Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3870/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)

——————————

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Ναυπλιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19-05-2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγόντων: α) Π. Θ. – … του Ν., κατοίκου Α. Αττικής, β) Α. Θ. – … του Ν., κατοίκου Π. Αττικής, γ) Π. Θ. – … του Ν., κατοίκου Π. Αττικής, οι πρώτη και δεύτερος εκ των οποίων παραστάθηκαν μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Δήμητρας Γκόγκου, ενώ ο τρίτος εξ αυτών εκπροσωπήθηκε από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο του.

Του εναγομένου: Χ. Θ. – … του Ν., κατοίκου Πειραιώς, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Στέφανου Τσανήρα.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19-11-2013 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/19-11-2013 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 11-03-2014, κατά την οποία η συζήτησή της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος των εναγόντων δήλωσε ότι ο δεύτερος εξ αυτών παραιτείται από το δικόγραφο της αγωγής.

Κατά την επακολουθήσασα συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Το νομικό πλαίσιο της αφανούς εταιρείας ευρίσκεται κατ’ αρχάς σήμερα στις διατάξεις των άρθρων 285 επ. του ν. 4072/2012, οι οποίες εφαρμόζονται και στις εταιρείες, οι οποίες κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού δεν τελούν σε εκκαθάριση ή σε πτώχευση, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 294§1 του ίδιου ως άνω νόμου. Επιπλέον, κατά παραπομπή της τρίτης παραγράφου του άρθρου 285 του εν λόγω νόμου βρίσκουν συμπληρωματική εφαρμογή και οι διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ που αναφέρονται στην αστική εταιρεία, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας. Κυρίως, όμως, βρίσκουν εφαρμογή μόνον εκείνες οι διατάξεις που αναφέρονται στην εταιρεία ως εσωτερική ένωση προσώπων. Η νέα νομοθετική ρύθμιση δεν αποστασιοποιήθηκε από τα ισχύοντα. Έτσι, η αφανής εταιρεία συνίσταται μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων άτυπα, ακόμη και στην περίπτωση που έχει σκοπό την επιχείρηση τυπικών πράξεων, που όμως αποδεικνύεται μόνο με έγγραφη συμφωνία των μερών. Το περιεχόμενό της διαμορφώνεται ελεύθερα με την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή του κλειστού αριθμού των εταιρειών του εμπορικού δικαίου. Η αφανής εταιρεία συνεπεία του εσωτερικού χαρακτήρα της δεν διαθέτει εταιρική περιουσία, δηλαδή περιουσία που να έχει φορέα το νομικό πρόσωπο, αφού στερείται νομικής προσωπικότητας, ή τους εταίρους, όπως στην αστική εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα. Το μόνο περιουσιακής φύσεως δικαίωμα των αφανών εταίρων αποτελεί το δικαίωμα επί των κερδών. Ειδικότερα, στην εταιρεία αυτή οι εισφορές των εταίρων περιέχονται, κατ’ αρχάς, στον εμφανή εταίρο, προκειμένου να επιτύχει με αυτές την πραγμάτωση του σκοπού (βλ. άρθρο 286 ν. 4072/2012). Είναι βέβαια δυνατό να συμφωνηθεί ότι ορισμένες εισφορές θα καταστούν κοινές των εταίρων ή ότι θα παραχωρηθούν στον εμφανή εταίρο μόνο κατά χρήση (βλ. άρθρο 286 εδ. β΄ ν. 4072/2012). Όμως, στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται για κοινωνία δικαιώματος και όχι για εταιρική περιουσία. Εξάλλου, δεδομένου ότι η δραστηριότητα ασκείται στο όνομα του εμφανούς εταίρου, με τη φύση της αφανούς εταιρείας είναι ασυμβίβαστη και η αναλογική έστω εφαρμογή των άρθρων 758§1 και 759 ΑΚ. Έτσι, οτιδήποτε αποκτά ο εμφανής εταίρος, κατά την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητάς του, δεν ανήκει και στους άλλους εταίρους. Ανήκει μόνο σ’ αυτόν, ώστε να μπορεί με τα αποκτώμενα να πραγματώνει τον εταιρικό σκοπό (βλ. άρθρο 288§3 ν. 4072/2012). Έπειτα, στο όνομά του γεννιούνται και οι υποχρεώσεις και αυτός φέρει την ευθύνη για την εκπλήρωσή τους με το σύνολο της περιουσίας του (βλ. άρθρο 287 ν. 4072/2012). Αλλά ούτε η διάταξη του άρθρου 758§2 ΑΚ βρίσκει εφαρμογή, αφού αυτή ισχύει μόνο στις εξωτερικές εταιρείες και ρυθμίζει την περίπτωση που ο διαχειριστής ενεργεί βάσει των αρχών της έμμεσης αντιπροσωπείας. Έτσι, ο εμφανής εταίρος δεν υποχρεούται να καταστήσει κοινό οτιδήποτε απέκτησε κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, αφού δεν αντιπροσωπεύει τους αφανείς εταίρους. Το αντίθετο γινόταν δεκτό από τη νομολογία στο προϊσχύσαν δίκαιο, ότι δηλαδή ο εμφανής εταίρος υποχρεούτο να μοιράζεται με τους αφανείς τα αποκτήματα σύμφωνα με την ΑΚ 758§2 ex lege και όχι μόνον όταν υπήρξε ειδική συμφωνία μεταξύ των εταίρων (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 360/2012, ΕΕμπΔ 2012,629, Ε7 2013,125,235, ΔΕΕ 2012,1031, ΧρΙδΔ 2012,676, Αρμ 2013,83, ΑΠ 911/2011, ΑΠ 535/2011, ΔΕΕ 2012,29, ΧρΙδΔ 2012,57, ΕφΑΔ 2012,262, ΑΠ 371/2011, ΔΕΕ 2012,118, ΑΠ 288/2011, ΝοΒ 2011,1278, ΔΕΕ 2011,1029, ΧρΙδΔ 2011,693, Δνη 2011,780, Αρμ 2011,1981, ΕΕμπΔ 2012,72, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Μπορεί, πάντως, ενόψει του ότι οι ρυθμίσεις του ν. 4072/2012 για την αφανή εταιρεία αποτελούν ενδοτικό δίκαιο (βλ. την αιτιολογική έκθεση του νόμου και δη των άρθρων 285 – 292 αυτού), να συμφωνηθεί ότι τα αντικείμενα που ο εμφανής εταίρος αποκτά υποχρεούται να τα καταστήσει κοινά και των αφανών, με βάση την αναλογία συμμετοχής τους στην εταιρεία. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται κοινή περιουσία που θα διέπεται από τις διατάξεις περί κοινωνίας και δεν πρόκειται για εταιρική περιουσία με την έννοια των διατάξεων του εταιρικού δικαίου (βλ. ως προς τα ανωτέρω Γ. Σχοινοχωρίτη, Η αφανής εταιρεία, η κοινοπραξία και η αστική εταιρεία με νομική προσωπικότητα μετά το ν. 4072/2012, Δνη 2014,1601 επ.). Η απορρέουσα από μια τέτοια συμφωνία υποχρέωση του εμφανούς εταίρου εκβιάζεται με την αγωγή του άρθρου 949 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 360/2012, ο.