“ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 3669 /2020
(Γενικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 1ης κλήσης: 14058/28-12-2017)
(Ειδικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 1ης κλήσης: 7008/28-12-2017)
(Γενικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 1ης αγωγής: 36248/25-7-2014)
(Ειδικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 1ης αγωγής: 5025/25-7-2014)
(Γενικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 2ης κλήσης: 6709/20-6-2017)
(Ειδικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 2ης κλήσης: 3268/20-6-2017)
(Γενικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 2ης αγωγής: 14196/30-12-2015)
(Ειδικός αριθμός καταθέσεως δικογράφου 2ης αγωγής: 8092/30-12-2015)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (Ενοχικό)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αντώνιο Σβύνο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, τη 12η Ιουνίου 2018 και κατόπιν διακοπής της δίκης επανήλθε την 25η Σεπτεμβρίου 2018, για να δικάσει με την τακτική διαδικασία την υπό τον γενικό αριθμό 36248/25-7-2014 και τον ειδικό αριθμό 5025/25-7-2014 αγωγή καταβολής αποζημίωσης από αδικοπραξία και την υπό τον γενικό αριθμό 14196/30-12-2015 και ειδικό αριθμό 8092/30-12-2015 αγωγή καταβολής αποζημίωσης από αδικοπραξία, οι οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση αντιστοίχως με τις υπό τον γενικό αριθμό 14058/28-12-2017 και τον ειδικό αριθμό 7008/28-12-2017 κλήση της ενάγουσας και τον γενικό αριθμό 6709/20-6-2017 και τον ειδικό αριθμό 3268/20-6-2017 κλήση της ενάγουσας, μεταξύ:
1η Αγωγή:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη … νομίμως εκπροσωπουμένης, στερούμενης ΑΦΜ στην Ελλάδα, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Τσάφου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……), κατοίκου …, και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) Eταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 5) Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην … …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 6) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 7) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 8) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, και 9) Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …), στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, εκ των οποίων αφενός μεν η πρώτη, η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη, η έκτη, η έβδομη, η όγδοη και η ένατη παραστάθηκαν στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Βασιλείου Βερνίκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού Σκουζέ, αριθ.6, και κατέθεσαν προτάσεις, αφετέρου δε η δεύτερη παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Βαρδίκου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …….), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Μαυρομιχάλη, αριθ.3, και κατέθεσε προτάσεις.
2η Αγωγή:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη … νομίμως εκπροσωπουμένης, στερούμενης ΑΦΜ στην Ελλάδα, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Τσάφου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……..), κατοίκου …, και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) Eταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 5) Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην … …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 6) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 7) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 8) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, 9) Εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …), στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, και 10) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στον ……. επί της οδού … με ΑΦΜ ………, νομίμως εκπροσωπουμένης, εκ των οποίων αφενός μεν η πρώτη, η τρίτη, η τέταρτη, η πέμπτη, η έκτη, η έβδομη, η όγδοη και η ένατη παραστάθηκαν στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Βασιλείου Βερνίκου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……..), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού Σκουζέ, αριθ.6, και κατέθεσαν προτάσεις, αφετέρου δε η δεύτερη παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Χρήστου Βαρδίκου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……..), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Μαυρομιχάλη, αριθ.3, και κατέθεσε προτάσεις, ενώ η δέκατη εξ αυτών παραστάθηκε στη δίκη διά των πληρεξουσίων δικηγόρων της Γρηγορίου Τιμαγένη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ………), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού Νοταρά, αριθ.136, και Βασιλείου Σκουτέρη (Α.Μ. Δ.Σ.Π. ……..), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού Νοταρά, αριθ.136, και κατέθεσε προτάσεις,
Η ενάγουσα με την από 23-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 36248/25-7-2014 και τον ειδικό αριθμό 5025/25-7-2014 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 25-7-2014 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά στη δικάσιμο της 5-5-2015 και μετ’ αναβολές στις δικασίμους της 8-3-2016, της 1-11-2016, της 7-3-2017, λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά την οποία τελευταία δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτησή της και επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση απόφασης με την από 27-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 14058/28-12-2017 και τον ειδικό αριθμό 7008/28-12-2017 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 12-6-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό πινακίου 1, και μετά από διακοπή συνεχίστηκε η συζήτησή της και ολοκληρώθηκε στη δικάσιμο της 25-9-2018, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει, οι δε εναγόμενες ζητούν την απόρριψή της με τις προτάσεις που κατέθεσαν. Επίσης, η ενάγουσα με την από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 14196/30-12-2015 και τον ειδικό αριθμό 8092/30-12-2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30-12-2015 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά στη δικάσιμο της 7-6-2016 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 7-3-2017, λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά την οποία δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτησή της και επαναφέρεται προς συζήτηση για την έκδοση απόφασης με την από 20-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 6709/20-6-2017 και τον ειδικό αριθμό 3268/20-6-2017 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 16-1-2018 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 12-6-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό πινακίου 2, και μετά από διακοπή συνεχίστηκε η συζήτησή της και ολοκληρώθηκε στη δικάσιμο της 25-9-2018, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει, οι δε εναγόμενες ζητούν την απόρριψή της με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν στο ακροατήριο, όπως ανωτέρω σημειώνεται, και κατέθεσαν τις προτάσεις τους.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦΘHKE ΣYMΦΩNA ME TOΝ NOMO
Νομίμως επαναφέρονται προς συζήτηση για την έκδοση απόφασης: α) αφενός με την από 27-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 14058/28-12-2017 και τον ειδικό αριθμό 7008/28-12-2017 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 12-6-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό πινακίου 1, και μετά από διακοπή συνεχίστηκε η συζήτησή της και ολοκληρώθηκε στη δικάσιμο της 25-9-2018, η από 23-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 36248/25-7-2014 και τον ειδικό αριθμό 5025/25-7-2014 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 25-7-2014 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά στη δικάσιμο της 5-5-2015 και μετ’ αναβολές στις δικασίμους της 8-3-2016, της 1-11-2016, της 7-3-2017, λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά την οποία τελευταία δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτησή της και γι’ αυτό επαναφέρεται προς συζήτηση με την ως άνω κλήση της και β) αφετέρου με την από 20-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 6709/20-6-2017 και τον ειδικό αριθμό 3268/20-6-2017 κλήση της ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση στη δικάσιμο της 16-1-2018 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 12-6-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε με αύξοντα αριθμό πινακίου 2, και μετά από διακοπή συνεχίστηκε η συζήτησή της και ολοκληρώθηκε στη δικάσιμο της 25-9-2018, η από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 14196/30-12-2015 και τον ειδικό αριθμό 8092/30-12-2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 30-12-2015 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση αρχικά στη δικάσιμο της 7-6-2016 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 7-3-2017, λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους,κατά την οποία δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτησή της και γι’ αυτό επαναφέρεται προς συζήτηση με την ως άνω κλήση της.
Εισάγονται προς κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: Α) η από 23-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 36248/25-7-2014 και τον ειδικό αριθμό 5025/25-7-2014 αγωγή της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη … νομίμως εκπροσωπουμένης, κατά των εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 5) εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην … …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 6) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 7) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 8) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, και 9) εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …), στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, και Β) η από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό τον γενικό αριθμό 14196/30-12-2015 και τον ειδικό αριθμό 8092/30-12-2015 αγωγή της ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη … νομίμως εκπροσωπουμένης, κατά των εναγομένων: 1) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … νομίμως εκπροσωπουμένης, 5) εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην … …), νομίμως εκπροσωπουμένης, 6) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 7) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 8) εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στην … (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, 9) εταιρείας με την επωνυμία «….», εδρεύουσας στην …), στη …, νομίμως εκπροσωπουμένης, και 10) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στον ……….. επί της οδού … με ΑΦΜ …………, νομίμως εκπροσωπουμένης, οι οποίες αμφότερες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, έχουν ως αντικείμενο την καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία, έχουν κοινούς διαδίκους, υπάγονται προς εκδίκαση στην ίδια τακτική διαδικασία, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διότι εκκρεμούν στο αυτό Δικαστήριο και με την ένωση και τη συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται η μείωση των εξόδων και αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (άρθρα 31, 246, 285, ΚΠολΔ).
Σύμφωνα, κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγόμενου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή τον διάδικο που άσκησε την κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει, ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγόμενου (του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ’ ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας στο οικείο δικαστήριο, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 171 και 172 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι: (α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του είναι ανάγκη να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα κατά την πρώτη συζήτηση με ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ.γ΄ ΚΠολΔ), β) ότι κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους, ο δε σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος δεν έχει εμφανή περιουσία, έχει άγνωστη διαμονή, είναι αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του αιτούντος και, εν γένει, αφερέγγυος, γ) ότι για να διαταχθεί η εγγυοδοσία, πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη, προαποδεικτικά, από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψη του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για την αδυναμία εκτέλεσης της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση καταδίκης σ’ αυτά του υπόχρεου στην καταβολή της εγγυοδοσίας διαδίκου, δ) ότι το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική ένσταση της δίκης για εγγυοδοσία, ορίζει όχι μόνο το ποσό της, αλλά και την προθεσμία, εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση εκείνου που είχε ζητήσει την εγγυοδοσία, “αποφασίζει ότι ανακλήθηκε η αγωγή, η κυρία παρέμβαση ή το ένδικο μέσο”, πράγμα που είναι υποχρεωτικό για το δικαστήριο και δεν απόκειται στην διακριτική του ευχέρεια, η ανάκληση δε, θεωρείται, πως αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ενδίκου μέσου, ε) ότι το βάρος της απόδειξης των προϋποθέσεων της ανωτέρω δικονομικής αναβλητικής ένστασης, η οποία εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα, φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ου η κυρία παρέμβαση ή εκείνος, κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ η ένσταση είναι βάσιμη, αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 1875/2014 ΧΡΙΔ 2015.283, ΑΠ 308/2008 Αρμ 2009.1536, ΑΠ 990/2008 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενες εταιρείες ισχυρίζονται ότι ο κίνδυνος αδυναμίας εκτέλεσης από τυχόν καταδίκη της ενάγουσας στα δικαστικά έξοδα είναι προφανής, επικαλούμενες για τον ισχυρισμό τους ειδικότερα: α) ομολογίες της ενάγουσας στην αγωγή της περί έλλειψης ιδίων κεφαλαίων για την κάλυψη των δαπανών επισκευής και των τελών αγκυροβολίας, β) ομολογίες της ενάγουσας ότι ενδέχεται να ασκηθούν αξιώσεις από τη διαχειρίστρια του πλοίου για τα τέλη ελλιμενισμού, γ) ότι το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της ενάγουσας ήταν το πλοίο, το οποίο και πώλησε, το δε τίμημα αυτού είναι ήδη μειωμένο κατά το ποσό των επισκευών και δ) ότι ήταν μονοβάπορη εταιρεία και σήμερα δεν διαθέτει κάποιο εμφανές περιουσιακό στοιχείο. Ωστόσο, το αίτημα αυτό των εναγομένων με αυτό το περιεχόμενο είναι απορριπτέο ως νόμω και ουσία αβάσιμο, για τους ακόλουθους λόγους: 1) Οι διατυπώσεις της αγωγής της ενάγουσας περί της «έλλειψης κεφαλαίων» για την κάλυψη των δαπανών επισκευής και λιμενικών τελών, αφορούν το χρονικό διάστημα πριν την πώληση του πλοίου της και όχι το κρίσιμο διάστημα της συζήτησης των κρινόμενων αγωγών της, ενώ επιπλέον αναφέρονται στην κάλυψη των απαιτουμένων δαπανών για τις ως άνω δύο (2) αιτίες αυτοτελώς, γεγονός που δεν σημαίνει ότι στερείται το απαιτούμενο ποσό προς καταβολή των δικαστικών εξόδων σε περίπτωση ήττας της στην προκείμενη δίκη. Μόνον ο τυχόν ισχυρισμός της ότι επλήγη οικονομικώς από τα επίδικα περιστατικά, εφόσον δεν συνοδεύεται και με επίκληση περιστατικών αφερεγγυότητας από τις αιτούσες την εγγυοδοσία αυτή εναγόμενες, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της κατ’ άρθρο 169 ΚΠολΔ ύπαρξης κινδύνου να καταστεί αδύνατη η εκτέλεση ενδεχόμενης διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της ενάγουσας (ad hoc ΠολΠρΑθ 3778/2015 ΤΝΠ Νόμος). 2) Η άσκηση αξιώσεων από τη διαχειρίστρια του πλοίου της ενάγουσας για την κατ’ ουσίαν οφειλή που βαρύνει το πλοίο της, δεν θεμελιώνει ισχυρισμό αφερεγγυότητάς της ενάγουσας, καθόσον κατά την κρίση της τελευταίας οι εναγόμενες είναι ενεχόμενες αναφορικά με τη συγκεκριμένη αξίωσή της, γι’ αυτό και στρέφει την αγωγή της κατ’ αυτών, ενώ οι εναγόμενες (έχουσες και το βάρος πλήρους απόδειξης των ισχυρισμών τους) δεν επικαλούνται άλλα στοιχεία ή περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η επικαλούμενη αφερεγγυότητα της ενάγουσας, όπως απαιτείται σύμφωνα με τη νομολογία. 3) Οι εναγόμενες συνομολογούν ότι η οικονομική κατάσταση της ενάγουσας περιλαμβάνει τουλάχιστον το τίμημα που εισέπραξε από τη μεταβίβαση του πλοίου της, έστω μειωμένο κατά το κόστος των επισκευών, το οποίο όμως δεν αποδείχθηκε ότι υπολείπεται έστω του ποσού των πιθανολογούμενων δικαστικών εξόδων υπέρ των εναγομένων από τη δίκη αυτή σε περίπτωση ήττας της ενάγουσας έναντι αυτών. Περαιτέρω, ο αόριστος και γενικόλογος ισχυρισμός περί του τιμήματος της μεταβίβασης αυτής ότι «ουδείς γνωρίζει που ευρίσκεται», υπολαμβάνει μεν ότι θα είναι δυσχερής η εκτέλεση των δικαστικών εξόδων, πλην όμως, η διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζεται, όταν απλώς είναι δυσχερής η εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που η εκτέλεση πρέπει να γίνει στην αλλοδαπή, ενώ ήδη από το ιστορικό της ένδικης διαφοράς και από τα εκατέρωθεν σχετικά έγγραφα προκύπτει ότι όλα τα έγγραφα και δικόγραφα των εναγομένων επιδίδονταν στην ημεδαπή για λογαριασμό της ενάγουσας, ενώ απεναντίας η ενάγουσα προέβη σε επιδόσεις προς τις εναγόμενες στην αλλοδαπή στην έδρα τους, επωμιζόμενη και ανταποκρινόμενη σε σημαντική δαπάνη (μεταφράσεις, κοινοποιήσεις, θεωρήσεις κλπ.) (ΕφΘεσ 567/1983 Αρμ 38.474, ΠολΠρΠειρ 1471/2006 Δίκη 2003.76, ΠολΠρΠειρ 1741/2001 ΝοΒ 2003/87, ΠολΠρΠειρ 1467/1991 ΕΝΔ 1992.75). 4) Ειδικότερα, το γεγονός της κάλυψης ιδιαιτέρως σημαντικών δαπανών που αφορούν την προδικασία των αγωγών της δεν συνάδει μ την επίκληση των εναγομένων ότι η ενάγουσα είναι αφερέγγυα ή ότι στερείται επαρκών οικονομικών πόρων κατά τον χρόνο συζήτησης των αγωγών της για την κάλυψη των δικαστικών της εξόδων. 5) Ο δε ισχυρισμός των εναγομένων ότι “δεν διαθέτει εμφανές περιουσιακό στοιχείο στην Ελλάδα”, είναι απορριπτέος καθότι με αυτόν επιχειρείται να θεμελιωθεί ο κίνδυνος μόνο στο γεγονός ότι η ενάγουσα είναι αλλοδαπή εταιρεία χωρίς περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα. Μόνο, όμως, το γεγονός αυτό, εφόσον δεν συνοδεύεται και με επίκληση αφερεγγυότητάς της, ενδεχομένως δημιουργεί κάποια δυσχέρεια για την εκτέλεση, αλλά δεν αρκεί για να οδηγήσει το Δικαστήριο στην κρίση για ύπαρξη κινδύνου να καταστεί αδύνατη η εκτέλεση ενδεχόμενης διάταξής του για καταδίκη της στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, οι εναγόμενες περιορίζονται στην γενικόλογη αναφορά του ισχυρισμού ότι τάχα «δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα», χωρίς όμως να επικαλούνται ούτε να αποδεικνύουν ότι προέβησαν σε σχετική έρευνα, η οποία μάλιστα να απέβη άκαρπη (βλ. ad hoc ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Όπως προκύπτει δε από τις εκτενείς αναφορές των εναγομένων στις δικαστικές ενέργειες εναντίον της ενάγουσας, δεν αναφέρουν ότι αντιμετώπισαν προβλήματα εκτέλεσης (ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). 6) Το στοιχείο της επικαλούμενης «αφερεγγυότητας», οι εναγόμενες εταιρείες απέτυχαν να αποδείξουν πλήρως, όπως απαιτεί ο νόμος, πέραν του ότι η ενάγουσα επικαλείται ότι διαθέτει απαιτήσεις κατά τρίτων ή και των ιδίων των εναγομένων, οι οποίες κατά νόμο συνεκτιμώνται για τη θεμελίωση του «προφανούς κινδύνου» (ΕφΑθ 1/2010 Αρμ 2012.1905). Συνακόλουθα, απορριπτέα τυγχάνει ως αβάσιμη κατά νόμο και κατ’ ουσίαν η σχετική ένσταση (ισχυρισμός) των εναγομένων κατ’ άρθρο 169 ΚΠολΔ, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει τέτοια περίπτωση εν προκειμένω, καθόσον δε οι ίδιες φέρουν το σχετικό βάρος απόδειξής της, πλην όμως δεν ανταποκρίθηκαν επαρκώς σε αυτό, σύμφωνα και με τα αρχικώς διαλαμβανόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας.
Ι. Aπό τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ.2, 118 εδ.δ΄, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686, ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο, ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτιμήσεως και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σε αυτή και γ) ορισμένο αίτημα και επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο κι αυτεπαγγέλτως. Η αναγραφή στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση που απορρέει απ’ αυτά, είναι απαραίτητη ώστε να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι αυτάρκες, δηλαδή να περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο το αξιούμενο δικαίωμα, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να συμπληρωθούν αυτά από το περιεχόμενο άλλου εγγράφου (διαδικαστικού ή εξωδίκου), αφού η τυχόν αόριστη αγωγή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή της στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝΔ 1998.9, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 216, αριθ.2-3). Η έλλειψη, η ανεπαρκής ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού λόγω αοριστίας, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159), η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1297/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Εξάλλου, κατά τους ορισμούς και την έννοια των άρθρων 914, 297, 298, 932 ΑΚ η αδικοπρακτική ευθύνη για τη θεμελίωση υποχρεώσεως προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, από δόλο ή αμέλεια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρεώσεως για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε τρίτους. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη ζημία, που επήλθε, και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.2, 118 παρ.4, 216 ΚΠολΔ, 914, 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι στην αγωγή προς αποζημίωση από αδικοπραξία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά εκείνα που συνιστούν την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου, τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του ενάγοντα (ΑΠ 926/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 23/2004 ΕλλΔνη 45.827, ΕφΑθ 3534/2003 ΕλλΔνη 2004.585, ΕφΑθ 5625/1999 ΝοΒ 48.652). Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, όσα παρέλειψε, από τον νόμο, τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρονται τα γεγονότα που δικαιολογούν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και της ζημίας (ζημιογόνου αποτελέσματος), που επήλθε στον ενάγοντα, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη θετική και αποθετική ζημία του (ΑΠ 59/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 641/2011 ΤΝΠ Νόμος). Τέτοια συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, κατά τον χρόνο και υπό τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ), να επιφέρει και επέφερε πράγματι τη ζημία (ΑΠ 418/2016 Νόμος, ΑΠ 1672/2014 Νόμος, ΑΠ 1671/2014 Νόμος, ΑΠ 2144/2013 Νόμος, ΑΠ 895/2011 Νόμος, ΑΠ 349/2010 Νόμος, ΑΠ 41/2010 ΕλλΔνη 2011.376, ΑΠ 16/2005 ΕλλΔνη 2005.734, ΑΠ 893/2004 ΕλλΔνη 2004.1599). Για την έννοια, πάντως, του παρανόμου δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένων απαγορευτικών ή επιτακτικών κανόνων δικαίου, αλλά αρκεί αντίθεση πράξεων του δράστη στο γενικότερο πνεύμα δικαίου, τις επιταγές της έννομης τάξης, που επιβάλλουν την υποχρέωση, να μη εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια, που προσδιορίζονται και από τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1879/1999 ΕλλΔνη 41.1304, ΑΠ 81/1991 ΝοΒ 92.716, ΕφΑθ 1642/2000 ΕλλΔνη 42.173). Περαιτέρω, αυτός που προκαλεί επικίνδυνες καταστάσεις οφείλει, κατά τη καλή πίστη, όλα τα κατά τις περιστάσεις προστατευτικά μέτρα που είναι αναγκαία, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης της τέχνης και της κοινής πείρας, για την αποτροπή ζημιών που μπορεί να προέλθουν σε τρίτους, εξαιτίας προσβολής απόλυτων δικαιωμάτων τους, έστω και άν η υποχρέωση δεν προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου, διότι, εάν προβλέπεται, η παράβαση της διάταξης αυτής συνιστά ήδη παράνομη συμπεριφορά.
ΙΙ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτο παράνομα κατά την υπηρεσία του. Πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (του προστήσαντος) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία) που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (του προστήσαντος). Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει: 1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του, προς τις οποίες ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται, και εξουσία αυτού επί του προστηθέντος κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Βάση της σχέσης πρόστησης μπορεί να είναι είτε με σύμβαση (λ.χ σύμβαση εργασίας ή έργου) είτε βιοτική σχέση, και είναι αδιάφορο αν η σχέση αυτή είναι ευκαιριακή ή διαρκής, νόμιμη ή παράνομη, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια (συμπεριλαμβανομένης εννοιολογικά και της αμέλειας), πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμα και κατά κατάχρηση αυτής, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων του προστηθέντος και κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του προστήσαντος, οι οποίες δεν απαιτείται να είναι οπωσδήποτε δεσμευτικές ειδικές εντολές, αλλά αρκούν και γενικές οδηγίες στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης που επιτρέπει μια γενική εποπτεία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως και της υπηρεσίας που είχε ανατεθεί στον προστηθέντα, υφίσταται εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η πράξη αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας και ο ζημιωθείς τρίτος δεν εγνώριζε την κατάχρηση, ούτε όφειλε να τη γνωρίζει. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά η αναμφίβολα γνωστή έννοια της προστήσεως, θεωρείται ότι προβάλλονται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του (ΑΠ 838/2011 ΧρΙΔ 2012.114, ΑΠ 1198/2009 ΕΕμπΔ 2010.419, ΑΠ 1507/2005 ΕλλΔνη 2006.94, ΕφΠειρ 60/2015 ΤΝΠ Νόμος). Δηλαδή, ο προστήσας ευθύνεται για κάθε πράξη του προστηθέντος της οποίας η εκτέλεση κατέστη δυνατή στον προστηθέντα λόγω της ακριβώς ένεκα της προστήσεως θέσεώς του αυτής, των ευκαιριών τις οποίες αυτή (η πρόστηση) έδωσε σε αυτόν προς χρησιμοποίηση για άλλο σκοπό των στη διάθεσή του τεθέντων μέσων. Περαιτέρω, αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος ο τελευταίος ευθύνεται για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές σε αυτούς. Όταν δε η εκτέλεση της υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο ως άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υποθέσεως, ελλείψει των σχετικών γνώσεων δεν μπορεί να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο το χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο καταρχήν δεν συνδέεται συμβατικά με τον ζημιωθέντα τρίτο. Ο ενάγων, ο οποίος βασίζει την αγωγή του στη διάταξη αυτή, οφείλει για το ορισμένο αυτής να επικαλεστεί σε αυτήν (και να αποδείξει, σε αμφισβήτηση, για την ευδοκίμησή της) τη σχέση της προστήσεως, ότι ο προστηθείς ή ο υπηρέτης ενήργησε υπαιτίως και παρανόμως, ότι η ενέργειά του αυτή έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του και ότι ο κύριος ή ο προστήσας είχαν εξουσία στον προστηθέντα ή τον υπηρέτη του κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, όπως επίσης θα πρέπει να διευκρινίζει (προκειμένου περί νομικού προσώπου) την ιδιότητα του φυσικού προσώπου σε παράνομη και υπαίτια πράξη ή παράλειψη του οποίου οφείλεται η ζημία του, δηλαδή ως οργάνου του νομικού προσώπου ή ως προστηθέντος αυτού. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 216 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει εκτός των άλλων αναφερομένων στην διάταξη αυτή στοιχείων, «σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή…». Τέτοια έκθεση των απαραίτητων κατά νόμο γεγονότων θεωρείται ότι υπάρχει και όταν ιστορικά αναφέρεται στην αγωγή η χαρακτηριστικά περιγραφόμενη με αυτά ορισμένη έννοια που αποτελεί στοιχείο του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, υπό την προϋπόθεση ότι το περιεχόμενό της είναι αναμφίβολα γνωστό, αφού τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας τέτοιας έννοιας υπονοούνται με την χρησιμοποίηση της λέξεως με την οποία αυτή δηλώνεται. Επομένως, εφόσον στην αγωγή αναφέρεται ιστορικά ή αναμφίβολα γνωστή έννοια της πρόστησης, θεωρείται ότι προβάλλεται με αυτή (αγωγή) τα χαρακτηριστικά για την εξειδίκευση και περιγραφή της εννοίας αυτής γεγονότα, μεταξύ των οποίων και η διατήρηση από τον προστήσαντα του δικαιώματος να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του.Η δε συγκεκριμενοποίηση των αναφερόμενων στην αγωγή βασικών γνωρισμάτων της νομικής έννοιας μπορεί να γίνει με βάση τα ειδικότερα περιστατικά που προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν αυτά δεν τα έχει επικαλεσθεί ο ενάγων. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691 ΑΚ, προκύπτει ότι επί μισθώσεως έργου, γενικώς, ο εργολάβος, αφού δεν εξαρτάται από τον εργοδότη, δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του και συνεπώς είναι ανεύθυνος ο εργοδότης για τις υπαίτιες και άδικες πράξεις του εργολάβου ή των από αυτών προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου. Στη περίπτωση κατά την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου, ο εργολάβος αφού υπακούει στις οδηγίες του, θεωρείται ως προστηθείς. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 926 και 481 ΑΚ προκύπτει ότι, εάν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή εάν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ευθύνονται όλοι εις ολόκληρον. Παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων για την ίδια ζημία υπάρχει, όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από τον νόμο αυτοτελώς το καθένα για την αποκατάσταση της ζημίας. Ως περίπτωση παράλληλης ευθύνης μπορούν να μνημονευθούν ο προστήσας και ο προστηθείς, καθώς υπό τον όρο συνδρομής των προαναφερομένων προυποθέσεων θεμελιώνεται κατά το άρθρο 922 ΑΚ η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ο προστηθείς, με τον οποίο συνευθύνεται εις ολόκληρον, όπως τούτο συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ. Με το άρθρο 926 ΑΚ καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από τον νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Η πρώτη κατηγορία αφορά την περίπτωση της επέλευσης της ζημίας από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ως κοινή πράξη, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξης ή την επαγωγή της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν οι ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας. Ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσότερους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 1124/2015, ΑΠ 1804/2014 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, οφειλή εις ολόκληρον υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μία φορά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι προϋπόθεση για την ύπαρξη οφειλής εις ολόκληρον αποτελεί η ταυτότητα παροχής που οφείλουν περισσότεροι οφειλέτες. Ως ταυτότητα παροχής νοείται η ταυτότητα σκοπού της παροχής, ο οποίος είναι το συμφέρον του δανειστή για εκπλήρωσή της. Η ταυτότητα αυτή της παροχής δεν προϋποθέτει αναγκαστικά ταυτότητα του νομικού και πραγματικού παραγωγικού λόγου γενέσεώς της και για τον λόγο αυτό η υποχρέωση ή η κοινή ευθύνη των συνοφειλετών μπορεί να πηγάζει από διαφορετική αιτία και να γεννήθηκε σε διαφορετικό χρόνο αρκεί η ικανοποίηση του ίδιου συμφέροντος του δανειστή. Ειδικότερα από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης 929 ΑΚ προκύπτει ότι η σχετική ρύθμιση αφορά τη ζημία από αδικοπραξία υπό την έννοια της διατάξης 914 ΑΚ. Με τον όρο δε «κοινή πράξη» νοείται η αιτιώδης σύμπραξη ή η συμμετοχή (υπό την ευρύτατη αυτής έννοια) με οποιαδήποτε μορφή στην αδικοπραξία και ειδικότερα είτε στη τέλεση της πράξης είτε στην επαγωγή της ζημίας, δηλαδή η ενέργεια που χαρακτηρίζεται από τη συναιτιότητα, όπως αυτή χρησιμοποιείται στη θεωρία της αιτιώδους συνάφειας. Η συναιτιότητα αποτελεί ουσιαστικά την τεχνική έννοια του άρθρου 45 ΠΚ περί συναυτουργίας, που προϋποθέτει το υποκειμενικό στοιχείο της συναπόφασης και το αντικειμενικό στοιχείο της συνεκτέλεσης, αλλά και της απλώς υπαίτιας συναυτουργίας, η οποία στηρίζεται σε κοινή αμέλεια ή δόλο του ενός και αμέλεια του άλλου συναυτουργού. Παράλληλη ευθύνη «πλειόνων για την αυτή ζημία» υπάρχει, όταν περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται αυτοτελώς από το νόμο το καθένα για την αποκατάσταση της αυτής ζημίας, ενώ κατά το εδάφιο β΄ συντρέχει λόγος αμοιβαίου καταλογισμού της αιτιότητας και άρα της ευθύνης, όταν συμβάλλουν περισσότεροι στην πρόκληση της ζημίας χωρίς να είναι δυνατό να διακριβωθεί ο πρόξενος μεταξύ περισσοτέρων πιθανών συμμετόχων Ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής είναι οι εξής: α) η τέλεση περισσότερων πράξεων από περισσότερα πρόσωπα, β) οι ενέργειες των προσώπων να είναι πρόσφορες για την επαγωγή της ζημίας, γ) η συμπεριφορά κάθε συμμετόχου να πληρώνει το πραγματικό μίας αδικοπραξίας με εξαίρεση μόνο την αποδεδειγμένη αιτιότητα και δ) να είναι αδύνατο να διακριβωθεί ποιός από τους συμμετόχους προκάλεσε το ζημιογόνο αποτέλεσμα ή σε ποιό ποσοστό συνέβαλε ο καθένας σε αυτό. Γίνεται δεκτό ότι η υπόψη διάταξη εφαρμόζεται αναλογικά και σε περιπτώσεις που τη διαζευκτική αιτιότητα αποτελούν γεγονότα αντικειμενικής ευθύνης ή γεγονότα που συνιστούν αθέτηση σύμβασης.
ΙΙΙ. Περαιτέρω, η αποζημίωση, που προβλέπεται από τα άρθρα 297 και 298 ΑΚ, παρεχόμενη από τον υπόχρεο σε χρήμα, περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Κατά το άρθρο 298 ΑΚ δε, η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος, λογίζεται δε ως τέτοιο το προσδοκώμενο με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί (ΑΠ 175/2010 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, για να είναι ορισμένη κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Δεν αρκεί δηλαδή να αναφέρονται αφηρημένα στο δικόγραφο της αγωγής οι σχετικές με τον προσδιορισμό του διαφυγόντος κέρδους εκφράσεις του νόμου, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών, που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και η ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών (ΟλΑΠ 22/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΟλΑΠ 20/1992 ΝοΒ 1993.85, ΕφΠειρ 572/2015, ΕφΑθ 2561/2015 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, για την πληρότητα της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους που συνίσταται στην απώλεια εσόδων λόγω μη άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, πρέπει, αλλά και αρκεί, να αναφέρονται στο δικόγραφό της, όλα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο ενάγων θα εισέπραττε με πιθανότητα από την επαγγελματική του δραστηριότητα το αιτούμενο ποσό κέρδους κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και ιδίως τα ληφθέντα προπαρασκευαστικά μέτρα (ΟλΑΠ 20/1992, ΑΠ 2033/2013 Αρμ 2014.782, ΑΠ 220/2012, ΑΠ 998/2003, ΕφΠειρ 256/2013 ΤΝΠ Νόμος). Για επιδίκαση ως αποζημίωσης του διαφυγόντος κέρδους δεν αρκεί η αναφορά του συνολικά φερόμενου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα, των ειδικών περιστάσεων και ληφθέντων μέτρων που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και για το λόγο αυτό απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 22/1995 ΕλλΔνη 1995.1538, ΟλΑΠ 20/1992 ΕλλΔνη 33.1435, ΑΠ 697/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 220/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1062/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 611/2008 ΕΠολΔ 2008.709, ΑΠ 559/2004 ΕλλΔνη 47.747, ΑΠ 390/2004, ΑΠ 926/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 998/2003 ΕλλΔνη 45.1597, ΑΠ 390/2004 ΕλλΔνη 2005.1656, ΑΠ 998/2003 ΧρΙΔ 2004.44, ΕφΠατρ 613/2009 ΑχαΝομ 2010.602). Το απαράδεκτο εξετάζεται κι αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, διότι ανάγεται στην προδικασία, που αφορά στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 1581/2000 ΕλλΔνη 42.1326, ΑΠ 762/2000, ΑΠ 365/2000, ΑΠ 265/2000 ΤΝΠ Νόμος).
