ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2825/2021
(ΓΑΚ/ΑΚ αγωγής 38706/6373/2014)
(ΓΑΚ/ΕΑΚ κλήσης 8728/4100/2020)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Ξυνόπουλο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Φωτεινή Αναστασάκου, Πρωτοδίκη, και τη Γραμματέα Ελένη Δαβράδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Ιουνίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …, υπηκόου Λιβύης, 2) …, υπηκόου Λιβύης, 3) …, υπηκόου Λιβάνου, απάντων κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο του Ιωάννη (ΑΜ/ΔΣΑ 10658), κάτοικο …, που προκατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε τα υπ’ αριθ. … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …, κατοίκου …, πρώην κατοίκου … και πρώην κατοίκου …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Οι καλούντες – ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 15.10.2014 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) 38706/2014 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΑΚΔ) 6373/2014, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 27.1.2015 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε. Η αγωγή επανήλθε προς συζήτηση με την από 18.2.2015 με αριθμό κατάθεσης 2155/1227/2015 κλήση (μετά από ματαίωση) κατά τη δικάσιμο της 2.6.2015, οπότε ματαιώθηκε εκ νέου. Ήδη η υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 5.11.2020 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) 8728/2020 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΕΑΚ) 4100/2020, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τις 23.2.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατόπιν ματαίωσης της συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 23ης.2.2021 λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, η υπόθεση εισήχθη οίκοθεν προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει της από 6.5.2021 υπ’ αριθ. 1781/2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των καλούντων – εναγόντων ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 5.11.2020 υπ’ αριθ. κατάθεσης 8728/4100/2020 κλήση μετά από ματαίωση των καλούντων – εναγόντων, η οποία προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τις 23.2.2021 και γράφτηκε στο πινάκιο, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 15.10.2014 υπ’ αριθ. κατάθεσης 38706/6373/2014 αγωγή τους. Σημειώνεται ότι, κατόπιν ματαίωσης της συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 23ης.2.2021 λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, η υπόθεση εισήχθη οίκοθεν προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει της από 6.5.2021 υπ’ αριθ. 1781/2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 παρ. 7 εδ. β΄ περ. δδ του Ν. 1756/1988, όπως ισχύει, και 83 του Ν. 4790/2021, και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου γραμματέα, ισχύει δε η εγγραφή ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, με την κάτωθι αυτής ταυθήμερη απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας, απόντος του προϊσταμένου αυτού, και την από 7.11.2020 βεβαίωση περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, την οποία προσάγουν με επίκληση οι καλούντες – ενάγοντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 5.11.2020 κλήσης, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού δικασίμου, παραγγελία για επίδοση και κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο της 23ης.2.2021, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλειά τους στον καθ’ ου η κλήση – εναγόμενο (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 125, 126 παρ. 1 α, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, …, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. … φύλλο της εκδιδόμενης στον Πειραιά ημερήσιας εφημερίδας υπό τον τίτλο «…» και το υπ’ αριθ. … φύλλο της εκδιδόμενης στην Αθήνα επίσης ημερήσιας εφημερίδας υπό τον τίτλο «…», τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι καλούντες – ενάγοντες, αποδεικνύεται ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 27ης.1.2015 είχε επιδοθεί νόμιμα στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου τούτου, για τον αγνώστου διαμονής κατά τον χρόνο εκείνο εναγόμενο (βλ. σχετ. και τις από 