Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

1820 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 ——————————

        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Ευδοκία Καραμουζάρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 20-05-2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …, κατοίκου …, …, ατομικά και υπό την ιδιότητα της ως έχουσα τη γονική μέριμνα και την επιμέλεια των τριών ανήλικων τέκνων της …, … και …, κατοίκων ομοίως ως άνω, 2) … του …, κατοίκου …, …, 3) … του …, κατοίκου …, …, 4) …i του …, κατοίκου …, …, 5) … του …, κατοίκου …, …, , 6) … του …, κατοίκου …, …, 7) … του …, κατοίκου …, 8) … του …, κατοίκου …, … και 9) … του …, κατοίκου …, …, οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Φρειδερίκης – Μυρσίνης Κασσελα με Α.Μ. 034457 του Δ.Σ. Αθηνών.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…», με καταστατική έδρα στη … και νόμιμη εγκατάσταση και πραγματική έδρα στην …, με ΑΦΜ … και 2) Εταιρίας με την επωνυμία «…», με έδρα στην … της … (….) και 3) …, κατοίκου …, οι οποίοι δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Ανδρέα Κωνσταντίνου Τζήμα με Α.Μ. 002230 του Δ.Σ. Πειραιώς.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 16-3-2020 και με αριθμό κατάθεσης 2969/1440/2020 αγωγή τους, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 28ης/9/2020 οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων εξαιτίας του ιού COVID-19. Mε πράξη του Προέδρου της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς ορίσθηκε νέα δικάσιμος κατά προτεραιότητα για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, χωρίς όμως να απαιτείται να επιδοθεί κλήση για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που έγινε από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 74 παρ.2 του ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους προς αντιμετώπιση του ιού COVID-19 κατά το διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ  ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Ι.  Κατά το άρθρο 25 του ΑΚ, οι ενοχές από τη σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και αν δεν ορίστηκε τέτοιο εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (ΑΠ 424/1995 ΕΝαυτΔ 1996, 124). Η παρεχόμενη στα μέρη εξουσία από το άρθρο 25 του ΑΚ να ορίζουν το δίκαιο που θα ρυθμίζει τις ενοχές από σύμβαση, πρέπει να ερμηνεύεται υπό τον Κανονισμό 593/2008 της 17ης Ιουνίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), με τον οποίο ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και ο οποίος εφαρμόζεται για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (άρθρο 28 του Κανονισμού, η Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 1729/1988 και απετέλεσε από 1-4-1991 εσωτερικό δίκαιο της Ελλάδας, δεν εφαρμόζεται μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω Κανονισμού). Με τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας, ότι στις συμβατικές ενοχές εφαρμόζεται, κατ’ αρχήν, το δίκαιο που επέλεξαν ελεύθερα τα μέρη. Η επιλογή πρέπει να γίνεται ρητώς ή να συνάγεται σαφώς από τις διατάξεις της σύμβασης ή τα δεδομένα της υπόθεσης. Με την επιλογή τους τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο στο σύνολο ή σε μέρος μόνο της σύμβασης. Μόνο σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 3, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του Κανονισμού. Το δίκαιο αυτό μπορεί να είναι οποιοδήποτε, ακόμα και δίκαιο που δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση τους, κατά δε το άρθρο 2 αυτής, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα της σύμβασης, «το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους», δηλαδή το δίκαιο που υποδεικνύει ο Κανονισμός εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο κράτους που δεν έχει συμβληθεί, ή χώρας η οποία δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα χωρίς καμία προϋπόθεση αμοιβαιότητας. Η αυτονομία αυτή των συμβαλλομένων, όπως καθιερώνεται από τον Κανονισμό, υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι περιλαμβάνονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 3, 9 παρ. 2, 6 παρ. 2 και 8 παρ. 1 αυτού, από τις οποίες οι δύο πρώτες αφορούν γενικά τους κανόνες δημόσιας τάξης του δικαίου που παρουσιάζει το στενότερο σύνδεσμο προς τη σύμβαση και του δικαίου του forum, ενώ οι δύο τελευταίες αφορούν ειδικούς κανόνες δικαίου δημόσιας τάξης ή κανόνες αναγκαστικού δικαίου που σχετίζονται με τις συμβάσεις των καταναλωτών και τις συμβάσεις εργασίας. Όλες οι παραπάνω διατάξεις περικλείουν κανόνες αναγκαστικού δικαίου που περιορίζουν, υπό προϋποθέσεις, την αρχή της αυτονομίας των συμβαλλομένων, όταν το δίκαιο που έχει επιλεγεί από τα συμβαλλόμενα μέρη έρχεται σε αντίθεση μαζί τους. Ειδικότερα, με το άρθρο 8 αυτής, που ρυθμίζει ειδικά τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ορίζεται ότι «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3, 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας». Με την παραγρ. 2 δε του άρθρου 9 ορίζεται συναφώς με τα παραπάνω, ότι «οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν έγκυρα δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση εργασίας ναυτολόγησης, επιτρέπεται η εφαρμογή αυτού εφόσον αυτό εξασφαλίζει στον εργαζόμενο (ναυτικό) τουλάχιστον ίση προστασία και το ανέχονται οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus congens) ενός (διαζευκτικά) από τα ακόλουθα δίκαια, που τείνουν στην προστασία αυτού και την οποία αυτός δεν μπορεί να στερηθεί α) το δίκαιο της χώρας όπου ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης (κατά πρώτο λόγο). Στη ναυτική εργασία τόπος (όχι απλώς συνήθους αλλά) μόνιμης παροχής εργασίας είναι το πλοίο στο οποίο εργάζεται ο ναυτικός και κατά την κρατούσα διεθνώς άποψη, εφαρμόζεται σχετικά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου «ως ο πιο σεβαστός και παγκόσμιος κανόνας του ναυτικού δικαίου», εκτός αν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο, β) το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση που προσέλαβε τον εργαζόμενο (ναυτικό), αν αυτός δεν παρέχει την εργασία του σε μία μόνο χώρα, γ) το δίκαιο (άλλης) χώρας εκτός από το δίκαιο της χώρας που συμφωνήθηκε, εφόσον από το σύνολο των περιστάσεων συνάγεται ότι η σύμβαση εργασίας (ναυτολόγησης) συνδέεται στενότερα με την άλλη χώρα (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001, 283, ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001, 286, ΑΠ 1197/1999, ΕΝαυτΔ 1999, 355, ΑΠ 515/1998, ΕΝΔ 1998, 375, ΑΠ 654/1997, ΕΝαυτΔ 1997, 372) και δ) το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή (forum) κατ’ άρθρο 9 παρ. 2 του εν λόγω Κανονισμού. Εν προκειμένω, πρόκειται για τους λεγόμενους «κανόνες αμέσου εφαρμογής» του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την περίπτωση ανεξάρτητα από το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο. Ποιοι είναι οι κανόνες αναγκαστικού δικαίου ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού αυτού, δηλαδή εκείνοι από τους οποίους δεν είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν οι συμβαλλόμενοι με ιδιωτική συμφωνία. Τέτοιοι κανόνες αναγκαστικού δικαίου είναι εκείνοι που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει για λόγους κοινωνικο-οικονομικούς (ΑΠ 561/2001, ΕΝαυτΔ 2001, ΑΠ 541/2001, ΕΝαυτΔ 2001, ΑΠ 1197/1999, ΕΝαυτΔ 1999, ΑΠ 515/1998, ΕΝΔ 1998, 375, ΑΠ 654/1997, ΕΝαυτΔ 1997, 372). Όσον αφορά το ελληνικό δίκαιο στους «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στο ναυτικό ή σε περίπτωση θανάτου του στους συγγενείς του λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής (ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, ΕφΠειρ 299/1998 ΕΝαυτΔ 1998.391). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ, 1,2,3 επ. του ως άνω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, 914 του ΑΚ, 1, 16 του ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση, ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ ή (μετά την 17-12-2009) από τις διατάξεις του παραπάνω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (ΑΠ 1078/1998, ΕΝαυτΔ 1999.996, ΑΠ 6/1998, ΕΝαυτΔ 1999.1181, ΑΠ 1023/1996, ΕΝαυτΔ 1997.193, ΑΠ 1486/1995.