Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

2724/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(11554/5791/2019)

 

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης  και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 20 Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «….» (….), που εδρεύει στον …, με Α.Φ.Μ. …, νομίμως εκπροσωπούμενης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος Δικηγόρος Χρήστος Πλέγκας (ΑΜ/ΔΣΠ 003150) και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία
«…», που εδρεύει στην πόλη της …, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η, από 17.12.2019, αγωγή της κατά της εναγομένης, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 17.12.2019, με γενικό αριθμό κατάθεσης 11554/2019 και ειδικό αριθμό κατάθεσης 5791/2019, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε, δυνάμει της, από 19.01.2021, Πράξης ορισμού Δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 23.02.2021, οπότε ματαιώθηκε λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του Covid-19, ήδη δε η συζήτησή της επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ`αριθ. 1294/2021 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, δυνάμει του άρθρου 21 του Ν. 4786/2021 και γράφτηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνεται και η Κύπρος, σχετικά με τις επιδόσεις δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εφαρμόζεται, από 13 Νοεμβρίου 2008, ο Κανονισμός 1393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, με τον οποίο καταργήθηκε ο αντιστοίχου περιεχομένου Κανονισμός (ΕΚ) 1348/2000 του Συμβουλίου Υπουργών. Κατά τις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού 1393/2007 (άρθ. 2-7, 10, 19 και 20), τα προς επίδοση έγγραφα σε γνωστής διαμονής παραλήπτες διαβιβάζονται απευθείας μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών των ενδιαφερομένων κρατών και επιδίδονται προς αυτόν προς τον οποίον απευθύνονται κατά κανόνα σύμφωνα με το Δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, το οποίο και αποστέλλει στο κράτος αποστολής σχετική βεβαίωση περί τούτου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 10, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης εκδίδεται σχετική βεβαίωση, βάσει του εντύπου που εμφαίνεται στο παράρτημα I, η οποία αποστέλλεται στην αρχή διαβίβασης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 19, όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος προς επίδοση ή κοινοποίηση βάσει του παρόντος Κανονισμού και ο εναγόμενος ερημοδικεί, ο Δικαστής οφείλει να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο προβλεπόμενο από τον παρόντα Κανονισμό καθώς και ότι, και στις δύο περιπτώσεις η επίδοση ή η κοινοποίηση έγιναν εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί (§ 1). Κατά το άρθρο 23 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παράγραφο 1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον παρόντα Κανονισμό, β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο Δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο είναι τουλάχιστον έξι μήνες, γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμοδίων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής (§ 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της αγωγής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της ΕΕ, όπως είναι και η Πολωνία ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση αυτής στον εναγόμενο, η οποία αποδεικνύεται με την κατά το άνω άρθρο 19 του Κανονισμού βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚπολΔ πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα του οικείου Πρωτοδικείου (βλ. ΑΠ 1978/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 643/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 239/2015, Ε7 2015/704, ΑΠ 458/2011, ΝοΒ 2012/75, ΑΠ 66/2011, ΕλλΔ/νη 2011/1384, ΜΠρΘεσ 1852/2018, ΕΠολΔ 2018/87, contra Απόστολος Άνθιμος παρατηρήσεις στη ΜΠρΘεσ 1852/2018, ΕΠολΔ 2018/89). Τέλος, στην τακτική διαδικασία του άρθρου 237 ΚπολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, μέσα στην προθεσμία των 100 ημερών (130 ημερών για τους διαμένοντες στο εξωτερικό) από την κατάθεση της αγωγής, κατά την οποία οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, πρέπει να κατατίθεται και το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής. Σε περίπτωση, δε, που ο ενάγων παραλείψει να προσκομίσει τη βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης της αγωγής στον παραλήπτη του επιδοτέου εγγράφου κατά τον Κανονισμό 1393/2007, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωθείσα η επίδοση και συνακόλουθα η άσκηση της αγωγής, αφού απαιτείται και πραγματική επίδοση αυτής στον εναγόμενο, που αποδεικνύεται με τη βεβαίωση του άρθρου 19 του Κανονισμού 1393/2007, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της ΕΕ. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί εν προκειμένω η περίπτωση κατά την οποία προβλέπεται ειδική προθεσμία ενέργειας για την επέλευση εννόμων συνεπειών και εν προκειμένω της επίδοσης της αγωγής από την κατάθεση της εντός ορισμένου χρόνου (εντός 30 ημερών και 60 ημερών κατά περίπτωση) με ποινή σε περίπτωση μη τήρησης της εν λόγω προθεσμίας τη θεώρηση της αγωγής ως μη ασκηθείσας. Στην τακτική διαδικασία του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, μέσα στην προθεσμία των 100 ημερών (130 ημερών για τους διαμένοντες στο εξωτερικό) από την κατάθεση της αγωγής, κατά την οποία οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές, πρέπει να κατατίθεται και το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής. Σε περίπτωση, δε, που ο ενάγων παραλείψει να προσκομίσει τη βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης της αγωγής στον παραλήπτη του επιδοτέου εγγράφου κατά τον Κανονισμό 1393/2007, δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωθείσα η επίδοση και συνακόλουθα η άσκηση της αγωγής. Με βάση το σκεπτικό αυτό, σύμφωνα με μερίδα της νομολογίας, σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου κρίνεται ανώφελη η τυχόν αναστολή της έκδοσης απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 § 1 του Κανονισμού, διότι η παράλειψη πραγματικής επίδοσης της αγωγής, μέχρι το πέρας των προθεσμιών του άρθρου 237 § 1 ΚΠολΔ, έχει ως συνέπεια να θεωρείται η αγωγή ως μη ασκηθείσα, αφού, όπως προαναφέρθηκε, δεν αρκεί για την άσκησή της η πλασματική επίδοση αυτής στον Εισαγγελέα, αλλά απαιτείται και πραγματική επίδοση αυτής στον εναγόμενο, που αποδεικνύεται με τη βεβαίωση του άρθρου 19 του Κανονισμού 1393/2007, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος μέλος της ΕΕ (βλ. ΜΠρΘεσ 1852/2018, ΜΠρΚατ 303/2019). Σημειώνεται εν προκειμένω, ότι και ο μη ερημοδικών εναγόμενος, παριστάμενος μπορεί να προβάλλει μη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του και εφόσον πράγματι διαπιστωθεί μη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 19 του Κανονισμού, δηλαδή μη επίδοση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο ή ως αγνώστου διαμονής, συντρέχει περίπτωση μη τήρησης της προδικασίας (άρθρο 111 παρ. 2 ΚΠολΔ). Δεδομένου όμως ότι η διάταξη του άρθρου 19 § 1 του Κανονισμού υπερισχύει των διατάξεων του ΚΠολΔ και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προαναφερόμενες διατάξεις του Κανονισμού και τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις – ήτοι ότι ο Κανονισμός 1393/2007 καθιερώνει αφενός μεν την υποχρέωση των αρμοδίων αρχών του κράτους παραλαβής να προβούν σε μια σειρά ενεργειών, προκειμένου να εξασφαλισθεί η επιτυχής και νόμιμη διενέργεια της επίδοσης ή κοινοποίησης, αφετέρου δε την υποχρέωση του δικαστή του κράτους μέλους διαβίβασης άλλοτε να αναστείλει την έκδοση απόφασης (σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου) μέχρι να διαπιστωθεί το νόμιμο και εμπρόθεσμο της επίδοσης και άλλοτε την δυνατότητα να εκδώσει απόφαση, ακόμα και εάν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Κανονισμού η κατά τα άρθρα 215 και 237 ΚΠολΔ υποχρέωση του ενάγοντος να επιδώσει την αγωγή στον εναγόμενο, πρέπει εν προκειμένω, λόγω σύγκρουσης με διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που έχουν υπερέχουσα ισχύ, να περιορισθεί ως εξής: ότι αφορά, ως προς τις ενέργειες της επίδοσης σε κάτοικο κράτους μέλους της Ε.Ε., αυτές που υπάγονται στον «εξουσιαστικό χώρο» του ενάγοντος και δεν περιλαμβάνουν και εκείνες που κείνται πέραν αυτού, για τις οποίες ο τελευταίος, όσο επιμελής κι αν είναι, δεν δύναται να έχει πλήρη εξουσία διάθεσης, όπως για παράδειγμα την επιμέλεια των ενεργειών των αρχών του κράτους παραλαβής, κατά τον Κανονισμό, να προβούν στις απαιτούμενες από αυτόν ενέργειες για να διασφαλίσουν την επιτυχή διενέργεια της επίδοσης, ήτοι αυτές που ακολουθούν την επίδοση της αγωγής στον εισαγγελέα προς αποστολή στο κράτος μέλος παραλαβής. Διαφορετική ερμηνεία θα σήμαινε ότι τα άρθρα 215 και 237 ΚΠολΔ, αναφορικά με την επίδοση της αγωγής επί ποινή ανυποστάτου αυτής, θα καταργούσαν εκ του πλαγίου τις ως άνω διατάξεις του Κανονισμού, αφού στην μεν περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου θα καταργείτο η ισχύς του άρθρου 19 αυτού, στη δε περίπτωση παράστασής του και προβολής ενστάσεων περί του μη νομίμου της επίδοσης σε αυτόν λόγω παραβίασης των λοιπών προεκτεθεισών διατάξεων του Κανονισμού από τις αρχές του κράτους παραλαβής, η, λόγω πλημμελειών τους, μη ολοκλήρωση της επίδοσης ή το μη νόμιμο και εμπρόθεσμο της επίδοσης (κατά τις προβλέψεις του Κανονισμού) σε κάτοικο κράτους μέλους της Ε.Ε., θα οδηγούσε στη θεώρηση της αγωγής ως μη ασκηθείσας και εν τέλει στη μη εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού. Ως προς τις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν (όπου η μη ολοκλήρωση της επίδοσης ή το μη νόμιμο ή εκπρόθεσμο αυτής οφείλεται σε πλημμέλεια των αρμόδιων αρχών του κράτους παραλαβής), το δικαστήριο θα πρέπει είτε να εφαρμόσει το άρθρο 19 του Κανονισμού (σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου), είτε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση προκειμένου να επαναληφθούν οι ενέργειες επίδοσης ή κοινοποίησης του στο κράτος παραλαβής, και όχι να θεωρήσει την αγωγή ως μη ασκηθείσα. Εξάλλου, η παραμέριση των διατάξεων του Κανονισμού και η θεώρηση ως μη ασκηθείσας μιας αγωγής, παρά το γεγονός ότι ο ενάγων προέβη σε όλες τις προβλεπόμενες από το νόμο ενέργειες και έδειξε επιμέλεια σε ότι αφορά τις δικονομικές του υποχρεώσεις και βάρη (ως προς την επίδοσή της στον εναγόμενο και την εν γένει άσκησή της) και παρά το γεγονός ότι έτσι παραβιάζονται οι διατάξεις του Κανονισμού (ή γίνεται ανεκτή η παραβίασή τους από τις αρμόδιες αρχές του κράτους παραλαβής), συνιστά και παραβίαση του άρθρου 20 παρ. 1 του Σ., το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα ακρόασης (προσφυγής στις δικαστικές αρχές και παροχής έννομης προστασίας από αυτές) [ΠΠΑθ 2565/2020, ΤΝΠ Νόμος].

