Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    3304 /2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12-5-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ – ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο Μ.ι και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Κυριάκου Σαμπάνη και Θεοδώρας Πατρινέλλη.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ – ΚΑΘ’ ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

Η ανακόπτουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21-3-2012 ανακοπή της μετά των από 17-1-2014 προσθέτων λόγων αυτής (ανακοπής), που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με αριθ. … και …, αντίστοιχα και φέρονται προς συζήτηση με τις υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … και … κλήσεις, οι οποίες προσδιορίστηκαν, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 25ης Νοεμβρίου 2014, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου.

KATA TH ΣYZHTHΣH της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της ανακόπτουσας ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Νόμιμα φέρονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τις υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … και … κλήσεις προς συζήτηση η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … ανακοπή μετά των προσθέτων λόγων αυτής (ανακοπής), που κατατέθηκαν με αριθμό …, μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους κατά τη δικάσιμο της 20ης Μαΐου του 2014.

Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα, προκύπτει ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα των ανωτέρω κλήσεων με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 25ης Νοεμβρίου 2014, κατά την οποία οι υποθέσεις αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 128 παρ. 4, 129, 228 και 229 ΚΠολΔ), η ως άνω δε αναβολή και η αναγραφή των υποθέσεων στο πινάκιο κατά τη μετ’ αναβολή δικάσιμο επέχει θέση νόμιμης κλήτευσης της εν λόγω καθ’ ης (άρθρο 226 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, όταν αμφότερες οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην [άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)].

