ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Αριθμός Απόφασης 228/2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(τμήμα ναυτικών διαφορών)
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στον …, όπως εκπροσωπείται κατά νόμο (ΑΦΜ …), η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Λύγουρη του Γεωργίου (ΑΜ/ΔΣΑ 17426), ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/17.9.2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Της ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη …, όπως κατά νόμο εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η εκκαλούσα – ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 10725/5509/2016 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4003/2017 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιώς. Με την από 3.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9379/237/2017 κλήση, η αγωγή επανήλθε προς συζήτηση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, επ’ αυτής δε εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 25/2020 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγόμενης, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη. Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εκκαλούσα με την από 4.3.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2323/66/5.3.2020 έφεσή της (αριθμοί εκθέσεως καταθέσεως Πρωτοδικείου Πειραιώς 4319/2069/30.6.2020), δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 24η.11.2020, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού Covid-19, και ακολούθως, δυνάμει της υπ’ αριθ. 150/12.1.2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η 16η.2.2021. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο λόγο. Ήδη η υπόθεση εισάγεται οίκοθεν προς συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφεται στο Πινάκιο δυνάμει της υπ’ αριθ. 2104/20.5.2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, η εφεσίβλητη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγεται οίκοθεν για συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2104/20.5.2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, η από 4.3.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 2323/66/5.3.2020 έφεση (αριθμοί εκθέσεως καταθέσεως Πρωτοδικείου Πειραιώς 4319/2069/30.6.2020), δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικώς η 24η.11.2020 και ακολούθως, λόγω ματαίωσης της συζήτησης αυτής διαρκούσης της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων, στο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του κορωνοϊού Covid-19, η 16η.2.2021, δυνάμει της υπ’ αριθ. 150/12.1.2021 Πράξεως του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε εκ νέου για τον ίδιο λόγο. Σημειώνεται ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. σχετ. άρθρο 83 Ν. 4790/2021). Περαιτέρω, ακριβές αντίγραφο της έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24ης.11.2020 είχε επιδοθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 122 παρ. 1, 123 παρ. 1, 126 παρ. 1 στοιχ. γ΄, 129, 128 παρ. 4, 228 ΚΠολΔ) στην εφεσίβλητη εταιρεία, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με επιμέλεια της επισπεύδουσας τη συζήτηση εκκαλούσας (βλ. τη με επίκληση προσκομιζόμενη με αριθμό …/30.9.2020 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, …, στην οποία έχουν επισυναφθεί η από 30.9.2020 απόδειξη παραδόσεως του θυροκολληθέντος εγγράφου στον αρμόδιο αξιωματικό υπηρεσίας, απόντος του Προϊσταμένου αυτού, και η από 1.10.2020 βεβαίωση ταχυδρομικής αποστολής του θυροκολληθέντος εγγράφου). Η εφεσίβλητη, ωστόσο, κατά τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης στη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην, να προχωρήσει όμως η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 524 παρ. 1, 4 ΚΠολΔ).
Η ένδικη από 4.3.2020 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 2323/66/2020 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς 4319/2069/2020), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 25/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 20.12.2016 αγωγή της ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της, συνοδευόμενου από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό …/2020 ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), στη Γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου (άρθρα 495, 500, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β, 516 παρ. 1 και 517 ΚΠολΔ) και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 499, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού δεν προκύπτει επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η κατάθεση της έφεσης πραγματοποιήθηκε στις 5.3.2020, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (31.1.2020). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Με την από 20.12.2016 αγωγή της υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. 