ΕΝαυτΔ 1996, 222). Έπεται ότι αν η σύμβαση ναυτικής εργασίας διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως τόσο η υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, όσο και οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις και δη ποία τα δικαιούμενα αποζημιώσεως και ποία τα ενεχόμενα σε καταβολή αυτής πρόσωπα, ως και η έκταση αυτής (ΑΠ 356/2002 ΕΝαυτΔ 2002.97, ΕφΠειρ 249/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009.215). Αυτά δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995 που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού, όπως εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009.215, ΕφΠειρ 752/2007 ΕΝαυτΔ 2007.312, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ» εκδ. Ε` σελ. 298 επ., Χ. Τσούκα ΧρΙΔ 2011 393). Σημειωτέον ότι σε περίπτωση μη επιλογής από τους συμβαλλομένους του δικαίου που θα διέπει τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, λόγω της κατά τα προεκτεθέντα οικουμενικότητας του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, χωρίς να υφίσταται η προϋπόθεση αμοιβαιότητας δικαίου και για τους Έλληνες πολίτες από το κράτος του παθόντος σε εργατικό ατύχημα αλλοδαπού εργαζόμενου, κατά τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, αλλά και ως νεότερου νόμου, οι διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού υπερισχύουν των απηρχαιωμένων περί αμοιβαιότητας διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 2 και 3 του ν. 551/1915 και 1 της από 5-6-1925 Διεθνούς Συμβάσεως «περί εξομοιώσεως των αλλοδαπών και ιθαγενών εργατών εν τη αποζημιώσει των ατυχημάτων της εργασίας», που κυρώθηκε με το ν.δ. της 30/31-10-1935. Συνεπώς οι ως άνω διατάξεις του ν. 551/1915 και του ν.δ. 30/31-10-1935 περί αμοιβαιότητας ως ερχόμενες σε σαφή αντίθεση με τις ως άνω διατάξεις του κατά πολύ νεότερου Κανονισμού (593/2008) θα πρέπει να θεωρούνται για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους καταργημένες. Η άποψη αυτή συνάδει με το σύγχρονο πνεύμα του νομοθέτη του ανωτέρω Κανονισμού, ενόψει της υφιστάμενης ανά την οικουμένη τάσης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ενός εκ των πυλώνων στηρίξεως της οποίας είναι και η ναυτιλία και του πνεύματος απάλειψης των κοινωνικών διακρίσεων και συγκεκριμένα των διακρίσεων με κριτήρια εθνικά, φυλετικά, οικονομικά, ταξικά, γλωσσικά, θρησκευτικά κλπ μεταξύ των ιθαγενών και των αλλοδαπών πολιτών των διαφόρων κρατών. Στην αντίθετη με την παρούσα περί αμοιβαιότητας άποψη θα οδηγούμαστε στη νομικώς απαράδεκτη για το νομικό μας πολιτισμό λύση, ενέχουσα μάλιστα και στοιχεία εμπαιγμού για τον αλλοδαπό εργαζόμενο, να επιλέγεται από τα Ελληνικά δικαστήρια, επί εργατικού ατυχήματος, το ελληνικό δίκαιο, βάσει του εν λόγω Κανονισμού, χωρίς (υποχρεωτικά) να λαμβάνεται υπόψη η ενδεχόμενη έλλειψη αμοιβαιότητας και στη συνέχεια εφαρμόζοντας κατά τα ανωτέρω το ελληνικό δίκαιο, δηλαδή τους ν. 551/1915 και ν.δ. 30/31-10-1935, να απορρίπτονται οι απαιτήσεις αυτού (του παθόντος αλλοδαπού εργαζομένου ή των συγγενών του επί θανάτου του) συνεπεία εργατικού ατυχήματος για έλλειψη αμοιβαιότητας. Δηλαδή κατά την άποψη αυτή βάσει του στοιχείου της αμοιβαιότητας για την επιδίκαση σε αλλοδαπό εργαζόμενο αποζημίωσης συνεπεία εργατικού ατυχήματος πρέπει ανεπίτρεπτα να ληφθούν για την ίδια περίπτωση δύο εκ διαμέτρου αντίθετα μέτρα και σταθμά (ΕφΠειρ 229/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010.429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009.208, ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006.195). Έτι περαιτέρω, κατά το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν γίνεται προσδιορισμός της έννοιας του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικώς τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος, ως εκ της φύσεώς του, υφίσταται αναγκαίως τις επιδράσεις εκ των κοινωνικών διαφοροποιήσεων κατά τη διαδρομή του χρόνου. Κατά την αληθή, όμως, έννοια της εν λόγω διατάξεως που απορρέει από το σκοπό της θεσπίσεώς της, στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνονται οι εγγύτεροι και στενώς συνδεόμενοι συγγενείς του θανατωθέντος, που δοκιμάσθηκαν ψυχικά από την απώλειά του και, προς ανακούφιση του ηθικού πόνου αυτών, στοχεύει η διάταξη αυτή, αδιαφόρως αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά (Ολ.ΑΠ 21/2000, ΑΠ 222/2014, 762/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επιδίκαση, πάντως, της από το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ προβλεπόμενης χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ’ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων ή κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (ΑΠ 731/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για την κρίση του θέματος αν κάποιος έχει ή όχι την ιδιότητα μέλους της ίδιας οικογένειας με τον θανατωθέντα (δηλαδή σύζυγος, τέκνο κλπ), όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ., καθίσταται αναγκαία η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17, 22 και 23 ΑΚ (ανάλογα δηλαδή αν πρόκειται για σύζυγο ή τέκνα, βλ. ΑΠ 799/2009, ΑΠ 3/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο όρος «οικογένεια» αποτελεί αόριστη νομική έννοια του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου και, συνεπώς, ο κύκλος των δικαιούμενων προσώπων προσδιορίζεται από το ίδιο το άρθρο 932 ΑΚ, και κατά την ερμηνευόμενη πιο πάνω έννοια του οποίου, μέλη της οικογένειας του παθόντος είναι και η σύζυγος, τα τέκνα, οι γονείς και οι αδελφοί του θανατωθέντος. Συνεπώς, ο κύκλος των δικαιούμενων προσώπων, είναι εν προκειμένω προσδιορισμένος από το ελληνικό δίκαιο. Ποιος, όμως, έχει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη συγγενική ιδιότητα της συζύγου, του τέκνου, του αδελφού ή του γονέα, πράγμα το οποίο συναρτάται πλέον με τη νομιμότητα του γάμου από τον οποίο προέρχεται η επικαλούμενη συγγενική σχέση, επί αλλοδαπού παθόντος, δεν θα καθορισθεί από το ελληνικό δίκαιο, αλλά από το αλλοδαπό, με το οποίο συνδέονται ο θανατωθείς και οι αξιούντες τη χρηματική ικανοποίηση. Συνεπώς, ως προς το σημείο αυτό και μόνο θα πρέπει να γίνει λόγος για την εφαρμογή του αλλοδαπού δικαίου και όχι για το αν δικαιούνται ή όχι η σύζυγος, τα τέκνα, τα αδέλφια και οι γονείς του παθόντος χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΑΠ 581/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ.  Κατά το άρθρο 84 εδαφ. β` του ΚΙΝΔ ορίζεται ότι, ο πλοιοκτήτης ευθύνεται από τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί. Περαιτέρω, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 του ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συνατπόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδαφ.α` και 2 του ν. 762/1978, «επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του ΚΙΝΔ, εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχει μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνατπών μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εκ πλοίου του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν, δι`απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρέουσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περάπωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού… Εάν την ανωτέρω σύμβασιν μετά ναυτικού συνήψεν εν Ελλάδι νομικόν πρόσωπον, ημεδαπόν ή αλλοδαπόν, μετά του εργοδότου, ενέχονται ατομικώς εις ολόκληρον δια τας κατά των προηγουμένων παράγραφον απαιτήσεις του ναυτικού, πάντα τα από του χρόνου της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι του χρόνου της υπό του ναυτικού ασκήσεως των εξ αυτής αξιώσεων του εκπροσωπήσαντα ή εκπροσωπούντα το νομικόν τούτο πρόσωπον φυσικά πρόσωπα». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με τον ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο του εργοδότη ευθύνεται σε ολόκληρο με αυτή για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Αν τη σύμβαση αυτή κατάρτισε στην Ελλάδα ημεδαπό ή αλλοδαπό νομικό ως αντιπρόσωπος, με την προεκτεθείσα έννοια, τότε για τις απαιτήσεις του ναυτικού ευθύνονται εις ολόκληρον με τον εργοδότη και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν ή που εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, από το χρόνο σύναψης της σύμβασης μέχρι το χρόνο της άσκησης από το ναυτικό των αξιώσεων του από την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1090/2010 ΔΕΕ 2010.1343, ΕΠ 457/2011 ΕΝΔ 2012.21, ΕΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕΠ 235/2010 ΕΝΔ, ΕΠ 305/2005 ΕΝΔ 2005,82). Η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης προϋποθέτει κατάρτιση της σύμβασης στην Ελλάδα (ΕΠ 134/2000 ΔΕΕ 2000.1019, ΕΠ 250/1996 ΕΝΔ 1996,344).

