Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ

528/2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

—————————

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Στεφοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 07-10-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του ενάγοντος: Χαράλαμπου Βεντούρη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ελευθέριο Γκέλη και Ζαφείρη Χατζηδημητρίου.

Του εναγομένου: Απόστολου Βεντούρη του Κωνσταντίνου, κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Μιχαήλ Κουράκου – Μαυρομιχάλη και Εμμανουήλ Διαμαντάρα.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-01-2014 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 444/23-01-2014 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 29-04-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο (άρθρο 26 ΠΚ), που μπορεί να είναι και ενδεχόμενος (άρθρο 27 ΠΚ), αφού, μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του ν. 5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα υπάρξουν κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν γνωρίζει ότι δεν θα έχει κατά την έκδοση ή την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός του κατά τους χρόνους αυτούς ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για την προστασία τόσο του δημόσιου όσο και του ατομικού συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του παραπάνω άρθρου με το άρθρ. 4§1 του ν. 2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο συμφέρον που προστατεύεται. Συνεπώς, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια, αδικοπραξία που τον υποχρεώνει κατά τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ σε ισόποση κατ’ αρχήν με το ποσό της επιταγής αποζημίωση και εύλογη λόγω ηθικής βλάβης χρηματική ικανοποίηση του νόμιμου κομιστή της, ο οποίος μάλιστα δεν είναι αναγκαίο να είναι αυτός που την εμφάνισε στην πληρώτρια τράπεζα, αλλά μπορεί να είναι και προηγούμενος οπισθογράφος που πλήρωσε την επιταγή και έγινε κομιστής με δικαίωμα αναγωγής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής, είναι δε η ζημία του απότοκη της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια μ’ αυτή (ΑΠ 1051/2012, ΔΕΕ 2013,490, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής με την οποία διώκεται η κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής απαιτείται κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται σ’ αυτό 1) η έκδοση της επιταγής από τον εναγόμενο εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή ενδέχεται να μην υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, 2) η ύπαρξη ζημίας, 3) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ζημίας και της παράνομης ως άνω συμπεριφοράς του εκδότη και 4) η εμπρόθεσμη εμφάνιση αυτής προς πληρωμή. Αντιθέτως, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής αυτής η αιτία της εκδόσεως της επιταγής και ειδικότερα ότι αυτή (αιτία) δεν πάσχει ακυρότητα, καθώς από τη διάταξη του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και, συνακόλουθα, της αδικοπραξίας από το άρθρο 914 ΑΚ δεν ενδιαφέρει η αιτία έκδοσης της επιταγής, και ιδίως, δεν ενδιαφέρει η ανυπαρξία, η ακυρότητα, η απόσβεση ή το ανεπίτρεπτο της άσκησης της απαίτησης από την υποκείμενη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής (ΑΠ 1804/2012, ΧρΙδΔ 2013/372, ΕΕμπΔ 2013,871, ΕπισκΕμπΔ 2013,125, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, η αξίωση προς αποζημίωση για τη ζημία από την έκδοση ακάλυπτης επιταγής συρρέει με την αξίωση από την ίδια την επιταγή κατά τα άρθρα 40 – 47 του ν. 5960/1933 και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει. Για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής προς πληρωμή της επιταγής που θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 40 του ν. 5960/1933 απαιτείται κατ’ αρθρ. 216 ΚΠολΔ να διαλαμβάνεται σ’ αυτό 1) η ιδιότητα του εναγομένου ως εξ επιταγής υποχρέου (εκδότη, οπισθογράφου ή τριτεγγυητή αυτών), 2) η έγκαιρη εμφάνιση της επιταγής στον πληρωτή, 3) η μη πληρωμή της και 4) η βεβαίωση της άρνησης πληρωμής της με κάποιον από τους αναφερόμενους στην ανωτέρω διάταξη (αρθρ. 40 ν. 5960/1933) τρόπους. Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 216§1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά α) της μεταβίβασης από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένου χρηματικού ποσού ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων λόγω δανείου (με αποκλειστικό σκοπό τη χρησιμοποίησή τους και, μάλιστα, την ανάλωσή τους από τον δεύτερο) και β) της συμφωνίας των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ίδιας ποιότητας και ποσότητας (ΑΠ 1510/2011, ΕΠολΔ 2012,234, ΑΠ 663/2010, ΝοΒ 2010,2040, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαίο για το ορισμένο της σχετικής αγωγής να παρατίθενται άλλα στοιχεία, όπως ο λόγος για τον οποίο δόθηκε το δάνειο ή ο τρόπος κατά τον οποίο περιήλθε το δανεισθέν χρηματικό ποσό στον δανειστή (ΑΠ 1510/2011, ο.π.). Εξάλλου, εφόσον η διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ δεν διακρίνει, είναι αδιάφορο αν η μεταβίβαση της κυριότητας του δανείσματος γίνεται αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Περίπτωση εμμέσου μεταβιβάσεως αποτελεί και η διά προφορικής εκτάξεως μεταβίβαση, δυνάμει της οποίας ο δανείζων εκτάσσει προφορικώς τρίτον να καταβάλει για λογαριασμό του στον δανειζόμενο. Στην περίπτωση αυτή, η καταβολή του τρίτου προς τον δανειζόμενο υποκαθιστά την καταβολή του δανειστή προς αυτόν, έκτοτε δε η σύμβαση θεωρείται τελειωμένη (ΑΠ 1620/2008, ΔΕΕ 2009,833, ΑΠ 1802/2007, ΑΠ 609/2005, Δνη 2006,1015, ΧρΙδΔ 2005,809, ΕφΑθ 1167/2011, Δνη 2012,1065, ΕφΑθ 6782/2009, Δνη 2010,788, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η άφεση χρέους, η οποία είναι σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, με την οποία ο πρώτος παραιτείται από την ενοχική αξίωση που έχει κατά του δευτέρου, έχει ως αποτέλεσμα την άμεση απόσβεση της ενοχής. Έτσι, ο δανειστής δεν δικαιούται πλέον να ασκήσει το δικαίωμα που πηγάζει απ’ αυτήν την ενοχή. Αν δε, παρόλα αυτά, το ασκήσει αποκρούεται επιτυχώς με την από το άρθρο αυτό (454 ΑΚ) παρακωλυτική της ασκήσεως του δικαιώματος σχετική ένσταση. Η σύμβαση δε αυτή περί αφέσεως χρέους καταρτίζεται με άτυπη δήλωση του δανειστή προς τον οφειλέτη, η οποία μπορεί να γίνει ακόμη και σιωπηρά, αρκεί να είναι σαφής και αναμφίβολη, όπως συμβαίνει με κάθε απαλλοτρίωση περιουσίας και μάλιστα με κάθε παραίτηση από δικαίωμα (ΑΠ 934/2014, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, με βάση την από το άρθρο 361 ΑΚ καθιερούμενη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, ο οφειλέτης δύναται να συμφωνήσει ρητώς ή σιωπηρώς με τον δανειστή τη χορήγηση σε αυτόν προθεσμίας για την εκπλήρωση της παροχής του που πηγάζει από σύμβαση, είτε πριν είτε μετά την επέλευση της δήλης ημέρας εκπλήρωσής της, οπότε στην πρώτη μεν περίπτωση επέρχεται τροποποίηση της αρχικής συμβάσεως ως προς το χρόνο και μόνο της εκπλήρωσης της παροχής, στη δεύτερη δε υπάρχει νόμιμος λόγος άρσεως της υπερημερίας του λόγω της χρονικής αφέσεως του χρέους κατά το άρθρο 454 ΑΚ (βλ. ΕφΑθ 7587/1998, ΕπΔικΠολυκ 1998,370, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή αφενός μεν παραδεκτώς διορθώθηκε, κατ’ αρθρ. 224 εδ. β΄ ΚΠολΔ, με τις προτάσεις του ενάγοντος τόσο ως προς τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού του εναγομένου από τον οποίο ήταν πληρωτέα η ένδικη επιταγή όσο και ως προς την ημερομηνία καταβολής από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενο του επιμέρους ποσού του δεύτερου από τα επίδικα δάνεια, αφετέρου δε εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούνται τα ακόλουθα: Στα πλαίσια τριών διαδοχικών συμβάσεων ατόκου δανείου που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ο πρώτος κατέβαλε στον δεύτερο, με σκοπό τη χρηματοδότηση των ναυτιλιακών του επιχειρήσεων, το συνολικό ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. Το ποσό αυτό ενεβάσθη στον εναγόμενο, μέσω τραπέζης, τμηματικώς σε τρεις δόσεις και ειδικότερα του ενεβάσθησαν στις 19-10-2011, 25-10-2011 και 26-10-2011 αντιστοίχως ποσά 1.000.000, 600.000 και 400.000 δολαρίων Η.Π.