ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 2201/2021
(ΓΑΚ/ΕΑΚ 1194/659/2020)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 30 Μαρτίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της Εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ …, νόμιμα εκπροσωπούμενης, για την οποία κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, δυνάμει του από … ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από τον δικηγόρο Νικόλαο Ζωητό (ΑΜ/ΔΣΑ …), κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Θεόδωρος Βουρδόλης του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος Αθήνας (οδός …), που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …), με ΑΦΜ …, για τον οποίο κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος του, δυνάμει του από … ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από την ίδια δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, Ζωή Σακκά του Σεραφείμ (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος … που προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 6.2.2020 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 1194/659/7.2.2020 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16.2.2021, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 18.1.2021 Πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων. Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 1238/2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, διατάχθηκε η οίκοθεν εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου.Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο νόμος 4640/2019 (ΦΕΚ Α΄ 190/30.11.2019) αποτελεί την τρίτη προσπάθεια του νομοθέτη, έπειτα από τους νόμους 3898/2010 και 4512/2018, να εισάγει στο ελληνικό δίκαιο τη διαδικασία της διαμεσολάβησης στις ιδιωτικού δικαίου διαφορές επιδιώκοντας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογική του έκθεση, τη διευθέτησή τους με την εξεύρεση λύσεων από τα ίδια τα μέρη, σε σύντομο χρόνο και με μικρότερο οικονομικό κόστος, στοχεύοντας παράλληλα στην απλούστευση και βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, λαμβάνοντας υπόψη ότι η επίτευξη της διευθέτησης μιας ιδιωτικής διαφοράς εκτός του συνηθισμένου μοντέλου της διαδικασίας, που περατώνεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης, έχει ως άμεση συνέπεια τη μείωση του αριθμού των διαφορών που εισάγονται στα δικαστήρια και τη βελτίωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης σε εκείνες τις υποθέσεις, όπου η έκδοση δικαστικής απόφασης αποτελεί τον ενδεδειγμένο και μόνο τρόπο για την αυθεντική επίλυσή τους (για τη γενικότερη συμβολή που μπορεί να έχει η διαμεσολάβηση στην επίλυση των ιδιωτικών διαφορών βλ. Δ. Τίτσια, Διαμεσολάβηση: ένταξή της στη λειτουργία του πολιτικού δικαστή και στους σκοπούς της πολιτικής δίκης, ΕλλΔνη 2015.664). Προκειμένου να επιτύχει την παραπάνω στόχευση, ο νομοθέτης, ο οποίος δύναται να καθορίσει ρυθμιστικά δικονομικούς όρους, διατυπώσεις, προϋποθέσεις, δαπάνες ή και προθεσμίες ενέργειας για την παραδεκτή άσκηση των αιτήσεων δικαστικής προστασίας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί αποσκοπούν σε σκοπό συναρτώμενο προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, δεν θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, που προστατεύεται από τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της, κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974, Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και παραμένουν ανάλογοι προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (πρβλ. ΑΕΔ 27/2004 Δ 2005.541, ΑΠ 1236/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενέταξε τη διαμεσολάβηση στην προδικασία της πολιτικής δίκης καθιερώνοντας, για συγκεκριμένες διαφορές ιδιωτικού δικαίου, μία σειρά νομοθετημένων δικονομικών ενεργειών πριν την προσφυγή στο δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, αφού όρισε ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης αφορά αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 4640/2019), ακολούθως, αφενός μεν προέβλεψε την υποχρέωση του πληρεξουσίου δικηγόρου εκείνου που αιτείται δικαστική προστασία να ενημερώσει εγγράφως τον εντολέα του, σε χρόνο πριν την εκκρεμοδικία, για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης και για την τυχόν υποχρέωση προσφυγής στην αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης και τη διαδικασία αυτής (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019) και, αφετέρου, καθιέρωσε τη διενέργεια, σε χρόνο πριν από τη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος, μίας υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης (στο εξής και ως ΥΑΣ) για μια σειρά διαφορών. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στην υποχρέωση ενημέρωσης, το άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 (ΦΕΚ Α΄ 204/16.12.2019), ορίζει ότι «Πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί ή με τις προτάσεις το αργότερο μέχρι τη συζήτησή της, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τις αγωγές που έχουν κατατεθεί από 30.11.2019 έως σήμερα» (ήτοι έως την 16.12.2019, ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 4647/2019). Από την ανωτέρω διάταξη συνάγεται ότι η υποχρέωση προσκόμισης του ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς υφίσταται για όλες τις αγωγές, που αφορούν αστικές και εμπορικές διαφορές, οι οποίες κατατέθηκαν από την 30ή.11.2019 και εντεύθεν, εφόσον βέβαια οι διάδικοι έχουν εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως της τυχόν υπαγωγής των αγωγών αυτών και στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του ιδίου νόμου, ήτοι στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, όπως αυτή ρυθμίζεται στο άρθρο 7 του ίδιου νόμου (βλ. σχετ. Π. Γιαννόπουλο, Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, εκδ. Σάκκουλας, 2020, σελ. 205). Στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται και η πρόσθετη υποχρέωση κατάθεσης μαζί με τις προτάσεις και του πρακτικού της παραπάνω συνεδρίας, καθώς και η μνεία στο έντυπο του άρθρου 3 παρ. 2 της ενημέρωσης του εντολέα για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Σημειώνεται δε ότι, ενώ η έναρξη ισχύος των άρθρων 6 και 7 Ν. 4640/2019, ως προς τις υποθέσεις της περ. β΄ του άρθρου 44 του νόμου αυτού, μετατέθηκε αναδρομικά για την 1η.7.2020 (άρθρο 74 παρ. 14 Ν. 4690/2020), δεν μετατέθηκε η έναρξη ισχύος εφαρμογής του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, που παρέμεινε σε ισχύ από την άνω ημερομηνία, ήτοι την 30ή.11.2019. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4640/2019, με την ως άνω διάταξη «προωθείται η εξοικείωση των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδό επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Σκοπός είναι να άγεται μία διαφορά στη δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης», διώκοντας την καλλιέργεια κουλτούρας για την εξωδικαστική επίλυση των ιδιωτικού δικαίου διαφορών, η οποία, με τη σειρά της, θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση των πινακίων των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η παραπάνω ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 επιτελεί νόμιμο σκοπό, που συνέχεται με την ενίσχυση της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, χωρίς να αποτελεί ένα δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, ενόψει του ότι η πραγματοποίηση της ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης και για την τυχόν υποχρέωση προσφυγής στην αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης δεν συνεπάγεται κάποια δαπάνη για τον αιτούμενο δικαστική προστασία, ενώ η κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος που αυτός έχει ασκήσει – και όχι του ίδιου του ενδίκου βοηθήματος, όπως προέβλεπε η αρχική ρύθμιση του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 65 Ν. 4647/2019 – η οποία απειλείται για την περίπτωση που αυτή η ενημέρωση παραλειφθεί, δεν οδηγεί στη ματαίωση της πρόσβασής του στη δικαιοσύνη, αλλά διασφαλίζει τη δυνατότητα επανόδου στην ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία, και μάλιστα με το ίδιο δικόγραφο, που δύναται να επαναφερθεί προς συζήτηση με κλήση, προκειμένου να προσκομιστεί το απαιτούμενο ενημερωτικό έγγραφο. Η δε ρητή αναφορά του νόμου στην προσκομιδή του ενημερωτικού εγγράφου εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, με απώτατο όριο το χρόνο της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, καθιστά σαφές ότι η μη προσκομιδή του δεν αποτελεί τυπική παράλειψη, η οποία να δύναται να αναπληρωθεί με την εφαρμογή του άρθρου 227 ΚΠολΔ, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η δικονομική κύρωση, που ο νομοθέτης απείλησε ακριβώς προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η ενημέρωση του αιτούμενου δικαστική προστασία θα λάβει χώρα πριν από την άσκηση του ενδίκου βοηθήματός του, ώστε να επιλέξει εκ των προτέρων την οδό της διαμεσολάβησης, θα αδρανοποιούνταν εκ των υστέρων, καθιστώντας εν τέλει την πραγματοποίηση της ενημέρωσης μία περιττή τυπολατρία και οδηγώντας στη ματαίωση του σκοπού θέσπισης της διάταξης του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019, όπως αυτός εκτέθηκε παραπάνω [contra ΜΠρΚαβ (εκουσία) 70/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Απεναντίας, το άρθρο 227 ΚΠολΔ θα μπορούσε να εργαλειοποιηθεί για τη συμπλήρωση ελλείψεων ή παραλείψεων στο περιεχόμενο ήδη προσκομισθέντος εγγράφου ενημέρωσης [με αντίστοιχες σκέψεις και η Ά. Πλεύρη, «Παρατηρήσεις επί των ρυθμίσεων του άρθρου 3 § 2 ν. 4640/2019 περί της υποχρέωσης προσκομιδής ενημερωτικού εγγράφου περί της δυνατότητας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς και της υποχρέωσης προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, με ποινή απαράδεκτου της συζήτησης της αγωγής με αφορμή την ΠΠρΘεσ 1045/2021», Αρμ 2021.434-443, ιδίως σελ. 441-443].