π., ΕφΠατρ 1089/2007, ΑχαΝομ 2008,548, ΕφΑθ 344/2003, ΔΕΕ 2004,48, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, σε περίπτωση μιας τέτοιας συμφωνίας, αν ο εμφανής διαχειριστής εταίρος, ο οποίος απέκτησε, υπό την ιδιότητά του αυτή, περιουσιακό στοιχείο (πράγμα) στο όνομά του, αρνείται στη συνέχεια να προβεί στη μεταβίβαση αυτού κατά κυριότητα στον αφανή εταίρο κατά το λόγο της εταιρικής του μερίδας, ώστε να καταστεί και ο τελευταίος κοινωνός του κτηθέντος πράγματος, μπορεί ο αφανής εταίρος να ζητήσει επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την συνεισφορά του, η οποία δαπανήθηκε για την απόκτηση του πράγματος, αφού κατά το ποσόν αυτό καθίσταται πλουσιότερος ο εμφανής διαχειριστής εταίρος για αιτία που δεν επακολούθησε, η δε παροχή προς αυτόν του αφανούς εταίρου δεν συνιστά νόμιμη υποχρέωσή του, καθόσον ο σκοπός για τον οποίο δόθηκε δεν πραγματοποιήθηκε (πρβλ. ΑΠ 360/2012, ο.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αγωγή ιστορούνται τα ακόλουθα: Περί τις αρχές του έτους 1994 οι ενάγοντες συμφώνησαν με τον εναγόμενο αδελφό τους, ο οποίος ήταν τότε κύριος ενός μικρού αλιευτικού σκάφους με την ονομασία «…» και αριθμό λεμβολογίου Πειραιώς … και κάτοχος επαγγελματικής άδειας αλιείας, να προβούν από κοινού στη ναυπήγηση ενός μεγαλύτερου αλιευτικού σκάφους, επεκτείνοντας συνάμα την υφιστάμενη άδεια αλιείας του παλαιότερου σκάφους, προκειμένου να βιοπορίζονται, απασχολούμενα σ’ αυτό, όλα τα αδέλφια. Προς το σκοπό αυτό συμφώνησαν οι μεν ενάγοντες να διαθέσουν τα κεφάλαια για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του νέου σκάφους ο δε εναγόμενος να διαθέσει την επαγγελματική άδεια αλιείας του προηγούμενου σκάφους του, όπως αυτή θα επεκτεινόταν από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ώστε να ανταποκρίνεται στο υπό ναυπήγηση νέο σκάφος, συστήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αφανή εταιρεία, στην οποία ο εναγόμενος θα μετείχε ως εμφανής εταίρος και οι ενάγοντες ως αφανείς εταίροι. Επιπλέον, συμφώνησαν η παραγγελία της ναυπήγησης να γίνει στο όνομα του εμφανούς εταίρου και κατόχου της υφιστάμενης άδειας αλιείας εναγομένου, για λογαριασμό της συσταθείσας αφανούς εταιρείας, μετά το πέρας δε της ναυπήγησης του σκάφους, να προβεί αυτός (ο εναγόμενος) στη μεταβίβαση προς τους αφανείς εταίρους ενάγοντες ποσοστών κυριότητας επ’ αυτού, τα οποία θα αντιστοιχούσαν στη χρηματική συνεισφορά του καθενός για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του πλοίου, η οποία συνιστούσε και τη μερίδα τους στην ανωτέρω αφανή εταιρεία. Το κόστος ναυπήγησης και εξοπλισμού του νέου σκάφους ανήλθε συνολικά, συμπεριλαμβανομένης και της αξίας της επαγγελματικής άδειας αλιείας που συνεισέφερε ο εναγόμενος, στο ποσό των 13.355.240 δραχμών, ήτοι 39.193,66 €, εκ του οποίου η πρώτη ενάγουσα διέθεσε το επιμέρους ποσό των 8.855.240 δραχμών, ήτοι 25.987,50 €, με τις αναλυτικά αναφερόμενες στην αγωγή διαδοχικές καταβολές που διενεργήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 08-01-1996 έως 21-12-1998 προς εξόφληση της οφειλόμενης αμοιβής για τη ναυπήγηση του πλοίου και του τιμήματος των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν προς το σκοπό αυτό καθώς και του τιμήματος των εξαρτημάτων του εξοπλισμού του πλοίου, τα οποία πιστώθηκαν με τη μορφή γραμματίων, ο δεύτερος ενάγων διέθεσε το επιμέρους ποσό των 2.000.000 δραχμών, ήτοι 5.869,40 €, το οποίο κατέβαλε εφάπαξ την 30-12-1994 ως προκαταβολή για την έναρξη των εργασιών ναυπήγησης και για την αγορά των αναγκαίων υλικών, ο τρίτος ενάγων διέθεσε το επιμέρους ποσό των 500.000 δραχμών, ήτοι 1.467,35 €, το οποίο κατέβαλε εφάπαξ την 30-05-1995 για την εξόφληση μέρους της δαπάνης εξοπλισμού του σκάφους, ενώ ο εναγόμενος συνεισέφερε την υφιστάμενη επαγγελματική άδεια αλιείας του, αξίας 2.000.000 δραχμών, ήτοι 5.869,40 €. Συνεπώς, η μερίδες των διαδίκων στην ως άνω αφανή εταιρεία διαμορφώθηκαν ως εξής: 66% η πρώτη ενάγουσα, 15% ο δεύτερος ενάγων, 4% ο τρίτος ενάγων και 15% ο εναγόμενος. Η ναυπήγησή του σκάφους, το οποίο έλαβε τελικά την ονομασία «….» και νηολογήθηκε στα νηολόγια πλοιαρίων Πειραιά με αριθμό νηολόγησης … και …, είχε δε ολική χωρητικότητα 4,98 κόρους και καθαρή χωρητικότητα 3,68 κόρους, άρχισε στις αρχές του έτους 1995 και ολοκληρώθηκε το μήνα Μάιο του ίδιου έτους. Πλην όμως, ο εναγόμενος αρνείται, παρά την υποχρέωσή του προς τούτο και τις επανειλημμένες οχλήσεις των εναγόντων προς αυτόν και ιδίως τη σχετική από … εξώδικη δήλωση – πρόσκληση που του επέδωσαν οι ενάγοντες, να τους μεταβιβάσει τα ποσοστά κυριότητας επ’ αυτού που αναλογούν στη μερίδα τους ως αφανών εταίρων, καταστάς έτσι πλουσιότερος κατά το συνολικό ποσό των (25.987,50 + 5.869,40 + 1.467,35 =) 33.324,25 €, που δαπάνησαν οι ενάγοντες για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του νέου σκάφους, ποσό που επωφελήθηκε αυτός χωρίς νόμιμη αιτία, αφού παραμένει πλήρης και αποκλειστικός κύριος του εν λόγω σκάφους. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, σε δήλωση βουλήσεως και συγκεκριμένα να υποχρεωθεί να προβεί, με τη διενέργεια κάθε απαιτούμενης πράξης ενώπιον οιασδήποτε αρχής και τρίτου, στη μεταβίβαση προς την πρώτη, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων ποσοστών 66%, 15% και 4% αντιστοίχως της κυριότητας επί του σκάφους «….» και, επικουρικώς, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 25.987,50 € με το νόμιμο τόκο ως προς το επιμέρους ποσό της καθεμίας από τις προαναφερόμενες διαδοχικές καταβολές, από την επομένη της κάθε καταβολής, στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 € με το νόμιμο τόκο από την 31-12-1994 και στον τρίτο εναγόμενο το ποσό των 1.467,35 € με το νόμιμο τόκο από την 01-06-1995, άλλως με το νόμιμο τόκο, ως προς τις απαιτήσεις όλων των εναγόντων, από την 08-09-2012, ήτοι την επομένη της επιδόσεως προς αυτόν της προαναφερόμενης εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης των εναγόντων, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να καταδικασθεί αυτός στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα σωρεύονται υποκειμενικά στο κρινόμενο αγωγικό δικόγραφο τρεις αυτοτελείς αγωγές κατά του εναγομένου, μία εκ μέρους κάθε ενάγοντος. Ωστόσο, κατά την έναρξη της συζήτησης ο δεύτερος ενάγων παραδεκτά, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, παραιτήθηκε από το δικόγραφο της αγωγής και, συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ασκήθηκε εκ μέρους του η υπό κρίσιν αγωγή (άρθρα 294 εδ. α΄, 295§1, 297 ΚΠολΔ), χωρίς να επιβληθεί δικαστική δαπάνη εις βάρος του κατ’ αρθρ. 188 ΚΠολΔ, ελλείψει αντίστοιχου προς τούτο αιτήματος του εναγομένου. Κατά τα λοιπά, οι σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο αγωγές των πρώτης και τρίτου των εναγόντων παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγονται για να συζητηθούν κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ’ ύλην (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 ΚΠολΔ), λειτουργικά (ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1,3Α,3Β περ. α΄ και 4 του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο [αρθρ. 27, 22 ΚΠολΔ και 51§2 του ν. 2172/1993 (σημειωτέον ότι στη δωσιδικία του άρθρου 27 ΚΠολΔ εμπίπτει και η αφανής εταιρεία – βλ. ΕφΠειρ 15/2005, ΠειρΝομ 2005,97, ΔΕΕ 2005,438, ΕφΠατρ 385/2005, ΕπισκΕμπΔ 2005,415, ΑχαΝομ 2006,358, ΕφΠειρ 25/2003, ΔΕΕ 2003,634, ΧρΙδΔ 2004,250, Αρμ 2003,1153, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ)], τόσο επειδή στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται ενεργητική ομοδικία μεταξύ των εναγόντων, πρόκειται δε για διαιρετά δικαιώματα, οπότε για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπ’ όψιν το αίτημα του κάθε ενάγοντος, εφόσον δε οι απαιτήσεις της πρώτης ενάγουσας υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, ενώ του τρίτου ενάγοντος στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αρμόδιο είναι το ανώτερο από τα Δικαστήρια αυτά (βλ. ειδικά αρθρ. 9 εδ. δ΄ ΚΠολΔ), όσο και λόγω του ότι αφενός μεν η έδρα της ένδικης αφανούς εταιρείας, δηλαδή ο τόπος ασκήσεως της εταιρικής δραστηριότητας από τον εμφανή εταίρο εναγόμενο (βλ. ΕφΠειρ 15/2005, ο.π., ΕφΠατρ 385/2005, ο.π., ΕφΠειρ 25/2003, ο.π.), αφετέρου δε η κατοικία του εναγομένου βρίσκονται στον Πειραιά. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγομένου, πλην: α) του παρεπόμενου αιτήματος της επικουρικής βάσης της περί καταβολής νομίμων τόκων από χρόνους προγενέστερους της επίδοσης της αγωγής (δηλαδή από την επομένη της κάθε επιμέρους καταβολής εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας και από την επομένη της εφάπαξ καταβολής εκ μέρους του τρίτου εναγομένου προς τον ενάγοντα, ή από την επομένη της επιδόσεως προς τον ενάγοντα της από … εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης των εναγόντων με την οποία τον καλούσαν να τους μεταβιβάσει τα ποσοστά κυριότητας επί του ένδικου σκάφους που αναλογούν στη μερίδα τους ως αφανών εταίρων), το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση η ευθύνη του εναγομένου για τους τόκους των ποσών των κονδυλίων της επικουρικής βάσης της αγωγής αρχίζει από την επίδοση αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 346 και 910 ΑΚ, δεδομένου ότι σε περίπτωση απαίτησης για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε, όπως εν προκειμένω, ο λήπτης του πλουτισμού ευθύνεται προς απόδοση καρπών, άρα και τόκων, όχι από τότε που έλαβε τον πλουτισμό, αλλά μόνον από το χρονικό σημείο της γνώσης του ότι η αιτία δεν επακολούθησε ή έληξε (αρθρ. 912 εδ. β΄ ΑΚ), το οποίο, όμως, ουδόλως προσδιορίζεται στην αγωγή (ως τέτοιο δε δεν μπορεί να θεωρηθεί η επίδοση προς τον εναγόμενο της προαναφερόμενης εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης των εναγόντων) και β) του αιτήματος περί κηρύξεως της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής καθ’ ο μέρος αφορά την κύρια βάση της αγωγής, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο επειδή για την επέλευση των συνεπειών της καταδικαστικής απόφασης σε δήλωση βουλήσεως απαιτείται, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, η απόφαση αυτή να καταστεί τελεσίδικη [βλ. ΠΠρΛευκ 35/2012, ΠΠρΑθ 8602/1994, Αρμ 1997,620, αμφότερες δημοσιευθείσες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (- Γ. Νικολόπουλος), ΚΠολΔ Ι (2000) 949 αριθ. 10]. Καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 285 επ. σε συνδ. με 294§§1 και 2 του ν. 4072/2012, 361 ΑΚ, 949 ΚΠολΔ, 904 επ., 910, 346 ΑΚ, 907, 908§1 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ των ΤΑΧΔΙΚ, Ε.Τ.Α.Α. (Τ.Α.Ν.) και Ε.ΟΠ.Υ.Υ. και το ανάλογο χαρτόσημο (βλ. το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα του Ταμείου Νομικών και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων/Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά, το οποίο προσκομίζεται από την πρώτη ενάγουσα, και το υπ’ αριθμ. … διπλότυπο είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς με τα επικολληθέντα σ’ αυτό ένσημα του Ταμείου Νομικών και του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων/Τομέας Υγείας Δικηγόρων Πειραιά, το οποίο προσκομίζεται από τον τρίτο ενάγοντα). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 419 ΑΚ προκύπτει ότι για να επέλθει απόσβεση της ενοχής με δόση αντί καταβολής απαιτείται συμφωνία δανειστή και οφειλέτη ότι η άλλη παροχή δίνεται αντί καταβολής, συνάμα δε να συνοδεύεται η συμφωνία αυτή και με έμπρακτη ή άμεση εκτέλεση της άλλης παροχής, που δίνεται αντί της οφειλόμενης (ΑΠ 66/2013, Ε7 2013,1328, ΕΕμπΔ 2013,706, ΧρΙδΔ 2014,351, ΑΠ 1382/2010, ΔΕΕ 2011,469, ΑΠ 426/2004, ΧρΙδΔ 2004,700, ΝοΒ 2005,684, Δνη 2006,166, ΕΤρΑξΧρΔ 2005,154, ΑΠ 187/1998, ΔΕΕ 1998,489, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τις βασικές διατάξεις των άρθρων 287 και 316 επ. ΑΚ, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή ακριβώς το οφειλόμενο. Με την καταβολή η ενοχή του αποσβήνεται (αρθρ. 416 ΑΚ). Εάν, όμως, ο οφειλέτης καταβάλει κάτι άλλο αντί του οφειλομένου (αρθρ. 419 ΑΚ) και ο δανειστής δεχθεί την άλλη αυτή παροχή, η ενοχή αποσβήνεται αμέσως με την ικανοποίηση του δανειστή. Με την ως άνω αποδοχή του δανειστή συνάπτεται επαχθής εκποιητική σύμβαση που περιλαμβάνει τη συμφωνία περί του ότι η ενοχή θα αποσβεσθεί με την καταβολή άλλης, αντί της οφειλομένης, παροχής, η οποία σύμβαση και εκτελείται ταυτοχρόνως με την παράδοση του αντί καταβολής διδομένου. Αντικείμενο της δόσεως αντί καταβολής μπορεί να είναι κάθε άλλη παροχή αντί της οφειλομένης, ήτοι δύναται να συνίσταται στην οιαδήποτε προσπόριση αγαθού και επομένως, αντί των οφειλομένων χρημάτων μπορεί να δοθεί πράγμα, κινητό ή ακίνητο. Αν το διδόμενο αντί καταβολής αντικείμενο είναι πράγμα κινητό, πρέπει να παραδοθεί στον δανειστή η νομή αυτού, οπότε με την παράδοση και την αποδοχή συντελείται η αντί καταβολής δόση (αρθρ. 1034 ΑΚ). Αν το πράγμα είναι ακίνητο, η αντί καταβολής δόση απαιτεί επιπλέον και μεταγραφή (άρθρ. 1033 ΑΚ). Δεν έχει δε κατά κανόνα σημασία αν το αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας από το αντικείμενο της παλαιάς ενοχής. Όμως, μπορεί να συμφωνηθεί, στα πλαίσια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας και ειδικότερα της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), αν μεν το αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι μεγαλύτερης αξίας, ο δανειστής να υποχρεούται να αποδώσει τη διαφορά, εφόσον δε είναι μικρότερης, η δόση αντί καταβολής να δίνεται προς μερική απόσβεση της παλαιάς ενοχής, ίσης με την αξία του άλλου αντικειμένου (ΑΠ 66/2013, ο.