Α. Οι ανωτέρω καταβολές έγιναν διά προφορικής εκτάξεως, δυνάμει της οποίας ο ενάγων εξέταξε προφορικώς ναυτιλιακές εταιρείες συμφερόντων του να εμβάσουν τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά για λογαριασμό του, σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «Barrsta Trading Ltd», κατόπιν σχετικής υποδείξεως του εναγομένου. Ως χρόνος για την απόδοση των δανείων ορίσθηκε η 31-12-2012, λόγω, όμως, της οικονομικής αδυναμίας του εναγομένου να προβεί στην εξόφληση αυτών κατά τον ορισθέντα χρόνο, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, κατόπιν αποδοχής σχετικών αιτημάτων του εναγομένου από τον ενάγοντα, να παραταθεί η προθεσμία απόδοσής τους αρχικά μέχρι την 28-02-2013 και εν τέλει μέχρι τη 02-09-2013. Επιπλέον, κατά την 28-02-2013 συμφωνήθηκε η καταβολή του οφειλόμενου δανείσματος σε ευρώ. Επειδή δε το ισάξιο σε ευρώ του ποσού των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. ανερχόταν στο ποσό του 1.504.495 ευρώ, με βάση την τιμή αγοράς του ευρώ έναντι του δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της προαναφερόμενης συμφωνίας (1 € = 1,32935 δολάρια Η.Π.Α.), ο ενάγων περιόρισε αυτοβούλως το ύψος της απαίτησής του στο ποσό των 1.500.000 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος όφειλε να του καταβάλει τη 02-09-2013, σε πλήρη εξόφληση των τριών παραπάνω δανείων. Επιπλέον, χάριν καταβολής του ποσού αυτού, και χωρίς να επέρχεται εξόφληση ή ανανέωση της υφιστάμενης οφειλής του, ο εναγόμενος εξέδωσε εις διαταγήν του ενάγοντος και παρέδωσε σ’ αυτόν κατά την 05-03-2013 την υπ’ αριθμ. 01987624-4 ισόποση μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, η οποία εφέρετο εκδοθείσα κατά τη 02-09-2013 και ήταν πληρωτέα στην τράπεζα Millenium Bank Α.Ε. (υποκατάστημα Τερψιθέας Πειραιώς) από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. 038 137 0002229559 λογαριασμό του εκδότη εναγομένου. Επειδή η τελική προθεσμία που τάχθηκε, κατά τα ανωτέρω, για την απόδοση του συνολικού ποσού του δανείσματος παρήλθε άπρακτη, ο ενάγων εμφάνισε την ανωτέρω επιταγή κατά την 09-09-2013, ήτοι εντός της οριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 5960/1933 οκταήμερης προθεσμίας στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως αυτή δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός το οποίο βεβαιώθηκε από την τράπεζα στο σώμα της. Συνεπεία των ανωτέρω, ο εναγόμενος τέλεσε σε βάρος του ενάγοντος την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, δοθέντος ότι προέβη στην έκδοση του ως άνω πιστωτικού τίτλου εν γνώσει της ανεπάρκειας αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον τραπεζικό λογαριασμό του από τον οποίο ήταν πληρωτέος αυτός κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής του, και ζημίωσε έτσι αυτόν (ενάγοντα) παράνομα και υπαίτια κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας του τίτλου. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά αυτά, ζητεί ο ενάγων να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, α) να του καταβάλει το ποσό των 1.500.000 ευρώ ως αποζημίωση εξ αδικοπραξίας με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση (κύρια βάση της αγωγής), άλλως β) να του καταβάλει το ως άνω ποσό με βάση τις διατάξεις των άρθρων 40 και 45 του ν. 5960/1933 με το νόμιμο τόκο από τη 10-09-2013, ήτοι την επομένη της εμφάνισης της ένδικης επιταγής προς πληρωμή, και μέχρι την πλήρη εξόφληση (πρώτη επικουρική βάση της αγωγής), άλλως γ) να του καταβάλει το εν λόγω ποσό προς απόδοση του δανείσματος με το νόμιμο τόκο από την 03-09-2013, ήτοι την επομένη της ημέρας κατά την οποία ήταν αποδοτέα τα δάνεια, και μέχρι την πλήρη εξόφληση (δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής). Επιπλέον, ζητεί να απαγγελθεί κατά του εναγομένου, εξαιτίας της αδικοπραξίας που διέπραξε εις βάρος του, προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που θα εκδοθεί και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην (αρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 και 18 ΚΠολΔ), λειτουργικά (αρθρ. 51§§1 και 3Α΄ του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο καθώς η κατοικία του εναγομένου βρίσκεται στον Πειραιά (αρθρ. 22 ΚΠολΔ σε συνδ. με αρθρ. 51§2 του ν. 2172/1993). Σημειωτέον ότι για τη θεμελίωση της λειτουργικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι ένδικες συμβάσεις δανείου συνήφθησαν προς το σκοπό χρηματοδότησης των ναυτιλιακών επιχειρήσεων του εναγομένου, γεγονός που προσδίδει ναυτικό χαρακτήρα στην κρινόμενη διαφορά. Άλλωστε, το Δικαστήριο αυτό δύναται να δικάσει την υπόθεση ακόμη και αν, παρά τα εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο, δεν πρόκειται περί ναυτικής διαφοράς. Και τούτο διότι, με βάση τη διάταξη του άρθρου 51§5 περ. α΄ εδ. β΄ του ν. 2172/1993, διαφορές και υποθέσεις που δεν υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς και εισάγονται σ’ αυτό, μπορεί να δικασθούν από το Τμήμα αυτό ή να παραπεμφθούν στο αρμόδιο Τμήμα (του ίδιου Πρωτοδικείου). Επομένως, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί απαράδεκτης εισαγωγής της κρινόμενης υπόθεσης προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου λόγω λειτουργικής αναρμοδιότητάς του καθώς και ο συναφής ισχυρισμός του περί αοριστίας της αγωγής επειδή δεν γίνεται σ’ αυτήν μνεία των απαιτούμενων για τη θεμελίωση της λειτουργικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου περιστατικών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και, σε κάθε περίπτωση, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος.

Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη ως προς άπασες τις βάσεις της (κύρια και επικουρικές), καθώς διαλαμβάνονται στο δικόγραφό της όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητά του κατ’ αρθρ. 216 ΚΠολΔ στοιχεία, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται: Α) ως προς την κύρια, εκ της αδικοπραξίας, βάση της: α) η έκδοση έγκυρης επιταγής, β) η έλλειψη στην πληρώτρια τράπεζα αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής της επιταγής, γ) η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, δ) η μη πληρωμή κατά την εμφάνισή της, ε) η ζημία του ενάγοντος και στ) ο δόλος του εναγομένου, Β) ως προς την πρώτη επικουρική, εκ της επιταγής, βάση της, πέραν των ανωτέρω αναφερόμενων υπ’ αριθμ. Αα΄, Αγ΄ και Αδ΄ στοιχείων, και: α) η ιδιότητα του εναγομένου ως εξ επιταγής υποχρέου (εκδότη της επιταγής) και β) η βεβαίωση της άρνησης πληρωμής της από την πληρώτρια τράπεζα επί του σώματος της επιταγής μετά της σημειώσεως της ημέρας της εμφανίσεως, και Γ) ως προς τη δεύτερη επικουρική, εκ των συμβάσεων ατόκου δανείου, βάση της: α) η κατάρτιση συμβάσεων δανείου μεταξύ των διαδίκων με την παράδοση και μεταβίβαση κατά κυριότητα του συνολικού ποσού των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενο, β) η συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως του ως άνω χρηματικού ποσού σε συγκεκριμένη, μάλιστα, ημερομηνία, γ) η κατάρτιση συμβάσεων χρονικής άφεσης του ένδικου χρέους κατά την επέλευση της εκάστοτε ορισθείσας δήλης ημέρας για την απόδοση του συνολικού δανείσματος, με τις οποίες (συμβάσεις) χορηγήθηκε στον εναγόμενο προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής του και δ) η σύμβαση άφεσης χρέους, με την οποία ο ενάγων παραιτήθηκε από την αξίωσή του κατά του εναγομένου για την απόδοση του ισάξιου σε ευρώ του αρχικά εκπεφρασμένου σε δολάρια Η.Π.Α. ποσού του δανείσματος, καθ’ ο μέρος αυτό υπερέβαινε το 1.500.000 ευρώ. Άλλα στοιχεία, πλην των προαναφερομένων, δεν απαιτείται να περιέχει το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής για τη νομική θεμελίωσή της στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 79 ν. 5960/1933 και 914 ΑΚ, 40 και 45 ν. 5960/1933 και 806 ΑΚ. Ειδικότερα δε ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο αυτής η μνεία του λόγου για τον οποίο δόθηκε το δάνειο ή ο τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας του δανείσματος, αφού, όπως προεκτέθηκε, είναι αδιάφορο αν η ως άνω μεταβίβαση έγινε αμέσως ή εμμέσως από το δανειστή ή αμέσως ή εμμέσως προς τον οφειλέτη. Ενόψει, μάλιστα, του ότι στην περίπτωση εμμέσου μεταβιβάσεως του χρηματικού ποσού του δανείου από τον δανειστή στον δανειζόμενο διά προφορικής εκτάξεως τρίτου, η δανειακή σύμβαση θεωρείται τελειωμένη με την καταβολή του τρίτου προς τον δανειζόμενο, η οποία υποκαθιστά την καταβολή του δανειστή προς αυτόν, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, η μνεία της καταβολής, διά τραπεζικών εμβασμάτων, προς τον εναγόμενο των χρηματικών ποσών των ένδικων δανείων για λογαριασμό του ενάγοντος από τις προφορικώς εκταχθείσες προς τούτο ναυτιλιακές εταιρείες συμφερόντων του τελευταίου αρκεί τόσο για το ορισμένο της σχετικής (επικουρικής) βάσης της κρινόμενης αγωγής όσο και για την ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, οι σχετικοί ισχυρισμοί του εναγομένου περί απαραδέκτου της αγωγής (ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση της) αφενός μεν λόγω αοριστίας αφετέρου δε λόγω μη συνδρομής στο πρόσωπο του ενάγοντος της διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενεργητικής νομιμοποίησης, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, η αγωγή είναι νόμιμη τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς τις επικουρικές της βάσεις, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 293, 297, 298, 330 εδ. α΄, 340, 341, 345, 346, 361, 454, 806 και 808 ΑΚ, 40, 45 και 79 ν. 5960/1933, 907, 908§1 περ. δ΄ και στ΄, 910, 951, 1047 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. 