20.10.2014 βεβαιώσεις απόπειρας επίδοσης δικογράφου και ματαίωσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), ενώ περίληψη του επιδοθέντος δικογράφου δημοσιεύτηκε νομότυπα και στις ανωτέρω εφημερίδες, που υπέδειξε ο ως άνω Εισαγγελέας (άρθρο 135 παρ. 1 σε συνδ. με 134 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο εναγόμενος, ωστόσο, δεν προκατέθεσε προτάσεις ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο. Πρέπει, επομένως, η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην του (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως οι εν λόγω διατάξεις ίσχυαν πριν την αντικατάσταση των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 – ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015).Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της υποχρέωσης προς αποζημίωση είναι: 1) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), 2) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, 3) υπαιτιότητα, 4) ζημία και 5) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος, μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και αποτελέσματος (ζημίας). Το παράνομο της συμπεριφοράς συνδέεται με αντίθεση προς διάταξη που απαγορεύει τη συγκεκριμένη πράξη, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την ένδικη συμπεριφορά. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 ΑΚ και 386 ΠΚ προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο υποχρέωσης σε αποζημίωση αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο, προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 895/2011 Αρμ 2012.254). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ, ερμηνευομένης ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται τη δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ’ αυτόν που τα αγνοούσε επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισής του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωσή του (ΑΠ 282/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 1269/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 373/2008 ΧρΙΔ 2008.781). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β΄ του ΑΚ προκύπτει ότι η απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ήτοι ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1046/2019 ΤΝΠ/ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι ασχολούνται επαγγελματικά με τη ναύλωση και εκμετάλλευση πλοίων, είτε ως ιδιοκτήτες είτε ως ναυλωτές είτε ως εκναυλωτές, προς τούτο δε, ο πρώτος εξ αυτών έχει συστήσει την εταιρεία με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στην …, με τη συμμετοχή του δεύτερου και νόμιμο εκπρόσωπο τον τρίτο εξ αυτών. Ότι ο εναγόμενος, στο πλαίσιο οργανωμένου εγκληματικού σχεδίου του να τους εξαπατήσει, προσέγγισε τον Ιούνιο 2012 τον εκπρόσωπο των εναγόντων … και τον τρίτο εξ αυτών και, σε συναντήσεις που είχαν, αφού τους διαβεβαίωσε ότι ήταν εξαιρετικά έμπειρος και αξιόπιστος επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος στον χώρο της ναυτιλίας ως εφοπλιστής και διαχειριστής πλοίων επί πολλά έτη, με μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία, τους παρέστησε ψευδώς ότι είχε υπόψη του εξαιρετικά δελεαστική επενδυτική ευκαιρία, δηλαδή εξαιρετική περίπτωση εκμετάλλευσης πλοίου και συγκεκριμένα του επιβατικού πλοίου τύπου …, σημαίας ελληνικής, νηολογίου …, κ.ο.χ. 9771 κ.κ.χ. 1788, το οποίο ήταν παροπλισμένο στον ………… πρότεινε δε τη ναύλωση γυμνού πλοίου και την αγορά του πλοίου αυτού, εξ ονόματος εταιρείας που θα συνέστηναν οι ενάγοντες και ο εναγόμενος με ποσοστό συμμετοχής εκάστου 25% -50 μετοχές έκαστος επί συνόλου 200-, και συγκεκριμένα της εταιρείας με την επωνυμία “…”, για τη σύσταση της οποίας στο …, όπως και της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας στις … με την επωνυμία “…”, είχε ήδη προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες. Προσέτι, ότι ο εναγόμενος τούς διαβεβαίωσε ότι είχε προσυμφωνήσει με την πλοιοκτήτρια του πλοίου «…», που θα ήταν η εκναυλώτρια – πωλήτρια, και συγκεκριμένα τον Πρόεδρο του Δ.