Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός απόφασης

606/ 2022

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 725/402/2021)

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντιγόνη Καλλιόπη Αδάμ, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Σεπτεμβρίου 2021,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», με ΑΦΜ …, η οποία εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου Ευάγγελου ΛΙΟΥΣΚΟΥ (Α.Μ./Δ.Σ.Π. …).

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στο …, με ΑΦΜ …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Νικολέτας ΛΕΜΠΕΡΟΥ (Α.Μ./Δ.Σ.Α. …).

Η εκκαλούσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά την, από 25.01.2021, με αριθμό κατάθεσης 1448/18/2021, έφεσή της κατά της, με αριθμό 10/2021, οριστικής απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίστηκε (αριθμός κατάθεσης 725/402/2021) αρχικά για τη δικάσιμο της 23.03.2021, οπότε ματαιώθηκε συνεπεία της αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων λόγω των έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από την πανδημία του Covid-19, ήδη δε η συζήτησή της επαναπροσδιορίστηκε οίκοθεν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθ. 2510/09.06.2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

      Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αριθμόν 10/2021 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, ερήμην της πρώτης εναγόμενης εταιρείας με την επωνυμία «…» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση στη γραμματεία του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 29.01.2021, ήτοι εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευσή της (άρθρα 144, 145§1, 495§§1, 2, 511, 513§1 περ. β’, 518§2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23.07.2015 και 520§1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον από τον φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση. Είναι, επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 17ΑΚΠολΔ), κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 ΚΠολΔ), ενώ έχει καταβληθεί κατά την άσκησή της το παράβολο που ορίζεται εκ του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως το πρώτο εδάφιο αυτού αντικαταστάθηκε, από 23.01.2017, με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 του Ν. 446/2016 (βλ. το επισυναπτόμενο στην έφεση, με αριθμό 36539418395103300076,  ηλεκτρονικό παράβολο).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από 17.12.2019 (12823/238/2019) αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, εξέθετε ότι στο πλαίσιο του αντικειμένου δραστηριότητάς της, το οποίο συνίσταται σε παροχή υπηρεσιών μηχανουργικών επισκευών πλοίων, κατασκευής συνδετήρων και προϊόντων κοχλιομηχανών, μεταλλοτεχνίας, ως και εκτέλεσης εργασιών μηχανουργίας, σιδηρουργίας και επισκευής κάθε είδους εργοστασίων, μηχανών πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων, κατήρτισε, στις 10.10.2018, σύμβαση έργου με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία. Ότι, ειδικότερα, δυνάμει της σύμβασης αυτής συμφωνήθηκε όπως η ίδια εκτελέσει τις περιγραφόμενες αναλυτικά στο αγωγικό δικόγραφο μηχανουργικές εργασίες επί του μηχανοκίνητου ρυμουλκού πλοίου με την ονομασία «… (…)», ελληνικής σημαίας, με αριθμό Νηολογίου …, έναντι αμοιβής ποσού 23.000,00€, η οποία συμφωνήθηκε να εξοφληθεί, εφάπαξ ή τμηματικά, εντός του χρονικού διαστήματος από 30.04.2019 έως και 30.05.2019. Ότι κατά την εκτέλεση του έργου προέκυψε η ανάγκη διενέργειας επιπλέον εργασιών, για τις οποίες συμφωνήθηκε επιπρόσθετη αμοιβή ποσού 15.800,00€, καταβλητέα κατά το χρονικό διάστημα από 30.04.2019 έως και 30.05.2019. Ότι, ενώ η ίδια εκτέλεσε προσηκόντως το συμφωνηθέν έργο και παρέδωσε εμπροθέσμως αυτό στην πρώτη εναγομένη, εκδίδοντας επ΄ ονόματί της τα ενσωματωμένα στην αγωγή πιστωτικά τιμολόγια, συνολικού ποσού (23.000,00 + 15.800,00=) 38.800,00€, η τελευταία εξόφλησε μέρος μόνον της οφειλόμενης συμβατικής αμοιβής καταβάλλοντας το ποσό των 23.000,00€. Ότι, όπως η ίδια ενημερώθηκε μετά την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης έργου, το ως άνω πλοίο ανήκει κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, η οποία είχε ναυλώσει αυτό στην πρώτη εναγομένη, δυνάμει του, από 28.12.2017, συμφωνητικού χρονοναύλωσης γυμνού πλοίου, χωρίς το γεγονός αυτό να έχει καταχωρηθεί εγγράφως στη Λιμενική Αρχή του τόπου νηολόγησης του πλοίου. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον και αλληλεγγύως έκαστη, η μεν πρώτη υπό την ιδιότητα της εφοπλίστριας του ως άνω πλοίου, αφού δυνάμει του ανωτέρω συμφωνητικού χρονοναύλωσης είχε αναλάβει, για ίδιον λογαριασμό, την οικονομική εκμετάλλευση και ναυτική διεύθυνση αυτού και η δεύτερη ως κυρία του πλοίου, ευθυνόμενη έναντι των τρίτων πραγματοπαγώς για τις προκύπτουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις και μόνον δια του πλοίου, να της καταβάλουν το οφειλόμενο υπόλοιπο της αμοιβής της, ποσού 15.800,00€, νομιμότοκα από την επομένη που έκαστο ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό με βάση τα εκδοθέντα τιμολόγια, άλλως από τον χρόνο επίδοσης στις εναγόμενες εξώδικης όχλησης για την πληρωμή του, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως και την πλήρη εξόφληση και να καταδικαστούν αμφότερες στη δικαστική της δαπάνη.