13715913/08-04-2014 διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, το υπ’ αριθμ. 116/08-04-2014 γραμμάτιο είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. για λογαριασμό του Ταμείου Νομικών και την υπ’ αριθμ. 8705/2014 απόδειξη του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων/Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 138 εδ. α΄ ΑΚ προκύπτει ότι εικονική δικαιοπραξία είναι εκείνη κατά την οποία δηλώθηκε βούληση όχι στα σοβαρά παρά μόνον φαινομενικά, δηλαδή η δήλωση των συμβαλλομένων κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας βρίσκεται σε ηθελημένη διάσταση με τη βούλησή τους και η δικαιοπραξία που συνήψαν έγινε κατ’ επίφαση, η οποία επομένως πάσχει από απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1969/2013, ΕΕμπΔ 2014,315, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Για την εικονικότητα μιας δικαιοπραξίας αρκεί η ελαττωματικότητα της δηλωθείσης βουλήσεως του δικαιοπρακτούντος ή των δηλωθεισών βουλήσεων των δικαιοπρακτούντων, συνισταμένη στο ότι αυτή δεν αποσκοπεί πράγματι στην παραγωγή των εννόμων αποτελεσμάτων της καταρτιζόμενης δικαιοπραξίας (ΑΠ 1620/ 2008, ΔΕΕ 2009,833, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Το βάρος αποδείξεως του ισχυρισμού περί εικονικότητας της δικαιοπραξίας, ο οποίος μπορεί να προβληθεί και κατ’ ένσταση, το φέρει ο επικαλούμενος την εικονικότητα (ΑΠ 1969/2013, ο.π., ΑΠ 1771/2007, Δνη 2006,470, ΑΠ 1738/2005, ΧρΙδΔ 2006,303, ΑΠ 1606/2003, ΧρΙδΔ 2004,316, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1, 12§1, 14, 22 και 28 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής» προκύπτει ότι η ενοχή από επιταγή είναι μεν αναιτιώδης, αφού η αιτία της έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της και συνεπώς ούτε της αγωγής προς πληρωμή της, όμως ο οφειλέτης από επιταγή μπορεί να επικαλεσθεί και να αποκαλύψει την εσωτερική (υποκείμενη ή βασική) σχέση που τον συνδέει είτε με τον κομιστή της επιταγής, εφόσον διατελεί σε προσωπική σχέση μ’ αυτόν, είτε με προηγούμενο κομιστή, εφόσον ο νέος κομιστής ενήργησε κατά την κτήση της επιταγής εν γνώσει του προς βλάβη του οφειλέτη, προβάλλοντας την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοση ή την οπισθογράφηση της επιταγής, είτε διότι αυτή ήταν εξ αρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη ή ελαττωματική (λχ. εικονική) είτε διότι έληξε ή δεν επακολούθησε, οπότε αν η ένστασή του αποδειχθεί, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από την επιταγή και ο οφειλέτης ελευθερώνεται, αφού διαφορετικά η πληρωμή της επιταγής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του κομιστή της επιταγής κατά τα άρθρα 904 επ. ΑΚ. Ο οφειλέτης δεν είναι πάντως αναγκαίο για να ελευθερωθεί να επικαλεσθεί ρητά τον προκαλούμενο από την πληρωμή της επιταγής αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του κομιστή της, αλλ’ αρκεί να αναφερθεί στα στοιχεία που καθιστούν χωρίς νόμιμη αιτία την υποχρέωσή του και, συνεπώς, αχρεώστητη την πληρωμή της επιταγής, ο δε κομιστής αυτής ενεργεί προς βλάβη του οφειλέτη όταν κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής γνώριζε την ανυπαρξία ή την ελαττωματικότητα της αιτίας έκδοσης ή οπισθογράφησής της και την απέκτησε για να τον εμποδίσει να αντιτάξει ουσιώδεις ενστάσεις από τις προσωπικές του σχέσεις με τον προηγούμενο κομιστή της επιταγής και να επιτευχθεί έτσι η πληρωμή της, η οποία χωρίς τη μεταβίβασή της δεν θα επιτυγχανόταν. Οι ενστάσεις από την αιτία έκδοσης ή οπισθογράφησης της ακάλυπτης επιταγής μπορούν να προταθούν και ως άμυνα κατά της αγωγής αποζημίωσης με στόχο να αποκλεισθεί τελικά η ύπαρξη αντίστοιχης ζημίας του κομιστή της επιταγής, δηλαδή οι ενστάσεις αυτές, με τις οποίες αμφισβητείται η υποχρέωση εξόφλησης της επιταγής, κατατείνουν στην ουσία σε άρνηση της ζημίας του κομιστή ακάλυπτης επιταγής, όταν αυτός δεν επιδιώκει ευθέως την πληρωμή της επιταγής, αλλά την καταβολή ισόποσης αποζημίωσης με βάση το αδίκημα (ΑΠ 1051/2012, ο.π.). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281, 300, 288 και 914 του ΑΚ συνάγεται, ότι αυτός που δέχεται επιταγή σε γνώση του ότι δεν έχει αντίκρισμα, καθώς και ότι η αιτία για την οποία εκδόθηκε είναι άκυρη, ναι μεν με τη συμπεριφορά του δεν απαλλάσσει τον εκδότη από την ποινική του ευθύνη, παρέχει, όμως το δικαίωμα στον τελευταίο, είτε ενάγεται με βάση το νόμο περί επιταγών, είτε με βάση το αδίκημα, να αποκρούσει την αγωγή, επικαλούμενος, ότι, σε γνώση της έλλειψης αντικρίσματος, καθώς και της ελαττωματικότητας του τίτλου, έλαβε την επιταγή και ότι με την συμπεριφορά του αυτή, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο και ως προς την αξιούμενη ζημία και ως προς την ζημιογόνο πράξη, βρίσκεται σε κακή πίστη επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού έχει αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής, ή ότι αυτός, κατά την υποκειμένη σχέση, δεν έχει δικαίωμα να εισπράξει την επιταγή (ΑΠ 1804/2012, ο.π.).Εν προκειμένω, ο εναγόμενος προβάλλει με το δικόγραφο των προτάσεών του τον ισχυρισμό ότι οι ένδικες συμβάσεις δανείου είναι εικονικές, καθώς το μεταβιβασθέν προς αυτόν συνολικό ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα τμήμα του μεριδίου του επί της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος κατά το έτος 2010 πατέρα των διαδίκων, Κωνσταντίνου Βεντούρη, το οποίο και του απέδωσε ο εναγόμενος. Ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι συνεπεία της ελαττωματικότητας της αιτίας εκδόσεως της επίδικης επιταγής, δεν υφίσταται αξίωση του ενάγοντος από την επιταγή αυτή, την οποία, άλλωστε, έλαβε ο τελευταίος (ενάγων) εν γνώσει όχι μόνο της ελαττωματικότητάς της αλλά και της ελλείψεως αντικρίσματος και με την ειδικότερη συμφωνία να μην την εμφανίσει προς πληρωμή· επομένως, η εκ μέρους του επιδίωξη της πληρωμής του ποσού της επιταγής αντίκειται στην καλή πίστη. Οι ισχυρισμοί αυτοί του εναγομένου συνιστούν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής τόσο ως προς την κύρια όσο και ως προς τις επικουρικές βάσεις της, οι οποίες τυγχάνουν νόμιμες καθώς στηρίζονται στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 281, 300, 288 και 914 του ΑΚ (καθ’ ο μέρος στρέφονται κατά της κύριας και της πρώτης επικουρικής αγωγικής βάσης), 22 του ν. 5960/1933 «περί επιταγής» (καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της πρώτης επικουρικής αγωγικής βάσης) και 138 εδ. α΄ και 180 ΑΚ (καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης επικουρικής αγωγικής βάσης). Οι ίδιοι ισχυρισμοί αποτελούν συνάμα και αιτιολογημένη άρνηση της κύριας (αδικοπρακτικής) βάσης της υπό κρίσιν αγωγής και συγκεκριμένα της ζημίας του ενάγοντος. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθούν κατ’ ουσίαν.Από τη συνεκτίμηση της χωρίς όρκο εξέτασης του εναγομένου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι υπ’ αριθμ. 23613/24-09-2012 και 24076/21-02-2014 ένορκες βεβαιώσεις του Φανουρίου Καραγιάννη του Ιωάννη οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Άννας Καλλίτση – Παναγοπούλου, καθώς και οι υπ’ αριθμ. 40420/21-02-2014, 40414/20-02-2014 και 40419/20-02-2014 ένορκες βεβαιώσεις των Ματθαίου Φαλάγγα του Ευαγγέλου, Στυλιανού Βαλσαμάκη του Αλεξάνδρου και Αντωνίου Καρίντζη του Ιωάννη αντιστοίχως, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Ζαφειρίας Σουρή – Κωνσταντίνου, άπασες δε οι ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις διενεργήθηκαν στο πλαίσιο άλλης, προγενέστερης δίκης, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντάχθηκαν ειδικώς για να χρησιμοποιηθούν για την προκείμενη δίκη (ΑΠ 99/2010, ΕφΑΔ 2010,830, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι αδελφοί. Κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 καταρτίσθηκαν μεταξύ τους προφορικά και διαδοχικά τρεις δανειακές συμβάσεις δυνάμει των οποίων ο ενάγων δάνεισε ατόκως στον εναγόμενο τα επιμέρους χρηματικά ποσά του 1.