π.).Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, η οποία καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά της συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις προτάσεις του αρνείται την αγωγή, επιπλέον δε προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η άσκηση των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων είναι καταχρηστική, ως υπερβαίνουσα τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, αφού οι αγωγικοί ισχυρισμοί τυγχάνουν παντελώς αναπόδεικτοι και αναληθείς. Ο ανωτέρω ισχυρισμός του εναγομένου εκτιμάται από το Δικαστήριο ως άρνηση της ύπαρξης των ανωτέρω αξιώσεων των εναγόντων, και όχι ως ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως αυτών, δεδομένου ότι δεν χωρεί καταχρηστική άσκηση μη υφιστάμενου δικαιώματος. Επικουρικά, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έχει εξοφλήσει ολοσχερώς την οφειλή του έναντι της πρώτης ενάγουσας διά της καταβολής προς αυτήν συνολικού χρηματικού ποσού ανώτερου των 6.000 € καθώς και διά της μεταβίβασης λόγω δωρεάς του ποσοστού συγκυριότητάς του επί της πατρικής τους οικίας, το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν ως κληρονομία μετά το θάνατο του πατρός τους και η αξία του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 15.737 €. Ο ισχυρισμός αυτός προτεινόμενος ως άμυνα κατά της κύριας βάσης της αγωγής και εκτιμώμενος ως καταλυτική της αγωγής ένσταση αποσβέσεως της ένδικης οφειλής (αρθρ. 416 ΑΚ) πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος καθόσον η οφειλόμενη προς την πρώτη ενάγουσα παροχή του εναγομένου δεν είναι χρηματική ούτε συνίσταται στη μεταβίβαση ποσοστού κυριότητας επί του ανωτέρω ακινήτου (πατρικής οικίας) αλλ’ αντιθέτως συνίσταται στη μεταβίβαση ποσοστού της κυριότητας επί του ένδικου αλιευτικού σκάφους «….». Επομένως, η απόσβεση της εν λόγω ενοχής μόνο διά της καταβολής ακριβώς του οφειλομένου, ήτοι με τη μεταβίβαση του ποσοστού κυριότητας επί του παραπάνω σκάφους, δύναται να επέλθει. Για την επέλευση της απόσβεσης της ένδικης ενοχής με δόση αντί καταβολής (αρθρ. 419 ΑΚ), απαιτείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αφενός μεν η σύναψη επαχθούς εκποιητικής σύμβασης μεταξύ της δανείστριας πρώτης ενάγουσας και του οφειλέτη εναγομένου με αντικείμενο τη συμφωνία περί της αποσβέσεως της ενοχής με την καταβολή των άλλων παροχών (δηλαδή της χρηματικής παροχής και της μεταβίβασης ποσοστού κυριότητας επί της πατρικής οικίας) αντί της οφειλόμενης, αφετέρου δε η μεταγραφή του συμβολαίου μεταβίβασης του ποσοστού κυριότητας επί του ανωτέρω ακινήτου, πράγματα, όμως, τα οποία ο εναγόμενος δεν επικαλείται. Ως άμυνα κατά της επικουρικής βάσης της αγωγής, ο ανωτέρω ισχυρισμός τυγχάνει νόμιμος κατά το σκέλος του που αφορά τη μερική απόσβεση της ένδικης οφειλής (η οποία είναι χρηματική, καθώς συνίσταται στην απόδοση του χρηματικού ποσού που κατέβαλε η πρώτη ενάγουσα ως εισφορά στην ένδικη αφανή εταιρεία) διά της καταβολής του χρηματικού ποσού των 6.000 €, καθώς στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ και θα ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν εφόσον ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η επικουρική βάση της αγωγής, μη νόμιμος, όμως, και ως εκ τούτου απορριπτέος κατά το σκέλος του που αφορά τη μερική απόσβεση της ανωτέρω χρηματικής οφειλής διά της μεταβίβασης λόγω δωρεάς του ποσοστού συγκυριότητας του εναγομένου επί του προαναφερόμενου ακινήτου. Και τούτο διότι η απόσβεση της ένδικης χρηματικής ενοχής μόνο διά της καταβολής του αντίστοιχου χρηματικού ποσού δύναται να επέλθει. Για την επέλευση της απόσβεσης της εν λόγω ενοχής με δόση αντί καταβολής (αρθρ. 421 ΑΚ), απαιτείται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αφενός μεν η σύναψη επαχθούς εκποιητικής σύμβασης μεταξύ της δανείστριας πρώτης ενάγουσας και του οφειλέτη εναγομένου με αντικείμενο τη συμφωνία περί της αποσβέσεως της ενοχής με την καταβολή της άλλης παροχής (δηλαδή της μεταβίβασης ποσοστού κυριότητας επί της πατρικής οικίας) αντί της οφειλόμενης, αφετέρου δε η μεταγραφή του συμβολαίου μεταβίβασης του ποσοστού κυριότητας επί του ανωτέρω ακινήτου, πράγματα, όμως, τα οποία ο εναγόμενος επίσης δεν επικαλείται.Από τη συνεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Ε. Θ. – … του Ν. και … χηρ. Ν. Θ. – …, το γένος Π. Σ., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασής του, καθώς και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και η υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της προαναφερόμενης μάρτυρα … χηρ. Ν. Θ. – …, το γένος Π. Σ., η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς … Καγιαυτάκη και διενεργήθηκε στο πλαίσιο άλλης προγενέστερης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν συντάχθηκε ειδικώς για να χρησιμοποιηθεί για την προκείμενη δίκη (ΑΠ 122/2013, ΑΠ 1342/2010, ΕφΑΔ 2012,764, αμφότερες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι τρεις ενάγοντες, ο εναγόμενος, ο εξετασθείς ενόρκως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου ως μάρτυρας … Θ.ς – … του Ν. καθώς και ο … Θ.