Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

1854/2021

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. κλήσης:7799/3651/2020)

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ­αγωγής: 5093/2211/2018)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεωργία Παναγιωτοπούλου,  Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντιγόνη Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη -Εισηγήτρια, Μαρία Πίννα, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Κατσαρού-Στάθη ….

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, στις 8 Δεκεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

     ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ:  1) Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη … και διατηρεί κατά την ελληνική νομοθεσία εγκατεστημένο γραφείο στον …, με ΑΦΜ … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω «….», 3) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω «….» και 4) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στις … και εκπροσωπείται νόμιμα και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την ως άνω «….», για τις οποίες κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει του από 11.09.2018 πληρεξούσιου εγγράφου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, o πληρεξούσιος Δικηγόρος Γεώργιος Παυλής (Α.Μ. 1734 Δ.Σ.Π.) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

      ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) …, με ΑΦΜ …, κατοίκου …, 2) …, με ΑΦΜ … κατοίκου … και 3) …, με ΑΦΜ … κατοίκου Κερατσινίου …, για τους οποίους κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις, δυνάμει των από 07.12.2020 πληρεξούσιων εγγράφων με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής, η πληρεξούσια Δικηγόρος Βασιλεία Μπαμπασίκα (ΑΜ 32790 Δ.Σ.Α.) και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Οι καλούσες – ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η, από 08.05.2018, αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 5093/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2211/2018, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2610/2019 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της αγωγής, προκειμένου να προσκομιστεί έγγραφη νομική πληροφορία από το Ινστιτούτο Διεθνούς Αλλοδαπού Δικαίου για τα αναφερόμενα σε αυτή νομικά ζητήματα. Ήδη, οι ενάγουσες, με την από 29.09.2020, κλήση τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 7799/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3651/2020, προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, επαναφέρουν προς συζήτηση την ανωτέρω αγωγή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση, με την, από 29.09.2020, κλήση των εναγουσών, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 7799/2020 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 3651/2020, η κρινόμενη, από 08.05.2018, αγωγή τους, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με γενικό αριθμό κατάθεσης 5093/2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 2211/2018, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η με αριθμό 2610/2019 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της αγωγής, προκειμένου να προσκομιστεί έγγραφη νομική πληροφορία από το Ινστιτούτο Διεθνούς Αλλοδαπού Δικαίου σχετικά με το δίκαιο της … και των …, για τα ακόλουθα θέματα: 1) εάν σε περίπτωση άσκησης αγωγής από εταιρεία με έδρα τη … ή τις … κατά των μελών των Διοικητικών της Συμβουλίων είναι απαραίτητη για το παραδεκτό αυτής η προηγούμενη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της και 2) εάν στην ανωτέρω περίπτωση είναι αναγκαίος ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου της (ενάγουσας) εταιρείας, προκειμένου αυτή να προβεί στην άσκηση αγωγής κατά του μέλους του Διοικητικού της Συμβουλίου, καθώς οι ενάγουσες προσκομίζουν την, από 27.12.2019, με αριθμό πρωτ. 534, «Νομική Πληροφορία» του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για τα προαναφερόμενα ζητήματα.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται: α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από τον δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού, και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της ζημίας που επήλθε (ΑΠ 1611/2008, Δ 2008.1131). Εξάλλου, κατά το άρθρο 375 του προϊσχύσαντος ΠΚ:                «1. Όποιος  ιδιοποιείται  παρανόμως  ξένο  (ολικά  ή  εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε  στην  κατοχή  του  με  οποιονδήποτε  τρόπο τιμωρείται  με φυλάκιση μέχρι  δύο  ετών και, αν το αντικείμενο της  υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση  τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. 2. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.». Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 375 του νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019, ΦΕΚ Α΄ 95/11.06.2019): «1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.». Για τη στοιχειοθέτηση της υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσίασης του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου. Η ιδιοποίηση του πράγματος που αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, νοείται ως κατάσταση εντελώς πραγματική, που αποκτά υπόσταση με κάποια εξωτερική συμπεριφορά του δράστη, εφόσον και τότε μόνο όταν η εξωτερική αυτή συμπεριφορά είναι δηλωτική της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα στην περιουσία του (ΑΠ 1732/1990, ΠΟΙΝΧΡ 1991.730). Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η δόλια προαίρεση του δράστη εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Ως διαχειριστής ξένης περιουσίας νοείται εκείνος που ενεργεί (όχι απλώς υλικές αλλά) νομικές διαχειριστικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία αντλεί από τον νόμο ή από σύμβαση. Ακόμη ως διαχειριστής ξένης περιουσίας μπορεί να είναι και εκείνος, που εν τοις πράγμασι (de facto) ασκεί διαχείριση. Επί πλέον στην έννοια του ξένου κινητού πράγματος περιλαμβάνεται και η εταιρική κινητή περιουσία, καθώς και τα διανεμητέα στους εταίρους κατά τον λόγο των μερίδων τους εταιρικά κέρδη. Για να στοιχειοθετηθεί πάντως κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητος του υπαιτίου ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο απ΄αυτόν παρανόμως, ξένο κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, να περιήλθε στην κατοχή αυτού λόγω της ιδιότητάς του αυτής (ΑΠ 1232/2004, ΠΟΙΝΛΟΓ 2004.1532, ΑΠ 183/2002, Π.Χ. ΝΒ/895, ΑΠ 1178/1991, Π.Χ. ΜΒ/148). Περαιτέρω, το αδίκημα της απιστίας, κατ’ άρθρο 390 ΠΚ, αποτελεί την ποινική διάσταση της αστικής ευθύνης των μελών του διοικητικού συμβουλίου έναντι της εταιρείας, για τη στοιχειοθέτηση δε του αδικήματος αυτού, απαιτείται αντικειμενικώς : 1) ο δράστης να έχει τη διαχείριση ή επιμέλεια ξένης περιουσίας (ολική ή μερική ή για ορισμένη μόνο πράξη), βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, 2) η ζημιογόνος πράξη να αποτελεί ενέργεια ή παράλειψη έναντι τρίτων, σε σχέση με τον παθόντα, με δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, 3) να έχουν παραβιασθεί οι κανόνες της επιμελούς διαχειρίσεως της ξένης περιουσίας, 4) να έχει επέλθει βέβαιη (οριστική) και συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία και 5) να υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πλημμελούς διαχειρίσεως και της οριστικής ζημίας. Διαχειριστής, δε, ξένης περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί όχι απλώς «υλικές» πράξεις, αλλά «νομικές» διαχειριστικές πράξεις επί της ξένης περιουσίας με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του εντολέως του, έχοντας δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη του ιδίου. Η νομότυπη αντιπροσωπευτική εξουσία του διαχειριστή μπορεί να θεμελιώνεται στον νόμο (λ.χ. όπως ο διαχειριστής νομικού προσώπου) ή να πηγάζει από δικαιοπραξία (λ.χ. σύμβαση εντολής, εργασίας, πληρεξουσιότητα), σκοπός δε της διατάξεως του άρθρου 390 ΠΚ είναι να τιμωρήσει τον εκ των έσω δρώντα σε βάρος της περιουσίας και καταχρώμενο της ανατιθέμενης σε αυτόν εξουσίας [Αναγνωστόπουλος, Ζητήματα απιστίας, άρθρα 390 και 256 ΠΚ, έκδοση 2003, παρ. 20, Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, έκδοση 2001, § 16, αριθ. 1117, σ. 579, Χαραλαμπάκης (-Παπαθανασίου), Ποινικός Κώδικας, τ. ΙΙ, άρθρο 390, αριθ. 11, σ. 2078]. Μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της περιουσιακής ζημίας απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος, ενώ μεταξύ της παραβάσεως των κανόνων επιμελούς διαχειρίσεως και της ζημίας απαιτείται και συνάφεια κινδύνου. Η ζημία, δηλαδή, θα πρέπει να είναι πραγμάτωση εκείνου ακριβώς του κινδύνου που έθεσε ο δράστης, όταν εν γνώσει του παρέβη τους κανόνες της επιμελούς διαχειρίσεως. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται γνώση του δράστη, ήτοι άμεσος δόλος β΄ βαθμού, κατ’ άρθρο 27 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ, μη αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου, που συνίσταται στο ότι ο τελευταίος αφενός μεν γνωρίζει ότι έχει την επιμέλεια ή τη διαχείριση της ξένης περιουσίας, αφετέρου δε προβλέπει τουλάχιστον ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του την πρόκληση της ζημίας στην ξένη περιουσία και να αποδέχεται την ζημία αυτής (ΑΠ 101/2018, ΑΠ 43/2016, ΑΠ 1531/2013, ΑΠ 532/2011, ΑΠ 341/2010, ΑΠ 204/2010, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγουσες εκθέτουν ότι ανήκουν στον ίδιο όμιλο συμφερόντων και ειδικότερα, ότι η πρώτη εξ αυτών, η οποία έχει συσταθεί κατά τον νόμο της … και διατηρεί γραφείο – υποκατάστημα στην Ελλάδα με διεύθυνση στον ………., έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση κλπ πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία ολικής χωρητικότητας πάνω από 500 κόρους. Ότι υπό αυτή την ιδιότητά της τυγχάνει επίσης αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, οι οποίες έχουν συσταθεί κατά τον νόμο των … και διατηρούν εκεί την καταστατική τους έδρα. Ότι αρχικοί μέτοχοι της πρώτης, δεύτερης και τέταρτης εξ αυτών ήταν οι …, ήδη τρίτος εναγόμενος, με ποσοστό 33%, … με ποσοστό 33% και … με ποσοστό 34%. Ότι ομοίως η τρίτη εξ αυτών έχει την ίδια μετοχική σύνθεση, με μικρή ωστόσο διαφοροποίηση ως προς τα ποσοστά, ήτοι ο … διατηρεί ποσοστό 34% επί του μετοχικού κεφαλαίου και οι λοιποί ως άνω μέτοχοι ποσοστό 33% επί του μετοχικού κεφαλαίου. Ότι η ίδια μετοχική σύνθεση των εναγουσών εταιρειών εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι σήμερα αναφορικά με τις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη εξ αυτών, ενώ στην πρώτη διαχειρίστρια εταιρεία ο … (τρίτος εναγόμενος) μεταβίβασε το έτος 2016 στον πρώτο εναγόμενο υιό του ποσοστό 10% του μετοχικού κεφαλαίου και στη δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα του, ποσοστό 17% του μετοχικού κεφαλαίου, διατηρώντας ο ίδιος ποσοστό 6%. Ότι διευθυντές και μέλη των τριμελών Διοικητικών τους Συμβουλίων είναι επί του παρόντος οι ανωτέρω μέτοχοι. Ότι σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό τους, τη διοίκηση και διαχείρισή τους ασκεί το Διοικητικό τους Συμβούλιο, οι αποφάσεις του οποίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα κάποιου εκ των μελών του να εκπροσωπεί και δεσμεύει αυτές (ενάγουσες) με μόνη την υπογραφή του, ασχέτως της ιδιότητας που φέρει έκαστος εξ αυτών εντός του Διοικητικού Συμβουλίου. Ότι, ωστόσο, παρά την ανωτέρω πρόβλεψη, οι εναγόμενοι, ενεργούντες από κοινού λόγω της στενής μεταξύ τους οικογενειακής σχέσης, προέβησαν σε πληθώρα παράνομων, υπαιτίων και ζημιογόνων πράξεων εις βάρος τους. Ότι, συγκεκριμένα, ο τρίτος εναγόμενος, εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του Προέδρου του Δ.