Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

    

Αριθμός Απόφασης

1607/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)

——————————————-

             Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Παναγιωτοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3327/2005.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2020, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αιτούντων: 1) …, 2) …, 3) … 4) J… 5) …, 6) …, 7) … 8) … 10) … απάντων ναυτικών, στερούμενων ΑΦΜ, προσωρινώς διαμενόντων στο πλοίο «…» που ναυλοχεί στο λιμένα Κυνοσούρας Σαλαμίνας,  οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Τρύφωνα Αλυκάτορα (ΑΜ ΔΣΠ 3162).

Των καθ’ων η αίτηση: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…, νομίμως εκπροσωπουμένης και 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «… νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Παύλου Γιαννακούρου (ΑΜ ΔΣΠ 4460).

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 25-09-2020 αίτησή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό 7151/7155/2020 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί καθώς και όσα αναφέρονται στο έγγραφο σημείωμα που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με την ελληνική πολιτεία με στοιχείο θεμελιωτικό αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου κατά τις διατάξεις περί γενικών και ειδικών δωσιδικιών (βλ. ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 41. 1599, ΑΠ 108/1988 ΕλλΔνη 29. 1392, ΕφΘεσ 351/2009 ΕφΑΔ 2009 970, ΕΠολΔ 2010 597, ΕφΑθ 6073/2001 ΕλλΔνη 44. 209). Επομένως τα Ελληνικά πολιτικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, είτε οι διάδικοι είναι ημεδαποί, είτε αλλοδαποί, μόνο αν κατά τις ισχύουσες διατάξεις υφίσταται κατά τόπο αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου λόγω γενικής (άρθρο 22 ΚΠολΔ) ή ειδικής δωσιδικίας. Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο (βλ. ΑΠ 803/2000, ΕφΘεσ 351/2009 ό.π., ΕφΑθ 717/2009 ΕλλΔνη 2009 559, ΔΕΕ 2010 453).    Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 40 ΚΠολΔ, στο οποίο ορίζεται ότι δίκες εναντίον προσώπων που δεν έχουν κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον το αντικείμενο τους είναι περιουσιακό, μπορούν να  εισαχθούν και στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου υπάρχει περιουσία του εναγομένου ή βρίσκεται το επίδικο αντικείμενο και ότι αν η περιουσία συνίσταται σε χρηματικές απαιτήσεις του εναγομένου εναντίον τρίτου θεωρείται πως η περιουσία βρίσκεται στον τόπο της κατοικίας του τρίτου, καθιερώνεται η δωσιδικία της περιουσίας, η οποία προϋποθέτει α) έλλειψη κατοικίας (ή έδρας προκειμένου περί νομικών προσώπων) του εναγόμενου στην ημεδαπή, β) διαφορά με περιουσιακό αντικείμενο, γ) περιουσία του εναγόμενου στην ημεδαπή. Περιουσία κατά την έννοια του νόμου αποτελεί κάθε αντικείμενο, πράγμα ή δικαίωμα που έχει χρηματική αξία κατά την κατάθεση της αγωγής ή της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, οπότε και αποκρυσταλλώνεται η αρμοδιότητα του δικαστηρίου ( καθ΄ύλην και κατά τόπον ) άρα και η δωσιδικία του δικαστηρίου (άρθρο 221 ΚΠολΔ), μεταγενέστερη δε απομάκρυνση τούτου δεν ασκεί επιρροή (βλ. ΑΠ 1309/2002 ΕΕμπΔ ΝΓ 870).    Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 683 παρ 3 του ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και από το καθ` ύλην αρμόδιο δικαστήριο που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αρμόδιο κατά τόπο για τη συντηρητική κατάσχεση ή την προσημείωση υποθήκης δικαστήριο είναι και εκείνο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το υπό κατάσχεση ή προσημείωση πράγμα (βλ. ΜονΠρΑΘ 2994/1995 Αρμ 1996 229, ΜονΠρΚορ 734/1983 ΝοΒ 32. 