Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ       3825 /2015

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Θεόκλητο Καρακατσάνη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 26-5-2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω τον Υπουργό Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού (πρώην ΥΝΑ), που κατοικοεδρεύει στον Πειραιά, το οποίο παραστάθηκε δια της δικαστικής πληρεξουσίας, Αναστασίας Σκουντή.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας «….», που εδρεύει στο … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Ανδρέα Τζήμα και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη … Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Γεωργίου Ραμαντάνη – Ιατρίδη και Δημητρίου Γιομελάκη.

Το ενάγον ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-2-2015 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τα άρθρα 11 και 12 του ν. 743 της 14/17.10.1977 «Περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων» (Α 319), όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 10 § 11 και 12, αντιστοίχως, του ν. 2252/1994 και όπως κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο και μεταγλωττίσθηκαν στη δημοτική με το Π.Δ. 55 της 11/20.3.1998 «Προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος» (Α. 58), λαβόντα τους ίδιους αριθμούς 11 και 12, προκύπτουν τα εξής: σε περίπτωση ρυπάνσεως ή πιθανού κινδύνου προκλήσεως αυτής, ο πλοίαρχος και ο εκπρόσωπος του πλοίου υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως το περιστατικό στην αρμόδια Λιμενική Αρχή ή στο Υπουργείο και να λάβουν αμέσως κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, περιορισμό και αντιμετώπιση της ρύπανσης και αν αδυνατούν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα στην έκταση που απαιτείται, υποχρεούνται να αναθέσουν αμέσως τις εργασίες αυτές σε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις, ευθυνόμενοι για τις συνέπειες κάθε καθυστέρησης. Η αρμόδια Λιμενική Αρχή, αμέσως μόλις πληροφορηθεί περιστατικό ρυπάνσεως ή πρόδηλο και επικείμενο κίνδυνο πρόκλησης ρυπάνσεως, παίρνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή, τον περιορισμό και την εξουδετέρωση των συνεπειών της, ενημερώνοντας σχετικά τον πλοίαρχο ή πλοιοκτήτη ή το νόμιμο αντιπρόσωπό του και, σε περίπτωση απουσίας αυτών, τον πράκτορα ή άλλον αρμόδιο του πλοίου. Η Λιμενική Αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί και να συντονίζει ιδιωτικά μέσα και να ζητεί τη συνδρομή συναφών οργανισμών ή ιδιωτικών επιχειρήσεων που διαθέτουν τα αναγκαία μέσα και τη σχετική πείρα για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών. Η χρησιμοποίηση των μέσων που ανήκουν σε οργανισμούς και ιδιώτες γίνεται πάντοτε κάτω από τον έλεγχο της Αρχής, ενώ οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν το πλοίο και αυτόν που με οποιονδήποτε τρόπο προκάλεσε τη ρύπανση, ενώ και οι εργασίες αντιμετωπίσεως της ρυπάνσεως εκτελούνται πάντοτε κάτω από την άμεση εποπτεία της Αρχής, η οποία εξασφαλίζει ότι διενεργούνται με την επιβαλλόμενη ταχύτητα και με αποδεκτές μεθόδους. Οι αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολέμησης της ρύπανσης έχουν όλες τις ευθύνες του εντολοδόχου για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων πρόληψης και καταπολέμησης της ρύπανσης και εκτελούν τις σχετικές εργασίες κάτω από την εποπτεία και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Αρχής, με ποινή ανακλήσεως της άδειας, που τους έχει χορηγηθεί. Για την αποκατάσταση ζημιών που έχουν προκληθεί από ρύπανση προερχομένη από πλοίο, καθώς και για τις δαπάνες που έχουν γίνει για την αποτροπή ή την εξουδετέρωση αυτής, υπεύθυνος είναι αυτός που προκάλεσε υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο προκλήσεως αυτής (πταισματική ευθύνη) και μαζί με αυτόν ευθύνονται εις ολόκληρον ο πλοίαρχος, αν δεν προκάλεσε ο ίδιος