Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ  ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ  ΜΕΤΡΩΝ

  

Αριθμός Απόφασης

899/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3327/2005.    Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιουνίου 2021, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αιτούντος: … και προσωρινά διαμένοντος στον, στη …, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του Κυριακής Μπαλτά (…) και Στυλιανού Παυλάκη (…).

Των καθ’ων η αίτηση: 1) Της νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία “…, που εδρεύει καταστατικά μεν στη Μ.  Λ., πραγματικά όμως στον ……. επί της …, όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπρόσωπος και αντίκλητος της στην Ελλάδα εταιρία με την επωνυμία “…” που καταστατικά εδρεύει στις Ν. Μ., η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Ασπιώτη (…) και 2) Της νομίμως εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία “… ” που εδρεύει καταστατικά μεν στην αλλοδαπή, πραγματικά όμως στον …….επί της οδού…Χ. Τ., όπου είναι εγκατεστημένες οι αντιπρόσωποί της στην Ελλάδα α) εταιρεία με την επωνυμία “…” (με …) που καταστατικά εδρεύει στο … και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει της υπ’αριθ. … απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας, πρώην επί της οδού Αιγιαλείας αρ.4 στο Μαρούσι Αττικής και ήδη στον Πειραιά, Χ. Τ. 8 και β) εταιρεία με την επωνυμία “…, που εδρεύει καταστατικά μεν στις Ν. Μ., πραγματικά όμως στον …….. επί της οδού …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της Καρμέλας – Σπυριδούλας Μαυρόχη (…) και Κωνσταντίνου Γεωργόπουλου (…).

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-05-2021 αίτησή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης 2989/2021 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 694/2021, προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

            Κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων νοείται το ποσοστό της δικαιοδοσίας, δηλαδή της πολιτειακής εξουσίας να ασκήσει τη δικαστική της λειτουργία προς το σκοπό πραγματώσεως της έννομης τάξης, που προσνέμεται σε ορισμένο είδος δικαστηρίων ή σε συγκεκριμένο δικαστήριο για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών. Υπό την έννοια της πρώτης διακρίσεως γίνεται λόγος για υλική και υπό την έννοια της δεύτερης για τοπική αρμοδιότητα των δικαστηρίων (Κ. Κεραμέας, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, αρ. 32, σελ. 15 επομ.). Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα κατανέμεται αποκλειστικά από το νομοθέτη με γνώμονα τη σπουδαιότητα του αντικειμένου της διαφοράς , που εξαρτάται είτε από την αξία του ή τη φύση και το είδος της, σε συνδυασμό προς τη δυσχέρεια της διαγνώσεώς της (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, I, 2003, § 14, αρ. 1, σελ. 128 – 129) είτε από συνδυασμό των παραγόντων αυτών (βλ. άρθρο 14 ΚΠολΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα (ή δωσιδικία: η αυτή έννοια από την άποψη όχι πλέον του δικαστηρίου αλλά του διαδίκου ή της διαφοράς), όταν καθορίζεται νομίμως, όταν δηλαδή δεν παρεμβάλλεται συμφωνία των διαδίκων, που την παρεκτείνει, κατανέμει τις αγωγές και γενικότερα τις υποθέσεις αστικής φύσεως σε ατομικά ορισμένο υλικά αρμόδιο δικαστήριο με κριτήριο την τοπική περιφέρειά του και τη σχέση προς αυτήν της υποθέσεως ή των διαδίκων (Γ. Ράμμος, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1978, § 71, σελ. 156 επομ.) και, ανάλογα με το εύρος των διαφορών που αφορά, διακρίνεται σε γενική, στην οποία υπάγονται όλες καταρχήν οι διαφορές, πλην εκείνων για τις οποίες προβλέπεται ειδική αποκλειστική δωσιδικία και σε ειδικές δωσιδικίες είτε αποκλειστικές έναντι της γενικής είτε συντρέχουσες με αυτήν κατά την επιλογή του ενάγοντος (Γ. Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Α, 1972, σελ. 215). Για τον προσδιορισμό της νόμιμης γενικής δωσιδικίας, ο αποφασιστικός σύνδεσμος της υποθέσεως προς το δικαστήριο είναι καθαρά υποκειμενικός και θεμελιώνεται στην κατοικία του εναγομένου ή, αν αυτός είναι νομικό πρόσωπο, στην έδρα του, χωρίς να λαμβάνονται καθόλου υπόψη αντικειμενικά στοιχεία, ούτε οι ουσιαστικές ιδιαιτερότητες της υπόθεσης (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 100). Η νομοθετική αυτή επιλογή θάλπει υπέρτερα αγαθά και αποβλέπει πρωτίστως στην προστασία του αμυνόμενου εναγομένου, αντισταθμίζοντας την, καταρχήν απεριόριστη ως προς το χρόνο εκδηλώσεώς της και ως προς την ευχέρεια καθορισμού του αντικειμένου της δίκης, δυνατότητα επιθέσεως του ενάγοντος, στους ώμους του οποίου επιρρίπτεται το βάρος διεξαγωγής του δικαστικού αγώνα στην περιφέρεια της κατοικίας ή της έδρας του αντιδίκου του, επειδή αυτός είναι που επιδιώκει τη μεταβολή της υφιστάμενης κατάστασης (Κ. Κεραμέας, ο.π., αρ. 40, σελ. 50, Κ. Μπέης, σε Κ. Μπέη/Κ. Καλαβρού/Σ. Σταματόπουλου, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, 1, Γενικό Μέρος, 1999, 16.3.1.1, σελ. 262, Ν. Κατηφόρης, Τελολογικοί στόχοι και αξιολογικές σταθμίσεις στη ρύθμιση των αποκλειστικών δωσιδικιών κατά τον ΚΠολΔ, 2005, σελ. 29). Αντιθέτως, οι ειδικές δωσιδικίες διευκολύνουν τη θέση του ενάγοντος και προσδιορίζουν το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της διαφοράς (Ν. Νίκας, ο.π., § 16, αρ. 6, σελ. 170), δηλαδή με κριτήρια όμοια με αυτά που προσδιορίζουν την υλική αρμοδιότητα. Διάκριση της αρμοδιότητας αποτελεί και η λειτουργική τοιαύτη, η οποία εκφράζει την εξουσία κάθε επιμέρους δικαστηρίου ή δικαστικού υπαλλήλου στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς (Ν. Κλαμαρής/Σ. Κουσούλης/Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ. 303) και κύρια νομοθετική έκφανσή της αποτελεί ο δημοσίας τάξεως κανόνας «των δύο βαθμών δικαιοδοσίας», που καθιερώνεται στο άρθρο 12 του ΚΠολΔ υπό την έννοια της δυνατότητας διπλής κρίσεως της αυτής διαφοράς από πρωτοβάθμιο και υπερκείμενο δικαστήριο. Κατά τη βούληση του νομοθέτη, που διατυπώνεται τότε σε ειδικό νομοθέτημα, η εξουσία αυτή μπορεί να αναφέρεται κάποτε και σε συγκεκριμένο τμήμα ορισμένου δικαστηρίου, οπότε η προσνομή (λειτουργικής) αρμοδιότητας στο τμήμα αυτό καθιστά (λειτουργικώς) αναρμόδια τα υπόλοιπα τμήματα του ιδίου, καταρχήν, δικαστηρίου (Αθ. Πανταζόπουλος, Η λειτουργική αρμοδιότητα – ειδικότερα η λειτουργική αρμοδιότητα του τμήματος ναυτικών διαφορών, του τμήματος πνευματικών διαφορών και του τμήματος κοινοτικών σημάτων, του κτηματολογικού δικαστή, καθώς και του τμήματος οικογενειακών υποθέσεων, σε ΕΠολΔ 201 1/572 επομ. [573]), που άλλως θα είχαν υλική αρμοδιότητα κατά τις γενικές διατάξεις. Περίπτωση τέτοιας ειδικής νομοθεσίας αποτελεί το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 «Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων του Ν. 1756.1988 “Κώδικας οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών”, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Δ 207/16.12.1993), με την § 1 του οποίου και προς το σκοπό εκδίκασης από αυτό ιδιωτικών διαφορών που χαρακτηρίζονται ως ναυτικές συνεστήθη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς όχι οργανικά αυτοτελές [ειδικό] δικαστήριο αλλά ειδικό τμήμα (Κ. Μακρίδου, Δικονομία Εργατικών Διαφορών, 2009, σελ. 58, Ν. Νίκας, ο.