Σ. της πρώτης, αλλά και των λοιπών εξ αυτών και καταχρώμενος την  εμπιστοσύνη που έτρεφαν στο πρόσωπό του οι άλλοι δύο μέτοχοι και με τη συνδρομή της δεύτερης εναγομένης, η οποία κατά το ένδικο χρονικό διάστημα είχε την οικονομική διεύθυνση και τη διεύθυνση πληρωμάτων της πρώτης εξ αυτών, αλλά και του πρώτου εναγομένου, ο οποίος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας, διαχειρίστριας των λοιπών, προέβησαν σε σειρά διαχειριστικών πράξεων προδήλως επιζήμιων γι’ αυτές (ενάγουσες), χωρίς την προηγούμενη συναίνεση και έγκριση των λοιπών μετόχων και λήψη σχετικών αποφάσεων από τα Διοικητικά τους Συμβούλια και χωρίς ποτέ να παράσχουν απολογισμό ή λογοδοσία, κατάσταση αποτελεσμάτων ή οικονομικών κινήσεων. Ότι ειδικότερα οι εναγόμενοι, υπό τις ανωτέρω ιδιότητες, προέβαιναν με χρήματα των εναγουσών στην αγορά των λεπτομερώς περιγραφόμενων στην αγωγή πολυτελών αυτοκινήτων, στις εκτιθέμενες στην αγωγή πληρωμές προς τρίτους για την κάλυψη προσωπικών τους υποχρεώσεων, όπως ενδεικτικά πληρωμές σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, διοργάνωση εκδηλώσεων και πολυτελών διακοπών, αγορά ιατρικών μηχανημάτων, ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, όλα δε τα ανωτέρω ελάμβαναν χώρα κατά τον περιγραφόμενο στην αγωγή τρόπο και στους εκτιθέμενους σε αυτήν χρόνους. Ότι οι ανωτέρω κινήσεις πραγματοποιούνταν παρά το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν την εξουσία να συνάπτουν από μόνοι τους τέτοιου είδους συμβάσεις για λογαριασμό των εναγουσών, αλλά και του ότι οι εν λόγω δικαιοπραξίες βρίσκονταν εκτός του σκοπού και του αντικειμένου δραστηριότητας αυτών. Ότι άπαντες οι εναγόμενοι διέπραξαν κατά τα ανωτέρω περιγραφέντα το αδίκημα της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος, όπως επίσης και αυτό της απιστίας, ειδικότερα δε ο πρώτος ως φυσικός αυτουργός, ο τρίτος ως φυσικός αυτουργός αλλά και άμεσος συνεργός και η δεύτερη των εναγομένων ως άμεσος συνεργός, πράξεις για τις οποίες οι ίδιες (οι ενάγουσες) έχουν προβεί στην υποβολή των από 03.04.2017 και 03.01.2018 μηνύσεων ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς των εναγομένων οι ίδιες ζημιώθηκαν, η μεν πρώτη εξ αυτών κατά το ποσό των 610.941,00 ευρώ, η δεύτερη κατά το ποσό των 377.500,00 ευρώ, η τρίτη κατά το ποσό των 111.318,81 ευρώ και η τέταρτη κατά το ποσό των 118.869,02 ευρώ. Κατόπιν των ανωτέρω οι ενάγουσες ζητούν, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 610.941,00 ευρώ στην πρώτη εξ αυτών, το ποσό των 377.500,00 ευρώ στη δεύτερη, το ποσό των 111.318,81 ευρώ στην τρίτη και το ποσό των 118.869,02 ευρώ στην τέταρτη εξ αυτών, όλα δε τα ανωτέρω με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επίσης ζητούν να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να διαταχθεί προσωπική κράτηση εκάστου των εναγομένων διάρκειας έως τριών μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 18, 22, 37 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 α, 2, 3 Α του Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκασή της (άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», άρθρο 3 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, σύμφωνα με το δίκαιο της καταστατικής έδρας των εναγουσών, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο ως προς το ζήτημα της ικανότητας δικαίου αυτών, της εσωτερικής λειτουργίας και εξουσίας των οργάνων τους, όπως και των σχέσεων των εταίρων μεταξύ τους αλλά και έναντι της εταιρείας, κατά τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. 2610/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ήτοι σύμφωνα με το δίκαιο της … όσον αφορά την πρώτη ενάγουσα (Νόμος περί εμπορικών εταιριών του 1976, όπως τροποποιήθηκε και περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 5 του Αναθεωρημένου Κώδικα Νόμων της … του 1976) και το δίκαιο των … όσον αφορά τις λοιπές ενάγουσες (Νόμος περί Εμπορικών Εταιριών του 1990, όπως τροποποιήθηκε και περιλαμβάνεται στο Μέρος Ι του Τίτλου 52 του Αναθεωρημένου Κώδικα των … του 2014-νμΝΕΕ), όπως αυτά αποδεικνύονται από την προσκομιζόμενη από τις ενάγουσες, υπ’ αριθ. πρωτ. 534/27.12.2019, Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, για την παραδεκτή άσκηση αγωγής από εταιρεία κατά μέλους του διοικητικού της συμβουλίου δεν προβλέπεται ως προϋπόθεση η προηγούμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ή απόφαση της πλειοψηφίας του διοικητικού της συμβουλίου, ούτε και ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου της εταιρείας προκειμένου να προβεί στην άσκηση της αγωγής. Σύμφωνα με τη γενική νομοθετική απαίτηση αμφοτέρων των δικαίων, με την επιφύλαξη των περιορισμών του καταστατικού και του νόμου ως προς την πράξη που εξουσιοδοτείται ή εγκρίνεται, για την οποία απαιτείται εξουσιοδότηση ή έγκριση από τους μετόχους, όλες οι εταιρικές εξουσίες ασκούνται από ή υπό την επίβλεψη, και η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι υποθέσεις κάθε εταιρείας διευθύνονται από το εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό τέτοια ζητήματα συχνά ρυθμίζονται από τον εσωτερικό κανονισμό της εταιρείας, ο οποίος λ.χ. μπορεί να ορίζει έναν επικεφαλής δικαστικό νομικό αξιωματούχο, ο οποίος έχει εξουσία να ασκεί αγωγή για λογαριασμό της εταιρείας ή να αναθέτει την εξουσία αυτή στον γενικό νομικό σύμβουλο (general counsel) ή σε άλλο δικηγόρο (lawyer) της νομικής υπηρεσίας της εταιρείας ή να θέτει άλλους όρους και προϋποθέσεις για την άσκηση της αγωγής.  Επίσης, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των δικαστηρίων της Πολιτείας του Ντέλαγουερ, στην οποία παραπέμπει ρητά η §13 του νμΝΕΕ, αλλά και σύμφωνα με τις αρχές του αγγλοαμερικανικού κοινοδικαίου, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τη λιβεριανή νομοθεσία, γίνεται δεκτό ότι ο πρόεδρος ή οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος της εταιρείας ή πρόσωπο που ενεργεί ως γενικός διευθυντής, έχει συνήθως σιωπηρή εξουσία να προβαίνει σε άσκηση αγωγής από την εταιρεία και στο όνομά της, παρόμοια ωστόσο σιωπηρή εξουσία μπορεί να καταργηθεί ή να αποκλειστεί με διατάξεις του καταστατικού ή του εσωτερικού κανονισμού ή με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου. Με βάση τα ανωτέρω και κατόπιν παραδεκτής στο σημείο τούτο επισκόπησης των εσωτερικών κανονισμών (bylaws) των εναγουσών εταιρειών, από την οποία προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτών δεν περιέχουν ειδική πρόβλεψη για το ζήτημα της άσκησης αγωγής από τις εταιρείες κατά μελών του διοικητικού τους συμβουλίου, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά ασκείται κατόπιν της, από 07.09.2018, απόφασης των δύο εκ των τριών Διευθυντών των Διοικητικών Συμβουλίων των εναγουσών εταιρειών, … και …, δεδομένου ότι, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνα με τις νομοθεσίες που διέπουν το ζήτημα αυτό, εφόσον δεν ορίζεται αλλιώς, οι υποθέσεις κάθε εταιρείας διευθύνονται από το εκλεγμένο διοικητικό συμβούλιο, οι εσωτερικοί δε κανονισμοί των εναγουσών ορίζουν ότι η διοίκηση και διαχείριση των υποθέσεων εκάστης εξ αυτών ασκείται από το διοικητικό της συμβούλιο που αποφασίζει κατά πλειοψηφία των Διευθυντών, δεδομένου και ότι η άσκηση της αγωγής εταιρείας κατά μέλους του διοικητικού της συμβουλίου αποτελεί πράξη που δεν συνδέεται με το αξίωμα του Προέδρου, ενώ, όπως προεκτέθηκε, για την άσκηση αγωγής εταιρείας κατά μέλους του διοικητικού της συμβουλίου δεν απαιτείται εκ του νόμου της καταστατικής έδρας των εναγουσών εταιρειών προηγούμενη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή των μελών του Δ.Σ., ούτε και ο διορισμός ειδικού εκπροσώπου προς άσκηση της αγωγής. Σημειωτέον δε ότι η από 07.09.2018 απόφαση του Δ.Σ. λήφθηκε κατόπιν της από 04.09.2018 πρόσκλησης εκ μέρους των δύο εκ των μελών των Δ.Σ. των εναγουσών προς τον τρίτο εναγόμενο – μέλος του Δ.Σ., … (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), ο οποίος δεν παρέστη κατά την άνω συνεδρίαση του Δ.Σ., ούτε προσέβαλε τη νομιμότητα της ληφθείσης απόφασης. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως αόριστη: α) κατά το μέρος που ο πρώτος εναγόμενος ενάγεται με την ιδιότητα του άμεσου συνεργού για επί μέρους παράνομες πράξεις οι οποίες αποδίδονται στον τρίτο εναγόμενο, ως φυσικό αυτουργό, καθώς δεν εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία να θεμελιώνεται η συνδρομή του στις εν λόγω πράξεις, ο προσδιορισμός της οποίας είναι αναγκαίος για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής, δεδομένου μάλιστα και ότι ο τρίτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου των εναγουσών, είχε την εξουσία να δεσμεύει έναντι τρίτων τις εταιρείες, χωρίς τη σύμπραξη άλλου προσώπου και β) κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, καθώς ιστορείται μεν ότι και αυτή συνέδραμε τους συνεναγομένους της, αδελφό και πατέρα της, στην τέλεση όλων των επιμέρους επίδικων αξιόποινων πράξεων, με την ιδιότητά της ως Οικονομική Διευθύντρια και Διευθύντρια Πληρωμάτων της πρώτης των εναγουσών, χωρίς όμως και ως προς αυτή να εκτίθενται στην αγωγή συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούντα τη συνδρομή της, μόνη δε η μνεία της θέσης και της ιδιότητάς της στην εταιρεία δεν επαρκεί για τη θεμελίωση της αδικοπρακτικής της ευθύνης, δοθέντος και ότι ο πρώτος και τρίτος των εναγομένων, υπό τις αναφερόμενες στην αγωγή ιδιότητές τους στις ενάγουσες εταιρείες, είχαν τη δυνατότητα, εκμεταλλευόμενοι τις εξουσίες τους, να προβαίνουν στις εν λόγω ενέργειες χωρίς τη σύμπραξη άλλου προσώπου. Επομένως, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί, ως αόριστη, ως προς τη δεύτερη εναγομένη και να επιδικαστεί η δικαστική της δαπάνη στις ενάγουσες, λόγω της ήττας τους (176εδ.α, 191§2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Περαιτέρω, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή, η κρινόμενη αγωγή, με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά από αδικοπραξία με στοιχεία αλλοδαπότητας, είναι ερευνητέα κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 3, 4 παρ. 1 και 3, 14 παρ. 1 α, 15, 31, 32 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ)», ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία από ορισμένες των ιστορούμενων αδικοπρακτικών ενεργειών, και δη κατά το μέρος που οι εκτιθέμενες υπεξαιρέσεις γίνονταν με μεταφορές χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς που διατηρούν οι ενάγουσες σε ελληνικές τράπεζες, αλλά και ως δίκαιο της χώρας με την οποία, όπως από το σύνολο των εκτιθέμενων περιστάσεων προκύπτει, η ένδικη διαφορά εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, αφού η διοίκηση της πρώτης ενάγουσας, καθώς και η διοίκηση και διαχείριση των λοιπών εναγουσών ασκείτο κατά το επίδικο διάστημα, σύμφωνα με την αγωγή, από τον πρώτο και τρίτο των εναγομένων, στην Ελλάδα, όπου και αυτοί κατοικούν και όπου βρίσκεται εγκατεστημένο το γραφείο της διαχειρίστριας/αντιπροσώπου εταιρείας (πρώτης ενάγουσας), άπαντες δε οι μέτοχοι και Διευθυντές του Δ.Σ. των εναγουσών εταιρειών είναι Έλληνες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ενώ η επίδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά συνέχεται άμεσα με την εκ μέρους των εναγομένων άσκηση διοίκησης και διαχείρισης των εναγουσών. Το ίδιο ως άνω δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο και αναφορικά με τους τόκους επιδικίας, που αρχίζουν από τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, οι οποίοι κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό (ΠΠρΠειρ 626/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝαυτΔ 1999.370, ΠΠρΠειρ 1336/1990 ΕΝαυτΔ 1991.6, ΠΠρΠειρ 1545/1980 ΕΝαυτΔ 9.124). Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό δίκαιο επικαλούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τους ισχυρισμούς τους, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο και τις προτάσεις τους, με συνέπεια να συνάγεται μετά βεβαιότητας σιωπηρός καθορισμός του, μεταγενέστερος της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος. Ειδικότερα, η αγωγή τυγχάνει νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις  των άρθρων 287, 297, 298, 340, 346, 914 ΑΚ, 375, 390 ΠΚ, 176, 907, 908§1δ, 1047 του Κ.Πολ.Δ., εκτός από την επικουρική βάση της περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, η οποία πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, διότι στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η από την αδικοπραξία αγωγή (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη αγωγή,  να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις οφειλόμενες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. τα με κωδικούς … e-παράβολα και τα, από 01.10.2018,  παραστατικά εξόφλησης της Ε.Τ.Ε.).

Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, που προσκομίζουν οι διάδικοι και επικαλούνται με τις προτάσεις τους, με τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να προκύπτει η ταυτότητα εκάστου εξ αυτών, από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τις ενάγουσες, υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ….. …, σε συνδυασμό με την, από 10.09.2018, εξώδικη κλήση προς τους εναγόμενους), τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τους εναγόμενους, υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά …, που δόθηκαν κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγουσών (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …, σε συνδυασμό με την, από 11.09.2018, εξώδικη κλήτευση των εναγουσών), αλλά και από τις προσκομιζόμενες, με επίκληση, από τις ενάγουσες, εκτυπώσεις κίνησης τραπεζικών λογαριασμών, που δεν φέρουν μεν βεβαίωση γνησιότητας εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που έκανε την εκτύπωση, ούτε βεβαίωση της ακρίβειας αυτών από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, πλην όμως λαμβάνονται υπόψην ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψην αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες ανήκουν σε άτυπο όμιλο ναυτιλιακών εταιρειών, ιδίων μετοχικών συμφερόντων και έχουν συσταθεί η πρώτη κατά τον νόμο της … και οι λοιπές κατά τον νόμο των …. Συγκεκριμένα, η πρώτη ενάγουσα διατηρεί την καταστατική της έδρα στη … και γραφείο – υποκατάστημα στην Ελλάδα, επί της οδού …, η εγκατάσταση του οποίου εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 1241.2758/23055/24.01.1995 ΚΥΑ των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ8/ΤΑΠΣ/06.12.1995 και 155/ΤΑΠΣ/02.08.2005). Το εν λόγω υποκατάστημα έχει ως αντικείμενο τη διαχείριση, εκμετάλλευση, ναύλωση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από 500 κόρους ολικής χωρητικότητος, με εξαίρεση τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία και τα εμπορικά πλοία που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και  την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιρειών, ως και επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις προαναφερόμενες δραστηριότητες. Η πρώτη ενάγουσα τυγχάνει αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια των δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, οι οποίες έχουν την καταστατική τους έδρα στις … και από τη σύστασή τους αποτελούσαν μονοβάπορες εταιρείες, κατά τον χρόνο δε συζήτησης της αγωγής είχε υπό τη διαχείρισή της μόνον το πλοίο «…», πλοιοκτησίας της μη διαδίκου, αλλά ιδίων μετοχικών συμφερόντων, εταιρείας «…», το οποίο από το έτος 2015 είναι χρονοναυλωμένο στην Κούβα. Νόμιμος εκπρόσωπος του Γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα διετέλεσε από την 29.12.1994 έως την 23.05.2016 ο πρώτος εναγόμενος (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …/22.08.2018 βεβαίωση της Τμηματάρχη του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών Δ/νσης Ποντοπόρου Ναυτιλίας του Υπουργείου Νησιωτικής Πολιτικής). Στους προσκομιζόμενους εσωτερικούς κανονισμούς (Bylaws) των εναγουσών, οι οποίοι έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο, προβλέπονται -μεταξύ άλλων- τα ακόλουθα: Άρθρο ΙΙΙ «ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ – Παράγραφος 1 Αριθμός: Τα θέματα, οι υποθέσεις και η περιουσία της εταιρείας θα διαχειρίζονται από ένα Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από τουλάχιστον έναν Διευθυντή. Μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτόν τον εσωτερικό κανονισμό, ο αριθμός των Διευθυντών μπορεί να αποφασίζεται είτε από την ψήφο της πλειοψηφίας του συνόλου του Συμβουλίου είτε από την ψήφο των μετόχων…», άρθρο V: «Αξιωματούχοι- Παράγραφος 1.- Αριθμός και Διορισμός: Το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα προβαίνει σε διορισμό αξιωματούχου ή αξιωματούχων ή ενός Διαχειριστικού Διευθυντή, ή σε όποιο διορισμό θεωρείται αναγκαίος για την εξυπηρέτηση των εταιρικών σκοπών. Συγκεκριμένα και χωρίς να περιορίζεται η γενικότητα του προηγούμενου, το Διοικητικό Συμβούλιο κατά τη διακριτική του ευχέρεια θα μπορεί να διορίζει έναν Πρόεδρο ή/και Αντιπρόεδρο ή/και Γραμματέα ή/και Ταμία ή έναν Διαχειριστικό Διευθυντή και Γραμματέα, ανάλογα με την περίπτωση. Επιπροσθέτως το Διοικητικό Συμβούλιο θα μπορεί να διορίζει όποιον άλλο τέτοιο αξιωματούχο θεωρεί αναγκαίο. ..…Παράγραφος 2.- Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής: Ο Πρόεδρος ή Διαχειριστικός Διευθυντής θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας και θα έχει τη γενική διοίκηση όλων των θεμάτων της εταιρίας μαζί με τις εξουσίες και τα καθήκοντα που συνδέονται συνήθως με το αξίωμα του Προέδρου ή του Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός αν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με προσήκουσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, και θα έχει όποιου άλλου είδους εξουσίες και θα εκτελεί όποιου άλλου είδους καθήκοντα μπορεί να του ανατίθενται από το Διοικητικό Συμβούλιο…. Άρθρο VII-ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ – Παράγραφος 1. Βεβαίωση και μορφή: Τα μερίσματα είναι δυνατόν να ανακοινώνονται σε συμφωνία με το νόμο, και κατά τη διακριτική ευχέρεια του Διοικητικού Συμβουλίου, σε κάθε τακτική ή έκτακτη συνεδρίαση. Τα μερίσματα μπορεί να ανακοινώνονται και να πληρώνονται σε μετρητά, μετοχές ή άλλου είδους περιουσία της εταιρίας». Με βάση τις ως άνω προβλέψεις των Εσωτερικών Κανονισμών των εναγουσών εταιριών και τις παραπάνω εκτιθέμενες διατάξεις του λιβεριανού δικαίου και του δικαίου των …, προκύπτει ότι στον Πρόεδρο των εταιρειών αυτών και εν προκειμένω, κατά το επίδικο διάστημα, στον τρίτο εναγόμενο, προσδίδεται παράλληλα η ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, με την καταστατική εξουσία να ενεργεί πράξεις γενικής διαχείρισης, απονέμονται δε σε αυτόν οι εξουσίες και τα καθήκοντα που συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, εκτός αν τεθεί ειδικός περιορισμός σε αυτές με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, παράλληλα δε και όσες άλλες εξουσίες και καθήκοντα εκχωρούνται σε αυτόν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι παραπάνω διατάξεις διατυπώνονται μεν ρητά μόνο σε σχέση με τη διαχειριστική εξουσία του Προέδρου ή Διαχειριστικού Διευθυντή, ωστόσο κρίνεται, ελλείψει άλλης σχετικής ρύθμισης, ότι αυτές αφορούν και την εκπροσωπευτική εξουσία του παραπάνω προσώπου. Προσέτι δε συνάγεται ότι η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης του Προέδρου δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται σε πράξεις που εντάσσονται στο πλαίσιο της συνήθους λειτουργίας των εταιριών διότι σε αυτόν απονέμονται η εξουσία διενέργειας πράξεων γενικής διαχείρισης, καθώς και οι εξουσίες και καθήκοντα που «συνήθως συνάδουν με το αξίωμα του Προέδρου». Επομένως, για πράξεις πέραν της γενικής διαχείρισης που συνήθως δεν συνδέονται με το αξίωμα του Προέδρου παραμένει αρμόδιο κατά τα ανωτέρω το Διοικητικό Συμβούλιο των παραπάνω εταιρειών, που λειτουργεί ως συλλογικό όργανο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι έως το έτος 2016 η μετοχική σύνθεση της πρώτης ενάγουσας, όπως άλλωστε και των υπολοίπων εναγουσών εταιρειών, απαρτιζόταν από τρεις μετόχους και συγκεκριμένα τους … (τρίτος εναγόμενος), … και …, ενώ στις 09.08.2016 ο τρίτος εναγόμενος μεταβίβασε προς τα τέκνα του, πρώτο και δεύτερη των εναγομένων, μέρος των μετοχών του στην πρώτη ενάγουσα, με αποτέλεσμα να μετέχουν σε αυτήν πλέον ο πρώτος σε ποσοστό 10%, η δεύτερη σε ποσοστό 17% και ο τρίτος σε ποσοστό 6%, ο … σε ποσοστό 33% και ο … σε ποσοστό 34%. Στο Δ.Σ. της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών μετέχουν ως Διευθυντές, ο τρίτος εναγόμενος με την ιδιότητα του Προέδρου, ο … ως Αντιπρόεδρος και ο … ως Γραμματέας/Ταμίας, ενώ στο Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας μετείχαν ως Διευθυντές, έως την 09.03.2016, ο … ως Πρόεδρος, ο … ως Γραμματέας και ο … (κατόπιν παραίτησης του … στις 27.05.2002) ως Ταμίας. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι … και … προκάλεσαν τη σύγκληση γενικής συνέλευσης των μετόχων της πρώτης ενάγουσας, στις 03.03.2016, κατά την οποία αποφασίστηκε η ανάθεση σε εξωτερικό ανεξάρτητο λογιστή του διαχειριστικού ελέγχου της εταιρείας για τις χρήσεις 2010, 2011, 2012, 2013, 2014 και 2015, για τον λόγο ότι, κατά τα αναγραφόμενα στο σχετικό πρακτικό της Γ.Σ., το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας δεν είχε παρουσιάσει έως τότε στους μετόχους κανέναν απολογισμό, καμία κατάσταση αποτελεσμάτων ή οικονομικών καταστάσεων, ούτε απέδιδε λογαριασμό για το ταμείο μετρητών της εταιρείας, επιπλέον δε αποφασίστηκε η αναθεώρηση του τρόπου λειτουργίας της εταιρείας με σκοπό να υπάρχει πλήρης και καθημερινή ενημέρωση των μετόχων και τέθηκε ως όρος, για μικρά και μεγάλα θέματα και κυρίως για ασφάλιση πλοίων, αγοραπωλησίες πλοίων, ανανέωση ή νέα ναύλωση, claims, τροποποίηση υπαρχουσών συμφωνιών, δανειακές συμβάσεις κλπ, καθώς και για τη διαχείριση του ταμείου μετρητών, η υπογραφή δύο εκ των τριών μετόχων, όπως είχε ήδη αποφασιστεί για τους τραπεζικούς λογαριασμούς και τους λογαριασμούς των δανείων λίγο  πριν τη σύγκληση της γενικής συνέλευσης. Τέλος αποφασίστηκε «για λόγους ισορροπίας και δικαιοσύνης» να συμμετέχει στο Δ.Σ. της εταιρείας ο εκ των ιδρυτών της …. Το ως άνω πρακτικό της Γ.Σ. της πρώτης ενάγουσας υπογράφηκε και από τους τρεις μετόχους-Διευθυντές αυτής, ήτοι και από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος με την από 08.06.2016 ηλεκτρονική επιστολή του προς τους συνεταίρους του ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε το εν λόγω πρακτικό δια περιφοράς, χωρίς να γίνει συζήτηση επ’ αυτού και χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενό του, ισχυρισμό που προβάλει και με τις προτάσεις του, ο οποίος ωστόσο δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, καθώς κατά τον χρόνο εκείνον είχαν αρχίσει ήδη να δρομολογούνται αλλαγές ως προς τον τρόπο διοίκησης της πρώτης ενάγουσας και να λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις στο πλαίσιο αυτό (είχε ήδη αποφασιστεί η κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών με την υπογραφή δύο -αντί του ενός έως τότε- μετόχων), ώστε να μη δικαιολογείται η προσυπογραφή της ως άνω απόφασης από τον εναγόμενο εν αγνοία του περιεχομένου της. Σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης των μετόχων της πρώτης ενάγουσας, κατά τη συγκρότηση του διοικητικού της συμβουλίου σε σώμα, στις 09.03.2016, εξελέγη, στη θέση του τρίτου εναγομένου, ως Προέδρου, ο …, στη θέση του …, ως Γραμματέα, ο …, ο οποίος ασχολούνταν ανέκαθεν κυρίως με την επιχείρηση μηχανουργείου «….», που έχει την ίδια -τριμελή- μετοχική σύνθεση και δεν μετείχε, έως το 2016, στο Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας, ενώ ο τρίτος εναγόμενος μετείχε πλέον στο Δ.Σ. με την ιδιότητα του Ταμία. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι στις 23.05.2016 το νέο Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας αποφάσισε την αντικατάσταση του πρώτου εναγομένου από τη θέση του νομίμου εκπροσώπου του υποκαταστήματος αυτής στην Ελλάδα και τον διορισμό στη θέση αυτή των … και …, ενεργουσών από κοινού ή έκαστη χωριστά. Κατόπιν των ανωτέρω αλλαγών στη διοίκηση της πρώτης ενάγουσας η δεύτερη εναγομένη, θυγατέρα του τρίτου, η οποία είχε την ιδιότητα της Διευθύντριας Πληρωμάτων στην εταιρεία και απασχολούνταν σε αυτή με σύμβαση εργασίας, ως υπάλληλος, προέβη στην, από 05.07.2016, οικειοθελή αποχώρηση από την εργασία της, ενώ σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 79/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επί αιτήσεως της πρώτης ενάγουσας, αναγνωρίστηκε η πρώτη ενάγουσα ως προσωρινή νομέας του γραφείου – δωματίου της εταιρείας που εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί και μετά την παραίτησή της η δεύτερη εναγομένη και διατάχθηκε η εκ του χώρου αυτού αποβολή της τελευταίας. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας της 22.04.2016, ανατέθηκε, κατόπιν πρότασης του …, με ομόφωνη απόφαση, η διεύθυνση του λογιστηρίου της εταιρείας στον …, Λογιστή Α΄ Τάξης, ενώ στις 25.04.2016, έγινε παράδοση σε αυτόν του λογιστηρίου από τον …, ο οποίος παρείχε έως τότε λογιστικές υπηρεσίες στην πρώτη ενάγουσα (βλ. το, από 25.04.2016, πρωτόκολλο παράδοσης λογιστηρίου υπογεγραμμένο μόνον από τον παραλαβόντα …, όχι και από τον παραδίδοντα …, με το επισυναπτόμενο ενοποιημένο ισοζύγιο της 31.12.2014, όπως αυτό προέκυπτε από το λογιστήριο κατά την ημέρα της παράδοσης). Στη συνέχεια, ωστόσο, ουδέν έγγραφο παραδόθηκε στον νέο λογιστή της εταιρείας, ούτε  έλαβε χώρα ενημέρωση προς αυτόν για τις προηγούμενες λογιστικές χρήσεις, ενώ τέτοια ενημέρωση δεν έγινε ούτε προς τις νέες εκπροσώπους του γραφείου της πρώτης ενάγουσας που διορίστηκαν στις 23.05.2016. Ενόψει του ως άνω κλίματος έλλειψης συνεργασίας και λόγω της μη παροχής των απαραίτητων εγγράφων και στοιχείων, ο …, με την, από 15.05.2016, ηλεκτρονική επιστολή του προς τον …, δήλωσε ότι, για προσωπικούς λόγους, δεν αποδέχεται την πρόταση διεύθυνσης του λογιστηρίου της πρώτης ενάγουσας και ότι παραμένει στη διάθεση του τελευταίου για οποιαδήποτε βοήθεια ή συμβουλή σε φιλικό επίπεδο. Τον Μάιο του 2016 απομακρύνθηκε από την πρώτη ενάγουσα και η λογίστρια … και στις 25.05.2016 προσλήφθηκε ο …, ως βοηθός λογιστή, ενώ από τα μέσα του 2017 παρείχε τις υπηρεσίες του, ως λογιστής ο ….  Προσέτι δε, μετά τις ανωτέρω αλλαγές στη διοίκηση της πρώτης ενάγουσας διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε φυσικό, ούτε ηλεκτρονικό αρχείο του λογιστηρίου της για τις προ του 2014 χρήσεις, αφού ήταν καταχωρημένες μόνο οι χρήσεις των ετών 2014, 2015 και 2016. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι για την εξαφάνιση του αρχείου των ως άνω χρήσεων ευθύνονται οι νέοι εκπρόσωποι της πρώτης ενάγουσας, έχουν δε μάλιστα προβεί -η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων, αντίστοιχα- στην υποβολή των με … και … μηνύσεων προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, κατά του … και …, αντίστοιχα, καθώς και κατά παντός υπευθύνου, για τα αδικήματα της απάτης με ηλεκτρονικό υπολογιστή, πλαστογραφίας και απιστίας, σε βαθμό κακουργήματος κατά του πρώτου υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι αυτός προέβη σε αλλοίωση των οικονομικών καταστάσεων και στοιχείων της εταιρείας διαγράφοντας καταχωρημένες εγγραφές ή δημιουργώντας νέες, πλαστές εγγραφές και της υπεξαγωγής εγγράφων κατά του δεύτερου, υποστηρίζοντας ειδικότερα ως προς αυτόν ότι εξαφάνισε από το λογιστήριο της πρώτης ενάγουσας τον φάκελο που περιείχε τις πρωτότυπες βεβαιώσεις λήψης μερισμάτων των εταιρικών χρήσεων 1994-2015. Ο ισχυρισμός, ωστόσο, των εναγομένων, περί αφαίρεσης του φυσικού αρχείου και αλλοίωσης του ηλεκτρονικού λογιστικού αρχείου για τις ανωτέρω εταιρικές χρήσεις, δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, αφού τα φυσικά πρόσωπα με εντολή των οποίων ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι αλλοιώθηκε η λογιστική εικόνα της εταιρείας δεν είχαν κατά τα αντίστοιχα έτη ανάμιξη στην οικονομική διαχείριση της εταιρείας και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται συμφέρον αυτών να προβούν στις ενέργειες που τους προσάπτονται, παράλληλα δε κρίνεται ότι, στην περίπτωση που οι εναγόμενοι διαχειρίζονταν με διαφάνεια τα οικονομικά της εταιρείας και καταχώριζαν στις λογιστικές καρτέλες όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούσαν, όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται, κατά τον χρόνο παράδοσης του λογιστηρίου και προς διασφάλιση των ιδίων και των προσώπων που ήταν υπεύθυνοι για την ορθή τήρηση του λογιστηρίου, θα μεριμνούσαν για την προηγούμενη καταγραφή των σχετικών κρίσιμων λογιστικών εγγράφων και στοιχείων και τον έγγραφο απολογισμό των πεπραγμένων τους. Εξάλλου, δεν δικαιολογείται από τους εναγόμενους η διατήρηση στο ηλεκτρονικό αρχείο του … ορισμένων μόνον εγγράφων από τις εταιρικές χρήσεις προ του 2014, τα οποία και προσκομίζουν στην παρούσα δίκη προς απόδειξη σχετικών ισχυρισμών τους και η απώλεια των υπολοίπων. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι, σε εκτέλεση της από 03.03.2016 απόφασης της Γ.Σ. της πρώτης ενάγουσας, ανατέθηκε από τους … και … στην εταιρεία «….», ο έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος αυτής, με αντικείμενο την αποτύπωση των διενεργηθεισών από την εταιρεία εισπράξεων και καταβολών κατά το χρονικό διάστημα από 01.01.2010 έως και 31.12.2016, τη διακρίβωση της νομιμότητάς τους, καθώς και τον τρόπο διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων που υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της εταιρείας και το ταμείο μετρητών κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Στην ως άνω ανάθεση αντιτάχθηκε ρητά ο τρίτος εναγόμενος, με τον ισχυρισμό ότι υπάρχει προφανής σύγκρουση συμφερόντων που γεννάται από τη συγκέντρωση στο ίδιο πρόσωπο των ιδιοτήτων του ελεγκτή και ελεγχόμενου, δεδομένου ότι στην ανωτέρω εταιρεία συμμετέχει, ως εταίρος, ο …, ο οποίος παράλληλα παρέχει τις υπηρεσίες του στον …, ως προσωπικός οικονομικός σύμβουλος. Παράλληλα,  μετά την αλλαγή της διοίκησης της διαχειρίστριας εταιρείας, οι … και … ξεκίνησαν μια διαδικασία ελέγχου, μέσω της κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών τόσο της ίδιας της διαχειρίστριας, όσο και των λοιπών εταιρειών του ομίλου, των συναλλαγών που πραγματοποιούσαν οι πρώτος και τρίτος των εναγομένων με χρήματα των εταιρειών. Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής διαπιστώθηκε ιδίως η εκ μέρους των εναγομένων αγορά και μεταπώληση σε σύντομο χρονικό διάστημα Ι.Χ. αυτοκινήτων, η καταβολή χρηματικών ποσών προς τρίτα πρόσωπα, που δεν σχετίζονταν με τις εταιρείες του ομίλου και η εξόφληση προσωπικών δαπανών των εναγομένων ή μελών της οικογενείας τους, κατά τα εκτιθέμενα αναλυτικώς κατωτέρω. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα ανωτέρω χρηματικά ποσά που τους προσάπτουν με την αγωγή οι ενάγουσες ότι υπεξαίρεσαν, αφορούν είτε σε εταιρικές δαπάνες, είτε σε προσωπικές δαπάνες που καταγράφονταν στη λογιστική καρτέλα ενός εκάστου εξ αυτών και καταλογίζονταν στη συνέχεια στο μέρισμα που ο τρίτος εναγόμενος δικαιούνταν, κατόπιν σχετικής κοινής συμφωνίας όλων των μετόχων των εταιρειών και πάγιας πρακτικής που ακολουθούνταν και για τους λοιπούς μετόχους. Ειδικότερα οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι τα έσοδα του ομίλου της πρώτης ενάγουσας προέρχονταν από τη ναύλωση των πλοίων διαχείρισής της και εμβάζονταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των πλοιοκτητριών εταιρειών, ότι από τα έσοδα των εταιρειών καλύπτονταν οι υποχρεώσεις της κάθε πλοιοκτήτριας εταιρείας, αλλά και της διαχειρίστριας αυτών εταιρείας και αφού τακτοποιούνταν οι υποχρεώσεις σε επίπεδο ομίλου, τα χρηματικά ποσά που απέμεναν ως κέρδος διανέμονταν στους μετόχους, ως μέρισμα, όχι χωριστά από την κάθε πλοιοκτήτρια εταιρεία, αλλά σε επίπεδο ομίλου, από την πρώτη ενάγουσα, δεδομένου ότι οι μέτοχοι των εταιρειών (έως την 09.08.2016) ταυτίζονταν. Ότι τα μερίσματα διανέμονταν σταδιακά, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο προέκυπταν κέρδη (ως προ-μέρισμα), με την καταβολή, σε εβδομαδιαία βάση, προς κάθε μέτοχο, χρηματικού ποσού της τάξεως των 1.000-3.000€. Ότι τα κέρδη της μιας εταιρείας του ομίλου που θα έπρεπε να καταβληθούν ως μέρισμα πολλές φορές δεν διανέμονταν, αλλά χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη ζημιών που εμφάνιζε κάποια άλλη εταιρεία του ομίλου ή παρέμεναν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιρειών για τη δημιουργία αποθεματικών ή όταν επρόκειτο να γίνει αγορά πλοίου χρηματοδοτείτο η σύσταση μίας νέας πλοιοκτήτριας εταιρείας. Τέλος δε, ότι αντί να διανεμηθεί το μέρισμα με καταβολή μετρητών, οι εταιρείες πολλές φορές κατέβαλλαν διάφορα χρηματικά ποσά για την κάλυψη προσωπικών υποχρεώσεων των μετόχων ή των μελών της οικογενείας τους και ότι με τον τρόπο αυτόν, όπως ενδεικτικά αναφέρουν, αποκτήθηκαν και από τους τρεις μετόχους τρία πολυτελή αυτοκίνητα τζιπ, τύπου Porsche Cayenne. Διατείνονται δε ακόμη οι εναγόμενοι ότι τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονταν σε κάθε μέτοχο ή μέλος της οικογενείας του, καταγράφονταν στις λογιστικές καρτέλες που τηρούνταν τόσο για τους μετόχους όσο και για μέλη της οικογενείας τους, καθώς και στο λογιστικό πρόγραμμα … που διαχειριζόταν το λογιστήριο της πρώτης ενάγουσας, ώστε να ελέγχεται στο τέλος κάθε χρονιάς το συνολικό ποσό που έχει λάβει έκαστος εξ αυτών και να αφαιρείται από το μέρισμα που δικαιούνταν να λάβει σε επίπεδο ομίλου. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων τυγχάνει καταρχήν αόριστος, καθώς δεν προσδιορίζεται ειδικότερα το μέρισμα που εισέπραττε ο τρίτος εναγόμενος καθ’ έκαστο έτος του επίδικου διαστήματος κατόπιν του επικαλούμενου καταλογισμού των προσωπικών δαπανών του ιδίου και των συνεναγομένων του, ενώ έρχεται σε αντίθεση και με τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονταν για τις ενάγουσες και προσκομίζονται από τους εναγόμενους, στις οποίες αποτυπώνονται ισόποσα για όλους τους μετόχους διανεμηθέντα μερίσματα. Πέραν δε της ασάφειας και αοριστίας αυτού, ο εν λόγω ισχυρισμός κρίνεται και κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Ειδικότερα οι εναγόμενοι, προς απόδειξη των όσων ισχυρίζονται επικαλούνται και προσκομίζουν αποσπάσματα των παραρτημάτων που επισυνάπτονται στην πρόχειρη έκθεση διαχειριστικού ελέγχου που διενεργήθηκε από την προμνησθείσα εταιρεία ορκωτών ελεγκτών, για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω, τα οποία αφορούν στα έτη 2015 και 2016 και από τα οποία πράγματι προκύπτει η σταδιακή καταβολή των μερισμάτων στους μετόχους, με τακτικές προς αυτούς καταβολές χρηματικών ποσών, δύο ή τρεις φορές κάθε μήνα, καθώς και η μεταφορά χρηματικών ποσών προς πληρωμή ατομικών φορολογικών υποχρεώσεων των μετόχων (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος κ.ά.), ενώ αποδεικνύονται και ορισμένες καταβολές προς μέλη της οικογένειας των μετόχων με την αιτιολογία «μέρισμα», χωρίς τα ίδια να έχουν την ιδιότητα του μετόχου. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα από τους εναγόμενους, κατά τη νέα επαναλαμβανόμενη συζήτηση, αποσπάσματα από τα λογιστικά βιβλία της πρώτης ενάγουσας, προκύπτει για το επίδικο διάστημα η πληρωμή φορολογικών υποχρεώσεων του … το έτος 2015, συνολικού ποσού 3.154,89€, η καταχώριση τριών επιταγών, στο όνομα του ιδίου, στις 04.07.2013, 18.07.2013, 25.07.2013, ποσού εκάστης 9.500,00€, μεταφορές σε τραπεζικό λογαριασμό του …, στις οποίες δεν προκύπτει η αιτιολογία, στις 08.05.2015, 22.07.2015 και 16.12.2015, συνολικού ποσού 5.000,00€, χρέωση επιταγής ποσού 2.778,00€, στις 21.11.2012, στο όνομα του … και τρεις μεταφορές σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου, στις 29.04.2015, 28.05.2015 και 26.06.2015, συνολικού ποσού 591,93€, μία πληρωμή ΕΝΦΙΑ στο όνομα της …, στις 29.10.2015, ποσού 732,54€, χρέωση επιταγής ποσού 10.000€ στο όνομα του …, ποσού 10.000,00€, μεταφορές σε τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου, στις 17.04.2015, 29.04.2015, 28.05.2015 και 26.06.2015, συνολικού ποσού 6.029,65€, εκ των οποίων οι τρεις έχουν την αιτιολογία «μέρισμα» και χρέωση επιταγής ποσού 10.000,00€ στις 15.06.2012, στο όνομα της … (οι κινήσεις που αφορούν στο διάστημα πριν το έτος 2015 προκύπτουν από έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των εναγομένων, οι οποίοι ωστόσο δεν δικαιολογούν την αποσπασματική κατοχή εγγράφων εκ του λογιστικού αρχείου των εταιρειών που αναφέρονται στο διάστημα αυτό). Από τα ίδια αποσπάσματα προκύπτει και η ανάληψη χρηματικών ποσών σε μεταγενέστερο του επιδίκου διάστημα, ήτοι μετά την αλλαγή των προσώπων που διοικούν την πρώτη ενάγουσα. Οι εκ των μετόχων των εταιρειών … και … αρνούνται το γεγονός της μεταξύ τους συμφωνίας για την πραγματοποίηση αγορών και πληρωμών για προσωπικούς σκοπούς του κάθε μετόχου και τον μεταγενέστερο  καταλογισμό των δαπανηθέντων χρηματικών ποσών στα μερίσματα που δικαιούνταν και υποστηρίζουν ότι αγνοούσαν όλες τις ως άνω αναφερόμενες συναλλαγές των εναγομένων, για τις οποίες μάλιστα έχουν υποβάλει εναντίον τους, η πρώτη και δεύτερη των εναγουσών τη με … μήνυση και όλες οι ενάγουσες τη με … μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, κατόπιν των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη με την παραγγελία κυρίας ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας οι ως άνω μέτοχοι καταθέτοντας ανωμοτί  ενώπιον του Ανακριτή του Α΄ Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιά αρνήθηκαν επίσης κατηγορηματικά την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας περί καταλογισμού προσωπικών δαπανών των μετόχων στα μερίσματα που δικαιούνταν. Εκ του συνόλου των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι στα λογιστικά βιβλία της πρώτης ενάγουσας δεν καταχωρίζονταν συστηματικά και κατά πάγια πρακτική προσωπικές δαπάνες των μετόχων της, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, το αντίθετο δε ουδόλως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες καταχωρίσεις χρεώσεων στο όνομα των μετόχων … και … και των προαναφερόμενων συγγενών τους, καθώς πρόκειται για περιορισμένες