Σύμφωνα με το άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε δέκα πέντε εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή, η οποία απευθύνεται στο δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής. Ως προς τη διαδικασία προσδιορισμού και συζήτησης της ανακοπής αυτής κατά την ακριβή διατύπωση του ως άνω άρθρου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 4055/2012, ορίζεται ότι «Η άσκηση της ανακοπής, η συζήτηση της οποίας προσδιορίζεται υποχρεωτικά εντός εξήντα (60) ημερών ή εντός ενενήντα (90) ημερών αν ο διάδικος διαμένει στην αλλοδαπή ή έχει άγνωστη διαμονή, και εκδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ ΚΠολΔ». Το αληθές νόημα της ανωτέρω διάταξης και ο σκοπός της αντικατάστασής της με το ως άνω περιεχόμενο προκύπτουν από την επισκόπηση της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4055/2012, που την τροποποίησε. Σύμφωνα, επομένως, με το άρθρο 14 του παραπάνω νόμου, «προβλέπεται ότι η ανακοπή θα συζητηθεί εντός εξήντα ημερών με τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και η απόφαση θα εκδοθεί εντός εξήντα ημερών από τη συζήτηση. Σε περίπτωση άσκησης αίτησης αναστολής, αυτή θα συζητηθεί υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο με την ανακοπή από το ίδιο δικαστήριο, το οποίο και θα αποφασίσει για την αναστολή της εκτελεστότητας ή όχι. Με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται όχι μόνον η επιτάχυνση των σχετικών δικών αλλά και επέρχεται η αποσυμφόρηση των υποθέσεων, κυρίως των ασφαλιστικών μέτρων. Σημειώνεται ότι τα ίδια ισχύουν και για τις ανακοπές του άρθρου 933». Εξάλλου, ένας από τους βασικούς άξονες του παραπάνω νόμου, ο οποίος τιτλοφορείται «Για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής», είναι η επίτευξη της εκδίκασης των υποθέσεων των πολιτών σε εύλογη και σύντομη προθεσμία (αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2012, Α. Γενικό Μέρος). Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι εν προκειμένω η επιτάχυνση των δικών που ανοίγονται με την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ως εκ τούτου καθιερώνεται εξαιρετικά σύντομος προσδιορισμός τους και ορίζεται για τη συζήτησή τους στο ακροατήριο η εφαρμογή των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, ανεξαρτήτως της φύσης της απαίτησης (βλ. την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, που όριζε την εκδίκαση της ανακοπής σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία υπαγόταν η διαφορά από την απαίτηση). Ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία, καθώς είναι σαφές ότι τα άρθρα στα οποία αυτό παραπέμπει ρυθμίζουν μόνο την προθεσμία για την κλήτευση και τη συζήτηση στο ακροατήριο, αφήνοντας αρρύθμιστα ζητήματα, όπως είναι η άσκηση των ενδίκων μέσων και η διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων, η δυνατότητα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας σε περίπτωση διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση από πιστωτικό τίτλο και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο σε περίπτωση απαίτησης από πιστωτικό τίτλο ή μισθώματα (ενδεικτικά, το άρθρο 632 παρ. 2 ΚΠολΔ δεν παραπέμπει στα άρθρα 642, 644, 648, 652 επ. του ίδιου Κώδικα). Είναι σαφές ότι, εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να θεσπίσει τέτοιου είδους μεταβολές, όπως η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας σε υποθέσεις ανακοπών για απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους ή η εγγραφή στο πινάκιο των ανακοπών κατά διαταγών πληρωμής που στηρίχθηκαν σε απαιτήσεις από πιστωτικούς τίτλους ή μισθώματα, θα το έκανε με ρητή αναφορά στην αιτιολογική του έκθεση (η οποία είναι φανερό ότι προσανατολίζεται αποκλειστικά στην επιτάχυνση των σχετικών δικών) και δεν θα το επεδίωκε σιωπηρά και με τη δια παραλείψεως ειδικής ρύθμισης εφαρμογή των γενικών διατάξεων. Ενόψει των ανωτέρω, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός εάν η διαφορά από την απαίτηση για την οποία έχει εκδοθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δικάζεται σύμφωνα με ειδική διαδικασία, οπότε με τη διαδικασία αυτή θα εκδικασθεί και η ανακοπή, σε κάθε περίπτωση όμως με τις αποκλίσεις που εισάγουν οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ. Τέλος, όσον αφορά τα αποτελέσματα της ερημοδικίας του διαδίκου, εφαρμοστέα είναι η διαδικασία που αρμόζει στη φύση της διαφοράς, μολονότι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 643 ΚΠολΔ, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 632 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, παραπέμπει με τη σειρά της και στο άρθρο 649, στη δεύτερη παράγραφο του οποίου ρυθμίζεται η ερημοδικία του διαδίκου. Και τούτο, διότι η διάταξη του άρθρου 643 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 6 παρ. 12 του ν. 2479/1997, δεν αναφέρεται ειδικά και ρητά στις συνέπειες της ερημοδικίας, αλλά αποβλέπει στην αναλογική εφαρμογή των άρθρων 649 και 650 του ΚΠολΔ σχετικά με τη συζήτηση σε μια δικάσιμο όλων εκείνων των ισχυρισμών που αφορούν τους πιστωτικούς τίτλους. Ειδικότερα, ο ν. 2479/1997 στο κεφάλαιο που αναφέρεται ως «Επιτάχυνση Πολιτικής Δίκης» αντικαθιστά το άρθρο 643 παρ. 2 για λόγους απλούστευσης και επιτάχυνσης της διαδικασίας. Δηλαδή, η παράγραφος 2 του άρθρου 643 ΚΠολΔ, που αφορούσε τη δυνατότητα του δικαστή να παραπέμψει σε ιδιαίτερη συζήτηση εκείνους τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, αλλά δεν αποδεικνύονται παραχρήμα, αντικαθίσταται με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 649 (όπως ίσχυε τότε) και 650 ΚΠολΔ. Η ρύθμιση αυτή έρχεται σαν συνέπεια της κατάργησης της δυνατότητας παραπομπής των μη αποδεικνυομένων παραχρήμα ισχυρισμών σε ιδιαίτερη συζήτηση. Για το λόγο αυτό κρίνεται ότι στη διαδικασία των πιστωτικών τίτλων τυγχάνουν εφαρμογής, κατ’ άρθρο 591 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 3994/2011, με τις οποίες καθιερώνεται σύστημα ειδικών συνεπειών της ερημοδικίας, αφού οι εν λόγω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 637 έως 646 ΚΠολΔ, με τις οποίες εκδικάζονται οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους. Η