσυμφωνήσει την πώλησή τους, ενώ τα κρεμμύδια μεταφέρθηκαν στην περιοχή …….», προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπήρχε περίπτωση μέρος του φορτίου να διασωθεί και να πωληθεί σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ και σε ανεξάρτητους εμπόρους στις αγορές Αχαϊας-Ηλείας, κατά τις συμφωνίες που είχε ήδη συνάψει, πλην όμως όλα τα ανωτέρω εμπορεύματα κρίθηκαν ακατάλληλα προς κατανάλωση, με αποτέλεσμα αυτά να καταστραφούν στο σύνολό τους στο χώρο συλλογής απορριμμάτων της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών. Ότι υπαίτιες της ανωτέρω καταστροφής των προϊόντων τους είναι οι εναγόμενες, οι οποίες με τις πράξεις και παραλείψεις τους, που αναλυτικά αναφέρονται σε αυτή (αγωγή) δεν μερίμνησαν για την ασφαλή μεταφορά των προϊόντων. Ότι οι εναγόμενες ουδέποτε της κατέβαλαν οποιαδήποτε αποζημίωση, παρά τις συνεχείς προς τούτο οχλήσεις της. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με τις νόμιμα και εμπρόθεσμα κατατεθειμένες προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β΄, 294, 295 παρ. 1 εδ. β΄ και 297 ΚΠολΔ) α) να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη α) το συνολικό ποσό των 25.337,06 ευρώ, που αντιστοιχεί σε περιουσιακή της ζημία, ίση με την αξία αγοράς των εμπορευμάτων (από την Αίγυπτο) και ειδικότερα το ποσό 21.237,06 ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς των κρεμμυδιών και το ποσό των 4.200 ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος αγοράς των λαχάνων, β) το συνολικό ποσό των 27.812,94 ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφυγόντα κέρδη και ειδικότερα το ποσό των 20.012,94 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό, που θα αποκέρδαινε από την πώληση των κρεμμυδιών σε σούπερ μάρκετ, αλλά και ανεξάρτητους προμηθευτές και παραγωγούς στην περιοχή της Αχαϊας –Ηλείας, μετά από αφαίρεση του κόστους αγοράς και το ποσό των 7.800 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσό που θα αποκέρδαινε από την πώληση των λαχάνων στην έμπορο … και γ) το ποσό των 2.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αμοιβή και τις δαπάνες της εταιρίας … η οποία προέβη σε καταστροφή των ακατάλληλων εμπορευμάτων, ήτοι ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 55.250 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους επιδικίας από 07-05-2019 (επομένη ημέρα της παράδοσης των εμπορευμάτων), άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως. Τέλος, η ενάγουσα ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Οι εναγόμενες με τις νομίμως και εμπροθέσμως, κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατατεθείσες προτάσεις της, προβάλλουν προεχόντως, πριν από κάθε άλλο ισχυρισμό, ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκαση της επίδικης διαφοράς και ζητούν να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη, ισχυριζόμενη ότι, σύμφωνα με έντυπους όρους της έμπροσθεν σελίδας των δελτίων μεταφοράς ρητά συμφωνήθηκε ότι όλες οι αξιώσεις και οι ενέργειες που μπορεί να υπάρξουν μεταξύ του μεταφορέα και του εμπόρου αναφορικά με τη σύμβαση μεταφοράς, θα ασκούνται αποκλειστικά ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου της Μασσαλίας. Η με το ως άνω περιεχόμενο προβαλλόμενη εκ μέρους των εναγομένων ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας είναι, με βάση και τις νομικές διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Κανονισμού 1215/2012, που προαναφέρονται στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη και τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν την έδρα τους στο έδαφος συμβαλλομένου κράτους και το Δικαστήριο που, σύμφωνα με τη ρήτρα απονομής αποκλειστικής διεθνούς δικαιοδοσίας, ορίζεται είναι δικαστήριο συμβαλλομένου κράτους (ΕφΠειρ 174/2006 ο.π., ΕφΠειρ 428/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ορισμένη και νόμιμη, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσία. Από τις από 15.4.2019 με αριθμούς … ένδικες φορτωτικές, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, προκύπτει ότι αυτές εκδόθηκαν στον τόπο της έδρας της πωλήτριας εταιρείας …», στο … της Αιγύπτου, η οποία αναγράφεται ως αποστολέας των αναφερόμενων στην αγωγή εμπορευμάτων (φορτωτής), με το πλοίο … από το λιμάνι «Said», με λιμάνι εκφόρτωσης τον Πειραιά. Ως αποδέκτης αναφέρεται η πρώτη εναγομένη εταιρεία, ως μεταφορέας αναφέρεται η δεύτερη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία, ενώ ως τελική παραλήπτρια (προς ειδοποίηση) αναφέρεται η αγοράστρια ενάγουσα εταιρία …. Σε έντυπο όρο, που ενσωματώνεται στην πρώτη σελίδα των ως άνω φορτωτικών αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Όλες οι αξιώσεις και οι ενέργειες που ανακύπτουν μεταξύ του Μεταφορέα και του Εμπόρου σε σχέση με τη σύμβαση μεταφοράς, που αποδεικνύεται από την παρούσα φορτωτική θα πρέπει να φέρονται αποκλειστικά ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου της Μασσαλίας και κανένα άλλο Δικαστήριο δεν θα έχει δικαιοδοσία σχετικά με οποιαδήποτε τέτοια αξίωση ή ενέργεια…». Πλην όμως, ο σχετικός όρος περί υπαγωγής κάθε διαφοράς που θα προκύψει από την ένδικη μεταφορά στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της άνω πόλης, ήτοι της Μασσαλίας της Γαλλίας, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της δικονομικής συμφωνίας περί αποκλεισμού της δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί μελλοντικών διαφορών των διαδίκων, με την έννοια που προεκτέθηκε στην οικεία υπό στοιχείο Ι παράγραφο της προηγηθείσας νομικής σκέψης και, άρα, δεν δεσμεύει την ενάγουσα εταιρεία, αφού οι επίμαχες φορτωτικές, στις οποίες είναι ενσωματωμένος ο πιο πάνω όρος δεν φέρουν τις υπογραφές των συμβαλλομένων μερών, με αποτέλεσμα η συμφωνία που επικαλέστηκαν οι εναγόμενες σχετικά με την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς από τα δικαστήρια της παραπάνω πόλης, να μην είναι έγκυρη και να θεωρείται σαν να μην έγινε. Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι η επικαλούμενη από τις εναγόμενες συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, που περιέχεται στον προαναφερθέντα όρο των φορτωτικών καταρτίσθηκε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνθήκες του διεθνούς εμπορίου που η αγοράστρια και παραλήπτρια του φορτίου γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει και, συγκεκριμένα, ούτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση αποδεικνύεται ότι καταρτίστηκε τέτοια συμφωνία μεταξύ τους, αλλά ούτε αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα γνώριζε ή ότι όφειλε να γνωρίζει τη συνήθεια και πρακτική της εναγόμενης μεταφορέα να αναγράφει, μεταξύ των άλλων, με ψιλά γράμματα, στους Γενικούς Όρους των φορτωτικών που εξέδιδε, την παραπάνω ρήτρα. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσκομιζόμενες από την πρώτη εναγόμενη φορτωτικές, που έχουν εκδοθεί μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο άλλων συμβάσεων, μολονότι περιέχουν αντίστοιχη ρήτρα δικαιοδοσίας αλλοδαπού δικαστηρίου στους γενικούς όρους της, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι δημιουργούν τεκμήριο γνώσης της ενάγουσας ούτε ότι εντάσσονται στο πλαίσιο διαρκών εμπορικών σχέσεων των διαδίκων, δεδομένου ότι αυτές αφορούν συνεργασία που έλαβε χώρα μεταξύ τους μόλις 1,5 μήνα πριν την επίδικη συναλλαγή, από κανένα δε αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι πριν από την έκδοση τόσο των φορτωτικών αυτών όσο και των επιδίκων είχαν προηγηθεί για το ζήτημα αυτό διαπραγματεύσεις και είχε συμφωνηθεί κατά τρόπο σαφή και ακριβή μεταξύ των συμβαλλομένων η επικαλούμενη από τις εναγόμενες ρήτρα περί αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων της Μασσαλίας. Με βάση τα πιο πάνω γενόμενα δεκτά, η περιλαμβανόμενη ρήτρα περί υπαγωγής κάθε διαφοράς από τη θαλάσσια μεταφορά, στην οποία αφορά αυτή, στη δικαιοδοσία των προαναφερόμενων δικαστηρίων της Μασσαλίας, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε. Συνεπώς, ενόψει και των ανωτέρω αποδειχθέντων, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η σχετική ένσταση των εναγομένων περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Κατόπιν αυτών, με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, που επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα ημερών, αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 1 παρ. 1 εδ. α, 7 παρ. 1 α, 63 παρ. 1, 66 παρ. 1 του ως άνω Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ως το δικαστήριο του τόπου όπου εκπληρώθηκε η παροχή της επίδικης συμβάσεως μεταφοράς, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς), εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο συνακόλουθα έχει διεθνή δικαιοδοσία (άρθρα 3 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μέρ. παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Για τη ρύθμιση της ευθύνης του μεταφορέα τα μέρη επέλεξαν να εφαρμόζονται οι Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, ήτοι οι Κανόνες της Χάγης, οι περιεχόμενοι στη Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών της 25 Αυγούστου 1924, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών τροποποιήσεων των ετών 1968 και 1979 [βλ. άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)]. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή τυγχάνει ως προς το πρώτο αίτημά της, ήτοι της αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 25.337,06 ευρώ, που αντιστοιχεί στην περιουσιακή της ζημία από την καταστροφή των εμπορευμάτων που αγόρασε, νόμω αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις υπό στοιχείο Ι και ΙΙΙ μείζονες σκέψεις, η οφειλόμενη από το θαλάσσιο μεταφορέα ή τον εις ολόκληρον μ’ αυτόν ευθυνόμενο παραγγελιοδόχο μεταφοράς αποζημίωση σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά υπολογίζεται – σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 εδ. β΄ της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 25-08-1924 «για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές» [όπως η ανωτέρω παράγραφος (παρ. 5) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του από 23-02-1968 Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών (Κανόνες Χάγης – Βίσμπυ)], η οποία τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα, εφόσον υφίσταται διεθνής θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων, η οποία διενεργήθηκε υπό φορτωτική – σε σχέση με την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο και το χρόνο εκφόρτωσής τους από το πλοίο, η οποία εξευρίσκεται με βάση την τιμή του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων, ελλείψει δε αυτής βάσει της τρέχουσας τιμής της αγοράς και ελλείψει και αυτής βάσει της συνηθισμένης τιμής εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας στον τόπο και το χρόνο που αυτά εκφορτώθηκαν από το πλοίο. Ωστόσο, η ενάγουσα υπολογίζει την αιτούμενη αποζημίωση για τη βλάβη των μεταφερθέντων εμπορευμάτων με βάση το τίμημα, που κατέβαλε για την αγορά τους και όχι με βάση την αξία αυτών των εμπορευμάτων στον τόπο (Πειραιά) και κατά το χρόνο (06-05-2019) εκφόρτωσής τους από το πλοίο (η οποία εξευρίσκεται ως ανωτέρω αναφέρεται). Επομένως, ενόψει του ότι η ανωτέρω ζημία, την οποία επικαλείται ότι υπέστη η ενάγουσα και της οποίας ζητεί την αποκατάσταση δεν είναι η κατά νόμο, ως άνω, αποκαταστατέα, η αγωγή τυγχάνει ως προς το ανωτέρω αίτημα της απορριπτέα ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή ως προς τα λοιπά αιτήματά της, ήτοι τα αιτήματα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον έκαστη α) το συνολικό ποσό των 27.812,94 ευρώ, που αντιστοιχεί σε διαφυγόντα κέρδη της, ήτοι σε κέρδη που αυτή θα είχε από την πώληση των προϊόντων που καταστράφηκαν και β) το ποσό των 2.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αμοιβή και τις δαπάνες της εταιρίας «….», η οποία προέβη σε καταστροφή των ακατάλληλων εμπορευμάτων, τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθόσον από τη διατύπωση της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 4 παρ. 5 εδαφ. β΄ της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, σε συνδυασμό με την παρ. 1 αυτού, προκύπτει ότι, στην καταβλητέα αποζημίωση, σε περίπτωση βλάβης των εμπορευμάτων σε θαλάσσια μεταφορά, περιλαμβάνεται η αξία των εμπορευμάτων αυτών, η οποία προσδιορίζεται, ως ανωτέρω αναφέρεται και όχι τυχόν διαφυγόντα κέρδη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας ή περαιτέρω ζημίες. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, απορριπτέα ως μη νόμιμη και ως προς τις δύο εναγόμενες εταιρείες, δεδομένου ότι η ευθύνη του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι αντικειμενική και εγγυητική, ανακύπτει δε όταν υφίσταται ευθύνη του μεταφορέα προς την οποία εξομοιώνεται και επιμετράται αντιστοίχως, οπότε ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς καθίσταται υπόχρεος προς αποζημίωση, εις ολόκληρον με τον θαλάσσιο μεταφορέα, για κάθε ζημία από απώλεια ή βλάβη των πραγμάτων, σύμφωνα με όσα αναλυτικά εκτίθενται στην ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα σκέψη. Τέλος, η ενάγουσα πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, λόγω της ήττας της (άρθρο 176, 191 παρ. 2, 63 και 68 του Ν. 4194/2018 «Κώδικας Δικηγόρων»), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν πενήντα (1.150) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις
H ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