ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 1856/2021
(ΓΑΚ/ΕΑΚ ανακοπής 9256/4399/2020)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ πρόσθετων λόγων ανακοπής 1561/749/2021)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντιγόνη-Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Ιουνίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) Υπό Εκκαθάριση Εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …, φέρει ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, κατοίκου …, με ΑΦΜ … και 3) Υπό Εκκαθάριση Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στο …), με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σοφία Παπαδοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ 18853).
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΉ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, με αριθμό καταχώρησης στο μητρώο εταιρειών της …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…» με έδρα την …, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. … και ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της ανωτέρω εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης, δυνάμει της από 30-04-2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως έχει καταχωρηθεί νομίμως στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Ράντη (ΑΜ/ΔΣΑ 32544).
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 26-11-2020 ανακοπή τους (γενικός αριθμός κατάθεσης: 9256/27-11-2020, ειδικός αριθμός κατάθεσης: 4399/27-11-2020), καθώς και οι από 31-03-2021 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής τους (γενικός αριθμός κατάθεσης: 1561/01-04-2021, ειδικός αριθμός κατάθεσης: 749/01-04-2021), που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν για τη δικάσιμο της 13-04-2021, οπότε και αναβλήθηκαν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκαν στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις, που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εκκρεμούν: 1) η από 26-11-2020 (γενικός αριθμός κατάθεσης: 9256/27-11-2020, ειδικός αριθμός κατάθεσης: 4399/27-11-2020) ανακοπή και 2) οι από 31-03-2021 (γενικός αριθμός κατάθεσης: 1561/01-04-2021, ειδικός αριθμός κατάθεσης: 749/01-04-2021), πρόσθετοι λόγοι ανακοπής. Η ως άνω ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι της υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά το άρθρο 614 παρ.2 ΚΠολΔ), έχουν συνάφεια μεταξύ τους και θα πρέπει να συνεκδικαστούν διότι επιταχύνεται έτσι η διεξαγωγή της δίκης αλλά και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31, 246, 632, 585 παρ. 1,2,591 παρ.1 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση ανακοπή, καθώς και με τους κρινόμενους πρόσθετους λόγους ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν σε καθένα από τα δικόγραφα να ακυρωθεί η με αριθμό … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή – οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής εταιρίας ειδικού σκοπού, και με την οποία υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 700.000 ευρώ, πλέον τόκων, από τη μεταξύ της πρώτης των ανακοπτόντων, ως δανειολήπτριας, καταρτισθείσα σύμβασης πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, καθώς και από τις καταρτισθείσες με τον δεύτερο και την τρίτη των ανακοπτόντων, αντίστοιχες, συμβάσεις εγγυήσεως. Τέλος, ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή – πρόσθετοι λόγοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση ανακοπή καθώς και οι συναφείς πρόσθετοι λόγοι παραδεκτά ασκούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 632 παρ. 1, 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) για να δικαστούν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 24 αριθ. 5 του Κανονισμού 1215/2012 του Συμβουλίου της 12.12.2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», πρβλ. άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής την 06η-11-2020 (βλ. την από 06-11-2020 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, …, επί του δικογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής), ενώ αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 27-11-2020 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), ήτοι εντός της νόμιμης δεκαπενθήμερης προθεσμίας (άρθρο 632 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ), ενώ εμπρόθεσμα ασκήθηκαν και οι υπό κρίση πρόσθετοι λόγοι ανακοπής που προβλήθηκαν με το από 31-03-2021 ιδιαίτερο δικόγραφο των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 01η-04-2021 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή – οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής στις 02-04-2021 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), ήτοι πλέον των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση της παραπάνω ανακοπής κατά την παρούσα δικάσιμο. Σημειωτέον ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 242 παρ. 1 και 281 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ως ημέρα συζητήσεως για τον υπολογισμό της προθεσμίας καταθέσεως και κοινοποιήσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων ανακοπής νοείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα αν αυτή είναι εκείνη, που ορίσθηκε αρχικά ή μεταγενέστερη, που προσδιορίστηκε μετά την αναβολή ή τη ματαίωσή της (πρβλ. ΟλΑΠ 2091/1986, ΕλλΔνη 28.1042). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το θέμα αυτό και δεδομένου ότι στην περίπτωση που υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων να δικάζουν διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, περιέχουσες στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμόζεται στο δικονομικό πεδίο αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο, το δίκαιο που υποδεικνύεται ότι πρέπει να εφαρμοστεί από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΑΠ 1551/2003 ΕλλΔνη 2004.422, ΕφΑθ 5419/2007 ΕφΑΔ 2008.956), κρίνεται ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΑθ 5419/2007 ό.π., ΠΠΠ 3618/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του πρωτοδικείου Πειραιά), ως προς τη διερεύνηση των θεμάτων που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο (lex fori), ενόψει του ότι η αναγκαστική εκτέλεση λαμβάνει χώρα εντός ελληνικού χώρου (Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, Τόμ. Α΄, παρ. 7, σ. 45) και ως προς τη διερεύνηση της βασιμότητας των ενστάσεων που θεμελιώνονται στο ουσιαστικό δίκαιο εφαρμοστέο είναι ομοίως το ελληνικό δίκαιο, το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους από την ένδικη από 28-03-2007 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό (όρος 7.1 αυτής), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988 [βλ. και άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε την άνω Σύμβαση της Ρώμης και εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009]. Συνεπώς, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (άρθρο 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων στοιχείων, την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή και ότι σ’ αυτή πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και το πρόσωπο του δικαιούχου και του οφειλέτη (ΑΠ 784/1994), στα οποία, σε περίπτωση ειδικής ή καθολικής διαδοχής στο πρόσωπο του αιτούντος ή του καθ’ ου η αίτηση, περιλαμβάνονται και τα απαιτούμενα προς τούτο νομιμοποιητικά έγγραφα. Αν δεν προσκομισθούν στον αρμόδιο δικαστή το αργότερο πριν την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα, ο τελευταίος οφείλει, κατ’ άρθρο 628 παρ.1α ΚΠολΔ, να απορρίψει τη σχετική αίτηση ως απαράδεκτη. Εάν δε παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του καθ’ ου η διαταγή, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής στην περίπτωση αυτή απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της ουσιαστικής απαίτησης με τη βραδύτερη (μετά την έκδοση της διαταγής απόδοσης) προσαγωγή των ως άνω αποδεικτικών εγγράφων. Έτσι το δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και η νομιμοποίηση του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση σε περίπτωση διαδοχής, δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής, αλλά οφείλει να δεχθεί το αίτημα της ανακοπής και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου (ΑΠ 914/2018, ΝΟΜΟΣ).