Σ. αυτής και ουσιαστικό πλοιοκτήτη …, που βρισκόταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση, υφιστάμενος αφόρητη πίεση από την ενυπόθηκη δανείστρια τράπεζα, τους όρους της ναύλωσης/πώλησης του πλοίου, όπως αυτοί ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, καθώς και ότι το συνολικό τίμημα αγοράς του πλοίου θα ήταν 1.750.000 ευρώ, με προκαταβλητέο το ποσό των 450.000 ευρώ. Ότι, προκειμένου να κάμψει τις εύλογες επιφυλάξεις τους σχετικά με τη φερεγγυότητά του, τούς διαβεβαίωσε για τη μεγάλη οικονομική του επιφάνεια, καθώς και για την εξασφαλισμένη χορήγηση πίστωσης από τρίτους προμηθευτές του πλοίου στη ναυλώτρια/αγοράστρια εταιρεία “…”, κατόπιν προσωπικής του εγγύησης. Ότι οι ενάγοντες πείσθηκαν και κατέβαλαν την προκαταβολή, 150.000 ευρώ έκαστος και συνολικά 450.000 ευρώ, αποστέλλοντας με έμβασμα στις 5.9.2012 το ανωτέρω ποσό στον προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του εναγόμενου μέσω τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε η ως άνω εταιρεία “…” στην τράπεζα “…”, όμως όλα τα ανωτέρω αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων ψευδή, διότι ο κατηγορούμενος ήταν αφερέγγυος και κατάχρεος, η προσωπική του ακίνητη περιουσία ήταν επιβαρυμένη και δεν μπορούσε να συνεισφέρει χρήματα στην εταιρεία “…”, ούτε είχε ποτέ προσυμφωνήσει τη ναύλωση γυμνού και την αγορά του πλοίου … με την ως άνω πλοιοκτήτρια εταιρεία και τον …. Ότι μετά την καταβολή του ως άνω ποσού, ο εναγόμενος διαβεβαίωνε ψευδώς τους ενάγοντες ότι συνέχιζε τις διαπραγματεύσεις με την πλοιοκτήτρια εταιρεία επί των όρων του επίμαχου ναυλοσυμφώνου και ότι αυτές θα ολοκληρώνονταν σύντομα, προωθώντας τους διαρκώς σχέδια του ναυλοσυμφώνου, με νέες κάθε φορά τροποποιήσεις, όπως και ασφαλιστήριο συμβόλαιο και πιστοποιητικό εθνικότητας του πλοίου, εν γνώσει του ότι δεν είχε κανένα σκοπό να συνάψει τη σύμβαση ναύλωσης ούτε να επιστρέψει το καταβληθέν ποσό. Ότι ακολούθως, τον Δεκέμβριο 2012, ο εναγόμενος διαβεβαίωσε ψευδώς τους ενάγοντες ότι είχε υπογραφεί το ναυλοσύμφωνο ναύλωσης γυμνού πλοίου μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας, νομίμως εκπροσωπούμενης, από τη μία πλευρά, και των ως άνω εταιρειών “…” και “…”, από την άλλη, σύμφωνα με το οποίο το πλοίο … είχε ναυλωθεί για περίοδο 48 μηνών αντί μηνιαίου ναύλου 26.667 ευρώ, θα παραδιδόταν δε αυτό στις 20.1.2013 σε έναν από τους λιμένες Πειραιά, Ελευσίνα ή Δραπετσώνας. Ότι, περαιτέρω, κατασκεύασε και απέστειλε στους ενάγοντες στις 14.1.2013 πλαστή βεβαίωση αποστολής εμβάσματος που δήθεν εκδόθηκε από την τράπεζα “…”, σύμφωνα με την οποία είχε δώσει εντολή ν’ αποσταλεί έμβασμα ποσού 320.000 ευρώ στον τραπεζικό λογαριασμό της «….» για την αγορά του επίδικου πλοίου, όλα τα ανωτέρω, όμως, ήταν ψευδή κι ο εναγόμενος τα παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς προκειμένου ν’ αποτρέψει τους ενάγοντες να στραφούν εγκαίρως εναντίον του δικαστικά και να διεκδικήσουν το ποσό των 450.000 ευρώ που είχε ήδη εισπράξει. Ακολούθως, ότι ο εναγόμενος τούς παρέστησε ψευδώς ότι η μη παράδοση του πλοίου οφειλόταν στη συντηρητική κατάσχεσή του λόγω οφειλών της πλοιοκτήτριας εταιρείας προς προμηθευτές καυσίμων, κατά παράβαση των όρων του από 10.12.2012 ναυλοσυμφώνου. Ότι κατόπιν απαίτησης των εναγόντων για επιστροφή του προκαταβληθέντος ποσού, ο εναγόμενος κατασκεύασε τραπεζικό πιστοποιητικό εμβάσματος ποσού 198.200 ευρώ από τραπεζικό του λογαριασμό στον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας των εναγόντων “…”, το οποίο ήταν πλαστό, τούς απέστειλε δε στη συνέχεια τραπεζική επιταγή της τράπεζας “…” ποσού 350.000 δολ. ΗΠΑ με εκδότρια την εταιρεία “…” εις διαταγήν της “…”, η οποία, όμως, δεν πληρώθηκε ελλείψει υπολοίπου. Ότι, τελικά, σε επικοινωνία που είχαν οι ενάγοντες στις 29.8.2013 με τους εκπροσώπους της πλοιοκτήτριας και της διαχειρίστριας του πλοίου, ήτοι τους … και …, πληροφορήθηκαν ότι ουδέποτε συνήφθη το ως άνω ναυλοσύμφωνο ούτε καταβλήθηκε το ποσό των 450.000 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος είχε υπεξαιρέσει, ότι τα σχετικά έγγραφα (ναυλοσύμφωνο και τρία παραστατικά τράπεζας) ήταν πλαστά και ότι ουδέποτε επιβλήθηκε απαγόρευση απόπλου στο …. Ότι, συνεπώς, ο εναγόμενος τους εξαπάτησε με παράνομο περιουσιακό του όφελος σε βάρος της περιουσίας τους, περαιτέρω δε προσβλήθηκε η προσωπικότητά τους, η φήμη και η αξιοπιστία τους. Με βάση αυτό το ιστορικό, δηλώνοντας ότι παραιτούνται από το δικόγραφο της από 12.6.2014 υπ’ αριθ. κατάθεσης 3820/2014 αγωγής τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι ενάγοντες ζητούν, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού (τροπής) του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β΄, 295 παρ. 1 εδ. β΄, 297 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σ’ έκαστο εξ αυτών το ποσό των 150.