10725/5509/2016 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 224 ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», μισθώτρια του … και εκδοχέας των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του χερσαίου και θαλάσσιου χώρου της εκεί ευρισκόμενης Μαρίνας, επικαλέστηκε τους γενικούς και ειδικούς όρους που διέπουν τη σχετική από 23.12.2002 σύμβαση και τη νομιμοποιούν να αξιώνει τέλη ελλιμενισμού για την παροχή της χρήσης των εγκαταστάσεών της από τα ελλιμενιζόμενα σκάφη και ενήγαγε, κατά την τακτική διαδικασία, την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», πλοιοκτήτρια μέχρι τις 24.3.2011 του αναφερόμενου στην αγωγή υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «Α.Κ.», υπ’ αριθ. νηολ. …, ζητώντας να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει: α] χρηματικό ποσό 18.612 € για ανεξόφλητα τέλη ελλιμενισμού του εν λόγω σκάφους γεννηθέντα κατά τη χρονική περίοδο από 1.7.2010 έως 31.3.2011 και οφειλόμενα δυνάμει άτυπης σύμβασης που η ενάγουσα συνήψε με την εναγόμενη στις 21.3.2008 για τον ελλιμενισμό του εν λόγω σκάφους στις εγκαταστάσεις της για το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2008, αντί μηνιαίου ανταλλάγματος (τέλους), προκαταβαλλόμενου εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, το οποίο ορίστηκε, σύμφωνα με το τιμολόγιο του … και τις διαστάσεις του σκάφους, δυνάμει των υπ’ αριθ. … πρακτικών – αποφάσεων του Δ.Σ. της ενάγουσας, σε 2.068 € για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως 31.12.2010 και από 1.1.2011 έως 31.12.2011, όπως τα τέλη ελλιμενισμού για το έτος 2011 και εφεξής εγκρίθηκαν με την υπ’ αριθ. 2714/2011 Απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β΄ 421/16.3.2021) και β] χρηματικό ποσό 199,98 €, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ 21%, που αντιστοιχούσε στο αντίτιμο ηλεκτρονικών καρτών χρήσης και κάρπωσης παροχών ρεύματος και νερού, όπως ειδικότερα αναλυόταν στην αγωγή. Επί του συνολικού κεφαλαίου της απαιτήσεώς της (ύψους 18.881,98 €), η ενάγουσα ζήτησε νομίμους τόκους με αφετηρία την ημέρα που το κάθε επιμέρους αγωγικό κονδύλιο ήταν καταβλητέο άλλως από την επίδοση της αγωγής της και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθ. 4003/2017 απόφασή του κήρυξε εαυτό καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο καθ’ ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο Πειραιώς, το οποίο, επανελθούσης της αγωγής προς συζήτηση ενώπιόν του με την από 3.10.2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 9379/237/2017 κλήση της ενάγουσας, εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό 25/2020 απόφαση κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγόμενης, και, αφού έκρινε ότι ήταν υλικά και τοπικά αρμόδιο, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, κρίνοντας ότι επρόκειτο για αγωγή από σύμβαση έργου, η οποία, ωστόσο, δεν προσδιοριζόταν επαρκώς ούτε εξειδικεύονταν τα αιτούμενα ποσά. Την κρίση αυτή μέμφεται ήδη με την ένδικη έφεσή της η ενάγουσα ως προϊόν εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης του αποδεικτικού υλικού και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Κατά το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2160/1993 «Ρυθμίσεις για τον Τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 118/19.7.1993) τουριστικός λιμένας είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής και ναυταθλητισμού, τον οποίο και υποστηρίζει λειτουργικά. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών σε τέτοιους λιμένες (Μαρίνες) θεωρείται σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, Fonden Marselisborg Lystbadehavn κατά Skatteministeriet και Skatteministeriet κατά Fonden Marselisborg Lystbadehavn, σκέψη 36, Συλλογή 2005.Ι.1527, δημοσιευμένη και στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά τη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση ενοχική, διαρκή και αμφοτεροβαρή, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕφΠειρ 126/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 227/2019 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς www.efeteio-peir.gr, ΜονΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας και έχει ισχύ νόμου (ΕφΠειρ 605/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1323/16.9.2003), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδαφ. β, 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 και κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΜονΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) των άρθρων, πιο πριν 648 επομ. και ήδη, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, 614 περ. 1 και 615 επομ. του ΚΠολΔ. Για τη σύναψη της σύμβασης ελλιμενισμού οι, ειδικότερες των κοινών, διατάξεις του ως άνω