ΙΙΙ. Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το βδ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ` άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα δε με τα άρθρα 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β` του ν. 3816/1958 εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε ναυτικό κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, η οποία δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 1424/2015). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ, πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν αυτό έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ασκήσει σχετική αγωγή για την αξίωση αποζημίωσης, κατ` άρθρον 3 του εν λόγω ν. 551/1915. Τέτοιες δε διατάξεις είναι εκείνες που ειδικώς προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1109/2006, ΑΠ 289/2004). Έτσι, σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος ο παθών έχει το δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υπόχρεου προς αποζημίωση είτε την περιορισμένη κατ` αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 του ν. 551/1915 είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928-932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 551/1915, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων ή σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του. Συνεπώς, ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την μία ή την άλλη αξίωση. Οι αξιώσεις δηλαδή αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011, ΑΠ 641/2011). Πταίσμα δε του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί στην παραπάνω περίπτωση και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με τον ν.1586/1985 “Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων”, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες. Ορίζεται δε στο άρθρο 32 του νόμου αυτού, μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Τέλος κατά το άρθρο 16 εδ. ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε κατά τ` ανωτέρω: “Εάν ο υπόχρεως εις αποζημίωσιν αποδείξη ότι το ατύχημα προήλθεν εξ αμελείας του παθόντος, ο δικαστής έχει το δικαίωμα να μειώση, κατά την κρίσιν του, το ποσόν της κατά το άρθρ. 3 οφειλομένης αποζημιώσεως, αλλ` ουχί κατωτέρω του ημίσεος αυτού. Αμέλεια υφίσταται μόνον εάν ο παθών αδικαιολογήτως, κατά την κρίσιν του δικαστού, παρέβη διατάξεις ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων περί των όρων ασφαλείας ή κανονισμού περί αυτών, εκδοθέντων υπό της αρμοδίας δημοσίας αρχής ή εκδοθέντων μεν υπό του κυρίου της επιχειρήσεως, επικυρωθέντων δε υπό της αρχής, εφ` όσον οι κανονισμοί είναι ανηρτημένοι κατά τρόπον ευανάγνωστον εις καταφανή μέρη του τόπου της εργασίας. Η κατά το εδάφιον τούτο μείωσις δεν χωρεί εάν συντρέχη περίπτωσίς τις εκ των εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου οριζομένων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι όταν με αγωγή ζητείται η ειδική αποζημίωση των άρθρων 1 και 3 ν. 551/2015 οι έννομες συνέπειες του εργατικού ατυχήματος δεν επηρεάζονται από μόνο το γεγονός ότι το ατύχημα προήλθε από αμέλεια του παθόντος, που δεν διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της εργασίας και του ατυχήματος. Η τυχόν αμέλεια του παθόντος έχει ως μόνη συνέπεια την κατά την κρίση του δικαστή μείωση της οφειλόμενης αποζημίωσης έως το μισό του ποσού της και αυτό εφόσον η αμέλεια συνίσταται σε παράβαση από τον παθόντα διατάξεων ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που προδιαγράφουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχείρησης και κυρώθηκαν από την αρχή. Άλλη αμέλεια, εκτός από την παραπάνω ειδική, δεν λαμβάνεται υπόψη σε οποιαδήποτε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, λόγω δε της ανωτέρω ειδικής ρύθμισης δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 300 Α.Κ, αφού οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν όρους ασφαλείας των εργαζομένων στην εργασία (Α.Π. 1687/2000).

Οι ενάγοντες εκθέτουν στην υπό κρίση αγωγή τους ότι ο … (…), συνήψε στις 16-11-2017 στον …… με την δεύτερη εναγομένη εταιρία «…», που ενεργούσε ως διαχειρίστρια του υπό σημαία …ς πλοίου με την ονομασία «…» και ως αντιπρόσωπος της έχουσας έδρα στη … της …ς πρώτης εναγομένης-πλοιοκτήτριας εταιρίας, έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας με βάση την οποία ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη στο άνω πλοίο έναντι μισθού ύψους 1.349 ευρώ μηνιαίως. Ότι την 1η-2-2018, και ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι … του Ηνωμένου Βασιλείου, ο … τραυματίσθηκε θανάσιμα από την πτώση της θύρας – καλύμματος του χώρου αποθήκευσης μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκφόρτωσης του φορτίου ξυλείας που μετέφερε το πλοίο. Ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι το θανατηφόρο ατύχημα οφείλεται στην έλλειψη εποπτείας από τον αρμόδιο επικεφαλής με αποτέλεσμα να μην ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία απασφάλισης της θύρας από τους προβλεπόμενους πείρους κατά την ολοκλήρωση πρόσδεσης της στο δακτύλιο του γερανοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος. Ότι με βάση τις ειδικότερα παρατιθέμενες στην αγωγή διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 1568/1985 περί «υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων» και των άρθρων 3, 4, 9 του π.δ. 395/1994, οι εναγόμενοι είναι κατά νόμον υπόχρεοι, λόγω της παραβίασης των ανωτέρω διατάξεων, αλλά και της παράβασης της πηγάζουσας από την κοινή αντίληψη υποχρέωση πρόνοιας και της απαιτούμενης στις συναλλαγές επιμέλεια, εξαιτίας της οποίας επήλθε ο θάνατος του συγγενικού τους προσώπου κατά την διάρκεια της εργασίας του στο ως άνω πλοίο, στην καταβολή πλήρους αποζημίωσης με βάση τις κοινές διατάξεις (914, 928 ΑΚ), άλλως της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ν. 551/1915, καθώς και εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Για τον λόγο αυτό οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εκ των οποίων η δεύτερη ως πλοιοκτήτρια εταιρία, η πρώτη ως αντιπρόσωπος της στην Ελλάδα και ο τρίτος ως νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγομένης, να καταβάλουν εις ολόκληρο: α) εφάπαξ αποζημίωση, άλλως σε δόσεις, στην πρώτη ενάγουσα ατομικά για στερηθείσα διατροφή ύψους 400 ευρώ μηνιαίως και συνολικά 230,400 ευρώ, για δε τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία αδυνατούν να αυτοδιατραφούν, μέχρι τη συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας τους, ήτοι μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών τους και την επαγγελματική τους αποκατάσταση, το συνολικό ποσό των 60.600 ευρώ για τη …, το ποσό των 70.800 ευρώ για την … και το ποσό των 82.000 ευρώ για τον …. Περαιτέρω, λόγω του θανάτου του συζύγου, πατρός και αδελφού τους αντίστοιχα, οι ενάγοντες υπέστησαν ψυχική οδύνη και ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, ο καθένας εξ αυτών εις ολόκληρον, στην πρώτη ενάγουσα ατομικά το ποσό των 250.000 ευρώ και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της, το ποσό των 200.000 ευρώ σε έκαστο, στην δεύτερη και τρίτο εκ των εναγόντων το ποσό των 150.000 ευρώ σε έκαστο, και σε έκαστο των λοιπών εναγόντων το ποσό των 100.000 ευρώ,  ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης. Τα ως άνω ποσά, οι ενάγοντες ζητούν με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Ζητούν, περαιτέρω, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Η αγωγή, με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, παραδεκτά φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, το οποίο διαθέτει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 σε συνδυασμό με άρθρο 21 παρ. 1α΄ του Κανονισμού υπ’ αριθμ. 1215/2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», δεδομένου ότι η πρώτη εναγομένη έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, Ν. 814/1978, Ν. 2234/1994, Ν. 3752/2009 και Ν. 4150/2013, απ’ όπου αναπτύσσεται το σύνολο της δραστηριότητάς της. Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 37 ΚΠoλΔ και άρθρο 51 παρ. 2 και 3Α  του Ν.2.172/1993, λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και η υπόθεση εισάγεται να δικαστεί κατά την αρμόζουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ, σε συνδυασμό με το άρθρο 82 του Κ.Ι.Ν.Δ.). Εξάλλου, στην κρινόμενη διαφορά, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμοστέο δίκαιο (lex causae) είναι το Ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, καθόσον δεν έχει γίνει εν προκειμένω επιλογή εφαρμοστέου δικαίου από τα μέρη και, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού 0593/2008 (ΡΩΜΗ Ι) «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», ο οποίος τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ως εκ του χρόνου κατάρτισης της ένδικης συμβάσεως ναυτικής εργασίας (μετά την 17.12.2009, κατ’ αρθρ. 28 του ως άνω Κανονισμού), σε συνδυασμό με τα αναλυτικά εκτιθέμενα κατωτέρω, η Ελλάδα είναι η χώρα με την οποίαν, από το σύνολο των περιστάσεων, προκύπτει ότι συνδέεται στενότερα η επίδικη σύμβαση εργασίας, αφού η εκμετάλλευση του εν λόγω πλοίου διενεργείτο από την Ελλάδα, όπου είναι εγκατεστημένη κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα η πρώτη εναγομένη και απ’ όπου αναπτυσσόταν η επιχειρηματική δραστηριότητα των εναγομένων, η οποία αφορούσε το πλοίο αυτό, ενώ δε δύναται, εν προκειμένω, να θεμελιωθεί δικαιοδοσία της σημαίας του πλοίου, ως τόπου παροχής της εργασίας του ναυτικού, καθόσον αυτή είναι σημαία ευκαιρίας, με την οποίαν το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο (ΕφΠειρ 241/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.108, ΕφΠειρ 153/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.315 ΕφΠειρ 869/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2007, σ.387, ΕφΠειρ 77/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, οι διατάξεις του Ν. 551/1915 έχουν εφαρμογή στην εξεταζόμενη περίπτωση και κατά το άρθρο 9 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008, ως κανόνες της χώρας του δικάζοντος δικαστή, που ρυθμίζουν αναγκαστικά την ένδικη υπόθεση. Εξάλλου, κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, θα κριθεί ποια είναι τα δικαιούμενα χρηματικής ικανοποίησης πρόσωπα, σε περίπτωση θανατώσεως ενός ατόμου. Κατά το ελληνικό δίκαιο δε, έχει  νομολογιακά καθορισθεί, ποια άτομα θεωρούνται οικογένεια κατά το αρθρ. 932 ΑΚ, ενώ η σχέση συγγένειας θα κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Αλβανίας και πρέπει να αποδεικνύεται από δημόσια έγγραφα του κράτους αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι ως προς την ευθύνη της αντιπροσώπου της αλλοδαπής πλοιοκτήτριας στην Ελλάδα και των εκπροσώπων της, σύμφωνα με το Ν. 762/78, εφαρμοστέο είναι (ομοίως) το ελληνικό δίκαιο, διότι η πληρεξουσιότητα διέπεται, κατά κρατούσα γνώμη, από το δίκαιο του τόπου στον οποίο ενεργεί ο πληρεξούσιος και ειδικότερα από το δίκαιο της πολιτείας στην οποία δήλωσε τη βούληση του για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου (βλ. σχετ Η. Κρίσπη, ΙΔΔ, Εις Μέρος σελ. 190, 191, Γ. Μαριδάκη ΙΔΔ Τόμος Α”, έκδοση 1950,409 επ.), ο δε Ν. 762/1978 προϋποθέτει ότι ο αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή κατάρτισε τη σύμβαση ναυτικής εργασίας με το ναυτικό στην Ελλάδα, οπότε η πληρεξουσιότητα αυτού θα διέπεται πάντοτε από το ελληνικό δίκαιο και μάλιστα από τις διατάξεις του παραπάνω νόμου (βλ… ΕφΠειρ 138/1996, Νομολογία Ναυτικού Τμ. Εφετείου Πειραιώς, 1996 – 1997 σ. 81, 82, ΕφΠειρ 1292/1990, ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η αγωγή κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς την κυρία βάση της, με την οποία ζητείται επιδίκαση αποζημίωσης βάσει των διατάξεων του κοινού δικαίου, διότι δεν συντρέχει παραβίαση διατάξεων που προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας των εργαζομένων ναυτικών κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 1 Ν. 551/1915, καθόσον δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 32 Ν. 1565/1985 και 7 π.δ. 17/1996, διότι δεν θεσπίζουν ειδικούς κανόνες ασφαλείας στη ναυτική εργασία. Η αγωγή ως προς την επικουρική βάση της με την οποία διώκεται η καταβολή αποζημίωσης λόγω θανάτου που ερείδεται στο άρθρο 3 του ν. 551/1915, καθώς και ως προς το κονδύλιο της ψυχικής οδύνης, κρίνεται νόμιμη, ερειδομένη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 346, 480 ΑΚ,  907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, του άρθρου 1 του ν. 762/1978, των άρθρων 1,2,3,6,16 Ν. 551/1915 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 914, 922 και 932 ΑΚ. Πρέπει, να σημειωθεί ότι νομίμως στρέφεται η αγωγή κατά της πρώτης εναγομένης ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας που φέρεται να έχει συνάψει στην Ελλάδα σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας, διότι είναι εκ του νόμου και αντίκλητος της εταιρίας αυτής, για όλες τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη σχέση εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, όπως είναι και η υποχρέωση του εργοδότη προς αποζημίωση των μελών της οικογενείας του θανόντος συνεπεία εργατικού ατυχήματος, σύμφωνα με το ν. 551/15, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ (ΑΠ 1090/2010 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, πρέπει να