ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης: 2725/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(7205/3385/2020)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αντιγόνη – Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την 1η Δεκεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία ….», νομίμως εκπροσωπούμενης, με έδρα τη …, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Φώτιου Χατζησταύρου (Α.Μ./Δ.Σ.Θ. 3155), βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ..
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία … νομίμως εκπροσωπούμενης, με έδρα τον … … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Γεωργίου Παπανικολάου (Α.Μ./Δ.Σ.Π. 2669), βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ..
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την, από 22.07.2014 και με αριθμό κατάθεσης 4672/421/2014, αγωγή κατά της εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 358/2016 οριστική απόφασή του, έκρινε αυτό κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την αγωγή προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε την υπ΄ αριθ. έκθ. κατ. 4220/2077/2017 έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επί της οποίας εκδόθηκε η, με αριθμό 3818/2019, μη οριστική απόφασή του, η οποία κρίνοντας ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε συντρέχουσα τοπική αρμοδιότητα, κατ΄άρθρο 35 του ΚΠολΔ, προς εκδίκαση της αγωγής, ως δικαστήριο του τόπου επέλευσης της επικληθείσας από την ενάγουσα περιουσιακής της βλάβης, εξαφάνισε την εκκληθείσα απόφασή του και ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό (συντιθέμενο ει δυνατόν από άλλους δικαστές) προκειμένου να μη στερηθούν οι διάδικοι του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας διατάσσοντας παράλληλα την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα και ήδη εφεσίβλητη. Με την υπ’ αρ. έκθ. κατάθεσης 11969/15/2019 αίτηση/κλήση η ενάγουσα επανέφερε προς συζήτηση την αγωγή της ενώπιον του Δικαστηρίου της αναπομπής (Ειρηνοδικείο Πειραιά), επ’ αυτής δε εκδόθηκε η με αριθμό 193/2020 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που διέταξε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την, από 02.09.2020 (με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 6524/201/2020 του Ειρηνοδικείου …) έφεσή της προσβάλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. 7205/3385/28.09.2020, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις, με τις οποίες ζητούν να γίνουν δεκτά όσα σε αυτές αναφέρονται.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσης πρωτοδίκως εναγομένης, κατά της εκκαλούμενης, με αριθμό 193/2020, οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 04.09.2020, ήτοι εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της (άρθρα 144, 145§1, 495§§1, 2, 511, 513§1 περ. β’, 518§2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23.07.2015 και 520§1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση. Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρο 17ΑΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία (τακτική διαδικασία, πριν τον Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής), ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ), ενώ κατά την άσκησή της έχει καταβληθεί το παράβολο που ορίζεται εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού αντικαταστάθηκε, από 23.01.2017, με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 446/2016 (βλ. το επισυναπτόμενο στην έφεση, με αριθμό … ηλεκτρονικό παράβολο).
Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από, 22.07.2014, αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά εξέθετε ότι στις αρχές Απριλίου 2014, στον Πειραιά, κατήρτισε με την εναγόμενη εταιρεία άτυπη σύμβαση παραγγελίας, δυνάμει της οποίας η ίδια ανέλαβε, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, την υποχρέωση εξεύρεσης μεταφορέα και την οργάνωση της μεταφοράς του περιγραφόμενου στην αγωγή φορτίου από τον λιμένα NINGBO της …ς στον Λιμένα της Θεσσαλονίκης, με φορτώτρια την εδρεύουσα στην … εταιρεία …» και τελική παραλήπτρια την εναγομένη, αντί του συμφωνηθέντος ναύλου, πλέον διαφόρων εξόδων. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω συμφωνίας ανέθεσε τη μεταφορά του φορτίου, στο όνομα και για λογαριασμό της ίδιας, σε εταιρεία διεθνών μεταφορών, η οποία αφού παρέλαβε τα εμπορεύματα από τον ως άνω λιμένα της …ς εκτέλεσε τη μεταφορά αυτών, για την οποία εκδόθηκε η με αριθμό … θαλάσσια φορτωτική. Ότι κατόπιν μηνύματος που έλαβε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από την εναγομένη, με το οποίο αυτή τη διαβεβαίωνε ότι είχε καταβάλει ολοσχερώς στην πωλήτρια/φορτώτρια εταιρεία το συμφωνηθέν τίμημα της πώλησης, προέβη, την 02.06.2014, σε παράδοση των εμπορευμάτων στην εναγομένη, παρά το γεγονός ότι η τελευταία δεν είχε στην κατοχή της την εκδοθείσα φορτωτική, βασιζόμενη στις ψευδείς, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, διαβεβαιώσεις της περί ολοσχερούς εξόφλησης του τιμήματος. Ότι μετά την παράδοση του φορτίου στην εναγομένη, η πωλήτρια/φορτώτρια εταιρεία την ενημέρωσε ότι δεν της είχε καταβληθεί το τίμημα της πώλησης απαιτώντας από αυτήν, δια της ως άνω φορτωτικής, είτε την επιστροφή του φορτίου, είτε την καταβολή της αξίας αυτού, ήτοι του ποσού των 13.133,80 δολ. ΗΠΑ. Ότι η ίδια υποχρεώθηκε να καταβάλει στη φορτώτρια/πωλήτρια το τίμημα του φορτίου και δη το ισόποσο του τιμήματος σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής (9.995,43€), προς αποφυγήν της επαπειλούμενης σε βάρος της λήψης εκ μέρους της φορτώτριας εταιρείας δικαστικών μέτρων με βάση την ευρισκόμενη εις χείρας της φορτωτικής, υφιστάμενη ισόποση περιουσιακή ζημία. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 9.995,43€, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη σε βάρος της παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης και δη την εξαπάτησή της, μέσω των ψευδών διαβεβαιώσεων της τελευταίας, προκειμένου να παραδώσει σε αυτήν το φορτίο, άλλως με βάση την εκ μέρους της εναγομένης ανάληψη υποχρέωσης και εγγύηση αποζημίωσής της κατά την παραλαβή του φορτίου, για οποιαδήποτε ζημία τυχόν προέκυπτε «σχετική με τη διεκδίκηση οποιουδήποτε δικαιώματος κυριότητας ή άλλου εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος επ’ αυτού», καθώς και το ποσό των 5.000,00€, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνιστάμενης στην προσβολή του κύρους και της αξιοπιστίας της επιχείρησής της έναντι των συνεργατών της στην Ελλάδα και την … (προμηθευτές, πράκτορες, μεταφορείς), όλα δε τα ανωτέρω με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή, ως ουσιαστικά βάσιμη υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, ως αποζημίωση για την περιουσιακή της ζημία, το ποσό των 9.995,43€ και ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής της βλάβης το ποσό των 1.500,00€, νομιμότοκα από την επομένη επίδοσης της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως προς την απόρριψη της προβληθείσας από αυτήν ένστασης κατά τόπον αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.