- IV. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914επ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει, ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά τον νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζημίας που επήλθε. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται ο ζημιώσας να ενήργησε με τον αποκλειστικό σκοπό να βλάψει τον άλλον (άμεσος δόλος), αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, ότι δηλαδή προέβλεψε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και παρόλα αυτά δεν απείχε από την πράξη ή την παράλειψη, από την οποία επήλθε η ζημία, ενώ παράλληλα ο δόλος (πρόθεση) στα πλαίσια της εν λόγω διάταξης αναφέρεται μόνο στην επαγωγή της ζημίας και όχι στον ανήθικο ή παράνομο χαρακτήρα της πράξης, ο οποίος κρίνεται αντικειμενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν ο δράστης είχε συνείδηση ή γνώση της ανηθικότητας. Η γένεση, εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρο 919 ΑΚ, η οποία διάταξη αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του άρθρου 914 ΑΚ και καλύπτει τις ακραίες περιπτώσεις που δεν ανήκουν σε αυτό και επεκτείνεται η αδικοπρακτική ευθύνη και στις περιπτώσεις που ευθέως δεν προσβλήθηκε ορισμένο δικαίωμα ή προστατευμένο συμφέρον, υπoχρέωσης για αποζημίωση, προϋποθέτει, σύμφωνα με αυτήν τη διάταξη, συνδυαζόμενη με εκείνη του άρθρο 298 ΑΚ, την ύπαρξη μεταξύ της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και της ζημίας που τυχόν επήλθε αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου, κατά την επικρατούσα στην ελληνική νομολογία και επιστήμη θεωρία της αιτιώδους συνάφειας (causa adequata) υπό την έννοια ότι η ως άνω συμπεριφορά, εκτός του ότι αποτέλεσε αναγκαίο όρο της επέλευσης της ζημίας, ήταν, καθεαυτή, και ικανή, υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, στη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να την επιφέρει, ούτως ώστε η ζημία να μπορεί στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποδοθεί, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, στην αιτιώδη δυναμικότητα της συμπεριφοράς που αντίκειται στα χρηστά ήθη και, αντιστοίχως, η συμπεριφορά αυτή να συνιστά πρόσφορη, επαρκή αιτία της ζημίας. Συνεπώς υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στον δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στο ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα ως όρος αδικοπρακτικής ευθύνης διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει και η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με τη μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, άσχετα εάν η ελεγχόμενη συμπεριφορά κατά τα λοιπά αποτελεί ή όχι παράβαση συγκεκριμένου ή απαγορευτικού κανόνα δικαίου. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος, και ειδικότερα όταν το υποκείμενο της ζημίας δημιούργησε ο ίδιος επικίνδυνη κατάσταση, οπότε έχει υποχρέωση να λάβει κάθε ενδεικνυόμενο από τις περιστάσεις μέτρο προς προστασία των τρίτων από την πρόκληση σε αυτούς οποιασδήποτε ζημίας πριν και μετά τη δημιουργία της επικίνδυνης κατάστασης, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται και χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 §3 του Συντάγματος. Ως κριτήριο δε των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Ως ζημία, δηλαδή, νοείται το αρνητικό της συμβάσεως διαφέρον, ήτοι κάθε ζημία, θετική ή και διαφυγόν κέρδος, που συναρτάται προς το ότι το έτερο μέρος υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απώλεσε άλλη επιχειρηματική ευκαιρία εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του υπαίτιου μέρους. Από τη διάταξη δε του άρθρου 298 ΑΚ προκύπτει ότι ο νομοθέτης (πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. άρθρο 345 εδ.α΄ ΑΚ ή Ν.2112/1920) επιλέγει τον κανόνα του συγκεκριμένου υπολογισμού της ζημίας, ήτοι εκείνης της ζημίας που επέρχεται στον ζημιωθέντα, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών του. Αποκαθίσταται δε, κατά την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομολογία “θεωρία της διαφοράς”, η ζημία που προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ της ενεστώσας και της πριν από το ζημιογόνο γεγονός περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και όχι μόνο επί του συγκεκριμένου αγαθού, αλλά και επί των άλλων στοιχείων της περιουσίας του ή στα μη περιουσιακά αγαθά του και τίποτε πέραν τούτου, διότι άλλως ο ζημιωθείς θα γινόταν, μέσω της “αποκατάστασης” της ζημίας του, αδικαιολογήτως πλουσιότερος εις βάρος της περιουσίας του ζημιώσαντος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 914, 928 εδ.β΄, 929 εδ.β΄ 297 και 298 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αξίωση για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση (λόγω ηθικής βλάβης) έχει μόνο ο ζημιωθείς αμέσως από την πράξη, όχι δε και ο εμμέσως ζημιωθείς τρίτος, εκτός αν η συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος, αυτοτελώς θεωρούμενη, συνιστά και ως προς τον τρίτο είτε αδικοπραξία είτε αυτοτελή λόγο υποχρεώσεως για αποζημίωση. Σε περίπτωση, που ζημιογόνος πράξη, η οποία αποτελεί και αδικοπραξία, στρέφεται κατά του νομικού προσώπου ανώνυμης εταιρείας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρείας, αν με την αδικοπραξία προσεβλήθη η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον, οι κατ’ ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία, που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή τη μείωση της εσωτερικής αξίας τους ή τη διανομή μικρότερου μερίσματος, δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημιώσεως για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως από την αδικοπραξία ζημιωθέντες. Όμως, η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίτημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση του κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση και την οποία το αιτούμενο την χρηματική ικανοποίηση νομικό πρόσωπο πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει. Προστατευμένο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Ειδικότερα, προκειμένου να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπεριφοράς υπάρχει αντικειμενική αντίθεση, με την πιο πάνω έννοια, προς τα χρηστά ήθη (την οποία δεν αποκλείει η ύπαρξη σχετικού δικαιώματος ή ευχέρειας), συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού, έστω και θεμιτού και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγματώσεως της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής, γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό με τη διαγωγή του αντισυμβαλλόμενου “θύματος”, για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση, δηλαδή το σύνολο των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μία ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημιά σε άλλον. Για τη θεμελίωση, όμως και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης του. Ειδικότερα, για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα. Εξάλλου, δεδομένου ότι η υπαιτιότητα, η οποία ορίζεται ως «η επιλήψιμη ψυχική στάση ενός προσώπου απέναντι στη παράνομη εξωτερική συμπεριφορά του», προσήκει μόνο σε φυσικά πρόσωπα, το νομικό πρόσωπο δεν αδικοπρακτεί, αλλά ευθύνεται για την αδικοπραξία των οργάνων του είτε των προστηθέντων από αυτό προσώπων (υπαλλήλων, εργατών κλπ). Συνεπώς, όταν ενάγεται νομικό πρόσωπο με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, τούτο θα ευθύνεται είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ είτε κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ. Σύμφωνα με τη πρώτη από τις ως άνω διατάξεις, το νομικό πρόσωπο έχει αδικοπρακτική ευθύνη στη περίπτωση πράξης ή παράλειψης των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, η οποία έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως όργανα του νομικού προσώπου νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που το διοικούν κατά τους ορισμούς των άρθρων 65 έως 70 ΑΚ (καταστατικά όργανα), αλλά και εκείνα των οποίων η εξουσία συναλλαγής με τρίτους, προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη ή τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου, ακόμη και αν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου, όπως λ.χ. είναι ο διευθυντής ενός υποκαταστήματος.
- V. Επιπλέον, χρηματική ικανοποίηση, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ, δικαιούνται και τα νομικά πρόσωπα, εφόσον προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη ή το εμπορικό τους μέλλον ή η φήμη τους και, επομένως, στις περιπτώσεις αυτές, τα αντίστοιχα θεμελιωτικά αυτών συγκεκριμένα περιστατικά, ώστε να είναι ορισμένη η σχετική αγωγή, πρέπει να επικαλείται ειδικά και στη συνέχεια να αποδεικνύει το ενάγον νομικό πρόσωπο, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο συναίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής, αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη που έχει υλική υπόσταση, διαφορετικά η αγωγή είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ, αόριστη. Από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, συνάγεται ότι παρέχεται στο δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση, αν κρίνει, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής και μετά από εκτίμηση των περιστάσεων υπό τις οποίες συντελέστηκε η άδικη πράξη του υπαιτίου και ιδίως του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής και της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης του δικαιούχου και του υπόχρεου, ότι ο αδικηθείς υπέστη ηθική βλάβη και, περαιτέρω, συνάγεται ότι προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ανήκει στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου.
- VI. Περαιτέρω, επί ασκήσεως αξιώσεως αποζημιώσεως, που στηρίζεται σε αδικοπραξία, τόκοι οφείλονται από τη – μετά από όχληση – υπερημερία του εναγομένου, άλλως από την επίδοση της αγωγής (άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ), ενώ η σχετική αξίωση παραγράφεται κατ’ άρθρο 937 ΑΚ μετά πενταετία, αφού ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης των προϋποθέσεων της αδικοπραξίας φέρει ο ζημιωθείς. Αυτός, δηλαδή, πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη ζημίας, την παράνομη και υπαίτια πράξη του ζημιώσαντος και τέλος την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στην εν λόγω πράξη και στη ζημία. Ο ζημιωθείς, λοιπόν, στο προκείμενο θέμα διεξάγει κύρια απόδειξη, ενώ το αντίδικο μέρος αυτού ανταπόδειξη (άρθρο 345 ΚΠολΔ), κάτι που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, που εισάγει την έννοια του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, συνεπάγεται ότι τα αποδεικτέα γεγονότα δε θεωρούνται αποδεδειγμένα αν ο πρώτος που φέρει και το βάρος απόδειξής τους δεν πείσει το δικαστήριο ότι είναι αληθινά. Η ανταπόδειξη, πάλι, που διεξάγει ο δεύτερος επιτυγχάνει αν καταφέρει να κλονίσει την πεποίθηση του δικαστή για το αποδεικτέο θέμα. Προϋπόθεση εφαρμογής κάποιου κανόνα δικαίου είναι η επαλήθευση του πραγματικού του κανόνα αυτού. Σύμφωνα με το άρθρο 336 παρ.3 ΚΠολΔ μπορεί το δικαστήριο και από άλλα πραγματικά γεγονότα, που βεβαιώνονται ενώπιόν του, να συναγάγει συμπεράσματα σχετικά με την αλήθεια των γεγονότων που αποτελούν τα στοιχεία του αποδεικτέου θέματος. Αρχή και θεμέλιο της συναγωγής αυτών των συμπερασμάτων είναι ο συναπτόμενος με βάση τους κανόνες της τυπικής λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) συλλογισμός, ο οποίος είναι η σχέση μεταξύ του προηγούμενου και του επόμενου,ήτοι η σημασία κι η αλληλεξάρτησή του προηγούμενου και του επόμενου γεγονότος. Αν το συμπέρασμα που εξαχθεί είναι συμπέρασμα αμφιβολίας πρέπει να κρίνεται ότι δεν αποδείχθηκαν τα γεγονότα αυτά. Ο εναγόμενος αμυνόμενος μπορεί να εκφέρει απλά αρνητική κρίση ως προς την ιστορική βάση της αγωγής, δηλαδή κρίση για την ανυπαρξία του πραγματικού, γεγονός που επικαλείται ο ενάγων. Και στην περίπτωση αυτή ο (αρνητικός) πραγματικός αυτός ισχυρισμός για να θεωρηθεί έγκυρος ελέγχεται ως προς την ακρίβειά του δυνάμει των κανόνων της τυπικής λογικής, δηλαδή και πάλι με συλλογισμούς. Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο πρέπει να αναφέρει τους λόγους που το οδήγησαν να σχηματίσει την πεποίθησή του, ώστε να υπάρχει διαφάνεια ως προς τις σκέψεις του (άρθρο 340 εδ.β΄ ΚΠολΔ).
VΙΙ. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο του τόπου, όπου διαπράχθηκε το αδίκημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η σχέση, που δημιουργείται με τη διάπραξη αδικήματος στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, άρα, για τον υπολογισμό της ζημίας και την καταβολή της αποζημίωσης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 297 και 298 ΑΚ. Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, με πιθανότητα, προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε. Ως «χρήμα», κατά τη διάταξη του άρθρου 297 εδ.α΄ ΑΚ, κατά την οποία, ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, νοείται το εθνικό νόμισμα, με αυτό δε πρέπει να πληρωθεί η αποζημίωση, διότι η ενοχή από αποζημίωση, λόγω αδικήματος, που συνέβη στην Ελλάδα, ως περιεχόμενο είχε μέχρι τις 31-12-2001 ποσότητα δραχμών. Μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.2842/2000 «Λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών [ΕΚ] 1103/97, 974/98 και 2866/98 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ» (ΦΕΚ Α 207/27.9.2000), με το οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή ως εθνικό νόμισμα (άρθρο 2 του Α.Ν. 362/1945), εθνικό νόμισμα θεωρείται το ευρώ, διά του οποίου πρέπει όχι μόνον να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία, δοθέντος ότι η ενοχή εξ αποζημιώσεως ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία. Κάθε αξίωση για αποζημίωση που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς χαρακτήρα είτε δηλαδή προέρχεται από τη μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση προϋφιστάμενης ενοχής είτε πηγάζει από αδικοπραξία, πρέπει από 1.1.2002 να προσδιορίζεται σε ευρώ, το οποίο και μόνο δικαιούται να ζητήσει αυτός που αξιώνει την αποζημίωση, αφού στη διάταξη του άρθρου 297 εδ.α΄ ΑΚ ως χρήμα νοείται το εθνικό νόμισμα (ΑΠ 124/2014 ΧρΙΔ 2014.422, ΑΠ 536/2004 ΕλλΔνη 2006/480, ΤριμΕφΠειρ. 601/2015 ΤΝΠ Νόμος), δηλαδή από 1.1.2002 το ευρώ, χωρίς καμιά διάκριση ή επιφύλαξη. Εκ των διατάξεων των άρθρων 297 εδ.α΄, 298 ΑΚ και 1 του Ν.2842/2000 προκύπτει ότι πάσα αξίωση προς αποζημίωση, διεπομένη υπό του Ελληνικού δικαίου είτε αυτή απορρέει εξ αθετήσεως συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας είτε εκ του νόμου, πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρώ, νόμισμα το οποίο δικαιούται να ζητήσει ο αξιών την αποζημίωση, εφόσον ρητώς ορίζεται ότι η αποζημίωση καταβάλλεται εις χρήμα. Εάν προ της εγέρσεως της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη δια δαπάνης αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών εις αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπόψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσόν του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απώλειας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά τη ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ. Η τοιαύτη ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς τη ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΑΠ 124/2014, 1203/2010 ΤΝΠ Νόμος). Αν μεν η αποκατάσταση της ζημίας έγινε στην αλλοδαπή με δαπάνη αλλοδαπών νομισματικών μονάδων, τότε η έκφραση της ζημίας γίνεται κατ’ ανάγκη βάσει αυτών, με βάση, όμως, την ισοτιμία τους κατά το χρόνο της δαπάνης ή της απώλειας, ενώ αν η ζημία δεν αποκαταστάθηκε τότε κρίσιμος χρόνος είναι ο της πρώτης συζήτησης της αγωγής. Διάφορη εκδοχή, ότι θα ληφθεί υπόψη η ισοτιμία της ημέρας της καταψήφισης ή της εξόφλησης, όχι μόνο είναι ασυμβίβαστη με τον εξαρχής καθορισμό της ζημίας σε δραχμές (άρθρο 26 ΑΚ), αλλά επιπλέον θα κατέληγε στο άτοπο να τελούν υπό τιμαριθμική ρήτρα ξένου νομίσματος οι οφειλές αποζημίωσης από αδίκημα όταν ο δικαιούχος είναι αλλοδαπός ή κατοικεί στην αλλοδαπή ή όταν για οποιονδήποτε λόγο επισκεύασε στο εξωτερικό τη βλάβη ή εκεί έχασε το κέρδος που θα αποκόμιζε, ενώ τέτοια ειδική μεταχείριση, εξαιτίας των συγκυριακών αυτών περιστάσεων, δεν δικαιολογείται. Η φύση δε του χρέους ως κομίσιμου (ΑΚ 321) δεν ασκεί επιρροή, διότι ο τόπος παροχής προϋποθέτει την παροχή, δεν την προσδιορίζει. Το τι οφείλεται αποτελεί το πρότερο, ενώ το πού οφείλεται το λογικά ύστερο. Εξάλλου, σε περίπτωση που ο ζημιωθείς είναι αλλοδαπός και αποκατέστησε τη ζημία του στην αλλοδαπή, δαπανώντας ξένο νόμισμα, ή απώλεσε εκεί κέρδη σε ξένο νόμισμα, η τυχόν βλάβη του από την έναντι του νομίσματος αυτού υποτίμηση της δραχμής, μέχρι να του καταβληθεί η αποζημίωση, αντισταθμίζεται από το δικαίωμα που έχει να ζητήσει, με εξώδικη όχλησή του, από τον υπόχρεο, ευθύς μόλις γίνει η δαπάνη ή επέλθει η απώλεια των κερδών, την καταβολή, οπότε οφείλεται ο από το ελληνικό δίκαιο τόκος υπερημερίας, το ποσοστό του οποίου ο νομοθέτης προσδιορίζει, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη του και το ύψος του πληθωρισμού, άρα και την υποτίμηση της δραχμής έναντι ξένων, πλέον σταθερών νομισμάτων. Σημειωτέον ότι οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 του Ν.5422/1932 και 10 παρ.4 του Ν.489/1976, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι “επί χρηματικής οφειλής σε ξένο νόμισμα, πληρωτέας εις την ημεδαπή, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό σε δραχμές βάσει της επίσημης ισοτιμίας του ξένου νομίσματος κατά τον χρόνο της πληρωμής”, και “εάν το ζημιωθέν πρόσωπο είναι μόνιμος κάτοικος αλλοδαπής επιτρέπεται η καταβολή του ασφαλίσματος στο νόμισμα της χώρας, όπου βρίσκεται η μόνιμη κατοικία του δικαιούχου”, αναφέρονται σε ρυθμίσεις επί διαφορετικών ζητημάτων από εκείνα που καταλαμβάνουν τα υπό κρίση, και συνεπώς δεν δύνανται να οδηγήσουν σε άλλη ερμηνευτική άποψη ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 297 εδ.α΄ ΑΚ. Αληθώς, οι άνω διατάξεις δεν αφορούν τις ενοχές αποζημιώσεως, αλλά η μεν πρώτη διάταξη προϋποθέτει ότι υπάρχει έγκυρη συμβατική οφειλή σε ξένο νόμισμα και ρυθμίζει τον τρόπο εξοφλήσεώς της στην Ελλάδα, η δε δεύτερη ορίζει το νόμισμα στο οποίο επιτρέπεται να καταβληθεί το ασφάλισμα και όχι το νόμισμα στο οποίο θα αποτιμηθεί η ζημία (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997.1036, ΟλΑΠ 15/1996, ΟλΑΠ 9/1995 ΝοΒ 44.176). Επίσης, η ίδια αποζημιωτική ενοχή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 297 εδ.β΄ ΑΚ, ώστε να δύναται να διαταχθεί από το δικάζον δικαστήριο, κατόπιν αίτηματος του δικαιούχου αυτής, η επιδίκαση χρηματικής οφειλής ξένου νομίσματος ως αυτούσια αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, δηλαδή η επιδίκαση του ισότιμου της οφειλής του ξένου νομίσματος σε εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής, εφόσον κατάσταση αποζημιωτικής ενοχής με αντικείμενο την οφειλή ξένου νομίσματος μεταξύ των διαδίκων δεν προϋπήρξε (για να είναι νοητή η αποκατάστασή της), ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η χρηματική αποζημίωση είναι εξ αρχής καθοριστέα αλλά και πάντοτε εκπληρωτέα σε εθνικό νόμισμα. Αποτέλεσμα της ειδικής αυτής ρύθμισης της αποζημίωσης είναι το, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιοδήποτε τρόπο, αμετάβλητο του διαφέροντος, όπως αυτό έχει νομοθετικά προκαθοριστεί, το οποίο επιτυγχάνεται με την εφαρμογή του διεθνώς αναγνωρισμένου μηχανισμού της ισοτιμίας μεταξύ των νομισμάτων των διαφόρων χωρών σε δεδομένο χρόνο (ΕφΠειρ 1565/1990 ΕΝΔ 1991.264). Εφαρμογή άλλης ισοτιμίας, όπως λ.χ. της ημέρας της καταψήφισης ή της εξόφλησης θα ήταν ασυμβίβαστη με τον εξαρχής καθορισμό της ζημίας σε εγχώριο νόμισμα και το μετά από αυτόν αμετάβλητο εφεξής της αποζημιώσεως (άρθρο 297 εδ.α΄ ΑΚ) και θα έθετε υπό τιμαριθμική ρήτρα την αποζημιωτική αξίωση με βάση τη διακύμανση της αξίας του αλλοδαπού έναντι του ημεδαπού νομίσματος κατά το χρονικό διάστημα από τη συγκεκριμενοποίηση της ζημίας ως ποσοτικού (χρηματικού) μεγέθους έως την καταβολή της αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 14/1997 ΕλλΔνη 1997.1036, ΕφΠειρ 506/1988 ΕΝΔ 1989.497, ΕφΠειρ. 967/1988 ΕΝΔ 1988.436). Εξάλλου, τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν ακόμη και αν για την αποζημιωτική αξίωση εγερθεί εξαρχής αναγνωριστική αγωγή ή περιοριστεί νομότυπα στο αναγνωριστικό αίτημα η αρχικώς ως καταψηφιστική ασκηθείσα, εφόσον και η αναγνωριστική απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την έκταση και την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία, όταν πρόκειται για απαίτηση αποζημίωσης, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 297 ΑΚ, αναγκαίως συνδέεται κατά την αναγνωριστική επιδίκασή της με το νόμισμα στο οποίο ανάγεται (ΑΠ 686/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 89/2017 ΕπισκΕμπΔ 2018.611). Περαιτέρω δε, όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη κενού του δικαίου –ήτοι όταν το θετικό δίκαιο δεν διαθέτει κανόνα δικαίου αμέσως εφαρμοζόμενο στην υπό κρίση ατομική περίπτωση – ο εφαρμοστής του δικαίου προχωρεί στη διαδικασία πληρώσεως του κενού, η οποία, κατά το στάδιο της αξιολογήσεως της νομικής βασιμότητας του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος, διενεργείται στο πλαίσιο της προκαθεστηκυίας (υποθετικής, δοκιμαστικής) υπαγωγής, οπότε και για τη διατύπωση της μείζονος προτάσεως του σχετικού υπαγωγικού συλλογισμού διαπλάσει τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, κατά κανόνα μέσω της αναλογίας ή της τελολογικής αναγωγής. Μέσω της αναλογίας (argumentum a simile) αναζητείται η εφαρμογή μίας έννομης συνέπειας, την οποία ο νόμος συνδέει με ορισμένο πραγματικό, σε μία άλλη, αξιολογικώς όμοια περίπτωση, για την οποία ο νόμος σιωπά. Με την αναλογία ο εφαρμοστής του δικαίου εξέρχεται του κύκλου του νοήματος του κανόνα δικαίου και διατυπώνει άλλο νόημα, το κατ` είδος διάφορο νόημα του υφιστάμενου κανόνα δικαίου. Το επιχείρημα “κατά μείζονα λόγον” (a fortiori) αποτελεί εκείνη τη μορφή της τελολογικής νομικής σκέψης, που εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η νομοθετική αξιολόγηση, στην οποία στηρίζεται η ρύθμιση ορισμένης σχέσεως ή καταστάσεως, ευσταθεί πολλώ μάλλον και αναφορικώς με κάποιαν άλλη σχέση ή κατάσταση, για την οποία ελλείπει μια ειδική πρόβλεψη στον νόμο. Το επιχείρημα αυτό δύναται αναλόγως προς το ειδικότερο περιεχόμενο της μεταφερομένης αξιολόγησης να προσλαμβάνει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη λογική μορφή του επιχειρήματος “από το μείζον στο έλασσον” (AΠ 343/2019 TΝΠ Νόμος).
VΙΙΙ. Περαιτέρω, η αθέτηση της συμβάσεως καθεαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία, μπορεί όμως μία ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1120/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 555/1999 ΕλλΔνη 41.87, ΕφΘεσ 1057/2013 ΕλλΔνη 2014.190, ΕφΑθ 7459/2013 ΕλλΔνη 2015.1446, ΕφΑθ 1060/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΔωδ 182/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΠειρ 277/2014 ΕλλΔνη 2014.879, ΠολΠρΑθ 2334/2010 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση αυτή οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στο δικαιούχο να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 652/2011, ΑΠ 347/2010, ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999, ΕφΠειρ 374/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010.1337), όμως, η ικανοποίηση της μιας επιφέρει απόσβεση και της άλλης (ΑΠ 261/1957, ΕφΠατρ. 215/2005 ΤΝΠ Νόμος), εκτός αν η άλλη έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (ΑΠ 1703/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2393/2008, ΕφΘεσ 1137/2008, ΕφΑθ 116/2007 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Γεωργιάδη σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, τομ.IV, εισαγ. άρθρα 914-938 αριθ.7-10). Από τον συνδυασμό των άρθρων 534, 540, 543, 914 ΑΚ, προκύπτει ότι η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας στο πωληθέν πράγμα και η αθέτηση της επίδικης σύμβασης πώλησης δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης δεν αποτελεί πράξη παράνομη (ΑΠ 850/2002, ΕφΑθ 1060/2008, ΕφΑθ 7466/2007, ΕφΔωδ 30/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΡοδ 16/2016 ΕΦΑΔ 2016.479). Όταν όμως ο πωλητής αποσιωπά δολίως την ύπαρξη του ελαττώματος από τον αγοραστή κατά τον χρόνο μετάθεσης του κινδύνου στον τελευταίο, συντρέχουν τότε πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας λ.χ. της αστικής απάτης (άρθρα 147, 149 ΑΚ), όταν αποδίδεται σε υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή ότι αυτός επιδιώκει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση στον αγοραστή αναφορικά με την ύπαρξη του ελαττώματος του πράγματος, των οποίων η αποκάλυψη στον αγοραστή που τα αγνοεί επιβάλλεται από την καλή πίστη ή την υφισταμένη ιδιαίτερη σχέση μεταξύ πωλητή και αγοραστή (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 1191/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 776/2004, ΑΠ 1600/2002, ΑΠ 1272/1999 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 25/1998 ΝοΒ 47.391, ΕφΠειρ 322/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 572/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 382/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1204/2011 ΕπισκΕμπΔ 8011.845, ΕφΑθ 3715/2009 ΔΕΕ 2009.1244, ΕφΘεσ 1045/2009 Αρμ 2010.971,1649, ΕφΘεσ 867/2008 Αρμ 2009.362, ΠολΠρΡοδ 16/2016 ΕΦΑΔ 2016.479). Η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσης του, και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ (ΠολΠρΒολ 8/2011 ΤΝΠ Νόμος). Η απάτη, ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση, αποκτά σημασία μόνο στα πλαίσια της δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της και θεμελιώνει, ανάλογα προς το εάν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την αποδέχεται παρά το ελάττωμα της, παράλληλες αξιώσεις αντίστοιχα αποζημίωσης από αδικοπραξία, για αρνητικό διαφέρον στην πρώτη, που μπορεί να περιλαμβάνει και περαιτέρω θετική ζημία σαν αποτέλεσμα της κατάρτισης της απατηλής δικαιοπραξίας και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη (ΑΠ 373/2008 ΤΝΠ Νόμος). Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα είτε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα αρνητικό διαφέρον εάν συντρέχουν οι σχετικοί όροι, ήτοι την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, εφόσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνον την αποκατάσταση του θετικού διαφέροντος, ήτοι την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, στην έκταση που δικαιούται αποζημίωσης για κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 1399/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1458/2001 ΕλλΔνη 2002.1623). Στην πρώτη περίπτωση η αποζημίωση συνίσταται στο αρνητικό διαφέρον, δηλαδή ο απατηθείς, που επέλεξε να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, δικαιούται παράλληλα και αποζημίωση για την κάλυψη κάθε ζημίας που θα είχε αποφευχθεί αν δεν είχε πιστέψει στην κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, δικαιούται δηλαδή το αρνητικό διαφέρον, όπως είναι λ.χ. οι δαπάνες για την κατάρτιση της σύμβασης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το καταβληθέν τίμημα (ΑΠ 715/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 74/1983 Αρμ 1983.656, ΠολΠρΛαρ 35/2015 ΤΝΠ Νόμος), το διαφυγόν κέρδος που θα επιτύγχανε από άλλη σύμβαση, την οποία θα συνήπτε εάν δεν κατάρτιζε την επίμαχη σύμβαση, όχι όμως και το κέρδος το οποίο θα πραγματοποιούσε ο ίδιος στην περίπτωση κατάρτισης σύμβασης απαλλαγμένης ελαττωμάτων (ΠολΠρΑθ 5976/2011 ΤΝΠ Νόμος), προηγείται δε της ικανοποιήσεως της στηριζόμενης στα ίδια πραγματικά περιστατικά αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 ΑΚ. Στην περίπτωση αντιθέτως που ο απατηθείς επιλέξει να αποδεχθεί την ακυρώσιμη εξαιτίας της απάτης δικαιοπραξία, η αποζημίωση αυτού συνίσταται στο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως, μέσω του οποίου καλύπτονται οι ζημίες του που θα είχαν αποφευχθεί, αν τα κρίσιμα περιστατικά ήταν όχι ψευδή, αλλά υπαρκτά και η δικαιοπραξία εκπληρωνόταν όπως αυτός είχε πιστέψει (ΑΠ 776/2004 ΧρΙΔ 2004.787, ΕφΘεσ 227/2008 ΕπισκΕμπΔ 2008.771, ΕφΑθ 6048/2005 ΕλλΔ/νη 2006.894, ΠολΠρΑθ 1186/2016, ΠολΠρΑθ 5976/2011 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 154, 180 και 184 ΑΚ προκύπτει ότι η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με διαπλαστική δικαστική απόφαση κατά τα προεκτιθέμενα, ήτοι πρόκειται περί διαπλαστικού δικαιώματος, ασκούμενου διά εγέρσεως διαπλαστικής αγωγής (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 155, σελ.243), η οποία εισάγει διαφορά μη αποτιμητή σε χρήμα, για την οποία αρμόδιο δικαστήριο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 18 ΚΠολΔ, το πολυμελές πρωτοδικείο (ΠολΠρΘηβ 106/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘεσ 22330/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος, ενώ πρβλ. ΠολΠρΞανθ 151/2007 ΤΝΠ Νόμος [μετά από παραπομπή], ΠολΠρΘηβ 203/1986 ΕΕΝ 1986 (56).481, ΜονΠρΜεσολ 85/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, και από τους θεωρητικούς βλ. αντί άλλων Ν.Νίκα, Πολιτική Δικονομία I [2003], §14.IV, αριθ.53-55, σελ.154-155, Κεραμεύς/ Κονδύλης/[-Νίκας], ΕρμΚΠολΔ I [2000], άρθρο 18, αριθ.1, σελ.62), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 155 ΑΚ, η αγωγή για ακύρωση απευθύνεται κατά του άλλου συμβαλλομένου, ενώ αν πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον. Ενεργητικά νομιμοποιούμενοι προς άσκηση αγωγής ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης, απειλής είναι οι πλανηθέντες,εξαπατηθέντες, απειληθέντες και οι καθολικοί διάδοχοί τους, χωρίς να νομιμοποιούνται οι ειδικοί διάδοχοι αυτών (ΕφΑθ 1392/1997 ΕλλΔνη 1997.869, ΠοκΠρΒόλ 8/2011 Αρμ 2011.577, ΠολΠρΘεσ 3808/2010 ΤΝΠ Νόμος), ενώ παθητικά νομιμοποιούμενοι τυγχάνουν οι αντισυμβαλλόμενοι των ανωτέρω προσώπων και οι κληρονόμοι αυτών, όχι, όμως, και οι ειδικοί διάδοχοι των τελευταίων (ΑΠ 654/1998 ΝοΒ 1999. 408). Στις περιπτώσεις νομικών προσώπων το στοιχείο της πλάνης ή της απειλής κρίνεται στο πρόσωπο του νομίμου αντιπροσώπου τους κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 214 ΑΚ (ΑΠ 282/2003 ΕΕμπΔ 2004.524, ΕφΠειρ 625/2001 ΔΕΕ 2002.65, ΑΠ 974/1996 ΕλλΔνη 1997.1795). Επιπλέον, στην περίπτωση ακυρώσιμης λόγω απάτης δικαιοπραξίας, εφόσον η προκληθείσα πλάνη είναι ουσιώδης, η ακύρωση της δικαιοπραξίας είναι δυνατή τόσο βάσει των περί απάτης διατάξεων, όσο και βάσει των διατάξεων περί πλάνης, υποκείμενη κάθε φορά στους κανόνες εκάστης εξ αυτών (ΠολΠρΑθ 876/2016 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Απ. Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, παρ.40, αριθ.47). Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία, όταν ακυρωθεί, εξομοιώνεται προς την εξαρχής άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν δικαιώματα, τα οποία τρίτος απέκτησε από τη σύμβαση που ακυρώθηκε (ΠολΠρΑθ 5976/2011 ΤΝΠ Νόμος). Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση αδικοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 140επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 § 1 ΑΚ), στην περίπτωση όμως που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα, αφότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής. Συνέπεια της απόσβεσης του δικαιώματος προς ακύρωση είναι ότι η δικαιοπραξία ισχυροποιείται οριστικά και καθίσταται απρόσβλητη σε σχέση με το συγκεκριμένο ελάττωμα (ΠολΠρΑθ 798/2013 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 890/2010, ΑΠ 41/2010, ΑΠ 342/2009, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 1437/2007, ΑΠ 1458/2001, ΑΠ 1516/1999 ΤΝΠ Νόμος). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, απάτη είναι κάθε συμπεριφορά με την οποία ενσυνείδητα και από πρόθεση δημιουργείται, διατηρείται ή ενδυναμώνεται σε άλλον πεπλανημένη παράσταση με σκοπό να επηρεαστεί η βούλησή του (ΑΠ 898/2000 ΕλλΔνη 2000.1586). Η συμπεριφορά αυτή μπορεί να συνίσταται είτε στην παράσταση ως αληθών ψευδών περιστατικών αναφερομένων στο παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον, είτε στην απόκρυψη ή την ατελή ανακοίνωση ή αποσιώπηση αληθών γεγονότων, εφόσον ο αποσιωπών ή αποκρύπτων την αλήθεια είχε υποχρέωση να την αποκαλύψει, είτε από το Νόμο, είτε από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, πράγμα που συμβαίνει ιδίως όταν τα μέρη τελούν σε ιδιαίτερη σχέση ή το είδος της δικαιοπραξίας επιβάλλει στα μέρη υποχρέωση πίστης (ΑΠ 361/2015, ΑΠ 368/2014,ΑΠ 1718/2014, ΑΠ 1756/2011, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1458/2001 ΕλλΔνη 2002. 1622, ΑΠ 898/2000 ΕλλΔνη 2000.1586, ΑΠ 26/2000 ΕλλΔνη 41.690, ΕφΠατρ 57/2004 ΑχΝομ 2005.2). Η απατηλή συμπεριφορά έγκειται στην παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, την απόκρυψη, την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του. Τέτοια υποχρέωση από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη προς παροχή διασαφητικών πληροφοριών ή εξηγήσεων έχουν μάλιστα οι διαπραγματευόμενοι την κατάρτιση συμβάσεως κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, όπως αυτό προκύπτει εκ των ρυθμίσεων των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, ήτοι η απάτη ως παραγωγική αιτία αποζημιώσεως μπορεί να εμφανίζεται τόσο ως προσυμβατικό πταίσμα όσο και ως ιδιαίτερη αδικοπραξία, ανεξάρτητη από προσυμβατικό πταίσμα (ΠολΠρΑθ 1186/2016 ΤΝΠ Νόμος). Στοιχείο του πραγματικού της απάτης αποτελεί ο δόλος, που υπάρχει όταν ο μετερχόμενος αυτήν επιδιώκει ή τουλάχιστον αποδέχεται να παρασυρθεί ο απατηθείς σε ορισμένη δήλωση βουλήσεως, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτηση. Απαιτείται δε προς ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης, όπως αυτή παραχθεί με σκοπό προκλήσεως της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος και να προκλήθηκε πραγματικά αυτή εξαιτίας της απάτης, χωρίς περαιτέρω να εξετάζεται ούτε το καταλογιστό του απατήσαντος, αφού ο λόγος της ακυρώσεως δεν είναι η υπαιτιότητα του, αλλά το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είτε τυγχάνει ή όχι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης είτε αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως, αλλά αρκεί να υφίσταται κατά τον χρόνο της δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος (ΑΠ 1734/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 481/2012 ΕΠολΔ 2012, 641, ΑΠ 715/2011 ΔΕΕ 2011.1239, ΑΠ 895/2011 Αρμ 2012.254, ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1557/2010, ΑΠ 325/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 373/2008 ΕλλΔνη 2009.448, ΕφΛαρ 15/2000 Δικογραφία 2000.189, ΠολΠρΑθ 798/2013, ΠολΠρΒολ 8/2011 ΤΝΠ Νόμος). Εξίσου, δεν απαιτείται ο εξαπατών να επιδιώκει την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους. Αρκεί μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της δηλώσεως βουλήσεως του εξαπατηθέντος να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η παραπλανητική αυτή συμπεριφορά υπήρξε αποφασιστικό αίτιο για τη δήλωση βουλήσεως του συγκεκριμένου εξαπατηθέτος, με βάση τις προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες αυτού (υποκειμενικό κριτήριο) και όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, εκείνο δηλαδή του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 1246/2010, ΑΠ 618/2010 ΤΝΠ Νόμος). Για την ακύρωση της δικαιοπραξίας, λόγω απάτης προσαπαιτείται δόλια προαίρεση του μετελθόντος την απάτη, χωρίς την οποία ο απατηθείς δεν θα προέβαινε στη δήλωση της βούλησης του, όπως αυτή διατυπώθηκε στη δικαιοπραξία (ΠολΠρΒολ 8/2011 ΤΝΠ Νόμος), ενώ η δόλια παράσταση μπορεί να συνίσταται και σε υπόσχεση του απατήσαντος για την τήρηση στο μέλλον ορισμένης στάσης του προς τον απατηθέντα (ΑΠ 463/2008 ΤΝΠ Νόμος). Όποιος δε, επικαλείται την ακύρωση δικαιοπραξίας, διότι αυτή είναι προϊόν απάτης, απαιτείται να αναφέρει σαφώς και λεπτομερώς τα προς κατάρτιση δόλια μέσα ή τεχνάσματα και γενικά να εξειδικεύει την αποτελούσα την απάτη συμπεριφορά (ΠολΠρΑθ 2193/2013 ΤΝΠ Νόμος).Η ακύρωση της δικαιοπραξίας λόγω απάτης επέρχεται με δικαστική απόφαση κατόπιν διαπλαστικής αγωγής ή και ενστάσεως με την οποία επέρχεται αναδρομικώς η ανατροπή των εννόμων αποτελεσμάτων που παρήχθησαν (ΕφΠατρ 57/2004 ΑχΝομ 2005.2, ΠολΠρΘεσ 624/2009 ΕΠολΔ 2009.229).Είναι δε προφανές ότι αν ακυρωθεί η δικαιοπραξία, παύει υφισταμένη και η αιτία της παροχής που έδωσε ο απατηθείς, ο οποίος για τον λόγο αυτό μπορεί να ασκήσει αγωγή αδικαιολογήτου πλουτισμού επιδιώκουσα την επιστροφή της (άρθρα 904επ. ΑΚ σε συνδυασμό προς 69 παρ.1δ` ΚΠολΔ, βλ. ΜονΠρΑθ 706/2010 ΤΝΠ Νόμος με παραπομπή σε ΕφΑθ 2640/1968 Αρμ 23.3/1). Η αποζημίωση στην περίπτωση απάτης και εφόσον αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία. Η αθέτηση της σύμβασης πώλησης δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη (ΑΠ 850/2002, ΕφΑθ 1060/2008, ΕφΑθ 7466/2007, ΕφΔωδ 30/2004 ΤΝΠ Νόμος). Πρόκειται δηλαδή για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί αδικοπραξία και χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης. Από τις δύο αυτές αξιώσεις για αποζημίωση, η πρώτη στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, με βάση τις διατάξεις των τριών πρώτων από τα παραπάνω άρθρα και η δεύτερη στην αδικοπραξία, με βάση τις διατάξεις του τελευταίου των άρθρων αυτών. Στην περίπτωση δε της συρροής αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση όλων, αφού η ικανοποίηση της μιας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 1703/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 737/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 560/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 572/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 374/2014, ΕφΘεσ 394/2009 Αρμ 2010.1337, ΕφΘεσ 1045/2009 Αρμ 2010.971,1649, ΕφΑθ 554/2002 ΕλλΔνη 46.278, ΕφΑθ 520/2002 ΕλλΔνη 43.1496). Επισημαίνεται δε ότι για τη θεμελίωση και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης του. Ειδικότερα για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007, ΕφΠατρ 658/2004, ΕφΛαρ 284/2004, ΕφΑθ 3534/2003 ΤΝΠ Νόμος).