εξετασθεί η αγωγή περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, καθόσον η σχετική απαλλαγή που αφορά τις αξιώσεις εκ του εργατικού ατυχήματος βάσει του άρθρου 15 παρ.2 Ν. 551/1915, επεκτείνεται, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στις αξιώσεις από εργατικό ατύχημα, οι οποίες στηρίζονται στις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 936/2011, ΑΠ 691/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 618/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010, σ.54, ΕφΔυτΜακ 36/2007 Αρμ. 2008.936, ΕφΛαρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 1081/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εξέταση των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από την εκτίμηση των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να λάβει υπόψη του, κατά την προκείμενη διαδικασία, και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 § 1 σε συνδ. με 591§1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη, ακόμα και χωρίς να είναι μεταφρασμένα, όπως επιτάσσει ο ΚΠολΔ και ο Κώδικας περί Δικηγόρων (αρθρ. 454§1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 36§2 γ΄ Ν. 4194/2013, ΑΠ 1627/2010 Δνη 2011.432, ΑΠ 1511/2009 ΝοΒ 2010.1719, ΑΠ 284/1999, ΕφΠειρ 809/2014, ΕφΠειρ 616/2014, ΕφΠειρ 764/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθώς και οι νομίμως προσκομιζόμενες φωτογραφίες (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 16-11-2017 σύμβασης ναυτικής εργασίας, διάρκειας τεσσάρων μηνών και συγκεκριμένα, που καταρτίσθηκε μεταξύ της πρώτης εναγομένης εταιρίας και του …, υπηκόου Αλβανίας που γεννήθηκε το έτος 1981, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε, στις 20-11-2017, υπό την ειδικότητα του προσοντούχου ναύτη στο με σημαία …ς φορτηγό πλοίο με την ονομασία «…». Η πρώτη εναγομένη εταιρία υπήρξε η διαχειρίστρια του ως άνω πλοίου, με καταστατική έδρα στη …, η οποία είναι εγκατεστημένη στον …, ενώ πλοιοκτήτρια του ανωτέρω πλοίου είναι η δεύτερη εναγομένη εταιρία, η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη … της …ς, όπως επίσης και η πρώτη. Η επίδικη σύμβαση καταρτίσθηκε στο …ς ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που προσκομίζουν οι εναγόμενοι αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη είχε προβεί στη κράτηση δίκλινου δωματίου στο ξενοδοχείο «…» για τα μέλη του πληρώματος … και …  με ημερομηνία εμφάνισης την 16η-11-2017 και αποχώρησης την επομένη ημέρα (βλ. στο σχετ. 2 το από 16-11-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα), ενώ για το χρονικό διάστημα από 17-11-2017 έως 20-11-2017  προέβη στην κράτηση δωματίου στο ξενοδοχείου «…» (βλ. το από 17-11-2017 ηλεκτρονικό μήνυμα). Συνεπώς, ο … στις 16-11-2017, ημερομηνία κατά την οποία υπεγράφη η επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης, βρισκόταν στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας. Στις 31 Ιανουαρίου 2018, το ως άνω πλοίο, το οποίο είναι εγγεγραµμένο ως πλοίο γενικού φορτίου, αγκυροβολήθηκε στο λιμάνι …, … στην Αγγλία, όπου άρχισαν να εκφορτώνουν το φορτίο του πλοίου από συσκευασμένο ξύλο από το κατάστρωμα. Μετά την ολοκλήρωση, ο επικεφαλής αξιωματικός του πλοίου άνοιξε τα καλύμματα των κυτών (κουβούσια), προκειμένου να εκφορτώσουν την ξυλεία από την αποθήκη του πλοίου. Στις 2 Φεβρουαρίου συνεχίσθηκε η διαδικασία εκφόρτωσης του πλοίου. Για το λόγο αυτό ο επικεφαλής αξιωματικός πήγε στο μπροστινό μέρος του φορτίου και άρχισε να σηκώνει το γερανό, τον οποίο χρησιμοποίησε για να ανοίξει το κάλυμμα αποθήκευσης. Όταν το κάλυμμα του καπακιού ήταν στην οπίσθια βάση και τα καλώδια ανύψωσης του ήταν ακόμα πιασμένα στο κεφάλι του γερανού, ο επικεφαλής αφαίρεσε τα καρφία κλειδώματος από την πύλη και τα έβαλε σε μερικές οπές στην επάνω πλευρά του ανοιχτού καλύμματος. ΄Επειτα αποσύνδεσε το κεφάλι του γερανού και εγκατέστησε τους γερανούς στην επάνω πλευρά του ανοιχτού καπακιού. Μετά την ολοκλήρωση της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων ο επικεφαλής αξιωματικός με τη συνδρομή του δεύτερου αξιωματικού του πλοίου και ενός ναύτη τακτοποιούσαν τα καλώδια του φορτίου στο χώρο αποθήκευσης. Εκείνη τη στιγμή εμφανίσθηκε στο κατάστρωμα ο μάγειρας του πλοίου, …, για να ανακοινώσει ότι το γεύμα ήταν έτοιμο. Επειδή το πλήρωμα αποφάσισε να ολοκληρώσει τη στερέωση των σκοινιών πριν το γεύμα, ο … παρέμεινε στο κατάστρωμα και βοήθησε να δέσουν τα υπόλοιπα σκοινιά. Για το λόγο αυτό περπάτησε γύρω από τη δεξιά πλευρά του ανοιχτού καλύμματος, ενώ ο άλλος ναύτης τοποθετήθηκε στην άλλη πλευρά του καλύμματος. Έκαστος εξ αυτών έβγαλε τον αντίστοιχο πείρο ασφάλισης από τον μεντεσέ της πόρτας – καλύμματος του χώρου αποθήκευσης και τους τοποθέτησε στην αρχική τους θέση. Καθώς ο επικεφαλής αξιωματικός κατέβασε τον γάντζο του γερανού, ο Αλφρεντ Ισμαιλι ανέβηκε πάνω στη πόρτα του χώρου αποθήκευσης και πέρασε τα σχοινιά των φορτίων στη πόρτα – κάλυμμα. Έπειτα ανέβηκε στο εσωτερικό της πόρτας χρησιμοποιώντας τα σιδερένια στηρίγματα αυτής ως χειρολαβές για να πιάσει τους ιμάντες ανύψωσης με αποτέλεσμα το κάλυμμα να πέσει προς τα εμπρός και να τον εγκλωβίσει. Συνεπεία της πτώσης του καλύμματος επήλθε ο θανάσιμος τραυματισμός του. Μετά το ατύχημα, το πλήρωμα του καταστρώματος υποβλήθηκε σε αναπνευστικά τέστ αλκοόλης από τον πλοίαρχο. Τα αποτελέσματα για κάθε μέλος του πληρώματος ήταν αρνητικά. Ωστόσο, μετά τη διενέργεια τοξικολογικών εξετάσεων εντοπίσθηκε αλκοόλ στο αίμα του … σε ποσοστό 75mg/100ml. Ενόψει όλων των παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο θανών υπέστη εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου του Ν. 551/1915, διότι τούτο ήταν άμεση συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας του. Συγκεκριμένα, λόγω της εργασίας του θανόντος, δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες συνθήκες για την επέλευση του ατυχήματος, οι οποίες, χωρίς την ύπαρξη της εργασίας αυτής, δεν θα ελάμβαναν χώρα (ΑΠ 799/2001, ΕφΠειρ 249/2015, ΕφΠειρ 1065/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ο επικεφαλής αξιωματικός και μέλος του πληρώματος επέδειξε αμέλεια κατά την διαδικασία κλεισίματος του καλύμματος του χώρου αποθήκευσης, με αποτέλεσμα να υφίσταται, παράλληλη, από την πρόστηση, ευθύνη της δεύτερης εναγομένης εργοδότριας εταιρίας. Ειδικότερα, η πλοιοκτήτρια εταιρία όφειλε να παρέχει τέτοια επιτήρηση, ώστε να διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί εκτελούν την εργασία τους με την απαιτούμενη προσοχή για την ασφάλεια και την υγεία τους. Η πλοιοκτήτρια παρέλειψε να κατευθύνει τον Πλοίαρχο και ο Πλοίαρχος να καθοδηγήσει τους αξιωματικούς, προκειμένου η εργασία όλων όσοι βρίσκονται στο πλοίο να είναι οργανωμένη κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφεύγουν άσκοπους κινδύνους ως προς την ασφάλεια και την υγεία τους. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τη καθυστερημένη σύνταξη πρωτοκόλλου ασφαλείας για τον χειρισμό του καλύμματος του χώρου αποθήκευσης μετά το ατύχημα. Επίσης, όφειλε να κατααστήσει τον πλοίαρχο και τους ναυτικούς πλήρως ενήμερους γύρω από όλες τις δραστηριότητες στο πλοίο, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ασφάλεια και την υγεία τους. Επιπλέον, ο πλοίαρχος δεν διασφάλισε ότι οι εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλοίο  πραγματοποιούνται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ατυχημάτων και η έκθεση των ναυτικών σε συνθήκες που μπορεί να οδηγήσουν σε τραυματισμούς ή βλάβη της υγείας τους και συγκεκριμένα δεν διασφάλισε ότι η εργασία χειρισμού του καλύμματος του χώρου αποθήκευσης, η οποία απαιτεί να εργάζονται πολλοί ναυτικοί μαζί και η οποία θέτει ιδιαίτερους κινδύνους, ήταν υπό την διαρκή επίβλεψη ενός αρμόδιου ατόμου. Περαιτέρω, ο πλοίαρχος επιτρέποντας τη συμμετοχή του …, μάγειρα του πλοίου, στην διαδικασία χειρισμού του καλύμματος, δεν διασφάλισε ότι ανατίθενται σε ναυτικούς μόνο εργασίες για τις οποίες είναι κατάλληλοι βάσει της ηλικίας τους και της καταρτίσεώς τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της από 16-11-2017 σύμβασης ναυτικής εργασίας, ήδη στον Πειραιά από τον Ιανουάριο του έτους 2017, μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας, για λογαριασμό της οποίας συμβλήθηκε η νόμιμα εξουσιοδοτημένη προς τούτο διαχειρίστρια εταιρεία, δια του νομίμου εκπροσώπου του γραφείου της στην Ελλάδα … και της … με έδρα το …, για λογαριασμό της οποίας συμβλήθηκε το μέλος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο), δια του …, είχε υπογραφεί η Ειδική Σύμβαση (“Special Agreement”), δυνάμει της οποίας η πλοιοκτήτρια εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση έναντι της I.T.F, ως ανεξάρτητου οργανισμού σωματείων, αποτελούμενου από πλήρως αυτόνομους οργανισμούς σωματείων στις μεταφορές και συναφείς υπηρεσίες ανά τον κόσμο, όπως απασχολεί κάθε ναυτικό ναυτολογημένο στα πλοία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι ιδιοκτησίας της, σύμφωνα με τους ισχύοντες όρους της στερεότυπης συλλογικής σύμβασης της I.T.F (I.T.F UNIFORM TCC) για πληρώματα σε πλοία με σημαία ευκαιρίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν σε ισχύ ενιαία συλλογική σύμβαση της I.T.F (I.T.F UNIFORM TCC), με προβλεπόμενη διάρκεια ισχύος από 20-11-2017 έως 19-11-2018. Η σύμβαση I.T.F UNIFORM TCC είχε εγκριθεί από το αρμόδιο όργανο της I.T.F. ως συμμορφούμενη μετά ελάχιστα στάνταρ εργασίας που η Διεθνής Ομοσπονδία Εργαζομένων στις Μεταφορές ήθελε να κατοχυρώσει για τους ναυτικούς που εργάζονται σε πλοία σημαιών ευκαιρίας, έτσι ώστε οι αποδοχές τους και γενικότερα οι συνθήκες εργασίας τους επί των πλοίων αυτών να βρίσκονται σε κάπως ευπρόσωπα επίπεδα. Ανάμεσα στις ρυθμίσεις της, οι οποίες διέπουν ολόκληρο το φάσμα της εργασιακής σχέσης των ναυτικών που έχουν προσληφθεί από πλοιοκτήτριες εταιρείες που ναυτολογούν προσωπικό σε πλοία με σημαία ευκαιρίας, όπως η διάρκεια απασχόλησης αυτών, οι υπερωρίες τους, ο χρόνος ανάπαυσης, τα ελάχιστα όρια αποδοχών τους, οι άδειες, η περάτωση της σύμβασης εργασίας κλπ, περιλαμβάνεται η διάταξη με τον αριθμό 26.1, η οποία, σε συνδυασμό με το άρθρο 26 του παραρτήματος 4 της Σύμβασης, παρέχει δικαίωμα στον πλησιέστερο συγγενή καθώς και σε κάθε ανήλικο τέκνο κάτω των 18 ετών αποβιώσαντος ναυτικού, εξαιτίας οποιασδήποτε αιτίας στην εργασία στην εταιρεία (εννοεί πλοιοκτήτρια), συμπεριλαμβανομένου του θανάτου από φυσικά αίτια και θανάτου που επήλθε ενώ ταξιδεύει προς το πλοίο ή αναχωρεί από το πλοίο ή εξαιτίας θαλασσίων κινδύνων ή οποιουδήποτε άλλου παρόμοιου κινδύνου, όπως απαιτήσει από την εργοδότρια το ποσό των 102.308 δολ. ΗΠΑ και 20.462 δολ. ΗΠΑ αντίστοιχα, ως αποζημίωση για την απώλεια ζωής του προσφιλούς τους προσώπου. Ακολούθως, η πλοιοκτήτρια εταιρεία, σε συμμόρφωση του σχετικού όρου που είχε προβλεφθεί στην από Ειδική Σύμβαση (“Special Agreement”) που υπέγραψε με την I.T.F., ενσωμάτωσε όλους τους όρους και τις συνθήκες της σχετικής τρέχουσας Συλλογικής Σύμβασης στην ατομική σύμβαση του ναυτικού την οποία συνήψε μαζί του στις 16-11-2017. Συνεπώς, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 1876/1990, σε περίπτωση συρροής όρων οποιοσδήποτε κατηγορίας σ.σ.ε. με κανόνες κρατικής προέλευσης, δηλαδή όταν σε ατομική σχέση εργασίας διεκδικούν την εφαρμογή τους τόσο όροι σ.σ.ε. όσο και όροι που διαλαμβάνονται σε νομοθετικές διατάξεις, το ζήτημα επιλύεται, κατ αρχήν, με βάση την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, πρέπει, δηλαδή, να ερευνηθεί εάν με βάση το ελληνικό εφαρμοστέο εν προκειμένω, δίκαιο και δη του ν. 551/1915, η αποζημίωση για απώλεια ζωής του εργαζομένου συνεπεία ναυτεργατικού ατυχήματος, είναι μικρότερης έκτασης από εκείνη που προέβλεπε η συλλογική σύμβαση της I.T.F, καθώς η αποζημίωση της I.T.F υπέρ της συζύγου εν ζωή και των τέκνων του ναυτικού, μόνο στην περίπτωση που η αποζημίωση της I.T.F. υπερέβαινε το χρηματικό ποσό που οι αντίστοιχες διατάξεις του Ν. 551/1915 παρέχουν σε ανάλογες περιπτώσεις ναυτεργατικού ατυχήματος στους συγγενείς του θανόντος, δεδομένου ότι στην κρινόμενη υπόθεση, η απώλεια της ζωής του εργαζομένου οφειλόταν σε βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Οι δύο παραπάνω αξιώσεις τελούν σχέση διαζευκτικής συρροής, κατά το μέρος που αποβλέπουν στον ίδιο οικονομικό σκοπό και ότι οι δικαιούχοι της αποζημίωσης που προβλέπει η Σ.Σ της I.T.F μπορούν να ασκήσουν, το πρώτον, βάσιμα (από ουσιαστικής άποψης) την καθ` όλα νόμιμη αξίωση τους για την επιδίκαση αυτής από την πλοιοκτήτρια εταιρεία είτε στην περίπτωση που η προβλεπόμενη αποζημίωση είναι υπέρτερη από την προβλεπόμενη αποζημίωση του Ν. 551/1915 (άλλως η σχετική διάταξη θα ήταν άκυρη ως αντιβαίνουσα σε κανόνα αναγκαστικού δικαίου) είτε στην περίπτωση που ο θάνατος του ναυτικού έχει επέλθει κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας του από οποιαδήποτε αιτία και όχι από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση η εξ` αφορμής της, αφού η αποζημίωση που παρέχει η Σ.Σ. I.T.F είναι ευρύτερη ποιοτικά από την αποζημίωση που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο σε περίπτωση ναυτεργατικού ατυχήματος, καθώς δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε θάνατο του εργαζομένου από βίαιο συμβάν αλλά παρέχεται σε οποιαδήποτε περίπτωση θανάτου του ναυτικού κατά την διάρκεια της σύμβασης εργασίας του με την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ωστόσο, ελλείψει αιτήματος (άρθρο 106 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο δεν δύναται να επιδικάσει την υπέρτερη αποζημίωση που προβλέπεται από τη Σ.