Ι. Στο άρθρο 35 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Διαφορές από αξιόποινη πράξη μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει τελεστεί η αξιόποινη πράξη, ακόμη και αν η απαίτηση στρέφεται κατά προσώπου που δεν έχει ποινική ευθύνη». Έτσι, με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ειδική συντρέχουσα δωσιδικία του ποινικού αδικήματος και συνεπώς ο παθών μπορεί τις αξιώσεις του που πηγάζουν από αυτό να τις εισαγάγει και στο δικαστήριο του τόπου, όπου τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Ειδικότερα, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη (άρθρο 35 ΚΠολΔ), σε περίπτωση ζημίας, η οποία είναι απότοκος πράξεως που προβλέπεται και τιμωρείται από τον Ποινικό Κώδικα ή άλλον ποινικό νόμο, η περί αποζημιώσεως αγωγή, έστω και αν στρέφεται κατά νομικού προσώπου ευθυνόμενου μόνον αστικώς για τις παράνομες πράξεις των οργάνων του ή για τους από αυτό προστηθέντες (άρθρα 71, 334, 922 του ΑΚ), μπορεί κατ’ επιλογήν του ενάγοντος να εισαχθεί και στο δικαστήριο του τόπου τελέσεως της πράξεως. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 16 του ΠΚ, τόπος τελέσεως της πράξεως, θεωρείται ο τόπος όπου ο υπαίτιος διέπραξε ολικά η μερικά την αξιόποινη ενέργεια ή παράλειψη και ο τόπος όπου επήλθε, ή σε περίπτωση απόπειρας, έπρεπε, σύμφωνα με την πρόθεση του δράστη, να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται στο ποινικό δίκαιο η θεωρία της ενότητας, σύμφωνα με την οποία, τόπος τελέσεως ενός εγκλήματος, είναι τόσον ο τόπος όπου εκδηλώθηκε η εγκληματική συμπεριφορά, όσο και ο τόπος όπου πραγματώθηκε το αξιόποινο αποτέλεσμα. Έτσι, επί του εγκλήματος της απάτης (άρθρο 386 του ΠΚ), για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως της οποίας, σε τετελεσμένη μορφή, απαιτείται η επέλευση βλάβης στον παθόντα, τόπος τελέσεώς της είναι, τόσο ο τόπος που έγινε η παράσταση των ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, όσο και ο τόπος όπου επήλθε στον παθόντα η βλάβη, καθώς και ο τόπος όπου επήλθαν τα ενδιάμεσα αποτελέσματα, δηλαδή η πλάνη και η εξ αυτής περιουσιακή διάθεση (βλ. ΑΠ 1155/2009 ΧρΙΔ 2010 466, ΑΠ 1080/1995 ΠοινΧρ 1996 203, ΕφΠειρ 12/2011 ΕΕμπΔ 2012 365, ΕφΠατρ 174/2005 ΑχαΝομ 2006 309, ΕφΠατρ 566/2004 ΑχαΝομ 2005 282, ΕφΑθ 877/2003 Αρμ 2003 1335, ΕφΘεσ 3141/2002 ΕΕμπΔ 2003 819). Εξάλλου, η μη ρυθμιζόμενη ειδικώς από το νόμο, αλλά συνήθης στις τραπεζικές συναλλαγές, «σύμβαση εμβάσματος», βάσει της οποίας κάποιος πελάτης της τράπεζας παραδίδει σ’ αυτή χρήματα και η ίδια αναλαμβάνει την υποχρέωση, να τα αποστείλει σε άλλο τόπο και να τα παραδώσει στον κατονομαζόμενο στο έμβασμα δικαιούχο, έχει το χαρακτήρα σύμβασης έργου που γίνεται υπέρ τρίτου, διότι οι συμβαλλόμενοι δεν αποβλέπουν στην παροχή εργασίας με το έμβασμα, αλλά σε εκτέλεση του έργου (άρθρο 681 του ΑΚ), δηλαδή στο αποτέλεσμα που συνίσταται στο να περιέλθει στον τρίτο δικαιούχο το χρηματικό ποσό του εμβάσματος. Επίσης, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 410, 411, 681 επ. του ΑΚ, συνάγεται ότι στην εν λόγω «σύμβαση εμβάσματος» δημιουργούνται, αν προκύπτει τούτο από τη βούληση των συμβληθέντων, δικαιώματα και υπέρ του δικαιούχου του εμβάσματος, ο οποίος δικαιούται να αξιώσει την παράδοση της αποσταλείσας αξίας (χρηματικού ποσού) απ’ ευθείας από την τράπεζα, προς την οποία διενεργήθηκε η σχετική αποστολή (βλ. ΕφΑθ 3979/2006 ΕλλΔνη 2006 1510, ΕφΑθ 1509/2002 ΕλλΔνη 2003 263). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 12, 522, 525, παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., συνδυαζόμενες, αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι, και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής, για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, δικαστικής προστασίας δι`αποφάνσεως του δικαστηρίου σύμφωνης προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης αλλά αποτελεί, αναλόγως του εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικονομικής, ως άνω, αξιώσεως, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση. Η οριστικότητα δε αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του εφετήριου εγγράφου για παραδοχή της εφέσεως (άρθρα 309 εδ. πρώτο, 513 εδ. πρώτο στοιχ. β`,553 εδ. πρώτο στοιχ. β` του Κ.