Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

3112/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

——————————————————–

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Χρυσάνθη Μάντη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Του ανακόπτοντος : … ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αργυρίου Δήμοβιτς, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/1-10-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.

Του καθ’ ου η ανακοπή : …, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στέφανου Λύρα, που προσκόμισε το υπ’ αριθμό …/1-10-2021 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΠ.

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-6-2021 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 5130/9-7-2021 και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 2296/9-7-2021, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και στις προτάσεις τους.

  ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ο ανακόπτων, με την κρινόμενη ανακοπή του, ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σε αυτήν, την ακύρωση της κάτωθι του αντιγράφου εξ απογράφου της υπ’ αριθμό 598/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών-ναυτικό τμήμα) από 21-5-2021 επιταγής προς πληρωμή, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή το συνολικό ποσό των 24.191,93 ευρώ, και του από 14-6-2021 κατασχετήριου του καθ’ ου εις χείρας των τραπεζών «…» και «…», στις οποίες διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς, καθώς και την επιβολή των δικαστικών του εξόδων σε βάρος του καθ’ ου. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ανακοπή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλη, λειτουργικά και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 14 § 2, 584 και 933 §§ 1 και 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 §§ 1 εδ. α΄ και 3 Ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 934 § 1 περ. α΄ ΚΠολΔ), καθόσον κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 9-7-2021 και κοινοποιήθηκε στον καθ’ ου η ανακοπή στις 21-7-2021 (βλ. την υπ’ αριθμό …/21-7-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ξάνθης …), ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των σαράντα πέντε (45) ημερών του άρθρου 934 § 1 περ. α΄ ΚΠολΔ (βλ. Π. Μάζη σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Αναγκαστική εκτέλεση, 2η έκδ, 2021, άρθρο 934, σελ. 233 επ., § 5) από την επίδοση αντιγράφου του κατασχετήριου στον ανακόπτοντα (βλ. την από 23-6-2021 επισημείωση, κατ’ άρθρο 139 § 3 ΚΠολΔ, του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά … επί του επιδοθέντος στον ανακόπτοντα αντιγράφου του κατασχετήριου εγγράφου), δοθέντος ότι, στην προκείμενη περίπτωση, η επίδοση του κατασχετήριου προς τους τρίτους είχε προηγηθεί (βλ. τις με αριθμούς … εκθέσεις επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή στις τράπεζες «…» και «…»). Πρέπει, επομένως, η ανακοπή να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμιμο και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων είναι διαφορετικό από εκείνο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 933 § 4 ΚΠολΔ, αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 330. Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο, το δεδικασμένο εκτείνεται στις ενστάσεις που προτάθηκαν, καθώς και σε εκείνες που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν, από δε τις τελευταίες εξαιρούνται εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή (ΑΠ 868/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ των ενστάσεων οι οποίες καλύπτονται από το δεδικασμένο, μολονότι δεν προτάθηκαν, αν και μπορούσαν να προταθούν, περιλαμβάνονται η ένσταση παραγραφής (ΑΠ 243/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και η στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ ένσταση εξόφλησης (ΑΠ 486/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις ως άνω διατάξεις (των άρθρων 321, 322, 324, 331 και 933 § 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με εκείνες της § 1 του ίδιου άρθρου 933 ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι, στην περίπτωση που επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση με εκτελεστό τίτλο τελεσίδικη δικαστική απόφαση, οι αντιρρήσεις του ανακόπτοντος που αναφέρονται στην απαίτηση, προς ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση, όπως είναι και αυτές που αναφέρονται στην απόσβεσή της, είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο, σύμφωνα με το άρθρο 330 ΚΠολΔ, το οποίο εκτείνεται και στις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν και δεν προτάθηκαν στην δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση, εκτός από εκείνες που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Το δεδικασμένο, όμως, δεν εκτείνεται στις μη προταθείσες ενστάσεις που δεν μπορούσαν να προταθούν, γιατί τα πραγματικά περιστατικά τα οποία τις θεμελιώνουν προέκυψαν το πρώτον μεταγενέστερα και επομένως, δεν ισχύει για αυτές το εκ του άρθρου 933 § 4 ΚΠολΔ απαράδεκτο (ΑΠ 868/2019 ό.π.) όπως, επίσης και όταν κατά τον κρίσιμο για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνο έχει επέλθει μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει την έννομη σχέση ή τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή, αφού δεν υπάρχει τότε η απαιτούμενη για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας (ΟλΑΠ 3/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 868/2019 ό.π.). ΙΙ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ και 25 § 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η πραγμάτωση με αναγκαστική εκτέλεση της απαίτησης του δανειστή κατά του οφειλέτη, αποτελεί ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η προφανής αντίθεση της επισπευδόμενης διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995, ΑΠ 2045/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, καλή πίστη θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Προκειμένου δε να κριθεί αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι δεν βαρύνεται με την υποχρέωση να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή το επιδικασθέν, με την υπ’ αριθμό 598/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, ποσό των 15.000,00 ευρώ, για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης του τελευταίου, από το εργατικό ατύχημα του Ν. 551/1915, που υπέστη στο φ/γ – ο/γ πλοίο «…», στις 13-8-2011, καθώς εσφαλμένως εφαρμόσθηκε στην περίπτωσή του το άρθρο 16 του Ν. 551/1915. Ακόμη, με τον δεύτερο, επικουρικό, λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση που επισπεύδει ο καθ’ ου η ανακοπή σε βάρος του έχει υποπέσει στην τριετή παραγραφή του Ν. 551/1915, δεδομένου ότι τραυματίσθηκε στις 13-8-2011 και άσκησε την από 9-10-2015, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11925/6763/11-11-2015, αγωγή του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (διαδικασία εργατικών διαφορών) μετά πάροδο τριετίας από τον τραυματισμό του. Επίσης, με τον τρίτο, επικουρικό, λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων προβάλει την πλήρη έλλειψη υπαιτιότητάς του για το εργατικό ατύχημα, που υπέστη ο καθ’ ου, και ότι ως εκ τούτου, δεν έχει ευθύνη προς αποζημίωσή του για ηθική βλάβη, ο δε καθ’ ου η ανακοπή δεν δικαιούται να επισπεύδει οποιαδήποτε διαδικασία και πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Τέλος, με τον τέταρτο, επικουρικό, λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων προβάλει την ένσταση εξόφλησης και επικουρικά ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ειδικότερα, εκθέτει ότι ο καθ’ ου η ανακοπή άσκησε την από 9-10-2015 αγωγή του κατά του ίδιου και των εταιρειών «… …», «….» και «…», εκ των οποίων η πρώτη είχε στην κυριότητά της το πλοίο «…» κατά το χρόνο του ένδικου εργατικού ατυχήματος, η δεύτερη τον εφοπλισμό και η τρίτη είχε αποκτήσει το πλοίο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Ότι η ως άνω εταιρεία «….» και ο ίδιος άσκησαν την από 14-4-2016 ανακοίνωση δίκης, προσεπίκληση και παρεμπίπτουσα αγωγή, στην οποία η ως άνω εταιρεία πρόβαλλε τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων είχε λάβει από αυτήν το ποσό των 6.271,77 ευρώ για μισθούς ασθενείας και το ποσό των 41.426,36 ευρώ για αποζημίωση τραυματισμού, η οποία συνεκδικάσθηκε με την ως άνω αγωγή στις 6-2-2017, αλλά η εταιρεία …. δεν παρέστη και ούτε και ο ίδιος παραστάθηκε, αφού η εν λόγω εταιρεία δεν τον ενημέρωσε, με αποτέλεσμα να ερημοδικασθούν και να εκδοθεί η υπ’ αριθμό 3856/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Ότι τον ισχυρισμό αυτό ουδέποτε αντέκρουσε ο καθ’ ου η ανακοπή, τότε εφεσίβλητος, και