Οι ανακόπτοντες, με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εξεδόθη, στηριζόμενη στο υπ’ αριθ. …/30-04-2020 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Γεωργίου Θωμά Στεφανάκου, με το οποίο η καθ’ ης, στο «…» υπό τον τίτλο «…» φέρεται να διορίζει την «…» υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας, ως πραγματικό και νόμιμο εκπρόσωπό της, με εξουσία να προβαίνει στις ενέργειες, που περιγράφονται σε αυτό (πληρεξούσιο), στο όνομα και για λογαριασμό της (της καθ’ ης), μεταξύ των οποίων (ενεργειών) και η δυνατότητα υποβολής αιτήσεων για έκδοση διαταγών πληρωμής. Ότι το ως άνω πληρεξούσιο έχει ορισμένη διάρκεια, αφού στο «…» υπό τον τίτλο «…» ορίζεται ότι το πληρεξούσιο θα εξακολουθεί να είναι σε ισχύ «μέχρι την πάροδο της τελευταίας Εργάσιμης Μέρας της τρίμηνης επετείου από την Ημερομηνία Μεταβίβασης των Υπηρεσιών Διαχείρισης». Ό,τι, μεταξύ της καθ’ ης και της διορισθείσας, με το προαναφερόμενο πληρεξούσιο, ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας συνάφθηκε η από 30-04-2020 Σύμβαση Διαχείρισης, με την οποία η καθ’ ης ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεών της στην ως άνω Τράπεζα, η οποία (Σύμβαση) καταχωρήθηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών την 30-04-2020, οπότε και επήλθε η μεταβίβαση των Υπηρεσιών Διαχείρισης, με αποτέλεσμα, κατόπιν των προαναφερομένων, η διάρκεια του προαναφερόμενου πληρεξουσίου να λήξει την 31-07-2020, που ήταν η τελευταία εργάσιμη ημέρα από την τρίμηνη επέτειο από την ημέρα μεταβίβασης των Υπηρεσιών Διαχείρισης. Ότι την 02-10-2020, οπότε και υποβλήθηκε η αίτηση για έκδοση της επίδικης διαταγής η ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «…» δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης προκειμένου να δύναται να αιτηθεί την έκδοση της διαταγής πληρωμής στο όνομα και για λογαριασμό της, αφού η ισχύς του πληρεξουσίου είχε ήδη λήξει και για το λόγο αυτό η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που ορίζονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ ουσίαν.
Οι ανακόπτοντες με τον δεύτερο λόγο ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της από 02-10-2020 αίτησης και της από 01-06-2020 καταγγελίας της Σύμβασης Πίστωσης με Ανοιχτό Λογαριασμό της καθ’ ης, νομίμως εκπροσωπούμενης από την «…», δυνάμει του ανωτέρω αναφερόμενου υπ’ αριθ. …/30-04-2020 Ειδικού Πληρεξουσίου τυγχάνει ακυρωτέα, λόγω του ότι η εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης από την ανωτέρω Τράπεζα, δυνάμει του προαναφερόμενου ειδικού πληρεξουσίου, τόσο για την υποβολή της αιτήσεως προς έκδοση της διαταγής πληρωμής όσο και για την καταγγελία της Σύμβασης Πίστωσης με Ανοιχτό Λογαριασμό, δεν περιλαμβάνει τις επίδικες απαιτήσεις, που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση, αλλά αφορά μόνο τις απαιτήσεις της καθ’ ης, που απορρέουν από στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια. Ο εν λόγω λόγος ανακοπής, ωστόσο, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις, που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Οι ανακόπτοντες, με τον τρίτο λόγο ανακοπής τους, ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης δεν απέδειξε εγγράφως ότι είναι δικαιούχος της επικαλούμενης στην από 02-10-2020 αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής απαίτησης εναντίον τους, απορρέουσας από την από 30-04-2020 Σύμβαση Εκχώρησης, δυνάμει της οποίας η «…» ως διάδοχος της «…» εκχώρησε, λόγω πώλησης σε αυτήν (καθ’ ης) την επίδικη, απορρέουσα από σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό, απαίτηση. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης δεν προσκόμισε για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής πλήρες και επικυρωμένο αντίγραφο της από 30-04-2020 Σύμβασης Εκχώρησης, παρά μόνο τμήμα αυτής και ειδικότερα το κύριο σώμα της Σύμβασης Εκχώρησης εκ 3 σελίδων και το Παράρτημα Α της εν λόγω Σύμβασης υπό τον τίτλο «Ορισμοί» εκ 4 σελίδων στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, ούτε προσκόμισε την από 30-04-2020 προαναφερόμενη Σύμβαση Διαχείρισης. Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι στο προσκομιζόμενο από την καθ’ ης υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών περί δημοσίευσης Συμβάσεων του Ν. 3165/2003, δεν αναφέρεται το ύψος του ποσού της απαίτησης που φέρεται να έχει εκχωρηθεί στην καθ’ ης, ενώ, από το προσκομιζόμενο από την καθ’ ης υπ’ αριθ. … πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών περί καταχώρησης Συμβάσεων Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων του άρθρου 10 παρ. 14 και 16 του Ν. 3156/2003 δεν προκύπτει ότι η δικαστική επιδίωξη της φερόμενης απαίτησης της καθ’ ης περιλαμβάνεται στην ανωτέρω από 30-04-2020 Σύμβαση Διαχείρισης, ούτε άλλωστε προσκομίζεται και το Παράρτημα Ι της Σύμβασης Διαχείρισης, στο οποίο, ρητά γίνεται παραπομπή στο ανωτέρω υπ’ αριθ. πρωτ. … πιστοποιητικό του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (βλ. όρο 2δ΄), όπου ενδεχομένως να υπήρχε περιγραφή της επίδικης απαίτησης και της εξουσίας διαχείρισης αυτής από την καθ’ ης. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, να μην προσδιορίζεται από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα έγγραφα το ακριβές ύψος της εκχωρηθείσας στην καθ’ ης απαίτησης εναντίον τους και να μην δύναται να ερευνηθεί η ύπαρξη νομιμοποίησης της καθ’ ης προς διεκδίκηση της απαιτήσεως αυτής με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 623, 624 και 626 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα για το λόγο ότι η επιδικασθείσα σε βάρος τους απαίτηση, που απορρέει από την υπ’ αριθ. … Σύμβαση Πίστωση και την από 05-11-2007 Σύμβαση Τροποποίησης αυτής δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, αφού η εξόφλησή της αποτέλεσε αντικείμενο νεότερης συμφωνίας στο πλαίσιο συνολικής διευθέτησης των οφειλών της πρώτης εξ αυτών προς την Εμπορική Τράπεζα, γεγονός που η καθ’ ης δεν αναφέρει στην αίτησή της. Ειδικότερα οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι την 12-11-2010 η πρώτη εξ αυτών, ευρισκόμενη σε δεινή οικονομική κατάσταση, πρότεινε στην Εμπορική Τράπεζα την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης για την εξόφληση του συνόλου των οφειλών της, με καταβολή ποσού 1.400.000 ευρώ, καθώς και με καταβολή μέρους εισπραχθησόμενου τιμήματος από την πώληση του πλοίου «…». Ότι η Εμπορική Τράπεζα με την από … επιστολή της τους πρότεινε τη συνολική διευθέτηση των μέχρι την 24-12-2010 μεταξύ τους οφειλών, ήτοι των οφειλών εκ της υπ’ αριθ. … Σύμβασης Δανείου και των απαιτήσεών της από καταπτώσεις ή από έκδοση εγγυητικών επιστολών, με εξόφληση δια συμβιβασμού, ενώ το γεγονός ότι στην ανωτέρω επιστολή –πρόταση προς εξόφληση δια συμβιβασμού της Εμπορικής Τράπεζας δεν μνημονεύεται η υπ’ αριθ. … Σύμβαση Πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και η από 05-07-2007 Σύμβαση Τροποποίησης αυτής, οφείλεται στο ότι ήδη, κατά την 24-12-2010 η ανωτέρω σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε, λύθηκε, αφού αυτή λειτούργησε μέχρι την 27-06-2008, οπότε και εκδόθηκαν για τελευταία φορά εγγυητικές επιστολές από την Εμπορική Τράπεζα, ενώ έκτοτε δεν υφίσταται καμία διαρκής συναλλακτική σχέση μεταξύ των διαδίκων, η οποία να παρέχει τη δυνατότητα πραγματοποίησης εκατέρωθεν παροχών. Ότι το γεγονός της λύσης της ανωτέρω σύμβασης επιβεβαιώνεται και από προαναφερθείσα επιστολή της Εμπορικής Τράπεζας, όπου πλέον επιχειρείται η δια συμβιβασμού εξόφληση των απαιτήσεων της τράπεζας από εγγυητικές επιστολές, που είτε κατά το χρόνο εκείνο έχουν ήδη καταπέσει ή κυκλοφορούν, ενώ επιπλέον, όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα των λογαριασμών που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ήδη κατά την 30-09-2009 και εφεξής ουδεμία πίστωση τους χορηγήθηκε στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, αλλά οι χρεώσεις του λογαριασμού αφορούν μόνο τόκους. Ότι η ανωτέρω πρόταση έγινε αμέσως δεκτή από τους ίδιους. Ότι ειδικότερα, με την ανωτέρω καταρτισθείσα μεταξύ τους αλλά και των Εταιρειών με την επωνυμία 1) «… …», «… …» σύμβαση, συμφωνήθηκε η καταβολή του ποσού των 1.400.000 ευρώ σε τρεις (3) δόσεις, εν μέρει με είσπραξη τιμήματος πώλησης πλοίου, ποσού κατ’ ελάχιστον 400.000 ευρώ και εν μέρει με επιστροφή των σε κυκλοφορία ευρισκόμενων εγγυητικών επιστολών. Ότι η ίδια προέβη στην καταβολή του συνολικού ποσού των 1.400.000 ευρώ, ενώ επίσης επεστράφησαν τα σώματα των σε κυκλοφορία ευρισκόμενων εγγυητικών επιστολών. Ότι, κατόπιν αυτών, η Τράπεζα προέβη σε εξάλειψη όλων των ναυτικών υποθηκών επί του πλοίου …), που είχε προς εξασφάλιση της απαίτησής της, ήτοι προέβη ακόμη και στην εξάλειψη της δεύτερης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης, ποσού 3.000.000 ευρώ, η οποία είχε δοθεί ως συμπληρωματική εξασφάλιση στο πλαίσιο της από 05-11-2007 τροποποίησης της υπ’ αριθ. … σύμβασης, με την οποία το όριο της πίστωσης αυξήθηκε από 2.000.000 σε 2.500.000 ευρώ. Ότι κατόπιν αυτών και ειδικότερα της ανωτέρω νεότερης καταρτισθείσας από 24-12-2010 σύμβασης, η απαίτηση της καθ’ ης από την προηγούμενη υπ’ αριθ. … σύμβαση, όπως αυτή τροποποιήθηκε δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, αμφισβητούν την ύπαρξη της απαίτησης της καθ’ ης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή εξοφλήθη, κατόπιν συμβιβασμού με την Εμπορική Τράπεζα, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 του ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Ι) Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Συνεπώς, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους (ΑΠ 1352/2011, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΠ 3572/2019, δημ. στην ιστοσελίδα του Πρωτοδικείου Πειραιά). Περαιτέρω, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2016, ΝΟΜΟΣ)
ΙΙ) Περαιτέρω, η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης που απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και το άρθ. 226 του ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε, τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξης και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση (ΑΠ 139/2016, Β. Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ τομ. Α΄, 2001, άρθρο 226, σελ. 938-939,).