Γενικού Κανονισμού προβλέπουν ότι «Η δυνατότητα ελλιμενισμού παρέχεται κατόπιν αποδοχής από το φορέα διαχείρισης [δηλαδή το νομικό πρόσωπο που έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του τουριστικού λιμένα] σχετικού αιτήματος και σύναψης σχετικής συμφωνίας κατά την οποία ο αιτών αποδέχεται τον παρόντα Κανονισμό, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του τουριστικού λιμένα και το εγκεκριμένο τιμολόγιο αυτού» (άρθρο 7.2) και ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα» (άρθρο 8.1). Αντικείμενο της σύμβασης που συνάπτεται είναι η έναντι ανταλλάγματος παραχώρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού ενός σκάφους στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) και η παροχή προς αυτό των υπηρεσιών, ευκολιών και εξυπηρετήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2.1 του Γενικού Κανονισμού, ενώ αντισυμβαλλόμενος του φορέα διαχείρισης είναι ο πλοιοκτήτης, ο κυβερνήτης, ο εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους (σημεία 1, 2 και 4 του άρθρου 8). Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως και, καταρχήν, έχει ορισμένη διάρκεια, αφού η θέση ελλιμενισμού μπορεί να μισθώνεται είτε για ένα έτος είτε επί μηνιαίας βάσεως είτε ακόμη για βραχύτερη περίοδο, δηλαδή για μία ή και περισσότερες ημέρες (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, ο.π., σκέψεις 9 – 14), δύναται, όμως, μετά τη λήξη της ορισμένης διάρκειάς της να παραταθεί και με άτυπη ακόμα συμφωνία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφόσον ο φορέας διαχείρισης εξακολουθεί να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του σκάφους στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα και ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για την παροχή των υπηρεσιών που απολαμβάνει. Το αντάλλαγμα που οφείλεται για την παραχώρηση στο σκάφος της χρήσης των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα, που καλείται τέλος ελλιμενισμού, αποτελεί αντικειμενικώς ουσιώδες στοιχείο (essentiale) της ομώνυμης σύμβασης και καθορίζεται βάσει τιμολογίου, το οποίο καταρτίζει ο φορέας διαχείρισης της Μαρίνας και εγκρίνεται με υπουργική απόφαση (άρθρο 2.3 εδαφ. β). Το τιμολόγιο αυτό καθορίζει το τέλος για κάθε ελλιμενιζόμενο σκάφος με κριτήρια το μέγεθός του σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια της σύμβασης, την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από το λιμένα εξυπηρετήσεις (βλ. σχετ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004.1960 επομ. [1968]), η δε διοίκηση του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα νομιμοποιείται να προβαίνει σε εκπτώσεις όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν και το κρίνει απαραίτητο. Υπόχρεος για την καταβολή των τελών ελλιμενισμού και των λοιπών δικαιωμάτων του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είναι ο πλοιοκτήτης ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και ο νόμιμος εκπρόσωπός του ατομικά, καθώς και ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 2.4 του Γενικού Κανονισμού). Η ευθύνη των προσώπων αυτών για την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος ανακύπτει από την παράδοση της χρήσης του πράγματος και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ, εξακολουθεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παραμένει υφιστάμενη η δυνατότητα της χρήσεώς του, ανεξαρτήτως αν ο μισθωτής χρησιμοποιεί πράγματι τη θέση ελλιμενισμού ή αν, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αδυνατεί ή δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει (ΑΠ 208/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1730/2013 ΧρΙΔ 2014.277, ΑΠ 2035/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/1997 ΕλλΔνη 1998.112, ΜονΕφΠειρ 227/2019 o.π., ΕφΠειρ 126/2017 ο.π., ΕφΛαρ 95/2012 Δικογραφία 2012.494, ΕφΠειρ 481/2001 ΕΔΠολ 2003.352· Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 2013, § 28.3, αρ. 18, σελ. 90 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος Ι, 2004, § 24, αρ. 34, σελ. 327). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ. 