ς – … του Ν., ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη ούτε εξετάσθηκε ως μάρτυρας, τυγχάνουν αδέλφια. Όλοι τους πλην της πρώτης ενάγουσας βιοπορίζονται ασκώντας κατά κύριο λόγο το επάγγελμα του αλιέα. Μάλιστα, ο εναγόμενος ήταν κατά το έτος 1994 ήδη κύριος ενός μικρού, μήκους 4,5 περίπου μέτρων, αλιευτικού σκάφους, το οποίο έφερε την ονομασία «…», είχε καταχωρισθεί στο λεμβολόγιο Πειραιά με αύξοντα αριθμό … και ήταν εφοδιασμένο με επαγγελματική άδεια αλιείας. Κατά το ανωτέρω έτος οι πρώτη και δεύτερος των εναγομένων του πρότειναν να προβούν από κοινού στη ναυπήγηση ενός μεγαλύτερου αλιευτικού σκάφους, στο οποίο αυτός θα επεξέτεινε την υφιστάμενη επαγγελματική άδεια αλιείας του σκάφους «…», προκειμένου να δημιουργηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μία οικογενειακή αλιευτική επιχείρηση και να βιοπορίζονται μέσω αυτού όλα τα αδέλφια, πρόταση την οποία αποδέχθηκε τελικά ο εναγόμενος κατόπιν διαπραγματεύσεων. Η συμφωνία μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων είχε ως εξής: Στις δαπάνες ναυπήγησης και εξοπλισμού του νέου σκάφους θα συμμετείχαν και οι τρεις τους. Τα αρχικά κεφάλαια, όμως, δηλαδή τα κεφάλαια εκείνα που ήταν αναγκαία για την προμήθεια των απαιτούμενων υλικών και την έναρξη των ναυπηγικών εργασιών καθώς και για την αγορά του συστήματος πρόωσης του σκάφους θα τα διέθεταν οι δύο πρώτοι ενάγοντες, αναλαμβάνοντας έτσι τη χρηματοδότηση του έργου σε πρώτο χρόνο, ενώ ο εναγόμενος θα το χρηματοδοτούσε σε δεύτερο χρόνο, αναλαμβάνοντας την εξόφληση των οφειλών που θα παρέμεναν εκκρεμείς μετά την ολοκλήρωση της ναυπήγησης του σκάφους καθώς και το κόστος προμήθειας του αναγκαίου εξοπλισμού για τη λειτουργία και την εκμετάλλευση αυτού. Επιπλέον, θα συνεισέφερε και την υφιστάμενη επαγγελματική άδεια αλιείας του σκάφους του «…», μεριμνώντας συγχρόνως για την επέκταση αυτής από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες ώστε να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του νέου σκάφους. Η παραγγελία της ναυπήγησης του νέου σκάφους θα γινόταν για λογαριασμό μεν και των τριών αδελφών (δύο πρώτων εναγόντων και εναγομένου) στο όνομα, όμως, του εναγομένου, ώστε να περιέλθει αρχικά σ’ εκείνον η κυριότητά του και να καταστεί έτσι δυνατή η επέκταση της επαγγελματικής άδειας αλιείας του παλαιότερου σκάφους του σ’ αυτό. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας θα διενεργείτο αποτίμηση της αξίας του νέου σκάφους, με βάση το συνολικό κόστος κατασκευής και εξοπλισμού του και την αξία της επαγγελματικής άδειας αλιείας αυτού, και εν συνεχεία ο εναγόμενος όφειλε να το καταστήσει κοινό στους δύο πρώτους ενάγοντες με τη μεταβίβαση των αντίστοιχων με τη χρηματική συνεισφορά τους για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του ποσοστών κυριότητας επ’ αυτού. Αντιθέτως, ο τρίτος ενάγων δεν συμμετείχε στη σύναψη της ανωτέρω συμφωνίας, ούτε συνέδραμε οικονομικά ή με οιονδήποτε άλλο τρόπο στη ναυπήγηση του νέου αλιευτικού σκάφους, αλλ’ ούτε και συμφωνήθηκε μεταξύ των υπολοίπων διαδίκων ότι θα αποκτούσε κάποιο ιδανικό μερίδιο του σκάφους αυτού. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται πρωτίστως από τα αναφερόμενα στην ένορκη κατάθεση της μητέρας των διαδίκων, … Θ. – …, η οποία εξετάσθηκε ως μάρτυρας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου. Η εν λόγω μάρτυρας βεβαιώνει ότι οι δύο πρώτοι ενάγοντες και ο εναγόμενος συμφώνησαν να προβούν στη ναυπήγηση του νέου σκάφους προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αυτό ως μέσο βιοπορισμού όλων των αδελφών της οικογένειάς τους και να επωμισθούν τις δαπάνες ναυπήγησης και εξοπλισμού του σκάφους αυτού αποκλειστικά οι ίδιοι, όπως και πράγματι έγινε, χωρίς οιαδήποτε συμμετοχή του τρίτου ενάγοντος στις δαπάνες αυτές, με την περαιτέρω συμφωνία ότι μετά την ολοκλήρωσή του το σκάφος θα ανήκε και στους τρεις από κοινού. Όσα αναφέρει στην κατάθεσή της σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ των δύο πρώτων εναγόντων και του εναγομένου η ανωτέρω μάρτυρας τα γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως καθώς τόσο οι διαπραγματεύσεις όσο και η σύναψη της προαναφερόμενης συμφωνίας έλαβαν χώρα ενώπιόν της, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το μάρτυρα Ε. Θ. – …, ενώ εξάλλου, ως σύνοικος του τρίτου ενάγοντος τόσο κατά τον κρίσιμο χρόνο της κατασκευής του ένδικου σκάφους όσο και μέχρι σήμερα αλλά και από τις σχετικές με το σκάφος αυτό συζητήσεις της με τον ίδιο αλλά και όλα τα υπόλοιπα τέκνα της, είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον αν ο συγκεκριμένος διάδικος μετείχε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην κατασκευή του σκάφους και αν δικαιούται μερίδιο επ’ αυτού, πράγμα το οποίο αρνείται απόλυτα. Για τους λόγους αυτούς, λαμβανομένης, επιπλέον, υπ’ όψιν και της αμεροληψίας που διακρίνει γενικότερα το περιεχόμενο της, η κατάθεση της παραπάνω μάρτυρα κρίνεται πειστική. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δύο πρώτοι ενάγοντες συνέστησαν με τον εναγόμενο αφανή εταιρεία, στην οποία ο εναγόμενος θα μετείχε ως εμφανής εταίρος και οι ενάγοντες ως αφανείς εταίροι. Στο πλαίσιο της εταιρείας αυτής συμφωνήθηκε η ναυπήγηση και ο εξοπλισμός του νέου αλιευτικού σκάφους με την οικονομική συμβολή απάντων των συμβαλλομένων και η επέκταση της υφιστάμενης επαγγελματικής άδειας αλιείας του σκάφους «…» του εναγομένου στο νέο σκάφος. Επιπλέον, συμφωνήθηκε η παραγγελία της ναυπήγησης να γίνει στο όνομα του εμφανούς εταίρου εναγομένου, για το λόγο που προαναφέρθηκε, για λογαριασμό, όμως, της συσταθείσας αφανούς εταιρείας, και μετά το πέρας αυτής (της ναυπήγησης) και την ολοκλήρωση του εξοπλισμού του σκάφους, να προβεί ο εναγόμενος στη μεταβίβαση ποσοστών κυριότητας επί του νέου σκάφους προς τους αφανείς εταίρους – πρώτη και δεύτερο των εναγόντων ανάλογα με τη χρηματική συνεισφορά του καθενός εξ αυτών για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του, η οποία συνιστούσε και τη μερίδα τους στην ανωτέρω αφανή εταιρεία. Η ναυπήγηση του νέου σκάφους ξεκίνησε κατά το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1994 και ολοκληρώθηκε κατά το μήνα Μάιο του έτους 1995. Με την ολοκλήρωση της κατασκευής του, η κυριότητα του σκάφους μεταβιβάσθηκε από το ναυπηγοξυλουργό που ανέλαβε και εκτέλεσε τη ναυπήγησή του στον εναγόμενο, δεδομένου ότι η παραγγελία της ναυπήγησης έγινε στο όνομα του τελευταίου, κατά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα. Ωστόσο, η ως άνω σύμβαση καταρτίσθηκε με τη διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του υπολοίπου της αμοιβής του ναυπηγοξυλουργού, το οποίο πιστώθηκε, όπως αναλυτικά θα εκτεθεί κατωτέρω (βλ. το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από 03-05-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό παραλαβής και παραδόσεως αλιευτικού σκάφους υπό διαλυτική αίρεση του υπό νηολόγηση «Άγιος Νικόλαος», το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγομένου και του ναυπηγοξυλουργού Γ. Μ.). Το σκάφος αυτό έλαβε την ονομασία «…» και Διεθνές Διακριτικό Σήμα …, νηολογήθηκε δε στο λιμένα Πειραιώς με αύξοντα αριθμό …. Κατασκευάσθηκε από ξυλεία και το σύστημα πρόωσής του αποτελείτο από μία μηχανή εσωτερικής καύσης (Μ.