π., § 4, αρ. 1, σελ. 41, υποσ. 1) στους κόλπους του ήδη υπάρχοντος δικαστικού σχηματισμού. Με τη σύστασή του ο νομοθέτης απέβλεψε στην προοπτική βελτίωσης της απονομής της δικαιοσύνης στο πεδίο των ναυτικών διαφορών, που εμφανίζουν ιδιαίτερες νομικές και τεχνικές δυσχέρειες, αναφυόμενες κατά κανόνα στο πλαίσιο περισσοτέρων της μιας εννόμων τάξεων, μέσω της ταχύτερης και ορθότερης επίλυσής τους αλλά και στη δημιουργία σταθερής νομολογίας κατά την αντιμετώπιση των συναφών νομικών θεμάτων (Α. Αλαπάντας, Ζητήματα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά σε ναυτικές υποθέσεις [αστικές και ποινικές] και συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου, Δνη 2015/363 = ΠειρΝ 2015/101 επομ., Δ. Καμβύσης, σημείωση σε ΕΝαυτΔ 1994/47). Νομοθετικός σκοπός δηλαδή  ήταν η ανάθεση της εκδικάσεως των υποθέσεων αυτών σε ειδικευμένους δικαστές, που έχουν αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων που συνδέονται με τις δραστηριότητες του θαλάσσιου εμπορίου και εμπειρία στην αντιμετώπιση των σχετικών ζητημάτων (Α. Αντάπασης, Ζητήματα αρμοδιότητας του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, γνμδ σε  ΕΕμπΔ 2015/233 επομ. [237 – 238]). Ενόψει του ότι για την οριοθέτηση της λειτουργικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ο νομοθέτης απέβλεψε στη φύση των υπαγόμενων σ’ αυτήν διαφορών, δηλαδή χρησιμοποίησε κριτήριο αντικειμενικό, γίνεται δεκτό ότι κατ’ ουσίαν καθιέρωσε ειδική υλική αρμοδιότητα του τμήματος αυτού (ΑΠ 1285/2006, ΔΕΕ 2007,978, ΑΠ 338/2003, ΧρΙΔ 2003/537 = Δνη 2004/407, ΑΠ 832/2002, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 251/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Καλαβρός, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2017, άρθρο 559, αρ. 345, σελ. 288, Κ. Μπέης, παρατηρήσεις κάτω από την ΑΠ 51/2004, σε Δ 2004/965 επομ.) και μάλιστα αποκλειστική (Γ. Ρήγος, σημείωση κάτω από την ΕφΠειρ. 38/1995, σε Δνη 1995/1313 επομ. [1319]), μη δυνάμενη να μεταβληθεί με συμφωνία των διαδίκων (Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., σελ. 574), αφού η υπαγωγή των ναυτικών υποθέσεων στο ομώνυμο τμήμα είναι υποχρεωτική (ΤριμΕφΠειρ. 413/2015, ΜονΕφΠειρ. 442/2014, ΜονΕφΠειρ. 228/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ανάγκη επίτευξης ενότητας στη νομολογία επί των ναυτικών διαφορών στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα υπαγόρευσε και τη νομοθετική επέκταση της χωρικής – γεωγραφικής αρμοδιότητας του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς ως προς τις διαφορές αυτές (Α. Αντάπασης, Η ίδρυση ειδικού τμήματος ναυτικών διαφορών στο Πρωτοδικείο και Εφετείο Πειραιά, σε Ενθύμημα Άλκη Αργυριάδη, Τόμος I, 1996, σελ. 45 επομ. [57]). Έτσι, στην § 2 του ως άνω άρθρου 51 του Ν. 2172/1993, το οποίο άρχισε να ισχύει από την 16η.3.1994 κατά την § 9 εδαφ. δ αυτού (ΕφΠειρ. 145/2006, ΠειρΝ 2006/359), ορίστηκε ότι για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιά εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής. Επομένως, από της ισχύος της διατάξεως αυτής καταργήθηκε εφεξής η αντίστοιχη υλική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών (ΑΠ 1602/2012, ΕΝαυτΔ 2013/17), ενώ μεταγενέστερα με το άρθρο ένατο § 17 του Ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4334/2015» (ΦΕΚ A 87/23.7.2015), προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην § 2 του ως άνω άρθρου 51, κατά το οποίο «Για τις λοιπές εκτός Αττικής ναυτικές διαφορές, το Πρωτοδικείο Πειραιά έχει συντρέχουσα αρμοδιότητα». Κατ’ ουσίαν, με τις ρυθμίσεις αυτές, εκτός της υλικής, καθιερώθηκε και τοπική αρμοδιότητα του ειδικού ναυτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς (ΤριμΕφΠειρ. 112/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ. 2768/2004, ΠειρΝ 2006/354, Α. Αντάπασης, ο.α.π., σελ. 64, Δ. Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σελ. 389), στο οποίο δωσιδικούν έκτοτε οι ναυτικές διαφορές, αποκλειστικώς μεν όσον αφορά το νομό Αττικής (ΕφΑθ. 9139/2000, αδημ., επικυρωθείσα με την ΑΠ 832/2002, ο.π.) και συντρεχόντως όσον αφορά τις λοιπές περιφέρειες της Επικράτειας, ειδικώς, πάντως, σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή οριοθετήθηκε με βάση το αντικειμενικό κριτήριο της φύσης των υπαγόμενων διαφορών. Είναι προφανές ότι το (λειτουργικώς αρμόδιο ναυτικό τμήμα στο) Πρωτοδικείο Πειραιώς έχει αποκλειστική εντός της περιφέρειας του νομού Αττικής τοπική αρμοδιότητα, εφόσον καταφαθεί η υλική του αρμοδιότητα, και η σχετική κρίση προϋποθέτει την παραδοχή του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κατόπιν αυτεπάγγελτου δικαστικού ελέγχου και ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς των διαδίκων, όπως συμβαίνει με κάθε διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης κατ’ άρθρο 73 ΚΠολΔ, με βάση το εισαγωγικό δικόγραφο και το αποδεικτικό υλικό που τίθεται υπόψη του (Ν. Νίκας, ο.π., § 20, αρ. 1,2, σελ. 280). Για να διευκολύνει την κρίση ο νομοθέτης, αφενός, εισάγει μια γενική ρήτρα (§ 3Α του άρθρου 51), στην οποία χαρακτηρίζονται ως ναυτικές οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από (δηλαδή αιτία έχουν) πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου και την παροχή εργασίας σ’ αυτό και, αφετέρου, προβαίνει σε περιπτωσιολογική απαρίθμησή τους συμπεριλαμβάνοντας στις ενδεικτικά και όχι περιοριστικά (ΤριμΕφΠειρ. 253/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αναφερόμενες στην § 3Β του ως άνω άρθρου και Νόμου ναυτικές διαφορές. (Μον,Εφ.Αθ. 71/2020, ΝΟΜΟΣ).