Πολ.Δ. συνδυαζόμενα). Επομένως η απόφαση με την οποία το Εφετείο δέχεται έφεση του ενάγοντος εναντίον πρωτοβάθμιας αποφάσεως απορριπτικής της αγωγής ως απαράδεκτης για έλλειψη δικαιοδοσίας των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων(Κ.Πολ.Δ. 4), επειδή κρίνει, αντιθέτως προς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι υπάρχει τέτοια δικαιοδοσία, και κατόπιν εξαφανίσεως της αποφάσεως που έχει εκκληθεί, αναπέμπει την εκ της αγωγής υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο για εκδίκασή της (Κ.Πολ.Δ. 535 παρ 1), δεν είναι οριστική, αφού με αυτήν το Εφετείο δεν αποφαίνεται για το αίτημα της αγωγής τελειωτικά. Ούτως ώστε εάν η εκ της αγωγής υπόθεση, μετά την έκδοση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο είχε αναπεμφθεί, οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας, μεταβιβασθεί εκ νέου, συνεπεία εφέσεως του εναγομένου, στο Εφετείο, τούτο δύναται, κατά το άρθρο 309 εδ. β`του Κ.Πολ.Δ. και αυτεπαγγέλτως, κρίνοντας, τυχόν, ήδη, ότι δεν υπάρχει δικαιοδοσία των ημεδαπών πολιτικών δικαστηρίων για την προκείμενη υπόθεση, να ανακαλέσει την προηγούμενη, μη οριστική, ως άνω, απόφασή του, με την οποία είχε κρίνει αντιθέτως, και απορρίπτοντας στην ουσία την αρχική έφεση του ενάγοντος, να επικυρώσει την πρώτη οριστική πρωτοβάθμια απόφαση που είχε, με παραδοχή αυτής της εφέσεως, εξαφανισθεί (ΟλΑΠ 12/1989, ΑΡΧΝ/1989.252, ΑΠ 445/94 ΕλλΔνη 36. 363 ΑΠ 1236/1990, ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 95-98 Εμπ.Ν. σαφώς προκύπτει ότι στη σύμβαση μεταφοράς (χερσαίας ή θαλάσσιας) μπορεί να παρεμβληθεί, εκτός του αποστολέα ή φορτωτή, του αγωγιάτη ή μεταφορέα και του παραλήπτη, και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος διαφέρει από τον μεταφορέα ή αγωγιάτη, κατά το ότι ο τελευταίος ενεργεί ο ίδιος τη μεταφορά, ενώ ο παραγγελιοδόχος επιφορτίζεται με την εξεύρεση μεταφορέα, με τον οποίο συνάπτει τη σύμβαση μεταφοράς, στο δικό του όνομα, αλλά πάντοτε για λογαριασμό του παραγγελέα (ΑΠ 1319/2011 ΧρΙΔ 2012/524, ΕΠ 715/2012 ΔΕΕ 2013/159, Κ. Παμπούκης, σημείωμα σε ΕπισκΕΔ 2008/766, Σπ. Ψυχομάνης, Ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, σε ΕΕΝ 1987/325 επομ. [326]). Η ίδια σύμβαση, που κατά τη νομική της φύση αποτελεί μίσθωση έργου αλλά και αναλήψεως της επιμέλειας υποθέσεων άλλου, καταρτίζεται με απλή συναίνεση των μερών και για την εγκυρότητά της δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου (Σπ. Ψυχομάνης, ο.π., σελ. 327, Ελ. Γκολογ… – Οικονόμου, ο.π., σελ. 67, Θ. Μητρούλης, Δίκαιο χερσαίων μεταφορών, 1983, αρ. 404, σελ. 470), επ’ αυτής δε συμπληρωματική εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του ΑΚ για τη σύμβαση έργου και την εντολή των άρθρων ΑΚ 681 επομ. και 713 επομ., οι τελευταίες σε συνδυασμό προς το άρθρο 91 ΕμπΝ (Μ. Πατεράκης, Η παραγγελία μεταφοράς, 2002, σελ. 45, Κλ. Ρούσσος, ο.π., σελ. 584), κατά περίπτωση δε, όταν ο παραγγελέας δεν είναι και παραλήπτης, εφαρμόζονται και οι περί συμβάσεως υπέρ τρίτου διατάξεις των άρθρων 410 επομ. του ιδίου Κώδικα (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Στοιχεία του δικαίου της χερσαίας μεταφοράς, 1989, σελ. 121), αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια κατ’ άρθρο 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΑΠ 1795/2012 ο.π., ΑΠ 1319/2011 ο.