Ε.Κ.) εργοστασίου κατασκευής …, τύπου …, ιπποδύναμης … (ή 11,03 KW). Η ολική χωρητικότητά του ήταν 4,98 κόροι και η καθαρή 3,68 κόροι, ενώ το ολικό μήκος του ήταν 9 μέτρα, το μήκος νηολόγησης 8,45 μέτρα, το πλάτος νηολόγησης 3,60 μέτρα και το βάθος νηολόγησης 0,95 μέτρα. Το συνολικό κόστος για τη ναυπήγησή του, την αγορά του συστήματος πρόωσής τους και την προμήθεια και εγκατάσταση του εξοπλισμού του ανήλθε στο ποσό των 8.572.133 δρχ., όπως προκύπτει από τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα: α) από 09-12-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό κατασκευής αλιευτικού σκάφους έναντι συνολικής αμοιβής 3.700.000 δρχ., το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγομένου και του ναυπηγοξυλουργού Βασιλείου Γεροντιώτη (στο ανωτέρω ποσό περιλαμβανόταν και το κόστος της ξυλείας τύπου «ΙΡΟΚΟ» που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των ποδόσταμων, του τιμονιού και του καταστρώματος του σκάφους, της ξυλείας τύπου σαμιώτικου πευκόξυλου που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των βρεχάμενων του σκάφους και των ανοξείδωτων τζαβετών, ήτοι των βιδών συναρμολόγησης της καρένας με τους νομείς του σκάφους), β) από 03-05-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό παραλαβής και παραδόσεως αλιευτικού σκάφους υπό διαλυτική αίρεση του υπό νηολόγηση «Άγιος Νικόλαος», το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εναγομένου και του ναυπηγοξυλουργού Γ. Μ., ο οποίος εκτέλεσε εργασίες ναυπήγησης του σκάφους έναντι συνολικής αμοιβής 1.534.000 δρχ., σε συνδυασμό με το από 13-04-1995 ιδιωτικό συμφωνητικό και το υπ’ αριθμ. 402/13-04-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης αγαθών ποσού 1.534.000 δρχ. που εκδόθηκε από τον ως άνω ναυπηγοξυλουργό προς τον εναγόμενο, γ) υπ’ αριθμ. 00840/27-04-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού 1.888.000 δρχ. που εξέδωσε η εταιρεία εμπορίας μηχανών θαλάσσης με την επωνυμία «ΤΕΚΜΑΡ Ε.Π.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση της προαναφερόμενης μηχανής εσωτερικής καύσης και των λοιπών εξαρτημάτων του συστήματος πρόωσης του σκάφους, δ) υπ’ αριθμ. 00884/18-05-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού 28.878 δρχ. που εξέδωσε η ως άνω εταιρεία «ΤΕΚΜΑΡ Ε.Π.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 1,50 μέτρων λάστιχου εξαγωγής καυσαρίων, 1 μέτρου λάστιχου εισαγωγής νερού, 5 μέτρων λάστιχου πετρελαίου, 1 συσσωρευτή Μ044, 1 ντίζας 5Μ και μίας ντίζας 4,5Μ, ε) υπ’ αριθμ. 00536/23-06-1995 τιμολόγιο συνολικού ποσού 3.700 δρχ. που εξέδωσε η ως άνω εταιρεία «ΤΕΚΜΑΡ Ε.Π.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 1 φίλτρου λαδιού και 2 φίλτρων πετρελαίου, στ) υπ’ αριθμ. 38775/17-07-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης αγαθών συνολικού ποσού 7.000 δρχ. που εξέδωσε η εταιρεία εμπορίας ελαστικών & πλαστικών σωλήνων – αεροσυμπιεστών – αντλιών νερού – επιφάνειας – υποβρυχίων – εξαρτημάτων αέρος – πυροσβεστικών – ψεκαστικών – πετρελαιομηχανών – βενζινομηχανών – γεννητριών ναυτιλίας με την επωνυμία «Κ. ΖΩΝΑΣ Α.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 25 χελιφλάτ, ζ) υπ’ αριθμ. 38583/08-06-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης αγαθών συνολικού ποσού 104.160 δρχ. που εξέδωσε η ως άνω εταιρεία «Κ. ΖΩΝΑΣ Α.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 1 αντλίας 304 ΜΛ, 20 μέτρων σωλήνα 1″ και 4 μέτρων νεροσωλήνα 1 ¼ “, η) υπ’ αριθμ. 38603/12-06-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο πώλησης αγαθών συνολικού ποσού 90.000 δρχ. που εξέδωσε η ως άνω εταιρεία «Κ. ΖΩΝΑΣ Α.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 1 αντλίας φυγ. 2 ½ “, θ) υπ’ αριθμ. 082/01-06-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού 29.500 δρχ. που εξέδωσε η εταιρεία παραγωγής σχοινιών με την επωνυμία «ΚΑΤΡΑΔΗΣ ΣΧΟΙΝΙΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ Α.Β.Ε.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 25 τεμαχίων σχοινιού νάιλον, ι) υπ’ αριθμ. 0150/01-06-1995 δελτίο αποστολής – τιμολόγιο συνολικού ποσού 9.145 δρχ. που εξέδωσε η εταιρεία εξοπλισμού πλοίων με την επωνυμία «ΚΑΤΡΑΔΗΣ – ΒΕΠ Α.Ε.» προς τον εναγόμενο για την πώληση 35 τεμαχίων αλυσίδας, ια) υπ’ αριθμ. 1510/08-05-1995 τιμολόγιο πώλησης – δελτίο αποστολής συνολικού ποσού 59.000 δρχ. που εξέδωσε η εταιρεία με την επωνυμία «Χ.Ε. ΤΣΑΒΟΣ – Κ.Ι. ΖΕΡΒΑΚΗΣ Ο.Ε.» που διατηρεί επιχείρηση μηχανουργείου προς τον εναγόμενο για την πώληση ενός άξονα Φ40 με προπέλα D60, ιβ) υπ’ αριθμ. 414/19-05-1995 τιμολόγιο συνολικού ποσού 18.750 δρχ. που εξέδωσε ο έμπορος ναυτιλιακών ειδών – ειδών επιθεωρήσεως – βιομηχανικών ειδών – αγκύρων – συρματόσχοινων – βιδών – αλυσίδων – ορειχάλκινων Θεόδωρος Χ. Στεφάνου προς τον εναγόμενο για την πώληση πλεκτού σχοινιού, 3 βεγγαλικών χειρός, 6 σωσιβίων, 6 σφυριχτρών σωσιβίων, 1 πυροσβεστήρα, 1 κόρνας, 1 φακού και ειδών φαρμακείου, ιγ) υπ’ αριθμ. 2444/09-06-1995 απόδειξη είσπραξης ποσού 500.000 δρχ. που εξέδωσε προς τον εναγόμενο η εταιρεία με την επωνυμία «ELENAVA Ε.Π.Ε.» για την πώληση ενός συστήματος VHF MARINE και ενός βυθόμετρου και ιδ) υπ’ αριθμ. 7/15-12-1995 δελτίο προμήθειας υλικών και αντικειμένων ποσού 600.000 δρχ. που εξέδωσε η Αλιφέρη συζ. Παν. Ευαγγελιά, η οποία διατηρεί ατομική επιχείρηση μηχανουργείου και εμπορίας ειδών αλιείας. Από το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 8.572.133 δρχ. που δαπανήθηκε για τις ανωτέρω αιτίες, ποσό 4.122.000 δρχ. καταβλήθηκε από την πρώτη ενάγουσα, ποσό 2.000.000 δρχ. καταβλήθηκε από το δεύτερο ενάγοντα και το υπόλοιπο (ήτοι ποσό 2.450.133 δρχ.) καταβλήθηκε από τον εναγόμενο. Τούτο αποδεικνύεται από τα αναφερόμενα στις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε συνδυασμό με τα προεκτεθέντα παραστατικά των δαπανών που διενεργήθηκαν για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό του σκάφους. Ειδικότερα, η μάρτυρας Ελένη Θ. – … αναφέρει ότι η συμμετοχή της πρώτης ενάγουσας στις δαπάνες ναυπήγησης και εξοπλισμού του νέου σκάφους ανήλθε στο ποσό των 4.000.000 δρχ. περίπου, του δεύτερου ενάγοντος ανήλθε στο ποσό των 2.000.000 δρχ. ακριβώς, όπως άλλωστε συνομολογεί και ο εναγόμενος στο δικόγραφο των προτάσεών του, ενώ το υπόλοιπο των ανωτέρω δαπανών εξοφλήθηκε από τον τελευταίο (εναγόμενο). Επιπλέον, ο μάρτυρας … Θ.