Από τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011, ΑΠ 641/2011). Πταίσμα δε του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί στην παραπάνω περίπτωση και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με τον ν.1586/1985 “Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων”, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες (ΑΠ 1000/2018, ΝΟΜΟΣ).

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρον 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β’ του ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1616/2003 ΕλλΔνη 2004 767). Επομένως, εμπίπτει στη μορφή του εργατικού ατυχήματος και ο τραυματισμός του παθόντος, ο οποίος προκλήθηκε από εξωτερικό αίτια, και επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτής, υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες. Η υπό τις εν λόγω δε περιστάσεις επελθούσα σωματική βλάβη συνιστά εργατικό ατύχημα, ακόμη, κι όταν αυτή οφείλεται σε αποκλειστική αμέλεια του παθόντος, η οποία δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο, παρά μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του παθόντος. Σε περίπτωση αμέλειας του τελευταίου, ο Δικαστής μπορεί να μειώσει την οφειλόμενη, σ` αυτόν, αποζημίωση μέχρι το μισό του ποσού της και αυτό μόνον, όταν η αμέλεια συνίσταται σε αδικαιολόγητη παράβαση από τον παθόντα διατάξεων των ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων, που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή (ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχειρήσεως και κυρώθηκαν από αυτές). Άλλη αμέλεια εκτός από την ανωτέρω ειδική δεν λαμβάνεται υπόψη σε όλες τις περιπτώσεις εργατικών ατυχημάτων, ούτε εφαρμόζεται σ` αυτές, λόγω της ειδικής ρυθμίσεως του ν. 551/1915, το άρθρο 300 ΑΚ (ΑΠ 1823/1990 ΕΕΔ 50.794, ΕφΠειρ 363/2015, 323/2015, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ’ άρθρον 3 του ν. 551/1915. Ειδικότερα, τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1109/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/2004 ΝοΒ 2005.284, ΕλΔνη 2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 274/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 598/2002 ΕΝΑ 30,377). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για πλήρη αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ’ αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τήρησης επιβαλλόμενων όρων ασφαλείας, ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα. Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση, οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 304, I. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). Περαιτέρω, στο άρθρο 66 του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, όταν ο ναυτικός ασθενήσει, δικαιούται το μισθό και νοσηλεύεται με δαπάνες του πλοίου. Επίσης, αν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξαιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται νοσήλια και μισθό, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερις μήνες. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν συμβεί ατύχημα από βίαιο συμβάν, μάλιστα, αν ο ναυτικός υπέστη από αυτό ανικανότητα για εργασία, εφαρμόζονται και οι ειδικές διατάξεις για την αποζημίωση εκείνων που έπαθαν ατύχημα στην εργασία τους, ως προεκτέθηκε. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο ναυτικός όταν η ασθένεια του προήλθε από εργατικό ατύχημα, κατά την προεκτεθείσα έννοια, δικαιούται μισθό ασθένειας, νοσήλια και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν απ’ αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία. Έτσι, στην τελευταία περίπτωση, ο ναυτικός έχει αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις, οι οποίες δεν συνδέονται αναγκαίως, ούτε έχουν αντικείμενο την ίδια παροχή, αλλά αποβλέπουν στην επίτευξη άλλου σκοπού. Μάλιστα, για την προστασία του ναυτικού, που ασθένησε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ εργασίας και ασθένειας, σε αντίθεση με τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης που απορρέει από εργατικό ατύχημα, που σημαίνει ότι ασθένεια η οποία εμφανίσθηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του ναυτικού στο πλοίο, θεωρείται ως απότοκος της εργασίας του σε αυτό (ΕφΠειρ 360/2017, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο μισθός δε ασθενείας έχει χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός, παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του π.δ. 1212/1981. Συνίσταται σε ό, τι ο ναυτικός αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμη και στα φιλοδωρήματα, που τυχόν του κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (ΕφΠειρ 323/2015, ο.π., Μον.Πρωτ, 3306/2020,, αδημ). Εξάλλου, το ΠΔ 395/1994, που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 36 του Ν.1568/1985 και εφαρμόζεται και στην περίπτωση της παροχής ναυτικής εργασίας (άρθρ. 1 παρ.2), καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζομένους. Στο άρθρο 2 του ΠΔ, προβλέπονται οι κάτωθι ορισμοί: “Για τους σκοπούς του παρόντος νοείται ως:  1. Εξοπλισμός εργασίας: Κάθε μηχανή, συσκευή, εργαλείο ή εγκατάσταση που χρησιμοποιείται κατά την εργασία.   2. Χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας: Κάθε δραστηριότητα σχετική με τον εξοπλισμό εργασίας, όπως η θέση σε λειτουργία ή εκτός λειτουργίας, η χρήση, η μεταφορά, η επισκευή, η μετατροπή, ο προληπτικός έλεγχος και η συντήρηση, συμπεριλαμβανομένου και του καθαρισμού.   3. Επικίνδυνη ζώνη: Κάθε ζώνη εντός ή και πέριξ του εξοπλισμού εργασίας στην οποία εκτιθέμενος ο εργαζόμενος υπόκειται σε κίνδυνο, όσον αφορά την ασφάλεια ή την υγεία του.   4. Εκτιθέμενος εργαζόμενος: Κάθε εργαζόμενος που βρίσκεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε επικίνδυνη ζώνη.  5. Χειριστής: Ο εργαζόμενος που είναι επιφορτισμένος με τη χρήση εξοπλισμού εργασίας.” Επίσης με το άρθρο 9 του ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το π.δ  89/1999, προστέθηκαν τα Παραρτήματα 1 και 2 που αφορούν τις ελάχιστες προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 4 παρ.1 και 2 και στο άρθρο 4 παρ.4 αντίστοιχα, όπου προβλέπεται ότι όλα τα μέτρα ασφαλείας εφαρμόζονται στο μέτρο που υπάρχει κίνδυνος για το συγκεκριμένο εξοπλισμό εργασίας. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Παραρτήματος 1 “…2.3. Ο χειριστής πρέπει να μπορεί, από την κύρια θέση χειρισμού, να βεβαιώνεται ότι δεν υπάρχουν άτομα εκτιθέμενα στις επικίνδυνες ζώνες. Εάν αυτό είναι αδύνατο, κάθε φορά που ο εξοπλισμός τίθεται σε λειτουργία πρέπει αυτομάτως να προηγείται ένα ασφαλές σύστημα, όπως ένα ηχητικό ή οπτικό προειδοποιητικό σήμα. Ο εκτιθέμενος εργαζόμενος πρέπει να έχει το χρόνο και τα μέσα να αποφεύγει τους κινδύνους που δημιουργεί η εκκίνηση ή η παύση λειτουργίας του εξοπλισμού εργασίας”. 2.5. “Η θέση σε λειτουργία ενός εξοπλισμού εργασίας πρέπει να μπορεί να πραγματοποιείται μόνον με εκούσιο χειρισμό ενός συστήματος χειρισμού το οποίο προβλέπεται για το σκοπό αυτό”. 2.9. “Ο εξοπλισμός εργασίας που δημιουργεί κινδύνους από πτώση ή εκτόξευση αντικειμένων πρέπει να είναι εφοδιασμένος με κατάλληλες διατάξεις ασφάλειας που αντιστοιχούν στους κινδύνους αυτούς”. 2.12 “Εφόσον υπάρχουν πιθανότητες διάρρηξης ή θραύσης στοιχείων εξοπλισμού εργασίας, που ενδέχεται να δημιουργήσουν σημαντικό κίνδυνο για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων, πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα”. 2.23. “Για την εκτέλεση των εργασιών παραγωγής, ρύθμισης και συντήρησης του εξοπλισμού εργασιας, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν ασφαλή πρόσβαση και παραμονή σε όλα τα σημεία όπου χρειάζεται”. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, o oποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469). Εξάλλου Κατά το άρθρο 10 του Αστικού Κώδικα, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, ως έδρα του νομικού προσώπου από την οποία, κατ` άρθρο 3 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (το οποίο εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 741 του ίδιου κώδικα και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας) προσδιορίζεται, εκτός άλλων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου, νοείται η πραγματική έδρα, δηλαδή ο τόπος όπου πράγματι ασκείται η Διοίκησή του και όχι ο τυχόν διάφορος τόπος που κατονομάζεται απλώς ως έδρα στο καταστατικό του (καταστατική έδρα). Επομένως, και αλλοδαπή τυπικά εταιρία, της οποίας η Διοίκηση ασκείται στην Ελλάδα, όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα, αρμοδίως ενάγεται ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, η αρμοδιότητα και η διεθνής δικαιοδοσία των οποίων καθορίζεται βάσει του τόπου της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρίας (Ολ. ΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη44,388, Ολ. ΑΠ 2/1999, ΕλλΔ/νη 40.272, ΑΠ 481/1978, ΝοΒ 27.211, Μον.Εφ.Πειρ.647/2020, ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (ΑΠ 424/1995 ΕΝαυτΔ 1996, 124). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό τον Κανονισμό 593/2008 της 17ης Ιουνίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), με τον οποίο ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού, η Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1729/1988 και απετέλεσε από 1-4-1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, δεν εφαρμόζεται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κανονισμού). Με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της σύμβασης, «το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους», δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει ο Κανονισμός εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί, ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον Κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2, 6 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του forum, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 8 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ορίζεται ότι «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν  μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3, 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την παραγρ. 2 δε του άρθρου 9 ορίζεται συναφώς με τα παραπάνω, ότι «οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus congens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα, γ) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001, 283, ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001, 286, ΑΠ 1197/1999, ΕΝαυτΔ 1999, 355, ΑΠ 515/1998, ΕΝΔ 1998, 375, ΑΠ 654/1997, ΕΝαυτΔ 1997, 372) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (forum) κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του εν λόγω Κανονισμού. Εν προκειμένω, πρόκειται για τους λεγόμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποιοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού αυτού, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικο-οικονομικούς (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001, ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001, ΑΠ 1197/1999, ΕΝαυτΔ 1999, ΑΠ 515/1998, ΕΝΔ 1998, 375, ΑΠ 654/1997, ΕΝαυτΔ 1997, 372). Όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, ΕφΠειρ 299/1998 ΕΝαυτΔ 1998.391). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ, 1,2,3 επ. του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, 914 του ΑΚ, 1, 16 του ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση, ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 17-12-2009) από τις διατάξεις του παραπάνω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (ΑΠ 1078/1998, ΕΝαυτΔ 1999.996, ΑΠ 6/1998, ΕΝαυτΔ 1999.1181, ΑΠ 1023/1996, ΕΝαυτΔ 1997.193, ΑΠ 1486/1995.ΕΝαυτΔ 1996, 222). Έπεται ότι αν η σύμβαση ναυτικής εργασίας διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως τόσο η υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, όσο και οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις και δη ποία τα δικαιούμενα αποζημιώσεως και ποία τα ενεχόμενα σε καταβολή αυτής πρόσωπα, ως και η έκταση αυτής (ΑΠ 356/2002 ΕΝαυτΔ 2002.97, ΕφΠειρ 249/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 710/2008  .Αυτά δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995 που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού, όπως εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009.215, ΕφΠειρ 752/2007 ΕΝαυτΔ 2007.312, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ» εκδ. Ε` σελ. 298 επ., Χ. Τσούκα ΧρΙΔ 2011 393). Σημειωτέον ότι σε περίπτωση μη επιλογής από τους συμβαλλομένους του δικαίου που θα διέπει τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, λόγω της κατά τα προεκτεθέντα οικουμενικότητας του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, χωρίς να υφίσταται η προϋπόθεση αμοιβαιότητας δικαίου και για τους Έλληνες πολίτες από το κράτος του παθόντος σε εργατικό ατύχημα αλλοδαπού εργαζόμενου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά και ως νεότερου νόμου, οι διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού υπερισχύουν των απηρχαιωμένων περί αμοιβαιότητας διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 3 του ν. 551/1915 και 1 της από 5-6-1925 Διεθνούς Συμβάσεως «περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας», που κυρώθηκε με το ν.δ. της 30/31-10-1935. Συνεπώς οι ως άνω διατάξεις του ν. 551/1915 και του ν.δ. 30/31-10-1935 περί αμοιβαιότητας ως ερχόμενες σε σαφή αντίθεση με τις ως άνω διατάξεις του κατά πολύ νεότερου Κανονισμού (593/2008) θα πρέπει να θεωρούνται για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους καταργημένες. Η άποψη αυτή συνάδει με το σύγχρονο πνεύμα του νομοθέτη του ανωτέρω Κανονισμού, ενόψει της υφιστάμενης ανά την οικουμένη τάσης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ενός εκ των πυλώνων στηρίξεως της οποίας είναι και η ναυτιλία και του πνεύματος απάλειψης των κοινωνικών διακρίσεων και συγκεκριμένα των διακρίσεων με κριτήρια εθνικά, φυλετικά, οικονομικά, ταξικά, γλωσσικά, θρησκευτικά κλπ μεταξύ των ιθαγενών και των αλλοδαπών πολιτών των διαφόρων κρατών. Στην αντίθετη με την παρούσα περί αμοιβαιότητας άποψη θα οδηγούμαστε στη νομικώς απαράδεκτη για το νομικό μας πολιτισμό λύση, ενέχουσα μάλιστα και στοιχεία εμπαιγμού για τον αλλοδαπό εργαζόμενο, να επιλέγεται από τα Ελληνικά δικαστήρια, επί εργατικού ατυχήματος, το ελληνικό δίκαιο, βάσει του εν λόγω Κανονισμού, χωρίς (υποχρεωτικά) να λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη έλλειψη αμοιβαιότητας και στη συνέχεια εφαρμόζοντας κατά τα ανωτέρω το ελληνικό δίκαιο, δηλαδή τους ν. 551/1915 και ν.δ. 30/31-10-1935, να απορρίπτονται οι απαιτήσεις αυτού (του παθόντος αλλοδαπού εργαζομένου ή των συγγενών του επί θανάτου του) συνεπεία εργατικού ατυχήματος για έλλειψη αμοιβαιότητας. Δηλαδή κατά την άποψη αυτή βάσει του στοιχείου της αμοιβαιότητας για την επιδίκαση σε αλλοδαπό εργαζόμενο αποζημίωσης συνεπεία εργατικού ατυχήματος πρέπει ανεπίτρεπτα να ληφθούν για την ίδια περίπτωση δύο εκ διαμέτρου αντίθετα μέτρα και σταθμά (ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, Μον.Πρωτ.Πειρ.).