ΙΧ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα όσα ορίζει η διάταξη 288 ΑΚ περί καλής πίστης, με την τελευταία εννοούμε την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές. Με την εν λόγω διάταξη τίθενται όρια στην απηνή δίωξη των ατομικών συμφερόντων των συμβαλλομένων και η υποχρέωση να μην αδιαφορεί ο συναλλασσόμενος για τα έννομα αγαθά του άλλου μέρους, που επηρεάζονται η μπορεί να επηρεασθούν από την ενοχική σχέση. Στα πλαίσια της αυτής υποχρέωσης, ο συναλλασσόμενος πρέπει να μην περιορίζεται στην παθητική εκπλήρωση των ενεργειών που τον βαρύνουν, αλλά να δείχνει προθυμία και να προσφέρει τη συνεργασία του για την ουσιαστική επίτευξη του σκοπού της ενοχής. Υποκειμενικοί παράγοντες δεν έχουν καμία σημασία και όλα θα κριθούν με κριτήρια αντικειμενικά και ως εκ τούτου, η καλή πίστη υπό την εκτεθείσα έννοια τιτλοφορείται ως αντικειμενική ή συναλλακτική. Τα αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη ως συναλλακτικά ήθη αφορούν τους συνηθισμένους στις συναλλαγές τρόπους ενεργείας. Οι απαιτήσεις της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών δεν είναι πρωτογενείς αλλά δευτερογενείς πηγές δικαίου, δηλαδή δεν δημιουργούν κανόνες δικαίου, παρά μόνο όταν και με όση έκταση μία πρωτογενής πηγή, όπως εδώ ο νόμος, παραπέμπει σε αυτά. Μεταξύ των συνεπειών εφαρμογής της υπόψη διάταξης είναι και η επιβολή ή απαγόρευση πράξεων στον οφειλέτη ή και στον δανειστή. Ακόμη μπορεί να επιβάλει και τη συνεργασία τους. Κατά δε την κρατούσα άποψη σχετικά, η διάταξη 288 ΑΚ δεσμεύει και τον δανειστή, αφού κάθε δικαίωμα κατά τις σημερινές αντιλήψεις αποτελεί έννομη σχέση που συνεπάγεται κι υποχρεώσεις για τον δικαιούχο. Συνεπώς, κατά την ορθή ερμηνεία της διάταξης, η τελευταία κατά περίπτωση είτε περιορίζει τα δικαιώματα του δανειστή είτε επιβάλλει σε αυτόν παρεπόμενες υποχρεώσεις. Η ως άνω γενική ρήτρα επιτελεί προπαντός συμπληρωτική λειτουργία, δηλαδή οι επιβαλλόμενες πράξεις ή παραλείψεις αναφέρονται σε θέματα που δεν προβλέπονται ειδικώς στον νόμο ή τη σύμβαση. Όταν όμως το επιβάλλουν οι συνθήκες, η καλή πίστη απαιτεί παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης, οπότε σε αυτή τη περίπτωση έχει διορθωτική αποστολή. Οι παραπάνω παραδοχές νομιμοποιούνται περαιτέρω και από τον αναγκαστικό χαρακτήρα της διάταξης, καθώς, σύμφωνα με τον ισχύοντα κανόνα, δεν μπορεί κανείς να αντλεί δικαιώματα από το δικό του πταίσμα, ενώ όπου προκύπτει ενδιαφέρον για την δημόσια τάξη, η τελευταία υπερέχει. Η διορθωτική, όμως, παρέμβαση στην ενοχή με βάση την ΑΚ 288 θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν υπάρχει ιδιαίτερος σοβαρός λόγος και οπωσδήποτε να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια, αντλημένα από την ίδια την έννομη τάξη και τις κρατούσες αντιλήψεις. Περαιτέρω, η καλή πίστη και όπου η παροχή έχει γίνει πολύ επαχθής για τον ένα συμβαλλόμενο θα επιβάλλει την εκπλήρωσή της και θα αποκλείει την παρέκκλιση από τη σύμβαση, εάν η επαχθής παροχή ανήκει στο πλαίσιο του κινδύνου που ανέλαβε ο υπόχρεος με τη σύμβαση. Θα πρέπει όμως να γίνει δεκτό, ότι εφόσον συντρέχει περίπτωση εφαρμογής συγκεκριμένων διατάξεων, όπως για παράδειγμα των συμβάσεων ακριβόχρονης εκτέλεσης (401 ΑΚ), η αρχή της επιείκειας που δικαιολογεί την παρέκκλιση από τη σύμβαση υποχωρεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, καμία σχέση δεν μπορεί τελικά να διαφύγει τον έλεγχο της γενικής ρήτρας, υπό τον όρο της συνδρομής εξαιρετικών συνθηκών, εφόσον η αξιολογούμενη συμπεριφορά απορρέει από διατάξεις που επιβάλλουν αυστηρές υποχρεώσεις στα συμβαλλόμενα μέρη. Οι πρόσθετες υποχρεώσεις ή δικαιώματα των μερών που επιβάλλονται από την καλή πίστη επέρχονται αυτοδικαίως όταν συντρέξουν οι περιστάσεις που κατά την καλή πίστη απαιτούνται και αρκούν γι’ αυτό. Ο δανειστής ειδικότερα που παραβαίνει τις παρεπόμενες υποχρεώσεις που η καλή πίστη επιβάλλει σε αυτόν, είναι ενδεχόμενο να περιέλθει σε υπερημερία. Η δε επιβολή πρόσθετων υποχρεώσεων στα μέρη με βάση την καλή πίστη διευρύνει το περιεχόμενο της ενοχής, αλλά δε μεταβάλλει την πηγή από την οποία αυτή βασικά απορρέει (σύμβαση, αδικοπραξία κλπ.), δηλαδή δεν μεταβάλλει τον ενδοσυμβατικό, αδικοπρακτικό χαρακτήρα της κλπ. Ως προς το πεδίο εφαρμογής της υπόψη διάταξης, η τελευταία διέπει κάθε ενοχική σχέση, είτε αυτή πηγάζει από δικαιοπραξία είτε απευθείας από τον νόμο (όπως οι αδικοπραξίες). Περαιτέρω, είναι σύμφωνο με τον ευρύ σκοπό της διάταξης, ότι για την εφαρμογή της αρκεί οποιοσδήποτε έννομος δεσμός μεταξύ των δύο προσώπων. Η σχέση της υπόψη διατάξεως με αυτή της 919 ΑΚ, οριοθετείται από την πρόβλεψη της δεύτερης ότι υπό τον όρο της συνδρομής της ανήθικης και από πρόθεση ζημίας στο άλλο μέρος, προκύπτει ως έννομη συνέπεια η υποχρέωση αποζημίωσης. Δηλαδή χωρίς να προϋποθέτει ειδική σχέση όπως η ΑΚ 288, απαιτεί βαρύτερη συμπεριφορά και δη αυτή της αντίθεσης στα χρηστά ήθη και την κοινωνική ηθική. Η καλή πίστη ως ευρύτερο κριτήριο προϋποθέτει ότι η εν λόγω αντίθεση είναι ευκολότερη. Τα τελευταία θέτουν τα ελάχιστα ανεκτά όρια στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Στις περιπτώσεις που τυγχάνει εφαρμογής η γενική ρήτρα, είναι και αυτή της υποχρέωσης προστασίας του άλλου μέρους σε σχέση με τα αγαθά του πέρα από το αντικείμενο της παροχής, αγαθά που σύμφωνα με τη φύση της παροχής, μπορεί κατά την εκπλήρωσή της να τεθούν σε κίνδυνο. Ο δικαστής μπορεί και πρέπει να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη του την ΑΚ 288.
Χ. Η διοίκηση αλλοτρίων που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730 έως 740 ΑΚ, είναι ενοχή εξωδικαιοπρακτική που παράγεται αμέσως εκ του νόμου μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υποθέσεως και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση, χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση, ενώ η διοικούμενη υπόθεση μπορεί να είναι εν μέρει ίδια του διαχειριστή και εν μέρει αλλότρια, δηλαδή να ανήκει στον κύκλο των συμφερόντων άλλου. Κύριος της υποθέσεως μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό, επομένως και εμπορική εταιρία, ενώ ως διοίκηση κατά γενικότερη έννοια είναι ο διακανονισμός όλων των περιπτώσεων κατά τις οποίες μπορεί κάποιος να αναμιχθεί σε υποθέσεις άλλου και δυνατόν να πρόκειται περί υλικών ή και νομικών ενεργειών. Η έννοια της γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων δίδεται από τη διάταξη της ΑΚ 730, κατά την οποίαν «όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου», ενώ αντίθετη θέληση του τελευταίου για την διοίκηση της υποθέσεως δεν λαμβάνεται υπόψη εάν αντιβαίνει στον νόμο ή τα χρηστά ήθη. Πραγματική βούληση υπάρχει όταν ο κύριος της υποθέσεως έχει εκφραστεί περί της ανάγκης της ενεργείας των πράξεων, ενώ εικαζόμενη βούληση του κυρίου είναι όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υποθέσεως. Αν ο διοικητής αλλοτρίων ενεργεί παρά την αντίθετη ρητώς εκφρασθείσα βούληση του κυρίου, η ενέργεια του αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανταποκρίνεται προς την εικαζόμενη θέληση του κυρίου για την διοίκηση της υποθέσεως, έστω και αν η επιχειρούμενη πράξη γίνεται προς το συμφέρον του τελευταίου. Η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων έχει δύο ειδικότερες μορφές, τη θεμιτή (ΑΚ 736) και την αθέμιτη (ΑΚ 737) με διάφορες έννομες συνέπειες για την κάθε μία των μορφών τούτων. Εξάλλου, κατά την ΑΚ 739 εδ.α΄, «όποιος, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση τη διοικεί σαν να ήταν δική του, με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία, έχει τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλοτρίων». Μη γνήσια ή νόθος, επομένως, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, είναι η διαχείριση ξένης υποθέσεως από κάποιον (διοικητή) με την γνώση ότι είναι ξένη, σαν να ήταν δική του. Στην περίπτωση αυτή κατά την ΑΚ 739 εδ.β΄ «ο διοικητής έχει δικαίωμα να απαιτήσει δαπάνες μόνον κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού» όπως και εκείνος της γνήσιας, πλην αθέμιτης διοικήσεως αλλοτρίων κατά την ΑΚ 737 εδ.β΄. Έτσι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοικήσεως αλλοτρίων πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση της αξιώσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού, σύμφωνα με την ΑΚ 904 §1 εδ.α΄, που ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια» Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υπόχρεου εις «βάρος» της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που «επιβάλλεται» στον λήπτη χωρίς τη θέλησή του. Επιβαλλόμενος εντεύθεν πλουτισμός υπάρχει όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ’ αντικειμενική κρίση, αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του ή τα ενδιαφέροντά του.Επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλοτρίων μόνον στις περιπτώσεις της αθέμιτης (γνήσιας) διοικήσεως (ΑΚ 737 εδ.β΄) ή της μη γνήσιας (ΑΚ 739 εδ.β΄), διότι στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού. Αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενοι όροι των ΑΚ 730 και ΑΚ 736, δηλαδή της γνήσιας θεμιτής διοικήσεως αλλότριων, ο διοικητής αλλοτρίων δικαιούται να ζητήσει την απόδοση των δαπανών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 737 ΑΚ, που οριοθετεί κατά τρόπο αρνητικό, τη γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλότριων, μόνο κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές ο νέος κτήτορας του πραγματος, ως διοικητής αλλότριων, υποχρεούται να αποδώσει στον κύριο τα πράγματα (άρθρο 734 ΑΚ), αλλά δικαιούται συγχρόνως να ζητήσει και τις δαπάνες στις οποίες υπεβλήθη από τη διοίκηση (άρθρο 736 ΑΚ), όπως και κάθε άλλη αμοιβή που αφορά τη δραστηριότητα του διοικητή στα πλαίσια του επαγγέλματός του που συνήθως αμείβεται.
Με την πρώτη ως άνω υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, πλοιοκτήτρια του χημικού δεξαμενόπλοιου …” πρώην “…” αρχικώς νηολογίου … (αριθ….. και αριθμού ΙΜΟ ……..) και κατόπιν νηολογίου … (αριθ……. και αριθμού ΙΜΟ …..), του οποίου τη διαχείριση και την εκπροσώπηση στην Ελλάδα είχε η αλλοδαπή εταιρεία και εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Α.Ν.89/67) με την επωνυμία “…”, την κυριότητα του οποίου απέκτησε την 31-3-2011 με αγορά από την αλλοδαπή εταιρεία “…”, δυνάμει του αυτής ημερομηνίας ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως (Bill of sale), η δε πωλήτρια του εν λόγω πλοίου απέκτησε την κυριότητα αυτού ως υπερθεματίστρια στο δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό του που διενεργήθηκε στη ……..την 26-1-2011, το δε πλοίο ανήκε μέχρι τότε στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…” κι εκπλειστηριάστηκε έμφορτο με τις δεξαμενές του να φέρουν περί τους 25.000 μετρικούς τόνους φοινικελαίου (palm oil) με τόπο εκφορτώσεων, μεταξύ άλλων λιμένων, και τα ………… και παραλήπτριες του φορτίου τις εναγόμενες εταιρείες, οι οποίες κατέχουν αποδεικτικά έγγραφα κυριότητας για τα κατωτέρω ποσοστά και ποσότητες φορτίου: α) η πρώτη, ποσοστό 16,24% του φορτίου και ποσότητα 4.029,724 μ.τ., β) η δεύτερη, ποσοστό 30,83% του φορτίου και ποσότητα 7.649,752 μ.τ., γ) η τρίτη, ποσοστό 14,355% του φορτίου και ποσότητα 3.578,983 μ.τ., δ) η τέταρτη, ποσοστό 7,633% του φορτίου και ποσότητα 1903μ.τ., ε) η πέμπτη, ποσοστό 2,206 % του φορτίου και ποσότητα 549,891 μ.τ., στ) η έκτη, ποσοστό 13,740% του φορτίου και ποσότητα 3.425,914μ.τ., ζ) η έβδομη, ποσοστό 2% του φορτίου και ποσότητα 500μ.τ., η) η όγδοη, ποσοστό 7,781% του φορτίου και ποσότητα 1.940 μ.τ. και θ) η ένατη, ποσοστό 4,941 του φορτίου και ποσότητα 1.232,070 μ.τ.. Ότι το πλοίο, αφού κατέπλευσε στον λιμένα …….. την 9-7-2010 και η τότε πλοιοκτήτριά του δήλωσε αδυναμία συνέχισης των πλόων και παράδοσης του φορτίου, εξετέθη σε πλειστηριασμό με επίσπευση της ενυπόθηκης δανείστριας του Τράπεζας “…”. Ότι τον Ιανουάριο του έτους 2011, η ενυπόθηκη δανείστρια του πλοίου Τράπεζα “… …”, απευθύνθηκε στην ως άνω διαχειρίστρια του πλοίου “…” με σκοπό τη συμφωνία ανάληψης της διαχείρισης του πλοίου από την τελευταία και περαιτέρω την πώλησή του από την τραπεζικών συμφερόντων πλοιοκτήτρια (“…”) σε εταιρεία γνωστή ή συνεργαζόμενη με αυτήν και οι σχετικές διαπραγματεύσεις κατέληξαν την 27-1-2011 σε συμφωνία και υπογράφηκε η σύμβαση διαχείρισης μεταξύ της εταιρείας “…” και της πλοιοκτήτριας εταιρείας “…”. Ότι μετά από σωρεία συναντήσεων μεταξύ των εκπροσώπων των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένων των εναγομένων εταιρειών οι εκπρόσωποι της Τράπεζας και της συγγενών συμφερόντων πωλήτριας εταιρείας (“…”), όπως και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των εναγομένων διαβεβαίωσαν την ενάγουσα έντονα ότι δεν υφίσταται λόγος να μην προχωρήσει στην αγορά του πλοίου, καθώς είχαν λάβει ως παραλήπτριες την απόφαση να διαθέσουν τα οικονομικά και τεχνικά μέσα να αναλάβουν άμεσα το φορτίο τους και είχαν εκπονήσει το απαραίτητο τεχνικό σχέδιο και κάθε άλλη απαραίτητη μελέτη, βάσει του οποίου θα πραγματοποιούταν η μετάγγιση του φορτίου σε άλλα πλοία, προκειμένου να παραδοθεί στους αρχικούς λιμένες προορισμού ή σε άλλους που θα υπεδείκνυαν οι εναγόμενες παραλήπτριες. Ότι οι εναγόμενες του παρέστησαν ψευδώς, μεταξύ άλλων, ότι είχαν μεριμνήσει και είχαν λάβει όλες τις απαραίτητες διοικητικές άδειες από το Λιμεναρχείο ……., είχαν εκδώσει τα απαιτούμενα πιστοποιητικά και είχαν μεριμνήσει για την επιθεώρηση του πλοίου από τον ……….. νηογνώμονα του πλοίου (“…”), ο οποίος είχε εκδώσει το σχετικό πιστοποιητικό διατήρησης της κλάσης του και γενικά είχαν επιλύσει κάθε συναφή εκκρεμότητα πλέον της ασφαλιστικής κάλυψης του πλοίου για το διάστημα από 19.11.2010 έως 19.02.2011, ότι οι παραλήπτριες εταιρείες ήταν απολύτως έτοιμες να εκτελέσουν τις απαραίτητες εργασίες για να παραλάβουν άμεσα το φορτίο τους και ότι ενόψει των δηλώσεών τους, προχώρησε η ενάγουσα την 1-4-2011 στην αγορά του και κάλεσε τις εναγόμενες να ξεκινήσουν τις σχετικές εργασίες τους και την 11-4-2011 προέβη στη σύναψη σύμβασης ναύλωσης του πλοίου με την εταιρεία “…” με απώτατο χρόνο παράδοσης του πλοίου στους ναυλωτές την 5-7-2011, χρονική διάρκεια της ναύλωσης δώδεκα (12) μήνες και ημερήσιο ναύλο ποσού 19.500 Δολλ. ΗΠΑ, αφού προηγουμένως θα είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες δεξαμενισμού του που είχε συνεννοηθεί με την κατάρτιση σχετικής σύμβασης με το Λιμεναρχείο …………. Ότι προέβη σε πρόσκληση προς τις εναγόμενες εταιρείες ζητώντας τα πλήρη αντίγραφα των παραστατικών κυριότητας του φορτίου και όλα τα έγγραφα και πιστοποιητικά, τις ασφαλιστικές εγγυήσεις και τις συναφείς μελέτες του σχεδίου θέρμανσης και μεταφόρτωσης του φορτίου προς τον σκοπό της αξιολόγησης από τους τεχνικούς της για την εξασφάλιση της εκτέλεσης της διαδικασίας χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ασφάλεια του πλοίου, το πλήρωμα και το περιβάλλον, πλην όμως οι εναγόμενες με προσχήματα και δικαιολογίες συνεχώς ανέβαλλαν την παράδοση των σχετικών εγγράφων και την ενημέρωσή της αναφορικά με την έναρξη της διαδικασίας και ότι όλες οι δηλώσεις τους απεδείχθησαν ψευδείς, ειδάλλως η σχετική διαδικασία θα είχε ξεκινήσει άμεσα, όπως σε ανάλογες περιπτώσεις. Ότι η απώλεια των εγγράφων αξιοπλοΐας του πλοίου της την 2-12-2010, προκάλεσε εν τέλει οικονομικές ζημίες στην ενάγουσα πλοιοκτήτρια, την απαξίωση του πλοίου της και την οριστική ακύρωση της επιχειρηματικής του εκμετάλλευσης, διότι η ανάκτηση των εγγράφων ήταν δυνατή μόνο εφόσον το πλοίο υποβαλλόταν σε δεξαμενισμό, υπό την αυτονόητη υπό τους ισχύοντες διεθνώς κανόνες για την πιστοποίηση της κλάσης ενός πλοίου, προϋπόθεση της προηγούμενης εκφόρτωσής του. Ότι καμία από τις ενέργειες που είχαν υποσχεθεί στην ενάγουσα δεν επακολούθησε, οι δικονομικές ενέργειες τους ανέδειξαν τα πραγματικά προβλήματα που επιμελώς της απέκρυψαν και αφορούσαν τις μεταξύ τους επιχειρηματικές σχέσεις και ισορροπίες που επέλεξαν να επιλύσουν εις βάρος των συμφερόντων της ενάγουσας κρατώντας το πλοίο της σε επιχειρηματική αδράνεια για χρονικό διάστημα που τελικά υπερέβη τα δύο (2) έτη. Ότι οι εναγόμενοι δεν είχαν καμία απολύτως πρόθεση άμεσης εκφόρτωσης του επιδίκου φορτίου για να το αναλάβουν, εάν όλες οι οικονομικές παράμετροι της διαδικασίας δεν ήταν πλήρως επωφελείς για τα συμφέροντά τους, αδιαφορώντας εάν παράλληλα πλήττονταν τα συμφέροντα της ενάγουσας. Ότι οι διαδικασίες θέρμανσης/εκφόρτωσης/μεταφοράς του φορτίου, αφορούσαν κόστος, το οποίο είχε συμπεριληφθεί στις συμβάσεις μεταφοράς και είχε καταβληθεί από τις παραλήπτριες, ενώ το κόστος της διαδικασίας εκφόρτωσης του πλοίου μετά την εγκατάλειψή του από την αρχική πλοιοκτήτρια συνεπαγόταν πρόσθετη δαπάνη, που απομείωνε το αρχικό εμπορικό κέρδος που οι παραλήπτριες είχαν προϋπολογίσει. Ότι λόγω της στερεοποίησης του φορτίου από τη παραμονή αυτού στις δεξαμενές του πλοίου σε αδράνεια, δεν ήταν δυνατή η αξιολόγηση της εμπορικής αξίας του αν ήταν κατεστραμμένο ή χαμηλής ποιότητας, ότι η τελική διάγνωση των αιτίων στερεοποίησής του έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα των εναγομένων εταιρειών σε ασφαλιστική αποζημίωση είτε εξ ολοκλήρου είτε κατά το μεγαλύτερο μέρος. Ότι ο συνδυασμός των ως άνω γεγονότων, επέβαλλε την πώληση του φορτίου στην υψηλότερη δυνατή τιμή, ότι η πώληση έπρεπε να πραγματοποιηθεί χρονικά όταν η τιμή θα το επέτρεπε και αφού είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία εκφόρτωσης. Ότι όσες από τις εναγόμενες παραλήπτριες είχαν ασφαλίσει τα φορτία τους, είχαν αυτονόητα κάθε συμφέρον να εισπράξουν την ασφαλιστική αποζημίωση στη μεγαλύτερη τιμή της, ήτοι οι ασφαλιστές να είχαν αναλάβει τον ανάλογο κίνδυνο και οι ίδιες να μη βαρύνονται καθόλου με υπαιτιότητα. Ότι μέχρι οι ασφαλιστές του φορτίου να έφθαναν σε ικανοποιητική για τα συμφέροντα των εναγομένων οικονομική προσφορά και μέχρι τον οριστικό συμβιβασμό μεταξύ τους, οι εναγόμενες είχαν πρόδηλο συμφέρον να κωλυσιεργούν τη διαδικασία εκφόρτωσης επικαλούμενες τεχνικά ή γραφειοκρατικά προβλήματα που τάχα είχαν την πηγή τους στους λοιπούς εμπλεκομένους (την πλοιοκτήτρια, τον αρμόδιο νηογνώμονα, τη σημαία της … κλπ.) και ενήργησαν με δόλια και αθέμιτη σκοπιμότητα κατά τον τρόπο αυτόν. Ότι όσες από τις παραλήπτριες δεν είχαν ασφαλίσει το φορτίο τους, όπως οι εταιρείες “…” και “…”, ήσαν περισσότερο έκθετες στον επιχειρηματικό κίνδυνο και έσπευσαν άμεσα να αναλάβουν το φορτίο τους μέσω της δικαστικής οδού, χωρίς τη συνδρομή ή και υποστήριξη των λοιπών εναγομένων εταιρειών. Ότι, όμως, οι σχετικές αιτήσεις τους απερρίφθησαν δυνάμει της υπ’ αριθ. 1435/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας γεγονός που τις οδήγησε σε αλλαγή πλεύσης ως προς τον δικονομικό σχεδιασμό και σε αναγκαστική συμπόρευση με τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες, ενόψει και της εκκρεμούς διαδικασίας διαιτησίας στο Λονδίνο, που είχε ανοιγεί προς επίλυση του ζητήματος του βάρους ασφάλισης μεταξύ της δεύτερης εναγομένης και του αντισυμβαλλομένου της πωλητή του φορτίου. Ότι βάσει των ανωτέρω εξαναγκάστηκε η ενάγουσα να διεκδικήσει τα δικαιώματά της προς αποζημίωση ενώπιον των δικαστηρίων λόγω της εξ αδικοπραξίας προκληθείσας εκ μέρους των εναγομένων ζημίας σε βάρος της. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 1488/27-9.-2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………., έγινε δεκτή η αίτηση των εναγομένων εταιρειών και τους επετράπη με επιμέλεια και δαπάνες τους, η ρυμούλκηση του πλοίου της ενάγουσας από το αγκυροβόλιο ……… στον λιμένα ……., η με επιμέλεια και δαπάνες τους θέρμανση του φορτίου και μετάγγιση και παραλαβή από κάθε μία από τις αιτούσες του φορτίου της, ενώ παράλληλε υποχρεώθηκε η ενάγουσα σε κάθε αναγκαία για τον σκοπό αυτό σύμπραξη και ανοχή, η δε αίτησή της ιδίας απορρίφθηκε. Ότι οι ισχυρισμοί των εναγομένων βάσει των οποίων έγινε δεκτή η αίτησή τους από το Δικαστήριο αφορούσαν περιστατικά παρελθόντος χρόνου, κατά το χρονικό διάστημα πριν την αγορά του πλοίου από την ενάγουσα και όχι τον επίκαιρο χρόνο της συζήτησης των αντίθετων αιτήσεων, με στόχο να πεισθεί το Δικαστήριο περί την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα και να απονείμει σε αυτούς την εξουσία να διαχειριστούν τη διαδικασία εκφόρτωσης, ώστε ανενόχλητοι να την εκτελέσουν όποτε πληρούνταν οι οικονομικές παράμετροι που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά τους. Ότι παρότι οι εναγόμενες ως κυρίες του επί του πλοίου της μεταφερόμενου φορτίου τους υποχρεούνταν με καλή πίστη να είχαν προστατεύσει τα έννομα συμφέροντα της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας αυτού σε σχέση με τον χρόνο αποπεράτωσης της εκφόρτωσής του κατά τον ταχύτερο και ασφαλέστερο τρόπο. Ότι η εκφόρτωση του πλοίου από τις εναγόμενες διενεργήθηκε με επισφαλή τρόπο τόσο για το ίδιο το πλοίο, όσο και για το πλήρωμα αυτού και το περιβάλλον γενικότερα, προκαλώντας ζημίες από την υπαιτίως βραδύτατη εκφόρτωση αυτού και πρόσθετες ζημίες από την ανάγκη αχρείαστων επισκευών, οι οποίες θα είχαν αποφευχθεί εφόσον η εκφόρτωση είχε διενεργηθεί με ασφαλή και επιστημονικά συγκροτημένο τρόπο σύμφωνο με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, αλλά και την απώλεια σημαντικών εσόδων από την εκμετάλλευση αυτού κατά τον προορισμό του, η οποία δεν κατέστη δυνατή όσο χρονικό διάστημα έμενε αυτό έμφορτο, εφόσον δεν ηδύνατο να λάβει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, εάν δεν είχε ενεργήσει εκτεταμένες επισκευές. Ότι, η συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών να διατηρούν τη διαδικασία εκφόρτωσης σε εκκρεμότητα με προσχηματικές δικαιολογίες από τον χρόνο κατάσχεσης του πλοίου (9-7-2010) έως και το πέρας αυτής (27-5-2013), συγκροτεί το πραγματικό της αδικοπραξίας και υποχρεώνει αυτές σε αποζημίωση της ενάγουσας για κάθε θετική ή αποθετική ζημία που υπέστη συνεπεία αυτής, όπως και συνακόλουθα της ηθικής της βλάβης ως νομικού προσώπου υπονομεύοντας με τρόπο βάναυσο και αποδοκιμαστέο από το δίκαιο το εμπορικό της μέλλον ως εταιρείας. Ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστά κατάφωρη και ευθεία παραβίαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, να προβούν δηλαδή στην ταχεία ειθισμένη εκφόρτωση του επιδίκου φορτίου ως μέσοι συνετοί συναλλασσόμενοι με βάση τις δυνατότητες και συνθήκες στους λιμένες είτε του αρχικού αγκυροβολίου του πλοίου είτε του λιμένος Ελευσίνας όπου και τελικώς ρυμουλκήθηκε, με συνέπεια την αδυναμία επιχειρηματικής εκμετάλλευσης του πλοίου της ενάγουσας, λόγω των σοβαρών ζημιών που υπέστη καθώς και της αδικαιολόγητα καθυστερημένης και τεχνικώς πλημμελούς εκφόρτωσης του φορτίου από την εργολήπτρια τεχνική εταιρεία για λογαριασμό των εναγομένων παραληπτριών εταιρειών. Ότι οι εναγόμενες διαχειρίστηκαν την όλη επιχείρηση εκφόρτωσης του πλοίου από το φορτίο τους με τρόπο που υπερβαίνει τα ανεκτά από το νόμο όρια της ηθικής ως προς το επιδιωκόμενο επιχειρηματικό κέρδος, καθώς υπό το ψευδεπίγραφο πρίσμα της αναζήτησης του ορθού τεχνικά τρόπου εκφόρτωσης, πραγματικώς επεδίωκαν τη δραστική συμπίεση του κόστους αυτής και την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού περιθωρίου επιχειρηματικού κέρδους σε αντιστοιχία με το ως άνω κόστος, εις βάρος όμως της οικονομίας της ενάγουσας, συμπεριφερόμενες με τρόπο καταχρηστικό και ασύνετο στο πλοίο της και τα εξ αυτού έννομα συμφέροντά της, τα οποία και περιφρόνησαν προκλητικά, καίτοι είχαν υποχρέωση εκ του νόμου να προστατεύσουν, ακυρώνοντας την απόλαυση των ωφελημάτων του από την ενάγουσα για διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής της καλής πίστης και των χρηστών ηθών κατ’ άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Ότι ενήργησαν με δόλο εν γνώσει τους, αφού απεδέχθησαν το ενδεχόμενο να εκτεθεί το πλοίο της σε ζημίες, άλλως η συμπεριφορά τους συγκροτεί το πραγματικό της βαρείας αμελείας, όπως τούτο προκύπτει από τη μακρά παραμονή του σε έμφορτη κατάσταση, χωρίς πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και δυνατότητα εκμετάλλευσης, οι δε ζημίες συνδέονται αιτιωδώς αδιαμφισβήτητα με τη συμπεριφορά των εναγομένων, καθώς το πλοίο χρησιμοποιήθηκε για διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) ετών, ως αποθήκη του επιδίκου φορτίου χωρίς να της καταβάλουν αποζημίωση μέχρι σήμερα, ως θα όφειλαν σε αντίστοιχη περίπτωση. Ότι στην ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά προέβησαν για λογαριασμό των νομικών προσώπων των εναγομένων εταιρειών, οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους, άλλως ειδικώς εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, οι οποίοι και ενεργούσαν εντός του κύκλου συμφερόντων των εναγομένων και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δίδοντας τις επιμέρους εντολές στους εντολοδόχους δικηγόρους στην Ελλάδα, άλλως στους διάφορους προστηθέντες (ναυτικούς πράκτορες, τεχνικές εταιρείες, πραγματογνώμονες κλπ.) για τις επιμέρους ενέργειες που ιστορούνται στην κρινόμενη αγωγή, οι οποίες και προκάλεσαν αιτιωδώς τις επιμέρους αναφερόμενες στην αγωγή ζημίες στην ενάγουσα. Ότι οι εναγόμενες καθυστέρησαν σκοπίμως επικαλούμενες ζητήματα που ήταν αναγκαίο να επιλυθούν ως προς την ασφαλιστική κάλυψη της ρυμούλκησης του πλοίου, καθώς επίσης και ως προς την αποκομιδή των ελαιωδών καταλοίπων, ως προς την παράλειψη υποχρεωτικού διορισμού ναυπηγού λόγω έλλειψης κλάσης του πλοίου, εξαιτίας του οποίου παρέμενε έμφορτο με το φορτίο τους, προκειμένου να διενεργηθεί υπό την εποπτεία του η απομάκρυνσή τους, πλην όμως υπαναχώρησαν όταν διαπίστωσαν το κόστος της εν λόγω διαδικασίας. Ότι η ενάγουσα για την επίσπευση της διαδικασίας αναγκάστηκε να απευθυνθεί στις αρμόδιες λιμενικές υπηρεσίες για να πιέσει την εξέλιξη της ρυμούλκησης του πλοίου της και της εκφόρτωσης του φορτίου και με πρόθεση να προβεί η ίδια στη σχετική δαπάνη, για να αποτρέψει τη συνεχή διεύρυνση της ζημίας της από την αδράνειά του, για να επιταχυνθεί έτσι και η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που τη διέτασσε, πλην όμως οι εναγόμενες αντέδρασαν αρνητικά και παρελκυστικά στην όλη διαδικασία και σε κάθε ένδικη ενέργεια που ανέλαβε η ενάγουσα με τον ανωτέρω σκοπό και ουδόλως ανταποκρίθηκαν ούτε συνεργάστηκαν, όπως εκτίθεται στην αγωγή, γεγονός ενδεικτικό της αδικοπρακτικής ως άνω συμπεριφοράς τους, η οποία ήταν αντιφατική και κακοπροαίρετη, αφού αντίθετα από την αίτησή τους που οδήγησε στην έκδοση της ως άνω δικαστικής απόφασης ζήτησαν πλέον τη μεταρρύθμισή της με μόνη την εκφόρτωση του φορτίου στα ………… και όχι τη ρυμούλκηση του πλοίου. Ότι το πλοίο ρυμουλκήθηκε στις 19-2-2012 στην ………. με τη συνδρομή του ρυμουλκού «…» της εταιρείας με την επωνυμία «…» και κατέπλευσε στον λιμένα ……… την 23-2-2012, προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαδικασίες εκφόρτωσης, πέντε μήνες μετά την έκδοση της σχετικής υπ’ αριθ. 1488/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………, με επιμέλεια και επί ζημία της ενάγουσας. Ότι έτσι οι εναγόμενες με πράξεις, άλλως παραλείψεις που εκφεύγουν από τα όρια των τρεχουσών ναυτιλιακών συναλλαγών εξέθεσαν το πλοίο της σε αχρείαστες δαπάνες και κινδύνους, προκειμένου να εξυπηρετήσουν με αθέμιτο τρόπο το στενό επιχειρηματικό τους συμφέρον και να αποφύγουν να αναλάβουν τη σχετική δαπάνη, παραβιάζοντας με το τρόπο αυτό και τις επιταγές της δικαστικής απόφασης. Ότι η συμπεριφορά τους ωθήθηκε από πρόθεση άλλως βαρεία αμέλεια επαγωγής ζημίας σε βάρος της ενάγουσας, καίτοι αυτή κατέβαλε κάθε προσπάθεια να συνδράμει με κάθε μέσο στην υλοποίηση των όσων η απόφαση διέτασσε. Ότι οι εναγόμενες προσχηματικά υπέβαλαν αίτημα να επιθεωρήσουν το πλοίο οι τεχνικοί τους σύμβουλοι, καίτοι είχαν επιθεωρήσει το πλοίο εξαντλητικά όταν κατήρτισαν τις σχετικές τεχνικές μελέτες τους για το ως άνω Δικαστήριο και ότι προσχηματικά έθεσαν ζήτημα επικαιροποίησης των μελετών αυτών, υποπίπτοντας σε άσκοπες διαδικαστικές παλινωδίες και αποδίδοντας υποχρεώσεις και επιρρίπτοντας ευθύνες στην ενάγουσα, στο πλαίσιο της σκοπιμότητάς τους για παρέλκυση της διαδικασίας εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου, ενώ οι ίδιες ήταν ανέτοιμες για να αναλάβουν τη διαδικασία εκφόρτωσης του πλοίου, καίτοι εμφανίζονταν πλήρως έτοιμες από τον χρόνο ήδη έκδοσης της ως άνω δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους στο Δικαστήριο, διαψεύδοντας έτσι τον εαυτό τους. Ότι επιπλέον οι εναγόμενες επέμειναν άσκοπα στο ζήτημα εξουσιοδότησης προς τη σημαία του πλοίου (……..), χωρίς να προβλέπεται αυτό από την αρμόδια αρχή, προκειμένου να παρατείνουν τον χρόνο εκφόρτωσης, ενώ απευθύνθηκαν άνευ λόγου και προς το Λιμεναρχείο ………. για διαδικαστικά ζητήματα, επιδιώκοντας την αναθεώρηση των προϋποθέσεων που είχε θέσει η εν λόγω αρμόδια αρχή, επειδή συνεπάγονταν υψηλά κόστη γι’ αυτές, και ενώ είχαν συμφωνήσει με τους όρους που είχε προηγουμένως θέσει το Λιμεναρχείο ……. άνευ αντιρρήσεων. Ότι προωθούσαν την έκπτωση των κανόνων ασφαλείας στην εκτέλεση της εκφόρτωσης, για την επίτευξη μείωσης του κόστους και ότι επιδίωκαν για λόγους καθυστέρησης αντιφάσκοντας για τον περιορισμό των όρων της αρμόδιας αρχής με όσα έπρατταν και δήλωναν εγγράφως ειδικότερα για τη παρουσία ρυμουλκού επιφυλακής, αδιαφορώντας αν έτσι έθεταν σε κίνδυνο το περιβάλλον, το πλοίο και τους επιβαίνοντες. Ότι αναγκάστηκε έτσι η ενάγουσα να ορίσει ρυμουλκά σκάφη για τη διαδικασία της ρυμούλκησης του πλοίου της. Ότι συνέπεια της παράνομης και καταχρηστικής συμπεριφοράς των εναγομένων, ήταν και η επιβολή διοικητικών προστίμων από το αρμόδιο Λιμεναρχείο της ………, λόγω της έλλειψης ναυτιλιακών εγγράφων του πλοίου, η οποία οφειλόταν αποκλειστικώς στο γεγονός ότι παρέμενε το επίδικο φορτίο επί του πλοίου και δεν υπήρχε η πραγματική δυνατότητα να διενεργηθούν οι απαραίτητες επιθεωρήσεις επ’ αυτού και ο περαιτέρω δεξαμενισμός του, ώστε να εκδοθούν το πιστοποιητικό κλάσης και τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας του. Ότι οι εναγόμενες στράφηκαν σκοπίμως σε αναρμόδια αρχή της σημαίας του πλοίου για την αναζήτηση πιστοποιητικών για τα τεχνικά ζητήματα, όπως προκύπτει από την έγγραφη απάντησή της προς αυτές και το Λιμεναρχείο ………, γεγονός που πιστοποιήθηκε και από τον αγγλικό νηογνώμονα, όταν οι εναγόμενες απευθύνθηκαν καθυστερημένα με επιστολή για να αναλάβει τη μελέτη και έγκριση του σχεδίου μεταφόρτωσης, γεγονός που καταδεικνύει ότι εξ αρχής δεν είχαν ολοκληρωμένο σχέδιο μελέτης και εκφόρτωσης του πλοίου της. Ότι δεν αξιοποίησαν καθόλου τον μεγάλο χρόνο που μεσολάβησε από τη ρυμούλκηση του πλοίου στην ………. και την παραμονή του εκεί προκειμένου να καταρτίσουν έστω αργότερα το απαιτούμενο σχέδιο ούτε αξιοποιήθηκε ο χρόνος παρατάσεως, αλλά αναλώθηκε σε αλληλογραφία που αφορούσε τα αυτά διαδικαστικά θέματα που είχαν λυθεί κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Ότι η πρακτική των εναγομένων ήταν η αδικαιολόγητη καθυστέρηση της εξέλιξης της υπόθεσης, από την πρώτη υποβολή του σχεδίου την 10-8-2012 μέχρι την οριστική έγκριση του νηογνώμονα την 26-10-2012 κατόπιν συνεχών τροποποιήσεων, διορθώσεων κλπ. και αναγκάστηκε η ενάγουσα να προσφύγει στον Ο.