ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3527/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-5-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … του … και της …, κατοίκου … Αττικής και 2) … του … και της …, κατοίκου χωρίου … Ικαρίας, από τους οποίους ο πρώτος παραστάθηκε μετά και ο δεύτερος δια του πληρεξούσιού τους δικηγόρου Πάρι Αναστασάκου.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Τελούσης υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Επαμεινώνδα Ατσαβέ.
Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 20-2-2015 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 324 του ΚΠολΔ δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Εξάλλου, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ “ο οφειλέτης κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή πληρωμής έχει το δικαίωμα μέσα σε 15 εργάσιμες ημέρες από την επίδοσή της να ασκήσει ανακοπή” κατά δε αυτή του άρθρου 633 παρ. 2 του ίδιου ως άνω Κώδικα “αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, εκείνος υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής μπορεί να επιδώσει πάλι τη διαταγή στον οφειλέτη, ο οποίος έχει δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή μέσα σε προθεσμία 10 εργασίμων ημερών από τη νέα επίδοση… Αν περάσει άπρακτη και η παραπάνω προθεσμία η διαταγή πληρωμής αποκτά δύναμη δεδικασμένου και είναι δυνατό να προσβληθεί μόνο με αναψηλάφηση”. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύ δεδικασμένου αφενός μεν στην περίπτωση που, μετά την πρώτη επίδοσή της προς τον οφειλέτη, ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή και αυτή (ανακοπή) απορριφθεί τελεσιδίκως κατ’ ουσίαν και όχι για λόγους τυπικούς, αφετέρου δε όταν, μετά τη δεύτερη επίδοσή της (διαταγής πληρωμής), η οποία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δανειστή και θα χωρήσει αν δεν έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή ή η ασκηθείσα απορρίφθηκε για λόγους τυπικούς, ο οφειλέτης αφήσει να παρέλθει άπρακτη η τασσομένη προς άσκηση ανακοπής δεκαήμερη προθεσμία ή η τυχόν ασκηθείσα απορριφθεί τελεσιδίκως (ΟλΑΠ 6/1996 ΝοΒ 1997. 205, ΑΠ 2214/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1278/2008 ΧρΙδΔ 2009. 340, 1538/2005 ΕλλΔνη 2006. 118, 3/2000 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου αυτού εξαρτώνται από το περιεχόμενο της αποφάσεως, διαγράφονται δε κατά βάση σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες των άρθρων 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ. Έτσι, δεν είναι παραδεκτή σε μεταγενέστερη δίκη η προβολή ισχυρισμού που προτάθηκε, καθώς και εκείνου που ήταν γεννημένος και μπορούσε να προταθεί στη δίκη επί της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και δεν προτάθηκε (ΟλΑΠ 30/1987 ΝοΒ 1988. 96). Η δε διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της µε τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι δεν µπορεί πλέον να αμφισβητηθεί η µε αυτή βεβαιούμενη απαίτηση. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται αναγκαίως και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόµο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόµου (ΑΠ 1881/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 53/2004 ΧρΙδΔ 2004. 442). Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αγωγή τους, ζητούν: α) να αναγνωρισθεί ότι η οφειλή τους προς την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία από τη συναφθείσα μεταξύ της τελευταίας και της εταιρείας με την επωνυμία «…», υπ’ αριθ. … σύμβαση δανείου, στην οποία συμβλήθηκαν και οι ίδιοι ως εγγυητές, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 39 παρ. 5 ν. 3259/2004, και β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να υπαγάγει την οφειλή τους αυτή στις εν λόγω διατάξεις, υπολογιζομένου του υπολοίπου της (οφειλής), με βάση τα ληφθέντα από την πιστούχο ως άνω εταιρεία κεφάλαια στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης παροχής πίστωσης, στο ποσό των 78.440,70 ευρώ, έναντι του ποσού των 293.158,51 ευρώ που εμφανίζει η πρώτη (εναγομένη), οριζομένης δε της αποπληρωμής της (οφειλής) σε ισόποσες περιοδικές δόσεις εντός επτά ετών εκ των οποίων δύο έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος, κατ’ άρθρο 39 παρ. 2 εδ. δ΄ Ν. 3259/2004. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 παρ. 1α, 2, 3Β εδ. ε΄ Ν. 2172/1993), απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγομένης ότι πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, επικαλούμενη ότι η ίδια τελεί υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται συμπληρωματικά η διάταξη του άρθρου 25 του Πτωχευτικού Κώδικα (Ν. 3588/2007), η οποία προβλέπει ότι “από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους…”, καθόσον η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην ένδικη υπόθεση, γιατί οι ενάγοντες, σύμφωνα και με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, δεν είναι πιστωτές της υπό εκκαθάριση τραπεζικής εταιρείας, ήτοι δανειστές που έχουν θεμελιωμένη ενοχικής φύσεως και από την περιουσία της τελευταίας εκπληρωτέα χρηματική αξίωση (βλ. και Λ. Κοτσίρη, Πτωχευτικό Δίκαιο, Έκτη Έκδοση, σελ. 285 επ.), αλλά οφειλέτες της, τη δε χρηματική αυτή οφειλή τους επιδιώκουν να περιορίσουν με την υπό κρίση αγωγή τους. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, κατόπιν αιτήσεως της εναγομένης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. … διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν οι ενάγοντες να της καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 400.205,42 ευρώ, ως υπόλοιπο οφειλής που απέρρεε από την προεκτιθέμενη σύμβαση παροχής πίστωσης. Ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε νόμιμα στον πρώτο ενάγοντα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …. Ακολούθως, αυτός (πρώτος ενάγων) άσκησε κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής την από 15-10-2007 και με αριθμό κατάθεσης … ανακοπή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της ανακοπής δε αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 5343/2011 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκε η υπόθεση, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως ναυτικής, στο παρόν Δικαστήριο. Κατόπιν κλήσεως της εναγομένης συζητήθηκε η εν λόγω ανακοπή και εξεδόθη η υπ’ αριθ. 5293/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε αυτή (ανακοπή) ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η ανωτέρω απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στον πρώτο των εναγόντων, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, … …, και ως εκ τούτου κατέστη αμετάκλητη, καθόσον ουδέν ένδικο μέσο ασκήθηκε επ’ αυτής. Περαιτέρω, ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής με επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε νόμιμα και στον δεύτερο ενάγοντα, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. … έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …, μετά δε την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών για άσκηση ανακοπής, η εναγομένη επέδωσε εκ νέου την ανωτέρω διαταγή πληρωμής μετά της παρά πόδα αυτής από 19-11-2007 επιταγής προς πληρωμή στον δεύτερο των εναγόντων, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθ. … έκθεση επίδοσης του ιδίου ως άνω δικαστικού επιμελητή, χωρίς αυτός (β΄ ενάγων) να ασκήσει οιαδήποτε ανακοπή κατά αυτής. Ως εκ τούτων, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η εν λόγω διαταγή πληρωμής, που αφορά εν συνόλω την επίδικη εν προκειμένω απαίτηση της εναγομένης κατά των εναγόντων από την υπ’ αριθ. … σύμβαση δανείου, έχει πλέον αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, το οποίο καλύπτει τους αγωγικούς ισχυρισμούς των τελευταίων (εναγόντων), που αφορούν, όπως εκτέθηκε, στην επιδικασθείσα απαίτηση της εναγομένης, ήταν δε ήδη γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν με ανακοπή των εναγόντων, αφού ουδεμία αλλαγή υπήρξε στις σχετικές ρυθμίσεις των νόμων 3259/2004 και 2789/2000 – καθόσον μάλιστα με την από 16-12-2004 επιστολή της, που επιδόθηκε στους ενάγοντες στις 20-12-2004, η εναγομένη είχε απαντήσει στην από 1-10-2004 αίτησή τους προς υπαγωγή της οφειλής τους στον ανωτέρω ν. 3259/2004 και, περαιτέρω, μολονότι οι ίδιοι δεν συνέπραξαν στην οικεία πράξη ρύθμισης, η τελευταία (εναγομένη) είχε προβεί αυτοβούλως στην υπαγωγή της απαίτησής της στη ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 39 του εν λόγω νόμου, προσδιορίζοντάς την εκ νέου, έως τις 4-8-2004, στο ποσό των 293.158,51 ευρώ-. Όσα δε ισχυρίζονται οι ενάγοντες στην προσθήκη των προτάσεών τους περί μη υπάρξεως δεδικασμένου από την προεκτιθέμενη διαταγή πληρωμής, το οποίο να κωλύει την εκ νέου διάγνωση της ένδικης διαφοράς, επικαλούμενοι το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθ. 30 ν. 2789/2000, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 42 παρ. 3 του ν. 2912/2001 (ΦΕΚ Α 94/9-5-2001), σύμφωνα με το οποίο αν τα βάσει τελεσίδικων αποφάσεων οφειλόμενα από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα, υπερβαίνουν το ποσό της συνολικής οφειλής με βάση τον υπολογισμό της παραγράφου 1 του ως άνω άρθ. 30 ν. 2789/2000, από το ανεξόφλητο υπόλοιπο διαγράφεται το υπερβάλλον, κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις (διαταγές πληρωμής) που έχουν εκδοθεί πριν από την ισχύ του ν. 2789/2000. Κατ’ ακολουθίαν, γενομένης δεκτής της σχετικής ενστάσεως που προέβαλε η εναγομένη με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της τελευταίας (εναγομένης), κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, εις βάρος των εναγόντων, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17-9-2015 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις -9-2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