700). Σε υποθέσεις με στοιχείο αλλοδαπότητας απαιτείται και η θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 3 του ΚΠολΔ, το οποίο παραπέμπει στις διατάξεις της κατά τόπον αρμοδιότητας, μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 683 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα. Η ειδική δωσιδικία του τόπου εκτελέσεως των ασφαλιστικών μέτρων συγκροτεί έτσι αντίστοιχη βάση διεθνούς δικαιοδοσίας για τη λήψη τους, ακόμη και αν η κύρια υπόθεση δεν υπάγεται στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Προς την κατεύθυνση αυτή υποστηρίζεται ότι και χωρίς τη θεμελίωση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τις παραπάνω διατάξεις τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να διατάξουν ασφαλιστικά μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί αναπότρεπτη βλάβη του αιτούντος (βλ.ΜονΠρωτΘεσς 501/2015 ΕλλΔ/νη2015.289,  ΜονΠρωτΚαβ 440/2011 αδημ, ΜονΠρΘεσ 20341/1998 ΔΕΕ 1998 1069, ΜονΠρΑΘ 20375/1993 ΕλλΔνη 33. 1397), ενώ κατ` άλλη άποψη τέτοια δικαιοδοσία υφίσταται μόνον εφόσον πρόκειται να εκτελεστούν τα μέτρα αυτά μέσα στο έδαφος της ημεδαπής πολιτείας και τούτο διότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί απλώς πολιτειακή διαταγή και δεν ενέχει διάγνωση του ασφαλιστέου δικαιώματος, ούτε αποτελεί εκτελεστό τίτλο για αναγκαστική πραγμάτωση του, λόγος για τον οποίο η εκτέλεση τέτοιας πράξης στο έδαφος άλλης πολιτείας προσκρούει στην αρχή της κυριαρχίας (βλ. ΜονΠρΑΘ 24071/1994 ΕΕμπΔ ΜΣΤ 706, ΜονΠρΑΘ 9949/1991 ΕΝαυτΔ 19. 436, ΜονΠρΠειρ 854/1989 Δ 22. 260, ΜονΠρΒολ 261/1983 ΕΝαυτΔ 11. 185, Βαθρακοκοίλη, ΕρμηνΚΠολΔ, άρθρο 683 αριθ. 5-6). Ειδικότερα δε σε ότι αφορά την λήψη ασφαλιστικών μέτρων στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σύμφωνα με το άρθρο 24 της από 27.9.1968 Συμβάσεως των Βρυξελλών «για τη διεθνή δικαιοδοσία και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», όπως τροποποιήθηκε με τις συμβάσεις προσχωρήσεως των νεών κρατών μελών, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το άρθρο πρώτο του Ν. 1814/1988 και άρχισε να ισχύει στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και των λοιπών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας από την 01.07 1989. “Τα ασφαλιστικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο συμβαλλομένου κράτους μπορούν να ζητηθούν  από τα δικαστήρια του κράτους αυτού, έστω και αν δικαστήριο άλλου συμβαλλομένου κράτους έχει, σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υποθέσεως”, ενώ ταυτοσήμου ακριβώς περιεχομένου διατάξεις θεσπίζονται και με το άρθρο 31 του Κανονισμού ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000 (ΕΕ L 12/16.01.2001), ο οποίος από την 01.03.2002 (βλ. άρθρο 76 αυτού) αντικατέστησε την εν λόγω Σύμβαση αλλά και με το άρθρο  35 του Κανονισμού  ΕΕ 1215/12-12-2012  που ισχύει  κατά το άρθρο 66 αυτού από 10-1-2015   και επαναλαμβάνει ad hoc την διάταξη του άρθρου 31 Κανονισμού ΕΚ 44/2001 , τον οποίο και αντικατέστησε. Από την διάταξη των ως άνω άρθρων (24 της Συμβάσεως και από τη διάταξη του άρθρου 31 του Κανονισμού ΕΚ 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12 2000 και 35 του Κανονισμού  ΕΕ 1215/12-12-2012  που ίσχυσαν ), προκύπτει σαφώς ότι με αυτές θεσπίστηκε απλά ο κανόνας ότι τα δικαστήρια, οποιουδήποτε συμβαλλομένου κράτους μπορούν να λάβουν τα προβλεπόμενα οπό το δίκαιο τους ασφαλιστικά μέτρα, ακόμη και εάν η διεθνής δικαιοδοσία για την κύρια υπόθεση ανήκει κατά τη Σύμβαση/Κανονισμό σε δικαστήριο άλλου συμβαλλόμενου κράτους. . Επομένως εξακολουθούν να ισχύουν οι αναφερόμενες διατάξεις του ΚΠολΔ, που θεμελιώνουν διεθνή δικαιοδοσία ελληνικού δικαστηρίου να δικάσει διεθνή διαφορά, εφόσον υπάρχει κατά τόπον αρμοδιότητα αυτού με βάση είτε τη γενική δωσιδικία της κατοικίας ή έδρας του καθού, είτε τις συντρέχουσες δωσιδικίες( πχ περιουσίας) , είτε  τέλος δυνάμει του άρθρου 683 παρ. 3 του ΚΠολΔ (ΠολΠρωτ ΑΘ 721/2010 ΜΠρΠειρ 3775/2007 ΕΦΑΔ 2008. 976). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών της 10.5.1952 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί συντηρητικής κατασχέσεως θαλασσοπλοούντων πλοίων», που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4570/1966 και της οποίας οι δικονομικές διατάξεις που δεν εθίγησαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρο 2 ΕισΝΚΠολΔ), σαν ειδικές, κατισχύουν των γενικών διατάξεων του ΚΠολΔ για τα ασφαλιστικά μέτρα και τη συντηρητική κατάσχεση (βλ. ΜονΠρΡοδ 88/1999 ΑρχΝ ΝΑ 420, ΜονΠρΘεσ 3042/1998 ΕπισκΕΔ 1998 269), πλοίο που φέρει τη σημαία ενός των συμβαλλομένων κρατών μπορεί να κατασχεθεί εντός της δικαιοδοσίας άλλου συμβαλλόμενου κράτους, εφόσον πρόκειται για θαλάσσιες απαιτήσεις, όπως αυτές προσδιορίζονται κατά τρόπο περιοριστικό στο άρθρο 1 παρ. 1 της παραπάνω Συμβάσεως (βλ. ΜονΠρΘεσ 3042/1998 ΕπισκΕΔ 1998 269, ΜονΠρΒολ 1475/1997 ΕΝαυτΔ 26. 137, ΜονΠρΠειρ 2299/1996 ΕΝαυτΔ 25. 112,  ΜονΠρΠειρ 2035/1993 ΕΝαυτΔ 22. 131, ΜονΠρΠειρ 849/1989 ΕΝαυτΔ 18. 130). Κατά δε το άρθρο 8 της ίδιας σύμβασης, οι διατάξεις αυτής έχουν εφαρμογή ως προς οποιοδήποτε πλοίο που φέρει τη σημαία συμβαλλόμενου κράτους εντός της δικαιοδοσίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου κράτους (παρ. 1). Πλοίο που φέρει τη σημαία μη συμβαλλόμενου κράτους δύναται να κατασχεθεί εντός της δικαιοδοσίας οποιουδήποτε συμβαλλόμενου κράτους σε σχέση προς οποιαδήποτε θαλάσσια απαίτηση από τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 ή για άλλη απαίτηση για την οποία η νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους επιτρέπει κατάσχεση (παρ. 2). Η τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου για τη διάταξη της συντηρητικής κατάσχεσης πλοίου καθορίζεται από τις γενικές διατάξεις, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 686 παρ 3 του ΚΠολΔ, δηλαδή και από το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο λιμένας όπου ναυλοχεί και όπου θα γίνει η κατάσχεση, και αν ακόμη πρόκειται για αλλοδαπό πλοίο στην Ελλάδα, με βάση τη δωσιδικία της περιουσίας (βλ. ΜονΠρΘεσ 9906/2002 ΕΝαυτΔ 30. 303, ΜονΠρΠειρ 2299/1996 ΕΝαυτΔ 25. 112, ΜονΠρΠειρ 2035/1993 ΕΝαυτΔ 22. 131, ΜονΠρΠειρ 795/1987 ΕΝαυτΔ 15. 277, ΜονΠρΒολ 261/1983 ΕΕμπΔ 34. 645, Β. Βαθρακοκοίλη, ό.π. άρθρο 709 αριθ. 7, 8, Τζίφρα, Ασφαλ. Μέτρα έκδ. Γ` σελ 166-168, Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμ-ΚΠολΔ άρθρο 709 αριθ. 4), αρκεί δε το πλοίο να ναυλοχεί στην περιφέρεια του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατά το χρόνο καταθέσεως της αιτήσεως αφού κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ 1 β ΚΠολΔ τότε αποκρυσταλλώνεται η τοπική αρμοδιότητα ( πέραν της υλικής) άρα και  η διεθνής δικαιοδοσία χωρίς να ασκεί επιρροή ότι  κατά τη συζήτηση της αιτήσεως το πλοίο έχει αποπλεύσει από την περιφέρεια του Δικαστηρίου. Πολλώ δε μάλλον αν απέπλευσε  κατόπιν καταθέσεως εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του καθ΄ου, που ήρε την δια προσωρινής διαταγής επιβληθείσα απαγόρευση απόπλου,  η κατάθεση αυτή  εγκαθιδρύει συντρέχουσα δωσιδικία της περιουσίας ως τέτοιας νοούμενης της χρηματικής αξίας που ενσωματώνεται στην κατάθεση εγγυητικής επιστολής ( ΕΦ ΑΘ 653/1978 ΕΝΔ 1978 420). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 728§1 περ.