Λ.Ε. προκειμένου να καταθέσουν το σύνολο των εγγράφων, μελετών, σχεδίων και εγγυήσεων που ζητήθηκαν εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης σε αυτές. Ότι ήταν αντικειμενική η αδυναμία να εξασφαλίσει η ενάγουσα τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, όσο το πλοίο παρέμενε έμφορτο με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, οι οποίες είχαν υποχρέωση εκφόρτωσης βάσει των όσων όριζε η δικαστική απόφαση,ενώ υπήρχε αδράνεια των εμπλεκομένων μερών και έλλειψη συνεργασίας με το Κεντρικό Λιμεναρχείο …….., προκειμένου να εκτελεστεί άμεσα η διαδικασία εκφόρτωσης του πλοίου από τις εναγόμενες. Ότι οι εναγόμενες εκμεταλλευόμενες τη σύγχυση αρμοδιοτήτων μεταξύ ΟΛΕ και ΚΛΕ, προσέφυγαν στο ΥΕΝ, όπου μετά από δύο (2) συσκέψεις την 26-7-2012 παρόντων των εκπροσώπων των Αρχών και των εμπλεκομένων μερών εξασφάλισαν παράταση δεκαπέντε (15) ημερών προκειμένου να καταθέσουν τελικά το σχέδιο εκφόρτωσης προς έγκριση στον αρμόδιο νηογνώμονα. Ότι το Λιμεναρχείο με την από 1-8-2012 υπ’ αριθ. πρωτ. 1697/2012 επιστολή του όρισε ρητή προθεσμία επτά (7) ημερών προκειμένου οι εναγόμενες να υποβάλλουν το οριστικό σχέδιο μετάγγισης του φορτίου. Ότι οι εναγόμενες συνεβλήθησαν με τον νηογνώμονα τη 10-8-2012, αλλά οι μελέτες απορρίφθηκαν εξαιτίας της τεχνικής τους ανεπάρκειας, καθώς τα σχέδιά τους ήταν μη άρτια, αλλά λιγότερο δαπανηρά, λόγω της σοβαρής έκπτωσης από τους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ότι την 5-11-2012 το Κ.Λ.Ε. δίδει την οριστική έγκριση του σχεδίου με σειρά προϋποθέσεων, για την τήρηση των 14 όρων που τέθηκαν από τον νηογνώμονα («…”), πριν την έναρξη της επιχείρησης μεταφόρτωσης, προκειμένου να εγκρίνει το σχέδιο και έταξε προθεσμία μέχρι την 9-11-2012, ώστε να εκτελεστεί η διαδικασία με τη μέγιστη προβλεπόμενη ασφάλεια, εξαιτίας των κινδύνων που λόγω του ρυπογόνου χαρακτήρα του φορτίου και των κινδύνων για το περιβάλλον. Ότι δεν ήταν δυνατή νέα παράταση ισχύος του προσωρινού εγγράφου εθνικότητας, εφόσον δεν διενεργούνταν οι προαπαιτούμενες επιθεωρήσεις του πλοίου εξαιτίας της έμφορτης κατάστασής του, παρά μόνο χορήγηση προθεσμίας για τη διαδικασία αλλαγής σημαίας του. Ότι η ενάγουσα παρείχε στις αρμόδιες αρχές το από 12-12-2012 προσωρινό έγγραφο εθνικότητας (“provisional certificate of registry”) των …, όπου τελικώς νηολογήθηκε το πλοίο, και η χορήγησή του έγινε υπό την προϋπόθεση ότι το πλοίο έπρεπε άμεσα να εκφορτωθεί και σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του νηογνώμονα που είχε εγκρίνει το σχέδιο, ώστε κατόπιν το πλοίο να προχωρήσει σε δεξαμενισμό και επιθεωρήσεις με σκοπό να αποκτήσει πλήρη έγγραφα κλάσης. Ότι το Κ.Λ.Ε. έθεσε σε διακινδύνευση την όλη διαδικασία δια της εμμέσου εκπτώσεως των όρων επ’ ωφελεία των εναγομένων. Ότι ο Ο.Λ.Ε. απέστειλε επιστολή δια της οποίας καλούσε τις εναγόμενες, όπως εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών συμμορφωθούν με προηγούμενες σχετικές προσκλήσεις του και να ξεκινήσουν άμεσα τη διαδικασία εκφόρτωσης και την εκτέλεση των προαπαιτούμενων εργασιών, άλλως το πλοίο μετά του ρυπογόνου φορτίου του έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την περιοχή ευθύνης του. Ότι κατ’ αυτής προσέφυγαν οι εναγόμενες με αίτηση αναστολής της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 143/2013 απόφαση του τμήματος αναστολών του ΣτΕ, η οποία την έκανε δεκτή για τυπικό λόγο, επειδή είχε παραλειφθεί η γνωμοδότηση της επιτροπής που απαιτείται για την ενεργοποίηση διαδικασίας απομάκρυνσης επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια πλοίου ή φορτίου και ότι είναι πιθανή η βύθιση του πλοίου, η απώλεια του επιδίκου φορτίου και η ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την περαιτέρω παραμονή του στο αγκυροβόλιο χωρίς να έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες εκφόρτωσης και διέταξε την ολοκλήρωση της εντός δύο (2) μηνών από την επίδοση της απόφασης. Ότι κατόπιν της απόφασης του ΣτΕ επισπεύστηκε η διαδικασία από την εργολήπτρια εταιρεία «…» που είχε ξεκινήσει την 8-3-2013 με εργασίες θέρμανσης και τη 27-5-2013 περαιώθηκε, με πλημμελή πάντως τρόπο, η διαδικασία μεταφόρτωσης. Ότι την «περαίωση» της εκφόρτωσης γνωστοποίησαν στην ενάγουσα δια της από 5-6-2013 εξωδίκου τους οι εναγόμενες με παράλληλη πρόσκληση «παραλαβής» του πλοίου κατόπιν της αυθημερόν επιθεώρησής του. Ότι η ενάγουσα τους απέστειλε στις 6-6-2013 εξώδικο με τη διαμαρτυρία για τη μη παράδοση των απαιτούμενων δικαιολογητικών/παραστατικών καθόλα τα στάδια της εκφόρτωσης, με τα οποία βεβαιούταν η άρτια και ασφαλής διεξαγωγή και αποπεράτωση της εκφόρτωσης του φορτίου και επιφυλάχθηκε για την κατάσταση του πλοίου και την ετοιμότητα των δεξαμενών του για φόρτωση λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης των εργασιών με συνέπεια έτσι να παραταθεί για τον λόγο αυτό η επιχειρησιακή του απραξία και η απώλεια εισοδημάτων από την εκμετάλλευσή του και μέχρι τη μεταβίβασή του στις 21-11-2014, ζημία την οποία επιφυλάχθηκε η ενάγουσα να διεκδικήσει από τις εναγόμενες. Ότι η μονομερής θέση που έλαβε το ΚΛΕ ενισχύοντας την παρελκυστική τακτική των εναγομένων δεν ήταν δικαιολογημένη εκ του γεγονότος ότι η μεταφόρτωση περαιώθηκε άνευ ατυχήματος ή περιστατικού ρύπανσης, το οποίο οφείλεται αποκλειστικά σε τυχαίο γεγονός, και είναι απότοκος της προηγουμένης σημαντικής καθυστέρησης έναρξης της διαδικασίας με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων. Ότι επειδή οι εναγόμενες ενήργησαν δολίως και επικαλούμενες ψευδώς αρχικώς επιχειρησιακή ετοιμότητα και κατόπιν αβάσιμα τεχνικά ή νομικά κωλύματα, χρησιμοποίησαν το πλοίο της ως «αποθήκη» του φορτίου τους, μέχρι να επιλύσουν τις οικονομικές παραμέτρους της επιχείρησης εκφόρτωσής του, της ασφαλιστικής τους αποζημίωσης και της μεταπώλησης του επιδίκου φορτίου προς εξυπηρέτηση του επιχειρηματικού τους συμφέροντος, εις βάρος του συμφέροντος της ενάγουσας, το οποίο ουδόλως προστάτευσαν, αφού πέραν της ομηρείας του πλοίου της, δεν έχουν καταβάλει την αμοιβή μέχρι σήμερα για την αιτία αυτή, η συμπεριφορά τους αυτή είναι προδήλως αδικοπρακτική και αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη, άλλως και επικουρικώς σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων. Ότι βάσει τούτων, σε κάθε περίπτωση, δικαιούται να ζητήσει ως αμοιβή τη δαπάνη των αποθηκεύτρων που θα κατέβαλαν οι εναγόμενες παραλήπτριες υπό κανονικές περιστάσεις καθόλο το διάστημα που το επίδικο φορτίο παρέμεινε στο πλοίο της μέχρι την περαίωση της διαδικασίας εκφόρτωσης, καθώς πρόκειται για ζημία της που συνδέεται αιτιωδώς με την ως άνω αδικοπρακτική τους συμπεριφοράς. Ότι με βάση την αμοιβή που θα κατέβαλαν οι εναγόμενες στον αρμόδιο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα (κατά τη μέση εκτίμηση τιμών ή τη συνήθη για την αιτία αυτή τιμολόγηση) για φύλαξη ή αποθήκευση λαμβάνοντας υπόψη ότι μπορούσε να είχε αποθηκευτεί στις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία “….” ως μοναδικού ιδιωτικού φορέα στην περιοχή για την παροχή ανάλογων υπηρεσιών έναντι κόστους 3 ευρώ ανά μετρικό τόνο ανά ημέρα παραμονής του φορτίου στις αποθήκες της για το χρονικό διάστημα από 31-3-2011 έως 27-9-2011 ανέρχεται σε ποσό 13.396.995 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 28-9-2011 έως 19-2-2012 ανέρχεται σε ποσό 10.792.023,75 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 20-2-2012 έως 27-5-2013 ανέρχεται σε ποσό 34.460.048,25 ευρώ και συνολικά για ποσό 58.649.067 ευρώ, το οποίο επιμερίζεται ως οφειλή με βάση τα ποσοστά κυριότητας των εναγομένων επί του επιδίκου φορτίου (ποσότητας 24.809,25 μετρικών τόνων), όπως εκτίθενται στην αγωγή. Ότι το διαφυγόν κέρδος της από τη ματαίωση της καταρτισθείσας ως άνω ναύλωσης του πλοίου της, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα είχε εισπράξει ανέρχεται για το χρονικό διάστημα από 5-7-2011 έως 5-8-2012 σε ποσό 7.117.500 δολ.ΗΠΑ, αφαιρουμένων δε των δαπανών για μισθούς πληρώματος, για τροφοδοσία πληρώματος, για δαπάνη επισκευών και συντήρησης του πλοίου, για λοιπές λειτουργικές δαπάνες του πλοίου, για χημικά-λιπαντικά, για δαπάνη ασφάλισης του πλοίου, για δαπάνη διαχείρισης το ποσό ανέρχεται εν τέλει σε 4.721.700 δολ. ΗΠΑ ή 3.506.126,08 ευρώ (μηνιαίος ναύλος 19.500 δολ. ΗΠΑ), κατά την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (1,3467) στον χρόνο άσκησης της αγωγής (εφόσον η ζημία δεν έχει αποκατασταθεί και δεν είναι δυνατόν να προϋπολογιστεί κατά τον χρόνο που θα συζητείτο η αγωγή), επικουρικώς δε, οι εναγόμενες της οφείλουν το ποσό ως αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας τους σε βάρος της ενάγουσας, ενώ για το χρονικό διάστημα από 6-8-2012 έως 27-5-2013 (πέρατος της εκφόρτωσης) το ποσό που δικαιούται ως αποζημίωση λόγω διαφυγόντος κέρδους από τη ναύλωση του πλοίου της που παρέμεινε σε αδράνεια λόγω της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος της ανέρχεται σε 5.089.500 δολ. ΗΠΑ, αφαιρουμένων δε των λειτουργικών δαπανών του πλοίου της το ίδιο χρονικό διάστημα ανέρχεται εν τέλει σε ποσό 3.352.545 δολ.ΗΠΑ ή 2.489.451,99 ευρώ (μηνιαίος ναύλος 19.500 δολ. ΗΠΑ), κατά την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (1,3467) στον χρόνο άσκησης της αγωγής (εφόσον η ζημία δεν έχει αποκατασταθεί και δεν είναι δυνατόν να προϋπολογιστεί κατά τον χρόνο που θα συζητείτο η αγωγή), ήτοι το συνολικό διαφυγόν κέρδος της ενάγουσας ανέρχεται από τις ανωτέρω αιτίες σε ποσό 8.074.245 δολ. ΗΠΑ ή 5.995.578,07 ευρώ, κατά την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (1,3467) στο χρόνο άσκησης της αγωγής της. Ότι παρότι το πλοίο δεν εκτέλεσε τελικά τη συμφωνηθείσα ναύλωση, η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη και στα πλαίσια της εκτελέσεως της δικαστικής απόφασης του Πρωτοδικείου της ………. και των επιταγών των Λιμεναρχείων ……. και ………, να διατηρεί το πλήρωμα επί του πλοίου της λόγω ανάγκης ασφαλούς ναυσιπλοΐας και φύλαξης και διατήρησης του φορτίου σε κατάσταση τέτοια που να μπορεί να υποβληθεί στη διαδικασία θέρμανσης και μετάγγισης, όπως εγκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές και ότι για δαπάνες μισθοδοσίας και τροφοδοσίας του πληρώματος του πλοίου της, το οποίο διατηρούσε εν ενεργεία καθόλο το χρονικό διάστημα της αναμονής της πριν την εκφόρτωση και μετάγγιση του επιδίκου φορτίου, υπέστη ζημία λόγω της αδικοπρακτικής ως άνω συμπεριφοράς των εναγομένων παραληπτριών, ανερχόμενη σε συνολικό ποσό 1.361.959,05 ευρώ (1.300.728,29 + 61.230,76), όπως ειδικότερα με κάθε λεπτομέρεια εκτίθεται στην αγωγή με παράθεση πινάκων μισθοδοσίας και τιμολογίων τροφοδοσίας του πληρώματος του πλοίου της, για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2011 έως την 27-5-2013. Ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ενώ το πλοίο της ναυλοχούσε διαδοχικά στους λιμένες ………. και …….. έμφορτο, ήταν υποχρεωμένη, ένεκα της δικαστικής απόφασης του Πρωτοδικείου ………. και των κανονισμών ασφαλούς ναυσιπλοίας, να διατηρεί το πλοίο ετοιμοπόλεμο για τη διασφάλιση της επιτυχούς εκτέλεσης της διαδικασίας μεταφόρτωσης του φορτίου και της ασφάλειας του πλοίου, του λιμένος, του περιβάλλοντος και των μελών του πληρώματος και προμηθεύτηκε τις αναγκαίες ποσότητες καυσίμων μέχρι και του πέρατος της διαδικασίας εκφόρτωσης από σειρά εξειδικευμένων εταιρειών προμηθείας και πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων και κατέστη υπόχρεη έναντι αυτών με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή 444 τιμολόγια προμήθειας λίτρων πετρελαίου κίνησης, οπότε υπέστη συνολική θετική ζημία λόγω της δαπάνης της συνολικού ποσού 2.858.872,73 ευρώ, εξαιτίας της αδικοπρακτικής ως άνω συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος της. Ότι για την παραλαβή πετρελαιοειδών καταλοίπων/σκουπιδιών και για σχετικές υπηρεσίες που δέχθηκε από τον Απρίλιο του 2011 μέχρι τις 30-4-2013 κατέβαλε συνολικό ποσό 79.801,59 ευρώ, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή σχετικά τιμολόγια. Ότι οι εναγόμενες καίτοι ήταν υπόχρεες στην καταβολή τελών αγκυροβολίου του πλοίου της ενάγουσας, έμφορτου με το φορτίο τους, σύμφωνα με την ως άνω δικαστική απόφαση, κατά το χρονικό διάστημα που αυτό ναυλοχούσε στους λιμένες …….. και ……….., εντούτοις μέχρι σήμερα δεν έχουν καταβάλει κανένα ποσό, με αποτέλεσμα μέρος των σχετικών χρεώσεων να καταλογιστούν στη διαχειρίστρια του πλοίου της εταιρεία με την επωνυμία “…” και να βεβαιωθούν στην αρμόδια ΔΟΥ με αντίστοιχη ζημίας της. Ότι κατά τη διάρκεια προκαταρκτικού ελέγχου του πλοίου της από τον ………………Νηογνώμονα διαπιστώθηκαν σημαντικής ποσότητας κατάλοιπα του επιδίκου φορτίου στις σωληνώσεις και στα κύτη του με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εκτέλεση των εργασιών δεξαμενισμού με σκοπό την ανάκτηση των πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του, εάν προηγουμένως δεν ολοκληρωθούν οι εργασίες καθαρισμού του πλοίου από κατάλοιπα, τα οποία οφείλονται στη πλημμελή εκτέλεση της διαδικασίας μετάγγισης του φορτίου από τη προστηθείσα από τις εναγόμενες εργολήπτρια εταιρεία «…». Ότι για την αγορά του πλοίου είχε λάβει τοκοχρεωλυτικό δάνειο από την Τράπεζα «…» ήδη απορροφηθείσα από την Τράπεζα «…», χωρίς όμως αυτό να εξυπηρετείται κανονικά εφόσον αδυνατούσε η ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια να ενεργοποιήσει τη ναύλωσή του και να το θέσει σε επιχειρηματική εκμετάλλευση κατά τον προορισμό του, με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, με συνέπεια να περιέλθει σε καθεστώς καθυστέρησης και να της καταλογιστούν όλες οι προβλεπόμενες από την τραπεζική πρακτική πρόσθετες επιβαρύνσεις. Ότι η εμπορική αξία του πλοίου έχει μειωθεί δραστικά, αφού με υπαιτιότητα των εναγομένων παρέμεινε ανενεργό και εκτός ναυλαγοράς για διάστημα άνω των δύο (2) ετών. Ότι επειδή η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων στόχευε και πέτυχε την προσβολή της οικονομικής κατάστασης της ενάγουσας ως εταιρείας και έχει χαρακτηριστικά ιδιαίτερης ηθικοκοινωνικής απαξίας, καθώς ζημιώθηκαν τα προστατευόμενα από τον νόμο έννομα αγαθά της επαγγελματικής της εμπορικής πίστης, της φήμης και γενικά το εμπορικό της μέλλον, διότι ακυρώθηκε η καλή γνώμη της ευρύτερης ναυτιλιακής αγοράς για την οικονομική και επαγγελματική της κατάσταση, αφού επί μακρόν το πλοίο της που δεν αντιμετώπιζε καμία άλλη συναλλακτική εμπλοκή, παρέμενε σε ακινησία, χωρίς να είναι σε θέση να εκτελέσει τις απαιτούμενες εργασίες, προκειμένου να εξασφαλίσει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, ενώ εξ αυτού του λόγου αθέτησε και τη συμβατική της υποχρέωση να εκτελέσει τη σύμβαση ναύλωσης και να εξυπηρετήσει το ναυτιλιακό δάνειο που είχε λάβει από την ως άνω Τράπεζα, με συνέπεια να περιέλθει αυτό σε κατάσταση «κόκκινου δανείου», ενώ δημιουργήθηκαν αμετάκλητες δυσμενείς εντυπώσεις στους τρίτους με τους οποίους σχετίζεται η ενάγουσα εκ του αντικειμένου της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, οικονομικά, κοινωνικά και επαγγελματικά. Ότι με βάση το είδος και την έκταση της προσβολής της και την πρόκληση σοβαρών ζημιών, εφόσον το πλοίο της δεν ανακτήσει την εμπιστοσύνη της ευρύτερης ναυλαγοράς σε αντίθεση με τις εναγόμενες που είναι πολυεθνικού χαρακτήρα εταιρείες, διακινούν σημαντικής αξίας φορτία και είναι οικονομικά εύρωστες, καθώς και από τα τεχνάσματα που μετήλθαν και τις προσχηματικές αιτιάσεις τους για την πρόκληση της εν λόγω ζημίας, χωρίς να αποζημιώσουν την πλοιοκτήτρια, το ποσό της εύλογης και δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας πρέπει να ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ. Ότι οι εναγόμενες ως παραλήπτριες του επίδικου φορτίου ένεκα της αδικοπρακτικής και αντίθετης στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη ως άνω συμπεριφοράς τους ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, διότι με συνυπαιτιότητα και με παράλληλη σύμπραξη σε όλες τις πρόσφορες πράξεις, άλλως παραλείψεις τους ως άνω, επεδίωξαν και πέτυχαν έστω και με ενδεχόμενο δόλο, άλλως με βαρεία αμέλεια να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα μέσω της εξαιρετικώς βραδείας μετάγγισης του φορτίου, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, καθόσον δεν είναι δυνατόν να διακριβωθεί ο βαθμός της συμμετοχής της καθεμίας των εναγομένων και αντιστοίχως το μέγεθος της ζημίας που προξένησε έκαστη εξ αυτών στην ενάγουσα, για τις οποίες είναι και αυτοτελώς υπεύθυνη η καθεμία ως συγκύρια του φορτίου κατά το ποσοστό κυριότητας που αποτυπώνεται στις φορτωτικές τους, κατ’ άρθρα 926 και 481 ΑΚ και δη για τις ακόλoυθες ζημίες σε βάρος της ενάγουσας: α) για διαφυγόντα κέρδη κατά το ποσό 5.995.578,07 ευρώ, β) για λειτουργικές δαπάνες του πλοίου κατά το ποσό των 4.300.633,37 ευρώ και ειδικότερα: για μισθοδοσία πληρώματος κατά το ποσό των 1.300.728,29 ευρώ και για τροφοδοσία κατά το ποσόν των 61.230,76 ευρώ, γ) για προμήθεια καυσίμων κατά το ποσό των 2.858.872,73 ευρώ, δ) για αποκομιδή πετρελαιοειδών καταλοίπων/απορριμμάτων κατά το ποσόν των 79.801,59 ευρώ και ε) για ηθική βλάβη κατά το ποσό των 1.000.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση. Ότι η ενάγουσα ρητά επιφυλάχθηκε για τη διεκδίκηση των απαιτήσεών της που αφορούν θετικές ζημίες, διαφυγόντα κέρδη και λοιπές δαπάνες της σε σχέση με τη ρυμούλκηση του πλοίου από το αγκυροβόλιο Ψαχνών Ευβοίας στον λιμένα Ελευσίνας και την παραμονή του επιδίκου φορτίου σε αυτό και των οποίων τα ποσά ευρίσκονται ακόμη υπό λογιστική εκκαθάριση, καθώς και για τις λοιπές αιτίες που αναφέρονται στην αγωγή ως ζημίες της, ως άνω (λ.χ.πλημμελής καθαρισμός του πλοίου, τραπεζικό δάνειο, τέλη αγκυροβολίας κλπ.). Με αυτό το ιστορικό, ζητεί η ενάγουσα, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού με τις προτάσεις της των ως άνω αγωγικών απαιτήσεών της αποκλειστικά και μόνο στο διαφυγόν κέρδος της από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της, την οποία (μοναδική) αγωγική αξίωσή της μετατρέπει από καταψηφιστική σε αναγνωριστική στο σύνολό της, κατ’ εκτίμηση δε παραιτούμενη και από το αγωγικό αίτημά της περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης ως προσωρινώς εκτελεστής ως προς αυτήν, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 8.074.245 δολ. ΗΠΑ ή 5.995.578,07 ευρώ για τις αναφερόμενες ως άνω επιμέρους αιτίες λόγω της αδικοπρακτικής τους ευθύνης σε βάρος της, νομιμοτόκως από τη γνωστοποίηση των απαιτήσεών της στις εναγόμενες και με βάση την ανταλλαγείσα αλληλογραφία ήδη από τη 18-10-2009 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως και όλως επικουρικώς από της επιδόσεως της αγωγής, και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική της δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου για την παρούσα δίκη. Με τη δεύτερη ως άνω υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του χημικού δεξαμενόπλοιου …” πρώην “…” αρχικώς νηολογίου … (αριθ……… και αριθμού ΙΜΟ ………..) και κατόπιν νηολογίου … (αριθ……….και αριθμού ΙΜΟ ………), του οποίου τη διαχείριση και την εκπροσώπηση στην Ελλάδα είχε η αλλοδαπή εταιρεία και εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Α.Ν.89/67) με την επωνυμία “…”, την κυριότητα του οποίου απέκτησε την 31-3-2011 με αγορά από την αλλοδαπή εταιρεία “…”, δυνάμει του αυτής ημερομηνίας ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως (Bill of sale), η δε πωλήτρια του εν λόγω πλοίου απέκτησε την κυριότητα αυτού ως υπερθεματίστρια στο δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό του που διενεργήθηκε στη ……… την 26-1-2011, το δε πλοίο ανήκε μέχρι τότε στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία “…” κι εκπλειστηριάστηκε έμφορτο με τις δεξαμενές του να φέρουν περί τους 25.000 μετρικούς τόνους φοινικελαίου (palm oil) με τόπο εκφορτώσεων, μεταξύ άλλων λιμένων, και τα ………… και παραλήπτριες του φορτίου τις εναγόμενες εταιρείες, οι οποίες κατέχουν αποδεικτικά έγγραφα κυριότητας για τα κατωτέρω ποσοστά και ποσότητες φορτίου: α) η πρώτη, ποσοστό 16,24% του φορτίου και ποσότητα 4.029,724 μ.τ., β) η δεύτερη, ποσοστό 30,83% του φορτίου και ποσότητα 7.649,752 μ.τ., γ) η τρίτη, ποσοστό 14,355% του φορτίου και ποσότητα 3.578,983 μ.τ., δ) η τέταρτη, ποσοστό 7,633% του φορτίου και ποσότητα 1903μ.τ., ε) η πέμπτη, ποσοστό 2,206 % του φορτίου και ποσότητα 549,891 μ.τ., στ) η έκτη, ποσοστό 13,740% του φορτίου και ποσότητα 3.425,914μ.τ., ζ) η έβδομη, ποσοστό 2% του φορτίου και ποσότητα 500μ.τ., η) η όγδοη, ποσοστό 7,781% του φορτίου και ποσότητα 1.940 μ.τ. και θ) η ένατη, ποσοστό 4,941 του φορτίου και ποσότητα 1.232,070 μ.τ.. Ότι το πλοίο, αφού κατέπλευσε στον λιμένα ……… την 9-7-2010 και η τότε πλοιοκτήτριά του δήλωσε αδυναμία συνέχισης των πλόων και παράδοσης του φορτίου, εξετέθη σε πλειστηριασμό με επίσπευση της ενυπόθηκης δανείστριας του Τράπεζας “…”. Ότι στην αγορά του εν λόγω πλοίου προέβη επειδή κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και συναντήσεων με τους εκπροσώπους της τράπεζας και της συγγενών συμφερόντων πωλήτριας εταιρείας “…” έλαβε έντονες διαβεβαιώσεις εξ αυτών ότι οι παραλήπτριες εναγόμενες εταιρείες είχαν λάβει την απόφαση να διαθέσουν τα οικονομικά και τεχνικά μέσα να αναλάβουν άμεσα το φορτίο τους και είχαν εκπονήσει το απαραίτητο τεχνικό σχέδιο και κάθε άλλη απαραίτητη μελέτη, βάσει του οποίου θα πραγματοποιούταν η μετάγγιση του φορτίου σε άλλα πλοία, προκειμένου να παραδοθεί στους αρχικούς λιμένες προορισμού ή σε άλλους που θα υπεδείκνυαν οι εναγόμενες παραλήπτριες. Ότι οι εναγόμενες του παρέστησαν ψευδώς, μεταξύ άλλων, ότι είχαν μεριμνήσει και είχαν λάβει όλες τις απαραίτητες διοικητικές άδειες από το Λιμεναρχείο ………, είχαν εκδώσει τα απαιτούμενα πιστοποιητικά και είχαν μεριμνήσει για την επιθεώρηση του πλοίου από τον ………νηογνώμονα του πλοίου (“…”), ο οποίος είχε εκδώσει το σχετικό πιστοποιητικό διατήρησης της κλάσης του και γενικά είχαν επιλύσει κάθε συναφή εκκρεμότητα πλέον της ασφαλιστικής κάλυψης του πλοίου για το διάστημα από 19.11.2010 έως 19.02.2011, ότι οι παραλήπτριες εταιρείες ήταν απολύτως έτοιμες να εκτελέσουν τις απαραίτητες εργασίες για να παραλάβουν άμεσα το φορτίο τους και ότι ενόψει των δηλώσεών τους, προχώρησε η ενάγουσα την 1-4-2011 στην αγορά του και κάλεσε τις εναγόμενες να ξεκινήσουν τις σχετικές εργασίες τους, πλην όμως αυτές δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή της, ενώ με διάφορα προσχήματα και δικαιολογίες συνεχώς ανέβαλλαν την παράδοση των σχετικών εγγράφων και την ενημέρωσή μου αναφορικά με την έναρξη της διαδικασίας. Ότι βάσει των ανωτέρω εξαναγκάστηκε η ενάγουσα να προσφύγει ενώπιον των δικαστηρίων για να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, καθόσον η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων σε βάρος της απειλούσε σοβαρά την εν γένει οικονομική της κατάσταση αφού το εν λόγω πλοίο ήταν το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο. Ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. 