υπαιτίως τη ρύπανση ή τον πιθανό κίνδυνο προκλήσεως αυτής, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής του πλοίου στην Ελλάδα και για πλοία και δεξαμενόπλοια που ανήκουν σε ανώνυμες εταιρείες και ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου καθώς και ο διευθύνων σύμβουλος αυτής (αντικειμενική ευθύνη). Ο παραπάνω νόμος (ν. 743/1977) εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, στις περιπτώσεις ρυπάνσεως των λιμένων, των ακτών της χώρας και των ελληνικών χωρικών υδάτων από πλοία ή δεξαμενόπλοια με ελληνική ή ξένη σημαία (άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄). Έτσι, προσδιορίζει ο ίδιος το πεδίο εφαρμογής του και κατά συνέπεια οι σχετικές διατάξεις του, όταν η ρύπανση προκαλείται στην Ελλάδα από ξένο πλοίο, χαρακτηρίζονται ως αμέσου εφαρμογής (ΕφΠειρ 127/2009 ΕΕμπΔ 2010. 691). Από τις διατάξεις του προαναφερθέντος νόμου, προκύπτει ότι η δημιουργούμενη διαφορά μεταξύ του διενεργούντος την απορρύπανση είτε αυτός είναι η αρμόδια αρχή και δη ΝΠΔΔ είτε αναγνωρισμένες επιχειρήσεις καταπολεμήσεως της ρύπανσης, στις οποίες έχει ανατεθεί από τις ως άνω αρχές, σύμφωνα με την προμνησθείσα ευχέρειά τους, η απορρύπανση, και του ευθυνόμενου προσώπου (αντικειμενικά ή πταισματικά), αναφορικά με την αποζημίωση για τις δαπάνες που έγιναν προς αποτροπή ή εξουδετέρωση της ρύπανσης, είναι ιδιωτικής φύσεως, αφού η αξίωση για τη δικαστική της επιδίωξη δεν γίνεται στο πλαίσιο της ενάσκησης δημόσιας εξουσίας από τον διενεργήσαντα την απορρύπανση Δημόσιο Οργανισμό ή ΟΤΑ, ο οποίος επιδιώκει την ικανοποίησή της (αξιώσεως) από τον ευθυνόμενο για την πρόκληση της ρύπανσης. Αντίθετο, μάλιστα, συμπέρασμα δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τη διατύπωση του άρθρου 12 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκαν το Δημόσιο και οι ΟΤΑ για την αποτροπή ή την αντιμετώπιση της ρύπανσης καταλογίζονται με αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής, που εκδίδεται σε βάρος του υπευθύνου που προκάλεσε τη ρύπανση και των συνυπευθύνων, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εισπράττονται δε, κατ’ άρθρο 18 του εν λόγω νόμου, κατά τις διατάξεις για την είσπραξη δημοσίων εσόδων (ΕφΠειρ 499/2013 ΕΝΔ 2013. 450). Σύμφωνα, εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, εάν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικώς ή εν μέρει από την ύπαρξη ή την ανυπαρξία έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας, που συνιστά αντικείμενο μιας άλλης δίκης, η οποία είναι εκκρεμής ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο δύναται αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί τελεσιδίκως ή αμετακλήτως η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απρόσβλητη απόφαση. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία έχει θεσπισθεί προς αποτροπή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, αλλά και για την ικανοποίηση της αρχής της οικονομίας της δίκης (ΕφΑθ 6771/1999 ΕλλΔνη 41. 1389, ΕφΠειρ 396/1989 ΝοΒ 28. 522, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 5), σαφώς συνάγεται ότι: α) εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ιδίου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των ιδίων ή διαφόρων προσώπων, επί σκοπώ εναρμονίσεως της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή εξ άλλου λόγου, που αφορά στην ορθή εκτίμηση της διαφοράς (ΕφΑθ 6470/1991 ΕλλΔνη 33. 910), β) η αναβολή ή, κατά νομική ακριβολογία, αναστολή της δίκης (ΑΠ 215/1999 ΕλλΔνη 40. 