γ και δ ΚΠολΔ, το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει απαιτήσεις καθυστερουμένων τακτικών ή έκτακτων αποδοχών οποιασδήποτε μορφής ή αμοιβών ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν με αφορμή την εργασία, μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεως της. Η έννοια των αποδοχών δεν εκτείνεται μόνο στο βασικό μισθό αλλά, ενόψει της γενικότητας της διατύπωσης της διάταξης καταλαμβάνει όλες τις αποδοχές του εργαζομένου, όπως π.χ. τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας κλπ. Με το ως άνω άρθρο καθορίζονται περιοριστικά οι απαριθμούμενες και κατονομαζόμενες σε αυτό περιπτώσεις προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων, δηλαδή της καταδίκης του οφειλέτη χρηματικών απαιτήσεων ή άλλης επιτρεπτής κατά το ουσιαστικό δίκαιο, μορφής παροχής, για τις απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή απαιτήσεις, προς το σκοπό κάλυψης άμεσης και ανεπίδεκτης αναβολής ανάγκης του δικαιούχου προς λήψη από τον υπόχρεο οφειλέτη του της παροχής ολικώς ή έστω μερικώς, για την αποτροπή στέρησης των απόλυτα αναγκαίων μέσων προς διαβίωση του ή έκθεσης σε κίνδυνο της υγείας ή της ζωής του. Η αίτηση για προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, από το γεγονός και μόνο της ένταξης της σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 728 ΚΠολΔ, δεν καθίσταται αυτοδικαίως βάσιμη, αλλά προσθέτως και στις οριζόμενες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να χωρήσει προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, για να επιδικαστεί αυτή προσωρινά, απαιτείται η συνδρομή της κατά το άρθρο 682§1 ΚΠολΔ προϋπόθεσης της επείγουσας περίπτωσης, της επείγουσας δηλαδή ανάγκης να ενεργοποιηθεί κατά ένα μέρος από τώρα η επίδικη έννομη σχέση προϋπόθεση η οποία εναρμονίζεται και προς τον παραπάνω επιδιωκόμενο σκοπό της προσωρινής επιδίκασης της απαίτησης, οι ανάγκες δε του δικαιούχου εκτιμώνται ανάλογα προς την ηλικία, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική του θέση και τις εν γένει υποχρεώσεις του, όπως π.χ. σπουδές τέκνων, ασθένεια μέλους της οικογένειας του κ,λ.π. Απαιτώντας συνεπώς ο νόμος επικείμενο κίνδυνο ή επείγουσα περίπτωση εννοεί προδήλως την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης έκτακτης δικαστικής προστασίας του διαδίκου, που δικαιολογείται από την συνδρομή παρόντων πραγματικών περιστατικών κάποιου συγκεκριμένου κινδύνου ματαίωσης της απαίτησης ή επείγουσας περίπτωσης της παρούσας στιγμής, η οποία είναι πιεστική και ανεπίδεκτη αναβολής και απαιτεί άμεση ρύθμιση, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δύσκολα αναστρέψιμων καταστάσεων. Η προσωρινή επιδίκαση δίνεται μόνο για τον μετά την υποβολή της αίτησης χρόνο, γιατί με αυτήν  επιδιώκεται η συντήρηση του δικαιούχου για τον χρόνο για τον οποίο ζητείται η λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, για δε τον παρελθόντα χρόνο δεν μπορεί να επιδικαστεί προσωρινά το καθυστερούμενο ποσό, αφού κατ`αυτόν τον χρόνο ο αιτών οπωσδήποτε συντηρήθηκε και συνεπώς δεν συντρέχει επείγουσα περίπτωση, η αδικαιολόγητη δε και μακράς διάρκειας καθυστέρηση άσκησης της αίτησης υποδηλώνει την έλλειψη επείγουσας περίπτωσης. Μπορεί, ωστόσο να δοθεί και για τον πριν την υποβολή της αίτησης χρόνο, μόνο σε περίπτωση που ο αιτών επικαλεστεί και πιθανολογηθεί ότι η προϋπόθεση της επείγουσας περίπτωσης ισχύει και για τον προγενέστερο χρόνο, όπως στην περίπτωση που αναγκάστηκε να πορισθεί τα αναγκαία προς συντήρηση του ποσά, για το διάστημα αυτό, με δανεισμό από τρίτους, στους οποίους εξακολουθεί να τα οφείλει (ΜονΠρΠειρ 1311/2013, Α΄Δημ. ΝΟΜΟΣ).