1488/27-9-2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου …………, έγινε δεκτή η αίτηση των εναγομένων εταιρειών και τους επετράπη με επιμέλεια και δαπάνες τους, η ρυμούλκηση του πλοίου της ενάγουσας από το αγκυροβόλιο …….. στον λιμένα ……….., η με επιμέλεια και δαπάνες τους θέρμανση του φορτίου και μετάγγιση και παραλαβή από κάθε μία από τις αιτούσες του φορτίου της, ενώ παράλληλε υποχρεώθηκε η ενάγουσα σε κάθε αναγκαία για τον σκοπό αυτό σύμπραξη και ανοχή, η δε αίτηση της ιδίας απορρίφθηκε. Όμως από την έκδοση της απόφασης αυτής αντί της άμεσης έναρξης της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου η διαδικασία καθυστέρησε να ξεκινήσει με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων και περαιώθηκε μόλις στις 27-5-2013 αντίθετα απ’ ό,τι είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις. Ότι οι παραλήπτριες εταιρείες καθυστέρησαν την έναρξη της διαδικασίας για λόγους ανεξάρτητους από το τεχνικό μέρος αυτής υπό τον μανδύα επίκλησης τεχνικών και άλλων διαδικαστικών προβλημάτων, αγνοώντας την παράλληλη οικονομική ζημία της ενάγουσας, επιδιώκοντας τους μόνον επιχειρηματικούς τους στόχους, όπως την επίτευξη μέγιστης δυνατής τιμής μεταπώλησης του επιδίκου φορτίου, την είσπραξη της μέγιστης δυνατής ασφαλιστικής αποζημίωσης ή το χαμηλότερο δυνατό κόστος της διαδικασίας εκφόρτωσης, με συνέπεια να υποστεί η ενάγουσα σοβαρές οικονομικές ζημίες καθώς το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο παρέμεινε με αποκλειστική υπαιτιότητά τους αδρανοποιημένο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι (20) μηνών, χωρίς να δύναται να το εκμεταλλευτεί κατά τον προορισμό του, ενώ παράλληλα εξυπηρετούσε τις παραλήπτριες εταιρείες λειτουργώντας ως εν δυνάμει «αποθήκη» του επιδίκου φορτίου τους, για να ολοκληρώσουν τους επιχειρηματικούς τους σχεδιασμούς και κατόπιν να ξεκινήσουν τη διαδικασία εκφόρτωσης. Ότι για το σύνολο των οικονομικών ζημιών που της προκάλεσαν οι παραλήπτριες εναγόμενες εταιρείες με την ως άνω αδικοπρακτική τους συμπεριφορά, άσκησε σχετική αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι η δέκατη εναγομένη εταιρεία είναι η τεχνική εταιρεία που ανέλαβε για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων το έργο της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του επιδίκου φορτίου, πλην όμως, εκτέλεσε κατά τρόπο πλημμελή τη διαδικασία, με αποτέλεσμα την πρόκληση προσθέτων ζημιών στο πλοίο της, τις οποίες αρνήθηκε να αποκαταστήσει, καίτοι οχλήθηκε προς τούτο, όπως και οι παραλήπτριες εταιρείες με τις οποίες ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον λόγω της σχέσης προστήσεως μεταξύ τους. Ότι η λόγω των πράξεων ή/και των παραλείψεων της δεκάτης εναγομένης, απαιτήθηκε αποκατάσταση αυτών για αρκετό χρόνο με συνέπεια μέχρι και την 21-11-2014 (όταν και εξαναγκάστηκε η ενάγουσα να προβεί λόγω της παρατεταμένης επιχειρηματικής αδράνειας του πλοίου στη μεταβίβασή του σε σημαντικά μειωμένη αξία) να καθυστερήσει η έναρξη των διαδικασιών επανένταξής του στην κλάση του και η έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών αξιοπλοίας και περαιτέρω να υφίσταται αδυναμία της να θέσει το πλοίο εκ νέου σε επιχειρηματική εκμετάλλευση κατά τον προορισμό του και να αποκομίσει εισοδήματα από αυτήν. Ότι οι εναγόμενες παραλήπτριες εταιρείες του επιδίκου επί του πλοίου φορτίου φοινικελαίου υποχρεούνταν από την καλή πίστη να προστατεύσουν τα έννομα συμφέροντα της ενάγουσας τα σχετικά με τον χρόνο αποπερατώσεως της εκφορτώσεως, διενεργώντας αυτή το ταχύτερον δυνατόν και με ασφαλή τρόπο, σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις συνθήκες του λιμένων ………. και …………. Ότι ο τρόπος εκφόρτωσης του πλοίου από τις εναγόμενες και την προστηθείσα για τον σκοπό αυτό δέκατη εναγομένη εταιρεία διενεργήθηκε με επισφαλή και όχι άρτιο τεχνικά τρόπο τόσο για το ίδιο το πλοίο, όσο και για το πλήρωμα αυτού και το περιβάλλον, εκθέτοντας το πλοίο, πέραν των ζημιών από την υπαιτίως βραδύτατη εκφόρτωση αυτού, και σε πρόσθετες ζημίες από την ανάγκη επισκευών,οι οποίες θα είχαν αποφευχθεί εφόσον η εκφόρτωση είχε διενεργηθεί με ασφαλή και επιστημονικό τρόπο σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, αλλά και την απώλεια σημαντικών εσόδων από την εκμετάλλευση αυτού κατά τον προορισμό του, η οποία δεν ήταν δυνατή όσο χρονικό διάστημα έμενε έμφορτο και μέχρι της μεταβίβασής του, εφόσον δεν ήταν δυνατό να λάβει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, εάν δεν εκτελούσε εκτεταμένες επισκευές ως άνω προς αποκατάσταση των βλαβών που κατέλειπε η διαδικασία θέρμανσης και μετάγγισης του επιδίκου φορτίου, όπως εκτελέστηκε από την προστηθείσα τεχνική εταιρεία. Ότι οι εναγόμενες εταιρείες ευθύνονται εις ολόκληρον για τον πλημμελή τρόπο με τον οποίο διενεργήθηκε η διαδικασία εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου από τη δέκατη εναγομένη και για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στο πλοίο της ενάγουσας, κατά παράβαση και της εκδοθείσας ως άνω δικαστικής απόφασης. Ότι η συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών να διατηρούν τη διαδικασία εκφόρτωσης σε εκκρεμότητα με προσχηματικές δικαιολογίες από τον χρόνο κατάσχεσης του πλοίου (9-7-2010) έως και το πέρας αυτής (27-5-2013), καθώς και να έχουν εκτελέσει μέσω της προστηθείσας δέκατης εναγόμενης εταιρείας τη διαδικασία θέρμανσης και εκφόρτωσης του επιδίκου φορτίου με τρόπο επισφαλή και επιζήμιο για τη λειτουργικότητα του πλοίου, αλλά και της άρνησής τους να αποκαταστήσουν άμεσα τις τεχνικές βλάβες που προκάλεσαν, συγκροτεί το πραγματικό των διατάξεων της αδικοπραξίας και εκθέτει αυτές σε υποχρέωση αποζημίωσής της για κάθε θετική ή αποθετική ζημία που υπέστη, όπως και της ηθικής βλάβης της ως νομικού προσώπου υπονομεύοντας το εμπορικό της μέλλον ως εταιρείας, καθώς υποχρεώθηκε και σε μεταβίβαση του πλοίου σε σημαντικά μειωμένη αξία. Ότι η δέκατη εναγομένη ευθύνεται και αυτοτελώς για τις ζημίες που προκλήθηκαν στο πλοίο από τις πράξεις και παραλείψεις της κατά την εκτέλεση της διαδικασίας εκφόρτωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της αδικοπραξίας, ανεξάρτητα της σχέσης πρόστησης που τη συνδέει με τις λοιπές εναγόμενες εταιρείες. Ότι η συμπεριφορά αυτή συνιστά παραβίαση των κανόνων της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών, ήτοι να προβούν αφενός μεν στη ταχεία ειθισμένη εκφόρτωση του επιδίκου φορτίου, αφετέρου δε στην ασφαλή για το πλοίο διαδικασία θέρμανσης και εκφόρτωσης του επιδίκου φορτίου, ως μέσοι συνετοί συναλλασσόμενοι. Ότι από τις βλάβες που υπέστη το πλοίο της από την πλημμελή εκφόρτωση του φορτίου επήλθε αιτιωδώς και η πλήρη ακύρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, αφού η δαπάνη αποκατάστασης ήταν ιδιαιτέρως υψηλή και δεν ήταν δυνατό να καλυφθεί άμεσα από την ενάγουσα, η οποία αποστερήθηκε επί μακρόν της δυνατότητας να εκμεταλλευθεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της και να αποκομίσει εισοδήματα από αυτό. Ότι οι εναγόμενες διαχειρίστηκαν την επιχείρηση εκφόρτωσης του πλοίου με τρόπο που υπερβαίνει τα ανεκτά από τον νόμο όρια της ηθικής ως προς το επιδιωκόμενο επιχειρηματικό κέρδος, καθώς υπό την αφορμή της αναζήτησης του ορθού τεχνικά τρόπου εκφόρτωσης, επεδίωκαν τη δραστική συμπίεση του κόστους αυτής και την εξασφάλιση του μεγαλύτερου δυνατού περιθωρίου κέρδους, συμπεριφερόμενες όμως με τρόπο ασύνετο στο πλοίο και τα εξ αυτού έννομα συμφέροντά της, τα οποία περιφρόνησαν, ακυρώνοντας την απόλαυση των ωφελημάτων του από την ενάγουσα για διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, καθόσον εν γνώσει τους προέβησαν πλημμελώς σε διενέργεια της διαδικασίας εκφόρτωσης με λιγότερες προϋποθέσεις ασφαλείας και τεχνικές παρεμβάσεις, για τη δραστική μείωση του κόστους της και με μετέπειτα αντιφατική και καταχρηστική συμπεριφορά σε σχέση με όσα επικαλέστηκαν προηγουμένως ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω δικαστική απόφαση που έκανε δεκτή την αίτησή τους για την ασφαλή διαδικασία ρυμούλκησης και εκφόρτωσης του πλοίου από το επίδικο φορτίο. Ότι οι εναγόμενες εταιρείες, καίτοι κατέχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία και τα μέσα να διαχειριστούν με ασφάλεια περιπτώσεις όπως η επίδικη, απεδέχθησαν το ενδεχόμενο να εκτεθεί το πλοίο σε ζημίες, άλλως η συμπεριφορά τους διέπεται από βαρεία αμέλεια, όπως προκύπτει από τη μακρά παραμονή του σε έμφορτη κατάσταση, χωρίς πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και δυνατότητα εκμετάλλευσης, η οποία με αποκλειστική υπαιτιότητά τους διατηρήθηκε και μετά το πέρας της διαδικασίας εκφόρτωσης καθώς αρνήθηκαν ν’αποκαταστήσουν τις βλάβες που προκάλεσαν με αποτέλεσμα το πλοίο να μη δύναται να εκδώσει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας. Ότι η εν προκειμένω αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων εταιρειών αφορά κατά το στάδιο της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του επιδίκου φορτίου και οι συνεπεία των παρανόμων πράξεων άλλως παραλείψεών τους προκληθείσες ζημίες στο πλοίο και την εν γένει οικονομική κατάσταση της ενάγουσας. ότι στην αδικοπρακτική συμπεριφορά προέβησαν για λογαριασμό των νομικών προσώπων των εναγομένων εταιρειών οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους άλλως ειδικώς εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, οι οποίοι και ενεργούσαν εντός του κύκλου συμφερόντων των εναγομένων και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, δίδοντας τις επιμέρους εντολές στους εντολοδόχους δικηγόρους στην Ελλάδα, άλλως στους διάφορους προστηθέντες (ναυτικούς πράκτορες, τεχνικές εταιρείες, πραγματογνώμονες κλπ.) για τις ενέργειες που ιστορούνται στην αγωγή, οι οποίες και συγκρότησαν τα πραγματικά περιστατικά της ένδικης διαφοράς και προκάλεσαν αιτιωδώς τις εκτιθέμενες στην αγωγή ζημίες της, εν γνώσει τους και σε κάθε περίπτωση αποδεχόμενες αυτές άλλως από βαρεία αμέλειά τους και ομοίως συμβαίνει και για τη δέκατη εναγόμενη κατά την εκτέλεση της διαδικασίας εκφόρτωσης και μετάγγισης του επιδίκου φορτίου τους. Ότι άπασες οι εναγόμενες ευθύνονται εις ολόκληρον για την ικανοποίηση των αγωγικών αξιώσεων της ενάγουσας διότι: α) η δέκατη εναγόμενη ανέλαβε τη διαδικασία θέρμανσης και μετάγγισης του επιδίκου φορτίου προς εξυπηρέτηση οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων (απελευθέρωση, ανάληψη, μεταφορά και περαιτέρω μεταπώληση) των λοιπών εναγομένων, β) οι επικαλούμενες ζημίες στο πλοίο προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας αυτής, άλλως είναι απότοκες του (πλημμελούς) τρόπου εκτέλεσής της και επικουρικώς καθ’ υπέρβαση των ορίων των καθηκόντων της δέκατης εναγόμενης, γ) οι ζημίες δεν θα είχαν προκύψει αιτιωδώς εάν δεν μεσολαβούσε η διαδικασία θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου από τη δέκατη εναγόμενη στα πλαίσια της πρόστησής της από τις λοιπές εναγόμενες. Ότι οι εννέα (9) πρώτες εναγόμενες διατήρησαν το δικαίωμα εντολών και οδηγιών προς την «εργολήπτρια» εταιρεία (δέκατη εναγομένη), η οποία δεν θα εκτελούσε το έργο κατά τη δική της διακριτική ευχέρεια και κρίση ως προς τα τεχνικά σκέλη, αλλά σύμφωνα με το σχέδιο εκφόρτωσης που είχαν εκπονήσει οι παραλήπτριες εταιρείες και υπό τις οδηγίες και τον έλεγχό τους, οι οποίες είχαν την ευθύνη της σύμφωνης με τη νομιμότητα εκτέλεσης της διαδικασίας, καθώς με βάση τη δικαστική απόφαση είχε διοριστεί και τεχνικός σύμβουλος των παραληπτριών εταιρειών, ενώ το έργο επέβλεπε αλλοδαπός επιθεωρητής, ο οποίος είχε διοριστεί από τις παραλήπτριες και η “εργολήπτρια” εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις εντολές του. Ότι οι παραλήπτριες εταιρείες είχαν διορίσει α) υπεύθυνο θέρμανσης και β) χημικό ναυτιλίας, με αντίστοιχες αρμοδιότητες (οδηγιών και εντολών προς τη δέκατη εναγόμενη), καθώς και τεχνική σύμβουλο την εταιρεία “……….”. Ότι επικουρικώς έχουν ευθύνη οι παραλήπτριες του φορτίου, λόγω της κατάστασης «γενικής εποπτείας» επί του έργου της εκφόρτωσης, ακόμη και αν οι οδηγίες ήταν γενικού περιεχομένου, λόγω των εξειδικευμένων γνώσεων της δέκατης εναγομένης, άλλως ότι ευθύνονται αυτοτελώς και κατά τις διατάξεις της αδικοπραξίας, αφού είχαν ιδιαίτερη υποχρέωση εποπτείας του έργου και προστασίας των συμφερόντων της ενάγουσας, άλλως ευθύνονται και με βάση τις διατάξεις περί καλής πίστης, τις οποίες παραβίασαν, εφόσον αρκέστηκαν στην παθητική εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους και αγνόησαν την υποχρέωση προστασίας των συμφερόντων της. Ότι οι 9 παραλήπτριες εταιρείες του επιδίκου φορτίου κατήρτισαν σύμβαση με τη δέκατη εναγομένη για τη διεκπεραίωση της επαγγελματικής και οικονομικής τους υπόθεσης θέρμανσης και μετάγγισης του ως άνω φορτίου και ότι τόσο η δέκατη εναγόμενη, όσο και τα τεχνικά συνεργεία που αυτή διόρισε κατά τη συμβατική ευχέρεια που της είχε παρασχεθεί από τις λοιπές εναγόμενες, εκτέλεσαν τη διαδικασία εκφόρτωσης κατά τρόπο πλημμελή, είτε συνειδητά είτε επικουρικά λόγω βαρείας αμελείας που επέδειξαν κατά τη διενέργεια των σχετικών διαδικασιών είτε λόγω υπέρβασης των ορίων εντολών που είχε λάβει από τις λοιπές εναγόμενες. Ότι συνεπεία των πράξεων άλλως παραλείψεων της δέκατης εναγομένης, το πλοίο υπέστη σημαντικές ζημίες, υψηλού κόστους για τις οποίες αποκλειστικά υπαίτια είναι η ίδια και ότι εξ αυτών ζημιώθηκε η ενάγουσα από την αδυναμία εκμετάλλευσης του πλοίου λόγω της υπαίτιας καθυστέρησης εκφόρτωσης από τους παραλήπτες και κατά συνέπεια δεν είχε αποκομίσει εισοδήματα, όπως ήταν εύλογο κατά τη φυσιολογική σειρά των πραγμάτων από της αγοράς του πλοίου κι εντεύθεν, ενώ κι οι εναγόμενες ρητά αρνήθηκαν να την αποζημιώσουν καίτοι ήταν υπόχρεες. Ότι η δέκατη εναγόμενη ευθύνεται εις ολόκληρον με τις λοιπές εναγόμενες, καθώς παρέλειψε να ασκήσει τη δέουσα εποπτεία στα συνεργεία που εκτέλεσαν τη διαδικασία, όπως ήταν επιβεβλημένο από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και τους κανόνες κοινής πείρας και λογικής για την αποτροπή ζημιών από τις τεχνικές διαδικασίες, τόσο δε εξαιτίας της εις βάρος της ενάγουσας αδικοπρακτικής της συμπεριφοράς, ανεξάρτητα της σχέσης πρόστησης που τη συνδέει με τις λοιπές εναγόμενες, και αυτοτελώς, διότι καίτοι δεν συνδεόταν με συμβατική σχέση με την ενάγουσα, είχε γενική υποχρέωση εκ του νόμου και των λοιπών κανόνων, να προστατεύσει την περιουσία της (το πλοίο), εφόσον επρόκειτο να ενεργήσει επ’ αυτού με τρόπο επικίνδυνο για πρόκληση ζημιών, τις οποίες όφειλε να αποτρέψει με τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων που το διασφάλιζαν και ότι αυτές οι προκληθείσες ζημίες στο πλοίο τελούν σε εσωτερική συνάφεια με τις πράξεις ή και παραλείψεις της, εξαιτίας της προστήσεως, η οποία ήταν το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας, άλλως συνεπεία της αναθέσεως σε αυτήν του έργου της θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου από τις παραλήπτριες αυτού. Ότι οι παραλήπτριες εναγόμενες εταιρείες κατόπιν έκδοσης της ως άνω δικαστικής απόφασης (27-902011) παραβίασαν την ταχεία ολοκλήρωση της διαδικασίας ρυμούλκησης, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς και τελικώς δεν την εκτέλεσαν παρά τη δικαστική απόφαση που τις υποχρέωνε και το πλοίο ρυμουλκήθηκε (19-2-2012) με επιμέλεια και δαπάνες της ενάγουσας στο αγκυροβόλιο του λιμένος …….. (23-2-2012). Ότι για την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά των παραληπτριών εταιρειών, η οποία αντίκειται στους κανόνες της καλής πίστης και για τις εξ αυτής ζημίες που υπέστη η ενάγουσας, άσκησε την ως άνω πρώτη κρινόμενη αγωγή της. Ότι μέχρι σήμερα οι παραλήπτριες εταιρείες δεν έχουν αποζημιώσει τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των ρυμουλκών που τους παρείχαν υπηρεσίες, καθόλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η παραμονή του πλοίου σε έμφορτη κατάσταση και μέχρι την τελική εκφόρτωσή του, καίτοι η ως άνω δικαστική απόφαση όριζε ότι τα σχετικά κόστη βάρυναν αποκλειστικά τις εναγόμενες παραλήπτριες, με αποτέλεσμα οι πλοιοκτήτριες των ρυμουλκών πλοίων να ασκήσουν αγωγές, τόσο εναντίον αυτών, όσο και εναντίον της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας. Ότι στις 22-2-2012 η ενάγουσα απέστειλε στις εναγόμενες επιστολή, με την οποία τις καλούσε να καταθέσουν άμεσα τα σχέδια εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου που είχαν εκπονήσει, αλλά αυτές με διάφορα προσχήματα και δικαιολογίες καθυστερούσαν με κάθε τρόπο την έναρξη της διαδικασίας επικαλούμενες τεχνικά ζητήματα που ήταν δήθεν σε εκκρεμότητα και με την ανοχή του Κεντρικού Λιμεναρχείου …….., διατηρώντας σε ομηρεία και αδράνεια το πλοίο της ενάγουσας έμφορτο στον λιμένα της ………… Ότι η ενάγουσα προέβη σε συνεχή διαβήματα τόσο προς τις παραλήπτριες του φορτίου εταιρείες όσο και προς τις αρμόδιες αρχές, όμως οι εναγόμενες παραλήπτριες αποσκοπούσαν στην καθυστέρηση της διαδικασίας για να επιτύχουν τη δραστική αναθεώρηση (μείωση) των προϋποθέσεων που είχε θέσει το αρμόδιο λιμεναρχείο και ιδίως όσων συνεπάγονταν υψηλά κόστη γι’ αυτές, με σκοπό ακύρωσής τους. Ότι το τελικό σχέδιο εκφόρτωσης εγκρίθηκε από τον αρμόδιο νηογνώμονα την 26.10.2012 κατόπιν συνεχών τροποποιήσεων, διορθώσεων κλπ. και αφού ο νηογνώμονας έθεσε 15 προϋποθέσεις για την εκτέλεση του σχεδίου μεταφόρτωσης από τις οποίες 14 παρέμειναν ανεκτέλεστες έως και το πέρας της εκφόρτωσης. Ότι ο Ο.Λ.Ε. απέστειλε επιστολή δια της οποίας καλούσε τις εναγόμενες, όπως εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών συμμορφωθούν με προηγούμενες σχετικές προσκλήσεις του και να ξεκινήσουν άμεσα τη διαδικασία εκφόρτωσης και την εκτέλεση των προαπαιτούμενων εργασιών, άλλως το πλοίο μετά του ρυπογόνου φορτίου του έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα από την περιοχή ευθύνης του. Ότι κατ’ αυτής προσέφυγαν οι εναγόμενες με αίτηση αναστολής της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 143/2013 απόφαση του τμήματος αναστολών του ΣτΕ, η οποία την έκανε δεκτή για τυπικό λόγο, επειδή είχε παραλειφθεί η γνωμοδότηση της επιτροπής που απαιτείται για την ενεργοποίηση διαδικασίας απομάκρυνσης επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια πλοίου ή φορτίου και ότι είναι πιθανή η βύθιση του πλοίου, η απώλεια του επιδίκου φορτίου και η ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την περαιτέρω παραμονή του στο αγκυροβόλιο χωρίς να έχουν ξεκινήσει οι διαδικασίες εκφόρτωσης και διέταξε την ολοκλήρωση της εντός δύο (2) μηνών από την επίδοση της απόφασης. Ότι κατόπιν της απόφασης του ΣτΕ επισπεύστηκε η διαδικασία από την εργολήπτρια εταιρεία «…» που είχε ξεκινήσει την 8-3-2013 με εργασίες θέρμανσης και τη 27-5-2013 περαιώθηκε, με πλημμελή πάντως τρόπο, η διαδικασία μεταφόρτωσης. Ότι την «περαίωση» της εκφόρτωσης γνωστοποίησαν στην ενάγουσα δια της από 5-6-2013 εξωδίκου τους οι εναγόμενες με παράλληλη πρόσκληση «παραλαβής» του πλοίου κατόπιν της αυθημερόν επιθεώρησής του. Ότι η ενάγουσα τους απέστειλε στις 6-6-2013 εξώδικο με τη διαμαρτυρία για τη μη παράδοση των απαιτούμενων δικαιολογητικών/παραστατικών καθόλα τα στάδια της εκφόρτωσης, με τα οποία βεβαιούταν η άρτια και ασφαλής διεξαγωγή και αποπεράτωση της εκφόρτωσης του φορτίου και επιφυλάχθηκε για την κατάσταση του πλοίου και την ετοιμότητα των δεξαμενών του για φόρτωση λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης των εργασιών με συνέπεια έτσι να παραταθεί για τον λόγο αυτό η επιχειρησιακή του απραξία και η απώλεια εισοδημάτων από την εκμετάλλευσή του και μέχρι τη μεταβίβασή του στις 21-11-2014, ζημία την οποία επιφυλάχθηκε η ενάγουσα να διεκδικήσει από τις εναγόμενες. Ότι η μονομερής θέση που έλαβε το Κ.Λ.Ε. ενισχύοντας την παρελκυστική τακτική των εναγομένων δεν ήταν δικαιολογημένη εκ του γεγονότος ότι η μεταφόρτωση περαιώθηκε άνευ ατυχήματος ή περιστατικού ρύπανσης, το οποίο οφείλεται αποκλειστικά σε τυχαίο γεγονός, και είναι απότοκος της προηγουμένης σημαντικής καθυστέρησης έναρξης της διαδικασίας με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων. Ότι η σκόπιμη καθυστέρηση των εναγομένων και η ματαίωση της έναρξης της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου εντός των χρονικών διαστημάτων που οι εναγόμενες είχαν υποσχεθεί ότι θα ενεργούσαν κατά τον χρόνο αγοράς του πλοίου, είχε ως αποτέλεσμα το πλοίο να μην ανταποκριθεί στις προθεσμίες έναρξης της συμφωνίας ναύλωσης, αφού παρέμενε έμφορτο και έτσι η ναύλωση να ματαιωθεί οριστικά και ότι η ζημία που τελικά υπέστη η ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια ήταν ότι απώλεσε ναύλο 365 ημερών που αφορά τη χρονική περίοδο από 5-7-2011 έως 5-8-2012 που συμφωνήθηκε να παραμείνει το πλοίο ναυλωμένο στη ναυλώτρια εταιρεία και συνολικά απώλεσε (μικτά, εκτός δηλαδή του κόστους λειτουργικών δαπανών) το ποσόν των 7.117.500 δολ.ΗΠΑ, το οποίο ήταν βέβαιο ότι θα είχε εισπράξει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί με δεδομένη την καταρτισθείσα συμφωνία ναύλωσης του πλοίου, αν δεν παρέμενε αυτό ακινητοποιημένο στα αγκυροβόλια των λιμένων ……… και …….. Ότι ομοίως και κατά το λοιπό διάστημα μέχρι την έναρξη της διαδικασίας εκφόρτωσης και έως το πέρας αυτής, το πλοίο εφόσον παρέμενε σε έμφορτη κατάσταση δεν ήταν σε θέση να τεθεί σε εκμετάλλευση και απώλεσε για την ως άνω περίοδο μικτό ναύλο (αφαιρουμένων δηλαδή των λειτουργικών δαπανών του πλοίου) ύψους 5.089.500 δολ. ΗΠΑ, σύμφωνα με τη μέση τιμή ναύλου που ίσχυε για το επίδικο χρονικό διάστημα για πλοία με χαρακτηριστικά όπως το δικό μου. Ότι οι εν λόγω απαιτήσεις της ενάγουσας ποσού 3.506.126,08 ευρώ και ποσού 2.489.451,99 ευρώ, αντίστοιχα, που συνιστούν τα καθαρά διαφυγόντα κέρδη, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών δαπανών του πλοίου, αποτελούν κονδύλια της πρώτης κρινόμενης ως άνω αγωγής της, με την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου, κατά τον χρόνο άσκησής της. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 27-5-2013 έως 5-11-2014, που αποτελεί την αγωγική απαίτηση της δεύτερης κρινόμενης αγωγής της, το πλοίο παρέμενε ακινητοποιημένο στο αγκυροβόλιο του λιμένος ………, εξαιτίας της άρνησης των εναγομένων παραληπτριών εταιρειών και της προστηθείσας δέκατης εξ αυτών να προβούν στον πλήρη καθαρισμό των κυτών του και την εντεύθεν απομάκρυνση των καταλοίπων φορτίου, καθώς και στην αποκατάσταση των ζημιών από την πλημμελή εκτέλεση του έργου,καίτοι οχλήθηκαν επανειλημμένα και διατηρήθηκε και κατά το διάστημα αυτό η αδυναμία εκμετάλλευσής του με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, επειδή ήταν εξαιρετικά επαχθές για την ενάγουσα να αναλάβει το κόστος των επισκευών, αφού από την απόκτησή του εξαιτίας των εναγομένων παραληπτριών δεν είχε αποκομίσει οποιοδήποτε εισόδημα από την επιχειρηματική εκμετάλλευσή του. Ότι οι 9 εναγόμενες παραλήπτριες επιπρόσθετα δεν έχουν καταβάλει μέχρι σήμερα τα τέλη ελλιμενισμού και τα δικαιώματα αγκυροβολίας του πλοίου για το διάστημα που αυτό παρέμεινε στο αγκυροβόλιο Ελευσίνας (από τον κατάπλου την 23-2-2012 έως τον απόπλου την 5-11-2014) με αποτέλεσμα ο Ο.Λ.Ε. να αιτηθεί από την 26-9-2013 την απαγόρευση απόπλου του πλοίου, «λόγω οφειλών» (δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20§10 του Ν.3622/2007), την οποία το Κ.Λ.Ε έκανε δεκτή, απορρίπτοντας τις αντίθετες αιτήσεις της ενάγουσας πλοιοκτήτριας, η οία εξαναγκάστηκε να προσφύγει στο ΣτΕ με αίτηση ακυρώσεως κατά της από 21-8-2014 πράξης απαγόρευσης απόπλου του πλοίου, του Κεντρικού Λιμενάρχη του Κ.Λ.Ε και με αίτηση αναστολής κατ’ αυτής, η οποία συζητήθηκε την 7-10-2014 ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 383/2014 απόφασής της, που έκανε δεκτή την αίτηση και επέτρεψε τον απόπλου του πλοίου για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος της δημόσιας ασφάλειας στον λιμένα της ……. προς ασφαλέστερο αγκυροβόλιο και προς τον σκοπό διενέργειας των αναγκαίων επισκευών. Ότι η αίτηση ακυρώσεως δεν συζητήθηκε λόγω παραίτησης της ενάγουσας εξαιτίας της έκδοσης ανακλητικής νεότερης διοικητικής πράξης του Κ.Λ.Ε., με την οποία επιτρεπόταν τελικώς η ελευθεροπλοϊα του πλοίου. Ότι οι εναγόμενες δεν εξόφλησαν την ως άνω αδιαμφισβήτητη οικονομική τους υποχρέωση, με συνέπεια την οικονομική ζημία της ενάγουσας, αφού το πλοίο κατέπλευσε στην …… όχι κατόπιν επιχειρηματικής επιλογής της ενάγουσας, αλλά σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 1488/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ………., κατόπιν αιτήματος των εναγομένων, όπου κατ’ αυτούς ήταν προσφορότερη η εκτέλεση της μεταφόρτωσης του επιδίκου φορτίου, το δε Κ.Λ.Ε δεν προέβη σε ενέργεια εναντίον των εναγομένων και ο Ο.Λ.Ε αρνείται αναιτιολόγητα να καταλογίσει εις βάρος τους τις ανάλογες δαπάνες. Ότι εφόσον το πλοίο δεν είχε δεσμευτεί, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με τις κρατούσες στη διεθνή ναυλαγορά συνθήκες το χρονικό αυτό διάστημα θα είχε ναυλωθεί αδιαλείπτως έναντι μηνιαίου ναύλου τουλάχιστον ποσού 17.500 δολ. ΗΠΑ. Ότι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα η ενάγουσα θα είχε εισπράξει από την εκμετάλλευσή του συνολικά το ποσόν των 9.047.500 δολ. ΗΠΑ. Ότι από αυτό πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 3.440.635 δολ. ΗΠΑ ως συνολικό λειτουργικό κόστος του πλοίου για το εν λόγω χρονικό διάστημα, όπως αναλύεται ειδικότερα στην αγωγή (α. ποσό 1.637.856 δολ. ΗΠΑ για μισθούς του πληρώματος, β. ποσό 99.264 δολ. ΗΠΑ για τροφοδοσία του πληρώματος, γ. ποσό 537.680 δολ. ΗΠΑ για δαπάνες επισκευών και συντήρησης του πλοίου, δ. ποσό 313.819 δολ. ΗΠΑ για λοιπές λειτουργικές δαπάνες του πλοίου, ε. ποσόν 51.700 δολ. ΗΠΑ για χημικά-λιπαντικά, στ. ποσόν 283.316 δολ.ΗΠΑ για δαπάνες ασφάλισης του πλοίου, ζ. ποσό 517.000 δολ. ΗΠΑ για δαπάνες διαχείρισης του πλοίου), ώστε το καθαρό ποσό ναύλου ως έσοδα της ενάγουσας που θα είχε με βεβαιότητα εισπράξει την περίοδο αυτή, εάν δεν μεσολαβούσε η παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 5.606.835 δολ. ΗΠΑ ή 5.107.337,40 ευρώ κατά την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (1,09780) στον χρόνο άσκησης της αγωγής της. Ότι η ευθύνη των εναγομένων οφείλεται αφενός μεν λόγω της μη καταβολής των τελών ελλιμενισμού και δικαιωμάτων αγκυροβολίας για το προηγούμενο διάστημα από τον κατάπλου του πλοίου έως το πέρας της εκφόρτωσης και των τελών για το διάστημα που ακολούθησε μέχρι τον οριστικό απόπλου του από το αγκυροβόλιο της Ελευσίνας, αφού οι μεταγενέστερες χρεώσεις οφείλονται στη μη εξόφληση των προηγουμένων, αφετέρου δε από την άρνησή τους να αναλάβουν το υπόλοιπο φορτίου που παρέμενε επί του πλοίου και να προβούν στον πλήρη καθαρισμό των κυτών, λόγω του υψηλού κόστους της εν λόγω διαδικασίας, το οποίο δεν μπορούσε να επωμιστεί άμεσα η ενάγουσα, λόγω του ότι είχε αποστερηθεί πλήρως και εξ αρχής της δυνατότητας εκμετάλλευσης του πλοίου κατά τον προορισμό του. Ότι λόγω των αδικοπρακτικών πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων, η ενάγουσα υπέστη ζημία, διότι εκτέθηκε σε αποζημιώσεις προς τρίτους άνευ νόμιμης αιτίας. Ότι ο Ο.Λ.Ε. απαίτησε ως τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα αγκυροβολίας του πλοίου της στο αγκυροβόλιο της Ελευσίνας συνολικού ποσού 375.686,49 ευρώ, πλέον νομίμων προσαυξήσεων, για το χρονικό διάστημα από 23-2-2012 έως 5-11-2014, με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή επιμέρους τιμολόγια, το οποίο ποσό οφειλής έπρεπε να είχε βαρύνει τις εναγόμενες παραλήπτριες του φορτίου ως υπόχρεες προς εξόφλησή του, καθώς αφενός μεν, το εν λόγω διάστημα εκτείνεται χρονικά πριν την έναρξη της διαδικασίας εκφόρτωσης και μέχρι το πέρας αυτής (26-5-2013), αφετέρου δε, οι χρεώσεις που ακολούθησαν μέχρι και τον οριστικό απόπλου του πλοίου (5-11-2014), τιμολογήθηκαν επειδή ο Ο.Λ.Ε δεν συναινούσε στον απόπλου του, λόγω των «προηγουμένων οφειλών». Ότι το πλοίο μετά το πέρας της εκφόρτωσης κατόπιν αιτήματος του ΟΛΕ κρατήθηκε και ου απαγορεύτηκε ο απόπλους λόγω της οφειλές των τελών ελλιμενισμού. Ότι ο ΟΛΕ εσφαλμένως δεν κατέστησε υπόλογες τις παραλήπτριες εταιρείες για τα αντίστοιχα ποσά και βεβαίωσε αυτά στην αρμόδια ΔΟΥ της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου “…”, και συγκεκριμένα την 20-3-2014 το ποσό των 148.861,35 ευρώ, τη 17-11-2014 το ποσό των 161.214,61 ευρώ και την 5-12-2014 το ποσό των 23.813,09 ευρώ, πλέον των νομίμων προασαυξήσεων. Ότι ως προς το ποσό που αφορά το χρονικό διάστημα από το πέρας της εκφόρτωσης μέχρι και τον οριστικό απόπλου του πλοίου από το αγκυροβόλιο, ο ΟΛΕ ομοίως εσφαλμένα το καταλόγισε εις βάρος της διαχειρίστριας εταιρείας του πλοίου, καθότι λόγω της προηγούμενης εσφαλμένης χρέωσης για το διάστημα από την έναρξη της διαδικασίας εκφόρτωσης έως το πέρας αυτής, δεν συναίνεσε κατόπιν στην άδεια απόπλου του πλοίου με αποτέλεσμα το Κ.Λ.Ε να απαγορεύσει αυτόν και έκτοτε να διατηρεί την απαγόρευση με συνέπεια ο ΟΛΕ να εξακολουθήσει να χρεώνει τέλη ελλιμενισμού και αγκυροβολίας εις βάρος της διαχειρίστριας εταιρείας, που σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα είχαν καταλογισθεί. Ότι την ως άνω οφειλή η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου μετά βεβαιότητας θα επιδιώξει να εισπράξει από την ενάγουσα με βάση την εσωτερική τους σχέση από τη σύμβαση διαχείρισης του πλοίου. Ότι βάσει αυτών οι παραλήπτριες εναγόμενες εταιρείες οφείλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 375.686,49 ευρώ, πλέον νομίμων προσαυξήσεων από τον χρόνο που προέκυψαν οι χρεώσεις έως και την πλήρη εξόφλησή τους για τις ως άνω αιτίες, καθώς τα ποσά αυτά συνιστούν θετική ζημία της ενάγουσας που μετά βεβαιότητας θα υποστεί από τη διαχειρίστριά του πλοίου της και η οποία δεν θα προέκυπτε εάν οι εναγόμενες εκπλήρωναν τη σχετική τους υποχρέωση κατά τις επιταγές της δικαστικής απόφασης και τους κανόνες της καλής πίστης. Ότι το έργο της εκφόρτωσης εκτελέστηκε με πλημμελή τρόπο από τη δέκατη των εναγομένων και τα τεχνικά συνεργεία που αυτή διόρισε για τον ίδιο σκοπό, ενεργώντας κατόπιν των εντολών, οδηγιών και εποπτείας των λοιπών εναγομένων, με αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρών ζημιών στα κύτη του πλοίου και δη των βλαβών στις εγκατεστημένες σωληνώσεις που δεν αποκαθίσταντο παρά μόνο με την αντικατάστασή τους, τα οποία εγκατέλειψαν χωρίς να προβούν στις εργασίες καθαρισμού τους, καθώς είχε παραμείνει τόσο στις σωληνώσεις, όσο και στα κύτη ικανή ποσότητα φορτίου που θα έπρεπε να είχε αναληφθεί. Ότι εάν οι εναγόμενες είχαν καθαρίσει το πλοίο, οι επισκευές του θα παραλείπονταν ως προς τις ζημίες που εμπόδιζαν την επιθεώρησή του για την ένταξή του σε κλάση. Ότι οι εναγόμενες αρνήθηκαν να την αποζημιώσουν για τις ως άνω ζημίες με αποτέλεσμα την αδυναμία της να προβεί στο σύνολο των αναγκαίων επισκευών με ίδια κεφάλαια, λόγω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων ως προς την καθυστέρηση έναρξης της εκφόρτωσης και την αποστέρηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης του πλοίου κατά τον προορισμό του για να αποκομίσει εισοδήματα από αυτό, καθώς και λόγω του αντικειμενικά υψηλού κόστους των επισκευών. Ότι εν τέλει εξαναγκάστηκε ως μοναδική πρόσφορη λύση περιορισμού των ζημιών της να προβεί σε μεταβίβαση του πλοίου της σε τρίτους, η οποία θα είχε αποτραπεί, εφόσον οι εναγόμενες είχαν ανταποκριθεί στις οικονομικές τους υποχρεώσεις και το πλοίο είχε εγκαίρως επισκευαστεί και αποκτήσει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα να ναυλωθεί τουλάχιστον στη μέση τιμή της αγοράς και δεν θα υπήρχε λόγος να εξαναγκαστεί στη ζημιογόνα μεταβίβασή του, καθώς στο τίμημά του συνυπολογίστηκαν οι ανωτέρω αρνητικοί παράγοντες διαμόρφωσής του. Ότι δυνάμει του από 21-11-2014 ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως (BILL OF SALE), μετεβίβασε το πλοίο στην εταιρεία με επωνυμία “…” έναντι του συμφωνημένου τιμήματος 2.250.000 δολ. ΗΠΑ, στερούμενου κλάσης ελλείψει πιστοποιητικών αξιοπλοϊας από τον Δεκέμβριο του έτους 2010, σε κατάσταση «άδηλη», φέρον ικανή ποσότητα καταλοίπων φορτίου στις δεξαμενές, στις σωληνώσεις και στα συστήματα πλαισίου, τα δε επιχρίσματα των δεξαμενών φορτίου είχαν κατά τόπους βλάβες, ενώ τα επιχρίσματα της δεξαμενής νο6 είχαν καταστραφεί εντελώς και τα πηνία θέρμανσης είχαν βλάβες, ο κεντρικός μηχανισμός θέρμανσης νερού δεν ευρισκόταν σε λειτουργική κατάσταση, η κυρίως μηχανή και οι βοηθητικές δεν είχαν ελεγχθεί, ενδέχετο δε να έχει υποστεί και άδηλες ζημίες στους πωλητές. Ότι η εμπορική αξία του πλοίου ανερχόταν κατά τον χρόνο πωλήσεώς του σύμφωνα με τις εκτιμήσεις πιστοποιημένων μεσιτών αγοραπωλησίας πλοίων στο ποσό των 5.750.000 δολ. ΗΠΑ, το οποίο η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να επιτύχει ως τίμημα, εάν δεν είχε τεθεί εκτός εμπορίου για όλο το προαναφερόμενο διάστημα με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων. Ότι συνεπώς λόγω της μεταβίβασής του με μειωμένο τίμημα εξαιτίας της χειροτέρευσης της κατάστασής του από την εκτέλεση της διαδικασίας εκφόρτωσης του επιδίκου φορτίου με πλημμελή τρόπο από τις εναγόμενες παραλήπτριες και την προστηθείσα αυτών δέκατη εναγομένη, η διαφορά, των 3.500.000 δολ. ΗΠΑ ή 3.188.194,5 ευρώ κατά την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (1,09780) κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, συνιστά θετική ζημία της ενάγουσας για την οποία ευθύνονται αποκλειστικά και εις ολόκληρον οι εναγόμενες εταιρείες. Ότι τις ζημίες που υπέστη το πλοίο λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης της διαδικασίας θέρμανσης και μετάγγισης του φορτίου από την δέκατη εναγομένη υπό τις οδηγίες και εντολές των λοιπών ανέλαβε η ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια την υποχρέωση έναντι της αγοράστριας να αποκαταστήσει, διότι άνευ της εκτέλεσης των επισκευών, το πλοίο δεν γινόταν δεκτό σε κλάση και δεν θα ήταν σε θέση ούτε η νέα πλοιοκτήτρια να εκδώσει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας και να το θέσει σε εκμετάλλευση. Ότι προς τούτο έπρεπε να εκτελεστούν εργασίες πλήρους καθαρισμού των κυτών του, να απομακρυνθεί και η τελευταία ποσότητα φοινικελαίου, που οι εναγόμενες κατέλειπαν επί του πλοίου, ώστε να είναι δυνατή η επιθεώρηση των κυτών από τους επιθεωρητές του αρμοδίου νηογνώμονα, προκειμένου να γνωμοδοτήσουν για την αξιοπλοΐα του. Ότι οι σχετικές εργασίες εκτελέστηκαν έναντι συνολικού κόστους 760.000 δολ. ΗΠΑ ή 692.293,6 ευρώ, σύμφωνα με την τρέχουσα ισοτιμία δολαρίου/ευρώ κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής (1,09780), κατά τα σχετικά επικαλούμενα εκ μέρους της ενάγουσας τιμολόγια (λ.