ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης
939/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3327/2005. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αιτούσας: Της εταιρείας με την επωνυμία …, ΑΦΜ …, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Δουλφή (ΑΜ ΔΣΑ 25720).
Της καθ’ης η αίτηση: Της εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει τυπικά μεν στο εξωτερικό, ουσιαστικά δε στη … νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγορου της Παναγιώτη Γεωργόπουλου (ΑΜ ΔΣΠ 4117).
Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-04-2021 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2335/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 594/2021, προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται ημεδαποί και αλλοδαποί, εφόσον υφίσταται αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητας τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (ΑΠ 803/2000 ΕλΔ 2001.1599, ΑΠ 108/1988 ΕλΔ 1988.1392, ΕφΑΘ 6073/2002 ΕλΔ 2003.209, ΕφΑΘ 6359/2003 ΕλΔ 2004.1466). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (ΕφΠειρ 266/2014 αδημ ΕφΑΘ 4467/2010 αδημ, , ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009.970). Τέτοια αρμοδιότητα υφίσταται, κατά το άρθρο 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ, εκτός άλλων περιπτώσεων (π.χ. της κατ` άρθρο 22 ΚΠολΔ γενικής δωσιδικίας του εναγομένου στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του), προκειμένου περί νομικών προσώπων, τα οποία έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια αυτού (ΕφΑΘ 3965/1998 ΔΕΕ 1999.726). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ` άρθρο 3 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η διοίκηση του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, η αλλοδαπή τυπικά εταιρία της οποίας η διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, μπορεί αρμοδίως να ενάγει ή ενάγεται και γενικότερα να παρίσταται ως διάδικος ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων (άρθρα 62, 64, 66 ΚΠολΔ) εφόσον αυτή αναπτύσσει τη δραστηριότητα της στην Ελλάδα (ΑΠ 1309/1991 ΕλΔ 1992.1181, ΕφΑΘ 175/1988 ΝοΒ 1988.926), δεδομένου ότι, ειδικότερα, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας (ΟλΑΠ 2/2003 ΕλΔ 2003.388, ΟλΑΠ 2/1999 ΕΝΔ 1999.81). Επίσης από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι τα ασφαλιστικά μέτρα αποτελούν παρεπόμενο της εκκρεμούς ή μέλλουσας να ανοίγει διαγνωστικής δίκης ως προς το επικαλούμενο ουσιαστικό δικαίωμα και αποβλέπουν στη διασφάλιση, διατήρηση ή προσωρινή ρύθμιση του τελευταίου μέχρι να συντελεστεί δικαστικά η διάγνωση του, και, συνεπώς, στη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 Κ.ΠολΔ, η οποία ορίζει ότι τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος μπορούν να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης, προκύπτει με σαφήνεια ότι, για τη λήψη του απαιτούμενου κάθε φορά ασφαλιστικού μέτρου, πρέπει α) να υπάρχει επείγουσα γι` αυτό περίπτωση ή ανάγκη αποτροπής επικειμένου κινδύνου, και β) να πιθανολογείται η ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος. Ως επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος νοείται προδήλως η ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από τη συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων (βλ. ΜΠρΘεσ 3706/2015 ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑΘ 449/2004 ΝοΒ 52.831, ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ 1999.337, ΜΠΑΘ 3066/1999 Δ. 30.521, ΜΠΑΘ 34339/1998 ΔΕΕ 5.494, ΜΠΠειρ 232/1995 Δ. 26.595, ΜΠΘεσ 14413/1994 ΑρχΝ 47.751, ΜΠΧαλκ 686/1991 Δ. 23.262). Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται στην επείγουσα περίπτωση και στον επικείμενο κίνδυνο κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, χωρίς να καθορίζει εάν αφορούν στο επίδικο αντικείμενο ή τους διαδίκους, τούτο, δε, δεν διευκρινίσθηκε ούτε κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Νίκα σε Δ. 8.623 επ.), και, συνεπώς, ενόψει της σιωπής του Νόμου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μπορεί οι προϋποθέσεις αυτές να αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις (βλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ` άρθρο, τ.