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες εκθέτουν ότι η πρώτη των καθ’ων είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιου /πετρελαιοφόρου πλοίου με το όνομα “…” … τη διαχείριση του οποίου έχει αναθέσει στη δεύτερη των καθ’ων. Ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας, που κατήρτισαν με την διαχειρίστρια του πλοίου, που ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας, οι ίδιοι προσλήφθηκαν και ναυτολογήθηκαν στο ως άνω πλοίο ως Πλοίαρχος ο πρώτος με μηνιαίες αποδοχές 10.000 δολαρίων ΗΠΑ, Α’ Ανθυποπλοίαρχος ο δεύτερος με μηνιαίες αποδοχές 3.500 δολαρίων ΗΠΑ, Β’ Ανθυποπλοίαρχος ο τρίτος, με μηνιαίες αποδοχές 3.100 δολαρίων ΗΠΑ,  Α΄ μηχανικός ο τέταρτος, με μηνιαίες αποδοχές 8.200 δολαρίων ΗΠΑ, Ναύκληρος ο πέμπτος, με μηνιαίες αποδοχές 1.750 δολαρίων ΗΠΑ, Ναύτες ο έκτος και ο έβδομος, με μηνιαίες αποδοχές 1.600 και 1.560 δολαρίων ΗΠΑ αντίστοιχα,  Λιπαντής ο  όγδοος,  με μηνιαίες αποδοχές 1.510 δολαρίων ΗΠΑ, Επισκευαστής ο ένατος, με μηνιαίες αποδοχές 1.800 δολαρίων ΗΠΑ, Αρχιμάγειρας ο δέκατος με μηνιαίες αποδοχές 1.800 δολαρίων ΗΠΑ και Υποπλοίαρχος ο ενδέκατος με μηνιαίες αποδοχές 6.500 δολαρίων ΗΠΑ.  Ότι σε εκτέλεση αυτών των συμβάσεων, οι αιτούντες παρείχαν κανονικά τις υπηρεσίες τους έως και την 20-09-2020, εκτός από τον ενδέκατο που παρείχε τις υπηρεσίες του έως την 22-06-2020, πλην όμως η πρώτη των καθ’ων έχει καταστεί υπερήμερη στην καταβολή των αποδοχών τους από την 1 -7-2020, με αποτέλεσμα να τους οφείλει τα αναφερόμενα στην αίτηση χρηματικά ποσά, για τα οποία ευθύνεται και η δεύτερη των καθ’ων, ως διαχειρίστρια το πλοίου στο οποίο ήταν ναυτολογημένοι. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούν επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, λόγω της αφερεγγυότητας και της δεινής οικονομικής κατάστασης των καθ’ων, να ληφθούν ως ασφαλιστικά μέτρα: α) η προσωρινή επιδίκαση σε αυτόν των ίδιων απαιτήσεών τους και β) η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ων και ειδικότερα του  υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιου /πετρελαιοφόρου πλοίου με το όνομα “…” … προκειμένου να εξασφαλισθούν οι προπεριγραφόμενες απαιτήσεις τους. Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αίτηση παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου , το οποίο είναι αρμόδιο καθ` ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, λόγω της πραγματικής έδρας των καθ’ων, που βρίσκεται στο …, αλλά και του τόπου, που ναυλοχεί το πλοίο, που είναι ο λιμένας της Κυνοσούρας Σαλαμίνας (άρθρα 683 παρ.1 , 25 παρ.2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. α` και ι` Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Συνακόλουθα, το Δικαστήριο τούτο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπόθεσης. σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. και 31 Κανονισμού Ε.Κ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ακολούθως, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Εφαρμοστέο, λοιπόν, δίκαιο: α) ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία – οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης, είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει και β) ως προς την ευθύνη της καθ’ ης από τις ένδικες συμβάσεις ναυτικής εργασίας, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που συνδέεται στενότερα με τις συμβάσεις, λόγω της πραγματικής έδρας της καθ’ης, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης-6-2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, η αίτηση είναι ορισμένη και νόμιμη σύμφωνα