Με το πρώτο σκέλος του πέμπτου λόγου της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι α) παρά την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε από την 03-10-2007, οπότε και το πρώτον η τότε πιστώτρια Εμπορική Τράπεζα έθεσε μονομερώς το θέμα της παύσης του πιστωτικού ορίου της υπ’ αριθ. … Σύμβασης Πίστωσης με τη σύναψη της από 05-11-2007 Σύμβασης τροποποίησης, με ενιαίο, εν είδει αναχρηματοδότησης (για τις υπ’ αριθ. 28 και 20 συμβάσεις πίστωσης για εγγυητικές επιστολές) πλέον πιστωτικό όριο 2.500.000 ευρώ, β) παρά το γεγονός ότι τόσο η υπ’ αριθ. … Σύμβαση όσο και η από 05-11-2007 Σύμβαση Τροποποίησης, στις οποίες στηρίζεται η επίδικη απαίτηση έχουν ήδη λυθεί από την 27-06-2008, όπως αναλυτικά ανωτέρω αναφέρεται, γ) παρά το γεγονός ότι την 24-12-2010 συνάφθηκε σύμβαση εξόφλησης όλων των απαιτήσεων της καθ’ ης δια συμβιβασμού, με καλόπιστη εκπλήρωση εκ μέρους τους των συμφωνηθέντων, με χρηματικές καταβολές και με επιστροφές σε κυκλοφορία εγγυητικών επιστολών, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και δ) παρά το γεγονός ότι η καθ’ ης προέβη, κατόπιν των ανωτέρω, την 19-10-2012 σε εξάλειψη κάθε βάρους επί του πλοίου …, δημιουργώντας τους την πεποίθηση περί συνολικής διευθέτησης των οφειλών τους, αυτή (η καθ’ ης) όλως καταχρηστικά, την 01-06-2020, ήτοι μετά την πάροδο 7,5 περίπου ετών από την εξάλειψη των βαρών επί του πλοίου «…» καταγγέλλει την υπ’ αριθ. … Σύμβαση Πίστωσης και την από 05-11-2007 Σύμβασης τροποποίησης αυτής και καταθέτει την αίτηση για έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που αναφέρεται στην υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, οι ανακόπτοντες με το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου ανακοπής ισχυρίζονται ότι ο υπογράφων την καταγγελία της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, όπως αυτή τροποποιήθηκε, δικηγόρος δεν είχε την απαιτούμενη ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα από τον νόμιμο εκπρόσωπο καθ΄ ης, καθώς στο συνεπιδοθέν υπ’ αριθ. …/30-04-2020 ειδικό πληρεξούσιο δεν περιλαμβανόταν πληρεξουσιότητα προς αυτόν για την επιχείρηση εκ μέρους της καθ’ ης της εν θέματι καταγγελίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις εκτιθέμενες στην ως άνω υπό στοιχεία ΙΙ μείζονα σκέψη διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Τέλος, οι ανακόπτοντες με τον πρόσθετο λόγο ανακοπής τους ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ακυρωτέα, λόγω παράβασης της επιβαλλόμενης έγγραφης απόδειξης ως προς την επιδικασθείσα χρηματική απαίτηση των 5.206.656,42 ευρώ, αφού αυτή δεν αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα από την καθ’ ης αποσπάσματα, τα οποία δεν καλύπτουν τη συνολική κίνηση του αλληλόχρεου λογαριασμού από την έναρξή του (28-03-2007) έως το κλείσιμό του και ειδικότερα όλες οι κινήσεις που απεικονίζονται στα επιμέρους αποσπάσματα αφορούν εγγραφές από το Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2020, ενώ το διάστημα από 28-03-2007 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009 παραλείπεται εντελώς. Επιπλέον, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ΄ ης δεν προέβαινε σε εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων, αλλά σε τρίμηνο. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής ως προς το πρώτο σκέλος του είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα, ενώ ως προς το δεύτερο σκέλος του ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν παρατίθενται στο δικόγραφο της ανακοπής τα συγκεκριμένα κονδύλια που αφορούν παράνομο ανατοκισμό των τόκων των τηρηθέντος για την επίδικη σύμβαση λογαριασμών, ούτε προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συγκεκριμένως, επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του υπολογισμού αυτού, έτσι ώστε να μην είναι εφικτή η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, δεδομένου ότι η ευδοκίμηση, εν όλω ή εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωση αυτής (ΑΠ 999/2019, ΝΟΜΟΣ).
Από έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Νέας Ερυθραίας Γρηγορίας Αλεξανδροπούλου, οι οποίες ελήφθησαν, με πρωτοβουλία των ανακοπτόντων, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της καθ’ ης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …), από τις υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Μαγδαληνής Ζαμπούκη, οι οποίες ελήφθησαν, με πρωτοβουλία των ανακοπτόντων, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της καθ’ ης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …) αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθ. … Σύμβασης Πίστωσης με Ανοικτό Λογαριασμό, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την από 05-11-2007 Σύμβαση Τροποποίησης, η πρώην «….» χορήγησε στην πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία με την επωνυμία «…» πίστωση εξυπηρετούμενη δια ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, αορίστου διάρκειας, μέχρι του ποσού των 2.000.000 ευρώ (όρος 1 της Σύμβασης). Με την ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ότι η πίστωση θα χρησιμοποιείται μέχρι το ανώτατο όριο αυτής για την έκδοση εγγυητικών επιστολών πάσης φύσεως υπό της Τράπεζας υπέρ της Πιστούχου ή κατ’ εντολήν της υπέρ τρίτων εταιρειών του ομίλου εταιρειών της πιστούχου με εντολές προς έκδοση εγγυητικής επιστολής μέχρι του ανωτέρω ανώτατου ποσού (όρος 2 της Σύμβασης). Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι οποιοδήποτε ποσό που η Τράπεζα κατέβαλε, σύμφωνα με τους όρους οποιασδήποτε εγγυητικής επιστολής, θα χρεώνεται στο λογαριασμό της πίστωσης την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η πληρωμή από την Τράπεζα (όρος 3.4 της Σύμβασης). Στη συνέχεια, η πιστούχος υπέβαλε αίτημα προς την Τράπεζα για αύξηση του ορίου της πίστωσης από 2.000.000 σε 2.500.000 και η Τράπεζα έκανε δεκτό το αίτημά της. Για το λόγο αυτό συνάφθηκε μεταξύ τους η από 05-11-2007 Σύμβαση Τροποποίησης της από 27-03-2007 σύμβασης, η οποία εξασφαλίστηκε με 1η προτιμώμενη ναυτική υποθήκη ύψους 3.000.000 ευρώ στο πλοίο «…» και με δεύτερη προτιμώμενη ναυτική υποθήκη, ύψους 3.000.000 ευρώ στο πλοίο «…». Την εκπλήρωση από την πιστούχο των από την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης, όπως αυτή τροποποιήθηκε, πάσης φύσεως υποχρεώσεων εγγυήθηκαν προς την «….» ο δεύτερος και η τρίτη των ανακοπτόντων, … και Ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…», ευθυνόμενοι ως πρωτοφειλέτες, παραιτηθέντες ανεπιφύλακτα της ενστάσεως διζήσεως, καθώς και πάντων των λοιπών ενστάσεων και δικαιωμάτων που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 853, 855, 856, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ, συνάφθηκαν δε προς τούτο οι από 05-11-2007 συμβάσεις παροχής εγγύησης, αντίστοιχα. Στη συνέχεια η «….» συγχωνεύθηκε δια απορροφήσεως από την «…» (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ. 