          Με την υπό κρίση αίτηση, ο αιτών ο οποίος είναι Σύρος πολίτης, εκθέτει ότι στις αρχές Δεκεμβρίου 2020, προσλήφθηκε, με ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, από τις εταιρείες “…” και  “…”  που ενεργούσαν για λογαριασμό της δεύτερης των καθ’ων, εφοπλίστριας του υπό παναμαϊκή σημαία φορτηγού πλοίου “…”, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα στην πρώτη των καθ’ων, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του  ως δεύτερος μηχανικός, έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού 3.000 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι στις 16-01-2021, ενώ εκτελούσε προγραμματισμένη εργασία καθαρισμού/ συντήρησης των εμβόλων (pistons) της μηχανής, υπέστη βαρύτατο τραυματισμό με συνέπεια τον ακρωτηριασμό του αριστερού χεριού του από το ύψος του αγκώνα. Ότι αποκλειστικά υπαίτιος για τον τραυματισμό του είναι ο α’ μηχανικός του πλοίου, προστηθείς της δεύτερης των καθ’ων, που βρισκόταν στο σημείο εκτέλεσης των εργασιών και ο οποίος παρέβη τους ειδικούς κανονισμούς ασφαλείας, που  έχουν τεθεί για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων, διότι χωρίς να ελέγξει εάν βρισκόταν κάποιος μέσα στο θάλαμο της μηχανής ή να λάβει από τον αιτούντα ή από άλλο εργαζόμενο, ηχητικό ή οπτικό σήμα ότι είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες και ότι ο αιτών είχε απομακρυνθεί, έλυσε τις βίδες συγκράτησης του αγκίστρου με αποτέλεσμα το έμβολο βάρους 700 κιλών να πέσει με σφοδρότητα στο χέρι του αιτούντος, το οποίο συνεθλίβη, ενώ από την σφοδρή πτώση του στο έδαφος, ο αιτών τραυματίστηκε σοβαρά σε διάφορα σημεία του σώματός του. Ότι λόγω του ανωτέρω τραυματισμού του, κατέστη ισοβίως ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος ή άλλου κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμου, με επακόλουθη συνέπεια την αποστέρηση των αναγκαίων για τη διαβίωση του ίδιου και της οικογενείας του εισοδημάτων. Με βάση τα ανωτέρω, ζητεί, να του επιδικασθεί προσωρινά μέρος των απαιτήσεών του που αφορά α) τους μισθούς ασθενείας 4  μηνών, συνολικού ποσού 12.000 δολαρίων ΗΠΑ ή το ισότιμο αυτού σε ευρώ κατά την ημέρα της καταβολής, β) ποσό αποζημίωσης της αντικειμενικής ευθύνης του ν. 551/1914, ύψους 56.836,70 δολαρίων ΗΠΑ και γ) τα έξοδα της παλιννόστησης του ύψους 1.000 ευρώ. Επίσης, ζητεί να διαταχθεί η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας 0αμφοτέρων των καθ’ ων και ιδίως του υπό παναμαϊκή σημαία φορτηγού πλοίου “…”, νηολογίου … τόνων νεκρού βάρους, με ΔΔΣ HOGM, κυριότητας της πρώτης των καθ’ ων, την εκμετάλλευση (εφοπλισμό) του οποίου ασκεί η δεύτερη των καθ’ ων, άλλως να διαταχθεί η απαγόρευση της νομικής μεταβολής αυτού, μέχρι του ποσού των 742.000 ευρώ (ισότιμο 890.000 δολαρίων ΗΠΑ), επειδή όπως ισχυρίζεται η ικανοποίηση της απαίτησής του κινδυνεύει να ματαιωθεί, λόγω της μειωμένης φερεγγυότητας των καθ’ων.