καταχωρίσεις, για τις περισσότερες των οποίων μάλιστα δεν προκύπτει αν αφορούν προσωπικές δαπάνες αυτών. Σε κάθε περίπτωση, οι χρεώσεις αυτές καταγράφονταν επισήμως στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας, αφού τα σχετικά παραστατικά καταχωρίζονταν και λάμβαναν α/α εγγραφής και τελούσαν εν γνώσει του τρίτου εναγομένου. Η απουσία δε αρχείου του λογιστηρίου για τα έτη στα οποία αφορούν οι επίδικες πράξεις δεν επιτρέπει μεν την άμεση εξακρίβωση της καταχώρισης ή μη των επίδικων χρεώσεων και πιστώσεων στις αντίστοιχες λογιστικές καρτέλες της εταιρείας, πλην όμως κρίνεται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω περί της απώλειας του λογιστικού αρχείου, ότι οι επίδικες συναλλαγές των εναγομένων, ενόψει και του μεγάλου όγκου και του αντικειμένου τους, δεν καταχωρίζονταν στις λογιστικές καρτέλες, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, αλλά διαπιστώθηκαν το πρώτον από τις ενάγουσες μετά την αλλαγή της διοίκησης της πρώτης εξ αυτών. Το ως άνω δε αποδεικτικό πόρισμα δεν αντικρούεται από τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, καθώς ο μεν … δεν έχει άμεση αντίληψη, ούτε καταθέτει για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο δε … αναφέρεται μεν στον τρόπο τήρησης του λογιστηρίου της διαχειρίστριας εταιρείας και επιβεβαιώνει την καταγραφή των προσωπικών δαπανών των μετόχων στις λογιστικές καρτέλες που τηρούνταν στο όνομά τους και τον εκ των υστέρων καταλογισμό των δαπανών αυτών στο δικαιούμενο από τον τρίτο εναγόμενο μέρισμα, πλην όμως αφενός ως προσωπικές δαπάνες στις οποίες αναφέρεται ο μάρτυρας δεν μπορούν να θεωρηθούν και οι κατωτέρω αγορές και μεταπωλήσεις αυτοκινήτων και οι χρηματοδοτήσεις άλλων εταιρειών, αφετέρου η εν λόγω ένορκη βεβαίωση δεν είναι σαφής και κατηγορηματική, αλλά ενδοιαστική σχετικά με τις επίδικες παράνομες ενέργειες, για τις οποίες συγκεκριμένα αναφέρεται: «απ΄ ότι θυμάμαι τα ποσά που καταλογίζονται στην οικογένεια …, έχουν καταγραφεί στις εν λόγω λογιστικές καρτέλες και έχουν αφαιρεθεί από τα μερίσματα που ο … δικαιούταν την κάθε χρονιά». Οι εναγόμενοι προβάλουν επίσης ως επιχείρημα υπέρ του ισχυρισμού τους ότι όλες οι παραπάνω οικονομικές συναλλαγές  γίνονταν εν γνώσει των υπολοίπων μελών της διοίκησης/μετόχων των εταιρειών, καθώς κάθε χρόνο κοινοποιούνταν σε αυτούς οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που συντάσσονταν στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης για τον όμιλο των εταιρειών από πιστοποιημένες εταιρείες ορκωτών λογιστών/συμβούλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι καταστάσεις αυτές δεν αποτελούν τεκμήριο της επικαλούμενης από τους εναγόμενους διαφάνειας στην οικονομική διαχείριση των εταιρειών, καθώς ο σχετικός έλεγχος δεν αποκλείει την ύπαρξη -εκούσιου ή ακούσιου- σφάλματος κατά την απεικόνιση της οικονομικής θέσης, των οικονομικών επιδόσεων και της αιτιολογίας των ταμειακών ροών των εταιρειών, δοθέντος ότι η διαδικασία του ελέγχου γίνεται κυρίως με αντιπαραβολή των οικονομικών καταστάσεων με τα λογιστικά βιβλία και στοιχεία των εταιρειών, τα οποία τηρούνται με ευθύνη της εκάστοτε διοίκησης. Επίσης, το γεγονός ότι ο κάθε ένας εκ των τριών μετόχων/Διευθυντών των εταιρειών είχε την εξουσία να κινεί μόνος του, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, τους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιρειών (βλ. το, από 31.08.2010 πρακτικό Δ.Σ. της πρώτης ενάγουσας, το, από 31.08.2010, πρακτικό Δ.Σ. της δεύτερης ενάγουσας και το, από 28.07.2007 πρακτικό Δ.Σ. της τρίτης ενάγουσας και το, από 27.08.2007 πρακτικό Δ.Σ. της τέταρτης ενάγουσας), κατά μείζονα δε λόγο να ενημερώνεται για την κίνηση αυτών, δεν συνεπάγεται ούτε ότι έκαστος εξ αυτών είχε την εξουσία χρήσης των διαθεσίμων των λογαριασμών για αιτίες που δεν σχετίζονταν με τη λειτουργία και τον σκοπό των εταιρειών, ούτε ότι όλες οι επί μέρους κινήσεις των λογαριασμών και η πραγματική αιτία αυτών τελούσαν εν γνώσει των λοιπών μελών της διοίκησης, οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, επεδείκνυαν εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του τρίτου εναγομένου, επί σειρά ετών συνεργάτη τους, στον οποίον, ως Πρόεδρο και Δ/ντα Σύμβουλο των εταιρειών είχαν αναθέσει τη γενική οικονομική διαχείριση του ομίλου. Όσον αφορά δε την απόκτηση των τριών πολυτελών αυτοκινήτων τύπου Porsche Cayenne από έκαστο των μετόχων, αυτή έγινε κατόπιν κοινής συμφωνίας αυτών και αντί είσπραξης χρηματικού μερίσματος. Περαιτέρω, κατά την ως άνω διαδικασία ελέγχου μέσω των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών των εναγουσών, διαπιστώθηκαν ειδικότερα τα ακόλουθα:  Α.  Ο πρώτος εναγόμενος, κατά το χρονικό διάστημα που ήταν νόμιμος εκπρόσωπος του γραφείου της πρώτης ενάγουσας και εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του αυτή, αγόρασε τέσσερα (4) επιβατικής χρήσεως αυτοκίνητα από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και ειδικότερα: α. το όχημα με αριθμό κυκλοφορίας …, μάρκας BMW 125 i λευκού χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 06.11.2013, αντί τιμήματος 40.195,00€. Για την αγορά αυτή εκδόθηκε από την … το υπ’ αριθ. …/06.11.2013 τιμολόγιο – δελτίο αποστολής, προς εξόφληση του οποίου παραδόθηκαν στην πωλήτρια εταιρεία: i) η με αριθμό … επιταγή της ΕΤΕ, εκδόσεως της πρώτης ενάγουσας, με ημερομηνία έκδοσης 08.11.2013, ποσού 12.573,00€ συρόμενη εκ του υπ’ αριθ. … λογαριασμού της πρώτης ενάγουσας στην ΕΤΕ και ii) η με αριθμό … επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας εκδόσεως της εταιρείας …, με ημερομηνία έκδοσης 06.02.2014, ποσού 28.000,00€, η οποία είχε εκδοθεί σε διαταγή του πρώτου εναγομένου, λόγω πώλησης από αυτόν στην … αυτοκινήτου κυριότητάς του μάρκας Mini Cooper με αριθμό κυκλοφορίας … (βλ. υπ’ αριθ. … πινάκιο παράδοσης επιταγών της …). Εν συνεχεία ο πρώτος εναγόμενος οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή στην πρώτη ενάγουσα, προκειμένου να προβεί στην αγορά στο όνομα της εταιρείας του εν λόγω πάγιου περιουσιακού στοιχείου, ήτοι του υπ’ αριθ. κυκλοφορίας … BMW 125 αυτοκινήτου, το οποίο κατόπιν μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στον …, διαχειριστή της εταιρείας «…», το τίμημα δε της πώλησης του αυτοκινήτου ουδέποτε απέδωσε στο ταμείο της πρώτης εναγομένης. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι από τη συγκεκριμένη συναλλαγή προκλήθηκε περιουσιακή ζημία στην εταιρεία ποσού 12.573,00€, καθώς το χρηματικό ποσό των 28.000,00€ δεν ανήκε στα ταμειακά διαθέσιμα αυτής, η δε οπισθογράφηση της ισόποσης επιταγής σε αυτήν από τον πρώτο εναγόμενο έγινε για λογιστικούς λόγους, ήτοι προκειμένου να καταστεί δυνατή η αγορά του αυτοκινήτου στο όνομα της εταιρείας. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το ποσό των 12.573,00€ καταλογίστηκε στη λογιστική καρτέλα του πρώτου και αφαιρέθηκε εκ των υστέρων από το μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν κρίνεται σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν βάσιμος, το αντίθετο δε ουδόλως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους, άνευ μετάφρασης από την αγγλική γλώσσα, εκτύπωση από το ηλεκτρονικό αρχείο του …, του με ημερομηνία 08.11.2013 «…», που ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι αποτελεί απόσπασμα της λογιστικής καρτέλας που τηρούσε η πρώτη ενάγουσα στο όνομα του πρώτου εναγομένου, καθώς δεν προκύπτει ότι το έγγραφο αυτό τηρούνταν επισήμως στο λογιστήριο της ενάγουσας και ότι οι καταχωρισθείσες κινήσεις καταλογίζονταν εκ των υστέρων στο μέρισμα του τρίτου εναγομένου, ούτε δικαιολογείται από τους εναγόμενους η κατοχή του εν λόγω ηλεκτρονικού εγγράφου παρά την επικαλούμενη απώλεια του λογιστικού αρχείου για τη δεδομένη χρονική περίοδο. Αντίστοιχα, η προσκομιζόμενη από τους εναγόμενους, επίσης άνευ μετάφρασης, με ημερομηνία 14.03.2014, «…», για τους ίδιους λόγους δεν αποδεικνύει τον προβαλλόμενο από αυτούς ισχυρισμό κατά τον οποίον πιστώθηκε στη λογιστική καρτέλα του πρώτου εναγομένου το ποσό των 20.000,00€ που εισέπραξε αυτός ως τίμημα από την πώληση του ανωτέρω οχήματος στον …. Ούτε δε και από το προσκομιζόμενο, άνευ μετάφρασης, απόσπασμα κίνησης, από 25.02.2012 έως 15.11.2014, του με αριθμό … λογαριασμού, που ισχυρίζονται οι εναγόμενοι ότι αντιστοιχεί σε τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης ενάγουσας στην τράπεζα …, αποδεικνύεται ότι το τίμημα της πώλησης του ως άνω αυτοκινήτου στον … καταβλήθηκε σε εταιρεία του ομίλου, καθώς δεν προκύπτει η αιτία της συγκεκριμένης καταβολής (βλ. και ένορκη βεβαίωση ….. …, σύμφωνα με την οποία ο  …ς του ανέφερε την πραγματοποίηση πολλών συναλλαγών με την οικογένεια …), επιπλέον δε οι εναγόμενοι δεν δικαιολογούν τη μεγάλη διαφορά στο τίμημα της μεταπώλησης που ισχυρίζονται ότι αποδόθηκε, δεδομένου ότι το όχημα αυτό είχε αγοραστεί λίγους μήνες πριν αντί ποσού 40.195,00€. β) Το όχημα με αριθμό κυκλοφορίας …, μάρκας Mini Cooper D, μαύρου μεταλλικού χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 29.09.2014, αντί τιμήματος 34.375,00€. Για την αγορά δε του ως άνω οχήματος εκδόθηκε από την εταιρεία … το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο πώλησης, το οποίο συνομολογούν οι εναγόμενοι ότι εξόφλησε ο πρώτος εξ αυτών με χρήματα από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας, η οποία υπέστη ισόποση περιουσιακή ζημία. Το ως άνω όχημα μεταβιβάστηκε στις 11.12.2014 σε φυσικό πρόσωπο με τα στοιχεία …, ενώ το τίμημα από την αγοραπωλησία ουδέποτε αποδόθηκε στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. γ) Το όχημα με αριθμό κυκλοφορίας …, μάρκας Mini Cooper D, μαύρου μεταλλικού χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, στις 19.12.2014, αντί τιμήματος 26.000,00€. Για την αγορά του εν λόγω οχήματος εκδόθηκε από την εταιρεία … το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο πώλησης, το οποίο εξοφλήθηκε από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας και δη με οπισθογράφηση και παράδοση της υπ’ αριθ. … επιταγής της ΕΤΕ, εκδόσεως της πρώτης ενάγουσας, ποσού 26.000,00€ (βλ. το υπ’ αριθ. … πινάκιο παραλαβής επιταγών της …), η οποία υπέστη ισόποση περιουσιακή ζημία. Το εν λόγω όχημα επαναπωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στη «…», στις 30.03.2015, ήτοι μετά από περίπου τρεις μήνες, αντί τιμήματος 20.600,00€. Για το τίμημα μάλιστα αυτό η αγοράστρια εταιρεία εξέδωσε, στις 21.01.2016, σε διαταγή της πρώτης ενάγουσας, την υπ’ αριθ. … δίγραμμη επιταγή της …, η οποία εισπράχθηκε από τον πρώτο εναγόμενο (βλ. το από 20.02.2017 έγγραφο της διαμεσολαβησάσης για την πληρωμή της ως άνω επιταγής Τράπεζας …, με το οποίο γνωστοποιείται στον … το γεγονός της είσπραξης της ως άνω επιταγής από τον Δημήτριο …), ο οποίος ουδέποτε απέδωσε το εισπραχθέν τίμημα στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. δ) Το όχημα με αριθμό κυκλοφορίας …, μάρκας BMW Μ4 F82, λευκού χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, το οποίο αγοράστηκε στο όνομα της πρώτης ενάγουσας στις 30.03.2015, αντί τιμήματος 149.130,00€. Για την αγορά του ως άνω οχήματος εκδόθηκε από την … το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο πώλησης, το οποίο εξοφλήθηκε με την παράδοση στην πωλήτρια εταιρεία της υπ’ αριθ. … δίγραμμης επιταγής, ποσού 19.128,78€, η οποία είχε εκδοθεί από την …, στις 13.03.2015, σε διαταγή της δεύτερης εναγομένης (βλ. προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο επιταγής και το υπ’ αριθ. … πινάκιο παραλαβής επιταγών της …) και με τρία εμβάσματα από τον υπ’ αριθ. … τραπεζικό λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας στην …, ποσού 40.000€, 40.000€ και 50.000€ στις 18.06.2015, στις 19.06.2015 και στις 24.06.2015, κατόπιν σχετικών εντολών του πρώτου εναγομένου. Επομένως, εκ της ανωτέρω συναλλαγής η πρώτη ενάγουσα υπέστη περιουσιακή ζημία ποσού 130.000,00€, ενώ το ποσό των 19.128,78€ δεν συνιστά περιουσιακή της ζημία, αφού, όπως προεκτέθηκε, δικαιούχος της επιταγής που δόθηκε ως προκαταβολή, ήταν η …. Περαιτέρω, το εν λόγω όχημα επαναπωλήθηκε στη «…» και μεταβιβάστηκε σε αυτήν, στις 24.03.2016, αντί τιμήματος ποσού 95.000,00€, για την εξόφληση του οποίου η τελευταία εξέδωσε την υπ’ αριθ. 55388008-0, με ημερομηνία έκδοσης 11.03.2016, δίγραμμη επιταγή της …, σε διαταγή της πρώτης ενάγουσας, ποσού  95.000,00€, η οποία εισπράχθηκε από τον πρώτο εναγόμενο (βλ. το ως άνω, από 20.02.2017, έγγραφο της …), ο οποίος ουδέποτε απέδωσε αυτό στο ταμείο της πρώτης ενάγουσας. Μάλιστα,   κατά τον χρόνο που ο πρώτος εναγόμενος οπισθογράφησε την ως άνω επιταγή, ήτοι στις 17.03.2016, είχε ήδη λάβει χώρα η γενική συνέλευση, κατά την οποία είχε αποφασιστεί η αντικατάστασή του στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας. Όλες οι παραπάνω αγορές και μεταπωλήσεις οχημάτων έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης ενάγουσας ή απόφαση των μετόχων της γενικής συνέλευσης και εν αγνοία των μετόχων … και …, ενώ βρίσκονται και εκτός του εταιρικού σκοπού της πρώτης ενάγουσας, οι ισχυρισμοί δε περί καταχώρισης των εν λόγω συναλλαγών στη λογιστική καρτέλα του πρώτου και μεταγενέστερου καταλογισμού στο δικαιούμενο από τον τρίτο εναγόμενο μέρισμα τυγχάνουν απορριπτέοι για τους λόγους που αναπτύχθηκαν ανωτέρω. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω ο πρώτος εναγόμενος ενσωμάτωσε με δόλο στην περιουσία του, χωρίς δικαίωμα, το συνολικό ποσό των 202.948,00€, το οποίο ανήκε στην πρώτη ενάγουσα και περιήλθε στην κατοχή του υπό την  υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου του υποκαταστήματος αυτής στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να έχει διαπράξει εις βάρος της τελευταίας  το ποινικό και αστικό αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως διαχειριστής ξένης περιουσίας. Όσον αφορά δε το όχημα με αριθμό κυκλοφορίας …, μάρκας Mini Cooper S, γκρι μεταλλικού χρώματος, με αριθμό πλαισίου …, για την πώληση του οποίου εκδόθηκε, στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο πώλησης από την …, ποσού 37.235,00€, οι ενάγουσες δεν ανταποκρίθηκαν στο βάρος απόδειξης του αγωγικού ισχυρισμού κατά τον οποίον αυτό αγοράστηκε με χρήματα από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης εξ αυτών, καθώς δεν προσκομίζουν σχετικό τραπεζικό έμβασμα, ούτε πινάκιο παραλαβής επιταγών, η δε καταχώριση της άδειας του αυτοκινήτου στην πρώτη ενάγουσα, η οποία (όπως και οι ανωτέρω καταχωρίσεις αδειών και μεταβιβάσεις) προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα του ιστορικού αδειών κυκλοφορίας που τηρείται ηλεκτρονικά από το Υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων δεν συνεπάγεται και καταβολή του τιμήματος της πώλησης. Εξάλλου, οι εναγόμενοι, προς απόδειξη του ισχυρισμού τους περί ακύρωσης της εν λόγω παραγγελίας προσκομίζουν το υπ’ αριθ. … πιστωτικό τιμολόγιο, το οποίο εκδόθηκε λόγω ακύρωσης του ως άνω υπ’ αριθ. … τιμολογίου πώλησης, με αιτιολογία «επιστροφή», καθώς και απόσπασμα της καρτέλας πελάτη, με ημερομηνία 08.02.2017, που τηρεί η … στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, από την οποία δεν προκύπτει ότι έγινε καταβολή, είτε χρηματική είτε με παράδοση αξιογράφου, για την ως άνω αγοραπωλησία, για την οποία συνεπώς δεν αποδεικνύεται περιουσιακή ζημία της πρώτης ενάγουσας.  Β. Ο τρίτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος της τρίτης εναγομένης προέβη, με χρήματα από τα ταμειακά διαθέσιμα της τελευταίας, στην αγορά δύο (2) επιβατικής χρήσεως αυτοκινήτων και μίας ATV τετράτροχης μηχανής, αντί συνολικού τιμήματος 47.600,00€. Ειδικότερα, με χρήματα από τον με αριθμό … λογαριασμό που τηρεί η τρίτη ενάγουσα στην Τράπεζα …., ο τρίτος εναγόμενος αγόρασε: α) Στις 04.10.2010, αντί τιμήματος ποσού 20.550,00€ που καταβλήθηκε μέσω τραπεζικού εμβάσματος στην πωλήτρια εταιρεία με την επωνυμία «….» ένα αυτοκίνητο Volkswagen Polo, που μεταβιβάστηκε στον γιο του, πρώτο εναγόμενο, β) στις 12.05.2011, αντί τιμήματος ποσού 7.150,00€, που καταβλήθηκε με παράδοση της υπ’ αριθ. …, από 12.05.2011, ισόποσης επιταγής συρόμενης εκ του άνω λογαριασμού της τρίτης ενάγουσας, σε διαταγή της πωλήτριας εταιρείας με την επωνυμία «….», μία τετράτροχη μηχανή ATV, τύπου «γουρούνα» και γ) στις 12.05.2011, αντί τιμήματος ποσού 19.900,00€, που καταβλήθηκε, με τραπεζικό έμβασμα, κατόπιν της από 12.05.2011 εντολής του τρίτου εναγομένου, στην πωλήτρια εταιρεία με την επωνυμία «….», ένα αυτοκίνητο τύπου Smart Brabus, που μεταβιβάστηκε στην κόρη του, δεύτερη εναγομένη. Οι ως άνω αγορές, οι οποίες συνομολογούνται από τους εναγόμενους, δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα συνήθους διαχείρισης του τρίτου εναγομένου και έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ. της τρίτης εναγομένης και εν αγνοία των λοιπών μετόχων/Διευθυντών, ο δε τρίτος εναγόμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ως άνω χρηματικό ποσό συνολικού ύψους 47.600,00€ προκαλώντας ισόποση περιουσιακή ζημία στην τρίτη ενάγουσα, απορριπτομένου του ισχυρισμού ότι το ως άνω χρηματικό ποσό αφαιρέθηκε από το μέρισμα που δικαιούνταν αυτός για τους ίδιους λόγους που και ανωτέρω εκτέθηκαν. Περαιτέρω, ο τρίτος εναγόμενος, από τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας στην Τράπεζα …., κατέβαλε, στις 02.02.2010, ποσό 7.250,00€ προς το ιδιωτικό σχολείο του Πειραιά με την επωνυμία «…» και στις 12.01.2010, μέσω της υπ’ αριθ. … επιταγής, συρόμενης εκ του ίδιου λογαριασμού της πρώτης ενάγουσας, το ποσό των 7.300,00€ προς το ίδιο ως άνω ιδιωτικό σχολείο. Επίσης, ο τρίτος εναγόμενος προέβη, στις 30.06.2010, στην καταβολή, μέσω της υπ’ αριθ. … επιταγής συρόμενης εκ του υπ’ αριθ. … λογαριασμού της πρώτης ενάγουσας στην …, ποσού 5.100,00€ προς το προαναφερθέν ιδιωτικό σχολείο. Με τις ανωτέρω πληρωμές, οι οποίες δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα συνήθους διαχείρισης του τρίτου εναγομένου αφού αφορούσαν, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, όχι εταιρικές, αλλά προσωπικές δαπάνες και έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ., ο τελευταίος ιδιοποιήθηκε συνολικά το ποσό των 19.650,00€ από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας, η οποία υπέστη ισόποση περιουσιακή ζημία, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί καταλογισμού του ποσού αυτού στο μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος, για τους ίδιους λόγους που και ανωτέρω εκτέθηκαν. Προσέτι δε, αποδείχθηκαν χρηματικές καταβολές από τον τρίτο εναγόμενο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης, τρίτης και τέταρτης των εναγουσών, προς τους … και … …, καθώς και σε εταιρεία διοργάνωσης εκδηλώσεων στην Κούβα συμφερόντων Βασιλείου …υ. Συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από τις ενάγουσες αποσπάσματα κίνησης λογαριασμού, από τον λογαριασμό με αριθμό … που τηρεί η πρώτη ενάγουσα στην Τράπεζα …. προέβη στις  ακόλουθες πληρωμές: στις 17.04.2012, πληρωμή προς τον …, ποσού 4.900,00€ και στις 17.05.2012, πληρωμή προς τον …, ποσού 4.900,00€. Από τον λογαριασμό με αριθμό … που τηρεί η πρώτη ενάγουσα στην … προέβη στις ακόλουθες πληρωμές: στις 20.02.2012, πληρωμή προς τον …, ποσού 4.900,00€, στις 20.02.2012,  πληρωμή προς την … …, ποσού 4.900,00€ και στις 24.12.2012, πληρωμή, μέσω της επιταγής, με ημερομηνία έκδοσης 24.12.2012, σε διαταγήν … …, με οπισθογράφηση σε … (…) …, ποσό 13.000,00€. Από τον λογαριασμό με αριθμό … που τηρεί η τρίτη ενάγουσα στην Τράπεζα …. ο τρίτος εναγόμενος προέβη στις ακόλουθες πληρωμές: στις 23.09.2011, με τραπεζική επιταγή με δικαιούχο τον …, ποσό 10.000,00€, στις 02.01.2012, πληρωμή προς τον …, ποσού 4.900,00€, στις 19.06.2012 πληρωμή προς την … …, ποσού 4.900,00€, στις 03.10.2012, πληρωμή προς την εταιρεία «…», ποσού  3.700,00€, στις 15.01.2013, πληρωμή προς την … …, ποσού 5.500,00€ και στις 15.01.2013 πληρωμή προς τον …, ποσού  5.500,00€. Από τον λογαριασμό με αριθμό … που τηρεί η τέταρτη ενάγουσα στην Τράπεζα …. προέβη στις ακόλουθες πληρωμές: στις 20.09.2011, πληρωμή προς τον …, ποσού 4.900,00€, στις 20.09.2011, πληρωμή προς την … …, ποσού 4.900,00€, στις 20.12.2011, πληρωμή προς την … …, ποσού 4.900,00€ και στις 20.12.2011, πληρωμή προς τον …, ποσού  4.900,00€. Με τις ανωτέρω πληρωμές, οι οποίες δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα συνήθους διαχείρισης του τρίτου εναγομένου αφού αφορούσαν, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, όχι εταιρικές, αλλά προσωπικές τους δαπάνες και έγιναν χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ. και εν αγνοία των λοιπών μετόχων-Δ/ντών της εταιρείας, ο τρίτος εναγόμενος ιδιοποιήθηκε συνολικά το ποσό των 32.600,00€ από τα ταμειακά διαθέσιμα της πρώτης ενάγουσας, το ποσό των 34.500,00€ από τα ταμειακά διαθέσιμα της τρίτης ενάγουσας και το συνολικό ποσό των 19.600,00€ από τα ταμειακά διαθέσιμα της τέταρτης ενάγουσας προκαλώντας στις εταιρείες αντίστοιχη περιουσιακή ζημία, απορριπτομένου του ισχυρισμού περί καταλογισμού του ποσού αυτού στο μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος, για τους λόγους που ανωτέρω εκτέθηκαν. Σημειωτέον δε ότι ο … είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας με την επωνυμία «…», στην οποία αναπληρωτής πρόεδρος είναι η … …, ενώ η … είχε κατά το παρελθόν διατελέσει Αντιπρόεδρος του ΔΣ της ως άνω εταιρείας, προσέτι δε, ο … μετέχει μαζί με τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγομένων στο Δ.Σ. της εταιρείας «….» και με τη δεύτερη στην εταιρεία «….», οι οποίες συστάθηκαν κατά το δίκαιο του Παναμά στις 22.06.2011 και εμφανίζουν μάλιστα στην ιστοσελίδα που διατηρούν στο διαδίκτυο στοιχεία επικοινωνίας ίδια με αυτά της εταιρείας «…». Εκ των ανωτέρω και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και δοθέντος ότι οι εναγόμενοι δεν αιτιολογούν τις ως άνω πληρωμές προς τους … και …, αποδεικνύεται εμμέσως ότι ο τρίτος εναγόμενος, με τις ως άνω καταβολές χρηματοδοτούσε, με χρήματα των εναγουσών εταιρειών, τις ως άνω εταιρείες, στο διοικητικό συμβούλιο των οποίων συμμετείχαν οι συνεναγόμενοί του. Περαιτέρω, από τα προσκομιζόμενα από τις ενάγουσες αποσπάσματα κίνησης των κάτωθι τραπεζικών λογαριασμών της πρώτης και τρίτης των εναγουσών, αποδεικνύεται ότι ο τρίτος εναγόμενος προέβη σε χρηματικές καταβολές προς την εταιρεία κατασκευής υφασμάτων στην Κίνα με την επωνυμία «…» και ειδικότερα προκύπτουν: α) από τον τηρούμενο από την τρίτη ενάγουσα λογαριασμό στην τράπεζα …. με αριθμό …, στις 07.08.2012  πληρωμή ποσού 12.000,00€, β) από τον τηρούμενο από την πρώτη ενάγουσα λογαριασμό στην τράπεζα …. με αριθμό …, στις 30.11.2012, πληρωμή  ποσού 6.500,00€, γ) από τον τηρούμενο από την πρώτη ενάγουσα λογαριασμό στην … της Ελλάδος με αριθμό …, στις 26.09.2013, πληρωμή ποσού 3.600,00€. Επιπλέον, με εντολή του τρίτου εναγομένου πραγματοποιήθηκε καταβολή, στις 28.01.2020, ποσού 1.090,00€, προς εταιρεία ιατρικών μηχανημάτων και συσκευών στην Κίνα με την επωνυμία «…» για την αγορά πέντε συσκευών οξυμέτρου παλμού δακτύλου, ενός φορητού οξυμέτρου και μίας συσκευής ηλεκτροκαρδιογραφήματος, προς εξόφληση οφειλής δικής του ή τρίτου προσώπου. Όσον αφορά δε την καταβολή, στις 10.11.2010, ποσού 10.600,00€ στον …, με την αιτιολογία «…», από τον τραπεζικό λογαριασμό της τρίτης ενάγουσας στην Τράπεζα …., οι ενάγουσες δεν αποδεικνύουν ότι αυτή έγινε με εντολή του τρίτου εναγομένου, ο οποίος αρνείται ότι πραγματοποίησε την εν λόγω συναλλαγή. Προσέτι δε, αποδείχθηκε ότι με εντολή του τρίτου εναγομένου, έγιναν οι εξής καταβολές: α) από τον λογαριασμό με αριθμό … στην Τράπεζα … της τρίτης ενάγουσας,    καταβλήθηκε στην εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, στις 18.11.2011 το ποσό των 1.502,81€ και στις 19.06.2021 το ποσό των 5.116,00€ ήτοι συνολικά το ποσό των 6.618,81€ και β) από τον λογαριασμό με αριθμό … στην ίδια ως άνω Τράπεζα της τέταρτης ενάγουσας, την 01.12.2012, καταβλήθηκε το ποσό των 60.000,00€ στην επίσης εδρεύουσα στη … εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία, όπως συνομολογείται από τους εναγόμενους, τυγχάνει συμφερόντων της δεύτερης εξ αυτών και γ) από τον λογαριασμό με αριθμό με στοιχεία … στην ίδια ως άνω Τράπεζα της δεύτερης ενάγουσας, καταβλήθηκε στις 04.09.2014 το ποσό των 100.000,00€ σε λογαριασμό της τράπεζας … με δικαιούχο τον … και αιτιολογία την προμήθεια νέων ανταλλακτικών (supply of new spare parts), αν και το ως άνω πρόσωπο δεν τυγχάνει προμηθευτής των εναγουσών εταιρειών, γεγονός που δεν αρνούνται ειδικώς οι εναγόμενοι. Οι εναγόμενοι δεν αιτιολογούν τις ως άνω καταβολές συνομολογώντας εμμέσως ότι αυτές δεν αφορούσαν στη δραστηριότητα των εναγουσών εταιρειών, πραγματοποιήθηκαν δε εν αγνοία των λοιπών μετόχων-Δ/ντών του διοικητικού τους συμβουλίου από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος ιδιοποιήθηκε τα ως άνω χρηματικά ποσά για την εξόφληση οφειλών του ίδιου ή άλλων προσώπων, άλλως προς χρηματοδότηση των ως άνω εταιρειών προκαλώντας ισόποση περιουσιακή ζημία στις ενάγουσες δικαιούχους των τραπεζικών λογαριασμών. Περαιτέρω, από τον υπ’ αριθμόν … λογαριασμό της τέταρτης ενάγουσας στην τράπεζα …., καταβλήθηκε, με εντολή του τρίτου εναγομένου, στην εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία  εκμεταλλεύεται το ταξιδιωτικό γραφείο με την ονομασία «…», στις 18.08.2010 το ποσό των 11.052,00€ και στις 27.09.2010 το ποσό των 11.900,00€, εκ των οποίων το ποσό των 3.672,00€ καταβλήθηκε αδικαιολόγητα, για προσωπικά ταξίδια του πρώτου και δεύτερης των εναγομένων και τρίτων προσώπων και συγκεκριμένα για την αγορά των ακόλουθων αεροπορικών εισιτηρίων: 24.08.2010-11.09.2010 Αθήνα – Αβάνα – Αθήνα (Ελένη – Λυδία Σταμέλλου), ποσού 1.450,00€, 14-15.08.2010 Αθήνα – Θεσσαλονίκη – Αθήνα (… …, …, …, …) ποσού 1.520,00€ και 06-08.08.2010 Αθήνα – Ηράκλειο – Αθήνα (…, …) ποσού 702,00€, απορριπτομένου του ισχυρισμού των εναγομένων ότι το άνω ποσό αφαιρέθηκε από το δικαιούμενο από τον τρίτο εξ αυτών μέρισμα για τους προαναφερόμενους λόγους. Από τον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της τέταρτης ενάγουσας στην Τράπεζα …, καταβλήθηκε, στις 27.07.2011, ποσό 17.142,86€ [ισάξιο προς 15.000,00 λίρες Αγγλίας] και στις 03.08.2011 ποσό 17.364,16€ [ισάξιο προς 15.020,00 λίρες Αγγλίας] στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Λονδίνο, για λογαριασμό του …, οι πληρωμές δε αυτές, συνολικού ποσού 34.507,02€, δεν αιτιολογούνται από τους εναγόμενους και πραγματοποιήθηκαν αδικαιολόγητα από τον τρίτο εναγόμενο, εν αγνοία των λοιπών μετόχων, προς εξόφληση οφειλής δικής του ή τρίτου, προς το ως άνω φυσικό πρόσωπο προκαλώντας ισόποση περιουσιακή ζημία στην τέταρτη ενάγουσα. Όσον αφορά δε το κονδύλιο αποζημίωσης της πρώτης ενάγουσας λόγω των ταξιδίων που τιμολογούνταν κατ’ εντολή του τρίτου εναγομένου στο όνομά της από το ταξιδιωτικό πρακτορείο που εκμεταλλεύεται η ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία …. και τον διακριτικό τίτλο «…», αποδείχθηκε ότι μέρος αυτών πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου των εναγουσών, προς εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού αυτών και εντάσσονταν στο πλαίσιο της διαχειριστικής εξουσίας του τρίτου εναγομένου μη απαιτουμένης προηγούμενης απόφασης του δ.