Δ`, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10). Η ύπαρξη ή όχι επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου για την αποτροπή του οποίου ζητείται να διαταχθεί κάποιο ασφαλιστικό μέτρο, απόκειται σε κάθε περίπτωση στην κρίση του κατά Νόμο αρμοδίου να διατάξει το ασφαλιστικό μέτρο Δικαστηρίου, κρίση η οποία σχηματίζεται με βάση την πιθανολόγηση (βλ. ΑΠ 422/1970 ΝοΒ 18.1197, ΜΠΘεσ 12162/1993 Αρμεν. 48.182). Συγκεκριμένα, επείγουσα περίπτωση νοείται εκείνη, η οποία χρειάζεται άμεση ρύθμιση με δικαστική παρέμβαση λόγω της ανάγκης για τη γρήγορη απόλαυση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματος από μέρους του δικαιούχου, όπως συμβαίνει όταν η πάροδος του χρόνου μέχρι την άσκηση της τακτικής αγωγής πρόκειται να φέρει ουσιώδη βλάβη οποιοσδήποτε έκτασης στην υλική φύση του αντικειμένου, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρ. 728 επ. Κ.Πολ.Δ.) και την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης (άρ. 731 επ. Κ.Πολ.Δ.). Επικείμενος, δε, κίνδυνος, που πρέπει να είναι ουσιώδης και αναπότρεπτος, υπάρχει όταν η βλάβη, που απειλείται απ` αυτόν, ενόψει και της βραδείας οριστικής επίλυσης της διαφοράς, είναι πολύ κοντά και επικρέμαται στο πράγμα ή τους διαδίκους, όπως όταν απειλείται προσεχής αποξένωση του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης όταν κάποτε ο αιτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της σχετικής κυρίας διαγνωστικής δίκης, πρέπει, δε, να συντρέχει όταν πρόκειται να διαταχθούν τα άλλα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή εγγυοδοσία (άρ. 704 επ.Κ.Πολ.Δ.), προσημείωση υποθήκης (άρ. 706 Κ.Πολ.Δ.), συντηρητική κατάσχεση (άρ. 707 επ. Κ.Πολ.Δ.), δικαστική μεσεγγύηση (άρ. 725 Κ.Πολ.Δ.) και σφράγιση (άρ. 737 Κ.Πολ.Δ.) (βλ.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ` άρθρο, τ.Δ`, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, σελ.24 – ΜΠρΘεσ 3706/2014 ό.π., βλ. ενδ. και ΠΠΒόλ 278/1990 ΑρχΝ 43.268 επ.). Ωστόσο μόνη η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ` ου δεν αρκεί για να δικαιολογήσει τη λήψη του ασφαλιστικού μέτρου (της συντηρητικής κατάσχεσης ή) της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Εξάλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασης κάποιου προσώπου, διότι με τέτοια εκδοχή θα δικαιολογείται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, και δη με τη μορφή της συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, σε κάθε εκκρεμή αγωγή, ενόψει της ενδεχομένης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής ή ελάττωσης της περιουσιακής κατάστασης του διαδίκου (βλ. ενδ. ΜΠρΘεσ. 3706/201, ΜΠΕδέσ 217/2012, ΜΠΠειρ 4645/2011, ΜΠΘεσ 31427/2010, ΜΠΡόδ 2046/2010, ΜΠΑ 1495/2009 και ΜΠ Ρόδ 3417/2007 δημοσιευθείσες πρώτη φορά σε Ηλεκτρονική Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΜΠΑ 7810/2003 Αρμεν. 58.121, ΜΠΧαλκ 686/1991 Δ. 23.262 βλ. και Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682 παρ.5 σελ.32, Χαμηλοθώρη, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.2000, σελ. 65 και 167, Κατρά, Αιτήσεις Ασφαλιστικών Μέτρων και Αμυνα Αντιδίκου, έκδ. 2008, σελ. 69). II] Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 111, 118 αριθ. 4, 216 και 688 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για κάθε αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας απαιτείται γενικώς μεν να αναφέρεται στο δικόγραφο, με ποινή απαραδέκτου που λαμβόνεται υπ` όψιν και αυτεπαγγέλτως, ως αναγόμενο στην προδικασία, μεταξύ άλλων και το αντικείμενο αυτής κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, ειδικώς, δε, επί αίτησης ασφαλιστικών μέτρων να αναφέρονται συνοπτικώς τα πραγματικά περιστατικά που πιθανολογούν το δικαίωμα, για την εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου ζητείται η λήψη