1 περ. β΄, 16 αριθ. 1 και 614 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 3,2 και άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 αντίστοιχα, συνάγεται ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ύψους συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο) να δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 εδ. α΄, 615-620 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), κάθε μισθωτική διαφορά, ήτοι τις κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από μίσθωση κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 6 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά τον Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται επί αγωγών και λοιπών ενδίκων βοηθημάτων που κατατέθηκαν μετά την 1.1.2016, εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν έχει εισαχθεί στην τακτική διαδικασία, ενώ έπρεπε να εισαχθεί σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά το περιεχόμενο της διάταξης αυτής το δικαστήριο έχει μεν την ευχέρεια να διακρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει το ίδιο με την προσήκουσα διαδικασία και με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, πλην όμως για να συμβεί αυτό πρέπει να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη αναφορικά με την προδικασία των ειδικών διαδικασιών, παράστασης κατά τη συζήτηση, κατάθεσης προτάσεων και αποδεικτικών μέσων επί της έδρας, αμεσότητας της απόδειξης και προφορικότητας της διαδικασίας, τις οποίες το Δικαστήριο ερευνά ακόμη και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης [βλ. σχετ. ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠολ 2002.182, ΜΠρΣυρ 136/2016 ΕλλΔνη 2016.1740, ΜΠρΤρικ 70/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Κ. Οικονόμου, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016.34 επ., ιδίως σελ. 40, Χρ. Σεβαστίδη, Οι ειδικές διαδικασίες στον νέο ΚΠολΔ (ν. 4335/2015), ΕλλΔνη 2016.73 επ., ο οποίος διαπιστώνει το περιορισμένο πλέον πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παρ. 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ, με συνέπεια να απομένει περίπτωση εφαρμογής της μόνο μεταξύ δύο ειδικών διαδικασιών]. Επιπλέον, στο άρθρο 46 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι: «Αν το Δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται». Ενώ στο άρθρο 47 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει με τον προαναφερόμενο νόμο, ορίζεται ότι: «Απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο». Η αληθινή έννοια της τελευταίας διάταξης, η οποία δεν μεταβλήθηκε με την πρόσφατη ως άνω τροποποίηση, είναι ότι λειτουργεί μόνον ex post, οπότε σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα της υλικής αρμοδιότητα του δικαστηρίου, δεν επιτρέπεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, να παραβεί τις διατάξεις, οι οποίες καθορίζουν την αρμοδιότητά του και να επιληφθεί υποθέσεων αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου ή Ειρηνοδικείου, αλλά, απλώς, απαγορεύεται η άσκηση ενδίκων μέσων κατά των σχετικών αποφάσεών του, χάριν της οικονομίας της δίκης και προκειμένου να αποτραπεί η ταλαιπωρία των διαδίκων, με το να επαναρχίσουν το δικαστικό αγώνα (ΕφΔυτΣτΕλ 17/2014, ΕφΑθ 6167/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η απόφαση που διατάσσει την παραπομπή είναι οριστική, κατά την έννοια του άρθρου 191 παρ.1 του ΚΠολΔ, καθόσον το Δικαστήριο απεκδύεται από κάθε εξουσία για την υπόθεση και, συνεπώς, επιβάλλεται δικαστική δαπάνη. Συναφώς, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 591 παρ.6 ΚΠολΔ, η οποία επίσης δεν μετέβαλε το εννοιολογικό της περιεχόμενο με την τελευταία τροποποίηση, στην περίπτωση που το δικαστήριο στο οποίο εισάγεται μια διαφορά με εσφαλμένη διαδικασία είναι ταυτόχρονα και υλικά αναρμόδιο, παραπέμπει υποχρεωτικά την υπόθεση στο υλικά αρμόδιο δικαστήριο που θα εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία. Τέλος, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των άρθρων 46, 522, 533 παρ. 2 και 535 παρ.2 του ΚΠολΔ, το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της έφεσης, εξετάζει αυτεπαγγέλτως, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, και χωρίς την υποβολή με την έφεση ειδικού παραπόνου, τόσο την ιδία αυτού υλική αρμοδιότητα, όσο και του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (η κατά τόπον αναρμοδιότητα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προσβάλλεται μόνο με σχετικό λόγο έφεσης και δεν ερευνάται αυτεπάγγελτα από το Εφετείο, όπως αντίθετα συμβαίνει για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα – ΕφΠειρ 124/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και εάν κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν υλικά αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεούται να εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 46. Έτσι, αν η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανιστεί, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς την προβολή ειδικού παραπόνου, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο κατά τα άρθρα 46 και 535 παρ. 2α του ΚΠολΔ, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης. Η παραπομπή μάλιστα στην περίπτωση αυτή είναι υποχρεωτική, κατά την άνω διάταξη, η οποία αναφέρεται ειδικώς σ’ αυτήν και αποκλείεται η κατ’ εφαρμογήν της παρ.1 δυνατότητα διακράτησης της υπόθεσης στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επιπλέον, αν η ενώπιον του καθ’ ύλην αναρμοδίου δικαστηρίου εισαχθείσα υπόθεση δεν υπάγεται και στη