Εν προκειμένω, η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 17.12.2019 και έπρεπε να έχει επιδοθεί στην εναγόμενη εδρεύουσα στη … εταιρεία εντός της προθεσμίας των εξήντα ημερών από την κατάθεσή της (άρθρο 215§2 ΚΠολΔ). Η ενάγουσα, που φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, προκειμένου να αποδείξει την εμπρόθεσμη κατά τα ανωτέρω επίδοση της αγωγής της στην εναγόμενη εταιρεία, προσκομίζει και επικαλείται την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …, από την οποία αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής με την πράξη κατάθεσής στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας των εξήντα ημερών και δη στις 31.12.2019, λόγω του ότι η εναγόμενη εταιρεία έχει την έδρα της στη …, σύμφωνα με το άρθρο 134 παρ.1 εδ. α` ΚπολΔ. Η ενάγουσα δεν προσκομίζει, ωστόσο, βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης της αγωγής στον παραλήπτη του επιδοτέου εγγράφου κατά τον Κανονισμό 1393/2007 και για τον λόγο αυτό πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 του Κανονισμού, να ανασταλεί η έκδοση της οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου, μέχρις ότου διαπιστωθεί με επιμέλεια της ενάγουσας η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην εναγομένη σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.              

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί με επιμέλεια της ενάγουσας η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην εναγομένη σύμφωνα με τις διατάξεις του υπ` αριθ. 1393/2007 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις».

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 25 Νοεμβρίου           2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενάγουσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