καλύφθηκε από την απουσία της ανωτέρω, εναγόμενης και προσεπικαλούσας, εταιρείας. Ότι, ακόμη, εκτός του ανωτέρω ποσού, ο καθ’ ου η ανακοπή και τότε εφεσίβλητος φαίνεται ότι εισέπραξε και το ποσό των 25.000,00 ευρώ από τις εναγόμενες εταιρείες «… …» και «…», την 1η-2-2017, ήτοι πέντε ημέρες πριν τη συζήτηση της αγωγής του και προς τούτο, παραιτήθηκε από το δικαίωμα της αγωγής κατά το μέρος που ασκήθηκε κατά των ανωτέρω δύο εταιρειών. Ότι, επομένως, ο καθ’ ου έχει πλήρως εξοφληθεί για τις απαιτήσεις του από το εργατικό ατύχημα που υπέστη, άλλως και επικουρικότερα, ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του καθ’ ου, καθώς επισπεύδει σε βάρος του διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ενώ έχει ήδη λάβει τα ανωτέρω χρηματικά ποσά για τις απαιτήσεις που είχε από το εργατικό ατύχημα, δοθέντος μάλιστα ότι ο ίδιος ο ανακόπτων δεν είναι εφοπλιστής, αλλά ένας ευσυνείδητος ναυτικός, που εργάζεται σκληρά για να επιβιώσει αυτός και η οικογένειά του και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα υγείας της συζύγου του. Οι ανωτέρω, όμως, 1ος, 2ος, 3ος και 4ος – κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο προβάλλεται ένσταση εξόφλησης – λόγοι της ανακοπής κρίνονται προεχόντως απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, λόγω της ύπαρξης του δεδικασμένου, που απορρέει από την ως άνω, υπ’ αριθμό 598/2020, τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και στην προπαρατεθείσα, υπό στοιχείο Ι, μείζονα σκέψη, όπως βάσιμα υποστηρίζει και ο καθ’ ου η ανακοπή. Οι δε ενστάσεις παραγραφής και εξόφλησης με καταβολή που προβάλλονται με τους δεύτερο και τέταρτο λόγους της ανακοπής αντίστοιχα ανήκουν στις καταχρηστικές ενστάσεις, που μπορούσαν να προταθούν κατά την εκδίκαση της από 9-10-2015 αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η εκτελούμενη απόφαση, διότι αντικειμενικά ήταν δυνατή η προβολή τους, αφού τα περιστατικά που τις στηρίζουν συντελέστηκαν πριν την συζήτηση της υπόθεσης σε πρώτο βαθμό, αλλά δεν προτάθηκαν, με συνέπεια να καλύπτονται από το δεδικασμένο της εκτελούμενης απόφασης. Περαιτέρω, ο τέταρτος λόγος, κατά το δεύτερο επικουρικότερο σκέλος του, με το οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του καθ’ ου η ανακοπή να επιδιώξει την είσπραξη της τελεσίδικα επιδικασθείσας απαίτησής του λόγω ηθικής βλάβης σε βάρος του ανακόπτοντος με τις προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι για κονδύλιο διάφορο αυτών για τα οποία προτάθηκε η ένσταση εξόφλησης, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δε συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Και αυτό διότι τα τυχόν οικονομικά προβλήματα που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο ανακόπτων δεν αρκούν για να καταστήσουν καταχρηστική την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του, η οποία διενεργείται από τον καθ’ ου προς προστασία των νόμιμων συμφερόντων του και ικανοποίηση της απαίτησής του, αφού ο ανακόπτων δεν περιγράφει ορισμένη συμπεριφορά του καθ’ ου, όπως μακροχρόνια αδράνειά του ή ορισμένη ενέργεια, η οποία, συνδυαζόμενη με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, να δημιούργησε στον ανακόπτοντα την εύλογη πεποίθηση, ότι αυτός δεν θα ζητούσε να ικανοποιήσει την αξίωσή του, έτσι ώστε η επίσπευση της εκτέλεσης, λόγω της μεταβολής της στάσης του, να του προκαλέσει μη αναμενόμενες και μη ανεκτές δυσμενείς συνέπειες και να επιφέρει έτσι ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε η περιγραφόμενη συμπεριφορά του καθ’ ου μπορεί να αξιολογηθεί ως καταχρηστική, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος ενήργησε με στόχο την πρόκληση ζημίας του καθ’ ου η εκτέλεση, δυσανάλογη του υπό του νόμου επιδιωκόμενου σκοπού.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος ερευνητέος λόγος ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι της υπό κρίση ανακοπής και αυτή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός του με τις προτάσεις του (άρθρο 106 ΚΠολΔ) σε βάρος του ανακόπτοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 189 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επιβάλλει σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων τριάντα (330,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις 27 Δεκεμβρίου 2021 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