            Η αίτηση, με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 σε συνδυασμό με άρθρο 21 παρ. 1α΄ του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεδομένου ότι η πρώτη των καθ’ ων, η οποία εδρεύει καταστατικά στην Μ.  Λ.. έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα και δη επί της Ακτής Μιαούλη αρ.47-49, όπου είναι εγκατεστημένη η αντιπρόσωπός της στην Ελλάδα, εταιρεία με την επωνυμία “…” και η  δεύτερη των καθ’ ων, που εδρεύει καταστατικά στις  Ν. Μ., έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα και δη στην οδό Χαριλάου Τρικούπη αρ, 8 στον Πειραιά, όπου είναι εγκατεστημένες οι αντιπρόσωποί της στην Ελλάδα α) η εταιρεία με την επωνυμία “…” (με …) που καταστατικά εδρεύει στο … και είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει της υπ’αριθ. … απόφασης του Υπουργού Ναυτιλίας, πρώην επί της οδού Αιγιαλείας αρ.4 στο Μαρούσι Αττικής και ήδη στον Πειραιά, Χ. Τ. 8 και β) η εταιρεία με την επωνυμία “…, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και Ν. 4150/2013, απ’ όπου αναπτύσσεται το σύνολο της δραστηριότητάς τους. Εκεί δηλαδή ασκείται η διοίκηση και διαχείρισή της από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της και επομένως, εκεί βρίσκεται η πραγματική της έδρα. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 37 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ. 2 και 3Α του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. του Κ.Πολ.Δ). Επίσης, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού 593/2008 (ΡΩΜΗ Ι) «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης συμβάσεως ναυτικής εργασίας (μετά την 17.12.2009, κατ’ αρθρ. 28 του ως άνω Κανονισμού), σε συνδυασμό με τα αναλυτικά εκτιθέμενα κατωτέρω, η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποίαν, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέεται στενότερα η επίδικη σύμβαση εργασίας, αφού η εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου διενεργείτο από την Ελλάδα, όπου είναι εγκατεστημένη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, η δεύτερη των καθ’ ων και απ’ όπου ανεπτύσσετο η επιχειρηματική της δραστηριότητα, η οποία αφορούσε το πλοίο αυτό, ενώ δε δύναται, εν προκειμένω, να θεμελιωθεί δικαιοδοσία της σημαίας του πλοίου, ως τόπου παροχής της εργασίας του ναυτικού, καθόσον αυτή είναι σημαία ευκαιρίας, με την οποίαν το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο (ΕφΠειρ 241/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.108, ΕφΠειρ 153/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.315 ΕφΠειρ 869/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.387, ΕφΠειρ 77/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης η αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη, ως προς το σκέλος που αφορά την επιδίκαση μισθών ασθενείας και αποζημίωσης, στη διάταξη του άρθρου 16 του ν. 551/1915 σε συνδυασμό με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ και επικουρικά  στη διάταξη του άρθρου 3 του ν. 551/1915 καθώς και στη διάταξη του άρθρου 728 περ.ε ΚΠολΔ και επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Ως προς το σκέλος όμως που αφορά τη συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ων, η αίτηση τυγχάνει απορριπτέα, λόγω της αοριστίας της, καθόσον ο αιτών δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά επικείμενου κινδύνου που να δικαιολογούν το ζητούμενο ασφαλιστικό μέτρο και ειδικότερα δεν ισχυρίζεται ότι οι  καθ’ ων η αίτηση, με σκοπό να ματαιώσουν την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του ή με σκοπό να ικανοποιήσουν ενδεχομένως απαιτήσεις τρίτων κατά αυτών, προτίθενται να προβούν σε άμεση εκποίηση και ρευστοποίηση της περιουσίας τους, ότι επίκειται δηλαδή προσεχής αποξένωση από τα κατασχετά στοιχεία της περιουσίας τους και ιδίως από το πλοίο “…” ούτε επικαλείται συγκεκριμένες ενέργειες των καθ’ων που να υποδηλώνουν πρόθεση απομείωσης της περιουσίας τους. Επίσης δεν αναφέρει ότι οι καθ’ων έχουν συγκεκριμένες οφειλές προς συγκεκριμένους δανειστές τους, αλλά αρκείται σε μία γενική αναφορά ύπαρξης επικείμενου κινδύνου χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία, χρησιμοποιώντας τη στερεότυπη διατύπωση ότι “η α’ καθ’ης ως μονοβάπορη εταιρεία δεν έχει άλλη περιουσία, εμφανή ή αφανή, πέραν του ενδίκου πλοίου “…”, το οποίο υπόκειται στους θαλασσίους κινδύνους, μπορεί να πουληθεί ή να βυθιστεί ή να αποκτήσει πολλά και διάφορα βάρη ή ακόμα και να κατασχεθεί και να εκπλειστηριασθεί στο εξωτερικό, ενδεχόμενα γεγονότα που σήμαιναν ταυτόχρονα και τη ματαίωση της δυνατότητας ικανοποίησης των μετά βεβαιότητας επιδικασθησομένων απαιτήσεών μου…..Η δε β’ των καθ’ων δεν έχει κανένα απολύτως περιουσιακό στοιχείο, αφού στην ουσία πρόκειται για εταιρεία στα χαρτιά που εκμεταλλεύεται πλοίο ανήκον σε άλλους”

            Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο, από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα σημειώματα που κατέθεσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα και από όλη εν γένει τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, ο οποίος είναι Σύρος πολίτης, προσλήφθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου 2020 με ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, από τις εταιρείες “…” και  “…”  που ενεργούσαν για λογαριασμό της δεύτερης των καθ’ων, εφοπλίστριας του υπό παναμαϊκή σημαία φορτηγού πλοίου “…”, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο ως δεύτερος μηχανικός, έναντι κλειστού μηνιαίου μισθού 3.000 δολαρίων ΗΠΑ. Τον Ιανουάριο του έτους 2021, το πλοίο ελλιμενίστηκε στην Ερμούπολη Σύρου, προκειμένου να πραγματοποιηθούν εργασίες επισκευής και συντήρησης αυτού, μεταξύ των οποίων ήταν και ο καθαρισμός των εμβόλων (pistons) της μηχανής, Πρόκειται για μία διαδικασία τακτικής συντήρησης, η οποία πραγματοποιείται, με βάση τις προδιαγραφές της μηχανής και τις οδηγίες του κατασκευαστή, ανά συγκεκριμένες ώρες χρήσης (στην υπόψη περίπτωση η συντήρηση γινόταν ανά 3.000 ώρες λειτουργίας). Η διαδικασία αφαίρεσης, καθαρισμού και επανατοποθέτησης του εμβόλου διαρκεί περίπου 12 ώρες, ξεκινά από νωρίς το πρωί και ολοκληρώνεται αργά το απόγευμα. Την 14 και 15  Ιανουαρίου, πραγματοποιήθηκε η διαδικασία συντήρησης και καθαρισμού του πρώτου και του δεύτερου εμβόλου, ενώ για την 16 Ιανουαρίου είχε προγραμματιστεί η διαδικασία καθαρισμού του τρίτου εμβόλου. Στο σημείο βρισκόταν ο α’ μηχανικός, ο οποίος μαζί με το προσωπικό της μηχανής, άνοιξαν το καπάκι  του κυλίνδρου και εφάρμοσαν τον μηχανισμό αγκίστρωσης στην κεφαλή του εμβόλου, με τη χρήση μπουλονιών και παξιμαδιών. Στη συνέχεια ο αιτών μαζί με τους λιπαντές εισήλθαν στον κύλινδρο και αφού κατέβηκαν στο 2ο επίπεδο, άνοιξαν την ανθρωποθυρίδα, προκειμένου να προσεγγίσουν τη βάση του εμβόλου και έλυσαν τις βίδες που συγκρατούν το έμβολο επί της εγκάρσιας κεφαλής της συνδετικής ράβδου. Αφού εξήλθαν από τη μηχανή και ανέβηκαν στο 1ο επίπεδο, ο α’ μηχανικός, με τη χρήση χειριστηρίου, ανέλκυσε το έμβολο εκτός του κυλίνδρου και αφού το τοποθέτησε σε ειδική βάση, ξεκίνησε η διαδικασία καθαρισμού, λίπανσης και συντήρησης αυτού. Μετά την ολοκλήρωση του καθαρισμού ξεκίνησε η διαδικασία καθέλκυσης του εμβόλου στον κύλινδρο, η οποία, για την επιτυχή ολοκλήρωσή της, απαιτεί το συντονισμό των ενεργειών όλων των παρευρισκόμενων μερών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτών με τους λιπαντές κατέβηκαν πάλι στο 2ο επίπεδο, προκειμένου να παρακολουθήσουν από την ανθρωποθυρίδα, την καθέλκυση του εμβόλου ενώ ο α’ μηχανικός με τη χρήση του χειριστηρίου ξεκίνησε τη σχετική διαδικασία. Περίπου 1 μέτρο πριν εφαρμόσει η βάση του εμβόλου με τη συνδετική ράβδο, ο αιτών έδωσε φωνητική εντολή στον α΄ μηχανικό να σταματήσει την καθέλκυση. Στη συνέχεια, ενώ ξεκίνησε να καθαρίζει το κάτω μέρος του εμβόλου, έχοντας βάλει το χέρι του μέσα στο έμβολο προκειμένου να φτάσει και το σημείο εφαρμογής του με την εγκάρσια κεφαλή, ο α’ μηχανικός χωρίς να ελέγξει εάν ο αιτών και οι εργάτες μηχανής (λιπαντές) που βρίσκονταν μαζί του στην ανθρωποθυρίδα, είχαν ολοκληρώσει την εργασία τους, ιδίως χωρίς να βεβαιωθεί ότι δεν βρισκόταν κανένας μέσα στο θάλαμο της μηχανής και χωρίς να λάβει κανένα ηχητικό σήμα από τον αιτούντα ότι είχε απομακρυνθεί από το σημείο, έλυσε με γερμανικό κλειδί της βίδες συγκράτησης του αγκίστρου που συγκρατούσαν το έμβολο, βάρους 700 κιλών περίπου, με αποτέλεσμα αυτό να πέσει με σφοδρότητα στο αριστερό χέρι του αιτούντος και να τον παρασύρει σε πτώση στο έδαφος του θαλάμου της μηχανής, το οποίο ήταν ανώμαλο και γεμάτο προεξοχές. Το ανωτέρω περιστατικό, που είχε ως συνέπεια τον σοβαρό τραυματισμό του αιτούντος, οφείλεται στη μη τήρηση, εκ μέρους του α’ μηχανικού, ενεργούντος ως προστηθέντος της δεύτερης των καθ’ων, εργοδότριας του αιτούντος, των ειδικών όρων που είναι αναγκαίοι για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων και ειδικότερα, ενώ βρισκόταν σε κύρια θέση χειρισμού μηχανήματος, δεν βεβαιώθηκε ότι δεν υπάρχουν άτομα εκτεθειμένα στην επικίνδυνη ζώνη εργασίας, ούτε ανέμενε προειδοποιητικό ηχητικό ή οπτικό σήμα από τον αιτούντα, ώστε να βεβαιωθεί ότι αυτός είχε απομακρυνθεί από το θάλαμο της μηχανής, ώστε να προβεί στη λύση του μηχανισμού συγκράτησης του εμβόλου, αλλά ενήργησε αμελώς και κατά παράβαση των σχετικών όρων ασφαλείας. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο αιτών υπέστη ανοικτό κάταγμα 3ου βαθμού κεντρικού τριτημορίου διάφυσης κερκίδας και ωλένης αριστερά με μεγάλη σύνθλιψη και εκτεταμένο τραύμα μαλακών μορίων ισοϋψώς, χωρίς ψηλαφητές σφίξεις κερκιδικής αριστερά, πολλαπλά θλαστικά τραύματα αριστερής παλάμης ,οίδημα αριστερού μερού και θλαστικό τραύμα δεξιού ριζομηρίου στο οποίο έγινε συρραφή, έγκαυμα τριβής δεξιού μηρού στο κεντρικό τριτημόριο και θλαστικό τραύμα μηρού οπίσθια δεξιά  στο οποίο έγινε συρραφή. Επίσης, υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ευθειασμό αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης (ΑΜΣΣ) (βλ. από 16-01-2021 έγγραφα του Γενικού Νοσοκομείου Σύρου). Λόγω του σοβαρότατου τραυματισμού του και μετά την παροχή των πρώτων βοηθειών και τη συρραφή των θλαστικών τραυμάτων του, μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα, με αεροδιακομιδή, στο Νοσοκομείο “…” για τη χειρουργική αντιμετώπιση των τραυμάτων του. Εκεί οι ειδικευμένοι ιατροί – αγγειοχειρουργοί αφού διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε κινητικότητα – αισθητικότητα στο αριστερό χέρι του αιτούντος, ούτε δυνατότητα επαναιμάτωσης αφού όλα τα αγγεία είχαν καταστραφεί από τη σύνθλιψη , προχώρησαν σε ακρωτηριασμό στο ύψος του αγκώνα με χειρουργική αντιμετώπιση του κολοβώματος. Για την αποκατάσταση της υγείας του αιτούντος απαιτήθηκε η επί μακρό χρονικό διάστημα νοσηλεία του, αρχικά στο Νοσοκομείο “…” και στη συνέχεια στο …, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα τραύματα μαλακών μορίων των μηρών αλλά και η λοίμωξη που προκλήθηκε  από τους εκτενείς χειρουργικούς καθαρισμούς των τραυμάτων του. Συνεπεία του ανωτέρω τραυματισμού του, ο αιτών έχει καταστεί ισοβίως ανίκανος προς άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος αλλά και άλλου οικονομικά και κοινωνικά ισοδύναμου. Επίσης ο ακρωτηριασμός του αριστερού χεριού του από το ύψος του αγκώνα και η αντικατάστασή του με πρόσθετο μέλος, συνιστά μόνιμη αναπηρία η οποία επιδρά ουσιωδώς στην εξωτερική του εμφάνιση και περιορίζει τις δυνατότητές του για μελλοντική επαγγελματική, κοινωνική και οικονομική ανέλιξη αλλά και για φυσιολογική οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Συνεπώς δικαιούται να λάβει αποζημίωση και ειδικότερα, μισθούς ασθενείας, απώλεια εισοδήματος, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και την ειδική αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ,  μέρος της οποίας (αποζημίωσης) πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν προσωρινά. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει επείγουσα ανάγκη για την επιδίκαση στον αιτούντα, των μισθών ασθενείας 4 μηνών, συνολικού ύψους 12.000 δολαρίων ΗΠΑ (3000 δολάρια χ 4 μήνες) και της αποζημίωσης αντικειμενικής ευθύνης ν. 551/14 ύψους 56.836,70 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά είναι απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση των τρεχουσών βιοτικών του αναγκών, καθώς λόγω της ανικανότητάς του προς εργασία, δεν δύναται να πορισθεί εισοδήματος ενώ δεν πιθανολογήθηκε ότι διαθέτει άλλα περιουσιακά στοιχεία. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από την δεύτερη των καθ’ων, αντίγραφο μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία 9 Ιουνίου 2021, με το οποίο ο αιτών δηλώνει ότι επιθυμεί να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά του με τις καθ’ων, αποδεχόμενος την είσπραξη του ποσού των 70.000 ευρώ, πλέον των εξόδων αμοιβής των πληρεξουσίων δικηγόρων του, δεν πιθανολογήθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου ότι αποτελεί προϊόν ελεύθερης βούλησής του και ότι απηχεί πράγματι την επιθυμία του να παραιτηθεί του δικαιώματός του προς είσπραξη του συνόλου της αιτηθείσας αποζημίωσης. Περαιτέρω, το αίτημα περί καταβολής των εξόδων παλιννόστησης του αιτούντος πρέπει να απορριφθεί, ως άνευ αντικειμένου, καθώς αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Τα ανωτέρω επιδικασθέντα ποσά πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλλει στον αιτούντα η δεύτερη των καθ΄ων, η οποία κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα του ατυχήματος ασκούσε τον εφοπλισμό του πλοίου “…”  και ήταν εργοδότρια του αιτούντος και οφειλέτρια της ένδικης απαίτησης που προέρχεται από τη λειτουργία του εκμετάλλευση του πλοίου. Η πρώτη αιτούσα, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο εξακολουθούσε να είναι τυπικά κυρία του πλοίου, δεδομένου ότι η μεταβίβαση αυτού στην δεύτερη των καθ’ων, ολοκληρώθηκε και επέφερε τα αποτελέσματά της έναντι τρίτων, με την οριστική καταχώρηση της υπ’αριθ. … συμβολαιογραφικής πράξης στο Δημόσιο Νηολόγιο – Μητρώο Ιδιοκτησίας Πλοίων του Παναμά (από το δίκαιο του οποίου διέπεται η συγκεκριμένη αγοραπωλησία) στις 04-06-2021, υποχρεούται και αυτή στην καταβολή του παραπάνω επιδικασθέντος ποσού, ευθύνεται όμως έναντι του αιτούντος μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται λόγω έλλειψης σχετικού αιτήματος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

            Υποχρεώνει τις καθ’ων η αίτηση να καταβάλλουν στον αιτούντα, το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) δολαρίων ΗΠΑ, ή το ισόποσο αυτού κατά την ημέρα της καταβολής και το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα έξι και εβδομήντα λεπτών (56.836,70) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στο ακροατήριό του, στις

 

Για τη δημοσίευση

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