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., των 600.000 δολαρίων Η.Π.Α. και των 400.000 δολαρίων Η.Π.Α., ήτοι συνολικά το ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α., προκειμένου να τον διευκολύνει στις εμπορικές του δραστηριότητες. Ειδικότερα, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων, ο ενάγων μεταβίβασε εμμέσως την κυριότητα των προαναφερόμενων χρηματικών ποσών στον εναγόμενο με την παρεμβολή εταιρειών συμφερόντων τους, και, συγκεκριμένα, εξέταξε προφορικά εταιρείες συμφερόντων του να καταβάλουν για λογαριασμό του τα ανωτέρω ποσά σε εταιρεία συμφερόντων του εναγομένου, η οποία μεσολάβησε επίσης ως εκτασσόμενη καθ’ υπόδειξιν του τελευταίου, προκειμένου ο τραπεζικός της λογαριασμός να χρησιμοποιηθεί ως μέσο ροής του εκάστοτε δανείσματος προς αυτόν (τον εναγόμενο). Έτσι, α) τη 19-10-2011 η εδρεύουσα στον Πειραιά εταιρεία με την επωνυμία «V. BULKERS S.A.», η οποία τυγχάνει συμφερόντων του ενάγοντος, ενέβασε για λογαριασμό του το χρηματικό ποσό του 1.000.000 $ στον τηρούμενο στην εδρεύουσα στη Γενεύη Ελβετίας τράπεζα με την επωνυμία «UBS AG» υπ’ αριθμ. CH540024024010032160V λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «BARRSTA TRADING LTD», η οποία τυγχάνει συμφερόντων του εναγομένου, με χρέωση του τηρούμενου στο κατάστημα Πειραιώς της τράπεζας με την επωνυμία «HSBC BANK PLC» υπ’ αριθμ. 001-048677-036 λογαριασμού της, β) την 25-10-2011 η εταιρεία με την επωνυμία «REGINBAY FINANCE LTD», η οποία τυγχάνει συμφερόντων του ενάγοντος, ενέβασε για λογαριασμό του το χρηματικό ποσό των 600.000 $ στον ως άνω λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «BARRSTA TRADING LTD» που τηρείται στην τράπεζα «UBS AG», με χρέωση του τηρούμενου στην τράπεζα με την επωνυμία «UBS (Monaco) S.A.» υπ’ αριθμ. 171671/001.000.840 λογαριασμού της, και γ) την 26-10-2011 η προαναφερόμενη εταιρεία «V. BULKERS S.A.» ενέβασε για λογαριασμό του ενάγοντος το χρηματικό ποσό των 400.000 $ στον ως άνω λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «BARRSTA TRADING LTD» που τηρείται στην τράπεζα «UBS AG», με χρέωση του παραπάνω λογαριασμού της που τηρείται στο κατάστημα Πειραιώς της τράπεζας «HSBC BANK PLC». Τα ανωτέρω προκύπτουν από τις μετ’ επικλήσεως προσκομισθείσες από 19-10-2011 έγγραφη αίτηση τηλεγραφικού εμβάσματος της εταιρείας V. BULKERS S.A. προς το κατάστημα Πειραιώς της τράπεζας HSBC, από 21-10-2011 απόδειξη χρέωσης της τράπεζας UBS (Monaco) S.A. και από 26-10-2011 έγγραφη αίτηση τηλεγραφικού εμβάσματος της εταιρείας V. BULKERS S.A. προς το κατάστημα Πειραιώς της τράπεζας HSBC. Σημειωτέον ότι στη θέση της υπογραφής του αιτούντος στις παραπάνω έγγραφες αιτήσεις τηλεγραφικού εμβάσματος της εταιρείας V. BULKERS S.A έχει τεθεί η σφραγίδα της εν λόγω εταιρείας και κάτωθι αυτής η υπογραφή του ίδιου του ενάγοντος. Προσέτι, η εντολή εκταμίευσης χρηματικού ποσού 3.000.000 $ από τον τηρούμενο στην τράπεζα UBS (Monaco) S.A. λογαριασμό της εταιρείας «REGINBAY FINANCE LTD» και μεταφοράς του κατά την 25-10-2010, διά τραπεζικού εμβάσματος, σε τραπεζικό λογαριασμό άλλης εταιρείας συμφερόντων του εναγομένου (της EXCLUSIVE CORPORATION), για τους λόγους που θα εκτεθούν αναλυτικά στη συνέχεια, δόθηκε επίσης από τον ενάγοντα [βλ. τη σχετική άνευ χρονολογίας εντολή του ενάγοντος προς το αρμόδιο στέλεχος της τράπεζας «UBS (Monaco) S.A.» Dr Urs Lustenberger σε συνδυασμό με το από 25-10-2010 ενημερωτικό σημείωμα για την διενέργεια του ανωτέρω εμβάσματος που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως). Από τα ως άνω γεγονότα προκύπτει ότι την εξουσία διαχείρισης των τραπεζικών λογαριασμών των εταιρειών V. BULKERS S.A. και REGINBAY FINANCE LTD και εκπροσώπησής τους εν γένει στις προς τα έξω σχέσεις τους είχε ο ενάγων, πράγμα από το οποίο επιβεβαιώνεται ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες ήταν συμφερόντων του. Οι καταβολές δε των εταιρειών αυτών προς την υποδειχθείσα από τον εναγόμενο εταιρεία BARRSTA TRADING LTD υποκατέστησαν την καταβολή του δανειστή ενάγοντος προς τον δανειζόμενο εναγόμενο, έκτοτε δε οι ανωτέρω διαδοχικές συμβάσεις δανείου θεωρούνται τελειωμένες σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη. Ακολούθως, ο εναγόμενος ανέλαβε τα ως άνω ποσά από τον τραπεζικό λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας του στον οποίο είχαν αυτά εμβασθεί, όπως ο ίδιος συνομολογεί στο δικόγραφο των προτάσεών του. Ως χρόνος για την απόδοση των δανείων ορίσθηκε η 31-12-2012. Για την οφειλή του εναγομένου προς τον ενάγοντα που απέρρεε από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις συντάχθηκε η μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 18-11-2011 δήλωση του πρώτου, με την οποία ρητώς δηλώθηκε απ’ αυτόν ότι έλαβε από τον αδελφό του (ενάγοντα) τη 19-10-2011 άτοκο δάνειο ποσού 1.000.000 $, την 25-10-2011 άτοκο δάνειο ποσού 600.000 $ και την 26-10-2011 άτοκο δάνειο ποσού 400.000 $, τα οποία όφειλε να του επιστρέψει την 31-12-2012, ενώ, επιπλέον, εγγυήθηκε την εξόφλησή τους προσωπικά ως αυτοφειλέτρια και η εδρεύουσα στη Λιβερία εταιρεία με την επωνυμία «AVECO HOLDINGS INC.», η οποία ετύγχανε συμφερόντων του εναγομένου και εκπροσωπείτο νομίμως απ’ αυτόν. Μάλιστα, η εν λόγω εταιρεία εξέδωσε διά του νομίμου εκπροσώπου της – εναγομένου στον Πειραιά, εις διαταγήν του ενάγοντος με τη ρήτρα «ουχί εις διαταγήν», την υπ’ αριθμ. 000827978 επιταγή ποσού 2.000.000 $, της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως. Η εν λόγω επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς έφερε ημερομηνία έκδοσης 31-12-2012, και πληρωτέα στην τράπεζα Egnatia Bank (υποκατάστημα Πειραιώς, οδός Κολοκοτρώνη αρ. 116 και Μεραρχίας) από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. 028 301 USD002433742 0 λογαριασμό της εκδότριας, η οποία ανέλαβε έτσι νέα υποχρέωση, από τον παραπάνω πιστωτικό τίτλο αυτή τη φορά, χάριν καταβολής της αρχικής υποχρέωσης του εναγομένου που απέρρεε από τις συμβάσεις δανείου. Για την έκδοση της συγκεκριμένης επιταγής χάριν αποδόσεως των δανείων έγινε ρητή μνεία στην προαναφερόμενη έγγραφη δήλωση του εναγομένου, η οποία υπογράφεται απ’ αυτόν τόσο για τον εαυτό του ατομικά όσο και υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «AVECO HOLDINGS INC.». Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 5§1 του νόμου 2842/2000, που ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 21 αυτού από 01-01-2001, καταργούνται οι διατάξεις του νόμου 362/1945, το άρθρο 2 του νόμου 944/1946 και γενικά κάθε διάταξη που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα: α) σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα, β) σε εγχώριο νόμισμα, εφόσον το ποσό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων αφήνεται να προσδιοριστεί από την τιμή του συναλλάγματος, του χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή του τιμαρίθμου. Επομένως, το γεγονός ότι οι ανωτέρω τρεις δανειακές συμβάσεις καθώς και η εκ της επιταγής σύμβαση συμφωνήθηκαν σε ξένο νόμισμα, ήτοι στο δολάριο Η.Π.Α., δεν τις καθιστά μη νόμιμες, αφού, με βάση τα ανωτέρω, ήρθη, πλέον, από τον ίδιο το νόμο η προηγουμένως μέχρι της 01-01-2000 απαγόρευση συνάψεως συμβάσεων σε ξένο νόμισμα (ΕφΠειρ 729/2012, Δνη 2013,748, ΔΕΕ 2013,621, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, επειδή ο εναγόμενος περιήλθε σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του από τις ως άνω συμβάσεις δανείου κατά την αρχικά ορισθείσα δήλη ημέρα (31-12-2012), συμφώνησε προφορικά με τον ενάγοντα κατά την 24-12-2012, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της επέλευσης της ως άνω δήλης ημέρας, τη μετάθεση του χρόνου απόδοσης των δανείων για την 28-02-2013. Επήλθε, έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο τροποποίηση των αρχικών συμβάσεων δανείου ως προς το χρόνο και μόνο της εκπλήρωσης της παροχής του εναγομένου. Για την τροποποιητική αυτή συμφωνία συντάχθηκε η μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 24-12-2012 δήλωση του εναγομένου, στην οποία αυτός επιβεβαίωνε ότι είχε λάβει άτοκα δάνεια συνολικού ύψους 2.000.000 $ από τον ενάγοντα αδελφό του, τα οποία όφειλε να αποδώσει αρχικά μεν κατά την 31-12-2012 και κατόπιν νεώτερης συμφωνίας κατά την 28-02-2013, ενώ επιπλέον δήλωνε ότι την εξόφληση των δανείων αυτών εξακολουθούσε να εγγυάται προσωπικά ως αυτοφειλέτρια και η προαναφερόμενη εταιρεία «AVECO HOLDINGS INC.», η οποία, μάλιστα, εξέδωσε διά του νομίμου εκπροσώπου της – εναγομένου στον Πειραιά, εις διαταγήν του ενάγοντος και με τη ρήτρα «ουχί εις διαταγήν», την υπ’ αριθμ. 