2 και 78 του κ.ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 2515/1997 «περί συγχωνεύσεως πιστωτικών ιδρυμάτων», όπως ισχύουν, τις από 20-03-2013, 21-03-2013 και 20-06-2013 αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων της απορροφώσας και της απορροφώμενης Τράπεζας και την υπ’ αριθ. … πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Στεφανάκου· η ως άνω συγχώνευση εγκρίθηκε με την … απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, η οποία καταχωρήθηκε στις μερίδες της απορροφώσας και της απορροφώμενης Τράπεζας στο Γ.Ε.ΜΗ., με κωδικούς αριθμούς καταχωρίσεως 70284 και 70290, αντιστοίχως) και με τον τρόπο αυτό η «…» υποκαταστάθηκε στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» και εξομοιώθηκε, μετά την ως άνω συγχώνευση με καθολική διάδοχο της τελευταίας. Περαιτέρω, δυνάμει της από 30-04-2020 σύμβασης εκχώρησης απαιτήσεων από δάνεια του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και της καθ’ ης η ανακοπή αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία «…», η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα με αριθ. πρωτ. … στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με τη σχετική πράξη καταχώρησης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στον τόμο 11 και αριθ. 113, η τελευταία απέκτησε δυνάμει πώλησης και εκχώρησης από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» όλες τις απαιτήσεις και τα δικαιώματά της από δάνεια που προέρχονται από την πρώην «….», όπως είναι η ανωτέρω αναφερόμενη πίστωση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό (βλ. την από 30-04-2020 Σύμβαση εκχώρησης απαιτήσεων σε συνδυασμό με το Παράρτημα Α΄ αυτής, με τον τίτλο «Ορισμοί»). Περαιτέρω, η καθ’ ης ανέθεσε τη διαχείριση των απαιτήσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση Πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό και των προσωπικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων αυτής στην «…», δυνάμει της από 30-04-2020 Σύμβασης Διαχείρισης, η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα με αριθ. πρωτ. … στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με τη σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003, στον τόμο 11 και αριθ. 114, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. …/30-04-2020 πληρεξούσιο του Συμβολαιογράφου Θωμά Στεφανάκου. Συνεπώς, η «…», ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003 στο όνομα και για λογαριασμό της καθ’ ης εταιρείας, ως πιστώτριας της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης, έχει δε εξουσιοδοτηθεί από την τελευταία, όπως ασκεί στο όνομα και για λογαριασμό της, μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα καταγγελίας των υπό διαχείριση απαιτήσεων αυτής. Περαιτέρω, σε εκτέλεση της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης, όπως αυτή τροποποιήθηκε κινήθηκαν οι κάτωθι λογαριασμοί: 1) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 2.713.378,34 ευρώ και οι συνδεδεμένοι με τον ως άνω λογαριασμό α) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 1.467.326,45 ευρώ και β) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 404.276,17 ευρώ, 2) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 96.487,90 ευρώ και οι συνδεδεμένοι με τον ως άνω λογαριασμό α) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 38.386,66 ευρώ και β) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 14.371,37 ευρώ, 3) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 87.693,89 ευρώ και οι συνδεδεμένοι με τον ως άνω λογαριασμό α) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 34.888,02 ευρώ και β) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 13.061,54 ευρώ, 4) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 43.554,20 ευρώ και οι συνδεδεμένοι με τον ως άνω λογαριασμό α) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 17.327,57 ευρώ και β) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 6.487,24 ευρώ, 5) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 26.713,69 ευρώ και οι συνδεδεμένοι με τον ως άνω λογαριασμό α) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 10.627,77 ευρώ και β) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 3.978,90 ευρώ και 6) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 147.466,37 ευρώ και οι συνδεδεμένοι με τον ως άνω λογαριασμό α) υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 58.665,95 ευρώ και β) ο υπ’ αριθ. … λογαριασμός-λογιστική μερίδα, ο οποίος εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο την 01-06-2020 το ποσό των 21.964,39 ευρώ. Περαιτέρω, επειδή ο αλληλόχρεος λογαριασμός που κινήθηκε στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης πίστωσης, όπως τροποποιήθηκε δεν εξυπηρετείτο η καθ’ ης με την από 01-06-2020 έγγραφη καταγγελία της κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση και έκλεισε οριστικά τον κινηθέντα σε εκτέλεσή της αλληλόχρεο λογαριασμό, ενώ επιπλέον κάλεσε τους ανακόπτοντες να εξοφλήσουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, το χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο, κατά το χρόνο καταγγελίας ανερχόταν στο ποσό των 5.206.656,42 ευρώ, του δευτέρου και του τρίτου ευθυνόμενων περιορισμένα μέχρι του ποσού των 2.500.000 ευρώ, εντόκως από την 02-06-2020 μέχρι την εξόφληση, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο, πλέον τυχόν εξόδων. Στη συνέχεια και επειδή οι ανακόπτοντες δεν προέβησαν στην καταβολή του ανωτέρω ποσού, η καθ΄ ης – εκπροσωπούμενη από την «…» δυνάμει του υπ’ αριθ. …/30-04-2020 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Γεωργίου Θωμά Στεφανάκου- με την από 02-10-2020 αίτησή της ζήτησε και πέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενης υπ’ αριθ. … διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία οι ανακόπτοντες επιτάχθηκαν να καταβάλουν, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, στην καθ’ ης το ποσό των 700.000 ευρώ (κατόπιν περιορισμού της απαίτησής της στο εν λόγω ποσό), έντοκα από 02-06-2020, μέχρι την οριστική εξόφληση, με το εκάστοτε ισχύον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και με ανατοκισμό των τόκων ανά εξάμηνο με το ίδιο πιο πάνω επιτόκιο. Οι ανακόπτοντες, με τον πρώτο λόγο ανακοπής τους, ισχυρίζονται ότι την 02-10-2020, οπότε και υποβλήθηκε η ως άνω αίτηση για έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής η ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία «…» δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης, προκειμένου να δύναται να αιτηθεί την έκδοση της διαταγής πληρωμής στο όνομα και για λογαριασμό της, καθόσον το προαναφερόμενο υπ’ αριθ. …/30-04-2020 ειδικό πληρεξούσιο είχε λήξει, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρονται ανωτέρω. Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής, ωστόσο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, στο προσκομιζόμενο από την καθ’ ης για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής υπ’ αριθ. 44.959/30-04-2020 ειδικό πληρεξούσιο και συγκεκριμένα στο άρθρο 3 αυτού ορίζεται ότι «Το παρόν πληρεξούσιο θα εξακολουθεί να είναι σε ισχύ μέχρι την πάροδο της τελευταίας Εργάσιμης Μέρας της τρίμηνης επετείου από την Ημερομηνία Μεταβίβασης των Υπηρεσιών Διαχείρισης». Ο ανωτέρω όρος του πληρεξουσίου, που αφορά τη διάρκεια ισχύος αυτού, αναφέρεται στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία θα λάβει τυχόν χώρα μεταβίβαση Υπηρεσιών Διαχείρισης από την «…», προς τρίτη εταιρεία (και δεν αφορά τη μεταβίβαση των Υπηρεσιών Διαχείρισης από την καθ’ ης στην «…», όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες), η σχετική δε πρόβλεψη του πληρεξουσίου έχει τεθεί προκειμένου να καλύψει το μεταβατικό χρονικό διάστημα αλλαγής διαχειριστή. Άλλωστε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο εν λόγω πληρεξούσιο δεν αναφέρεται συγκεκριμένη διάρκεια ισχύος του, αλλά ορίζεται η περίπτωση εκείνη κατά την οποία η ισχύς του, σε περίπτωση μεταβίβαση των υπηρεσιών διαχείρισης σε τρίτον, δεν θα παύσει αμέσως, αλλά θα εξακολουθήσει. Σε κάθε δε περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί ότι η από 30-04-2020 σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης από την καθ’ ης στην «…», έχει αόριστη διάρκεια, ενώ επιπλέον η εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης από την ανωτέρω Τράπεζα, κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ευθέως και από το προσκομιζόμενο από την καθ’ ης, κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, υπ’ αριθ. πρωτ. … προαναφερόμενο έγγραφο καταχώρησης της ανωτέρω Σύμβασης Διαχείρισης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών. Ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος ανακοπής, σύμφωνα με τον οποίο, οι ανακόπτοντες, όπως αναλυτικά ανωτέρω αναφέρθηκε, ισχυρίζονται ότι η εξουσία εκπροσώπησης της καθ’ ης από ανωτέρω Τράπεζα τόσο για την υποβολή της αιτήσεως προς έκδοση της διαταγής πληρωμής όσο και για την καταγγελία της Σύμβασης Πίστωσης με Ανοιχτό Λογαριασμό, δεν αφορά τις επίδικες απαιτήσεις, που απορρέουν από την ανωτέρω σύμβαση, αλλά αφορά μόνο τις απαιτήσεις της καθ’ ης, που απορρέουν από στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια. Ειδικότερα, στην από 30-04-2020 σύμβασης Διαχείρισης στο υπό στοιχείο δ αυτής, αναφέρεται «Περίληψη των εξουσιών του Διαχειριστή απαιτήσεων: Όλες οι υπηρεσίες είσπραξης και εν γένει διαχείρισης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων από συμβάσεις επιχειρηματικών, ομολογιακών, ανακυκλούμενων, ναυτιλιακών και άλλων δανείων και πιστώσεων, όπως ενδεικτικά: καθορισμός επιτοκίου, ενημέρωση και εξυπηρέτηση πελατών, δικαστική επιδίωξη απαιτήσεων κ.α., σύμφωνα με το Παράρτημα 1 της Σύμβασης Διαχείρισης», ενώ στο από …/30-04-2020 Ειδικό Πληρεξούσιο, στο … με τίτλο «…» ορίζεται ότι «Η Εταιρεία (η αιτούσα) εις εκτέλεση των συμφωνιών, των όρων, των δεσμεύσεων και των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει βάσει της Σύμβασης Διαχείρισης ανέκκλητα διορίζει την ……υπό την ιδιότητα του Διαχειριστή ως πραγματικό και νόμιμο εκπρόσωπό της…με πλήρη εξουσία και πληρεξουσιότητα να προβεί στις παρακάτω ενέργειες στο όνομα και για λογαριασμό της Εταιρείας..(25) να ενεργεί και να παρίσταται σε όλες τις πολιτικές, διοικητικές ή άλλες διαδικασίες έναντι οποιουδήποτε προσώπου, να υποβάλλει αιτήσεις ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού και δικαιοδοσίας, να υποβάλλει αιτήσεις για την έκδοση διαταγών πληρωμής, να παρίσταται στη συζήτηση των σχετικών αιτήσεων ή αγωγών, να ασκεί έφεση κατά απορριπτικών αποφάσεων των ως άνω αιτήσεων και να παρίσταται στη συζήτηση των σχετικών εφέσεων, αλλά και στη συζήτηση εφέσεων ή ανακοπών κατά αποφάσεων βάσει των οποίων εκδίδονται οι διαταγές πληρωμής». Συνεπώς, ούτε από την ανωτέρω Σύμβαση διαχείρισης, ούτε από τον προαναφερθέν ειδικό πληρεξούσιο δεν υφίσταται περιορισμός της εξουσίας εκπροσώπησης της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «…» μόνο στα στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με τον υπό κρίση δεύτερο λόγο ανακοπής τους. Επιπρόσθετα και ο τρίτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης δεν προσκόμισε για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής τα απαιτούμενα έγγραφα, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει το ακριβές ύψος της εκχωρηθείσας από την «…» στην καθ’ ης απαίτησης εναντίον τους τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, η καθ’ ης για την έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής προσκόμισε α) επικυρωμένο αντίγραφο της από 30-04-2020 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων, που καταχωρίστηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003, πρωτοτύπως καταρτισθείσας στην αγγλική γλώσσα, μετά της νόμιμης, κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ, μετάφρασής της στην Ελληνική γλώσσα, β) επικυρωμένο αντίγραφο του από 30-04-2020 πιστοποιητικού, που εξέδωσε το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αναφορικά με την καταχώρηση της ως άνω από 30-04-2020 σύμβασης μεταβίβασης απαιτήσεων με αριθ. πρωτ. … στον τόμο 11 και αριθ. 113, γ) απόσπασμα από το παράρτημα που καταχωρίστηκε στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, όπου εμφαίνεται η σελίδα, που αφορά στην επίδικη εκχωρηθείσα απαίτηση σε επικυρωμένο αντίγραφο, δ) επικυρωμένο αντίγραφο του από 30-04-2020 πιστοποιητικού, που εξέδωσε το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αναφορικά με την καταχώριση της από 30-04-2020 σύμβασης διαχείρισης, σύμφωνα με την παρ. 16 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 με αριθ. πρωτ. … και στον τόμο 11 και αριθ. 114 και ε) αντίγραφο του υπ’ αριθ. …/30-04-2020 ειδικού πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Γεωργίου Θωμά Στεφανάκου. Από τα ανωτέρω προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης κατέστη ειδικός διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» αναφορικά με την επίδικη απαίτηση, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι α) στη σύμβαση εκχώρησης που συνάφθηκε μεταξύ τους, δεν απαιτείτο να αναφέρεται το ποσό της συγκεκριμένης απαίτησης, που εκχωρήθηκε (αφού αυτό θα μπορούσε να μεταβληθεί ανά ημέρα, με καταβολή ή με χρέωση τόκων), αλλά αρκούσε η απαίτηση να είναι ορισμένη, όπως πράγματι συνέβαινε, αφού προέκυπτε η σύμβαση πίστωσης, από την οποία αυτή απέρρεε και β) στη Σύμβαση Διαχείρισης, που συνάφθηκε μεταξύ τους δεν απαιτείτο να εξειδικεύεται η συγκεκριμένη τιτλοποιημένη απαίτηση, της οποίας η διαχείριση ανατέθηκε στην …, αφού η καθ’ ης εταιρεία ειδικού σκοπού …, τις έχει αναθέσει όλες σε αυτή, ενώ για το λόγο αυτό δεν απαιτείτο να προσκομιστούν τα Παραρτήματα της Σύμβασης Διαχείρισης, κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος τυγχάνει και ο πέμπτος λόγος της ανακοπής, ως προς το δεύτερο σκέλος του, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η από 01-06-2020 καταγγελία της επίδικης σύμβασης είναι άκυρη, για το λόγο ότι υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της καθ’ ης, χωρίς, ωστόσο, να προκύπτει η πληρεξουσιότητά του · και τούτο διότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας, η απόκρουση της δήλωσης (καταγγελίας) πρέπει να γίνει από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, υπό την έννοια ότι, το ως άνω πρόσωπο οφείλει να ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις, ενώ σε περίπτωση που δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον (εν προκειμένω η καταγγελία) είναι ισχυρή. Στην υπό κρίση περίπτωση οι ανακόπτοντες δεν προέβαλαν την έλλειψη πληρεξουσιότητας από τον υπογράφοντα την καταγγελία δικηγόρο εγκαίρως, παρότι αυτή έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2020 και παρότι ήταν δυνατή η επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων μερών, αλλά αντιθέτως πρότειναν τον ισχυρισμό αυτόν πρώτη φορά με την ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε την 27η-11-2020 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, εκφεύγοντας έτσι των ορίων που επιβάλλονται από τις ειδικότερες περιστάσεις της υπόθεσης, ως εκ τούτων δε η εν λόγω δήλωση κατέστη ισχυρή. Επιπρόσθετα απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος τυγχάνει και ο πρόσθετος λόγος ανακοπής των ανακοπτόντων ως προς το πρώτο σκέλος του – με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η απαίτηση της καθ’ ης δεν αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα από αυτή αποσπάσματα λογαριασμών, τα οποία δεν καλύπτουν τη συνολική κίνηση του αλληλόχρεου λογαριασμού από την έναρξή του (28-03-2007) έως το κλείσιμό του και ειδικότερα ότι όλες οι κινήσεις που απεικονίζονται στα επιμέρους αποσπάσματα λογαριασμού που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης αφορούν εγγραφές από το Σεπτέμβριο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2020, ενώ το διάστημα από 28-03-2007 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2009 παραλείπεται εντελώς- διότι η πίστωση εν προκειμένω παρεχόταν, όπως ήδη αναφέρθηκε, με την έκδοση εγγυητικών επιστολών αορίστου διάρκειας, με αποτέλεσμα η πρώτη χρέωση σε κάθε επιμέρους λογαριασμό να μη συμπίπτει με την ημερομηνία της σύμβασης πίστωσης, αλλά με την ημερομηνία που η Τράπεζα υποχρεώθηκε να καταβάλει στον κομιστή της εγγυητικής επιστολής το ποσό της κατάπτωσης, το οποίο στη συνέχεια χρέωνε στον αλληλόχρεο λογαριασμό, όπως συμφωνήθηκε να πράττει, δυνάμει του προαναφερθέντος υπ’ αριθ. 3.4 της υπ’ αριθ. … Σύμβασης, ενώ επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι για τον ανωτέρω λόγο ως την ημέρα την κατάπτωσης η κίνηση κάθε επιμέρους λογαριασμού έχει υπόλοιπο 0,00. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, κατόπιν του από 12-11-2020 αιτήματος του δευτέρου των ανακοπτόντων, …, η «….», με την υπ’ αριθ. … πρότασή της προς τους ανακόπτοντες αλλά και τις εταιρείες «… …» και «…», στηριζόμενη στην καλή πίστη και τη συναλλακτική πρακτική πρότεινε σε αυτούς τα κάτωθι 1) την δια συμβιβασμού εξόφληση της οφειλής, που προέρχεται από τη σύμβαση δανείου με αριθμό … με την καταβολή ποσού 1.400.000 ευρώ ως εξής: α) την 05-01-2011 ποσό 400.000 ευρώ, β) την 30-08-2011, ποσό 500.000 ευρώ και γ) την 30-08-2012 ποσό 500.000 ευρώ, ορίστηκε δε ότι μετά την είσπραξη και της τελευταίας δόσης θα επέλθει εξάλειψη της ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου «…», 2) την δια συμβιβασμού εξόφληση της οφειλής που προέρχεται από τις καταπτώσεις των … εγγυητικών επιστολών, με την είσπραξη που θα προέλθει από την πώληση του πλοίου «…» με το ποσό των 800.000 ευρώ εάν πωληθεί για λειτουργία ή με το ποσό των 400.000 ευρώ ένα πωληθεί για διάλυση (scrap), ορίστηκε δε ότι μετά την ολοκλήρωση της πώλησης με οποιοδήποτε τρόπο και μέχρι την 31-12-2012 και της γνωστοποίησης στην Τράπεζα του ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, θα ακολουθήσει εξάλειψη της ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου «…», 3) Μετά την ανάληψη δέσμευσης ότι θα επιστραφούν οι σε κυκλοφορία ευρισκόμενες εγγυητικές επιστολές σημερινού ύψους ποσού 227.347,25 αναλυτικά: … …, με απαλλακτική δήλωση δικαιούχου περί της ευθύνης της Τράπεζας ή μετά την άμεση, εντός τριών (3) ημερών πληρωμή τους σε περίπτωση κατάπτωσής τους, θα επέλθει εξάλειψη Γ΄ σειράς προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου ιδιοκτησίας της εταιρείας στη Καμαριώτισσα Σαμοθράκης. Περαιτέρω, ορίστηκε ότι «Εφόσον συμφωνείτε με τα ανωτέρω, τα οποία δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση πρόταση συμψηφισμού, ανανέωσης, δόσης