ς – … αναφέρει ότι μέχρι την ολοκλήρωση της ναυπήγησης του νέου σκάφους και την καθέλκυσή του στη θάλασσα, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές του μηνός Μαΐου του έτους 1995, τη χρηματοδότηση της κατασκευής του είχαν αναλάβει αποκλειστικά οι πρώτη και δεύτερος των εναγόντων, ενώ έκτοτε την αποπληρωμή των εκκρεμών χρεών ανέλαβε ο εναγόμενος, ο οποίος, επιπλέον, κατέβαλε και το τίμημα όλων των εξαρτημάτων με τα οποία εξοπλίσθηκε το  και αγοράσθηκαν μετά το ανωτέρω χρονικό σημείο. Όπως προκύπτει δε από τα παραπάνω παραστατικά, μέχρι τις αρχές του μηνός Μαΐου του έτους 1995, είχε καταβληθεί 1) ποσό 3.700.000 δρχ. στο ναυπηγοξυλουργό Βασίλειο Γεροντιώτη, με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς η συμφωνηθείσα αμοιβή του, 2) ποσό 534.000 δρχ. στο ναυπηγοξυλουργό Γεώργιο Μπαρμπεράκη, με το οποίο εξοφλήθηκε εν μέρει η συμφωνηθείσα αμοιβή του (το υπόλοιπο αυτής του, ήτοι ποσό 1.000.000 δρχ. πιστώθηκε, καθώς συμφωνήθηκε να του καταβληθεί τμηματικά σε δέκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις ύψους 100.000 δρχ. εκάστης, η πρώτη εκ των οποίων ορίσθηκε να πληρωθεί τη 15-06-1995, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο του από 03-05-1995 ιδιωτικού συμφωνητικού και του υπ’ αριθμ. 402/13-04-1995 δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης αγαθών. Μάλιστα, η σύμβαση μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους προς τον εναγόμενο από τον ως άνω ναυπηγοξυλουργό καταρτίσθηκε με τη διαλυτική αίρεση αποπληρωμής του πιστωθέντος υπολοίπου της αμοιβής του ναυπηγοξυλουργού, όπως προεκτέθηκε), και 3) ποσό 1.888.000 δρχ. στην πωλήτρια της μηχανής και των λοιπών εξαρτημάτων του συστήματος πρόωσης του σκάφους εταιρεία «ΤΕΚΜΑΡ Ε.Π.Ε.», με το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς το ποσό του υπ’ αριθμ. 00840/27-04-1995 δελτίου αποστολής – τιμολογίου που εκδόθηκε για το τίμημα των ανωτέρω εμπορευμάτων. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι το ύψος των πληρωμών των δύο πρώτων εναγόντων κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα Ε.υ Θ. – …, είχαν αναλάβει αποκλειστικά τη χρηματοδότηση της κατασκευής του νέου σκάφους ανήλθε συνολικά στο ποσό των (3.700.000 δρχ. + 534.000 δρχ. + 1.888.000 δρχ. =) 6.122.000 δρχ., το οποίο ταυτίζεται σχεδόν με το ποσό στο οποίο προσδιόρισε τη συμμετοχή των ανωτέρω εναγόντων στις δαπάνες ναυπήγησης και εξοπλισμού του ένδικου σκάφους η μάρτυρας Ελένη Θ. – … (περίπου 6.000.000 δρχ). Άλλο ποσό, πλην των προαναφερόμενων 4.122.000 δρχ., δεν αποδεικνύεται ότι κατέβαλε η πρώτη ενάγουσα για τις ανωτέρω αιτίες, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος κατέβαλε αφενός μεν το πιστωθέν υπόλοιπο της αμοιβής του ναυπηγοξυλουργού Γ. Μ., δηλαδή το ποσό των 1.000.000 δρχ., γεγονός που είχε ως συνέπεια τη ματαίωση της ανωτέρω αναφερόμενης διαλυτικής αίρεσης και την οριστική διατήρηση των αποτελεσμάτων της σύμβασης με τη οποία μεταβιβάσθηκε η κυριότητα του σκάφους από τον ως άνω ναυπηγοξυλουργό στον εναγόμενο (βλ. και τη μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη από 09-11-2004 υπεύθυνη δήλωση του Γ. Μ. σε συνδυασμό με το από 10-11-2004 έγγραφο εθνικότητας του ένδικου σκάφους που εκδόθηκε από το Νηολόγο Πειραιώς), αφετέρου δε το τίμημα των εξαρτημάτων με τα οποία εξοπλίσθηκε το σκάφος και αγοράσθηκαν μετά τις αρχές του μηνός Μαΐου του έτους 1995, το οποίο ανήλθε στο συνολικό ποσό των (28.878 δρχ. + 3.700 δρχ. + 7.000 δρχ. + 104.160 δρχ. + 90.000 δρχ. + 29.500 δρχ. + 9.145 δρχ. + 59.000 δρχ. + 18.750 δρχ. + 500.000 δρχ. + 600.000 δρχ. =) 1.450.133 δρχ. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η συνολική δαπάνη ναυπήγησης και εξοπλισμού του ένδικου σκάφους ανήλθε στο προαναφερόμενο ποσό των 8.572.133 δρχ., η δε αξία της επαγγελματικής άδειας αλιείας με την οποία εφοδιάσθηκε αυτό, μετά την εισφορά και την επέκταση της υφιστάμενης άδειας του παλαιότερου σκάφους του εναγομένου, ανερχόταν στο ποσό των 2.000.000 δρχ., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες και δεν αμφισβητείται ειδικώς από τον εναγόμενο, συναγομένης, ενόψει και των λοιπών ισχυρισμών του, σχετικής ομολογίας του (αρθρ. 261 ΚΠολΔ), η αξία του ανωτέρω νεότευκτου σκάφους αποτιμήθηκε, μετά το πέρας της κατασκευής του, την ολοκλήρωση του εξοπλισμού του και τον εφοδιασμό του με την ως άνω επαγγελματική άδεια, στο ποσό των (8.572.133 δρχ. + 2.000.000 δρχ. =) 10.572.133 δρχ. Επομένως, η αναλογία της χρηματικής συνεισφοράς της πρώτης και του δεύτερου των εναγόντων για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του σκάφους σε σχέση με την αποτιμηθείσα αξία αυτού διαμορφώθηκε αντιστοίχως σε ποσοστό (4.122.000 δρχ. χ 100 ÷ 10.572.133 δρχ. =) 38,99% και (2.000.000 δρχ. χ 100 ÷ 10.572.133 δρχ. =) 18,92%, ενώ η αναλογία του αθροίσματος της χρηματικής συνεισφοράς του εναγομένου για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του σκάφους και της αποτιμηθείσας σε χρήμα αξίας της επαγγελματικής άδειας αλιείας του, την οποία συνεισέφερε αυτός, σε σχέση με την αποτιμηθείσα αξία του διαμορφώθηκε σε ποσοστό [(2.450.133 δρχ. + 2.000.000 δρχ.) χ 100 ÷ 10.572.133 δρχ. =] 42,09%. Στα αντίστοιχα ποσοστά διαμορφώθηκε και η μερίδα του καθενός από τους ανωτέρω διαδίκους στη συσταθείσα μεταξύ τους αφανή εταιρεία καθώς και το ποσοστό κυριότητας επί του νεότευκτου σκάφους που όφειλε να μεταβιβάσει ο εναγόμενος στους δύο πρώτους ενάγοντες με βάση την ανωτέρω συμφωνία τους. Ωστόσο, ο εναγόμενος δεν προέβη στην ως άνω μεταβίβαση κατά παράβαση της σχετικής συμβατικής του υποχρέωσης, παρά τις οχλήσεις της πρώτης ενάγουσας. Μάλιστα, όταν η τελευταία πληροφορήθηκε την πρόθεσή του να προβεί στην πώληση του ένδικου σκάφους, του κοινοποίησε την από … εξώδικη δήλωση και πρόσκληση με ρητή επιφύλαξη δικαιωμάτων (βλ. την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κ. Κ.), με την οποία παραπονείτο για την έως τότε αντισυμβατική συμπεριφορά του και τον καλούσε να απόσχει από κάθε ενέργεια βλαπτική των συμφερόντων της και ιδίως από την πώληση του σκάφους. Σημειωτέον ότι στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση η πρώτη ενάγουσα ανέφερε ότι ο εναγόμενος είχε υποχρέωση να μεταβιβάσει στον υιό της ποσοστό 50% της κυριότητας