000827979 επιταγή ποσού 2.000.000 $, της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως. Η εν λόγω επιταγή, η οποία εκδόθηκε σε αντικατάσταση της προηγούμενης, με ημερομηνία έκδοσης 31-12-2012, επιταγής, ήταν επίσης μεταχρονολογημένη, καθώς έφερε ημερομηνία έκδοσης 28-02-2013, και πληρωτέα στην ίδια ως άνω τράπεζα (Egnatia Bank, υποκατάστημα Πειραιώς, οδός Κολοκοτρώνη αρ. 116 και Μεραρχίας) από τον προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. 028 301 USD002433742 0 λογαριασμό της εκδότριας, η οποία ανέλαβε έτσι εκ νέου αυτοτελή υποχρέωση, απορρέουσα από τον παραπάνω πιστωτικό τίτλο, χάριν καταβολής της πηγάζουσας από τις ένδικες συμβάσεις δανείου υποχρέωσης του εναγομένου. Για την έκδοση της συγκεκριμένης επιταγής χάριν αποδόσεως των δανείων έγινε ρητή μνεία και στην προαναφερόμενη έγγραφη δήλωση του εναγομένου, η οποία υπογράφεται απ’ αυτόν τόσο για τον εαυτό του ατομικά όσο και υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας «AVECO HOLDINGS INC.». Επειδή, όμως, η ημέρα που είχε ορισθεί κατά τα ανωτέρω ως καταληκτική για την εκπλήρωση των πηγαζουσών από τις ένδικες συμβάσεις δανείου υποχρεώσεων του εναγομένου (δηλ. η 28-02-2013) παρήλθε άπρακτη λόγω της οικονομικής δυσχέρειάς του, ο τελευταίος κατήρτισε προφορικά με τον ενάγοντα κατά την 05-03-2013 σύμβαση χρονικής αφέσεως του χρέους, δυνάμει της οποίας του χορηγήθηκε νέα προθεσμία για την απόδοση του δανείσματος, αυτή τη φορά μέχρι τη 02-09-2013. Επιπλέον, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η καταβολή του συνόλου των οφειλόμενων ποσών να γίνει σε ευρώ, με βάση την τιμή αγοράς του ευρώ έναντι του δολαρίου Η.Π.Α. κατά την 28-02-2013, ημέρα κατά την οποία έπρεπε να εξοφληθούν τα δάνεια βάσει της πρώτης τροποποιητικής συμφωνίας των μερών. Ενόψει δε του ότι η τιμή αγοράς του ευρώ έναντι του δολαρίου Η.Π.Α. κατά τον ως άνω χρόνο είχε διαμορφωθεί σε 1 € προς 1,32935 $ (βλέπε το υπ’ αριθμ. 41/28-02-2013 δελτίο τιμών συναλλάγματος και ξένων τραπεζογραμματίων έναντι ευρώ του Δελτίου συναλλαγματικών ισοτιμιών αναφοράς της ΕΚΤ της 27-02-2013) και, επομένως, το ισάξιο σε ευρώ του οφειλόμενου συνολικού ποσού των 2.000.000 $ ανερχόταν στο ποσό των 1.504.494,68 €, οι διάδικοι συμφώνησαν προφορικά την άφεση του χρέους του εναγομένου καθ’ ο μέρος αυτό υπερέβαινε το 1.500.000 €, γεγονός που είχε ως συνέπεια την άμεση απόσβεση της αξίωσης του ενάγοντος έναντι του εναγομένου προς απόδοση του επιπλέον ποσού (ήτοι των 4.494,68 €). Για τις νέες αυτές συμφωνίες των διαδίκων συντάχθηκε η μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 05-03-2013 δήλωση του εναγομένου, στην οποία αυτός επιβεβαίωνε για μία ακόμη φορά ότι είχε λάβει άτοκα δάνεια συνολικού ύψους 2.000.000 $ από τον ενάγοντα αδελφό του, τα οποία όφειλε να αποδώσει, κατόπιν νεώτερης συμφωνίας, κατά τη 02-09-2013, καταβάλλοντάς του το συνολικό ποσό του 1.500.000 €. Χάριν καταβολής του ως άνω ποσού, ο εναγόμενος εξέδωσε στον Πειραιά, ενεργώντας πλέον ο ίδιος ατομικά, εις διαταγήν του ενάγοντος και χωρίς τη ρήτρα «ουχί εις διαταγήν» αυτή τη φορά, την υπ’ αριθμ. 01987624-4 επιταγή ποσού 1.500.000 €, της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως, αναλαμβάνοντας έτσι νέα αυτοτελή υποχρέωση έναντι του ενάγοντος, απορρέουσα από τον παραπάνω πιστωτικό τίτλο. Η εν λόγω επιταγή, ήταν μεταχρονολογημένη, καθώς έφερε ημερομηνία έκδοσης 02-09-2013, και πληρωτέα στην τράπεζα Millennium Bank (υποκατάστημα Τερψιθέας Πειραιώς, οδός Ηρ. Πολυτεχνείου αρ. 85 και Χαρ. Τρικούπη) από τον τηρούμενο σ’ αυτήν υπ’ αριθμ. 038 137 0002229559 λογαριασμό του εκδότη της – εναγομένου. Για την έκδοση της συγκεκριμένης επιταγής χάριν αποδόσεως των δανείων έγινε ρητή μνεία και στην ανωτέρω αναφερόμενη από 05-03-2013 ενυπόγραφη έγγραφη δήλωση του εναγομένου. Όπως προεκτέθηκε, τόσο οι προγενέστερες από 18-11-2011 και από 24-12-2012 έγγραφες δηλώσεις του εναγομένου, όσο και η τελευταία χρονικά, από 05-03-2013 δήλωση αυτού φέρουν την υπογραφή του, η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητείται απ’ αυτόν. Επομένως, τα εν λόγω έγγραφα θεωρούνται αναγνωρισμένα από τον εναγόμενο και, ως εκ τούτου, αποτελούν πλήρη απόδειξη τόσο ως προς την προέλευση των δικαιοπρακτικών δηλώσεων που διαλαμβάνονται σ’ αυτά από τον εκδότη τους όσο και ως προς το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών, επιτρέπεται, όμως, ανταπόδειξη (αρθρ. 445 και 457§§2 και 3 ΚΠολΔ). Εντούτοις, και η νέα προθεσμία που τάχθηκε προς τον εναγόμενο προς απόδοση του οφειλόμενου συνολικού ποσού των δανείων, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά τις προεκτεθείσες τροποποιητικές των αρχικών συμβάσεων συμφωνίες και τη σύμβαση μερικής αφέσεως χρέους (1.500.000 €), παρήλθε άπρακτη. Όταν δε ο ενάγων αξίωσε από τον εναγόμενο, μετά την παρέλευση της ως άνω δήλης ημέρας (02-09-2013), την εξόφληση της απαίτησής του, δηλώνοντάς του συγχρόνως ότι σε διαφορετική περίπτωση θα εμφάνιζε προς πληρωμή την υπ’ αριθμ. 01987624-4/02-09-2013 επιταγή που είχε εις χείρας του, ο τελευταίος (εναγόμενος) προέβη σε ανάκληση του εν λόγω πιστωτικού τίτλου, δίνοντας εντολή προς την πληρώτρια τράπεζα με την από 06-09-2013 δήλωσή του, που περιήλθε στο ως άνω πιστωτικό ίδρυμα την 09-09-2013, να μην προβεί στην πληρωμή του. Ωστόσο, η ανάκληση της ένδικης επιταγής έγινε πριν από την εκπνοή της οκταήμερης προθεσμίας εμφανίσεώς της προς πληρωμή (αρθρ. 29 ν. 5960/1933) και, συνεπώς, εφόσον επακολούθησε εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, είναι ανίσχυρη – σύμφωνα με τον κανόνα δημόσιας τάξης που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 32§1 του ν. 5960/1933 και καθιερώνει το σύστημα της σχετικής αδυναμίας ανάκλησης της επιταγής – και ισοδυναμεί με έκδοση ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 1702/2002, Δνη 2003,1605, ΧρΙδΔ 2003,157, ΝοΒ 2003,1222, ΕφΠειρ 347/2012, ΔΕΕ 2012,1049, ΕφΠειρ 524/2002, ΕΕμπΔ 2002,608, ΔΕΕ 2003,76, ΕΤρΑξΧρΔ 2002,883, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τελικά, η ως άνω επιταγή εμφανίσθηκε νόμιμα από το λήπτη και κομιστή της ενάγοντα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα κατά την 09-09-2013, ήτοι εντός της ανωτέρω οκταήμερης προθεσμίας (αφετηρία της οποίας είναι η χρονολογία εκδόσεως που αναγράφεται στον τίτλο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 εδ. δ΄ του ν. 5960/1933), αλλά δεν πληρώθηκε λόγω της προαναφερόμενης ανακλήσεώς της, μη υφισταμένων, άλλωστε, και επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στον τηρούμενο στην ως άνω τράπεζα λογαριασμό του εναγομένου, από τον οποίο ήταν πληρωτέα, γεγονότα τα οποία βεβαιώθηκαν από τα αρμόδια όργανα της τράπεζας αυτής επί του σώματος της επιταγής. Η μη πληρωμή του ανωτέρω πιστωτικού τίτλου σε συμμόρφωση της πληρώτριας τράπεζας προς τη σχετική εντολή του εναγομένου ισοδυναμεί με μη πληρωμή του λόγω παντελούς ελλείψεως ή ανεπάρκειας διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα εν γνώσει του εκδότη του, αφού έτσι, ακόμη και αν υφίσταντο επαρκή κεφάλαια στον ως άνω λογαριασμό αυτού, τα κεφάλαια αυτά θα μεταβάλλονταν σε μη διαθέσιμα, η δε γνώση του περιστατικού αυτού από τον εκδότη που έδωσε τη σχετική εντολή είναι αυτόδηλη (ΑΠ 723/2007, ΔΕΕ 2007,1207, ΝοΒ 2007,2417, ΕφΘρακ 489/2008, ΔΕΕ 2009,607, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι τελούσε εις γνώσιν κατά το χρόνο εκδόσεως της επίδικης επιταγής και κατά το χρόνο εμφάνισής της στην πληρώτρια τράπεζα ότι ο εκεί τηρούμενος λογαριασμός του δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών του, σχετικής ομολογίας του (αρθρ. 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ). Από την προπεριγραφόμενη υπαίτια (δόλια) και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, που προέβη στην έκδοση της ανωτέρω ακάλυπτης επιταγής, ο ενάγων υπέστη ζημία ίση με το ποσό του κεφαλαίου της (ήτοι 1.500.000 €), το οποίο και δεν εισέπραξε. Όπως προεκτέθηκε, ο εναγόμενος αρνείται τη ζημία του ενάγοντος ισχυριζόμενος ότι η αιτία έκδοσης της ένδικης ακάλυπτης επιταγής (καθώς και των δύο προηγούμενων που είχαν εκδοθεί από την εταιρεία «AVECO HOLDINGS INC.») ήταν εξ αρχής ελαττωματική και δη εικονική και, επομένως, άκυρη, λόγος για τον οποίο ο μεν αντίδικός του δεν είχε δικαίωμα να επιδιώξει την είσπραξή της (της επιταγής) αυτός δε δεν υποχρέωση να την εξοφλήσει. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 7021/17-02-2010 δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος κατά τη 18-08-2010 Κωνσταντίνου Βεντούρη του Γεωργίου, πατέρα των διαδίκων, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Πελαγίας Λεοντιάδου και δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς κατά τη συνεδρίαση της 08-10-2010, συνταχθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. 933/2010 σχετικού πρακτικού του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο κληρονομούμενος, αφενός μεν κατέλειπε συγκεκριμένα ακίνητά του στα έξι τέκνα του [Ευάγγελο, Αντώνιο, Γεώργιο, Χαράλαμπο (ενάγοντα), Απόστολο (εναγόμενο) και Εργίνα] και στον εγγονό του Κωνσταντίνο Βεντούρη του Γεωργίου, αφετέρου δε εγκατέστησε τον ενάγοντα κληρονόμο σε όλη την υπόλοιπη κινητή και ακίνητη περιουσία του, πέραν αυτής που είχε ήδη διαθέσει εν ζωή ή διέθεσε με τη συγκεκριμένη διαθήκη του. Η ως άνω υπόλοιπη περιουσία του κληρονομούμενου περιελάμβανε, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. 2599/03-06-2011 έκθεση απογραφής κληρονομιαίας περιουσίας, η οποία συντάχθηκε με βάση σχετική δήλωση του ενάγοντος ενώπιον της συμβολαιογράφου Μήλου με έδρα την Κίμωλο Αλεξάνδρας Κατσαΐτη, ορισμένα ακίνητα, όλα ευρισκόμενα στην περιφέρεια του Δήμου Κιμώλου, τους τηρούμενους στην Εμπορική Τράπεζα (κατάστημα Ακτής Μιαούλη – 106) υπ’ αριθμ. 565110206 λογαριασμό ταμιευτηρίου και υπ’ αριθμ. 611657620016 λογαριασμό ταμιευτηρίου συναλλάγματος, στον πρώτο των οποίων υπήρχε χρηματικό ποσό 7.013,01 € και στον δεύτερο 3.804,14 $, καθώς και 600 μετοχές, ονομαστικής αξίας 293,48 € εκάστης, της εταιρείας με την επωνυμία «Κωνσταντίνος και Χαράλαμπος Βεντούρης Ναυτική Εταιρεία». Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι, όπως ο ίδιος ο ενάγων του δήλωσε, στην κληρονομιαία περιουσία του Κωνσταντίνου Βεντούρη περιλαμβανόταν και το χρηματικό ποσό των 13.000.000 $, για το οποίο ουδεμία μνεία γινόταν τόσο στην ανωτέρω δημόσια διαθήκη όσο και στην προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 2599/03-06-2011 έκθεση απογραφής κληρονομιαίας περιουσίας, και, επιπλέον, ότι μέρος του ποσού αυτού, ύψους 5.000.000 $, ο κληρονομούμενος είχε καταλείψει σ’ αυτόν (τον εναγόμενο). Επίσης, ισχυρίζεται ότι ο ενάγων του απέδωσε πράγματι το καταλειφθέν σ’ αυτόν ποσό, τμηματικά, και συγκεκριμένα του κατέβαλε 3.000.000 $ κατά το έτος 2010 και τα υπόλοιπα 2.000.000 $, που αποτελούν και το αντικείμενο της κρινόμενης αγωγής, του τα κατέβαλε κατά το μήνα Οκτώβριο του επόμενου έτους (2011). Επειδή, όμως, πάντα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του εναγομένου, ο ενάγων δεν επιθυμούσε να γνωστοποιηθεί στους υπόλοιπους κληρονόμους η αιτία των ως άνω καταβολών του προς τον εναγόμενο, προκειμένου να αποφύγει το ενδεχόμενο εγέρσεως κληρονομικών αξιώσεων εκ μέρους τους, ζήτησε από τον τελευταίο αφενός μεν να του μεταβιβάσει εικονικά την κυριότητα ενός ακινήτου του («βίλας») στη Βάρη Αττικής, ώστε να δημιουργείται προς τους τρίτους η εντύπωση ότι το καταβληθέν ποσό των 3.000.000 $ αποτελούσε το τίμημα αγοράς του εν λόγω ακινήτου, αφετέρου δε να καταρτίσουν εικονικά τις ένδικες δανειακές συμβάσεις ώστε να δημιουργείται προς τους τρίτους η εντύπωση ότι το υπόλοιπο ποσό των 2.000.000 $ του καταβλήθηκε ως δάνειο, όπως και έγινε. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του αυτών ο εναγόμενος προβάλλει τα εξής επιχειρήματα: α) η προαναφερόμενη από 18-11-2011 έγγραφη δήλωσή του, με την οποία βεβαίωνε ότι έλαβε από τον αδελφό του (ενάγοντα) τη 19-10-2011 άτοκο δάνειο ποσού 1.000.000 $, την 25-10-2011 άτοκο δάνειο ποσού 600.000 $ και την 26-10-2011 άτοκο δάνειο ποσού 400.000 $, τα οποία όφειλε να του επιστρέψει την 31-12-2012, συντάχθηκε ένα περίπου μήνα μετά την προς αυτόν καταβολή του συνολικού ποσού των 2.000.000 $ από τον ενάγοντα, β) οι δύο πρώτες επιταγές ήταν πληρωτέες από τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας «AVECO HOLDINGS INC.», η οποία τελούσε ήδη από μακρού χρόνου σε αδράνεια, δεν είχε δηλαδή κανένα αντικείμενο δραστηριότητας, δεν διέθετε περιουσιακά στοιχεία και στην εταιρική σφραγίδα της αναγραφόταν μόνο μία διεύθυνση αλληλογραφίας, γ) στις δύο πρώτες επιταγές είχε τεθεί η ρήτρα «ουχί εις διαταγήν» και, επομένως, δεν θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν περαιτέρω, δ) οι δύο πρώτες επιταγές είχαν εκδοθεί σε αλλοδαπό νόμισμα και, επομένως, δεν ήταν νόμιμες, δεν μπορούσαν να εισπραχθούν στην Ελλάδα και δεν μπορούσε να εκδοθεί με βάση αυτές διαταγή πληρωμής και ε) ουδεμία ανάγκη δανεισμού του υφίστατο δεδομένου ότι αφενός μεν το έτος 2009 είχε πωλήσει της μετοχές του στη ναυτιλιακή εταιρεία «Ν.Ε.Λ. Α.Ε.» έναντι σημαντικού τιμήματος αφετέρου δε το έτος 2010 ο ενάγων του είχε καταβάλει 3.000.000 $, όπως προεκτέθηκε. Επί των ισχυρισμών αυτών του εναγομένου λεκτέα τα εξής: Είναι πράγματι αληθές ότι την 25-10-2010 ο ενάγων μεταβίβασε εμμέσως την κυριότητα χρηματικού ποσού 3.000.000 $ στον εναγόμενο εκτάσσοντας, και πάλι, προφορικά εταιρεία συμφερόντων του να καταβάλει για λογαριασμό του το ανωτέρω ποσό σε εταιρεία συμφερόντων του εναγομένου. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω χρόνο, η εταιρεία με την επωνυμία «REGINBAY FINANCE LTD», η οποία τυγχάνει συμφερόντων του ενάγοντος κατά τα προεκτεθέντα, ενέβασε για λογαριασμό του το χρηματικό ποσό των 3.000.000 $, στον τηρούμενο στην εδρεύουσα στη Γενεύη Ελβετίας τράπεζα με την επωνυμία «UBS AG» υπ’ αριθμ. 0243-414740 (IBAN CH230024324341474060J) λογαριασμό της εταιρείας με την επωνυμία «EXCLUSIVE CORPORATION», η οποία τυγχάνει συμφερόντων του εναγομένου, με χρέωση λογαριασμού της που τηρείτο στην τράπεζα με την επωνυμία «UBS (Monaco) S.A.» [βλ. την προαναφερόμενη άνευ χρονολογίας εντολή του ενάγοντος προς το αρμόδιο όργανο της τράπεζας «UBS (Monaco) S.A.» Doctor Urs Lustenberger σε συνδυασμό με το από 25-10-2010 ενημερωτικό σημείωμα για την διενέργεια του ανωτέρω εμβάσματος]. Μάλιστα, ο εναγόμενος συνέταξε για την ως άνω καταβολή τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 22-10-2010 δήλωση – απόδειξή του με την οποία βεβαίωνε ότι έλαβε το παραπάνω ποσό προς συμπλήρωση και υπερκάλυψη της νόμιμης μοίρας του από την κληρονομία του πατέρα του. Με το ίδιο έγγραφο δήλωνε, επιπλέον, ότι μετά τη λήψη του ποσού αυτού ουδεμία απαίτηση είχε κατά του ενάγοντος ή οιουδήποτε άλλου κληρονόμου σχετικά με την κληρονομία του πατέρα τους και ότι παραιτείτο ρητά τόσο από το δικαίωμα συμπλήρωσης της νόμιμης μοίρας του όσο και από οποιοδήποτε κληρονομικό του δικαίωμα ή δικαίωμα προσβολής της ανωτέρω αναφερόμενης διαθήκης του κληρονομουμένου για οποιοδήποτε λόγο. Την ίδια ημέρα συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Πελαγίας Λεοντιάδου και η υπ’ αριθμ. 7458/22-10-2010 πράξη εμφανίσεως και δηλώσεως του εναγομένου, στην οποία αναφερόταν ότι αυτός αναγνώριζε ρητά και ανεπιφύλακτα ως καθ’ όλα έγκυρη και νόμιμη την από 17-02-2010 δημόσια διαθήκη του πατέρα του και δήλωνε ότι το κληρονομικό του δικαίωμα είχε πλήρως ικανοποιηθεί, καθόσον η νόμιμη μοίρα του είχε υπερκαλυφθεί. Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι κατά το έτος 2010 ο εναγόμενος έλαβε από τον ενάγοντα χρηματικό ποσό 3.000.000 $ προς ικανοποίηση δικαιωμάτων του επί της κληρονομίας του πατέρα τους, Κωνσταντίνου Βεντούρη. Για την είσπραξη δε του ως άνω ποσού συνέταξε και υπέγραψε το προαναφερόμενο σχετικό έγγραφο, στο οποίο έκανε ρητή μνεία της αιτίας της προς αυτόν γενομένης χρηματικής καταβολής. Αν, επομένως, και η μεταγενέστερη καταβολή των 2.000.000 $ αφορούσε την κληρονομία του πατέρα του, ο εναγόμενος θα είχε συντάξει έγγραφο αντιστοίχου περιεχομένου με το προαναφερόμενο. Τέτοιο έγγραφο, όμως, δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει στο Δικαστήριο αυτός. Αντιθέτως, στο έγγραφο που συνέταξε σχετικά με την κρίσιμη εν προκειμένω καταβολή των 2.000.000 $ (δηλαδή την ανωτέρω αναφερόμενη από 18-11-2011 δήλωσή του) ανέφερε ως αιτία των προς αυτών γενομένων τμηματικών καταβολών το άτοκο δάνειο. Περαιτέρω, αναφορικά με την εικονική μεταβίβαση του ακινήτου του («βίλας») στη Βούλα Αττικής, και ανεξάρτητα από το σκοπό που εξυπηρετούσε η μεταβίβαση αυτή, ο οποίος δεν ενδιαφέρει, άλλωστε, εν προκειμένω, αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι συνέταξαν το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από 04-02-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος μεταβίβασε, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος ύψους 10 €, στον ενάγοντα το σύνολο των μετοχών (1.000) της εταιρείας συμφερόντων του με την επωνυμία «BARRSTA TRADING LIMITED», η οποία και κατείχε τις μετοχές της κυρίας του ως άνω ακινήτου, ελληνικής εταιρείας με την επωνυμία «ΖΥΓΟΣ». Συγχρόνως, όμως, συνέταξαν ένα αντέγγραφο, ήτοι το επίσης προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως άνευ χρονολογίας ιδιωτικό συμφωνητικό δυνάμει του οποίου ο ενάγων μεταβίβαζε, έναντι του ίδιου ως άνω χρηματικού ανταλλάγματος, στον εναγόμενο τις ίδιες πιο πάνω μετοχές της εταιρείας «BARRSTA TRADING LIMITED». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εναγόμενος εξασφάλιζε ότι θα μπορούσε, όποτε αυτός έκρινε σκόπιμο και χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη του ενάγοντος, να επανακτήσει τις μετοχές της ως άνω εταιρείας και, ουσιαστικά, την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου. Η ύπαρξη του ανωτέρω αντεγγράφου αποδεικνύει πλήρως το ότι οι δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων κατά την κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης των ως άνω μετοχών από τον εναγόμενο προς τον ενάγοντα ήταν εικονικές και δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, έγιναν, δηλαδή, με σκοπό να δημιουργηθεί στους τρίτους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης των μετοχών αυτών χωρίς να υπάρχει πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής. Τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία αποδεικνύεται η εικονικότητα της ως άνω σύμβασης συνομολογεί και ο ενάγων στο δικόγραφο της προσθήκης των προτάσεών του, επικαλούμενος, όμως, ότι ο πραγματικός σκοπός της ως άνω εικονικής μεταβίβασης δεν ήταν αυτός που αναφέρει ο εναγόμενος, αλλά η φαινομενική εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του τελευταίου προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος αναγκαστικής εκποίησης αυτών από τρίτους δανειστές του. Ενώ, όμως, για την ως άνω εικονική σύμβαση μεταβίβασης μετοχών συντάχθηκε αντέγγραφο, δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο και για τις ένδικες συμβάσεις δανείου, γεγονός ενδεικτικό του ότι οι σχετικές με τις ως άνω συμβάσεις δηλώσεις βούλησης των συμβαλλομένων μερών έγιναν στα σοβαρά και όχι φαινομενικά. Σε αντίθετη περίπτωση, θα είχε συνταχθεί τέτοιο αντέγγραφο και για τις συμβάσεις αυτές, όπως συνάγεται από την πρακτική που εφάρμοσαν οι διάδικοι κατά την κατάρτιση της ως άνω πράγματι εικονικής σύμβασής τους. Έτι περαιτέρω, αναφορικά με τα ανωτέρω επιχειρήματα που παραθέτει ο εναγόμενος προς επίρρωση του ισχυρισμού του περί εικονικότητας των δανείων, πρέπει να σημειωθεί ότι α) μόνο το γεγονός ότι τα επιμέρους ποσά του 1.000.000 $, των 600.000 $ και των 400.000 $ είχαν καταβληθεί από τον ενάγοντα στον εναγόμενο όχι κατά την ημέρα συντάξεως της από 18-11-2011 έγγραφης δήλωσης του εναγομένου αλλά προγενέστερα, και δη κατά τη 19-10-2011, την 25-10-2011 και την 26-10-2011 αντιστοίχως δυνάμει προφορικών δανειακών συμβάσεων, δεν καθιστά εικονικές τις συμβάσεις αυτές (βλ. ΑΠ 1327/2001, ΕΕμπΔ 2002,867, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), β) από κανένα από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπ’ όψιν του Δικαστηρίου δεν αποδεικνύεται ότι η εκδότρια των δύο πρώτων επιταγών εταιρεία «AVECO HOLDINGS INC.» ήταν αδρανής, δεν ασκούσε επιχειρηματική δραστηριότητα, ούτε διέθετε περιουσιακά στοιχεία κατά το χρόνο έκδοσης των εν λόγω επιταγών. Ακόμη, όμως, και αν υποτεθεί αληθής ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου, ουδόλως αποδεικνύεται ότι ο ενάγων τελούσε εις γνώσιν του γεγονότος αυτού, γ) η ρήτρα «ουχί εις διαταγήν» που είχε τεθεί επί των δύο πρώτων επιταγών δεν έθιγε το κύρος αυτών, ούτε απαγόρευε την περαιτέρω κυκλοφορία τους, αλλ’ απλώς τις καθιστούσε ονομαστικές (αρθρ. 5§1 εδ. β΄ του ν. 5960/1933) και μεταβιβάσιμες μόνο κατά τον τύπο και με τα αποτελέσματα της κοινής εκχώρησης (αρθρ. 14§2 του ν. 5960/1933). Σε κάθε περίπτωση, αν ο εναγόμενος είχε θέσει τη συγκεκριμένη ρήτρα επί του σώματος των ως άνω τίτλων προκειμένου να αποτρέψει τη μεταβίβασή τους δι’ οπισθογραφήσεως σε τρίτα πρόσωπα, έναντι των οποίων δεν θα μπορούσε να αντιτάξει τη στηριζόμενη στις προσωπικές του σχέσεις με τον ενάγοντα ένσταση εικονικότητας της αιτίας εκδόσεώς τους, με βάση τη θεσπιζόμενη στη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 αρχή του απροβλήτου των ενστάσεων, ασφαλώς και θα έπραττε το ίδιο και με την τρίτη (δηλαδή την ένδικη) επιταγή, κάτι το οποίο, όμως, δεν έπραξε, δ) όπως προεκτέθηκε, οι ένδικες τρεις δανειακές συμβάσεις καθώς και οι εκ των δύο πρώτων επιταγών συμβάσεις νομίμως συμφωνήθηκαν σε ξένο νόμισμα, μπορούσε δε να εισπραχθεί στην Ελλάδα το ισάξιό του ποσού των πηγαζουσών από αυτές απαιτήσεων σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του αλλοδαπού νομίσματος στο οποίο ήταν εκπεφρασμένες αυτές με το εγχώριο νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής, υπό τους ίδιους όρους, δε, ήταν δυνατή και η έκδοση διαταγής πληρωμής βάσει αυτών (αρθρ. 291, 292 ΑΚ και 6§1 του ν. 5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 20 ΕισΝΑΚ) και ε) η σύναψη δανειακών συμβάσεων για τη χρηματοδότηση της δραστηριότητας ενός επιχειρηματία δεν προϋποθέτει αναγκαία την οικονομική αδυναμία αυτού. Μόνη, επομένως, η οικονομική ευρωστία την οποία επικαλείται ότι διέθετε περί τα τέλη του έτους 2011 ο εναγόμενος, χωρίς, όμως, και να το αποδεικνύει, δεν αρκεί για να αναιρέσει τη σκοπιμότητα κατάρτισης των ένδικων συμβάσεων δανείου. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται, τέλος, ότι οι σχέσεις του με τον ενάγοντα ήταν αρχικά καλές και, για το λόγο αυτό, ήταν πεπεισμένος κατά την κατάρτιση των εικονικών δανειακών συμβάσεων και την έκδοση της πρώτης από τις προαναφερόμενες επιταγές ότι ο ενάγων δεν θα ήγειρε ποτέ αξιώσεις από τις συμβάσεις αυτές και την εν λόγω επιταγή. Αναφέρει, όμως, ότι περί τα μέσα του έτους 2012, όταν περιήλθε στην κατοχή του το ηλεκτρονικό αρχείο του ενάγοντος που αφορούσε την κληρονομία του αποβιώσαντος πατέρα τους και αντιλήφθηκε ότι ο αντίδικός του είχε τελέσει σωρεία αξιόποινων πράξεων προκειμένου να αποκρύψει από τους υπόλοιπους συγκληρονόμους το πραγματικό μέγεθος της κληρονομιαίας περιουσίας και στη συνέχεια να την ιδιοποιηθεί παράνομα, οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο, ενώ ήδη γνώριζε ότι ο αδελφός του είχε εξαπατήσει όχι μόνον αυτόν αλλά και τους υπόλοιπους αδελφούς τους, δεν αποκάλυψε την πραγματική αιτία της προς αυτόν καταβολής του ποσού των 2.000.000 $ από τον ενάγοντα αλλά εξακολούθησε να δηλώνει εγγράφως, τόσο κατά την 24-12-2012 όσο και κατά την 05-03-2013, ότι έλαβε το ανωτέρω ποσό ως δάνειο, ενώ συγχρόνως εξέδωσε και παρέδωσε στον τελευταίο, χάριν αποδόσεως του δανείου σύμφωνα με τις ανωτέρω έγγραφες δηλώσεις του, τις προαναφερόμενες υπ’ αριθμ. 000827979/28-02-2013 και 01987624-4/02-09-2013 μεταχρονολογημένες επιταγές. Ο ισχυρισμός του ότι προέβη σ’ αυτές τις ενέργειες, κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, για να διατηρηθεί το «status quo» μεταξύ των διαδίκων μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι μεταξύ τους διαπραγματεύσεις σχετικά με το μερίδιο που εδικαιούτο από την κληρονομία του πατέρα τους και επέλθει συμβιβαστική επίλυση των διαφορών τους, δεν κρίνεται πειστικός, αφού, σύμφωνα με όσα ο ίδιος (ο εναγόμενος) υποστήριξε εξεταζόμενος χωρίς όρκο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι ως άνω διαπραγματεύσεις δεν αφορούσαν το συνολικό χρηματικό ποσό των 5.000.000 $ που είχε ήδη λάβει από τον ενάγοντα αλλά το επιπλέον ποσό που θα έπρεπε να του καταβάλει ο τελευταίος προς ικανοποίηση των κληρονομικών του δικαιωμάτων. Εφόσον, επομένως, οι ανωτέρω διαπραγματεύσεις είχαν, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, ως αποκλειστικό αντικείμενο τον καθορισμό του ύψους της οφειλής του ενάγοντος έναντί του για την ανωτέρω αιτία, ουδείς λόγος υφίστατο για τη σύνταξη των ανωτέρω από 24-12-2012 και 05-03-2013 έγγραφων δηλώσεων και την έκδοση των υπ’ αριθμ. 