διαδικασία κατά την οποίαν εισήχθη, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την απόφαση της παραπομπής, διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία κατά την οποίαν δικάζεται (ΕφΑιγ 100/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η δεχόμενη την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπουσα την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο υπόκειται σε έφεση [άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ], ενώ κατά το προαναφερθέν άρθρο 46 εδ. β΄ ΚΠολΔ η απόφαση του παραπέμποντος δικαστηρίου όταν καταστεί τελεσίδικη είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από την τελευταία αυτή διάταξη, η οποία αποσκοπεί προεχόντως στην αποφυγή αρνητικής σύγκρουσης της αρμοδιότητας και έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων στην περίπτωση που παράλληλα με τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής ασκούσε κάποιος από τους διαδίκους έφεση κατά της αποφάσεως του παραπέμψαντος δικαστηρίου, συνάγεται ότι εάν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, δεν υφίσταται δέσμευση του δικαστηρίου προς το οποίο γίνεται η παραπομπή, το οποίο μπορεί όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που του την παρέπεμψε, καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο δικαστήριο [ΕφΛαρ 92/2016 Δικογραφία 2016.415, ΕφΑθ 513/1997 ΕλλΔνη 1997.1604, ΕφΚρητ 502/1991 Αρμ 1992.743· Κεραμέα, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, (1986), σελ. 84, Κ. Μπέη, ΠολΔ, 46 σελ. 286]. Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή επιληφθεί της εκδίκασης της υπόθεσης προτού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, εφόσον ασκηθεί έφεση κατά της οριστικής αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ερευνά την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου (ΑΠ 1241/1977 ΝοΒ 1978.1033, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 1989.631) και εάν κρίνει ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου (του οποίου η απόφαση δεν κατέστη τελεσίδικη) εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση κατ’ άρθρο 535 παρ. 2 ΚΠολΔ στο Δικαστήριο στο οποίο αρχικά είχε εισαχθεί, καίτοι αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο (ΕφΑθ 6197/2009 ΕλλΔνη 2010.512, ΕφΑθ 513/1997 ΕλλΔνη 1997.1605), προκειμένου άλλωστε οι διάδικοι να μην αποστερηθούν αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας [άρθρο 12 ΚΠολΔ]. Τέλος, η εισαγωγή από τον ένα διάδικο της αγωγής με κλήση στο δικαστήριο που αυτή έχει παραπεμφθεί, μπορεί να σημαίνει σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής απόφασης και επομένως παραίτηση από το δικαίωμα για άσκηση έφεσης. Η παραίτηση αυτή είναι έγκυρη και χωρίς να τηρηθεί ο τύπος που προβλέπει το άρθρο 297 ΚΠολΔ, ο οποίος απαιτείται αποκλειστικά για την παραίτηση από το δικόγραφο ή το δικαίωμα του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί [ΟλΑΠ 626/1980 ΝοΒ 1980.1981]. Έννομο συμφέρον για την άσκηση έφεσης κατά της απόφασης περί παραπομπής έχουν αμφότεροι οι διάδικοι, αν η αναρμοδιότητα διαπιστώθηκε αυτεπαγγέλτως, διαφορετικά μόνον αυτός κατά του οποίου προβλήθηκε η σχετική ένσταση (ΕφΘεσ 1514/1999 Αρμ 1999.1580, ΕφΘεσ 626/1997 Αρμ 1997.809, ΕφΑθ 4322/1995, ΠΠρΑθ 921/2016, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επισημαίνεται ότι η εκ μέρους του ενάγοντος εισαγωγή της υποθέσεως για συζήτηση στο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, και η παράστασή του κατά τη συζήτησή της συνιστά μεν αποδοχή της αποφάσεως περί παραπομπής, εφόσον ο ίδιος δεν άσκησε έφεση, η απόφαση όμως αυτή δεν καθίσταται τελεσίδικη αν ο εναγόμενος έχει ακόμη δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως. Μόνη η συμμετοχή του τελευταίου στο δικαστήριο της παραπομπής και η μη προβολή ενστάσεως αναρμοδιότητας δεν τεκμαίρει οπωσδήποτε βούληση αποδοχής της αποφάσεως περί παραπομπής, εκτός αν αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο των προτάσεών του (βλ. Νίκα, Πολιτική Δικονομία Ι, 2003, σελ. 285-286).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, η ένδικη αγωγή είχε ασκηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο, με την υπ’ αριθ. 4003/2017 απόφασή του κηρύχθηκε αυτεπαγγέλτως καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ειρηνοδικείο Πειραιά (ΚΠολΔ 46 εδαφ. 1). Σε συνέχεια της απόφασης αυτής η υπόθεση τέθηκε υπό την κρίση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με πρωτοβουλία (κλήση) του ενάγοντος – εκκαλούντος, με συνέπεια τη σιωπηρή αποδοχή της παραπεμπτικής απόφασης από μέρους του, σύμφωνα με τη μείζονα πρόταση της παρούσας. Η εναγόμενη, ωστόσο, δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, είχε δε κατά το χρόνο εκείνο ακόμη δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως εναντίον της παραπεμπτικής