χ. για την έκδοση πιστοποιητικού κατάστασης τοξικών αερίων, για τη μετατόπιση του πλοίου κατά τον κατάπλου και την αγκυροβολία στη ναυπηγοεπισκευαστική μονάδα και κατά τον απόπλου από την ίδια μονάδα, για δαπάνες δεξαμενισμού, για υπηρεσίες ρυμούλκησης κατά τον κατάπλου και την αγκυροβολία και κατά τον απόπλου, για σύνδεση και αποσύνδεση πυροσβεστικών σωλήνων, για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, για υπηρεσίες τηλεφωνίας και φυλακής πυράς, για αποκομιδή απορριμμάτων, για παροχή ανυψωτικών γερανών, φορτηγίδων και εξειδικευμένων εργατών, για χρήση προβλήτας, για εργασίες αμμοβολής και καθαρισμού των (13) κυτών του πλοίου και καταλοίπων, για εγκατάσταση εξοπλισμού εκτέλεσης των εργασιών, για εργασίες αφαίρεσης, επανατοποθέτησης, μεταφοράς/επαναμεταφοράς στις εγκαταστάσεις επισκευής τους, πλύσης και καθαρισμού σωλήνων κυτών κλπ.), το οποίο οφείλουν να καταβάλουν οι εναγόμενες, αρνούμενες μέχρι σήμερα να το εξοφλήσουν καίτοι έχουν οχληθεί επανειλημμένως, το οποίο συνιστά θετική ζημία της ενάγουσας από αποκλειστική υπαιτιότητά τους, ως άνω. Ότι επιπλέον οι εναγόμενες δεν κατέβαλαν καμία αποζημίωση για το κόστος των ρυμουλκήσεων και φυλακής του πλοίου από ρυμουλκά, προκειμένου να ρυμουλκηθεί ασφαλώς στον λιμένα ……….και να διενεργηθεί εκεί η διαδικασία μετάγγισης του φορτίου, με αποτέλεσμα οι δικαιούχοι των σχετικών απαιτήσεων και πλοιοκτήτριες των ρυμουλκών να ασκήσουν αγωγές εναντίον των εναγομένων παραληπτριών εταιρειών του φορτίου, αλλά και εναντίον της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας του πλοίου που ρυμουλκήθηκε και δέχθηκε υπηρεσίες φυλακής σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 1488/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……………, διεκδικώντας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Ναυτικό Τμήμα) συνολικά το ποσόν των 2.946.750 ευρώ για τις παραπάνω αιτίες. Ότι για την αγορά του πλοίου είχε λάβει τοκοχρεωλυτικό δάνειο από την Τράπεζα «…» ήδη απορροφηθείσα από την Τράπεζα «…», χωρίς όμως αυτό να εξυπηρετείται κανονικά εφόσον αδυνατούσε η ενάγουσα ως πλοιοκτήτρια να ενεργοποιήσει τη ναύλωσή του και να το θέσει σε επιχειρηματική εκμετάλλευση κατά τον προορισμό του, με αποκλειστική υπαιτιότητα των εναγομένων, με συνέπεια να περιέλθει σε καθεστώς καθυστέρησης και να της καταλογιστούν όλες οι προβλεπόμενες από την τραπεζική πρακτική πρόσθετες επιβαρύνσεις. Ότι επειδή η ως άνω συμπεριφορά των εναγομένων στόχευε και πέτυχε την προσβολή της οικονομικής κατάστασης της ενάγουσας ως εταιρείας και έχει χαρακτηριστικά ιδιαίτερης ηθικοκοινωνικής απαξίας, καθώς ζημιώθηκαν τα προστατευόμενα από τον νόμο έννομα αγαθά της επαγγελματικής της εμπορικής πίστης, της φήμης και γενικά το εμπορικό της μέλλον, διότι ακυρώθηκε η καλή γνώμη της ευρύτερης ναυτιλιακής αγοράς για την οικονομική και επαγγελματική της κατάσταση, αφού επί μακρόν το πλοίο της που δεν αντιμετώπιζε καμία άλλη συναλλακτική εμπλοκή, παρέμενε σε ακινησία, χωρίς να είναι σε θέση να εκτελέσει τις απαιτούμενες εργασίες, προκειμένου να εξασφαλίσει πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, ενώ εξ αυτού του λόγου αθέτησε και τη συμβατική της υποχρέωση να εκτελέσει τη σύμβαση ναύλωσης και να εξυπηρετήσει το ναυτιλιακό δάνειο που είχε λάβει από την ως άνω Τράπεζα, με συνέπεια να περιέλθει αυτό σε κατάσταση «κόκκινου δανείου» και δημιουργήθηκαν αμετάκλητες δυσμενείς εντυπώσεις στους τρίτους με τους οποίους σχετίζεται η ενάγουσα εκ του αντικειμένου της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, οικονομικά, κοινωνικά και επαγγελματικά. Ότι οι εναγόμενες εκτέλεσαν επιχειρηματικό σχεδιασμό ως προς τον χρόνο έναρξης και περαίωσης της διαδικασίας μετάγγισης του φορτίου αλλά και τον τρόπο και τις μεθόδους εκτέλεσης με στόχο την επίτευξη μέγιστου κέρδους από τη μεταπώληση αυτού και το ύψος της ασφαλιστικής αποζημίωσης μέσω της δραστικής μείωσης του κόστους της διαδικασίας, χωρίς την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν με την εκφόρτωση, αδιαφορώντας παντελώς για την ευθεία προσβολή των συμφερόντων της από τη μακρά ομηρεία του πλοίου της και τη χρήση αυτού ως αποθήκης του φορτίου τους, αλλά και των ζημιών στο πλοίο, συμπεριφορά τους που υπερβαίνει τα όρια θεμιτής επιχειρηματικής δράσης και συνδέεται αιτιωδώς με τις προκληθείσες ζημίες στην περιουσία της, ώστε δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ότι η εμπορική αξία του πλοίου είχε μειωθεί δραστικά με συνέπεια τη μεταβίβασή του έναντι μειωμένου τιμήματος επί ζημία των συμφερόντων της ενάγουσας. Ότι με βάση το είδος και την έκταση της προσβολής της και την πρόκληση σοβαρών ζημιών και κυρίως την επί μακρόν ακύρωση της οικονομικής εκμετάλλευσης του πλοίου, το οποίο δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της ευρύτερης ναυλαγοράς, υποχρεώθηκε η ενάγουσα να προβεί στη μεταβίβασή του έναντι μειωμένου τιμήματος, άνευ υπαιτιότητας της, ανατρέποντας τους αρχικούς επιχειρηματικούς της στόχους κατά την αγορά του περί άμεσης εκμετάλλευσής του κατά τον προορισμό του, σε αντίθεση με τις εναγόμενες που είναι πολυεθνικού χαρακτήρα εταιρείες, διακινούν σημαντικής αξίας φορτία και είναι οικονομικά εύρωστες, και τη δέκατη εναγομένη που είναι έμπειρη τεχνική εταιρεία εξειδικευμένη να αναλαμβάνει ανάλογα έργα έναντι υψηλών αμοιβών, καθώς και από τα τεχνάσματα που μετήλθαν και τις προσχηματικές αιτιάσεις τους κατά το στάδιο της εκφόρτωσης, αφού πέτυχαν να αναλάβουν το φορτίο τους, χωρίς να αποζημιώσουν την πλοιοκτήτρια παρά τις ζημίες που υπαιτίως της προκάλεσαν, το ποσό της εύλογης και δίκαιης χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας πρέπει να ανέρχεται σε 300.000 ευρώ, ευθυνόμενες αυτές εις ολόκληρον για την καταβολή του. Ότι οι εναγόμενες παραλήπτριες εταιρείες κατά την κύρια νομική βάση της αγωγής ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τη δέκατη εναγομένη εργολήπτρια εταιρεία λόγω της μεταξύ τους σχέσης πρόστησης, ενώ κατά τις επικουρικές βάσεις της αγωγής ευθύνονται εις ολόκληρον για τις αγωγικές απαιτήσεις της ενάγουσας λόγω της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς και της παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, καθόσον η διαδικασία εκφόρτωσης του επίδικου φορτίου από το πλοίο της διενεργήθηκε με τρόπο βραδύ, πλημμελή και ζημιογόνο, που συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκληση των ζημιών σε βάρος της και ότι εν γένει οι εναγόμενες αδιαφόρησαν για την προστασία των συμφερόντων της, επιδεικνύοντας υπαιτίως συμπεριφορά παράνομη, καταχρηστική και αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Ότι οι εναγόμενες ως παραλήπτριες του επίδικου φορτίου ένεκα της αδικοπρακτικής ως άνω συμπεριφοράς τους ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, διότι με συνυπαιτιότητα και με παράλληλη σύμπραξη σε όλες τις πρόσφορες πράξεις, άλλως παραλείψεις τους, ως άνω, επεδίωξαν και πέτυχαν έστω και με ενδεχόμενο δόλο, άλλως με βαρεία αμέλεια να επιφέρουν το ζημιογόνο αποτέλεσμα μέσω της εξαιρετικώς βραδείας μετάγγισης του φορτίου, σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, καθόσον δεν είναι δυνατόν να διακριβωθεί ο βαθμός της συμμετοχής καθεμίας των εναγομένων και αντιστοίχως το μέγεθος της ζημίας που προξένησε έκαστη εξ αυτών στην ενάγουσα, για τις οποίες είναι και αυτοτελώς υπεύθυνη η καθεμία ως συγκύρια του φορτίου κατά το ποσοστό κυριότητας που αποτυπώνεται στις φορτωτικές τους, η δε εργολήπτρια δέκατη εναγομένη ως αυτή που εκτέλεσε το έργο υπό τις οδηγίες και εντολές των λοιπών εναγομένων, κατ’ άρθρα 926 και 481 ΑΚ και δη για τις ακόλουθες ζημίες σε βάρος της ενάγουσας: α) για διαφυγόντα κέρδη κατά το ποσό των 5.107.337,40 ευρώ, β) για ηθική βλάβη κατά το ποσό των 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, γ) για τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα αγκυροβολίας κατά το ποσό των 375.686,49 ευρώ (οι παραλήπτριες του φορτίου εναγόμενες), δ) για τη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου κατά το ποσό των 3.188.194,5 ευρώ, ε) για το κόστος των εργασιών αποκατάστασης ζημιών και καθαρισμού των κυτών που προκλήθηκαν με την εκφόρτωση του φορτίου κατά το ποσόν των 692.293,6 ευρώ. Ότι η ενάγουσα ρητά επιφυλάχθηκε για τη διεκδίκηση των απαιτήσεών της που αφορούν θετικές ζημίες, διαφυγόντα κέρδη και λοιπές δαπάνες της σε σχέση με τη ρυμούλκηση του πλοίου από το αγκυροβόλιο ………. στον λιμένα ……. και την περαιτέρω παροχή υπηρεσιών φυλακής του πλοίου από τις πλοιοκτήτριες εταιρείες των ρυμουλκών πλοίων, των οποίων τα ποσά ευρίσκονται ακόμη υπό λογιστική εκκαθάριση, καθώς και για κάθε άλλη ζημία μου που συνδέεται αιτιωδώς με άμεσο ή έμμεσο τρόπο με την ένδικη υπόθεση ως αποτέλεσμα της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς των εναγομένων, εντόκως για τις μεν δαπάνες από τον χρόνο πραγματοποίησής τους, για τις δε λοιπές ζημίες από τον χρόνο που οι εναγόμενες δια των πράξεων και παραλείψεών τους την εξέθεσαν σε αυτές. Με αυτό το ιστορικό, ζητεί η ενάγουσα, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού με τις προτάσεις της των ως άνω αγωγικών απαιτήσεών της, τις οποίες μετατρέπει από καταψηφιστικές σε αναγνωριστικές στο σύνολό τους, κατ’ εκτίμηση δε παραιτούμενη και από το αγωγικό αίτημά της περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης ως προσωρινώς εκτελεστής ως προς αυτές, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 9.287.825,5 ευρώ για τις αναφερόμενες ως άνω επιμέρους αιτίες λόγω της αδικοπρακτικής τους ευθύνης, ένεκα της αντίθετης προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη συμπεριφοράς τους σε βάρος της και επίσης, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων παραληπτριών του επίδικου φορτίου (πρώτης έως ένατης) αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 375.686,49 ευρώ, νομιμοτόκως για τις μεν δαπάνες από τον χρόνο πραγματοποιήσεώς τους, για δε τις λοιπές δαπάνες από τον χρόνο που εκτέθηκε η ενάγουσα σε αυτές εξαιτίας των πράξεων ή/και των παραλείψεων των εναγομένων, μέχρις εξοφλήσεως, άλλως κι όλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής, και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική της δαπάνη και αμοιβή του πληρεξουσίου της δικηγόρου για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, κατόπιν του παραδεκτού περιορισμού που ισοδυναμεί με μερική παραίτηση της ενάγουσας με την τροπή των καταψηφιστικών αιτημάτων των συνεκδικαζόμενων δύο αγωγών της σε έντοκα αναγνωριστικά στο σύνολό τους –οπότε εκτιμάται και παραίτηση από την προσωρινή εκτελεστότητα των αγωγικών κονδυλίων σε περίπτωση επιδίκασής τους με την απόφαση, διότι προσωρινά εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι καταψηφιστικές αποφάσεις, που περιέχουν διάταξη για καταδίκη και όχι οι αναγνωριστικές κατ’ άρθρα 907, 908 §1 ΚΠολΔ: ΑΠ 491/1995, ΕφΠειρ 766/2005, ΕφΘεσ 2413/1996, ΕφΑθ 9517/1995 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 356/1994 Αρμ 1994.1389, ΠολΠρΘεσ 14356/2003 Νόμος- καθώς επίσης και με την παραίτηση της ενάγουσας από τις εγερθείσες αγωγικές αξιώσεις της πρώτης ως άνω κρινόμενης αγωγής της, πλην της αξίωσής της για επιδίκαση διαφυγόντων κερδών (αναγνωριστικού πλέον χαρακτήρα), με δήλωση της στις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθείσες προτάσεις της επί έκαστης αγωγής της (άρθρα 223, 237, 294, 295, 297 ΚΠολΔ – ΟλΑΠ 23/2004 ΕΔΚΑ 2004.616, ΟλΑΠ 13/1994 ΝοΒ 1996.33, ΑΠ 204/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46.74, ΑΠ 888/2003, ΑΠ 887/2003, ΑΠ 551/2002 Νόμος, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρα 223, αρ.10, σελ.492, άρθρο 297, σελ.595-597), για το αντικείμενο των οποίων ως εκ τούτου δεν απαιτείται πλέον η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου με τις ανάλογες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα τους, θεωρούμενες δε εξ αρχής ως αναγνωριστικές, μετά και την κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 7 του Ν.Δ.1544/1942, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ.1 του Ν.4446/2016, παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγονται οι κρινόμενες δύο αγωγές της προς συνεκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14, 18, 25 παρ.2, 33, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄ και β΄ και 3Α και Β περ. ε΄, 4, 5 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς) και έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της ένεκα του στοιχείου της αλλοδαπής ιθαγένειας και έδρας όλων των διαδίκων εταιρειών, πλην της δέκατης εναγομένης της δεύτερης αγωγής, που είναι εταιρεία με ελληνική ιθαγένεια και έδρα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4, 5, 6, 7 αριθ.2 και 3, 8 παρ.1, 26, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2, 80 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, όπως η δέκατη εναγομένη της δεύτερης αγωγής, ενώ και οι λοιπές εναγόμενες αμφοτέρων των συνεκδικαζόμενων αγωγών έχουν την ιθαγένεια και την έδρα τους σε έτερες χώρες που είναι κράτη μέλη και μπορούν να εναχθούν στα δικαστήρια έτερου κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, στην οποία εδρεύει μία εκ των διαδίκων εταιρειών (η δέκατη εναγόμενη), ενόψει και της σχέσης συνάφειας μεταξύ των δύο αγωγών και δεδομένου ότι το επίδικο αδικοπρακτικό και ζημιογόνο γεγονός που εκτίθεται στο ιστορικό των αγωγών εκ μέρους της ενάγουσας έχει λάβει χώρα στην Ελλάδα (Εύβοια και Ελευσίνα), καθόσον δε (νομικό) πρόσωπο που έχει την έδρα του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός και σε περίπτωση αγωγής αποζημίωσης ή αποκατάστασης της προτέρας κατάστασης που θεμελιώνεται σε αξιόποινη πράξη, ενώπιον του δικαστηρίου που ασκείται η ποινική δίωξη, προϋποθέσεις που συντρέχουν στην προκείμενη ένδικη υπόθεση, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 10-1-2015. Άλλωστε, ουδεμία αντίρρηση ή αμφισβήτηση περί τούτου έχει εκφραστεί από οποιονδήποτε από τους διαδίκους, που παρίστανται και εκπροσωπούνται από πληρεξούσιους δικηγόρους στην παρούσα δίκη, για τη διεθνή δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, συνακόλουθα, κατ’ άρθρο 26 παρ.1 του εν λόγω Κανονισμού αποκτάται και παγιώνεται σε κάθε περίπτωση η διεθνής δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου για εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης. Περαιτέρω δε, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), αφού όλοι οι διάδικοι (εταιρείες) σε αμφότερες τις συνεκδικαζόμενες αγωγές, πλην της δέκατης εναγόμενης εταιρείας, έχουν αλλοδαπή ιθαγένεια και έδρα, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, καθόσον είναι σαφές και ουδεμία αντίρρηση ή αμφισβήτηση υπάρχει εκ μέρους των εναγομένων ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο εν προκειμένω τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο (μετασυμβατικός καθορισμός), ως το πλέον αρμόζον από τις ειδικές συνθήκες της κρινόμενης υπόθεσης, βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο και νόμω βάσιμο των αγωγών, εφόσον σε κάθε περίπτωση από το σύνολο των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα εκτιθέμενα στις κρινόμενες αγωγές, προκύπτει ότι η επίδικη και επικαλούμενη από την ενάγουσα στις αγωγές της αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με την ελληνική έννομη τάξη, οπότε πρέπει να εφαρμοστεί το ουσιαστικό δίκαιο της Ελλάδας και καθόσον επίσης η προϋπάρχουσα σύμβαση μεταφοράς του φορτίου με την οποία συνδέεται στενά η εν λόγω αδικοπραξία, συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έχει συναφθεί και εκτελέστηκε στην Ελλάδα σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις κρινόμενες αγωγές (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477), ενώ, εξάλλου, στην ημεδαπή έχει την ιθαγένεια και την έδρα της η δέκατη εναγομένη που ιστορείται στις αγωγές ότι ενήργησε ως προστηθείσα των λοιπών εναγομένων, συντρέχουσας και περίπτωσης συνάφειας των δύο συνεκδικαζόμενων αγωγών, λαμβάνοντας υπόψη επιπλέον ότι στην ημεδαπή (….. και ……..) έλαβε χώρα η αδικοπραξία και το ζημιογόνο γεγονός και επήλθε το ζημιογόνο αποτέλεσμα (ζημία), ήτοι η βλάβη της περιουσίας της ενάγουσας, η οποία τελεί σε άμεση και αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο γεγονός που επικαλείται αυτή έναντι των εναγομένων εταιρειών επί αμφοτέρων των συνεκδικαζόμενων αγωγών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4 παρ.1 και 3, 11, 14 παρ.1, 15, 16, 17, 20, 22, 23, 26, 31, 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές-«Ρώμη II». Περαιτέρω δε, αναφορικά με το ορισμένο και το νόμω βάσιμο των υπό κρίση συνεκδικαζόμενων αγωγών, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου που τυγχάνουν εν προκειμένω αδιαμφισβήτητης εφαρμογής, λεκτέα τα εξής: Αμφότερες οι συνεκδικαζόμενες αγωγές είναι απορριπτέες ως μη νόμιμες ως προς την αγωγική βάση της αδικοπραξίας είτε κατ’ άρθρο 914 ΑΚ είτε κατ’ άρθρο 919 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288 και 281 ΑΚ, διότι υπό τα εκτιθέμενα στο ιστορικό τους πραγματικά περιστατικά αφενός μεν, δεν συντρέχει η αναγκαία κατά νόμο προϋπόθεση τόσο του παρανόμου χαρακτήρα των πράξεων ή/και παραλείψεων εκ της συμπεριφοράς των εναγομένων, αφετέρου δε, δεν υφίσταται η αναγκαία προϋπόθεση του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αφενός της επελθούσας ζημίας σε βάρος της ενάγουσας και αφετέρου του νόμιμου λόγου ευθύνης των εναγομένων, αναφορικά με τις εκτιθέμενες στις αγωγές ως αδικοπρακτικές πράξεις ή/και παραλείψεις των εναγομένων, προκειμένου για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας σε βάρος της ενάγουσας, την οποία επικαλείται και εκθέτει στα δικόγραφά της έναντι αυτών, πλην όμως αβασίμως (βλ. σχετ. Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ, άρθρο 297-298, σελ.72επ., αριθ.41επ., ΑΠ 956/1972 ΝοΒ 21.473, ΑΠ 652/1971 ΝοΒ 20.205, ΑΠ 273/1970 ΝοΒ 18.1046). Τούτο, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν αποτελούν άδικες ή παράνομες πράξεις ή παραλείψεις, σύμφωνα με τον νόμο ούτε ορίζεται συγκεκριμένα γιατί είναι αντίθετα στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και σε τι συνίσταται η δόλια σκοπιμότητα των εναγομένων σε σχέση με αυτά, όπως απαιτείται κατ’ άρθρο 919 ΑΚ για την πρόκληση βλάβη στην περιουσία της ενάγουσας. Ούτε όμως και η βαρεία αμέλειά τους ορίζεται σε σχέση με συγκεκριμένο κανόνα επιμελείας αυτών, των οποίον να έχουν παραβιάσει. Ως γνωστόν, υπάρχει υποχρέωση προς αποκατάσταση μόνον εκείνης της ζημίας, η οποία προέκυψε από τα στοιχεία που ο νόμος ανάγει σε λόγο ευθύνης, ήτοι στην περίπτωση των ΑΚ 914 και 919, από την παράνομη και υπαίτια πράξη του δράστη-ζημιώσαντος, ο λόγος αυτός πρέπει να είναι η αιτία της ζημίας και η ζημία αντιστρόφως η συνέπεια (αιτιατό) εκείνου, η δε ζημία πρέπει να είναι συνέπεια όχι απλώς της πράξης, αλλά της υπαίτιας και παράνομης πράξης (ΑΠ 417/1974 ΝοΒ 22.1391). Οι ενέργειες των εναγομένων να προσφύγουν σε δικαστικές, λιμενικές και εν γένει ναυτιλιακές αρχές και υπηρεσίες κατά τη διαδικασία ρυμούλκησης του πλοίου και εκφόρτωσης του φορτίου και μετάγγισης αυτού για την απελευθέρωση του πλοίου της ενάγουσας, δεν αποτελούν καθεαυτές παράνομες πράξεις, διότι έτσι διεκδικούσαν με τρόπο θεμιτό τα βέλτιστα για τα συμφέροντα των εταιρειών τους στην προκείμενη υπόθεση ως παραλήπτριες του επίδικου φορτίου. Επρόκειτο για νόμιμες ενέργειες, για δε την καθυστέρηση που ενέχουν αυτές οι διαδικασίες, ακόμη και από λόγους γραφειοκρατίας ή περιπλοκότητας ή ευθυνοφοβίας ή άγνοιας ή και κωλυσιεργίας των εμπλεκόμενων φορέων και υπαλλήλων δεν μπορούν να ευθύνονται οι εναγόμενοι για αδικοπραξία άνευ ετέρου, επειδή προσέφυγαν σε εφαρμογή των νομίμων διαδικασιών, έχοντας δικαίωμα προς τούτο. Άλλωστε, όταν μεσολαβούν δικαστήρια που αποφασίζουν με βάση τον νόμο (Συμβούλιο Επικρατείας, Πρωτοδικείο …….), εισαγγελικές αρχές (Εισαγγελία Πλημμελειοδικών και Εφετών Πειραιά), κεντρικά λιμεναρχεία (……….., ………), λιμενικοί οργανισμοί (Ο.Λ.Ε.), νηογνώμονες (……….., ………., ……..), κράτη σημαίας πλοίου (……….., ………), ναυπηγοί, υπουργεία (Ναυτιλίας), είναι σαφές ότι τίθενται ζητήματα επίλυσης της ένδικης διαφοράς μέσω αρμόδιων και έμπειρων φορέων, οι αποφάσεις των οποίων ανεξάρτητα του εάν είναι ορθές ή εσφαλμένες επηρεάζουν τα συμφέροντα των εμπλεκόμενων μερών και ήδη διαδίκων και καθορίζουν εν τέλει τη διαδικασία ρυμούλκησης και εκφόρτωσης του φορτίου πλοίου, ανεξαρτήτως δε της βούλησης των εναγομένων εταιρειών, οι οποίες απευθύνθηκαν σε αυτές τις αρχές και υπηρεσίες, όπως έπραξε και η ενάγουσα, με συνέπεια ευλόγως την παρέλκυση της διαδικασίας, χωρίς όμως να είναι προφανής η αστοχία και το άσκοπο της προσφυγής τους, αφού υπήρχαν αμφιβολίες, διαφωνίες και συγκρούσεις για σωρεία ζητημάτων και δη περίπλοκων και αμφισβητούμενων σε σχέση με τη διαδικασία και τις υποχρεώσεις των μερών, τα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, την κλάση του πλοίου, την εκφόρτωση του φορτίου, τη ρυμούλκησή του, την ασφάλεια των λιμένων, του πληρώματος και του πλοίου, καθώς και των πέριξ ευρισκόμενων πλοίων και του θαλασσίου περιβάλλοντος, της ανάληψης της δαπάνης περί τούτων (ρυμούλκηση και μετάγγιση φορτίου κλπ.), ώστε δεν ήταν γνωστή και δεδομένη η έκβαση αυτών, συνακόλουθα, δεν αναγνωρίζεται εξ αρχής ως προδήλως άσκοπη η προσπάθεια και η απόφαση των εναγομένων να απευθυνθούν σε αυτές τις υπηρεσίες ούτε ότι ήταν παρελκυστική κάθε τέτοια συμπεριφορά τους, δοθέντος ότι και η ενάγουσα που ένιωσε αδικημένη και διεκδίκησε το δίκιο της κατά τα συμφέροντά της ενήργησε ομοίως και αναλόγως. Στις μακροσκελείς αναφορές πραγματικών περιστατικών και στους σχοινοτενείς και επανειλημμένους ισχυρισμούς της στα δικόγραφά της κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν εκτίθενται αδικοπρακτικές συμπεριφορές των εναγομένων, παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των εναγομένων με υπαιτιότητά τους που να οδήγησαν αιτιωδώς στα ζημιογόνα αποτελέσματα που επικαλείται σε βάρος της περιουσίας της. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων, των εισαγγελικών αρχών, των λιμενικών υπηρεσιών, οι αξιώσεις των νηογνωμόνων, οι διαδικασίες μέσω των κρατών σημαίας και των ναυπηγών για ζητήματα που αφορούσαν έκδοση πιστοποιητικών αξιοπλοΐας και οι αξιώσεις τους για τήρηση των κανόνων ασφαλείας σχετικά με την έναρξη και ολοκλήρωση της διαδικασίας ρυμούλκησης του πλοίου και μετάγγισης του φορτίου δεν συνάδουν σε αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ούτε επιβλήθηκαν ούτε αποφασίστηκαν από τις εναγόμενες, καθώς αφενός αποτελούν ενέργειες τρίτων –έστω και εσφαλμένες κατά τη γνώμη της ενάγουσας- αφετέρου δεν ελέγχονται από τις εναγόμενες, καθόσον ουδόλως εκτίθεται στις αγωγές εκ μέρους της ενάγουσας ότι οι εναγόμενες παραπλάνησαν τις ως άνω αρχές και υπηρεσίες και έτσι παρέλκυσαν τη διαδικασία, αποπροσανατολίζοντάς τους ως προς το περιεχόμενο των καθοριστικών αποφάσεών τους. Ούτε ο δόλος ούτε η βαρεία αμέλεια των εναγομένων εκτίθεται στα δικόγραφά της ενάγουσας κατά τρόπο συγκεκριμένο και ορισμένο ούτε και ότι αιτιωδώς και αμέσως με τις πράξεις ή παραλείψεις τους συνετέλεσαν στην παρέλκυση της διαδικασίας ρυμούλκησης και μετάγγισης του φορτίου και εν τέλει στην αδυναμία απελευθέρωσης του πλοίου της, αφού μεσολάβησαν τρίτοι φορείς που έλαβαν τις αντίστοιχες αποφάσεις, και συνακόλουθα, υπήρξε τουλάχιστον διακοπή κάθε αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς των εναγομένων (που μάλιστα δεν προκύπτει καν ότι είναι παράνομη και υπαίτια και ζημιογόνος για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας) ως νομίμου λόγους ευθύνης αυτών και του ζημιογόνου αποτελέσματος σε βάρος της περιουσίας και των συμφερόντων της ενάγουσας, όπως εκτίθεται στις αγωγές της, καθότι δεν στοιχειοθετείται από αυτά ότι η ζημία τα ενάγουσας επήλθε ως συνέπεια της αθέτησης συγκεκριμένων υποχρεώσεων ή ως συνέπεια υπαίτιων και παράνομων πράξεων ή παραλείψεων των εναγομένων, οι οποίοι δεν είχαν υποχρέωση να διαφυλάξουν τα συμφέροντα της ενάγουσας, κατά τον τρόπο που εκείνη εκθέτει στα δικόγραφά της και μη τήρηση τούτου δεν συνιστά αντίθετη στην καλή πίστη και στα χρηστά ήθη συμπεριφορά τους (βλ. σχετ. Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ, άρθρο 297-298, σελ.80επ., αριθ.65επ. και Γεωργιάδη σε ΕρμΑΚ, άρθρο 914, σελ.698, αριθ.13-14). Η προσφυγή σε δικαστικές αρχές και σε αρμόδιες υπηρεσίες, ακόμη κι αν αποδειχθεί αβάσιμη στη συνέχεια, δεν είναι δυνατόν να αποκτά από μόνη της αδικοπρακτική ή ποινική απαξία κατά τον τρόπο αυτό και να συνδέεται επιγενόμενα με δόλο του διαδίκου που ενήργησε ούτως. Δεν εκτίθεται, εξάλλου, ορισμένα ο λόγος για τον οποίο μία τέτοια ένδικη ή εξώδικη συμπεριφορά ακολουθήθηκε σκοπίμως, εν γνώσει των εναγομένων, για να πλήξουν την ενάγουσα, καθόσον οι τελευταίες μπορεί εύλογα να πίστευαν ότι έχουν δίκιο και ήθελαν με κάθε νόμιμη διαδικασία να διεκδικήσουν τα νόμιμα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους έναντι της ενάγουσας και με δεδομένο ότι μεσολαβούν για την απόφαση αυτών μία σειρά από αστάθμητοι παράγοντες που καθυστερούν την εφαρμογή ενός ασφαλούς σχεδίου, θέτοντας προϋποθέσεις και κωλύματα, τα οποία δεν μπορούν νομίμως και ευλόγως, άνευ συγκεκριμένων στοιχείων, να καταλογιστούν σε υπαιτιότητα της εναγομένων. Ούτε αποτελούσε αναγκαίο και πρόσφορο όρο η συμπεριφορά τους για την επέλευση αιτιωδώς της σε βάρος της ενάγουσας περιουσιακής ζημίας ούτε είχε εκ μέρους των εναγομένων λάβει χώρα πράξη ή παράλειψή τους που συνιστούσε προηγούμενη επικίνδυνη ενέργεια, ώστε να απαιτείτο εκ μέρους τους ορισμένη ενέργεια προς άρση αυτής, δεδομένου ότι η κατάσταση του φορτίου στο πλοίο υπήρχε και είχε στερεοποιηθεί ήδη κατά τον χρόνο απόκτησής του από την ενάγουσα, η οποία τελούσε σε γνώση τούτου και όφειλε και ηδύνατο να γνωρίζει, χωρίς να προκύπτει από τα εκτιθέμενα στην αγωγή με ποιανού ευθύνη είχε συμβεί τούτο με βάση τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχαν καθοριστεί στο πλαίσιο της προηγηθείσας σύμβασης μεταφοράς του επίδικου φορτίου για τα εμπλεκόμενα μέρη, ποίος είχε την υποχρέωση και την ευθύνη από τους συμβαλλόμενους ή έστω εάν το γεγονός της παραμονής του φορτίου στο πλοίο επί μακρόν, με συνέπεια να καταστεί άχρηστο ή ακατάλληλο ή και επικίνδυνο για όλους τους εμπλεκόμενους στη μεταφορά του και στο περιβάλλον εντός και εκτός του πλοίου, αποδίδεται σε οποιονδήποτε έστω και τρίτο πρόσωπο ως ευθύνη, γεγονός για το οποίο σιωπά παντελώς η ενάγουσα, καθιστώντας επιλήψιμα από πλευράς ορισμένου τα δικόγραφα των αγωγών της, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, καθόσον είναι κρίσιμο ζήτημα για την εκτίμηση της ένδικης διαφοράς υπό τη νομική βάση και τις αξιώσεις που εγείρονται στις αγωγές της, δεδομένου ότι η κατάσταση την οποία ανέλαβε σε σχέση με το φορτίο και το πλοίο προϋπήρχε, χωρίς να προσδιορίζονται οι ευθύνες γι’αυτήν έναντι οποιουδήποτε τρίτου ούτε όμως και των εναγομένων, πλην όμως, για να γίνεται λόγος για ευθύνη των εναγομένων από τον χρόνο απόκτησής του πλοίου εκ μέρους και έπειτα, έπρεπε να εκτίθενται πράξεις ή παραλείψεις τους (αδικοπρακτικές) που μετέβαλαν προς το χειρότερο (έτι επιβλαβώς) την κατάσταση του φορτίου και του πλοίου, προκαλώντας ζημίες στην περιουσία της ενάγουσας, κάτι που ουδόλως όμως εκτίθεται ούτε προκύπτει από τα δικόγραφά της, για να μπορεί να γίνει σύγκριση και διάκριση ως προς τις ευθύνες των εναγομένων έναντι αυτής από τον χρόνο κτήσης και κατοχής του πλοίου της έμφορτου με το φορτίο τους, σε σχέση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα και την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, χωρίς μάλιστα να εκτίθεται ποιος ευθύνεται γι’ αυτό σε σχέση με τη σύμβαση μεταφοράς του φορτίου και τι προβλεπόταν για την εκτέλεσή της, τους όρους παραλαβής του φορτίου και τις υποχρεώσεις των μερών και ιδίως των παραληπτριών, ανεξαρτήτως δε του ότι η νομική βάση των αγωγών είναι αδικοπρακτική, καθόσον το συμβατικό καθεστώς που προηγήθηκε διαφωτίζει και περί των ευθυνών των εμπλεκομένων μερών, την κατανομή των υποχρεώσεων και το βάρος επίκλησης και απόδειξης μεταξύ τους και για τη μετέπειτα επικαλούμενη από την ενάγουσα αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, δοθέντος ότι μόνη η προσφυγή τους σε διαδικασίες ένδικες και εξώδικες που καθυστέρησαν πράγματι έστω τη διαδικασία ρυμούλκησης του πλοίου και εκφόρτωσης του φορτίου δεν συνιστά αδικοπραξία, διότι δεν πληρούνται οι όροι της αναφορικά με τον παράνομο χαρακτήρα, την υπαιτιότητα, τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με βάση ορισμένο νόμιμο λόγο ευθύνης των εναγομένων, ο οποίος δεν προσδιορίζεται εκ μέρους της ενάγουσας, η οποία έχει το βάρος ορισμένης επίκλησης στα αγωγικά δικόγραφα των περιστάσεων, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, χωρίς να έχει ανταποκριθεί επαρκώς σε αυτό. Ως εκ τούτου, δεν είναι νόμιμη η επίκληση τέτοιων πραγματικών περιστατικών ως βάση αδικοπρακτικής ευθύνης κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, δεδομένου ότι ούτε προδήλως κακόπιστη ή καταχρηστική ή αθέμιτη ή ανήθικη ήταν η συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας με την επίκληση και εξάντληση έστω των ενδίκων και μη νόμιμων ωστόσο διαδικασιών διεκδίκησης των συμφερόντων τους, αφού δεν προκύπτει από τα εκτιθέμενα σκοπιμότητα παρέλκυσης και αποπροσανατολισμού της διαδικασίας ρυμούλκησης του πλοίου και εν τέλει εκφόρτωσης του φορτίου εκ μέρους τους. Εφόσον δεν στοιχειοθετείται νομικά από τα περιστατικά αυτά αδικοπραξία τους, δεν ορίζεται ούτε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής της συμπεριφοράς (ως νόμιμου λόγου ευθύνης τους) και του παροπλισμού/ αδρανοποίησης του πλοίου της ενάγουσας από απόψεως εμπορικής εκμετάλλευσής του, αφού οι ένδικες και μη διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν νόμιμες και θεμιτή η προσφυγή και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων των παραληπτριών ακόμη και για μείωση του κόστους της ρυμούλκησης και της μετάγγισης του φορτίου και πάντως δεν εκτίθεται ότι ήταν παράνομες ή αθέμιτες ή καταχρηστικές σε σχέση με τον σκοπό του νόμου που κρίθηκε εφαρμοστέος σε κάθε περίπτωση. Άλλωστε, ουδόλως εκθέτει η ενάγουσα περί της προηγηθείσας συμφωνίας μεταφοράς του φορτίου και των υποχρεώσεων που είχαν αναλάβει οι παραλήπτριες εταιρείες ως προς την παραλαβή του, δεδομένου ότι η μεταφορά αυτού δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη με το πλοίο της κατά τον επίδικο χρόνο που αυτό παρέμεινε αγκυροβολημένο στους λιμένες ………… και …………, το οποίο πλοίο εν γνώσει της απέκτησε με αγορά έμφορτο και δίχως πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, έχοντας απολέσει προ πολλού την κλάση του, με όλες τις συνέπειες που συνεπαγόταν η κατάσταση αυτή. Η ενάγουσα, εξάλλου, ουδόλως εκθέτει σε τι κατάσταση ήταν το φορτίο όταν απέκτησε το πλοίο, εάν δηλαδή είχε καταστραφεί ήδη, ενόψει του ότι ήταν ακινητοποιημένο για πολλούς μήνες (από 9-7-2010 έως 1-4-2011) με συνέπεια τη στερεοποίησή του, οπότε είχε χάσει την ποιότητα και την καταλληλότητά του, προκαλώντας βλάβες ήδη στις σωληνώσεις και στις δεξαμενές του πλοίου, γεγονός που γνώριζε ή ευχερώς μπορούσε και όφειλε να γνωρίζει η ενάγουσα κατά την απόκτησή του, πλην όμως ουδόλως εκθέτει περί τούτου και ιδίως στο ιστορικό της δεύτερης αγωγής με την οποία επικαλείται βλάβες στο πλοίο της από το φορτίο, μετά την μετάγγισή του από τη δέκατη εναγομένη τεχνική εταιρεία για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων παραληπτριών του φορτίου, ώστε χρειάστηκαν επισκευές εκτεταμένες εκ μέρους της για την αποκατάστασή των βλαβών και μάλιστα ότι εξ αυτού του λόγου εξαναγκάστηκε σε εκποίησή του σε μειωμένη τιμή, πλην όμως ουδόλως εκθέτει τις βλάβες που υπήρχαν στο πλοίο όταν το απέκτησε ή έστω πριν τη διενέργεια της εκφόρτωσης του φορτίου από τη δέκατη εναγομένη τεχνική εταιρεία, προκειμένου να γίνει σύγκριση και να διαπιστωθεί ποιές ήταν οι νεώτερες βλάβες που μπορούν να αποδοθούν αιτιωδώς σε πλημμελή εκτέλεση της εκφόρτωσής του φορτίου εκ μέρους της, ως εργολήπτριας ή ως προστηθείσας –έστω- των εναγομένων παραληπτριών εταιρειών. Έτσι όμως δεν ορίζεται συγκεκριμένα ποία ήταν η βλάβη που προκάλεσε η δέκατη εναγομένη με τη δική της εμπλοκή στην εκφόρτωση του φορτίου, αλλά πολύ περισσότερο δεν ορίζεται τι είδους βλάβες υπέστη το πλοίο πριν την αγορά του από την ενάγουσα, ποία βλάβη είχε υποστεί πριν την εκφόρτωσή του, ενόψει του ότι το επικίνδυνο χημικό φορτίο είχε στερεοποιηθεί εντός των δεξαμενών και των σωληνώσεών του επί 3 περίπου έτη, προκαλώντας ευλόγως σημαντικές βλάβες ήδη εκ των προτέρων ούτε όμως και ορίζονται ποίες ήταν οι βλάβες που επήλθαν μετά την εκφόρτωση αυτού (με τη διαδικασία θέρμανσης και μετάγγισης που εφαρμόστηκε) εξαιτίας της φερόμενης αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της δέκατης εναγομένης λόγω της πλημμελούς εκτέλεσης της διαδικασίας εκφόρτωσης εκ μέρους της. Η ενάγουσα ουδόλως προσδιορίζει στη δεύτερη αγωγή της τις ζημιές, οι οποίες προκλήθηκαν από την εκφόρτωση του φορτίου που διενεργήθηκε εκ μέρους της δέκατης εναγομένης και ενώ τις χαρακτηρίζει ως «πρόσθετες» ζημιές ουδόλως τις διαχωρίζει από ζημιές, οι οποίες κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς της προκλήθηκαν στο προγενέστερο χρονικό διάστημα, είτε από τις λοιπές εναγόμενες παραλήπτριες του φορτίου είτε πολύ προγενέστερα από τον χρόνο ελλιμενισμού του πλοίου στον λιμένα Ψαχνών Ευβοίας οπότε και εγκαταλείφθηκε από την τότε πλοιοκτήτριά του (9-7-2010), ενόψει και του ότι το «επικίνδυνο και επιβλαβές» χημικό φορτίο είχε στερεοποιηθεί ήδη πριν την αγορά του από την ενάγουσα, με συνέπεια να είναι παντελώς αόριστο το τι είδους βλάβες προκλήθηκαν επιπλέον ως πρόσθετες και εκ των υστέρων στο πλοίο από τη εκτιθέμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά της δέκατης εναγομένης ως εργολήπτριας και των λοιπών εναγομένων ως εργοδοτριών αυτής λόγω της διαδικασίας εκφόρτωσης του φορτίου από το πλοίο (με τη θέρμανση και μετάγγιση αυτού). Έτσι, όμως, δεν προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής αυτής αν η βλάβη στο πλοίο της ενάγουσας και η ζημία που επήλθε εξ αυτής οφείλεται στις ζημιές πριν τη μεταφόρτωση ή από την μεταφόρτωση του μεταφερόμενου φορτίου. Έπρεπε να είχε εκθέσει η ενάγουσα στην αγωγή της ποιά είναι τα συγκεκριμένα στοιχεία του πλοίου που υπέστησαν βλάβη, ποιά ήταν η συγκεκριμένη βλάβη που προκλήθηκε και ποιό ήταν το κόστος για την επισκευή αυτή (αφού αυτή θα ήταν η αποκαταστατέα ζημία), ώστε χωρίς προσδιορισμό αυτής δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν η ενέργειά της να πωλήσει το πλοίο χωρίς επισκευές ήταν εύλογη ή εμπορική επιλογή της χωρίς αιτιώδη συνάφεια προς την αδικοπραξία των εναγομένων. Σε σχέση με όσα εκθέτει ότι δεν ολοκληρώθηκε πλήρως η εκφόρτωση του φορτίου με αποτέλεσμα να μείνουν υπολείμματα φορτίου στις δεξαμενές αποθήκευσης του πλοίου, έπρεπε να είχε εκθέσει σε ποιές δεξαμενές αποθήκευσης φορτίου απέμειναν υπολείμματα φορτίου και ποιά ήταν ακριβώς η ποσότητα εναπομείναντος φορτίου σε μετρικούς τόνους που απέμεινε σε αυτές, πλην όμως δεν περιγράφει καν στην αγωγή πόσες δεξαμενές αποθήκευσης φορτίου διέθετε το πλοίο και σε ποιές ήταν κατανεμημένο το επίδικο φορτίο. Ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της δεύτερης αγωγής, εάν είχαν υποχρέωση οι εναγόμενες περί καθαρισμού του πλοίου μετά την εκφόρτωση του φορτίου (από νόμο, από σύμβαση κλπ.) ούτε είναι δεδομένο σύμφωνα με την αρχή της καλής πίστης ως παρεπόμενη υποχρέωσή τους κάτι τέτοιο, τη στιγμή μάλιστα που δέκατη εναγομένη ισχυρίζεται ότι δεν χρησιμοποίησε καν τις σωληνώσεις του πλοίου για την εκφόρτωσή του, αλλά δικές της εξωτερικές φορητές σωλήνες, ενώ ισχυρίζεται και ότι προέβη σε καθαρισμό των δεξαμενών του, ανεξαρτήτως του ότι αμφισβητείται εάν είχε τέτοια υποχρέωση, το οποίο η ενάγουσα αορίστως υπάγει στις γενικές αρχές περί καλής πίστης ως παρεπόμενη υποχρέωση, πλην όμως ουδεμία συναλλακτική σχέση είχαν μεταξύ τους ούτε και προκύπτει από κανόνα δικαίου, ώστε η παραβίασή του να συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μέρους της δέκατης εναγομένης σε βάρος της, πέραν του ότι ούτε ζημία της προσδιορίζεται στην αγωγή εξ αυτής της «πλημμέλειας» ούτε σε τι έγκειται η πλημμέλεια επακριβώς στην εκφόρτωση του φορτίου ούτε που εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα (υπολείμματα) που προκάλεσαν βλάβες στο πλοίο εν γένει ούτε σε ποιές ποσότητες ούτε ο λόγος (αιτία) που προκλήθηκαν βλάβες αιτιωδώς. Τούτα δε ανεξαρτήτως του ότι ελλείψει αντίθετης συμφωνίας (ΑΚ 361) στο ναυλοσύμφωνο η πλοιοκτήτρια-εκναυλώτρια του πλοίου φέρει κατ’ άρθρο 127 ΚΙΝΔ την υποχρέωση για την εκφόρτωση του φορτίου και από τους σωλήνες και όχι ο παραλήπτης αυτού. Πέραν των ανωτέρω, αναφορικά με την εκτιθέμενη σχέση πρόστησης μεταξύ της δέκατης(ως προστηθείσας) και των λοιπών εναγομένων (ως προστήσασων) τυγχάνει αόριστη, άλλως νόμω αβάσιμη η δεύτερη αγωγή, διότι δεν εκτίθεται ορισμένα υπό ποίες οδηγίες και εντολές τελούσε η τεχνική εταιρεία (δέκατη εναγομένη), η οποία ήταν η μόνη που κατείχε ως εξειδικευμένη εργολήπτρια την τεχνογνωσία εκτέλεσης της εκφόρτωσης του πλοίου και γι’ αυτό κλήθηκε ως ειδική περί τούτου από τις εναγόμενες, οι οποίες υπήρξαν μεν εργοδότριες αυτής, αλλά όχι προστήσασες υπό τη νομική έννοια του όρου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται στον νόμο (άρθρο 334 ΑΚ) και είναι γνωστές από τα διδάγματα της νομολογίας, χωρίς να ορίζεται ότι συντρέχουν στην προκείμενη περίπτωση, ευλόγως δε αμφισβητείται ισχυρά τούτο από τις εναγόμενες. Η ενάγουσα δεν εκθέτει ποιές είναι οι παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της δέκατης εναγομένης τεχνικής εταιρείας και πώς αυτές τελούν σε σχέση πρόσφορης αιτιότητας με τις ζημίες στο πλοίο της, αρκούμενη να εκθέσει ότι η εκφόρτωση διενεργήθηκε με τρόπο «πλημμελή», «επισφαλή» και «όχι άρτιο τεχνικά». Δεν προσδιορίζει όμως σε τι συνίστανται οι τεχνικές αυτές πλημμέλειες και πώς αυτές προκάλεσαν τις επίδικες ζημίες, ήτοι δεν προσδιορίζει αν πρόκειται για πλημμέλειες ως προς τον σχεδιασμό της επιχείρησης ή την επάνδρωσή της με το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό ή την προμήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού για την επιχείρηση ή συγκεκριμένες εσφαλμένες ενέργειες κατά τη διενέργεια της επιχείρησης. Εφόσον δε, δεν προσδιορίζεται νομίμως αδικοπραξία και δεν ορίζεται συγκεκριμένα ο παράνομος χαρακτήρας των πράξεων και παραλείψεων των εναγομένων ούτε ο αιτιώδης σύνδεσμος αυτών ως νόμιμου λόγου ευθύνης των εναγομένων συνδεόμενου ευθέως και αιτιωδώς με τη βλάβη που επικαλείται η ενάγουσα σε βάρος της περιουσίας της, δεν μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στις εναγόμενες για τις ζημίες που εκείνη υπέστη στην περιουσία της, είτε θετικές είτε διαφυγόντα κέρδη (βλ. σχετ. Γεωργιάδη σε ΕρμΑΚ, άρθρο 914, σελ.712, αριθ.83). Άλλωστε, ουδόλως εκθέτει συγκεκριμένα ποίες ήταν οι ευκαιρίες που απώλεσε για ναύλωση του πλοίου της μετά τον Αύγουστο του 2012 (από 6-8-2012 έως 27-5-2013/πέρας εκφόρτωσης για την πρώτη αγωγή και από 27-5-2013 έως 5-11-2014 μετά τον οριστικό απόπλου από τον λιμένα ………. για τη δεύτερη αγωγή), αφού αναφέρεται μόνο σε ένα θεωρητικό ενδεχόμενο εμπορικής αξιοποίησης του πλοίου της, χωρίς να συντρέχει βάσιμη πιθανότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με βάση προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί εκ μέρους της, δοθέντος ότι δεν γίνεται μνεία συγκεκριμένων περιστατικών ότι θα το είχε ναυλώσει σε συγκεκριμένο ναυλωτή αποκομίζοντας κέρδος ισοδύναμο με τους ναύλους, γεγονός που αμφισβητείται ορθά από τις εναγόμενες, ακόμη και για τους 13 μήνες που συνήψε, ως επικαλείται, σύμβαση ναύλωσης (5-7-2011 έως 5-8-2012), ενόψει του ότι το πλοίο είχε προ πολλού απολέσει την κλάση του, στερείτο πιστοποιητικά αξιοπλοΐας, δεν είχε επιθεωρηθεί και δεν μπορούσε εξάλλου, αφού ήταν έμφορτο και δεν ήταν εφικτό να διενεργηθεί διαδικασία δεξαμενισμού και έπειτα επιθεώρησής του, για να αποκτήσει έγγραφα πιστοποιητικά αξιοπλοΐας από νηογνώμονα κατόπιν επιθεώρησής του, περί τούτου τελούσε εν γνώσει η ενάγουσα ήδη κατά τον χρόνο απόκτησης του πλοίου με αγοραπωλησία (ΑΠ 2033/2013 Αρμ 2014.782, ΑΠ 1703/2013, ΕφΠειρ 572/2015, ΕφΠειρ 374/2014, ΕφΠειρ 256/2013, ΕφΛαμ 186/2011, ΠολΠρΑθ 2034/2013 ΤΝΠ Νόμος). Όμως, σύμφωνα με την ΑΚ 298, προκειμένου να διεκδικήσει διαφυγόντα κέρδη ως αποζημίωση για την απώλεια των ευκαιριών αυτών, θα έπρεπε να παρουσιάσει με τρόπο ορισμένο ότι είχε δρομολογήσει πραγματικά διαδικασίες τέτοιες που θα της απέφεραν κέρδος και ιδιαίτερα ότι είχε καλύψει όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις για την υλοποίηση του επιχειρηματικού της σχεδίου καθόλη την προαναφερόμενη χρονική περίοδο, για την επίτευξη πραγματικού κέρδους, το οποίο δεν κατέστη εν τέλει εφικτό εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων. Εν προκειμένω, ουδόλως εκθέτει τα στοιχεία αυτά και δεν προκύπτει ότι είχε λάβει τα αναγκαία και πρόσφορα προπαρασκευαστικά μέτρα, τα οποία, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις της κρινόμενης περίπτωσης θα την οδηγούσαν στην επιχειρηματική εκμετάλλευση του πλοίου της με αλλεπάλληλες συμβάσεις ναύλωσης, ώστε να αιτείται την επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους με τις αγωγές της, το οποίο με βάσιμη πιθανότητα θα μπορούσε να προσδοκά, αλλά αιτιωδώς από την ένδικη συμπεριφορά των εναγομένων απετράπη επί ζημία της. Στις αγωγές, άλλωστε, δεν προσδιορίζεται συγκεκριμένο ναυλοσύμφωνο που συνήφθη και καταγγέλθηκε ούτε διαπραγματεύσεις επικαλείται ή άλλες προπαρασκευαστικές εργασίες. Η γενική δυνατότητα ναύλωσης ενός πλοίου δεν αρκεί για να θεμελιώσει αξίωση διαφυγόντων κερδών ούτε η αφηρημένη επανάληψη των εκφράσεων της ΑΚ 298 ούτε η παράθεση του συνολικά φερόμενου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής κατά περίπτωση μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και προπαρασκευαστικών μέτρων που καθιστούν πιθανό το κέρδος ως προς τα επιμέρους αιτούμενα με την αγωγή κονδύλια, ήτοι τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα δεν εκτίθενται στις αγωγές (ΟλΑΠ 22/1995, ΟλΑΠ 20/1992 ΝοΒ 1993.85, ΑΠ 935/2014, ΑΠ 979/2014, ΑΠ 663/2013, ΑΠ 1812/2012, ΑΠ 335/2005, ΑΠ 83/2002, ΕφΑθ 5624/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Συνεπώς, αφού οι αγωγές είναι γενικόλογες και αόριστες (άρθρο 216 §1 ΚΠολΔ) ως προς τη λήψη (συγκεκριμένων) προπαρασκευαστικών μέτρων καθώς και ως προς την περιγραφή των ειδικών περιστάσεων που απαιτεί ο νόμος για την επιδίκαση διαφυγόντων κερδών, κατ’ άρθρο 298 ΑΚ (ΑΠ 576/2008 ΝοΒ 2008.56), ως εκ τούτου, αόριστο, άλλως μη νόμιμο, ελλείψει των νομίμων προϋποθέσεων κρίνεται το αγωγικό κονδύλιο περί διαφυγόντων κερδών της ενάγουσας, πέραν της έλλειψης αιτιώδους συνδέσμου ως ζημίας με τις πράξεις ή παραλείψεις των εναγομένων ως νόμιμου λόγου ευθύνης τους, οι οποίες δεν εκτίθεται ούτε προκύπτει ότι συνιστούσαν αδικοπραξία τους, επιπλέον και επειδή εξ αρχής δεν ήταν δυνατή σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία η ναύλωση του εν λόγω πλοίου, οπότε δεν ήταν βάσιμη κατ’ άρθρα 297-298 ΑΚ η πιθανότητα απόκτησης κερδών από την επιχειρηματική εκμετάλλευσή του κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ούτε εν τέλει εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης όπως εκτίθενται στις αγωγές είχαν ληφθεί τα κατάλληλα και αναγκαία προπαρασκευαστικά μέτρα εκ μέρους της ενάγουσας μέχρι τον χρόνο έναρξης της συμφωνηθείσας κατά τα λεγόμενά της ναύλωσης, ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας, συνακόλουθα, δεν μπορούσε να εκτελεστεί σύμβαση ναύλωσης στην πράξη για το πλοίο της, ενόψει του ότι ήταν εξ αρχής έμφορτο και είχε αποκτηθεί από την ενάγουσα πλοιοκτήτρια του έχοντας απολέσει τη δυνατότητα αυτή, ελλείψει εγγράφων πιστοποιητικών αξιοπλοϊας και δυνατότητας απόκτησής τους με νόμιμη διαδικασία μέσω επιθεώρησης από νηογνώμονα. Ειδικότερα δε, αναφορικά με την πρώτη ως άνω κρινόμενη αγωγή, κατόπιν περιορισμού των αγωγικών αξιώσεων μόνο στα διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας και δη κατά μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε πλήρως έντοκου αναγνωριστικού, το συγκεκριμένο μοναδικό πλέον αίτημα της ενάγουσας έναντι των εναγομένων τυγχάνει αόριστο και σε κάθε περίπτωση μη νόμιμο και ωσαύτως απορριπτέο, για όλους τους προδιαλαμβανόμενους λόγους, απορριπτομένης συνακόλουθα της πρώτης αγωγής στο σύνολό της και της δεύτερης αγωγής ως προς το συγκεκριμένο αγωγικό αίτημα. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι τα εκτιθέμενα περί εξαπάτησης της ενάγουσας κατά την απόκτηση του πλοίου, πέραν του ότι δεν συνδέονται με τη νομική βάση της αγωγής της περί αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της, διότι στηρίζει τη νομική βάση των αγωγών της στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ με έτερα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την παρέλκυση της διαδικασίας ρυμούλκησης του πλοίου και εκφόρτωσης του φορτίου του επί ματαίωσης της επιχειρηματικής εκμετάλλευσής του από την ενάγουσα και προς εξυπηρέτηση μόνο του σκοπού των εναγομένων για εξασφάλιση καλύτερης τιμής πώλησης του φορτίου, μείωσης του κόστους μετάγγισης και εκφόρτωσής του και επίτευξης βέλτιστης τιμής ασφαλιστικής αποζημίωσης έναντι των ασφαλιστικών εταιρειών, επιπλέον, καθιστούν παντελώς αόριστη την καθ’ υποφοράν εκτιθέμενη νομική βάση τους υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων των διατάξεων 147-149, 154 ΑΚ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 914, 919, 281, 288 ΑΚ, διότι ουδόλως εκτίθενται ορισμένα περιστατικά περί παραπλάνησής της και εξαπάτησής της από τις εναγόμενες, ώστε να δύναται να στηριχθεί αδικοπρακτική συμπεριφορά τους βάσει της περίπτωσης της αστικής απάτης ως προς την παραπλάνηση και κατάπεισή της για την απόκτηση του πλοίου έμφορτου, χωρίς να υπάρχει βούληση και σκοπός εκφόρτωσής του για την απελευθέρωσή του και την προσφορότητα της επιχειρηματικής εκμετάλλευσής του από την πλοιοκτήτρια αυτού ενάγουσα, η οποία δεν εκθέτει τις περιστάσεις παραπλάνησής της και εξαπάτησής της, αλλά ότι πείστηκε μέσω υποσχέσεων στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την αγορά του πλοίου, εν γνώσει των περιστάσεων της δυσμενούς εμπορικά κατάστασής του, έμφορτου με φορτίο επικίνδυνο που είχε στερεοποιηθεί επί μήνες, χωρίς πιστοποιητικά αξιοπλοϊας και κλάση ήδη κατά τον χρόνο της αγοράς του και με μία ασαφή υπόσχεση περί εκφόρτωσης του φορτίου από τις παραλήπτριες εναγόμενες, χωρίς την ύπαρξη συμφωνητικού ή έστω συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος υποχρεώσεων και ενεργειών τους, ως είθισται σε τέτοιες περιπτώσεις, το οποίο αποδέχθηκε εν γνώσει της η ενάγουσα και προέβη στην αγορά του εν λόγω πλοίου. Ωσαύτως, οποιαδήποτε αναφορά στις αγωγές περί απάτης σε βάρος της τυγχάνει πλήρως αόριστη και απορριπτέα ως εκτιθέμενη από την ενάγουσα νομική βάση αδικοπραξίας τελεσθείσας εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, ενόψει του ότι δεν εκτίθενται ειδικά και σαφή τα πραγματικά περιστατικά, ήτοι κατά τρόπο ορισμένο, όπως ο νόμος απαιτεί σύμφωνα με τους επικαλούμενους προς εφαρμογή κανόνες δικαίου, δυσχερής είναι η υπαγωγή της περίπτωσης στον νόμο για τη διαφώτιση και τη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης του Δικαστηρίου, προκειμένου να ερευνήσει προσηκόντως και λυσιτελώς τα αποδεικτέα ζητήματα, καθώς επίσης και οι εναγόμενες αποστερούνται της δυνατότητας να προβάλουν προς αντίκρουση τους αμυντικούς ισχυρισμούς τους περί της εκτιθέμενης παραπλάνησης και εξαπάτησης της ενάγουσας εκ μέρους τους προς ανταπόδειξη. Η ενάγουσα δεν εκθέτει κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, πραγματικά περιστατικά περί παραπλάνησης και εξαπάτησής της εκ μέρους των εναγομένων διά των νομίμων εκπροσώπων τους, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί περίπτωση απάτης, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, αντιθέτως εκθέτει εντελώς αορίστως και γενικόλογα περί του ζητήματος. Είναι τόσο αόριστη η σχετική αναφορά της ενάγουσας, εκτίθενται τόσο ασαφώς τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία κατά νόμο για την παραγωγή του διωκόμενου αγωγικού δικαιώματος, ώστε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους οι επίδικες αξιώσεις της, με τις οποίες άλλωστε ουδόλως συνδέεται η νομική βάση της αδικοπρακτικής ευθύνης υπό τη νομοτυπική μορφή της απάτης, η δε αοριστία αυτή δεν θεραπεύεται ούτε με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση ούτε με την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και καθίσταται ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης και αυτεπαγγέλτως απορριπτέα η νομική βάση ως απαράδεκτη (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ, 147επ., 914, 919 ΑΚ), (ΑΠ 1255/2010, ΑΠ 682/2010, ΑΠ 314/2009, ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002, φΘεσ 246/2013 ΕλλΔνη 2014.144,196, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010.209,ΕφΑθ 6731/2009,ΕφΑθ 8511/2005, ΕφΑθ 8660/2002 ΤΝΠ Νόμος). Πιο συγκεκριμένα, δεν εκτίθεται ορισμένα ποιά είναι η πλάνη που της προκάλεσαν ο εναγόμενες μέσω ποίων προσώπων, αναφορικά με ποιά περιστατικά, ποιές οι απατηλές ενέργειες τους και οι ψευδείς και υποβολιμιαίες παραστάσεις που της δημιουργήθηκαν δολίως και τεχνηέντως εκ μέρους αυτών, ποιά η άγνοιά της ή η εσφαλμένη γνώση της πραγματικότητας, στην οποία υποβλήθηκε, πώς εξαιτίας αυτών καταπείστηκε, παρασύρθηκε και ωθήθηκε στην κατάρτιση της σύμβασης αγοράς του έμφορτου πλοίου, ποιός ο πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτών λόγω της επελθούσας διάστασης ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησής της, καθώς επίσης, και γιατί χωρίς την πλάνη και την απάτη αυτή, δεν θα προέβαινε προέβαινε στην κατάρτιση της σύμβασης αγοραπωλησίας του πλοίου (ΑΠ 407/2005, ΑΠ 350/2002, ΑΠ 151/1996, ΕφΑθ 91/2009, ΕφΠατρ 765/2008, ΕφΛαρ 537/2005, ΕφΘεσ 2513/2005 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, αναφορικά με τις αξιώσεις της περί δικαιωμάτων αγκυροβολίας και τελών ελλιμενισμού τυγχάνει πλήρως απαράδεκτη η δεύτερη αγωγή, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας του πλοίου, διότι η συγκεκριμένη δαπάνη πραγματοποιήθηκε από τη διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου της, που την επωμίστηκε εξ ολοκλήρου, όπως ρητώς συνομολογείται εκ μέρους της, συνεπώς, δεν δικαιούται να τη διεκδικεί η ενάγουσα ανεξαρτήτως δε των μεταξύ τους συμβατικών σχέσεων, διότι δεν είναι αμέσως ζημιωθείσα ως προς αυτήν τη δαπάνη (περιουσιακή ζημία), όπως και η ίδια συνομολογεί άλλωστε ούτε είναι βέβαιο εάν και πότε η διαχειρίστρια του πλοίου της, που είναι μία άλλη εταιρεία, αυτοτελής με δική της νομική προσωπικότητα, επιχειρηματική-εμπορική δραστηριότητα και περιουσία, θα στραφεί εναντίον της αναγωγικά για να ζητήσει την αποζημίωσή της, ώστε να καθίσταται ζημιωθείσα πλέον η ενάγουσα, η οποία ουδόλως επικαλείται άλλωστε σχέση εκχώρησης ή αναδοχής της εν λόγω απαίτησης μεταξύ τους, ώστε δε νομιμοποιείται ενεργητικά για τη διεκδίκησή της στον παρόντα χρόνο με την άσκηση της αγωγής της αυτής κατά των εναγομένων, ανεξαρτήτως δε της βασιμότητας της αξίωσης αυτής και της ορθότητας ή μη του καταλογισμού των εν λόγω δαπανών στη διαχειρίστρια του πλοίου της, καθόσον αφενός δεν είναι καν εμμέσως ζημιωθείσα εν προκειμένω η ενάγουσα, αφετέρου ο ισχυρισμός της ότι θα επωμιστεί η ίδια εν τέλει την εν λόγω δαπάνη και ζημία είναι ένα αόριστο, αβέβαιο και μελλοντικό υπό αίρεση γεγονός, το οποίο δεν υφίσταται στον παρόντα χρόνο, προώρως δε έχει εγείρει τέτοιο αίτημα η ενάγουσα επί της παρούσης, ενώ αμέσως ζημιωθείσα και συνεπώς δικαιούχος της αξίωσης συνομολογείται ότι δεν είναι η ίδια, που αναμένει να υποστεί μόνο αντανακλαστικά τις συνέπειες της ζημίας, αλλά η διαχειρίστρια εταιρεία του πλοίου με την επωνυμία “…”, που την έχει υποστεί ως δαπάνη, συνεπώς δεν μπορεί να ζητεί αποζημίωσή της γι’ αυτές η ενάγουσα κατά τις νομικές βάσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ (βλ. σχετ. Γεωργιάδη σε ΕρμΑΚ, άρθρο 914, σελ.709-712, αριθ.69-82, ΑΠ 1595/2014, ΑΠ 2029/2014, ΑΠ 279/2013, ΑΠ 481/2012, ΑΠ 439/2012, ΑΠ 1119/2011, ΑΠ 1125/2011, ΑΠ 339/2010, ΑΠ 925/2007, ΕφΠειρ 224/2013 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, στην έκταση που δεν στοιχειοθετείται αδικοπραξία σε βάρος της ενάγουσας, δεν δικαιούται κατά τον νόμο να ζητεί αυτή αποζημίωση για περιουσιακή της βλάβη (ζημία) έναντι των εναγομένων, όπως τις δαπάνες της από τις επισκευές του πλοίου της μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκφόρτωσης του φορτίου (θέρμανσης και μετάγγισης) από τη δέκατη εναγομένη τεχνική εταιρεία για λογαριασμό των λοιπών εναγομένων παραληπτριών εταιρειών του φορτίου, ενόψει του ότι δεν προέκυψε αδικοπρακτική συμπεριφορά της που να συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης της και δη πλημμελής εκτέλεση της διαδικασίας εκφόρτωσης του πλοίου που να συνδέεται αιτιωδώς ευθέως με τη ζημία της ενάγουσας αναφορικά με τις δαπάνες επισκευές του πλοίου της, αφού στη δεύτερη αγωγή δεν εκτίθεται ορισμένα κάτι τέτοιο, ήτοι ποίες ήταν οι πλημμέλειες στην εκτέλεση του έργου και ποίες οι βλάβες που επήλθαν αιτιωδώς εξ αυτών με υπαιτιότητα της τεχνικής εταιρείας επί του πλοίου (δεξαμενών, σωληνώσεων κλπ.), σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Μετά ταύτα, δεν δικαιούται η ενάγουσα ούτε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης, η στοιχειοθέτηση της οποίας αφενός προϋποθέτει τη συνδρομή αδικοπραξίας, κατ’ άρθρα 932 και 914 ΑΚ, και αφετέρου, για τον επιπλέον λόγο ότι η ενάγουσα είναι νομικό πρόσωπο εταιρείας, όφειλε για το ορισμένο και νόμω βάσιμο της κρινόμενης αγωγής της να εκθέτει ορισμένα τις προϋποθέσεις του άρθρου 920 ΑΚ για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής ευθύνης των εναγομένων σε βάρος της, στο πλαίσιο που αφορά όχι τη ζημία που υπέστη από τις παραλήπτριες εταιρείες του μεταφερόμενου φορτίου, η οποία συνίσταται σε περιουσιακή θετική ζημία της, αλλά τη ζημία που η ίδια ως εταιρεία και δη ως εκναυλώτρια ή θαλάσσια μεταφορέας υπέστη από την εκτιθέμενη αδικοπραξία τους, η οποία πρέπει όμως να πλήττει τη φήμη, την επαγγελματική και εμπορική της πίστη και εν γένει την υπόσταση και το μέλλον της ως εταιρείας, αναφορικά με συγκεκριμένη μείωση της εμπορικής της πίστης και της φερεγγυότητάς της, πτώση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών της εξαιτίας του εν λόγω ζημιογόνου γεγονότος κλπ., τα οποία δεν εκτίθενται επαρκώς με συγκεκριμένα στοιχεία κατά τρόπο ορισμένο και σαφή στις αγωγές της, μη αρκούσης της απλής επανάληψης των προϋποθέσεων και διατυπώσεων του οικείου νόμου, συνακόλουθα, τυγχάνει απορριπτέο λόγω αοριστίας και το εν λόγω αγωγικό αίτημα (ΑΠ 1265/2010, ΑΠ 488/1983 ΝοΒ 32.268, ΑΠ 133/1981 ΝοΒ 30.304, ΕφΑθ 4556/2005 ΕλλΔνη 2007.868, ΠολΠρΡοδ 38/2019, ΠολΠρΑθ 1982/2017 ΤΝΠ Νόμος). Αναφορικά με το αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης δαπάνης αποθηκεύτρων, πέραν της παραίτησης της ενάγουσας από τη συγκεκριμένη αγωγική αξίωση, τυγχάνει ομοίως απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι, αφενός μεν, δεν στοιχειοθετείται αυτοτελώς αδικοπρακτική συμπεριφορά εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος της, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, ώστε να δύναται