π., ΑΠ 1628/2001 ΕΕμπΔ 2002.66, TEA 353/2015 ΔΕΕ 2015.401, ΜΕΑ 1598/2015 ΔΕΕ 2015.743, ΜΕΑ759/2014 ΔΕΕ 2014.264), όπως ακριβώς λειτουργεί, άλλωστε, και η σύμβαση μεταφοράς, όταν ο παραλήπτης δεν είναι συμβαλλόμενος (ΑΠ 1538/2002 τ.ν.π. Nomos, TEA 1130/2011 ΔΕΕ 2011.830, ΕΑ 1070/2005 ΔΕΕ 2005.986, Θ. Μητρούλη, Ο παραλήπτης εν τη συμβάσει χερσαίας μεταφοράς, σε ΕΕΝ 1959/838 επομ. [840]). Η παραγγελία μεταφοράς, λόγω του χαρακτήρα της ως αμφοτεροβαρούς σύμβασης (Μ. Πατεράκης, ο.π., σελ. 24), παράγει εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η κύρια υποχρέωση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι η κατάρτιση της σύμβασης μεταφοράς των πραγμάτων με τον μεταφορέα, καθώς και η διεκπεραίωση όλων των σχετικών με τη μεταφορά εργασιών, ανάλογα με τις ειδικότερες συμφωνίες του με τον παραγγελέα, όπως λ.χ. η παραλαβή των εμπορευμάτων πριν τη μεταφορά, η συσκευασία και αποθήκευσή τους μέχρι την έναρξη της μεταφοράς, η φόρτωση, μεταφόρτωση και εκφόρτωσή τους, ο εκτελωνισμός και η κανονική παράδοση τους στον τελικό παραλήπτη, με την οποία περατώνεται η σύμβαση μεταφοράς (ΕΠατρ 178/1991 ΕλΔνη 1992.1502, Κ. Οικονομόπουλος, Η παράδοση του φορτίου κατά το δίκαιο των μεταφορών, σε ΕΜετΔ 2002/17 επομ.), επομένως και η σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, σύμφωνα άλλωστε με τη φύση και τον σκοπό της, ως γνήσιας υπέρ του παραλήπτη, ως τρίτου, κατά τα προαναφερθέντα, συμβάσεως. Με συμφωνία των μερών είναι δυνατόν το βάρος της απευθείας παραλαβής των πραγμάτων στον τόπο προορισμού τους να φέρει ο παραγγελέας, ιδίως αν αυτός είναι ο τελικός παραλήπτης, οπότε περιορίζεται αντίστοιχα η συναφής υποχρέωση του παραγγελιοδόχου μεταφοράς προς το μεταφορέα (Λ. Γεωργακόπουλος, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, τόμος 2 – Οι εμπορικές πράξεις, τεύχος 2 – Συμβάσεις, 1991, & 17, II, αρ. 4, σελ. 341). Τέλος, η θαλάσσια φορτωτική -διεθνής και εθνική- ρυθμίζεται από τη διεθνή σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων νομικών κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, στο άρθρο 3 παρ. 3. Κατά ρητή όμως διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του άνω κυρωτικού της σύμβασης νόμου (ν. 2107/1992), τα θέματα των επί και εκ της φορτωτικής δικαιωμάτων και της μεταβιβάσεως τούτων εξακολουθούν να διέπονται από τα άρθρα 168-173 του ΚΙΝΔ, καθόσον οι κανόνες του ως άνω κυρωτικού νόμου δεν περιέχουν σχετικές διατάξεις. Η φορτωτική είναι αξιόγραφο, και συγκεκριμένα εμπορευματόγραφο, με την έννοια ότι αποτελεί έγγραφο που ενσωματώνει ιδιωτικά δικαιώματα (από τη σύμβαση της μεταφοράς), τα οποία για να ασκήσει και να μεταβιβάσει ο δικαιούχος χρειάζεται να κατέχει το έγγραφο, για να το εμφανίσει στο μεταφορέα ή να το εμφανίσει στον εκδοχέα (βλ. Δελούκα, Αξιόγραφα, έκδ. 3η 1980, παρ. 6, σελ. 23, Κιάντου – Παμπούκη, Δίκαιο αξιόγραφων, έκδ. 5η 1997, παρ. 21, σελ. 4). Επιπλέον, όμως, η φορτωτική αποτελεί έγγραφο παραστατικό των πραγμάτων που μεταφέρονται, του οποίου η κατοχή, σύμφωνα με το άρθρο 172 του ΚΙΝΔ, ισοδυναμεί προς τη νομή των ιδίων των πραγμάτων. Έτσι, με τη μεταβίβαση του τίτλου αυτής, μεταβιβάζεται και η νομή τούτων, πράγμα που διευκολύνει τη μεταβίβαση της κυριότητας ή τη σύσταση ή μεταβίβαση άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ` αυτών (βλ. ΕφΑΘ 3816/1976 ΕλλΔνη 1978.404, Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό δίκαιο II, ΣΤ` έκδοση, σελ. 413). Η φορτωτική, κατ` άρθρο 169 ΚΙΝΔ, εκδίδεται κατ` επιλογή του φορτωτή είτε ονομαστική είτε σε διαταγή (το ελληνικό δίκαιο δεν αναγνωρίζει τη φορτωτική στον κομιστή). Φορτωτική σε διαταγή είναι αυτή η οποία αναφέρει το όνομα συγκεκριμένου δικαιούχου με τη ρήτρα «εις διαταγήν».