λύση αυτή, συμπορευόμενη και με την ταχύτητα εκδίκασης των σχετικών διαφορών, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης με την ανωτέρω διαδικασία, προκύπτει εξ αντιδιαστολής και από το άρθρο 642 ΚΠολΔ, με το οποίο ορίζεται ότι στη διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, η επί των μικροδιαφορών ισχύουσα και ακριβώς την εφαρμογή των άρθρων 271 και 272 αποκλείουσα διάταξη του άρθρου 469 παρ. 1 ΚΠολΔ (Ν. Βερβεσός, Δίκη 6.514 και Δίκη 5.551). Εν κατακλείδι, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 271 και 272 του ΚΠολΔ έχουν, κατά το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, καθώς εντάσσονται στο σύστημα των διαφορών αυτών, δεν διασπούν την τελολογική του ενότητα, αλλά, αντιθέτως, καθίστανται μέσα για την πραγμάτωση των βασικών του στόχων, ήτοι την οικονομία της δίκης και την άμεση ανάγκη δικαστικής προστασίας, ενώ εναρμονίζονται και με το σκοπό του νομοθέτη του άρθρου 29 του ν. 3994/2011 για επιτάχυνση και απλούστευση της πολιτικής δίκης. Έτσι, ο ν. 4055/2012 «για τη δίκαιη δίκη και την εύλογη διάρκεια αυτής», ο οποίος είχε τις ίδιες ως άνω επιδιώξεις, παρέλειψε να εξαιρέσει ρητά την εκδίκαση της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής από το σύστημα ειδικών συνεπειών των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ, πράγμα που θα ήταν, άλλωστε, ανακόλουθο σε σχέση με την επιδίωξή του για την επιτάχυνση της δίκης επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής. Πολύ δε περισσότερο, όταν η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής υπάγεται στην τακτική διαδικασία (λ.χ. απαίτηση από αλληλόχρεο λογαριασμό ή από πώληση με τιμολόγια), οπότε κατά το προϊσχύσαν άρθρο 632 ΚΠολΔ θα επέρχονταν σε κάθε περίπτωση οι δυσμενείς συνέπειες της ερημοδικίας του διαδίκου, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, η υπ’ αριθ. έκθ. κατ. … ανακοπή μετά των προσθέτων λόγων αυτής (ανακοπής), που κατατέθηκαν με αριθμό …, δυνάμει των οποίων ζητείται (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το απαραδέκτως, κατ’ άρθρα 223 και 585 παρ. 1 ΚΠολΔ, υποβληθέν το πρώτον με το δικόγραφο των ανωτέρω προσθέτων λόγων, αίτημα περί ακυρώσεως της από 19-3-2012 επιταγής προς εκτέλεση της ένδικης διαταγής πληρωμής) η ακύρωση της υπ’ αριθ. 362/2012 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 156.066,12 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησής της προερχόμενης από τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 632 παρ. 1 και 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, βλ. το προσκομιζόμενο αντίγραφο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, από το οποίο προκύπτει ότι ο χρόνος κοινοποιήσεως αυτής στην ανακόπτουσα ήταν η 19η Μαρτίου 2012, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, περί κοινοποιήσεως της υπό κρίση ανακοπής στην καθ’ ης στις 21-3-2012, καθώς επίσης και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, περί κοινοποιήσεως των προσθέτων λόγων της ανωτέρω ανακοπής στην καθ’ ης στις 17-1-2014), παραδεκτώς δε φέρονται προς συζήτηση με την τακτική διαδικασία, κατά την οποία δικάζεται η διαφορά από την απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι αρμόδιο καθ’ ύλην [άρθρο 632 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α΄ 51/12-3-2012), σε συνδυασμό με τα άρθρα 14 παρ. 2 και 18 του ιδίου ως άνω Κώδικα, ως ίσχυαν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 2 και 4 παρ.1 Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011), αντίστοιχα] και κατά τόπον (σύμφωνα με την κρατούσα ερμηνευτική εκδοχή, υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, κατά την οποία η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής εισαγόταν υποχρεωτικώς στο δικαστήριο στο οποίο υπηρετούσε ο δικαστής που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, βλ. ΕφΠειρ 322/2004 ΠειρΝ 2004. 225, ΕφΔωδ 18/1998 Αρμ 1998. 1389, ήδη δε με το άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 ν. 4055/2012, ορίζεται ρητά ότι η ανακοπή «απευθύνεται στο εκδόσαν τη διαταγή πληρωμής ειρηνοδικείο ή μονομελές πρωτοδικείο»). Πρέπει, επομένως, εφόσον η κρινόμενη ανακοπή μετά των προσθέτων λόγων της έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα, να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, διατασσόμενης της ένωσης και συνεκδίκασής τους, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της ανακόπτουσας και σύμφωνα με τo άρθρο 246 του ΚΠολΔ, αφού, κατά τον τρόπο αυτό, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε μείωση των εξόδων.

Κατά της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στα δικόγραφά τους επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της καθ’ ης η ανακοπή, οι περιεχόμενοι στην ανακοπή και στους πρόσθετους λόγους της πραγματικοί ισχυρισμοί της ανακόπτουσας, που θεμελιώνουν τους λόγους ανακοπής, αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την πρώτη (καθ’ ης η ανακοπή) [άρθρο 352 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 271 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και ν’ ακυρωθεί η ανακοπτόμενη υπ’ αριθ. 362/2012 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 156.066,12 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων (άρθρο 633 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της, η δε δικαστική δαπάνη της ανακόπτουσας, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της καθ’ ης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης η ανακοπή – πρόσθετοι λόγοι.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ένωση και συνεκδίκαση: α) της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … ανακοπής και β) των με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … πρόσθετων λόγων της.

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

ΑΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ. 362/2012 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 156.066,12 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ανακόπτουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις            και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