απόφασης, καθόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας επίδοσή της σ’ αυτήν ούτε είχε παρέλθει η διετής καταχρηστική προθεσμία άσκησης έφεσης από τη δημοσίευση της παραπεμπτικής απόφασης [1.9.2017]. Επομένως, επειδή με βάση τα ανωτέρω δεν μπορεί να συναχθεί βούληση αποδοχής της παραπεμπτικής απόφασης εκ μέρους της εναγόμενης, η οποία είχε έννομο συμφέρον να την προσβάλλει, παραπονούμενη για την κρίση περί της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου, η υπ’ αριθ. 4003/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν είχε καταστεί τελεσίδικη και συνεπώς δεν δέσμευε το δικαστήριο της παραπομπής ως προς την αρμοδιότητά του, το οποίο όφειλε να αναπέμψει την αγωγή στο δικαστήριο που την παρέπεμψε. Και τούτο διότι η υπό κρίση από 20.12.2016 αγωγή αφορά σε σύμβαση ελλιμενισμού του αναφερόμενου στην αγωγή σκάφους στη …, που θεωρείται σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, σύμφωνα με τις αρχικές νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, λόγω δε του αναφερόμενου στην αγωγή μηνιαίου μισθώματος, ύψους 2.068,00 ευρώ, αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, και δη το τμήμα ναυτικών διαφορών, δικάζον κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία εισήχθη η αγωγή. Επομένως, αναρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, το οποίο μάλιστα είναι κατώτερο του αρμόδιου καθ’ ύλην Μονομελούς Πρωτοδικείου, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι είναι υλικά αρμόδιο προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, κατά την τακτική διαδικασία και στη συνέχεια την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, αντί να κηρυχθεί καθ’ ύλην αναρμόδιο και να αναπέμψει την ένδικη αγωγή, κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ, στο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, προκειμένου αυτή να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 αριθ. 1, 615 επ. ΚΠολΔ, έσφαλε κατά τούτο ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων δικονομικών διατάξεων. Συνακόλουθα, ενόψει του ότι η διαδικαστική αυτή προϋπόθεση της καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στα πλαίσια του εκ του άρθρου 522 ΚΠολΔ μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ερευνάται δε εκ νέου επειδή η παραπεμπτική απόφαση δεν είχε καταστεί τελεσίδικη και, συνεπώς, δεν ήταν υποχρεωτική για το δικαστήριο της παραπομπής, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολό της, λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθισταμένης έτσι κατ’ αποτέλεσμα δεκτής της κρινόμενης έφεσης (παρελκούσης της έρευνας των λόγων της εφέσεως). Ακολούθως, κατ’ εφαρμογή του ήδη αναφερθέντος στις ως άνω νομικές σκέψεις άρθρου 535 παρ. 2 εδ. α του ΚΠολΔ, πρέπει υποχρεωτικά να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση στο έχον αποκλειστική καθ’ ύλην (αλλά και τοπική) αρμοδιότητα, Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και δη στο έχον λειτουργική αρμοδιότητα τμήμα ναυτικών διαφορών, προκειμένου να δικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών των άρθρων 614 αριθ. 1, 615 επ. ΚΠολΔ. Τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ της εκκαλούσας και της ερημοδικαζόμενης εφεσίβλητης καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 183, 179 ΚΠολΔ – βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 109/2021). Τέλος, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς της, παραβόλου ποσού εβδομήντα πέντε (75,00) ευρώ, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 4 εδαφ. προτελευταίο του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, λόγω της παραδοχής της έφεσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την κρινόμενη από 4.3.2020 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Ειρηνοδικείου Πειραιώς 2323/66/2020 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Πρωτοδικείου Πειραιώς 4319/2069/2020) έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας, που στρέφεται κατά της υπ΄ αριθμ. 25/2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εναγόμενης, επί της από 20.12.2016 (αριθμ.εκθ.καταθ. 10725/5509/2016) αγωγής της κατά της εφεσίβλητης – εναγόμενης, την οποία απέρριψε.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη άνω υπ΄ αριθμ. 25/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την ένδικη από 20.12.2016 (αριθμ.εκθ.καταθ. 10725/5509/2016) αγωγή προς εκδίκαση στο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, τμήμα ναυτικών διαφορών, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών – μισθωτικών διαφορών.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του καταβληθέντος, κατά την άσκηση της κρινόμενης εφέσεώς της, παραβόλου ποσού εβδομήντα πέντε (75,00) ευρώ, λόγω της κατά τα ανωτέρω παραδοχής της.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