Από όλα, ανεξαιρέτως, τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν, με επίκληση, οι διάδικοι και από τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στα υπ΄αριθ. 358/2016 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: η ενάγουσα, στις αρχές Απριλίου 2014, συνήψε με την εναγόμενη εταιρεία προφορική σύμβαση, δυνάμει της οποίας ανέλαβε, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, την εξεύρεση μεταφορέα και την οργάνωση της θαλάσσιας μεταφοράς ενός φορτίου αποτελούμενου από 757 χαρτοκιβώτια με κορνίζες, διακοσμητικά είδη, κηροπήγια, συνολικού βάρους 7.754,40 κιλών, από το λιμάνι NINGBO της …ς στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, με φορτώτρια την εδρεύουσα στην … εταιρεία με την επωνυμία … και τελική παραλήπτρια την εναγομένη, αντί συμφωνηθέντος ναύλου ποσού 1.923,08€, πλέον πρακτορειακών δικαιωμάτων, ποσού 190,00€ (βλ. το υπ αριθ. … τιμολόγιο της ενάγουσας). Σε εκτέλεση της ως άνω σύμβασης η ενάγουσα ανέθεσε μέσω του πράκτορά της στην …, εταιρεία με την επωνυμία … στην εταιρεία διεθνών μεταφορών με την επωνυμία … την εκτέλεση της ως άνω μεταφοράς στο όνομά της και για λογαριασμό της εναγομένης. Η εν λόγω μεταφορική εταιρεία παρέλαβε, στις 20.04.2014, τα ως άνω εμπορεύματα από τις ειδικές εγκαταστάσεις του λιμένα NINGBO της …ς με σκοπό τη μεταφορά τους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, εκδοθείσης για τον λόγο αυτό της υπ’ αριθ. … θαλάσσιας ονομαστικής φορτωτικής με δικαιούχο την εναγόμενη εταιρεία. Στις 30.05.2014 η εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) με την οποία τη διαβεβαίωνε ότι είχε καταβάλει στη φορτώτρια/πωλήτρια εταιρεία το συμφωνηθέν τίμημα, ποσού 13.133,80 δολαρίων ΗΠΑ και δη κατά τη συναλλαγματική του ισοτιμία κατά τον χρόνο πληρωμής του, ποσού 9.995,43€, πλην όμως δεν είχε παραλάβει ακόμα τη φορτωτική και εξοφλητική απόδειξη ζητώντας να της παραδώσει ωστόσο το φορτίο καθώς έπρεπε να παραδώσει παραγγελίες πελατών της που είχαν καθυστερήσει. Κατόπιν των ως άνω ρητών διαβεβαιώσεων εκ μέρους αρμοδίου υπαλλήλου της εναγομένης, έγινε σε αυτήν η παράδοση του φορτίου, στις 02.06.2014, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε εις χείρας της αποδεικτικά έγγραφα της πληρωμής του τιμήματος και η τελευταία κατέβαλε στην ενάγουσα τον συμφωνηθέντα ναύλο. Μετά την παράδοση όμως των εμπορευμάτων στην εναγομένη ο πράκτορας της ενάγουσας στην … την ενημέρωσε ότι δεν είχε εισπραχθεί το τίμημα της πώλησης από την πωλήτρια εταιρεία, η οποία, κατόπιν άκαρπων οχλήσεων της εναγομένης, απέστειλε στην ενάγουσα την, από 18.07.2014, εξώδικη δήλωση, με την οποία επικαλούμενη την ευθύνη της τελευταίας λόγω του ότι παρέδωσε το φορτίο χωρίς ο παραλήπτης να έχει εις χείρας του την πρωτότυπη φορτωτική, ζητούσε από αυτήν είτε να της επιστρέψει το εμπορευματοκιβώτιο, είτε να της εμβάσει το τίμημα των μεταφερθέντων αγαθών. Κατόπιν τούτων και αφού η ενάγουσα είχε επίσης οχλήσει επανειλημμένως, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, την εναγόμενη εταιρεία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της προς την πωλήτρια, αναγκάστηκε να καταβάλει στην τελευταία το τίμημα των εμπορευμάτων, ποσού 13.133,80 δολαρίων ΗΠΑ (βλ. το με ημερομηνία 24.07.2014 έμβασμα στον υπ’ αριθ. … λογαριασμό της πωλήτριας εταιρείας στην Τράπεζα … καθώς και το τιμολόγιο που εξέδωσε για την αιτία αυτή η ενάγουσα στο όνομα της εναγομένης, με την αιτιολογία διάφορα έξοδα-αξία φορτίου μη πληρωθέντος τιμήματος από την εναγομένη, για το ισόποσο του καταβληθέντος κατά τη συναλλαγματική ισοτιμία του σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής, ήτοι το ποσό των 9.995,43€) υφιστάμενη ισόποση περιουσιακή βλάβη, η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, καθότι η ενάγουσα παρέδωσε σε αυτήν τα εμπορεύματα βασιζόμενη στις ψευδείς διαβεβαιώσεις