Σ. Ι.Τ.F. Έτι περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 αρ. 5, 6 αρ. 2 περ. β` και 4 παρ. 2 Ν. 551/1915, προκύπτει ότι σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση περιλαμβάνει τους μισθούς πέντε ετών, εάν δε το σύνολο των μισθών των πέντε ετών υπερβαίνει το 1.000.000 δραχμές (2.934,70 ευρώ) προστίθεται στο ποσό του 1.000.000 δραχμών το ένα τέταρτο αυτής της υπερβάσεως. Για τον καθορισμό της αποζημιώσεως το έτος θεωρείται πλήρες. Εάν ο παθών, όταν αυτός δεν είναι μαθητευόμενος και έχει συμπληρώσει το 21° έτος, απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών, ως βάση του υπολογισμού της αποζημιώσεως λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία που έλαβε από της προσλήψεως του, αυξημένη κατά το ποσό της αντιμισθίας την οποία, κατά το χρονικό διάστημα το απαιτούμενο προς συμπλήρωση του προ του ατυχήματος δωδεκαμήνου, μπορούσε αυτός να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της ίδιας κατηγορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ο …, απασχολήθηκε στο ένδικο πλοίο από τις 16-11-2017 έως τις 2-02-2018, έχοντας συμπληρώσει υπηρεσία 2,6 (78 ημέρες/30 μηνών. Ο συμφωνηθείς μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στο ποσό των 1.510 δολαρίων Η.Π.Α. (βλ. από 27-05-2013 σύμβαση εργασίας). Ωστόσο, εφόσον εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη σύμβαση, είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το Ελληνικό, αυτοδικαίως είναι εφαρμοστέες επ’ αυτής και οι Ελληνικές ΣΣΝΕ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 ΑΚ, 83 ΚΙΝΔ και 1 του Α.Ν 3276/1944 χωρίς διάκριση, καθόσον οι ΣΣΕ εκδιδόμενες κατά το άρθρο 1 Α.Ν 3276/44 και κυρούμενες με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευόμενη στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θέτουν με το Κανονιστικό τους μέρος κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο με τους λοιπούς κανόνες του Ελληνικού δικαίου. Ειδικότερα υφίσταται δεσμευτικότητα των ΣΣΝΕ για Έλληνες και αλλοδαπούς πλοιοκτήτες (ή εφοπλιστές) επί συμβάσεων ναυτικής εργασίας σε ελληνικά και αλλοδαπά πλοία, εφόσον εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο κατ` άρθρο 25 ΑΚ (ΕφΠειρ 12/2011,ΕφΠειρ 266/2014, ΕφΠειρ 565/2011 ,δημ. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με την από 8-11-2010 Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων 4.500 ΤDW και άνω, που κυρώθηκε με την υπ΄ αριθμ. 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄123/9-2-2011), ισχύει από 1-1-2010 (ΕφΠΕιρ 249/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και είναι αυτοδικαίως εφαρμοστέα στην ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας (άρθρα 83 εδ. α΄ ΚΙΝΔ και 1 παρ. 1,3 και 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συμβάσεων εν τη ναυτική εργασία», βλ. ΟλΑΠ 46/1987 Δνη 1988,101, ΕΕμπΔ 1989,274, ΑΠ 222/1990 ΕΕργΔ 1990,773, ΑΠ 871/1989 Δνη 1991,527, ΕφΠειρ 249/2015, ΕφΠειρ 220/2010, ΕφΠειρ 745/2008, ΕφΠειρ 869/2007, ΕφΠειρ 77/2006, άπασες δημοσιευθείσες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οι μηνιαίες αποδοχές του θανόντος ως ναύτη, κατά το χρονικό διάστημα από 16-11-2017, που ναυτολογήθηκε, μέχρι 2-02-2018, που συνέβη το ένδικο ατύχημα, έπρεπε να ανέρχονται με βάση την οικεία Σ.Σ.Ε. στο συνολικό ποσό των 2.464,44 ευρώ {βασικός μισθός (άρθρ.1 παρ.10β) 1.117,35 ευρώ + διορθωτικό επίδομα (άρθρο 2 παρ. 1) 18,95 ευρώ + επίδομα Κυριακών 22% του βασικού μισθού (άρθρο 2 παρ. 2)  245,81 ευρώ + επίδομα κατώτερου πληρώματος (άρθρο 2 παρ. 3) 87,06 ευρώ + αντίτιμο τροφής (άρθρο 15) 410,70 ευρώ (13,69 ευρώ Χ 30 ημέρες) + αναλογία αδείας μετά τροφοδοσίας (άρθρο 16) 584,57 ευρώ}. Σημειωτέον ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο θανών πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία τεσσάρων ωρών τις καθημερινές και τις Κυριακές και δώδεκα ωρών τα Σάββατα και τις αργίες. Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έγγραφη σύμβαση εργασίας του, συμφωνήθηκε ο θανών να λαμβάνει μηνιαίως κλειστές υπερωρίες ποσού 505 δολαρίων ΗΠΑ. Ωστόσο, δε συνάγεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, αν οι υπερωρίες αυτές πραγματοποιούνταν κάθε μήνα ή τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα ή τις αργίες, ώστε να δύναται το Δικαστήριο να υπολογίσει με την ειδική αμοιβή υπερωρίας, που προβλέπει η οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., το ποσό που δικαιούταν ο θανών και να το συμπεριλάβει στις ως άνω μηνιαίες αποδοχές προς εξεύρεση της αποζημίωσης. Με βάση τα παραπάνω, η αντιμισθία που έλαβε ο θανών και θα μπορούσε να λάβει κατά το πριν το ένδικο ατύχημα δωδεκάμηνο (από 2-2-2016 έως 1-2-2017) ανέρχεται στο ποσό των 29.573,28 ευρώ (2.464,44 ευρώ X 12 μήνες ). Ο θανών, κατά το χρόνο θανάτου του, κατέλειπε ως πλησιέστερους συγγενείς του την πρώτη ενάγουσα, σύζυγο του και τα ανήλικα τέκνα του …, … και …. Έτσι, η αποζημίωση που δικαιούται η ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα της, με βάση το Ν. 551/1915, ανέρχεται στο ποσό των 39.167,62 ευρώ [(29.573,28 ευρώ/έτος Χ 5 έτη = 147.866,4 ευρώ – 2.934,70 ευρώ (το ισόποσο σε ευρώ του 1.000.000 δραχμών σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 12406/05-08-1998 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εμπορικής Ναυτιλίας και Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Β΄884/19-08-1988)  = 144.931,7 ευρώ: 4 = 36.232,92 ευρώ + 2.934,70 ευρώ = 39.167,62 ευρώ)],  εκ του οποίου η πρώτη ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 15.667,05 ευρώ (39.167,62 Χ 2/5) και έκαστο των ανήλικων τέκνων της το ποσό των 7.833,52 ευρώ (39.167,62 Χ 3/5:3). Ο ισχυρισμός των εναγομένων περί μειώσεως της αποζημιώσεως στο ήμισυ λόγω της αμέλειας του θανόντος στην επέλευση του ατυχήματος, αφού βρισκόταν υπό επήρεια οινοπνεύματος, τυγχάνει μη νόμιμος διότι για τη μείωση της αποζημιώσεως που προβλέπεται στα άρθρα 1, 3 και 4 του ν. 551/1915 λαμβάνεται υπόψη μόνο η αμέλεια που συνίσταται σε αδικαιολόγητη παράβαση από τον θανόντα διατάξεων των ισχυόντων νόμων ή διαταγμάτων που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία ή των συναφών κανονισμών που εκδόθηκαν από την αρμόδια αρχή ή εκδόθηκαν από τον κύριο της επιχειρήσεως και κυρώθηκαν απ’ αυτές και όχι σε οποιαδήποτε άλλη αμελή συμπεριφορά κατά την έννοια του άρθρου 330 Α.