σ. των εταιρειών. Τα ταξίδια αυτά πραγματοποιούνταν ειδικότερα για τις αναλυτικά αναφερόμενες στις προτάσεις των εναγομένων αιτίες, τις οποίες δεν αρνούνται ειδικώς οι ενάγουσες και αφορούν κυρίως σε δημόσιες σχέσεις, διοργάνωση εκδηλώσεων με χορηγία της πρώτης ενάγουσας, επαφές για εξεύρεση χρηματοδότησης των εταιρειών του ομίλου, καθώς και τη ρύθμιση διαφόρων επιχειρηματικών ζητημάτων σε σχέση με το πλοίο «…» που ήταν ναυλωμένο στην Κούβα. Εξάλλου, με τον ίδιον τρόπο τιμολογούνταν και καταβάλλονταν το κόστος των ταξιδίων που πραγματοποιούσαν οι … και … στο πλαίσιο των εταιρικών υποχρεώσεων. Πέραν, ωστόσο, των ως άνω εταιρικών ταξιδίων ο τρίτος εναγόμενος έδινε εντολή τιμολόγησης στο όνομα της πρώτης ενάγουσας και πλήρωνε με χρήματα αυτής αεροπορικά εισιτήρια και έξοδα διαμονής για προσωπικά ταξίδια του ιδίου και μελών της οικογενείας του, όπως συνομολογείται στις προτάσεις των εναγομένων και συγκεκριμένα, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα τιμολόγια του ως άνω ταξιδιωτικού πρακτορείου, πληρώθηκαν, στους κάτωθι χρόνους, τα ακόλουθα αεροπορικά εισιτήρια: στις 30.03.2011, στο όνομα …, Αθήνα – Κέρκυρα, ποσού 130,00€, στις 30.03.2011 στο όνομα … και …, Αθήνα -Χανιά- Αθήνα, ποσού 700,00€, στις 21.04.2011 στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 375,00€, στις 28.04.2011, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 390,00€, στις 29.04.2011, στο όνομα …, Αθήνα-Σκιάθος-Αθήνα, ποσού 170,00€, στις 20.05.2011, στο όνομα … και …, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 230,00€, στις 25.05.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 250,00€, στις 21.06.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Σαντορίνη-Αθήνα, ποσού 640,00€, στις 12.07.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.300,00€, στις 12.07.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.300,00€, στις 12.07.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 590,00€, στις 29.07.2011, στο όνομα …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 300,00€, στις 22.08.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα, ποσού 7.400,00€, στις 09.09.2011, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 410,00€, στις 09.09.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Σαντορίνη-Αθήνα, ποσού 650,00€, στις 12.10.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.300,00€, στις 30.11.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 700,00€, στις 30.11.2011, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 320,00€, στις 30.11.2011, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 640,00€, στις 08.12.2011, στο όνομα …, … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 1.260,00€, στις 09.01.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.990,00€, στις 12.01.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα, ποσού 6.600,00€, στις 07.02.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 420,00€, στις 12.06.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 840,00€, στις 26.06.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 442,00€, στις 09.07.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Σαντορίνη-Αθήνα, ποσού 740,00€, στις 09.07.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.400,00€, στις 31.07.2012, στο όνομα …, …, … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 920,00€, στις 31.07.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 840,00€, στις 13.08.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 420,00€, στις 14.08.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Κωνσταντινούπολη-Αθήνα, ποσού 2.200,00€, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 680,00€, στις 14.08.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 860,00€, στις 12.09.2012, στο όνομα …, …, … και …, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.400,00€, στις 12.09.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 620,00€, στις 21.09.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Ντύσελντορφ-Αθήνα, ποσού 565,00€, στις 28.09.2012, στο όνομα στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 600,00€, στις 10.10.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 95,00€, στις 16.10.2012, στο όνομα …, Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 190,00€, στις 13.11.2012, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 510,00€, στις 19.11.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 33,00€, στις 19.11.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 33,00€, στις 10.12.2012, στο όνομα … Δημητρίου, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 180,00€, στις 28.12.2012, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 340,00€, στις 31.01.2013, στο όνομα …, …, Αθήνα-Νέα Υόρκη-Αθήνα, ποσού 7.200,00€, στις 13.02.2013, στο όνομα …, …, … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 1.720,00€, στις 08.03.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 540,00€, στις 10.04.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Βενετία-Αθήνα, ποσού 1.800,00€, στις 27.06.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 630,00€, στις 27.06.203, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 298,00€, στις 30.06.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 397,00€, στις 30.06.2013, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 297,00€, στις 30.06.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Μόναχο-Αθήνα, ποσού 1.650,00€, στις 08.07.2013, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 230,00€, στις 08.07.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 690,00€, στις 17.07.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 700,00€, στις 31.07.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 840,00€, στις 07.08.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 280,00€, στις 12.08.2013, στο όνομα … και …, Χανιά-Αθήνα, ποσού 180,00€, στις 26.08.2013, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 270,00€, στις 26.08.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 680,00€, στις 29.08.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 340,00€, στις 31.08.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 640,00€, στις 12.09.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 200,00€, στις 12.09.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 250,00€, στις 24.10.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 680,00€, στις 12.11.2013, στο όνομα …, … και …, Αθήνα-Ρώμη-Αθήνα, ποσού 1.050,00€, στις 09.12.2013 στο όνομα …, Θεσσαλονίκη-Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 210,00€, στις 13.12.2013, στο όνομα …, Ηράκλειο-Αθήνα, ποσού 125,00€, στις 13.12.2013, στο όνομα …, Αθήνα-Μόναχο-Αθήνα, ποσού 440,00€, στις 18.02.2013, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 700,00€, στις 24.02.2014 στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 720,00€, στις 28.02.2014 στο όνομα … Αθανάσιου, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα,ποσού 220,00€, στις 28.02.2014, στο όνομα …, … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 750,00€, στις 28.02.2014, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 260,00€, στις 22.04.2014, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 398,00€, στις 22.05.2014, στο όνομα …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 310,00€, στις 22.05.2014, στο όνομα …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 310,00€, στις 22.05.2014, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 235,00€, στις 26.08.2014, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 680,00€, στις 08.10.2014, στο όνομα … και …, Αθήνα-Παρίσι-Αθήνα, ποσού 1.280,00€, στις 30.04.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Ζάκυνθος-Αθήνα, ποσού 210,00€, στις 30.04.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ποσού 410,00€, στις 30.04.2015, στο όνομα … και …, Αθήνα-Φλωρεντία-Αθήνα, ποσού 2.300,00€, στις 15.05.2015, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 210,00€, στις 15.05.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 245,00€, στις 18.05.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 185,00€, στις 18.06.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Φλωρεντία-Αθήνα, ποσού 3.260,00€, στις 09.07.2015, στο όνομα … και …, Αθήνα-Φλωρεντία-Αθήνα, ποσού 3.260,00€, στις 30.07.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Ζυρίχη-Οπόρτο-Μιλάνο-Αθήνα, ποσού 498,00€, στις 30.07.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Ζυρίχη-Οπόρτο-Μιλάνο-Αθήνα, ποσού 599,00€, στις 30.07.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 250,00€, στις 30.07.2015, στο όνομα …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 320,00€, στις 13.08.2015, στο όνομα … και …, Αθήνα-Χανιά-Αθήνα, ποσού 200,00€, στις 09.09.2015, στο όνομα … και …, Αθήνα-Μύκονος-Αθήνα, ποσού 700,00€, στις 17.11.2015, στο όνομα … και …, Αθήνα-Οπόρτο-Αθήνα, ποσού 550,00€, στις 27.11.2015 στο όνομα … και …, Αθήνα-Βιέννη-Αθήνα, ποσού 1.940,00€, στις 30.11.2015, στο όνομα … και …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 198,00€ και στις 28.12.2015, στο όνομα …ς …, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, ποσού 35,00€. Επίσης, με χρήματα της πρώτης ενάγουσας καταβλήθηκαν τα ακόλουθα έξοδα διαμονής, τα οποία είχαν τιμολογηθεί στο όνομα της πρώτης ενάγουσας, όπως αποδεικνύεται από τα αντίστοιχα προσκομιζόμενα τιμολόγια του ως άνω ταξιδιωτικού πρακτορείου: στις 09.01.2012, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Ρώμη, ποσού 640,00€, στις 24.01.2012, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Νέα Υόρκη, ποσού 1.302,00€, στις 10.07.2012 στο όνομα …, ξενοδοχείο Ρώμη, ποσού 350,00€, στις 10.08.2012, στο όνομα …, ξενοδοχείο Χανιά, ποσού 752,00€, στις 10.08.2012, στο όνομα …, ξενοδοχείο Θεσσαλονίκη, ποσού 945,00€, στις 13.08.2012, στο όνομα …, ξενοδοχείο Χανιά, ποσού 564,00€, στις 30.09.2012, στο όνομα …, ξενοδοχείο Παρίσι 2 δωμάτια, ποσού 520,00€, στις 06.11.2012, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Παρίσι 2 δωμάτια, ποσού 390,00€, στις 07.02.2013, στο όνομα …, ξενοδοχείο Νέα Υόρκη, ποσού 2.240,00€, στις 11.04.2013, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Βενετία, ποσού 335,00€, στις 30.06.2013, στο όνομα …, ξενοδοχείο Μόναχο, ποσού 460,00€, στις 11.11.2013, στο όνομα …, ξενοδοχείο Ρώμη, ποσού 1.200,00€, στις 14.10.2014, στο όνομα …, ξενοδοχείο Παρίσι, ποσού 640,00€, στις 24.04.2015, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Φλωρεντία, ποσού 552,00€, στις 30.04.2015, στο όνομα …, ενοικίαση αυτοκινήτου Θεσσαλονίκη, ποσού 331,00€, στις 19.06.2015, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Φλωρεντία, ποσού 450,00€, στις 21.07.2015, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Φλωρεντία, ποσού 450,00€, στις 22.07.2015, στο όνομα … και …, ξενοδοχείο Φλωρεντία, ποσού 450,00€, στις 25.11.2015, στο όνομα …, ξενοδοχείο Θεσσαλονίκη, ποσού 495,00€. Επομένως, ο τρίτος εναγόμενος εξοφλώντας τα ως άνω τιμολόγια ιδιοποιήθηκε παρανόμως το συνολικό ποσό των 98.609,00€, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του λόγω της ιδιότητάς του ως Προέδρου και Δ/ντος Συμβούλου της πρώτης ενάγουσας, προκαλώντας σε αυτήν ισόποση περιουσιακή ζημία, απορριπτομένου του οικείου αγωγικού κονδυλίου ως προς τα υπόλοιπα τιμολόγια, τα οποία αφορούν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν προς εκπλήρωση εταιρικών υποχρεώσεων. Ο ισχυρισμός δε των εναγομένων κατά τον οποίον τα ως άνω χρηματικά ποσά που καταβλήθηκαν για προσωπικά τους ταξίδια αφαιρούνταν από το μέρισμα που δικαιούνταν ο τρίτος εναγόμενος πρέπει να απορριφθεί για τους προαναφερόμενους λόγους. Με όλες τις παραπάνω παράνομες και υπαίτιες πράξεις ο τρίτος εναγόμενος ενσωμάτωσε με δόλο στην περιουσία αυτού τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, χωρίς δικαίωμα, χωρίς προηγούμενη απόφαση του δ.