με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο (άρθρα,  37 επ., 52, 60, 105,106 ΚΙΝΔ, 648, 653, 345 και 346 ΑΚ, 707, 728 παρ. 1 γ΄ , 729 παρ. 2 ΚΠολΔ) και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, … και από τα έγγραφα που οι αιτούντες επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι καθ’ων, είναι αλλοδαπές εταιρείες, με επωνυμία η πρώτη εξ΄αυτών «…» και η δεύτερη «… και είναι η πρώτη πλοιοκτήτρια και η δεύτερη αντιπρόσωπος της πρώτης καθ’ης και διαχειρίστρια του υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιου /πετρελαιοφόρου πλοίου με το όνομα “…” … νηολογίου … με αριθμό ΙΜΟ … και MMSI 215893000. Υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, η δεύτερη καθ’ης, ενεργώντας ως εξουσιοδοτημένη αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, προσέλαβε με συμβάσεις ναυτικής εργασίας, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ισχύουσας τότε Σ.Σ.Ν.Ε για τα πληρώματα Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων και ναυτολόγησε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο τους αιτούντες και συγκεκριμένα, τον πρώτο ως Πλοίαρχο αρχικά στις      27-11-2019, με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 2 μηνών, η οποία παρατάθηκε την 23-12-2019 για διάστημα 5 μηνών και ακολούθως την 6-4-2020 παρατάθηκε για χρονικό διάστημα 3 μηνών και στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 10.000 δολ.ΗΠΑ, τον δεύτερο ως Α’ Ανθυποπλοίαρχο αρχικά στις 27-11-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 5 μηνών, η οποία με την από 6-4-2020 σύμβαση παρατάθηκε για χρονικό διάστημα 2  μηνών και στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 3.500 δολ.ΗΠΑ, τον τρίτο ως Β’ Ανθυποπλοίαρχο αρχικά στις 18-12-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 5 μηνών, η οποία με την από 6-4-2020 σύμβαση παρατάθηκε για χρονικό διάστημα 2 μηνών και στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 3.100 δολ. ΗΠΑ, τον τέταρτο ως Α’ Μηχανικό αρχικά στις 27-11-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 8.200 δολ. ΗΠΑ, τον πέμπτο ως Ναύκληρο αρχικά στις 18-12-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 1.750 δολ. ΗΠΑ,  τον έκτο ως Ναύτη αρχικά στις 27-11-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 1.600 δολ. ΗΠΑ, τον έβδομο ως Ναύτη αρχικά στις 18-12-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7 μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 1.560 δολ. ΗΠΑ, τον όγδοο ως Λιπαντή αρχικά στις 18-12-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 1.510 δολ. ΗΠΑ, τον ένατο ως Επισκευαστή αρχικά στις 16-1-2020  με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 1.800 δολ. ΗΠΑ, τον δέκατο ως Αρχιμάγειρα αρχικά στις 25-10-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 9  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 1.800 δολ. ΗΠΑ και τον ενδέκατο ως Υποπλοίαρχο, αρχικά στις 10-9-2019 με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου 7  μηνών, η οποία στη συνέχεια κατέστη αορίστου χρόνου και έληξε την 22-7-2020 κατόπιν παραιτήσεως του ενδέκατου αιτούντος, αντί μηνιαίων κλειστών αποδοχών ύψους 6.500 δολ. ΗΠΑ. Σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων, οι αιτούντες ανέλαβαν υπηρεσία και εκπλήρωναν με επιμέλεια τις υποχρεώσεις τους. Στις 11-5-2020, ενώ το πλοίο έπλεε με κατεύθυνση το λιμένα Νταμιέτα της Αιγύπτου, διαπιστώθηκε βλάβη στη μηχανή, με αποτέλεσμα την ακινητοποίηση του πλοίου, το οποίο στη συνέχεια ρυμουλκήθηκε, με σκοπό την επισκευή του, στο λιμένα της Κυνοσούρας, στη Σαλαμίνα όπου έκτοτε ναυλοχεί.  