να αναζητηθεί ως ζημία της ενάγουσας η δαπάνη αυτή, αφετέρου δε, δεν συντρέχει κατά νόμο περίπτωση διοίκησης αλλοτρίων υπό οποιαδήποτε μορφή της, διότι στην προκείμενη περίπτωση ούτε βούληση υπήρχε, ρητή ή σιωπηρή, των εναγομένων παραληπτριών για αποθήκευση του φορτίου εκ μέρους της ενάγουσας ως πλοιοκτήτριας του πλοίου μεταφοράς του ούτε τέτοια συμφωνία ούτε από τις περιστάσεις της υπόθεσης μπορεί να συναχθεί κάτι τέτοιο, ακόμη και εκ του αποτελέσματος, δεδομένου ότι η σύμβαση αφορούσε τη μεταφορά του φορτίου, η οποία μάλιστα δεν είχε ολοκληρωθεί και ουδόλως την αποθήκευσή του εντός το πλοίου, στις δεξαμενές του, διότι κάτι τέτοιο ούτε τη σύμβαση ολοκλήρωνε ούτε ικανοποιούσε τους σκοπούς των παραληπτριών εταιρειών για εκποίηση και εκμετάλλευση του φορτίου για τους επιχειρηματικούς τους σκοπούς ούτε και επωφελές ήταν για τα συμφέροντά τους, διότι η στερεοποίηση του υλικού του φορτίου το καθιστούσε απρόσφορο προς εκμετάλλευση, μειώνοντας την ποιότητα και την καταλληλότητά του για εμπορική αξιοποίησή του, συνακόλουθα, η επί μακρόν “αποθήκευσή” του ουδόλως εξυπηρετούσε τις εναγόμενες παραλήπτριες. Άλλωστε, σε καμία περίπτωση η σφοδρή αντιδικία μεταξύ τους ως προς την πρωτοβουλία και τις δαπάνες εκφόρτωσης του φορτίου και ρυμούλκησης του πλοίου σε ασφαλή λιμένα για την πραγματοποίηση της μετάγγισής του με τρόπο τεχνικά προσήκοντα και ασφαλή, για το περιβάλλον, το πλοίο, το πλήρωμα και το φορτίο, συνιστούσε νομικά και πραγματικά αποθήκευση αυτού ούτε μπορεί να εξομοιωθεί ευνόητα με αποθήκευση η στερεοποίησή του, η έριδα δικαστική και εξώδικη για την τύχη του, ακόμη κι η εγκατάλειψή του ως φορτίου, όπως από την ενάγουσα εκτίθεται. Επιπλέον δε, η μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου, λόγω των εκτεταμένων επισκευών του, γεγονός που την εξανάγκασε να προβεί στην πώλησή του σε μειωμένη τιμή, δεν συνιστά άμεση ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, ως νόμιμου λόγου ευθύνης τους, κατά τα προδιαλαμβανόμενα, αλλά έμμεση ζημία (άμεση ζημία θα συνιστούσαν οι βλάβες στο πλοίο, που οδήγησαν στη δαπάνη για τη διενέργεια επισκευών αυτού), η οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ζημία που καλύπτεται και αποζημιώνεται κατά τις διατάξεις της αδικοπρακτικής ευθύνης σε βάρος των εναγομένων, οι οποίες καλούνται σε εφαρμογή σε περίπτωση άμεσης περιουσιακής ζημίας που αιτιωδώς συνδέεται ευθέως (άμεσα) με τη ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) των υπαιτίων (βλ. σχετ. Γεωργιάδη σε ΕρμΑΚ, άρθρο 914, σελ.709-712, αριθ.69-82). Άλλωστε, η απόφαση για εκποίηση του πλοίου, έστω και σε μειωμένη τιμή, υπήρξε εμπορική επιλογή της ενάγουσας, την οποία στάθμισε υπό τις περιστάσεις που συνέτρεχαν και αποτελούσε δική της απόφαση μετά την εκφόρτωση του φορτίου από το πλοίο της. Η δε μειωμένη τιμή του τιμήματος αποτελεί συνθήκη, στη διαμόρφωση της οποίας ασκούν επιρροή πολλοί παράγοντες, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά των εναγομένων έως τότε, η οποία δεν εκτίθεται ότι αποτέλεσε τη μοναδική ή την πλέον κρίσιμη συνιστώσα, διέρχεται δε από διαδικασία διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά την αγοραπωλησία του πλοίου και στάθμισης των συμφερόντων της ενάγουσας τη δεδομένη χρονική συγκυρία υπό τις ισχύουσες τότε περιστάσεις και σε καμία περίπτωση μπορεί να συνδεθεί αιτιωδώς και δη άμεσα με αδικοπραξία, ήτοι ότι ως ζημιογόνο αποτέλεσμα απορρέει από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων επί του πλοίου της ενάγουσας, ως νόμιμου λόγου ευθύνης τους, που οδήγησε αναπόδραστα στη μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου, για το οποίο αρκούσε η εκτέλεση επισκευών για την αποκατάσταση των βλαβών του που επικαλείται η ενάγουσα από την πλημμελή εκτέλεση της εκφόρτωσής του φορτίου, πόσο μάλλον που εν προκειμένω ουδόλως προκύπτει τούτο από τα εκτιθέμενα στα αγωγικά δικόγραφά. Άλλωστε, η ενάγουσα δεν προσδιορίζει τις ζημίες που υπέστη το πλοίο της από τη διαδικασία εκφόρτωσης του φορτίου των εναγομένων παραληπτριών, την οποία εκτέλεσε η δέκατη εναγομένη τεχνική εταιρεία, πολύ περισσότερο που η ίδια ισχυρίζεται ότι ζημίες προκλήθηκαν στο πλοίο της και προ της εκφόρτωσης του φορτίου από την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου ……… (27-9-2011) μέχρι τη ρυμούλκηση του πλοίου στην …….. (19-2-2012) και μέχρι την έναρξη της εκφόρτωσης του φορτίου (10-4-2013) αλλά και κατά τη διαδικασία εκφόρτωσης αυτού (από 10-4-2013 έως 27-5-2013), πλην όμως δεν εκθέτει ορισμένα περί τούτων, οπότε δεν γίνεται κατανοητό από πότε και από ποιόν προέκυψαν οι αρχικές και προγενέστερες βλάβες (ζημίες) στο πλοίο, με ποιανού ευθύνη έλαβαν χώρα, ποίες ήταν οι πρόσθετες βλάβες (ζημίες) στο πλοίο λόγω της πλημμελούς εκφόρτωσης και εάν ήταν τόσο σημαντικές που οδήγησαν αιτιωδώς σε μείωση της εμπορικής του αξίας ή επαρκούσαν οι επισκευές τους για την πλήρη αποκατάσταση του πλοίου. Ενόψει αυτών δεν μπορεί να προσδιορισθεί αν η μείωση της εμπορικής αξίας του πλοίου προήλθε από τις προγενέστερες ζημίες, προ 10-4-2013 (οπότε άρχισε η εκφόρτωση) ή προκλήθηκαν κατά το διάστημα της εκφόρτωσης ήτοι από 10-4-2013 έως 27-5-2013 ή αν η μείωση οφείλεται σε έτερο λόγο που δεν αφορά τη συμπεριφορά των εναγομένων, αλλά την δυσμενή αντιμετώπιση του πλοίου από την αρχική πλοιοκτήτρια ή κατά το χρονικό διάστημα εγκατάλειψής του και μέχρι την απόκτησή του από την ενάγουσα (από 9-7-2010 έως 1-4-2011). Συνεπώς, η αγωγή πάσχει αοριστίας στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και (αντίστοιχα) αγωγικό κονδύλιο. Η δε απόφαση πώλησής του σε μειωμένη τιμή δεν συνδέεται αιτιωδώς ευθέως ως εκ τούτου με τις βλάβες που επικαλείται η ενάγουσα, ώστε να γίνεται λόγος για άμεση ζημία της ενάγουσας από τη μειωμένη εξασφάλιση τιμήματος, αλλά πρόκειται για έμμεση ζημία, η οποία επίσης δεν υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης των εναγομένων προς την ενάγουσα υπό τις νομικές βάσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Αν υπήρχε ευθύνη των εναγομένων για ζημιές στο πλοίο της ενάγουσας, θα όφειλαν να την αποζημιώσουν για το κόστος επισκευής και όχι για το μειωμένο τίμημα πώλησής του. Ακόμη κι αν το κόστος επισκευής ήταν υψηλότερο από την μείωση της αξίας του πλοίου, η ενάγουσα έπρεπε να περιγράψει ποιό θα ήταν το κόστος επισκευής, ώστε να μπορεί να κριθεί αν ήταν εύλογη η απόφασή της να πωλήσει το πλοίο της, ώστε να δύναται να ερευνηθεί και διαγνωστεί εάν η ζημιά της σε σχέση με το μειωμένο τίμημα πώλησης τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την πρόκληση της ζημίας εκ μέρους των εναγομένων, πλην όμως δεν εκτίθεται κάτι τέτοιο και κρίνεται ότι πρόκειται για έμμεση ζημιά μη αποζημιωτέα εν προκειμένω. Πέραν των ανωτέρω, σημειωτέον ότι η ενάγουσα δεν προσδιορίζει καν στη δεύτερη αγωγή της εάν αιτείται την αποζημίωσή της λόγω εμπορικής ή λόγω τεχνικής υπαξίας του πλοίου της που επήλθε από τις επικαλούμενες ζημίες εκ μέρους των εναγομένων. Η εμπορική υπαξία εκφράζει την απροθυμία του αγοραστικού κοινού του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου να αγοράσει το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος λόγω της υπόνοιας ότι μπορεί να κρύβει ελαττώματα (ασχέτως του αν πράγματι κρύβει ή όχι), ενώ η εμπορική υπαξία συναντάται στα αυτοκίνητα μετά από ατύχημα αλλά όχι στα πλοία μετά από επισκευές. Η τεχνική υπαξία εκφράζει τη μείωση της αξίας λόγω (πραγματικών και υπαρχόντων) ελαττωμάτων του πράγματος. Η ενάγουσα διεκδικεί την τεχνική υπαξία, διότι ισχυρίζεται ότι πώλησε φθηνότερα το πλοίο της λόγω των βλαβών που πράγματι είχε και όχι λόγω της υπόνοιας των αγοραστών ότι έφερε βλάβες. Για τον υπολογισμό της υπαξίας ως συγκεκριμένου μεγέθους ζημίας η ενάγουσα όφειλε να επικαλεστεί γιατί, πώς και πόσο επιδρά καθένα από τα συγκεκριμένα ελαττώματα/βλάβες του πλοίου της στην αξία του και αφού αφαιρεθεί το κόστος επισκευής όλων των ελαττωμάτων του, τότε η διαφορά της αξίας του πλοίου χωρίς ελαττώματα και της αξίας του πλοίου με τα ελαττώματα αποτελεί την τεχνική υπαξία του, για την οποία μπορεί να ζητήσει αποζημίωση. Πλην όμως, η έκθεση της διαφοράς και μόνο ανάμεσα στο τίμημα πώλησης που πέτυχε με την πώλησή του και σε αυτό που θεωρεί ότι θα πετύχαινε εάν δεν είχε υποστεί τις βλάβες του, τις οποίες δεν προσδιορίζει όμως στην αγωγή της, δεν καθιστά ορισμένο το αίτημά της, διότι δεν αποτελεί τη ζημία της, όπως διατείνεται, αφού αυτή έγκειται στην τεχνική υπαξία του πλοίου, που αιτιωδώς μείωσε την εμπορική αξία του, η οποία όμως ουδόλως προσδιορίζεται για να διαπιστωθεί εάν όντως υπήρχε αιτιώδης συνάφεια και δη άμεση μεταξύ τους, δεδομένου ότι η μειωμένη τιμή πώλησης και αγοράς του μπορεί να επηρεάζεται και από άλλους τρίτους αστάθμητους παράγοντες και όχι απαραίτητα τις βλάβες στο πλοίο, που δεν ορίζονται καν στην αγωγή. Δηλαδή, ενώ η ενάγουσα εξέθεσε στην αγωγή της την αξία του πλοίου της χωρίς ελαττώματα την οποία προσδιόρισε σε 5.750.000 δολ. ΗΠΑ, δεν προσδιόρισε στην αγωγή της την αξία του πλοίου της με τα ελαττώματα (ζημίες) που επήλθαν μετά την πλημμελή εκφόρτωση του φορτίου από αυτό, αλλά αντ’ αυτού ανέφερε τη συμβατική τιμή πώλησής του σε τρίτον, πλην όμως έτσι παρέλειψε ουσιώδες στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής και δη για το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο. Επισημαίνεται δε ότι η ενάγουσα διεκδικεί τόσο τη μείωση της αξίας του πλοίου της λόγω των ζημιών του ως «μείωση της εμπορικής αξίας του», όσο και ως κόστος επισκευής των ζημιών αυτών αυτοτελώς, ήτοι και το κόστος αποκατάστασής τους και τη μείωση της (τεχνικής) αξίας του πλοίου λόγω της ύπαρξης των ζημιών αυτών, πλην όμως αν επισκευαστούν οι ζημιές δεν υπάρχει μείωση της αξίας του πλοίου, εκτός και αν ταυτόχρονα ήθελε να διεκδικήσει και τη μείωση της αξίας του πλοίου (υπό την έννοια της τεχνικής υπαξίας) και τη δαπάνη των επισκευών του, οπότε και όφειλε να είχε επικαλεστεί ότι παρά (και μετά) τις επισκευές εξακολουθούν να υπάρχουν ελαττώματα, τα οποία δεν μπορούν να επισκευαστούν και μειώνουν την αξία του πλοίου. Πλην όμως όχι μόνο δεν επικαλείται κάτι τέτοιο, αφού από την περιγραφή των επισκευαστικών εργασιών στην αγωγή συνάγεται ότι επισκευάστηκαν όλες οι ζημίες και δεν απέμεινε ελάττωμα μετά από αυτές, αλλά αντιθέτως με βάση το δικόγραφο της αγωγής της η πώληση του πλοίου της, από την οποία ζημιώθηκε κατά το ποσό των 3.500.000 δολ. ΗΠΑ, έλαβε χώρα στις 21-11-2014, ενώ οι επισκευές του έγιναν μετά, ήτοι το Μάρτιο του 2015, γι’ αυτό άλλωστε πλοίο μεταβιβάστηκε «ως εστί και ευρίσκεται», και ανέλαβε η ίδια την υποχρέωση έναντι της αγοράστριας να αποκαταστήσει τις ζημιές του πλοίου και δη μετά την πώληση του πλοίου της. Εξ αυτού συνάγεται ότι αν είχαν γίνει οι επισκευές πριν τη μεταβίβαση του πλοίου, δε θα είχαν παραμείνει και πάλι ελαττώματα, και το πλοίο θα είχε πωληθεί στην πλήρη εμπορική του αξία και άρα η ενάγουσα δεν θα είχε ζημιωθεί ως προς το συγκεκριμένο αγωγικό κονδύλιο που αφορά το μειωμένο τίμημα πώλησής του. Μετά ταύτα, και λόγω των προαναφερομένων αοριστιών της, η αγωγή της ως προς τα αντίστοιχα αγωγικά κονδύιλα που κρίθηκαν ανωτέρω ως αόριστα, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την προσθήκη-αντίκρουση ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων ή με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, πρόκειται δε για έλλειψη-πλημμέλεια που ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως αναγόμενη στην προδικασία κατ’ άρθρο 111 ΚΠολΔ, ως στοιχείο που αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 49/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1551/2010, ΑΠ 503/2009, ΑΠ 1277/2009, ΑΠ 493/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 2001.143, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29.1385, ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΜονΕφΠειρ 17/2013, ΕφΠατρ 521/2009 ΤΝΠ ΑρχΝομ 2010.80, ΕφΑθ 1184/2009 ΕλλΔνη 2009.1456, ΕφΠειρ 631/2007 ΕΝΔ 2008.26). Τέλος, αναφορικά με το αίτημα περί επιδίκασης των αγωγικών αξιώσεων αποζημίωσης, λόγω περιουσιακής ζημίας, με υπολογισμό τους με βάση την τρέχουσα ισοτιμία ευρώ προς δολάριο ΗΠΑ κατά τον χρόνο άσκησης της κάθε αγωγής της, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι υπολογίζεται εσφαλμένως η ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων ως ίσχυε στον χρόνο άσκησης (ήτοι επίδοσης) των αγωγών (στις 7-5-2015, 25-8-2016, 18-5-2018 και στις 4-10-2017 και 12-10-2017, αντιστοίχως), ενώ έπρεπε να είχε εκτεθεί και υπολογιστεί στον χρόνο επέλευσης της ζημίας (χρόνος δαπάνης ή απώλειας = χρόνος ζημίας), ειδάλλως, το αίτημα της αγωγής πάσχει και δη αθεράπευτα, είναι μη νόμιμο και τυγχάνει στο σύνολό του απορριπτέο, είτε πρόκειται για καταψηφιστικό είτε για αναγνωριστικό, καθόσον τούτο συνιστά έλλειψη προσήκοντος και νομίμου τρόπου άσκησης του αιτήματος, χωρίς να σώζεται είτε από την εκτίμηση του Δικαστηρίου επί των προσκομιζόμενων αποδεικτικών στοιχείων ως προς την ισχύουσα ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων είτε με την εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος στη σχέση “μείζονος προς έλασσον”. Ειδικότερα, βάσει των άρθρων 297 εδ.α΄, 298 ΑΚ και 1 του Ν.2842/2000 προκύπτει ότι πάσα αξίωση προς αποζημίωση, διεπομένη υπό του ελληνικού δικαίου, είτε αυτή απορρέει εξ αθετήσεως συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας είτε εκ του νόμου, πρέπει να προσδιορίζεται σε ευρώ, νόμισμα το οποίο δικαιούται να ζητήσει ο αξιών την αποζημίωση, εφόσον ρητώς ορίζεται ότι η αποζημίωση καταβάλλεται σε χρήμα, ήτοι σε ευρώ (ως εθνικό νόμισμα), διά του νομίσματος δε τούτου πρέπει όχι μόνον να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική και αποθετική ζημία, δοθέντος ότι η ενοχή εξ αποζημιώσεως ως περιεχόμενο έχει ποσότητα ευρώ, η οποία εκφράζει εξ αρχής, πρωτογενώς, την ανορθωτέα ζημία.Εάν προ εγέρσεως της αγωγής αποκαταστάθηκε η προκληθείσα στον ζημιωθέντα βλάβη δια δαπάνης αλλοδαπού νομίσματος ή επήλθε απώλεια κερδών σε αλλοδαπό νόμισμα, θα ληφθεί μεν υπόψη για το συγκεκριμένο καθορισμό της ζημίας το ποσό του δαπανηθέντος ή απολεσθέντος ξένου νομίσματος, μόνον, όμως, προκειμένου να υπολογισθεί η ποσότητα ευρώ, η οποία παριστά τη ζημία. Προς τούτο θα τραπεί η δαπανηθείσα ή απολεσθείσα ποσότητα των αλλοδαπών νομισμάτων σε ευρώ βάσει της ισοτιμίας του χρόνου της δαπάνης ή απώλειας. Η τοιαύτη ποσότητα αλλοδαπών νομισμάτων δεν παριστά τη ζημία, αλλά χρησιμεύει μόνον για τον καθορισμό της σε ευρώ και η ποσότητα σε ευρώ εκφράζει οριστικώς τη ζημία (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΑΠ 343/2019, ΑΠ 124/2014, ΑΠ 1203/2010 ΤΝΠ Νόμος). Όπως γίνεται παγίως δεκτό από τη νομολογία, με βάση τους κανόνες των άρθρων ΑΚ 914 και 297 εδ.α΄, σε περίπτωση αξιώσεως από αδίκημα τελεσθέν στην Ελλάδα τυχόν συναλλαγματική ζημία πρέπει να ζητείται με την ισοτιμία του συναλλάγματος κατά τον χρόνο της ζημίας,καθώς σε περίπτωση αδικοπραξίας η ζημία αποτυπώνεται και σχηματίζεται αρχήθεν αποκλειστικά και μόνο με βάση την αξία που προκύπτει κατά τον χρόνο της ζημίας με τη μετατροπή του αλλοδαπού νομίσματος μόνο κατ’ εκείνον τον χρόνο σε ευρώ, με βάση τον κανόνα κατά τον οποίο η ενοχή προς αποζημίωση γεννιέται ευθύς αμέσως μόλις ανακύψει η ζημία και συνεπώς, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της είναι ο χρόνος επέλευσής της. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμο αγωγικό αίτημα με το οποίο διώκεται καταβολή σε εθνικό νόμισμα, με την ισοτιμία σε χρόνο άλλο από τον χρόνο επέλευσης της ζημίας (ΟλΑΠ 9/1995, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΟλΑΠ 14/1997, ΑΠ 388/2015, ΑΠ 536/2004, ΕφΠειρ 91/2016 ΤΝΠ Νόμος). Όταν υπάρχει, λοιπόν, ζημιά σε συνάλλαγμα από αδίκημα η ισοτιμία μετατροπής της ζημιάς σε εγχώριο νόμισμα είναι του χρόνου της δαπάνης ή απώλειας, αν η ζημιά έχει αποκατασταθεί (εκεί που μπορεί να αποκατασταθεί), ενώ του χρόνου της συζήτησης της αγωγής, αν η ζημιά δεν έχει αποκατασταθεί (ΕφΠειρ 145/2009 ΕλλΔνη 51.216, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΚρητ 435/1997 ΑρχΝ 2000.227, ΕφΑθ 11749/1991 ΑρχΝ 1995.271). Πρόκειται για την αποκατάσταση από τον ζημιωθέντα κι όχι από τον ζημιώσαντα, ο οποίος εάν είχε αποκαταστήσει, δεν θα υπήρχε λόγος άσκησης της αγωγής σε βάρος του. Όπως ομολογεί η ενάγουσα, την αποκατάσταση των ζημιών (ως προς τις επισκευές) ενήργησε η ίδια κι ενόψει του ότι ο κανόνας αυτός περί χρόνου αποκατάστασης της ζημίας δεν ισχύει προφανώς προκειμένου περί διαφυγόντων κερδών ή του μειωμένου τιμήματος πωλήσεως του πλοίου, η κρίσιμη ισοτιμία μεταξύ των δύο νομισμάτων πρέπει να υπολογίζεται στον χρόνο απώλειας αυτών, που είναι ο χρόνος επέλευσης της ζημίας προκειμένου περί διαφυγόντων κερδών με την ισοτιμία του χρόνου γενέσεως της απαίτησης, ήτοι του ζημιογόνου γεγονότος, επειδή από τότε μπορεί και πρέπει να υπολογισθεί ολόκληρη η ζημιά από διαφυγόντα κέρδη (χρόνος απώλειας κέρδους), ενώ προκειμένου για το κονδύλι του μειωμένου τιμήματος πώλησης του πλοίου, με την ισοτιμία του χρόνου πώλησης αυτού με μειωμένο τίμημα (χρόνος απώλειας κέρδους), προκειμένου δε για το κονδύλι της δαπάνης για τις επισκευαστικές εργασίες του πλοίου με την ισοτιμία του χρόνου επέλευσης της ζημίας, ήτοι της επισκευής του πλοίου και αντίστοιχης χρέωσης από το ναυπηγείο προς την πλοιοκτήτρια. Εν προκειμένω, η ενάγουσα ζητεί την επιδίκαση όλων των κονδυλίων που διεκδικεί με την ισοτιμία του χρόνου άσκησης των αγωγών της και όχι με την ισοτιμία του χρόνου επέλευσης της ζημίας, τον οποίο δεν προσδιορίζει ορισμένα στην αγωγή της, σε κάθε δε περίπτωση ανάγεται σε χρόνο πριν από τη σύνταξη (την 23-7-2014 και την 29-12-2015, αντιστοίχως) και την κατάθεση (την 25-7-2014 και την 30-12-2015,αντιστοίχως) των αγωγών της και θα μπορούσε ευχερώς να είχε υπολογιστεί σε αυτόν το ισότιμο σε ευρώ ποσό των αντίστοιχων αγωγικών κονδυλίων της, καθώς διεκδικεί διαφυγόντα κέρδη μέχρι την 5-11-2014, μείωση εμπορικής αξίας του πλοίου λόγω μειωμένου τιμήματος πωλήσεως που έλαβε χώρα την 21-11-2014 και θετικές ζημίες λόγω επισκευών που χρεώθηκαν με το από 11-3-2015 και υπ’ αριθ. 1220 τιμολόγιο του ναυπηγείου, συνακόλουθα, μπορούσε και όφειλε να υπολογίσει τις ζημίες της με βάση την ισοτιμία δολ.ΗΠΑ-ευρώ των ημερομηνιών αυτών, κατά τις οποίες υπέστη τις αντίστοιχες ζημίες, τις οποίες γνώριζε και εκθέτει στην αγωγή της, ωστόσο, δεν το έπραξε νομίμως. Έτσι, όμως, το αίτημα για διαφυγόντα κέρδη (που δεν υπολογίζονται ως συγκεκριμένη ζημιά, αλλά ως τα μετά πιθανότητας προσδοκώμενα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων) -όπου δε χρόνος ζημιάς είναι αυτός του φερόμενου ως διαπραχθέντος αδικήματος- πέραν των ανωτέρω πλημμελειών που επισημάνθηκαν, τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, επειδή η αξίωση προβάλλεται σε δολάρια, η ισοτιμία όμως σε ευρώ υπολογίζεται με βάση τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ενώ ο χρόνος μετατροπής είναι ο χρόνος του αδικήματος και επέλευσης της ζημιάς, επειδή από τότε είναι δυνατόν και πρέπει να υπολογισθούν τα μετά πιθανότητας κατά συνήθη πορεία των πραγμάτων προσδοκώμενα διαφυγόντα κέρδη (ΟλΑΠ 14/1997 ΤΝΠ Νόμος). Το αίτημα περί ζημίας από την πώληση του πλοίου σε μειωμένο ποσό τιμήματος είναι επίσης μη νόμιμο, επειδή καίτοι η αξίωση αυτή προέρχεται από αδικοπραξία, η μετατροπή της σε ευρώ γίνεται όχι με την ισοτιμία του χρόνου της πώλησης του πλοίου (ως χρόνου γέννησης της ζημιάς), αλλά με την ισοτιμία του χρόνου άσκησης της αγωγής. Ομοίως, άλλωστε, ισχύει και για το αγωγικό κονδύλιο της ζημίας από τη δαπάνη των επισκευών στο πλοίο, που διενεργήθηκαν από την ενάγουσα, η οποία κάνει τη μετατροπή του ποσού της δαπάνης της αυτής με την ισοτιμία του χρόνου άσκησης της αγωγής, ενώ έπρεπε, εφόσον προέρχεται από αδικοπραξία των εναγομένων, να την είχε ορίσει με την ισοτιμία του χρόνου της ζημίας της, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα. Επισημαίνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο χρόνος άσκησης της αγωγής, ήτοι και της επίδοσής της, είναι μεταγενέστερος, ήτοι μελλοντικός και αβέβαιος σε σχέση τόσο με τον κρίσιμο χρόνο της επέλευσης της ζημίας, ο οποίος είναι ο νόμιμος και μοναδικός ήδη γνωστός στην ενάγουσα για να υπολογίσει τις αξιώσεις της με την ισοτιμία ευρώ-δολ.ΗΠΑ κατά τη σύνταξη των δικογράφων της, όσο και σε σχέση με τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης του περιεχομένου των αγωγών της, που προφανώς προηγείται της κατάθεσης και ιδίως της επίδοσης (άσκησης) της αγωγής, σε κάθε περίπτωση, ως ήδη επισημάνθηκε. Συνεπώς, επικαλείται σχέση ισοτιμίας των δύο νομισμάτων σε χρόνο που δεν μπορεί να τη γνωρίζει, διότι είναι μελλοντικός και αβέβαιος και παντελώς εσφαλμένος, οπότε καθιστά συνολικά τα αγωγικά αιτήματα μη νόμιμα και σε κάθε περίπτωση αόριστα, κατά παράβαση της δικονομικής υποχρέωσης και του σχετικού βάρους από τις διατάξεις του άρθρου 216 ΚΠολΔ περί υποβολής ορισμένου αιτήματος αγωγής στο Δικαστήριο. Σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, το δικόγραφο πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118-119 ΚΠολΔ: α) σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξιώσεως, να αναφέρονται δε αυτά με τέτοια σαφήνεια ώστε, όχι μόνο να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει από αυτά, στην οποία αναφέρεται το αγωγικό αίτημα, αλλά επιπλέον να καθίσταται δυνατόν τόσο στο δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις, σε περίπτωση που αμφισβητούνται, όσο και στον εναγόμενο να προβάλει αποτελεσματική άμυνα. Αν λείπουν αυτά τα στοιχεία, το δικόγραφο της αγωγής είναι απορριπτέο, ως απαράδεκτο, λόγω αοριστίας (ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 39.325). Επίσης, σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 216 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση αποζημίωσης με επίκληση δαπάνης σε ξένο νόμισμα, πρέπει να μνημονεύεται ο ακριβής χρόνος επέλευσης της ζημιάς ή αποκατάστασης της δαπάνης αυτής, για να είναι εφικτός ο υπό του δικαστηρίου προσδιορισμός του ποσού της αποζημίωσης με βάση την ισχύουσα ισοτιμία του ευρώ με το ξένο νόμισμα, κατά τον χρόνο της γενόμενης δαπάνης, που είναι και ο κρίσιμος χρόνος (ΕφΠατρ 934/2002 ΑχαΝομ 2003.433), ενώ το ζήτημα της μετατροπής του αλλοδαπού νομίσματος σε ευρώ, με βάση το εκάστοτε ισχύον δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, αποτελεί πραγματικό περιστατικό, που πρέπει να επικαλείται η ενάγουσα για το ορισμένο του σχετικού αιτήματος της αγωγής της (ΑΠ 849/1991 ΕλλΔνη 33.812, ΠολΠρΑθ 1013/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 5368/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΛαρ 11/2001 Δικογραφία 2001.303), ειδάλλως, εφόσον δεν εξειδικεύεται, όπως στα ένδικα δικόγραφα η ισοτιμία δολαρίου – ευρώ κατά την ημεροχρονολογία, που έλαβε χώρα το εκάστοτε αντίστοιχο επίδικο ζημιογόνο συμβάν, στοιχείο που συνιστά, όπως προαναφέρθηκε, αναγκαίο πραγματικό περιστατικό για το ορισμένο των αγωγών, οι τελευταίες τυγχάνουν απορριπτέες ως αόριστες ως προς τα συγκεκριμένα ως άνω αιτήματά τους. Μάλιστα, κατά την κρατούσα και ορθή νομολογία, δεν σώζεται το αίτημα της αγωγής με τον κανόνα του “μείζονος ή ελάσσονος”, επειδή δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί ποίο είναι το μείζον και ποίο το έλασσον σε ένα μη νόμιμο άλλως αόριστο αίτημα αγωγής και να μεταβληθεί τούτο επιτρεπτώς θέτοντας ζητήματα που αντιβαίνουν και στα όρια της αρχής της διαθέσεως των διαδίκων κατά το συζητητικό σύστημα της πολιτικής δίκης στην τακτική διαδικασία, καθότι αυτεπάγγελτη μετατροπή του αιτήματος σε ευρώ με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν μπορεί να επιχειρηθεί από το Δικαστήριο, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 106 ΚΠολΔ, που καθιδρύει τις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της διαθέσεως και της συζητήσεως εκ μέρους των διαδίκων, το Δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν νόμος ορίζει άλλως (ΕφΠειρ 18/2004 ΔΕΕ 2004.433, ΕφΑθ 773/1999 ΕλλΔνη 1999.1192, ΕφΠειρ 133/1987 ΝοΒ 35.1069, ΠολΠρΑθ 1348/2012 ΤΝΠ Νόμος). Οπότε εγείρεται εμφανώς ζήτημα νομιμότητας των αγωγικών αυτών κονδυλίων, διότι δεν μπορεί εκ των προτέρων να κριθεί ποία η σχέση ισοτιμίας των δύο νομισμάτων στον αιτούμενο χρόνο επίδοσης και άσκησης της αγωγής, ώστε να κριθεί ποίο είναι το μείζον και ποίο το έλασσον στην προκείμενη περίπτωση. Η δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αιτητικό εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας υπό την έννοια ότι στο “μείζον” περιέχεται το “έλασσον”, κατ’ άρθρο 223 εδ.β΄ΚΠολΔ, θα υπήρχε μόνον αν ήταν δεδομένο –πράγμα που δεν ισχύει εν προκειμένω- ότι κατά τον χρόνο εκείνο η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου ΗΠΑ ήταν πράγματι μικρότερη εκείνης του χρόνου άσκησης της αγωγής, το οποίο όμως είναι μέλλον και αβέβαιο σε σχέση με τον χρόνο σύνταξης της αγωγής και υποβολής των πραγματικών περιστατικών και των αιτημάτων εκ μέρους της ενάγουσας ενώπιον του Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 14/1997, ΟλΑΠ 15-16/1996, ΟλΑΠ 4/1995, ΟλΑΠ 9/1995, ΑΠ 343/2019, ΑΠ 124/2014, ΑΠ 1203/2010, ΑΠ 1960/2009, ΑΠ 1379/2004, ΑΠ 536/2004, ΑΠ 1273/1994, ΑΠ 219/1994, ΕφΠειρ 89/2017, ΤριμΕφΠειρ. 432/2014, ΤριμΕφΠειρ 85/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 481/2014 ΕλλΔνη 2015.770, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194, ΕφΑθ 773/1999 ΕλλΔνη 1999.1192, ΕφΑθ 10710/1996 ΕλλΔνη 1998.604, ΕφΑθ 7293/1995 ΔΕΕ 1996.631). Συνακόλουθα, τα ως άνω αγωγικά αιτήματα επί αμφοτέρων των αγωγών στερούνται νομιμότητας και ορισμένου, γεγονός που τα καθιστά και εξ αυτής της αιτίας, πέραν των προαναφερομένων, απορριπτέα ως μη νόμιμα και σε κάθε περίπτωση αόριστα, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας Επομένως, απορριπτέες τυγχάνουν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αγωγές, ως προς τα επιμέρους αγωγικά αιτήματά τους, ως αόριστες και απαράδεκτες, άλλως ως μη νόμιμες, ανάλογα με τα επιμέρους αιτήματά τους και για τους ειδικότερους λόγους που κρίθηκαν κατά τα προδιαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι κρινόμενες και συνεκδικαζόμενες αγωγές της ενάγουσας σε βάρος των εναγομένων, στο σύνολό τους, για τους ειδικότερους ως άνω αναφερόμενους επιμέρους λόγους για έκαστη αγωγή και έκαστο αγωγικό κονδύλιο αυτής, αντιστοίχως, και τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η ενάγουσα λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης των εναγομένων στην παρούσα δίκη, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης όλων των εναγομένων για αμφότερες τις αγωγές, αντιστοίχως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, κατά παραδοχή και του σχετικού αγωγικού αιτήματος των εναγομένων ως βάσιμου (άρθρα 176, 180, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, άρθρα 63 παρ.1 περ.ζ΄, 68 παρ.1 και 84 παρ.1 του Ν.4194/2013-Κώδικα περί Δικηγόρων, βλ. σχετ. ΑΠ 467/2019 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 831/1980 ΝοΒ 1981.85, ΕφΑθ 5689/1972 ΑρχΝ 1973.45).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων με την τακτική διαδικασία –κατόπιν αφενός της παραίτησης από τα αγωγικά αιτήματα της πρώτης πλην των διαφυγόντων κερδών και αφετέρου της τροπής του καταψηφιστικού χαρακτήρα των αγωγικών αιτημάτων σε έντοκο αναγνωριστικό στο σύνολό τους επί αμφοτέρων- : Α) την από 23-7-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 36248/25-7-2014 και ΕΑΚ 5025/25-7-2014 αγωγή και Β) την από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 14196/30-12-2015 και ΕΑΚ 8092/30-12-2015 αγωγή, οι οποίες επαναφέρονται προς συζήτηση με την από 27-12-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 14058/28-12-2017 και ΕΑΚ 7008/28-12-2017 κλήση της ενάγουσας και την από 20-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως υπό ΓΑΚ 6709/20-6-2017 και ΕΑΚ 3268/20-6-2017 κλήση της ενάγουσας, αντιστοίχως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις ως άνω αγωγές.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων για αμφότερες τις ως άνω αγωγές, αντιστοίχως, την οποία ορίζει στο συνολικό ποσό των δεκαεννιά χιλιάδων (19.000) ευρώ, για την παρούσα δίκη. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στις 7-10-2020 στον Πειραιά και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, με σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού αποτελούμενη από τους Δικαστές, Αντώνιο Σβύνο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Γεώργιο Παντελίδη, Πρόεδρο Πρωτοδικών-Εισηγητή και Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και με την παρουσία της Γραμματέως Ελένης Χαριτοπούλου λόγω συνταξιοδότησης της Γραμματέως της Έδρας Βασιλικής Αναγνωστοπούλου, την -11-2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