ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3562 /2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3-3-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στο … Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξούσιών της δικηγόρων, Ιωάννη Αργυρόπουλου και Βασιλικής Γκισάκη.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…» («…»), που εδρεύει στο …, στις νήσους Κέυμαν, (…, Cayman Islands), όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τη διαχειρίστρια αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην … των Βρετανικών Παρθένων Νήσων και έχει υποκατάστημα στη …, Σαουδική Αραβία, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Βασίλειου Βερνίκου.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19-12-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …, προσδιορίσθηκε, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 23ης Σεπτεμβρίου 2014, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 118 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να περιέχει, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα και, συγκεκριμένα, λεπτομερή αναφορά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων ο τελευταίος στηρίζει την αξίωσή του και το δικαίωμά του να προτείνει αυτή κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου περί του οποίου ερίζουν οι διάδικοι, το οποίο πρέπει να περιγράφεται κατά τρόπο τόσο πιστό και επαρκή, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του και γ) ορισμένο αίτημα. Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με αυτήν του άρθρου 111 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, η ιστορική βάση, δηλαδή η ακριβής εξιστόρηση όλων των πραγματικών γεγονότων, από τα οποία, με βάση τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα από την εφαρμοστέα νομική διάταξη, πηγάζει το επιδιωκόμενο δικαίωμα και η επικαλούμενη από τον ενάγοντα έννομη συνέπεια. Αν δεν περιέχονται στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε η αγωγή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, η δε αοριστία αυτή της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301, ΕφΑθ 2855/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 681, 682 και 694 ΑΚ συνάγεται ότι ο ενάγων για την καταβολή της αμοιβής εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του, για το ορισμένο της, τη σύμβαση μισθώσεως έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε να εκτελεσθεί, την εκτέλεση και παράδοση ή την προσφορά του έργου και την αμοιβή που συμφωνήθηκε. Ειδικότερα, ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί τις εργασίες που εκτέλεσε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη λεπτομέρεια, καθώς και τον τόπο και χρόνο που έγιναν αυτές οι εργασίες. Τέλος, εάν η αγωγή διαλαμβάνει αίτημα καταψηφίσεως εργολαβικής αμοιβής για πρόσθετες εργασίες, πρέπει να γίνεται αναφορά των προσθέτων εργασιών που εκτελέσθηκαν και της συμφωνημένης για αυτές αμοιβής. Δηλαδή, ο ενάγων εργολάβος οφείλει να επικαλεσθεί τις εργασίες (αρχικές και πρόσθετες) που εξετέλεσε με την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια (ΑΠ 382/2006 ΕλλΔνη 47. 830, 1887/2005 ΕλλΔνη 47. 517, 1415/2005 ΕλλΔνη 2006. 162, 1243/2005 ΕλλΔνη 47. 185, 412/1993 ΕλλΔνη 36. 376, 557/1985 ΕΕΝ 1986. 141, ΕφΑθ 36/2003 ΕλλΔνη 45. 258, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Α΄, 1996, υπό το άρθρο 216, αριθ. 79). Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα, με την κρινόμενη αγωγή της, εκθέτει ότι η εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία είχε αρχικά αναθέσει στην εταιρεία με την επωνυμία «…», δυνάμει του από 25-2-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, την εκτέλεση των περιγραφόμενων σ’ αυτό (συμφωνητικό) ξυλουργικών εργασιών, στο … Αττικής, επί του σκάφους αναψυχής ιδιοκτησίας της (εναγομένης) με το όνομα «…» και ήδη «…», το οποίο φέρει σημαία Αγ. Βικεντίου και Γρεναδίνων, με επίσημο αριθμό νηολογίου …, με λιμένα νηολογήσεως το KINGSTOWN (προηγούμενο λιμένα νηολογήσεως το GEORGETOWN) και διακριτικό σήμα …, που έχει ολική χωρητικότητα 267 κόρους και διαστάσεις, μήκος 31.51 μ., πλάτος 7,56 μ. και βάθος κύτους 2,65μ., έναντι συνομολογηθείσας κατ’ αποκοπή αμοιβής συνολικού ύψους 828.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ που επιβάρυνε τον εργοδότη· ότι, μετά τη σύστασή της (ενάγουσας εταιρείας), τον Απρίλιο του 2010, με αντικείμενο δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, την επισκευή, μετασκευή, κατασκευή και ναυπήγηση παντός είδους σκαφών και πλοίων, καθώς και τις πάσης φύσεως ξυλουργικές εργασίες επ’ αυτών, λόγω του εξαιρετικού ονόματος και εκτίμησης που απολάμβαναν στον οικείο επαγγελματικό χώρο ορισμένα από τα στελέχη της ίδιας (ενάγουσας), της ζητήθηκε από εκπροσώπους της εναγομένης στην Ελλάδα και αυτή αποδέχτηκε, με προφορική συμφωνία που συνήφθη στο … Αττικής, να αναλάβει τη συνέχιση, με τις ίδιες προδιαγραφές και οικονομική προσφορά, της υλοποίησης του προεκτιθέμενου έργου, αναλαμβάνοντάς το από το σημείο στο οποίο βρισκόταν εκείνη τη χρονική στιγμή, δεδομένου ότι η ανωτέρω εταιρεία «…» είχε πραγματοποιήσει, μέχρι τότε, ένα πολύ μικρό μέρος των αναληφθεισών απ’ αυτή εργασιών· ότι, αφού την προαναφερθείσα συμφωνία αποδέχθηκε και η ως άνω αρχική εργολήπτρια εταιρεία «…», η ίδια (ενάγουσα) εκτέλεσε κάποιες από τις εργασίες που ανατέθηκαν στην τελευταία (εταιρεία «…») με το μνημονευόμενο ανωτέρω από 