σ. των εναγουσών ή έτερη νόμιμη δικαιολογητική αιτία, καταχρώμενος την εμπιστοσύνη των λοιπών μετόχων-μελών της διοίκησης των εναγουσών, διαπράττοντας το ποινικό και αστικό αδίκημα της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας που του είχαν εμπιστευθεί ως διαχειριστή ξένης περιουσίας και ευθυνόμενος σε αποκατάσταση της θετικής περιουσιακής ζημίας που υπέστη έκαστη των εναγουσών.  Αποδείχθηκε ακόμη ότι ο τρίτος εναγόμενος, με εμβάσματα από τον τραπεζικό λογαριασμό με στοιχεία … της δεύτερης ενάγουσας στην εδρεύουσα στο Λονδίνο αγγλική τράπεζα «…» προς τραπεζικό λογαριασμό στην … της εδρεύουσας στην … εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», συνολικού ύψους ευρώ 277.500,00€, προέβη στην αγορά ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου τύπου McLaren για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας (βλ. την από 12.10.2013 συμφωνία για την αγορά ενός περιορισμένης έκδοσης οχήματος και συμφωνία συντήρησης και το υπ’ αριθ. … τιμολόγιο ποσού 211.430,03€). Ειδικότερα, η καταβολή αυτή έγινε με τρεις εντολές πληρωμής εκ μέρους του τρίτου εναγομένου προς την ως άνω τράπεζα …, με αναγραφόμενη στα σχετικά εμβάσματα αιτιολογία «προκαταβολή για ανταλλακτικά» («payment in advance of spares»), που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική αιτία της συναλλαγής, η οποία δεν ήταν σε γνώση των λοιπών μετόχων-Διευθυντών. Συγκεκριμένα δε, καταβλήθηκε την 30.10.2013 ποσό 209.500,00€, που αντιστοιχούσε στο τίμημα της πώλησης, την 13.11.2013 ποσό 42.000,00€ που αντιστοιχούσε στον Φ.Π.Α. και την 22.05.2014 ποσό 26.000,00€ που αφορούσε στις υπηρεσίες που προσέφερε η πωλήτρια εταιρεία για την αγορά του εν λόγω αυτοκινήτου από τη στο Λονδίνο εδρεύουσα κατασκευάστρια εταιρεία «…» και τις λοιπές συμφωνηθείσες υπηρεσίες, όπως αυτές περιγράφονται στο ως άνω συμφωνητικό. Η αγορά δε του ως άνω αγωνιστικού οχήματος δεν εντάσσονταν στα καθήκοντα γενικής διαχείρισης του τρίτου εναγομένου, αλλά ούτε και στον εταιρικό σκοπό της δεύτερης  ενάγουσας, έγινε δε χωρίς προηγούμενη απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου, με την αναγραφή μάλιστα ψευδούς αιτιολογίας στα σχετικά εμβάσματα προς απόκρυψη της πραγματικής αιτίας της συναλλαγής. Με την ως άνω ενέργειά του ο τρίτος εναγόμενος, κατά κατάχρηση της έναντι τρίτων αντιπροσωπευτικής εξουσίας του και παραβαίνοντας τους κανόνες επιμελούς διαχείρισης ζημίωσε υπαιτίως την περιουσία της δεύτερης ενάγουσας εταιρείας, της οποίας ως Πρόεδρος και Δ/νων Σύμβουλος είχε τη διαχείριση, καθώς η εταιρεία αυτή ανήκει μεν στον ίδιο άτυπο όμιλο με την πρώτη ενάγουσα, στο όνομα της οποίας αγοράστηκε το εν λόγω όχημα, πλην όμως αποτελεί αυτοτελή οικονομική μονάδα υφιστάμενη συνεπώς θετική περιουσιακή ζημία ποσού 277.500,00€, σε αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται ο τρίτος εναγόμενος. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι την 11.01.2019 κοινοποιήθηκε στον τρίτο εναγόμενο η πρόχειρη έκθεση που συντάχθηκε στο πλαίσιο του προαναφερόμενου έκτακτου διαχειριστικού ελέγχου από την εταιρεία «….», η οποία, όπως αναγράφεται στο κείμενό της, επρόκειτο να οριστικοποιηθεί μετά την 30η ημέρα από την ημέρα λήψης της από τα μέλη του Δ.Σ. αυτής, με τη σημείωση ότι η τελική έκθεση πιθανό να διαφέρει σε σημαντικά σημεία, ιδίως ως προς το τμήμα που αφορά σε πληρωμές σε τρίτους (ταυτοποιημένες). Η τελική έκθεση, όπως υποστηρίζουν οι εναγόμενοι και δεν αρνούνται οι ενάγουσες, δεν έχει ακόμη καταρτισθεί, ενώ στην πρόχειρη έκθεση καταγράφονται ως διαπιστώσεις: 1. η πραγματοποίηση αναλήψεων μετρητών ύψους 5.915.341,30€, ποσό για το οποίο δεν βρέθηκαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει σαφώς ο τρόπος διάθεσης αυτού, 2. Η πραγματοποίηση πληρωμών σε τρίτους ύψους 17.343.553,87€, για τις οποίες δεν προσκομίστηκαν στοιχεία που να τις δικαιολογούν και 3. Η πραγματοποίηση πληρωμών ύψους 423.178,14€, για τις οποίες δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο για την ταυτότητα του λήπτη, ούτε και για την αιτία της πληρωμής. Ως συμπέρασμα δε, με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις, διατυπώνεται στην εν λόγω έκθεση, ότι παρίσταται αναγκαία η προσκόμιση περαιτέρω στοιχείων και η διερεύνηση αυτών, προκειμένου να υπάρξουν ασφαλή συμπεράσματα που να αφορούν στον τρόπο διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων που υπήρχαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της πρώτης ενάγουσας κα στο ταμείο των μετρητών της κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, στην ως άνω έκθεση γίνεται καταγραφή των εισπράξεων και πληρωμών για το ερευνώμενο διάστημα, ενώ σημειώνεται ότι δεν τέθηκε στη διάθεση της ελέγχουσας εταιρείας το μηχανογραφικό αρχείο της ελεγχόμενης εταιρείας για τη χρονική περίοδο από 01.01.2010 έως 31.12.2013, ούτε και αντίγραφα καταστάσεων των αναφερόμενων σε αυτήν τραπεζικών λογαριασμών. Συναφώς πρέπει στο σημείο αυτό να απορριφθεί το αίτημα των εναγομένων περί διεξαγωγής λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, ως αλυσιτελώς υποβληθέν, ελλείψει του φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου του λογιστηρίου των εναγουσών εταιρειών για το επίδικο διάστημα. Κατ΄ ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο τρίτος εναγόμενος, υπό την ιδιότητά του ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος των εναγουσών εταιρειών και καταχρώμενος της εκ της θέσης του αυτής εξουσίας γενικής διοίκησης των θεμάτων της εταιρίας και δέσμευσης αυτής έναντι τρίτων, προέβη, χωρίς προηγούμενη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, στις παραπάνω ενέργειες που δεν εντάσσονταν στα συνυφασμένα με τη θέση του καθήκοντα, ήτοι δεν αποτελούσαν πράξεις συνήθους διαχείρισης των υποθέσεων των εταιρειών και ως εκ τούτου απαιτούνταν προηγούμενη απόφαση της πλειοψηφίας των μελών του δ.σ., ακόμη δε περισσότερο οι ενέργειες αυτές βρίσκονταν εκτός του πλαισίου που καθορίζει ο καταστατικός σκοπός εκάστης των εναγουσών προκαλώντας παρανόμως και υπαιτίως, κατά τα ανωτέρω, στην πρώτη ενάγουσα ζημία συνολικού ύψους 162.049,00€, στη δεύτερη ενάγουσα ζημία ύψους 377.500,00€, στην τρίτη ενάγουσα ζημία συνολικού ύψους 100.718,81€ και στην τέταρτη ενάγουσα ζημία συνολικού ύψους 117.779,02€. Επίσης, ο πρώτος εναγόμενος, με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου του γραφείου της πρώτης ενάγουσας στην Ελλάδα προέβη με χρήματα αυτής στις ως άνω αγοραπωλησίες οχημάτων, που εξέφευγαν του εταιρικού σκοπού της, ιδιοποιούμενος παρανόμως και υπαιτίως το συνολικό ποσό των 202.948,00€, το οποίο αποτελεί θετική περιουσιακή ζημία της πρώτης ενάγουσας, σε αποκατάσταση της οποίας ευθύνεται ο ίδιος. Σημειωτέον δε ότι όσον αφορά ειδικότερα τις προαναφερόμενες αγορές και μεταπωλήσεις οχημάτων οι πρώτος και τρίτος των εναγομένων έχουν παραπεμφθεί αμετάκλητα με το υπ’ αριθ. 307/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά, προκειμένου να δικαστούν για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας συνολικά το ποσό των 120.000,00€, που περιήλθε στην κατοχή τους με οποιονδήποτε τρόπο και τους είχαν εμπιστευθεί λόγω της ιδιότητάς τους ως διαχειριστών ξένης περιουσίας, τελεσθείσας κατά συναυτουργία και κατ΄ εξακολούθηση, ενώ κατά το μέρος που το ως άνω βούλευμα διατάσσει την παραπομπή ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου της δεύτερης εναγομένης έχει ασκηθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά η με αριθμό 7/2020 έφεση, η οποία έχει εισαχθεί, με την υπ’ αριθ. 114/2020 εισαγγελική πρόταση, και εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Όσον αφορά δε τις λοιπές επίδικες παράνομες πράξεις των εναγομένων, η ποινική δίωξη που ασκήθηκε γι αυτές βρίσκεται στο στάδιο της κύριας ανάκρισης. Το αίτημα των εναγομένων περί αναβολής της προκείμενης υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας επί των μηνύσεων που έχουν ασκήσει εναντίον τους οι ενάγουσες πρέπει να απορριφθεί, καθότι το Δικαστήριο, από τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά μέσα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα έγγραφα της συναφούς ποινικής διαδικασίας, τα οποία συνεκτιμήθηκαν, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σε σχέση με την επίδικη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, σε κάθε δε περίπτωση η ποινική απόφαση δεν αναπτύσσει δέσμευση δεδικασμένου αναφορικά με τις αποδεικτικές κρίσεις που περιέχει. Μετά ταύτα πρέπει η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του πρώτου και του τρίτου των εναγομένων, να γίνει δεκτή, εν μέρει, ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των διακοσίων δύο χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ (202.948,00€) και ο τρίτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων σαράντα εννέα ευρώ (162.049,00€), στη δεύτερη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (377.500,00€), στην τρίτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (100.718,81€) και στην τέταρτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δύο λεπτών (117.779,02€), όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Σημειωτέον δε ότι ακόμα και αν δεν διατυπώνεται στην αγωγή επικουρικό αίτημα για διαιρετή ενοχή των εναγομένων, τούτο θεωρείται, ως έλασσον, ότι εμπεριέχεται στο μείζον υποβληθέν αίτημα για την εις ολόκληρον καταδίκη τους. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ούτε ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεσή της μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στις ενάγουσες και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί το σχετικό αίτημα των τελευταίων, ομοίως απορριπτέο τυγχάνει και το παρεπόμενο αίτημα για την προσωπική κράτηση των εναγομένων, διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι η απαγγελία προσωπικής κράτησης δεν είναι επιβεβλημένη για να συμμορφωθούν οι εναγόμενοι προς τις επιταγές της απόφασης. Τέλος, μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του πρώτου και τρίτου των εναγομένων, κατά τον λόγο της νίκης και ήττας των διαδίκων (178§1, 191§2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά της δεύτερης εναγομένης.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος των εναγουσών τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν είκοσι πέντε ευρώ (8.125,00€).

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή κατά του πρώτου και τρίτου των εναγομένων.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των διακοσίων δύο χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ (202.948,00€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση και τον τρίτο εναγόμενο να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα δύο χιλιάδων σαράντα εννέα ευρώ (162.049,00€), στη δεύτερη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των τριακοσίων εβδομήντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (377.500,00€), στην τρίτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων επτακοσίων δεκαοκτώ ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (100.718,81€) και στην τέταρτη ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν δεκαεπτά χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και δύο λεπτών (117.779,02€), νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΕΙ μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγουσών ποσού τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα ευρώ (4.570,00€) σε βάρος του πρώτου εναγομένου και ποσού έντεκα χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα ευρώ (11.370,00€) σε βάρος του τρίτου εναγομένου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στις      …………………………       2021 και δημοσιεύθηκε στις      ……………………2021,   σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