635, ΕφΑθ 6771/1999 όπ. π.), χωρεί μετά από αίτηση κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όταν υφίσταται εκκρεμές στα ως άνω δικαστήρια ή τη διοικητική αρχή προδικαστικό ζήτημα της δίκης που διεξάγεται ενώπιόν του. Δηλαδή, εάν το ζήτημα αυτό συναρτάται με κάποια έννομη σχέση, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση ή την εξακολούθηση της ισχύος του επιδίκου δικαιώματος και προβλέπεται, περαιτέρω, ότι η αυτοτελής, στη δεύτερη αυτή δίκη, διάγνωση του προδικαστικού ζητήματος θα γίνει ταχύτερα και ασφαλέστερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο θα συντελέσει στην επιτάχυνση της πορείας της δίκης που θα αναβληθεί και γ) όταν ο νόμος απαιτεί την εξάρτηση της αναβολής από άλλες έννομες σχέσεις, προϋποθέτει ύπαρξη δεσμού νομικής αναγκαιότητας ανάμεσά τους, ώστε να μην είναι δυνατή η διάγνωση της επίδικης διαφοράς χωρίς να κριθεί η υποκείμενη έννομη σχέση (Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 2). Πάντως, για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει δέσμευση δεδικασμένου από την απόφαση του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η άλλη δίκη, αλλά αρκεί οποιαδήποτε άλλη πραγματική εξάρτηση της προς διάγνωση διαφοράς, όπως στην περίπτωση που η απόφαση του άλλου δικαστηρίου θα συνεκτιμηθεί απλώς στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας (ΕφΑθ 3220/2003 ΕλλΔνη 44. 1410, 370/1993 ΕλλΔνη 35. 492, Β. Βαθρακοκοίλης, όπ. π., Τ. Β΄, 1994, υπό το άρθρο 249, αριθ. 9). Η με βάση τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ εκδοθείσα απόφαση είναι μη οριστική (ΑΠ 217/2005 ΕλλΔνη 47. 450, ΕφΑθ 632/1994 ΕλλΔνη 37. 393), δυναμένη να ανακληθεί οποτεδήποτε, η δε σχετική κρίση περί της συνδρομής των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή, εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 215/1999 όπ. π.). Στην προκείμενη περίπτωση, το ενάγον, με την κρινόμενη αγωγή του, εκθέτει ότι, στις 5-3-2012 και περί ώρα 9:45, το ανήκον στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης εφοδιαστικό δεξαμενόπλοιο «…», Νηολογίου Πειραιώς με αριθμό …, που ήταν ασφαλισμένο, για το χρονικό διάστημα από 22-09-2011 έως 22-09-2012, για ζημίες ρύπανσης από πετρέλαιο, καθώς και από πετρέλαιο κίνησης, στη δεύτερη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, βυθίστηκε έμφορτο με πετρελαιοειδή στη θαλάσσια περιοχή του κόλπου της Ελευσίνας, μετά από πρόσκρουση σε χαρτογραφημένο από την Υδρογραφική Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού ναυάγιο, από υπαιτιότητα του πλοιάρχου του· ότι από τη βύθιση του ως άνω πλοίου προκλήθηκε σοβαρότατη ρύπανση, λόγω διαρροής του ανωτέρω φορτίου πετρελαιοειδών, στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή του κόλπου Ελευσίνας, στις ακτογραμμές μεταξύ των περιοχών Ευταξία και Όρμου Βουρκάδι, όπως και στις ακτογραμμές της Σαλαμίνας από περιοχή «ΞΕΝΟ» έως «ΜΠΑΤΣΙ», σε διάσπαρτες εκτάσεις συνολικού εμβαδού περίπου 12 χιλιομέτρων, και τέλος στις προβλήτες και το θαλάσσιο χώρο των εγκαταστάσεων ΕΛΠΕ και των ναυπηγείων Ελευσίνας· ότι, για την αντιμετώπιση της προκληθείσης κατά τα ανωτέρω ρύπανσης, απασχολήθηκαν, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο, προσωπικό, καθώς και πλωτά, χερσαία και εναέρια μέσα και υλικά του ίδιου (ενάγοντος), από 5-3-2012 έως τις 18-5-2012, οπότε περατώθηκαν επιτυχώς οι εργασίες αντιρρύπανσης. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί: α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, κατά τις διατάξεις της από 29.11.1969 Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών «περί αστικής ευθύνης συνεπεία ζημιών εκ ρυπάνσεως υπό πετρελαίου», που κυρώθηκε με το Ν. 314/1976 (ΦΕΚ Α’ 106/1976), όπως η Σύμβαση αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το πρωτόκολλο της 20.11.1992, το οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα με το π.