Έκτοτε οι αιτούντες  παραμένουν στο πλοίο, αναμένοντας την εκτέλεση των εργασιών επισκευής και ακολούθως τον απόπλου αυτού, ενώ η πρώτη καθ’ης, από την 1-7-2020 έχει διακόψει τη μισθοδοσία τους.  Οι αξιώσεις των αιτούντων από την υπηρεσία τους στο πλοίο της πρώτης των καθ’ων, για το χρονικό διάστημα από την 1-7-2020 έως την 30-9-2020 ανέρχονται για τον πρώτο αιτούντα στο ποσό των 30.000 δολ. ΗΠΑ (10.000 δολ. Χ 3 μήνες), για τον δεύτερο αιτούντα στο ποσό των 10.500 δολ. ΗΠΑ (3.500 δολ. Χ 3  μήνες), για τον τρίτο αιτούντα στο ποσό των 9.300 δολ. ΗΠΑ (3.100 δολ. Χ 3 μήνες), για τον τέταρτο αιτούντα στο ποσό των 24.600 δολ. ΗΠΑ (8.200 δολ. Χ 3 μήνες), για τον πέμπτο αιτούντα στο ποσό των 5.250 δολ. ΗΠΑ (1.750 δολ. Χ 3 μήνες), για τον έκτο αιτούντα στο ποσό των 4.800 δολ. ΗΠΑ (1.600 δολ. Χ 3 μήνες),  για τον έβδομο αιτούντα στο ποσό των 4.680 δολ. ΗΠΑ (1.560 δολ. Χ 3μήνες), για τον όγδοο αιτούντα στο ποσό των 4.530 δολ. ΗΠΑ (1.510 δολ. Χ 3 μήνες), για τον ένατο αιτούντα στο ποσό των 5.400 δολ. ΗΠΑ (1.800 δολ. Χ 3 μήνες), για τον δέκατο αιτούντα στο ποσό των 5.400 δολ. ΗΠΑ (1.800 δολ. Χ 3 μήνες) και για τον εντέκατο αιτούντα στο ποσό των 2.196,42 δολ. ΗΠΑ για υπόλοιπο μισθοδοσίας Ιουλίου 2020, καθόσον κατά την αναχώρησή του από το πλοίο στις 22-7-2020, οι καθ’ων του κατέβαλλαν το ποσό των 2.570,25 ευρώ.  Για την καταβολή των ανωτέρω χρηματικών ποσών ευθύνεται η πρώτη των καθ’ων ως εργοδότρια των αιτούντων, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 762/1978 η δεύτερη των καθ’ων ως νόμιμη εκπρόσωπος της πρώτης, που όπως προαναφέρθηκε, ενέχεται, αφού ήταν αυτή, που κατήρτισε τις ένδικες συμβάσεις ναυτολόγησης, για λογαριασμό της εντολέως της – πλοιοκτήτριας. Για την μετατροπή των δολ.ΗΠΑ σε ευρώ ελήφθη υπόψιν η ισοτιμία των δύο νομισμάτων, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αιτήσεως. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε   η επισφαλής περιουσιακή κατάσταση των καθ’ων  (ελαττωμένη περιουσία, οφειλές προς τρίτους), από την οποία δημιουργείται  κίνδυνος για τις ως άνω επίδικες  αξιώσεις τους, καθώς το ως άνω πλοίο είναι το μοναδικό εμφανές περιουσιακό στοιχείο της πρώτης των καθ’ων, ενώ δεν προκύπτει ότι η δεύτερη των καθ’ων διαθέτει αξιόλογη περιουσία και επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 682 του Κ.Πολ.Δ. για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά των καθ’ων. Κατόπιν τούτου, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και  να διαταχθούν ,κατά τα  ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό ,τα ασφαλιστικά μέτρα α) της συντηρητικής κατάσχεσης και β) της προσωρινής επιδίκασης σε κάθε αιτούντα μέρους της πιθανολογηθείσας απαιτήσεως του από καθυστερούμενους μισθούς, δεδομένου ότι  οι οφειλόμενες σε αυτούς αποδοχές  είναι απολύτως αναγκαίες για τη διατροφή των ιδίων και των οικογενειών τους  ήδη δε  έχουν περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση αναγκαζόμενοι να συντηρούνται οικονομικώς με δανεισμό από τρίτα πρόσωπα. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη αφ’ ενός μεν ότι η ένδικη απαίτηση έχει χρηματικό χαρακτήρα, αφ’ ετέρου δε ότι το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης είναι εξαιρετικά επαχθές, κρίνεται αναγκαίο να επιτραπεί, από τώρα, στις καθ’ων να αντικαταστήσουν τη συντηρητική κατάσχεση με το ηπιότερο μέτρο της εγγυοδοσίας (άρθρ. 692 παρ. 1-3, 704 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των καθ’ων (αρθ. 176, 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

Δέχεται εν μέρει την αίτηση.