της περί εξόφλησης του τιμήματος. Η ενάγουσα δε αναγκάστηκε να καταβάλει το ως άνω χρηματικό ποσό, καθώς η πωλήτρια εταιρεία είχε στην κατοχή της τη φορτωτική, ήτοι το έγγραφο που ενσωματώνει τη νομή των μεταφερόμενων πραγμάτων, τα οποία η ίδια είχε ήδη παραδώσει στην εναγομένη, η τελευταία δε απέκτησε παρανόμως περιουσιακό όφελος ίσο με την αξία των παραδοθέντων σε αυτήν εμπορευμάτων. Η εκκαλούσα προέβαλε πρωτοδίκως προς απόκρουση της αγωγής τη δικονομική ένσταση της κατά τόπον αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής ήταν το Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης, στην περιφέρεια του οποίου αφενός βρίσκεται η έδρα της, αφετέρου διατηρεί η ενάγουσα υποκατάστημα, από την αυτόνομη δραστηριότητα του οποίου προέκυψε η επίδικη διαφορά, δοθέντος ότι όλες οι συνομιλίες, συμφωνίες και συναλλαγές για την επίδικη σύμβαση έγιναν αποκλειστικά με υπαλλήλους του εν λόγω υποκαταστήματος, ενώ και ως τόπος εκπλήρωσης της μεταξύ τους σύμβασης είχε συμφωνηθεί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Τον ισχυρισμό αυτόν η εκκαλούσα επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσής της, ισχυριζόμενη ότι αυτός εσφαλμένως απορρίφθηκε σιγή από την εκκαλουμένη. Σημειωτέον δε ότι ο λόγος αυτός παραδεκτά προβάλεται με την υπό κρίση έφεση, αφού δεν τίθεται θέμα δεσμευτικότητας εκ της υπ’ αριθ. 3818/2019 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς, σύμφωνα με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη (υπό στοιχείο Ι) σε περίπτωση αναπομπής της υπόθεσης από το εφετείο στο πρωτόδικο δικαστήριο, όταν το τελευταίο δεν είχε αποφανθεί επί της ουσίας της υπόθεσης, η αναπεμπτική απόφαση του εφετείου δεν είναι οριστική και εάν συνεπώς η υπόθεση, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ουσίας από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο αναπέμφθηκε, μεταβιβασθεί εκ νέου στο εφετείο, ύστερα από άσκηση έφεσης από τον εναγόμενο πλέον, όπως εν προκειμένω, το εφετείο μπορεί, κρίνοντας αντιθέτως ως προς το ζήτημα του παραδεκτού της αγωγής, να ανακαλέσει την προηγουμένη μη οριστική απόφασή του κατά το άρθρο 309 εδ.β` Κ.Πολ.Δ., και αυτεπαγγέλτως και, απορρίπτοντας στην ουσία την αρχική έφεση του ενάγοντος, να επικυρώσει την πρώτη οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε, με παραδοχή αυτής της έφεσης, εξαφανισθεί. Ωστόσο, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα προκύπτει ότι ο τόπος στον οποίον επήλθε η περιουσιακή βλάβη της ενάγουσας είναι ο Πειραιάς, αφού η καταβολή του χρηματικού ποσού προς την πωλήτρια εταιρεία, που συνιστά εν προκειμένω την περιουσιακή διάθεση στην οποία πείσθηκε η ενάγουσα να προβεί με βάση τις εν γνώσει της εναγομένης ψευδείς διαβεβαιώσεις, διενεργήθηκε με τραπεζικό έμβασμα από λογαριασμό που τηρεί η ενάγουσα σε τραπεζικό κατάστημα της … στον Πειραιά, όπου βρίσκεται και η έδρα της, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την επέλευση της περιουσιακής βλάβης της στον ανωτέρω τόπο, όπου έγινε ο αποχωρισμός του ποσού των 13.133,80 δολαρίων ΗΠΑ από την περιουσία της. Όπως εξάλλου εκτίθεται στην ανωτέρω νομική σκέψη για την πραγματοποίηση της περιουσιακής διάθεσης αρκεί η αποστολή του σχετικού τραπεζικού εμβάσματος χωρίς να απαιτείται και αντίστοιχη πίστωση στον τραπεζικό λογαριασμό της παραλήπτριας, διότι αυτή, κατά τη σχετική βούληση των μερών, ως δικαιούχος του εμβάσματος απέκτησε με την αποστολή του δικαίωμα να αξιώσει την παράδοση του χρηματικού ποσού απευθείας από την τράπεζα στην οποία διενεργήθηκε η αποστολή του. Επομένως, συντρέχει στην επίδικη διαφορά περίπτωση εφαρμογής της δωσιδικίας του άρθρου 35 του ΚΠολΔ, ως εκ του τόπου επέλευσης της βλάβης και ως εκ τούτου τέλεσης του αδικήματος της απάτης και συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Ειρηνοδικείο …) το οποίο ήταν κατά τόπον αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής απορρίπτοντας σιγή την προβληθείσα από την εκκαλούσα ένσταση περί κατά τόπον αναρμοδιότητας αυτού δεν έσφαλε, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Περαιτέρω, η εναγομένη αρνούμενη την αγωγή ισχυρίστηκε ότι είχε καταβάλει το τίμημα των παραδοθέντων σε αυτήν εμπορευμάτων, σε τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα … που της υποδείχθηκε από την πωλήτρια εταιρεία με σχετικό email που προσκομίζει. Ωστόσο, ενόψει και της διαρκούς συνεργασίας της εναγομένης με την προμηθεύτρια κινεζική εταιρεία που προκύπτει από την προσκομιζόμενη ηλεκτρονική αλληλογραφία, δεν αποδεικνύεται ότι το προσκομιζόμενο, με ημερομηνία 08.05.2014, έμβασμα από τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης στην Τράπεζα … προς τον υπ’ αριθ…. λογαριασμό στην …, με φερόμενη δικαιούχο την πωλήτρια εταιρεία, ποσού 13.133,80 δολ ΗΠΑ, αφορούσε το τίμημα της συγκεκριμένης συναλλαγής και τούτο διότι δεν δικαιολογείται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το γεγονός ότι η πωλήτρια εταιρεία, παρά την υφιστάμενη συνεργασία με την εναγομένη, δεν παρέδωσε μετά την εξόφληση στην τελευταία τη φορτωτική των εμπορευμάτων και έγγραφη εξοφλητική απόδειξη, όπως έπραξε μετά την καταβολή του τιμήματος από την ενάγουσα (βλ. την από 30.07.2014 εξοφλητική απόδειξη), περαιτέρω δε διότι η εναγομένη δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος υπό τις περιστάσεις που η ίδια επικαλείται, όπως ιδίως έγγραφη όχληση προς την πωλήτρια εταιρεία για την αποστολή της φορτωτικής και εξοφλητικής απόδειξης ή διαμαρτυρία της για τους ισχυρισμούς της περί μη εξόφλησης. Αλλά ούτε και εξαπάτησή της με τη λήψη του ηλεκτρονικού μηνύματος για την αποστολή του συγκεκριμένου εμβάσματος σε διαφορετικό τραπεζικό λογαριασμό από αυτόν που γίνονταν έως τότε οι πληρωμές προς την πωλήτρια αποδείχθηκε, καθώς η εναγομένη, μετά την επικαλούμενη από την ίδια διαπίστωση της διπλής καταβολής του τιμήματος προς την προμηθεύτρια εταιρεία (από την ίδια και από την ενάγουσα) δεν προέβη σε ενέργειες για την ανεύρεση του πραγματικού δικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίον έγινε η αποστολή του εμβάσματος, ούτε και αιτήθηκε προς τις αρμόδιες αρχές την ποινική διερεύνηση τέλεσης της αξιόποινης πράξης της ηλεκτρονικής απάτης. Τέλος αποδείχθηκε ότι συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων της εναγομένης η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη συνιστάμενη στην προσβολή της αξιοπιστίας και της φήμης της στην αγορά στην οποία δραστηριοποιείται και ιδίως έναντι του πράκτορά της στην …, αλλά και της φορτώτριας εταιρίας, για την αποκατάσταση της οποίας, λαμβανομένων υπόψην του είδους, της βαρύτητας και των συνθηκών της προσβολής που υπέστη, του ύψους της ζημίας της, της βαρύτητας του πταίσματος των προστηθέντων της εναγομένης, καθώς και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων, πρέπει να επιδικαστεί σε αυτή το ποσό των 1.500,00€, το οποίο κρίνεται εύλογο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ως βάσιμες κατ΄ουσίαν τις αξιώσεις της ενάγουσας και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στην ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής της, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής της. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η έφεση της εκκαλούσας ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί αυτή, λόγω της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης για τον παρόντα δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ΄ ουσίαν την έφεση κατά της, με αριθμό 193/2020, απόφασης του Ειρηνοδικείου ….
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300€).
Κρίθηκε αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 24 Νοεμβρίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