επί του ανωτέρω σκάφους. Το γεγονός ότι η πρώτη ενάγουσα αξίωσε με την παραπάνω εξώδικη δήλωση τη μεταβίβαση του ιδανικού μεριδίου της επί του παραπάνω σκάφους όχι στην ίδια, η οποία δεν κατέχει την αλιευτική τέχνη, αλλά στον υιό της, ο οποίος θα μπορούσε να αποκατασταθεί επαγγελματικά ασχολούμενος με την αλιεία, δεν αναιρεί την προαναφερόμενη συμφωνία και τη σύσταση αφανούς εταιρείας μεταξύ των δύο πρώτων εναγόντων και του εναγομένου, αλλ’ αντιθέτως την επιβεβαιώνει. Εφόσον, λοιπόν, ο εναγόμενος αρνείται να συμπράξει στη μεταβίβαση προς την πρώτη ενάγουσα του ποσοστού κυριότητας επί του ένδικου αλιευτικού σκάφους που αναλογεί στη μερίδα της στην ανωτέρω αφανή εταιρεία πρέπει να υποχρεωθεί δικαστικά προς τούτο. Σημειωτέον ότι ενόψει του γεγονότος ότι η καθαρή χωρητικότητα του ανωτέρω σκάφους δεν υπερβαίνει τους 10 κόρους, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αυτό δεν θεωρείται πλοίο κατά την έννοια του ΚΙΝΔ (βλ. αρθρ. 1§1 του ως άνω Κώδικα), αλλά πλωτό ναυπήγημα. Τα πλωτά ναυπηγήματα θεωρούνται κινητά και δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις του πρώτου τίτλου του παραπάνω Κώδικα, όπως τούτο προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1§2 αυτού. Η μεταβίβασή τους γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου και ειδικότερα του άρθρου 1034 ΑΚ. Η εμπράγματη δικαιοπραξία είναι αναιτιώδης και αρκεί η συμφωνία για τη μετάθεση της κυριότητας, καθώς και η παράδοση της νομής του πλωτού ναυπηγήματος σ’ αυτόν που αποκτά, χωρίς να απαιτείται έγγραφη συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος και καταχώρισή της στο νηολόγιο. Αν η τελευταία γίνει, εξυπηρετεί καθαρά διοικητικούς σκοπούς (βλ. Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Πρώτος, έκδοση 2004, σελ. 30 και 69). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή της πρώτης ενάγουσας ως προς την κύρια βάση της και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, σε εκπλήρωση της υποχρέωσης την οποία ανέλαβε έναντι της ανωτέρω ενάγουσας με τη σύμβαση αφανούς εταιρείας που συστήθηκε μεταξύ αυτών (και του δεύτερου ενάγοντος) κατά το έτος 1994 και την προαναφερόμενη ειδικότερη σχετική συμφωνία τους, να μεταβιβάσει προς την πρώτη ενάγουσα ποσοστό 38,99% της κυριότητας επί του αλιευτικού σκάφους με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, Διεθνές Διακριτικό Σήμα …, ολικής χωρητικότητας 4,98 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 3,68 κόρων, ολικού μήκους 9 μέτρων, μήκους νηολόγησης 8,45 μέτρων, πλάτους νηολόγησης 3,60 μέτρων και βάθους νηολόγησης 0,95 μέτρων, το οποίο φέρει μία μηχανή εσωτερικής καύσης (Μ.Ε.Κ.) εργοστασίου κατασκευής …, τύπου …, ιπποδύναμης … (ή 11,03 KW), το οποίο (ποσοστό) αντιστοιχεί στη μερίδα της στην ανωτέρω αφανή εταιρεία, διαφορετικά και σε περίπτωση που ο εναγόμενος αρνηθεί να συμπράξει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης, θα θεωρηθεί ότι η σχετική δικαιοπραξία θα έχει συντελεσθεί από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής. Κατόπιν αυτών παρέλκει η περαιτέρω έρευνα της αγωγής της πρώτης ενάγουσας ως προς την επικουρική βάση της, όπως και η ουσιαστική έρευνα της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε ο εναγόμενος, καθ’ ο μέρος κρίθηκε νόμιμη. Πρέπει, επίσης, να καταδικασθεί ο εναγόμενος να πληρώσει μέρος της δικαστικής δαπάνης της πρώτης ενάγουσας, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας του, με βάση και το σχετικό αίτημα της τελευταίας (αρθρ. 176, 178§1 και 191§§1 και 2 του ΚΠολΔ).Αντιθέτως, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι ο τρίτος ενάγων συνέδραμε οικονομικά ή με οιονδήποτε άλλον τρόπο στη ναυπήγηση ή τον εξοπλισμό του ένδικου σκάφους ή ότι υπήρξε αφανής εταίρος της συσταθείσας μεταξύ των λοιπών διαδίκων αφανούς εταιρείας ή ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων ότι θα αποκτούσε κι αυτός ιδανικό μερίδιο επί του σκάφους αυτού, και συνακόλουθα ότι ο εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του ενάγοντος αρνούμενος να προβεί στη μεταβίβαση ενός τέτοιου ιδανικού μεριδίου προς αυτόν, δεν δικαιούται (ο τρίτος ενάγων) να του μεταβιβασθεί ποσοστό κυριότητας επί του εν λόγω σκάφους ούτε να του αποδοθεί κάποιο χρηματικό ποσό κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η αγωγή του τρίτου ενάγοντος ως προς αμφότερες τις βάσεις της (κύρια και επικουρική) και να καταδικασθεί αυτός, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου, με βάση και το σχετικό αίτημα του τελευταίου (αρθρ. 176, 191§§1 και 2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Θεωρεί ότι δεν ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή του δεύτερου ενάγοντος.

Δικάζει αντιμωλία των λοιπών εναγόντων και του εναγομένου.

Απορρίπτει την αγωγή του τρίτου ενάγοντος.

Καταδικάζει τον τρίτο ενάγοντα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του εναγομένου, την οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν τριάντα τεσσάρων ευρώ (134 €).

Δέχεται εν μέρει την αγωγή της πρώτης ενάγουσας.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο, σε εκπλήρωση της υποχρέωσης την οποία ανέλαβε έναντι της πρώτης ενάγουσας με την αναφερόμενη στο ιστορικό της παρούσας σύμβαση αφανούς εταιρείας που συστήθηκε μεταξύ αυτών (και του δεύτερου ενάγοντος) κατά το έτος 1994 και την ειδικότερη σχετική συμφωνία τους, να μεταβιβάσει προς αυτήν ποσοστό 38,99% της κυριότητας επί του αλιευτικού σκάφους με την ονομασία «…», αριθμό νηολογίου Πειραιώς …, Διεθνές Διακριτικό Σήμα …, ολικής χωρητικότητας 4,98 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 3,68 κόρων, ολικού μήκους 9 μέτρων, μήκους νηολόγησης 8,45 μέτρων, πλάτους νηολόγησης 3,60 μέτρων και βάθους νηολόγησης 0,95 μέτρων, το οποίο φέρει μία μηχανή εσωτερικής καύσης (Μ.Ε.Κ.) εργοστασίου κατασκευής …, τύπου …, ιπποδύναμης … (ή 11,03 KW), το οποίο (ποσοστό) αντιστοιχεί στη μερίδα της στην ανωτέρω αφανή εταιρεία, διαφορετικά και σε περίπτωση που ο εναγόμενος αρνηθεί να συμπράξει στην κατάρτιση της σύμβασης μεταβίβασης, θεωρεί ότι η σχετική δικαιοπραξία θα έχει συντελεσθεί από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης της πρώτης ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά στις 30-10-2015.

 

Ο Δικαστής                                                                      Η Γραμματέας