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω της τελεσθείσας σε βάρους τους αδικοπραξία, καθώς και το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ήτοι συνολικά το ποσό των 450.000 ευρώ σ’ έκαστο, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, ζητούν να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ν’ απαγγελθεί σε βάρος του εναγόμενου προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης, ν’ απαγγελθεί σε βάρος του χρηματική ποινή ποσού 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας, καθώς και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στη δικαστική τους δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, για την οποία το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 εδ. α και 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015 (βλ. άρθρο 66 παρ. 1 αυτού), η υπό κρίση δε αγωγή κατατέθηκε μεν στις 15.10.2014, επιδόθηκε, όμως, στις 25.2.2015, με συνέπεια να εφαρμόζεται ο ως άνω ΚανΒρ Ια, καθόσον ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής στο άρθρο 66 αυτού προσδιορίζεται κατά τη lex fori, στην Ελλάδα λοιπόν με κατάθεση του δικογράφου της στο Δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται και με την επίδοση κυρωμένου αντιγράφου της στον εναγόμενο [βλ. σχετ. Νίκα σε Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, Ερμηνεία κατ’ άρθρον του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012), υπό το άρθρο 66 αρ. 3, σελ. 674, με παραπομπές σε θεωρία και νομολογία], παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2, 18, 25 παρ. 2, 35 ΚΠολΔ), λόγω και του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς (άρθρο 51 Ν. 2172/1993), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ., Γεν. Μέρ. παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσία, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δικονομικό δίκαιο (lex fori), ως το δικονομικό δίκαιο της χώρας του Δικαστηρίου που δικάζει, ενώ, ως προς την ιστορούμενη αδικοπραξία ομοίως εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II). Με τα δεδομένα αυτά, η ένδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330, 57, 59, 147-149, 914, 932, 340, 345, 346 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 386, 375, 216 ΠΚ, και 176 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι το παρεπόμενο αίτημα καταβολής νόμιμων τόκων από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, καθώς και το αίτημα καταδίκης του εναγόμενου στη δικαστική δαπάνη των εναγόντων κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό δίκαιο. Ωστόσο, τα παρεπόμενα αιτήματα κήρυξης της παρούσας προσωρινά εκτελεστής, απαγγελίας σε βάρος του εναγόμενου προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός έτους, καθώς και χρηματικής ποινής ποσού 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας, στα οποία, ως δικονομικού περιεχομένου, εφαρμόζεται επίσης η lex fori, τυγχάνουν νόμω αβάσιμα και απορριπτέα, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της παρούσας, επιπλέον δε, όσον αφορά στο αίτημα απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος του εναγόμενου για κάθε παράβαση της παρούσας, διότι η εφαρμογή των άρθρων 946 και 947 παρ. 1 ΚΠολΔ προϋποθέτουν αντίστοιχα την υποχρέωση σε επιχείρηση υλικής πράξης και σε παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης, ως μέσο εξαναγκασμού του, περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Επομένως, στον βαθμό που η υπό κρίση αγωγή κρίθηκε ορισμένη και νόμω βάσιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν, καθόσον, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, επειδή αυτή είχε κατατεθεί πριν από τη δημοσίευση του Ν. 4640/2019 (30.11.2019), με συνέπεια να μην μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 42 και δη η παρ. 2 αυτού, το οποίο κατά παράβαση των άρθρων 4 και 20 του