25-2-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, καθώς και πρόσθετες αυτών εργασίες, ενώ διενήργησε, πέραν τούτων, και νέες «extra», όπως αναφέρονται στο δικόγραφο, ξυλουργικές εργασίες επί του ανωτέρω σκάφους της εναγομένης κατόπιν σχετικής συμφωνίας μ’ αυτή, για το σύνολο δε των ανωτέρω (αρχικών, πρόσθετων και νέων) εργασιών συνομολογήθηκε ακολούθως απολογιστικό σύστημα καθορισμού της εργολαβικής αμοιβής, συνυπολογιζομένων των ημερομισθίων των εργαζομένων στο έργο, της αξίας των χρησιμοποιηθέντων υλικών και του μεικτού εργολαβικού κέρδους της ίδιας (ενάγουσας), ποσοστού 30% επ’ αυτών (ημερομισθίων και υλικών)· Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί άκυρη η ένδικη σύμβαση έργου, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η ενάγουσα ζητεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 του ΚΠολΔ το καταψηφιστικό αίτημά της με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρεία, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επομένη που το κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από τις 15-4-2013, οπότε έλαβε χώρα σχετική όχλησή της (εναγομένης) εκ μέρους της, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής, το συνολικό ποσό των 830.775,00 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται το ανεξόφλητο υπόλοιπο της συμφωνηθείσας, άλλως ειθισμένης, αμοιβής για τις εκτελεσθείσες απ’ αυτή εργασίες πλέον ΦΠΑ 23%, καθώς και το ποσό των 69.225,00 ευρώ, κατ’ άρθρο 700 ΑΚ, ως συνομολογηθείσα, άλλως ειθισμένη, αμοιβή για τις ανατεθείσες στην ίδια εργασίες, οι οποίες δεν εκτελέστηκαν λόγω καταγγελίας της επίδικης σύμβασης, που έλαβε χώρα στις 30-4-2013 από όργανο της εναγόμενης εταιρείας. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρο 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3Β περ. α΄ Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και, συνακόλουθα, έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, η οποία αφορά σε ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, ήτοι σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας ως προς την εναγόμενη εταιρεία (Σ. Βρέλλη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 1-2, Ηλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθνές δίκαιο, σελ. 12), είναι ερευνητέα στο σύνολό της κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο και ειδικότερα: α) ως προς την ερειδόμενη στην ένδικη σύμβαση βάση της, δεδομένου ότι δεν γίνεται επίκληση σχετικής ειδικότερης συμφωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3 παρ. 1 του Κανονισμού Ε.Ε. 593/2008, που αντικατέστησε την από 19-6-1980 Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και εφαρμόζεται στις συμβάσεις που συνήφθησαν μετά τις 17 Δεκεμβρίου 2009, και β) ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού βάση της (αγωγής), σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 10 παρ. 1, 14 παρ. 1α, 31 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, καθόσον υφίσταται εν προκειμένω σχετική σιωπηρή συμφωνία, αφού η ενάγουσα θεμελιώνει ρητά τις αξιώσεις της στο ημεδαπό δίκαιο, χωρίς να υφίσταται επ’ αυτού αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης (βλ. και ΕφΠειρ 27/2001 ΕΝΔ 30. 19). Ακολούθως, η αγωγή, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον, ενώ στο δικόγραφο διαλαμβάνεται αίτημα επιδικάσεως εργολαβικής αμοιβής και για πρόσθετες των αρχικά συμφωνηθεισών εργασίες, δεν αναφέρεται συγκεκριμένα ποιες (εργασίες) ανήκουν σε έκαστη κατηγορία (αρχικές και πρόσθετες) ούτε αποσαφηνίζεται κατ’ αποτέλεσμα η συνομολογηθείσα για αυτές αμοιβή, αφού, εκτός των άλλων, στην αγωγή γίνεται λόγος για συμφωνία κατ’ αποκοπή εργολαβικού ανταλλάγματος αναφορικά με τις αρχικά ανατεθείσες εργασίες και για μεταγενέστερη συμφωνία απολογιστικού συστήματος καθορισμού της εργολαβικής αμοιβής. Η αοριστία δε αυτή του δικογράφου, που καθιστά αδύνατο στη μεν εναγομένη να απαντήσει, στο δε Δικαστήριο να προβεί σε προσήκουσα απόδειξη, δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. και ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Εξάλλου, η υπό κρίση αγωγή, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση, πάσχει αοριστίας και για έτερο λόγο και είναι ως εκ τούτου ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, διότι δεν προσδιορίζονται σ’ αυτή με σαφήνεια η ειδικότητα των απασχοληθέντων στο έργο τεχνιτών και εργατών και το ημερομίσθιο ενός εκάστου εξ αυτών, καθώς και τα χρησιμοποιηθέντα υλικά κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος, ώστε να υπολογισθεί η αιτούμενη από την ενάγουσα απολογιστική αμοιβή της, η οποία αποτελείται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, από τα ως άνω επιμέρους ποσά πλέον ποσοστού εργολαβικού κέρδους της. Ας σημειωθεί ότι η επικουρική βάση της αγωγής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν εξετάζεται εν προκειμένω, καθόσον η ερειδόμενη στην ένδικη σύμβαση έργου, κύρια αγωγική βάση απορρίφθηκε λόγω αοριστίας και όχι λόγω ακυρότητας, όπως προϋποθέτει η σχετική ενδοδιαδικαστική αίρεση που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο (ΟλΑΠ 23/2003 ΝΟΒ 2004. 1179, ΑΠ 1703/2014 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων οκτακοσίων (10.800,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 17-9-2015 και δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των μετεχόντων της δίκης, στις -9-2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