συγκεκριμένουασφαλιστικού μέτρου, καθώς και την επείγουσα περίπτωση ή τον επικείμενο κίνδυνο, ενώ στις χρηματικές απαιτήσεις πρέπει να αναφέρεται το οφειλόμενο χρηματικό ποσό (ή η χρηματική αξία του αντικειμένου που οφείλεται). Στα ασφαλιστικά μέτρα η τοιαύτη αξίωση αυτή του Νόμου αποβαίνει επιτακτική, δεδομένου ότι ο αποδεικτικός έλεγχος των παραγωγικών γεγονότων του προστατευτέου δικαιώματος γίνεται κατ` ανάγκη μόνο με βάση τους ισχυρισμούς που διαλαμβάνονται στην αίτηση. Η παράλειψη της συνοπτικής μνείας κάποιου από τα παραπάνω γεγονότα καθιστά την αίτηση αόριστη και κατ` ακολουθία απαράδεκτη (βλ. ΕφΑΘ 1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠΑΘ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580 βλ. επίσης Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ`άρθρο, τ.Δ`, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10 και 72). Ειδικότερα, η ακριβολογία στη διατύπωση και τον καθορισμό των στοιχείων που θεμελιώνουν το δικαίωμα δεν είναι αναγκαίαστον ίδιο βαθμό που συμβαίνει στην τακτική διαδικασία (βλ. Κράνη σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας II, υπό το άρθρο 686, αριθ. 10, σελ. 1339, και Βαφειάδου σε Χαμηλοθώρη/Κλουκίνα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2000, αριθ. 94, σελ. 65). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η συζήτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων συγχωρείται να έχει αοριστίες τέτοιες, που να δημιουργούν αμφιβολίες ως προς τη γένεση και την έκταση του ασφαλιστέου δικαιώματος ή τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, σελ. 86, Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 1985, σελ. 23-24 – ΜπρΘεσ.3706/2014 ό.π. πρβλ. ΜΠΑ 24190/1997 ΑρχΝ 49.531, ΜΠΑ 29396/1995 Δ.27.644). Η Συντακτική Επιτροπή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας έχει διευκρινίσει όσον αφορά στο άρθρο 688 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. ότι «δια του όρου “συνοπτικώς”, όστις τίθεται εις αντικατάστασιν του όρου “συντόμως”,σκοπείται η σύντομος μεν, αλλά σαφής αναγραφή των πιθανολογούντων το δικαίωμα πραγματικών γεγονότων» (βλ. Πρακτικά, τόμος 5ος, σελ. 492). Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα και τη γένεση του ασφαλιστέου δικαιώματος (βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 688, αριθ.3.2). Ομοίως, για το ορισμένο της σχετικής αίτησης, όπως της αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης περιουσίας και εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης ή επικειμένου κινδύνου, πρέπει σ` αυτήν να γίνεται, έστω και συνοπτικώς, αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν τη συνδρομή της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου, και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του Νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση, έστω και συνοπτικώς, συγκεκριμένων περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, διαφορετικά η αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της (βλ. ΑΠ 127/1973, ΝοΒ 21.889, ΕφΑΘ 1173/1999 ΕλλΔ/νη 42.764, ΜΠρΘεσ. 3706/2014 ό.π., όπου και οι λοιπές νομολογιακές και θεωρητικές παραπομπές: ΜΠΠειρ 1248/1999 ΕΜετΔ 1999.337, ΜΠΚω 349/1988 ΕλλΔ/νη 31.616, ΜΠΑ 20368/1987 ΕλλΔ/νη 29.580, ΜΠΑ 12407/1985 Δ. 16.725 – Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ.1985, σελ. 9 & 24, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ` άρθρο, τ.Δ`, 1996, υπό το άρθρο 682, αριθ. 10, Μπέη, Πολιτική Δικονομία, υπό το άρθρο 682, Κεραμέως – Πολυζωγόπουλου, Τα ασφαλιστικά μέτρα στο Ελληνικό Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, στο συλλογικό έργο «Η δραστικότητα της δικαιοσύνης» παρ. 3, 4 σελ. 260, Γεωργίου, Οι έννοιες του επικειμένου κινδύνου και της επείγουσας περίπτωσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων Κ.Πολ.Δ. 682 παρ. 1 σε ΕλλΔ/νη 38.16 – βλ. επίσης ΜΠΑΘ 7810/2003 Αρμεν. 58.121, ΜΠΒόλ 1156/2002 αδημ. σε νομ. περιοδ., ΜΠΑΘ 3066/1999 Δ. 30.521 – βλ. επίσης ΜΠΠειρ 232/1995 Δ. 26.595, ΜΠΠειρ. 437/2018, ΝΟΜΟΣ).
Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα η οποία είναι αλλοδαπή εταιρεία παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών ασφαλείας επί πλοίων, εκθέτει ότι κατήρτισε με την καθ’ης τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αίτηση ιδιωτικά συμφωνητικά, προκειμένου να παράσχει υπηρεσίες ασφαλείας στα πλοία που αυτή εκμεταλλεύεται. Οτι μετά το πέρας της προσήκουσας εκπλήρωσης όλων των υπηρεσιών που ανέλαβε, εξέδωσε τα τιμολόγια της συμφωνηθείσας αμοιβής της, η οποία, μετά από μερική καταβολή, ανέρχεται στο ποσό των 105.927,50 δολαρίων ΗΠΑ. Επίσης εκθέτει ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, η καθ’ης αρνείται να της καταβάλλει το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό και ότι η απαίτησή της κινδυνεύει να ματαιωθεί λόγω της αφερεγγυότητας της καθ’ης και της μειωμένης οικονομικής της κατάστασης Με βάση τα ανωτέρω ζητεί να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσιακού στοιχείου της καθ’ης, κινητού ή ακινήτου είτε ευρίσκεται εις χείρας της είτε εις χείρας τρίτου και ιδίως όλων των τραπεζικών της λογαριασμών που διατηρεί στην Ελλάδα, έως του ποσού των 130.000 ευρώ, πλέον των τόκων και εξόδων που θα προκύψουν έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κυρίας αγωγής που θα ασκήσει κατά της καθ’ης. Ζητεί επίσης να καταδικαστεί η καθ’ης στη δικαστική της δαπάνη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 25 παρ.2, 683 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1, παρ.2, παρ.3 και παρ.5 του ν.2172/1993, που καθιερώνει την λειτουργική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά για υποθέσεις ναυτικού δικαίου και συνακόλουθα έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς (άρθρο 35 Κανονισμού ΕΕ 1215/2012). που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο (lex fori) που είναι πάντα εφαρμοστέο επί δικονομικών θεμάτων (Εφ. Πειρ. 138/1996 Νομ.Ναυτ. Τμ. 1996-1997, ΠολΠρΠειρ 2669/2005, Αρμ 2006, 502) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 707 επ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η τυχόν προσφυγή των διαδίκων στη διαιτησία, δεν απαγορεύει την υποβολή αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (βλ. Βαθρακοκοίλης, Ασφαλιστικά μέτρα, 2012, άρθρο 683, αρ. 4, ΜΠρΠειρ 2731/1976 Αρμ 1977.654) και ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός που προβλήθηκε από την καθ’ης περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας, τυγχάνει απορριπτέα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, στο ακροατήριο, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα σημειώματα που κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα και από όλη εν γένει τη διαδικασία, δεν πιθανολογήθηκε η ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κινδύνου που να καθιστά αναγκαία τη λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης της κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ης και ιδίως των τραπεζικών της λογαριασμών. Ειδικότερα, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα της επικαλούμενης απαίτησης της αιτούσας, δεν πιθανολογήθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αυτοτελώς αξιολογούμενα να καθιστούν επισφαλή την ικανοποίησή της, ούτε η αιτούσα επικαλείται ότι η καθ’ης προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής της ή να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τρίτων δανειστών ή ότι προτίθεται να προβεί σε άμεση εκποίηση και ρευστοποίηση των περιουσιακών της στοιχείων ή να αποξενωθεί από τα κατασχετά περιουσιακά της στοιχεία. Επίσης ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ης έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες προς την κατεύθυνση της απόκρυψης των περιουσιακών της στοιχείων ή ότι προέβη ή πρόκειται να προβεί σε αναλήψεις ή μεταφορές χρημάτων, πέραν των συνήθων, από τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, ώστε να δικαιολογείται παραδεκτά και νόμιμα η λήψη του αιτούμενου ασφαλιστικού μέτρου. Κατόπιν των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης επικείμενου κινδύνου και επείγουσας περίπτωσης, η συνδρομή των οποίων αποτελεί βασική διαδικαστική προϋπόθεση για την παροχή της αιτούμενης προσωρινής δικαστικής προστασίας (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ ΚΠολΔ, αρθρ. 682, σελ. 1324) και να καταδικαστεί η αιτούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της καθ’ης (άρθρ. 176 ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει σε βάρος της αιτούσας τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ’ης, στις .
Για τη δημοσίευση
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