Συντάγματος εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, που συνιστά απαγορευμένη νομοθετική επέμβαση σε ήδη εκκρεμή δίκη και οδηγεί σε άνιση μεταχείριση όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή και την έτρεψαν σε αναγνωριστική, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τούς παρείχε ο νόμος, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4640/2019, σε σχέση με εκείνους που άσκησαν καταψηφιστική αγωγή πριν την έναρξη ισχύος αυτού, τη μετέτρεψαν, όμως, σε αναγνωριστική μετά τη δημοσίευσή του και προσδιορίσθηκε αυτή για πρώτη συζήτηση μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, ταυτόχρονα δε, δυσχεραίνει το δικαίωμα τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική της βάση τεκμαίρονται ομολογημένα λόγω της ερημοδικίας του καθ’ ου η κλήση – εναγόμενου, καθώς αναφέρονται σε γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η διάταξη ισχύει μετά την αντικατάσταση του άρθρου με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 352 του ίδιου Κώδικα). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αγωγή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη κατά το αιτούμενο ποσό αποζημίωσης λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σ’ έκαστο των εναγόντων το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ (150.000,00 €). Αντίθετα, το ύψος της αιτηθείσας χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να θεωρηθεί ομολογημένο, αφού δεν αποτελεί πραγματικό περιστατικό που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ομολογίας, διαμορφώνεται, δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του εναγόμενου οι ενάγοντες υπέστησαν πέρα από την θετική τους ζημία και ηθική βλάβη, λόγω της εξαπάτησής τους, της προσβολής της προσωπικότητάς, της φήμης και της αξιοπιστίας τους, αλλά και της πίστης τους στο μέλλον, για τη χρηματική ικανοποίηση της οποίας, λαμβανομένων υπόψη (α) του βαθμού του δόλου του εναγόμενου, (β) της έλλειψης οιασδήποτε μορφής υπαιτιότητας στο πρόσωπο των εναγόντων, (γ) των ιδιαίτερων τεχνασμάτων που μετήλθε ο εναγόμενος για την απάτη σε βάρος τους και την υπεξαίρεση του σημαντικού χρηματικού ποσού των 450.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της πλαστογραφίας εγγράφων, (δ) της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών και (ε) της αρχής της αναλογικότητας ως γενικής νομικής αρχής και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 ισχύοντος Συντάγματος), δικαιούται έκαστος εξ αυτών το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000,00) ευρώ. Το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με το ποσό αυτό σταθμίζονται εύλογα και δίκαια αφενός ο σεβασμός της φήμης και της συναλλακτικής πίστης των εναγόντων, ως επαγγελματιών δραστηριοποιούμενων στο διεθνές εμπόριο, αφετέρου το δικαίωμα της περιουσίας του εναγόμενου, διασφαλίζεται δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των διαδίκων μερών και εκ παραλλήλου προστατεύονται τα θεμελιώδη δικαιώματα αμφοτέρων των πλευρών.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και ν’ αναγνωριστεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σ’ έκαστο των εναγόντων το συνολικό χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα χιλιάδων ευρώ (160.000,00 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής και μέχρις ολοσχερούς και πλήρους εξοφλήσεως. Περαιτέρω, το Δικαστήριο πρέπει να ορίσει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως αιτιολογημένης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του εναγόμενου (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό, ενώ ο ίδιος, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 178, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i α, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει σ’ έκαστο των εναγόντων το χρηματικό ποσό των εκατόν εξήντα χιλιάδων ευρώ (160.000,00 €), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το ύψος του οποίου ορίζει στο ποσό των δέκα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (14.400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 1η Δεκεμβρίου 2021, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, στις 7 Δεκεμβρίου 2021.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