Κ., όπως η επικαλούμενη από τους εναγομένους. Το ποσό αυτό υποχρεούται να καταβάλει η δεύτερη εναγομένη, εργοδότρια εταιρία, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη για τους λοιπούς εναγομένους διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, η κατάρτιση της συμφωνίας για τη ναυτολόγηση του θανόντος δεν πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα και κατά συνέπεια τυγχάνουν ανεφάρμοστες οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` και 2 του Ν 762/1978. Επίσης, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται, ούτε αποδείχθηκε η σχέση πρόστησης κατά το άρθρο 922 ΑΚ του πληρώματος του επίδικου πλοίου με την πρώτη εναγομένη και τον τρίτο εναγόμενο. Η δεύτερη εναγομένη με τις προτάσεις πρόβαλε την ένσταση εξόφλησης της αποζημίωσης λόγω θανάτου επικαλούμενη την καταβολή του συνολικού ποσού των 163.574 δολαρίων ΗΠΑ σύμφωνα με τα οριζόμενα  στη συλλογική σύμβασης της Ι.Τ.F. Πράγματι, από την από 23-8-2018 απόδειξη μεταφοράς της Τράπεζας Πειραιώς καθώς και από την από 16-5-2019 απόδειξη εμβάσματος της Τράπεζας Πειραιώς σε λογαριασμό που διατηρεί η πρώτη ενάγουσα στη Τράπεζα …, αποδεικνύεται η πρώτη εναγομένη κατέβαλε ως αποζημίωση λόγω του θανάτου του … στη σύζυγο του ατομικά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της το συνολικό ποσό των 163.574 δολαρίων ΗΠΑ που υπερβαίνει το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 551/1915. Συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο έχει εξοφληθεί και για το λόγο αυτό, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης, πρέπει κατά το μέρος αυτό να απορριφθεί η αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Επιπλέον, εφόσον αποδείχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, ότι συντρέχει πταίσμα και δη αμέλεια του επικεφαλής αξιωματικού και του πλοίαρχου, προστηθέντων της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν από το θάνατο του συγγενούς τους. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις ανωτέρω συντρέχουσες περιστάσεις, δηλαδή το βαθμό του πταίσματος του προστηθέντος και του συντρέχοντος πταίσματος στην πρόκληση του ατυχήματος του θανόντος που ανέρχεται σε ποσοστό 40%, καθόσον είχε μετάσχει και στο παρελθόν σε αυτή τη διαδικασία και όφειλε να δείξει και από μόνος του τη δέουσα προσοχή κυρίως σε σχέση με το σημείο που ήταν τοποθετημένος, καθώς το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ενήργησε αντίθετα με τους εντολές που πήρε αλλά ότι εκείνη την ώρα εργάστηκε μηχανικά με βάση την προηγούμενη εργασιακή του εμπειρία και χωρίς να έχει προηγουμένως συνεννοηθεί επαρκώς για την αλληλουχία των κινήσεων του καθενός από τα μέλη του πληρώματος με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η επικίνδυνη συνθήκη που συνετέλεσε στο βίαιο θάνατο του εργαζόμενου, τις εν γένει συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα ο θάνατος του οικείου τους, το βαθμό συγγενείας τους, το στενό δεσμό αγάπης που τους συνέδεε με το θανόντα, την ηλικία του θανόντος, τη μεγάλη στενοχώρια που τους προκάλεσε ο αιφνίδιος θάνατος αυτού, την κοινωνική και οικονοµική θέση σε συνυπολογίζοντας το ποσό που εισέπραξε η πρώτη ενάγουσα και τα ανήλικα τέκνα της ως αποζημίωση λόγω θανάτου καθ’ υπέρβαση του ποσού που ορίζεται στο ν. 551/1915, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, κρίνει ότι με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να επιδικαστεί σε καθένα για την αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης εκ του θανάτου του αδερφού τους με τον οποίο διατηρούσαν τη συγγενική σχέση και υπεραγαπούσαν με βάση και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, το εύλογο ποσό που δικαιούνται ως χρηματική ικανοποίηση οι ενάγοντες ανέρχεται: α) για την πρώτη στο ποσό των 20.000 ευρώ ατομικά και για έκαστο των ανήλικων τέκνων της (…, …, …) στο ποσό των 20.000 ευρώ, για έκαστο των γονέων του θανόντος (…, …), και σε έκαστο των λοιπών εναγόντων που τυγχάνουν αδέλφια του θανόντος στο ποσό των 10.000 ευρώ. Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει η κρινομένη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει: α) στην πρώτη ενάγουσα ατομικώς και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της το συνολικό ποσό των στην ενάγουσα συνολικώς το ποσό των 80.000 ευρώ, β) το ποσό των 20.000 ευρώ σε έκαστο των γονέων, ήτοι στη δεύτερη και στον τρίτο, γ) το ποσό των 10.000 ευρώ σε έκαστο των λοιπών εναγόντων,  με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σημειωτέον, ότι η συγγένεια και τα πλήρη ονόματα των ανωτέρω αποδεικνύεται από το από 25-2-2019 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Ληξιαρχείου … του Δήμου … της Αλβανικής Δημοκρατίας που φέρει την σφραγίδα της Χάγης (Αpostille). Η παρούσα πρέπει να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, μόνο ως προς τη πρώτη ενάγουσα και για τα ανήλικα τέκνα της, γενομένου κατά το μέρος αυτό δεκτού του σχετικού αιτήματος των εναγόντων, καθώς η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα επιφέρει σημαντική ζημία σε αυτούς, λόγω της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει (άρθρα 907, 908 § 1 περ. δ’ ΚΠολΔ). Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, λόγω της μερικής ήττας της (άρθρα  178§1 και 191§2 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και τρίτου των εναγομένων πρέπει επιβληθούν σε βάρος των εναγόντων λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τη πρώτη και τρίτο των εναγομένων.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης και τρίτου των εναγομένων σε βάρος των εναγόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη να καταβάλει: α) το συνολικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ στην πρώτη ενάγουσα ατομικώς και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της, β) το ποσό των είκοσι (20.000) ευρώ σε έκαστο των γονέων, ήτοι στη δεύτερη ενάγουσα ονόματι … του … και στον τρίτο ενάγοντα ονόματι … του …, γ) το ποσό των δέκα (10.000) ευρώ σε έκαστο των λοιπών εναγόντων, ήτοι στη τέταρτη ενάγουσα ονόματι … του … και της …, στη πέμπτη εναγομένη ονόματι … του … και της …, στην έκτη ενάγουσα ονόματι … του … και της …, στην έβδομη ενάγουσα ονόματι … του … και της …, στην όγδοη ενάγουσα ονόματι … του … και της … και στην ένατη ενάγουσα ονόματι … του … και της …  με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς τη πρώτη ενάγουσα ατομικά και για λογαριασμό των ανήλικων τέκνων της εν μέρει προσωρινά εκτελεστή,  για το συνολικό ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος της δεύτερης εναγομένης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων τετρακοσίων (5.400) ευρώ.

ΚPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις …………… χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