Διατάσσει την συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των καθ’ων που βρίσκεται στα χέρια τους ή στα χέρια τρίτων και ειδικότερα του υπό  σημαία Μάλτας  δεξαμενόπλοιου /πετρελαιοφόρου πλοίου με το όνομα “…” … νηολογίου … με αριθμό ΙΜΟ … και MMSI … διεθνές διακριτικό σήμα … N.T …,  συνολικού μήκους 105, 50μ, πλάτους 16,80μ, βυθίσματος 7,40μ, κατασκευασθέντος στην Κωνσταντινούπολη το έτος 2005, που φέρει ντηζελομηχανή μάρκας ΜΑΚ 8Μ25 ισχύος 2400 KW, πλοιοκτησίας της πρώτης των καθ’ων για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που οι αιτούντες έχουν σε βάρος της και ειδικότερα για τον πρώτο μέχρι του ποσού των είκοσι πέντε χιλιάδων διακοσίων ενενήντα έξι (25.296) ευρώ, για τον δεύτερο μέχρι του ποσού των οκτώ χιλιάδων οκτακοσίων πενήντα τριών (8.853) ευρώ, για τον  τρίτο μέχρι του ποσού των επτά χιλιάδων οκτακοσίων σαράντα ενός (7.841) ευρώ,  για τον τέταρτο, μέχρι του ποσού των είκοσι χιλιάδων επτακοσίων σαράντα τριών  (20.743) ευρώ, για τον πέμπτο μέχρι του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι έξι (4.426) ευρώ, για τον έκτο μέχρι του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων σαράντα επτά (4.047) ευρώ, για τον έβδομο μέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα έξι (3.946) ευρώ, για τον όγδοο μέχρι του ποσού των τριών χιλιάδων οκτακοσίων δέκα εννέα (3.819) ευρώ, για τον ένατο μέχρι του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα τριών (4.553) ευρώ, για το δέκατο μέχρι του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων πενήντα τριών (4.553) ευρώ και για τον ενδέκατο μέχρι του ποσού των χιλίων οκτακοσίων πενήντα ενός (1.851) ευρώ.

Παρέχει την ευχέρεια στην καθ’ης  να ματαιώσει ή να αντικαταστήσει την πιο πάνω συντηρητική κατάσχεση, με την κατάθεση στο Γραμματέα αυτού του Δικαστηρίου, ισόποσης αντίστοιχης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης Τράπεζας, ήτοι ποσού ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ.

Επιδικάζει προσωρινά στους αιτούντες και σε βάρος των καθ’ων τα  εξής ποσά:  1) στον πρώτο δέκα πέντε χιλιάδες 15.000) ευρώ, 2) στον δεύτερο πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ, 3) στον τρίτο  τέσσερις χιλιάδες πεντακόσια (4.500) ευρώ, στον  τέταρτο δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ, στον πέμπτο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ, στον έκτο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ, στον έβδομο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ, στον όγδοο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ, στον ένατο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ, στο δέκατο δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ και στον ενδέκατο χίλια (1.000) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος των καθ’ων η αίτηση τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των  εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο        ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις

Για τη δημοσίευση

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