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα ιστορεί ότι τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό …….. σημαία επαγγελματικού τουριστικού πλοίου αναψυχής «…» (“…”). Ότι στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων με τον εναγόμενο για την πώληση σ’ αυτόν του ανωτέρω πλοίου, υπογράφηκε μεταξύ τους στην Αθήνα το από ………… προσύμφωνο αγοραπωλησίας επαγγελματικού πλοίου αναψυχής, που αποτελούσε σύμβαση προσχώρησης, καθόσον η ίδια δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευθεί τους όρους του, τους οποίους είχε ήδη διατυπώσει ο εναγόμενος. Ότι, μεταξύ άλλων, στο προσύμφωνο περιελήφθη η ειδικότερη συμφωνία περί υποχρέωσης ολοκληρώσεως της αγοραπωλησίας έως τις 24.12.2019, την επομένη δε της κατάρτισης του προσυμφώνου ο εναγόμενος κατέβαλε ως αρραβώνα το ποσό των 25.000 δολ. ΗΠΑ κατά την ισχύουσα συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου – ευρώ την ημέρα συναλλαγής, ήτοι 22.532,67 ευρώ, ορίσθηκε δε ως μεσεγγυούχος του ανωτέρω ποσού ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εναγόμενου, ενώ προβλέφθηκε ειδικότερα η απόδοση του αρραβώνα σε περίπτωση ματαίωσης της μεταβίβασης του πλοίου. Ότι πράγματι η κατάρτιση της κύριας σύμβασης ματαιώθηκε, από υπαιτιότητα του εναγόμενου, ο οποίος κατά το προσυμβατικό αυτό στάδιο ενήργησε αντίθετα προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, όπως, λεπτομερώς, ιστορείται στην αγωγή. Ότι, συνεπεία της υπαναχώρησης του εναγόμενου, το μεταξύ τους προσύμφωνο λύθηκε και ο δοθείς αρραβώνας κατέπεσε σε βάρος του. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη περαιτέρω η ενάγουσα ότι αδυνατεί να αναλάβει την προκαταβολή από τον μεσεγγυούχο, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις και τροπής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 παρ. 1 εδ. β, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να την αποζημιώσει κατά το ισόποσο (22.532,67 ευρώ), καθώς και κατά το ποσό των 2.232,00 ευρώ, που συνιστούν δαπάνη στην οποία προέβη για τον γενικό έλεγχο του σκάφους από μηχανικό επιλογής του εναγόμενου και τον από 17.11.2019 δοκιμαστικό πλου, ήτοι συνολικά κατά το ποσό των 24.764,67 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά της έξοδα. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή, που επιδόθηκε στον εναγόμενο εντός της τασσόμενης κατ’ άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας από την κατάθεσή της, που έλαβε χώρα στις 7.2.2020, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά …, την οποία προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα, απαραδέκτως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς, αν και κατατέθηκε μετά την 30ή.11.2019 και αφορά σε αστική υφιστάμενη διαφορά, το αντικείμενο της οποίας υπόκειται στην εξουσία ελεύθερης διάθεσης των μερών της, κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, δεν έχει τηρηθεί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 4640/2019 διαδικασία ενημέρωσης της ενάγουσας, όπως νομίμως εκπροσωπείται, για τη δυνατότητα επίλυσης της επίδικης διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης, με δεδομένο ότι η τελευταία δεν προσκόμισε μέχρι και την τυπική συζήτηση της αγωγής της – ούτε άλλωστε επικαλείται στις προτάσεις και στην προσθήκη επ’ αυτών που νομοτύπως κατέθεσε – κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι έλαβε μία τέτοια ενημέρωση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, παράλειψη η οποία, κατά την άποψη που το παρόν Δικαστήριο προκρίνει ως ορθή, δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να αναπληρωθούν μέσω της διαδικασίας του άρθρου 227 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, και έπειτα από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής. Καθώς δε η απόφαση που κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής για οποιονδήποτε λόγο δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 2866/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεν θα περιληφθεί στην παρούσα διάταξη για τη δικαστική δαπάνη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ, όταν η απόφαση είναι μη οριστική, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, δεν επιδικάζονται δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 18 Οκτωβρίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