000827979/28-02-2013 και 01987624-4/02-09-2013 μεταχρονολογημένων επιταγών. Εξάλλου, στις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από 07-06-2012 προσωπική επιστολή, από 01-10-2012 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση, διαμαρτυρία και από 15-10-2012 εξώδικη δήλωση, απάντηση, πρόσκληση, διαμαρτυρία του εναγομένου προς τον ενάγοντα ουδεμία μνεία γίνεται στην καταβολή του ένδικου ποσού των 2.000.000 $ από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενο και την αιτία της καταβολής αυτής, παρότι οι ως άνω επιστολές και δηλώσεις έχουν συνταχθεί σε χρόνο κατά τον οποίο ο εναγόμενος είχε ενημερωθεί πλήρως για τις παράνομες πράξεις που αποδίδει στον ενάγοντα και άπτονται της κληρονομιαίας περιουσίας. Αντιθέτως, μνημονεύεται ρητά στις επιστολές και δηλώσεις αυτές η καταβολή του ποσού των 3.000.000 $ Η.Π.Α. από τον ενάγοντα προς τον εναγόμενο και η αιτία αυτής, γίνεται δε και νύξη για την εικονική μεταβίβαση του ακινήτου του στη Βάρη Αττικής. Αν η προς αυτόν καταβολή των 2.000.000 $ δεν είχε γίνει στα πλαίσια των ένδικων δανειακών συμβάσεων αλλά προς ικανοποίηση κληρονομικών του δικαιωμάτων, όπως πράγματι συνέβη με την ανωτέρω καταβολή των 3.000.000 $, είναι βέβαιο ότι ο εναγόμενος θα το μνημόνευε στις ως άνω επιστολές και δηλώσεις του, οι οποίες έχουν αντικείμενο τις κληρονομικές διαφορές που είχαν ήδη προκύψει τότε μεταξύ των αντιδίκων. Ιδίως δε, θα το δήλωνε ρητά στην προαναφερόμενη από 15-10-2012 εξώδικη δήλωσή του, σε απάντηση της από 11-10-2012 εξώδικης δήλωσης – διαμαρτυρίας του ενάγοντος αδελφού του προς αυτόν, όπου ο τελευταίος έκανε ρητή αναφορά στην ένδικη απαίτησή του έναντι του εναγομένου από τις συμβάσεις δανείου. Ειδικότερα, ο ενάγων δήλωνε στο ως άνω εξώδικό του, απευθυνόμενος προς τον εναγόμενο, ότι «… στην προσπάθειά σου όχι μόνο να αποφύγεις την πληρωμή της οφειλής σου σε μένα (εννοεί την ένδικη οφειλή από τις δανειακές συμβάσεις καθώς ουδέν άλλο χρέος του εναγομένου προς τον αντίδικό του αποδείχθηκε ότι υφίστατο τότε) αλλά και να αποκομίσεις περαιτέρω οφέλη …». Όμως, ο εναγόμενος τίποτα σχετικό δεν αναφέρει στα ανωτέρω έγγραφά του επειδή ακριβώς, η καταβολή των 2.000.000 $ από τον ενάγοντα προς αυτόν ουδόλως σχετίζεται με την κληρονομία του πατέρα τους, αλλά έγινε σε εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων δανείου. Καθίσταται, έτσι, προφανές ότι ο εναγόμενος, ο οποίος πράγματι είχε συνάψει τα ένδικα δάνεια με τον ενάγοντα, επιδιώκει να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του που πηγάζουν απ’ αυτά, επικαλούμενος, οψίμως, κληρονομικές αξιώσεις του έναντι του ενάγοντος, οι οποίες, αφενός μεν προέκυψαν (εφόσον, και στο βαθμό που, υφίστανται) σε μεταγενέστερο χρόνο από την κατάρτιση των ως άνω δανειακών συμβάσεων, αφετέρου δε δεν έχουν ακόμη εκκαθαρισθεί, λόγος, άλλωστε, για τον οποίο και δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα ως προς το ύψος τους, ούτε, προτείνονται σε συμψηφισμό. Εφόσον, επομένως, ουδόλως αποδεικνύεται ότι οι ανωτέρω συμβάσεις δανείου ήταν εικονικές, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου, επί του οποίου στηρίζεται και η προβαλλόμενη απ’ αυτόν άρνηση της ζημίας του ενάγοντος από τη μη πληρωμή της ένδικης ακάλυπτης επιταγής. Για τον ίδιο λόγο, και, επιπλέον, επειδή από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων έλαβε την επιταγή αυτή εν γνώσει της ελλείψεως αντικρίσματος και με την ειδικότερη συμφωνία να μην την εμφανίσει προς πληρωμή, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και η καταλυτική της αγωγής ένσταση του εναγομένου περί αντιθέσεως στην καλή πίστη της εκ μέρους του ενάγοντος επιδιώξεως της πληρωμής του ποσού της επιταγής. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το αίτημα του εναγομένου για αναστολή της δίκης κατ’ αρθρ. 249 ΚΠολΔ μέχρις εκδόσεως τελεσίδικης απόφασης επί των α) από 01-11-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 145977/4217/01-11-2013, β) από 20-11-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 158794/4580/26-11-2013, γ) από 20-11-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 158777/4579/26-11-2013, δ) από 19-12-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 175694/5072/27-12-2013, ε) από 10-12-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 175647/5068/27-12-2013 και στ) από 10-12-2013 και υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 175673/5071/27-12-2013 αγωγών του εναγομένου κατά, μεταξύ άλλων και, του ενάγοντος με αντικείμενο αντιστοίχως: α) την κήρυξη της πλαστότητας της προαναφερόμενης υπ’ αριθμ. 7021/17-02-2010 δημόσιας διαθήκης του πατέρα των διαδίκων Κωνσταντίνου Βεντούρη που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Πελαγίας Λεοντιάδου και την αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω δημόσιας διαθήκης, β) την κήρυξη της πλαστότητας του υπ’ αριθμ. 709/17-08-2010 συμβολαίου συστάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών και κανονισμού σχέσεων συνιδιοκτητών της συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Αδαμάκη και την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω συμβολαίου, γ) την κήρυξη της πλαστότητας του υπ’ αριθμ. 703/05-07-2010 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Αδαμάκη και την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω συμβολαιογραφικού εγγράφου, δ) την κήρυξη της πλαστότητας του υπ’ αριθμ. 710/17-08-2010 συμβολαίου περιουσιακής παροχής (γονικής) οριζοντίων ιδιοκτησιών, αγροτεμαχίων και οικοπέδων της συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Αδαμάκη και την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω συμβολαιογραφικού εγγράφου καθώς και την αναγνώριση της ακυρότητας της μεταβιβάσεως των εκεί αναγραφόμενων ακινήτων επ’ ονόματι του εναγομένου Χαράλαμπου Βεντούρη (ήδη ενάγοντος της υπό κρίση αγωγής), ε) την κήρυξη της πλαστότητας του υπ’ αριθμ. 7022/2010 συμβολαίου συστάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Βικτωρίας Αδαμάκη και την αναγνώριση της ακυρότητας του ως άνω συμβολαίου και στ) την κήρυξη της πλαστότητας των υπ’ αριθμ. 7061/09-03-2010, 7062/09-03-2010, 7063/09-03-2010 και 7064/09-03-2010 ειδικών συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Πειραιώς Πελαγίας Λεοντιάδου και την αναγνώριση της ακυρότητας των ως άνω συμβολαιογραφικών εγγράφων, καθώς και το επικουρικό αίτημα περί παραπομπής της υπόθεσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών προκειμένου να συνεκδικασθεί, λόγω συνάφειας, με τις ανωτέρω αγωγές. Και τούτο διότι, όπως συνάγεται από το σύνολο των προεκτεθέντων, η διάγνωση της κρινόμενης διαφοράς δεν εξαρτάται από τις έννομες σχέσεις που αποτελούν αντικείμενο των προαναφερόμενων δικών που σχετίζονται με την κληρονομιαία περιουσία του Κωνσταντίνου Βεντούρη και εκκρεμούν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και, επομένως, δεν υφίσταται δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των ως άνω δικών και της παρούσας δίκης, ούτε, άλλωστε, υφίσταται οιαδήποτε πραγματική εξάρτηση της υπό διάγνωση διαφοράς από τις κληρονομικές διαφορές μεταξύ των διαδίκων.Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη η αγωγή κατά την κύρια βάση της, παρελκούσης της εξέτασης της ουσιαστικής βασιμότητας των επικουρικών της βάσεων και των προβληθεισών κατ’ αυτών ενστάσεων του εναγομένου, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει ως αποζημίωση στον ενάγοντα το ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (1.500.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Ωστόσο, το αίτημα περί της κηρύξεως της αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Δεδομένου, τέλος, ότι αιτία της ένδικης απαίτησης είναι η αδικοπραξία, και λαμβανομένου υπ’ όψιν του είδους και της βαρύτητας της πράξης του εναγομένου, του μεγέθους της αξιώσεως του ενάγοντος και της κακής πίστης του υπόχρεου, πρέπει να διαταχθεί προσωπική κράτηση ενός έτους κατά του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής. Επιπλέον, πρέπει να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος (άρθρα 176 και 191§§1,2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό του ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ (1.500.000 €) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Διατάσσει προσωπική κράτηση εις βάρος του εναγομένου ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης αυτής, τη διάρκεια της οποίας ορίζει σε ένα (1) έτος.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριάντα έξι χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (36.500 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 03-02-2015 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις 18-02-2015.

 

Ο Πρόεδρος                                                                   Η Γραμματέας