δ. 197/1995, άλλως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 3 και 7 παρ. 10 του Ν. 3393/2005, με τον οποίο κυρώθηκε η Διεθνής Σύμβαση για την αστική ευθύνη για ζημία ρύπανσης από πετρέλαιο κίνησης, να του καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 222.482,65 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, που προκλήθηκε από την επίδικη ρύπανση, που ισούται με το ποσό των ευλόγων μέτρων αποκατάστασης της ρύπανσης, τα οποία πραγματικά έλαβε, και β) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να του καταβάλει, με βάση τις ίδιες ως άνω διατάξεις, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, πέραν των ανωτέρω και το ποσό των 222.482,65 ευρώ, ως αποζημίωση για τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε, λόγω της χρήσης προσωπικού, μέσων και υλικών του, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η εν λόγω ρύπανση. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, απορριπτομένης της ένστασης ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων προς εκδίκασή της που προέβαλε η πρώτη εναγομένη, επικαλούμενη ότι αρμόδια δικαστήρια προς τούτο είναι τα διοικητικά, καθόσον, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η ένδικη διαφορά είναι ιδιωτικής φύσεως, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 18 ΚΠολΔ) και κατά τόπον {άρθρα 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, 12 παρ. 5 Ν. 743/77 «περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων», όπως αυτό κωδικοποιήθηκε δια του Π.Δ. 55/1998, ως εκ του τόπου όπου έλαβε χώρα η επίδικη ρύπανση, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς}, πλην όμως το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει εν προκειμένω νόμιμος λόγος αναβολής (ορθότερα αναστολής) της παρούσας δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, το ενάγον καταλόγισε τα κονδύλια που διαλαμβάνονται και στην υπό κρίση αγωγή, σε βάρος των εναγομένων με την από 2.12.2013 υπ’ αριθ. … (αριθ. σχεδίου …/αριθ. φακ. …) απόφαση του Λιμενάρχη Ελευσίνας, η δε πρώτη εξ αυτών (εναγομένων) έχει ασκήσει εναντίον του (ενάγοντος) την από 15.1.2014 και με αριθμό καταθέσεως … προσφυγή της κατά της εν λόγω πράξης καταλογισμού, ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενη εν πολλοίς τους ίδιους ισχυρισμούς που προτείνει εν προκειμένω με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, κατά των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος. Επομένως, δεδομένου ότι η ένδικη διαφορά συνιστά αντικείμενο και της εκκρεμούς ενώπιον του προεκτιθέμενου Δικαστηρίου ως άνω δίκης, πρέπει, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας και γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της δεύτερης εναγομένης, να διαταχθεί η αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών από 15.1.2014 και με αριθμό καταθέσεως … προσφυγής της πρώτης των εναγομένων, προκειμένου να εναρμονιστεί η δικαστική κρίση και να αποτραπεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων επί των καταγομένων με την ένδικη αγωγή προς διάγνωση ζητημάτων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι με την έτερη ασκηθείσα ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών από 23.01.2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως … προσφυγή της δεύτερης εναγομένης κατά της ίδιας ως άνω πράξης καταλογισμού, βάλλεται κατ’ αποκλειστικό λόγο το κύρος αυτής (μη νόμιμη έκδοση καταλογιστικής πράξης κατά του ασφαλιστή, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 55/1998, για την αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου συνεπεία ζημίας από ρύπανση) και όχι η επίδικη αξίωση του ενάγοντος, οπότε δεν συνάγεται ως πιθανό ότι η προγενέστερη τελεσίδικη έκβαση της διοικητικής δίκης επ’ αυτής (προσφυγής) θα διευκολύνει και επιταχύνει με οποιοδήποτε τρόπο την παρούσα τοιαύτη, ώστε να κρίνεται αναγκαία η κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής και ως προς την έτερη αυτή προσφυγή. Τέλος, δεν θα επιδικασθεί δικαστική δαπάνη, διότι η απόφαση είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ασκηθείσας ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών από 15.1.2014 και με αριθμό καταθέσεως … προσφυγής.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 2-10-2015 και δημοσιεύθηκε