αντί καταβολής ή άφεσης χρέους της συνολικής απαίτησης της Τράπεζας αλλά δια συμβιβασμού εξόφληση αυτής παρακαλούμε για την αποδοχή σας ως κάτωθι μέχρι την 28-12-2010», ενώ επιπλέον ορίστηκε ότι «Σε περίπτωση μη προσήκουσας και εμπρόθεσμης τήρησης οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω όρων, η παρούσα συμφωνία δεν θα ισχύει και η Τράπεζα θα δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου των απαιτήσεών της υπολογιζόμενο επί τη βάσει των μέχρι σήμερα απαιτήσεών της» καθώς και ότι «Μετά την πλήρη και ολοσχερή εκπλήρωση όλων των ως άνω υποχρεώσεων νόμιμα και εμπρόθεσμα, στα πλαίσια της συμβιβαστικής εξόφλησης, ουδεμία απαίτηση θα έχει ή διατηρεί η ΕΜΠΟΡΙΚΗ Τράπεζα έναντι ουδενός εκ των εμπλεκομένων νομικών και φυσικών προσώπων (συμπεριλαμβανομένων αυτών προς τα οποία απευθύνεται η παρούσα)». Ειδικότερα, η ανωτέρω πρόταση την οποία αμέσως αποδέχθηκαν οι ανακόπτοντες περιείχε τρεις (3) όρους. Ο πρώτος όρος της πρότασης αφορά οφειλή των ανακοπτόντων απορρέουσα από έτερη σύμβαση, ήτοι από την υπ’ αριθ. … σύμβαση, όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται σε αυτή (την πρόταση), η οποία, αποδεικνύεται ότι εξοφλήθηκε από τους ανακόπτοντες με την καταβολή του ποσού των 1.400.000 ευρώ, περί τον Αύγουστο του 2012 (γεγονός, άλλωστε, που συνομολογεί και η καθ’ ης με την προσθήκη των προτάσεών της), ενώ εξαλείφθηκε και η υποθήκη επί του πλοίου «…», ο δεύτερος όρος την ανωτέρω πρότασης αφορά οφειλές από την επίδικη σύμβαση και ειδικότερα από εγγυητικές επιστολές που κατέπεσαν (βλ. την ανωτέρω πρόταση της Εμπορικής Τράπεζας, σε συνδυασμό με τα προσκομιζόμενα κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής αποσπάσματα των λογαριασμών), ενώ δεν αποδεικνύεται εξόφληση του ποσού που αναφέρεται στον όρο αυτό της συμβιβαστικής πρότασης, ενώ ο τρίτος όρος αφορά την επιστροφή έτερων εγγυητικών επιστολών, οι οποίες δεν είχαν καταπέσει. Συνεπώς και δεδομένου ότι στην εν λόγω επιστολή ορίζεται ότι για να είναι η πρόταση αυτή σε ισχύ θα πρέπει να τηρηθούν και οι τρεις (3) όροι, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, δεν έχει λάβει χώρα συμβιβαστική εξόφληση της επίδικης οφειλής, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο ανακοπής τους, ο οποίος θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Άλλωστε και οι μάρτυρες των ανακοπτόντων, στις ανωτέρω αναφερόμενες ένορκες καταθέσεις τους δεν αναφέρονται ούτε στο εάν τηρήθηκε ο δεύτερος όρος της ανωτέρω πρότασης, ήτοι στο εάν πληρώθηκαν από την πώληση του πλοίου «…» οι αναφερόμενες σε αυτή εγγυητικές επιστολές που είχαν καταπέσει (και οι οποίες αφορούν την υπ’ αριθ. … σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε την 05-11-2007), ούτε εάν έλαβε χώρα εξάλειψη της πρώτης προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου «…», αλλά αναφέρονται μόνο στο ότι τηρήθηκαν οι λοιποί όροι της πρότασης και ότι έλαβε χώρα εξάλειψη της 2ης ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου «…», που είχε δοθεί για εξασφάλιση της επίδικης σύμβασης. Περαιτέρω, δε, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε λύση της επίδικης σύμβασης σε χρόνο προγενέστερο της λύσης της με την από 01-06-2020 καταγγελία. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ανακοπτόντων με τον πέμπτο λόγο ανακοπής τους ότι η καθ ης καταχρηστικά προέβη στην καταγγελία της από … Σύμβασης, όπως αυτή τροποποιήθηκε, ενώ είχε ήδη λάβει χώρα συμβιβαστική εξόφληση των οφειλών από αυτούς, κατόπιν της ανωτέρω πρότασής της, την οποία αυτοί αποδέχθηκαν τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι η ισχύς της εν λόγω μεταξύ τους συμφωνίας τελούσε υπό τον όρο τήρησης των τριών (3) προϋποθέσεων που αναφέρονταν στην πρόταση της καθ’ ης, ο οποίος (όρος) όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν τηρήθηκε. Περαιτέρω, το δικαίωμα της καθ’ ης να καταγγείλει τη σύμβαση, και να εισπράξει την απαίτησή της με την έκδοση διαταγής πληρωμής αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνον αυτή μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο όμως που δεν προκύπτει, εν προκειμένω, από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό. Άλλωστε, το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης επιφέρει βλάβη στους ανακόπτοντες δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ., όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, περίπτωση, ωστόσο, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο η αδράνεια της καθ’ ης να ασκήσει το δικαίωμά της για χρονικό διάστημα 7,5 περίπου ετών, δεν καθιστά την άσκηση των δικαιωμάτων της καταχρηστική, ακόμη και εάν δημιούργησε στους ανακόπτοντες την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον αυτή να το ασκήσει, σύμφωνα άλλωστε με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο Ι μείζονα σκέψη, αφού εν προκειμένω δεν συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά των διαδίκων, ενόψει των οποίων και της αδρανείας της καθ’ ης η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ενόψει αυτών, η άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να καταγγείλει την ανωτέρω σύμβαση, με την από 01-06-2020 εξώδικη δήλωσή της προς τους ανακόπτοντες και να πετύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής για την επίδικη απαίτηση κείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, για τον οποίο θεσπίσθηκε και ο πέμπτος λόγος της υπό κρίση ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Κατόπιν αυτών πρέπει, η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να απορριφθούν, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες-ασκούντες τους πρόσθετους λόγους ανακοπής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την από 26-11-2020 (γενικός αριθμός κατάθεσης: 9256/27-11-2020, ειδικός αριθμός κατάθεσης: 4399/27-11-2020) ανακοπή και 2) τους από 31-03-2021 (γενικός αριθμός κατάθεσης: 1561/01-04-2021, ειδικός αριθμός κατάθεσης: 749/01-04-2021), πρόσθετους λόγους ανακοπής, αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής στο σύνολό τους.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό … διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες-ασκούντες του πρόσθετους λόγους ανακοπής στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 2021 και δημοσιεύτηκε στις 2021 σε έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