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμόν 10/2021 απόφαση, η οποία εκδόθηκε ερήμην της πρώτης εναγομένης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε την αγωγή, ως νόμω και ουσία βάσιμη υποχρεώνοντας τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 15.800,00€, πλην της δεύτερης εξ αυτών, την οποία υποχρέωσε ως ευθυνόμενη περιορισμένα, δια και μέχρις της αξίας του μηχανοκίνητου ρυμουλκού «… (…)», με τον νόμιμο τόκο από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του τελευταίου τιμολογίου, μέχρι την εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ – Ν. 3816/1959) προκύπτει ότι οι έννοιες της πλοιοκτησίας, της κυριότητας του πλοίου και του εφοπλισμού διακρίνονται σαφώς. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία αποχωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνον εφοπλισμό. Πλοιοκτήτης κατά το νόμο είναι αυτός που εκμεταλλεύεται, δηλαδή ενεργεί ναυτιλιακές εργασίες με αντικείμενο την αλιεία, τη ρυμούλκηση, την παροχή επιθαλάσσιας αρωγής ή τη διάσωση, την ψυχαγωγία τρίτων και τη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων, με σκοπό το κέρδος, δικό του πλοίο, ενώ κύριος του πλοίου είναι εκείνος που έχει επ’ αυτού το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας κατά την έννοια του άρθρου 1000 του ΑΚ και το δικαίωμα αυτό έχει εγγραφεί στο νηολόγιο. Εφοπλιστής δε είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό πλοίο που ανήκει σε άλλον. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ, αυτός που εκμεταλλεύεται «δι’ εαυτόν» πλοίο που ανήκει σε άλλον οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολογήσεως και, αν τέτοια δήλωση παραλειφθεί, θεσπίζεται νόμιμο [μαχητό] τεκμήριο περί του ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό τυγχάνων επομένως, πλοιοκτήτης. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, αυτοτελή, ενοχική, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183, ΧρΙΔ 2013/688, ΜονΕφΠειρ 91/2019, ΕφΠειρ. 479/2015, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81, Κ. Ρόκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1968, § 43, σελ. 167). Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, §19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία τον συνδέει με τον κύριο του πλοίου και μπορεί να είναι είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση ναυλώσεως κατά χρόνο «γυμνού» πλοίου, δυνάμει της οποίας ο εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρονικό διάστημα πλοίο της ιδιοκτησίας του κατάλληλο μεν προς θαλασσοπλοΐα αλλά χωρίς πλήρωμα και εφόδια ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό. Ο ναυλωτής γυμνού πλοίου (bare boat charterer και charterer by demise) είναι πάντοτε εφοπλιστής, επειδή όσο διαρκεί η σύμβαση έχει την κατοχή και τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσης του πλοίου (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ. 27/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ι. Ρόκα/Γ. Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 – 132, σελ. 68 επομ., ενώ για τη νομική φύση της σύμβασης ναυλώσεως κατά  την κρατούσα σε νομολογία και θεωρία αλλά και ορθότερη άποψη, που τη θεωρεί μίσθωση κινητού πράγματος και μάλιστα απλή, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 574 επομ. του ΑΚ, βλ. ΤριμΕφΠειρ. 529/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΠειρ. 874/2013, ΕΝαυτΔ 2013/422, ΕφΠειρ. 452/2008, ΕπισκΕΔ 2008/1086 = ΕΕμπΔ 2009/645 = ΕΝαυτΔ 2009/39, ΕφΠειρ. 882/2000, ΕΝαυτΔ 2001/122, ΕφΠειρ. 2/1998, ΕΕμπΔ 1998/121 = ΠειρΝομ 1998/44, ΕφΠειρ. 273/1999, ΕΕμπΔ 2000/117, ΕφΠειρ. 1961/1988, ΕΕμπΔ 1989/623 = ΕΝαυτΔ 1989/409, Α. Αντάπαση, ο.π., σελ. 454 – 460, Ν. Δελούκα, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 169, σελ. 259, Β. Γράβαρη, Μίσθωσις γυμνού πλοίου, σε ΕΕμπΔ 1980/1 επομ. [4] και για τις λοιπές γνώμες που διατυπώθηκαν σχετικά βλ. Λ. Γεωργακόπουλο, ο.π., § 23, σελ. 171 και Α. Γεωργιάδου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙΙ, 1997, άρθρο 638, αρ. 3, σελ. 399, που τη θεωρούν μίσθωση προσοδοφόρου αντικειμένου των άρθρων 619 – 631 του ιδίου Κώδικα, ως και Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2007, § 115, σελ. 26, κατά την οποία η ίδια σύμβαση αποτελεί μορφή ναυλώσεως μη ρυθμιζόμενη από τον ΚΙΝΔ). Από τον συνδυασμό των ανωτέρω προς τη διάταξη του άρθρου 84 του ΚΙΝΔ, σύμφωνα με την οποία ο πλοιοκτήτης ενέχεται από τις δικαιοπραξίες που επιχείρησε ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, συνάγεται ότι για τα συμβατικά χρέη που απορρέουν από την εκμετάλλευση αλλότριου πλοίου ευθύνεται ο εφοπλιστής προσωπικά, με ολόκληρη μάλιστα την περιουσία του, κατά τον ίδιο δηλαδή τρόπο που ευθύνεται και ο πλοιοκτήτης αλλά όχι παράλληλα με αυτόν, αφού περί τέτοιας (παράλληλης) ευθύνης δε μπορεί να γίνει λόγος, δεδομένου ότι δεν είναι κατά το νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτησίας και εφοπλισμού (ΑΠ 991/1991, ΕΝαυτΔ 1992/70 = ΕΕμπΔ 1992/639 = ΕΕΔ 1992/1092). Προκύπτει ακόμη ότι ενώ για την πληρωμή των συμβατικών χρεών από την εκμετάλλευση του πλοίου ο εφοπλιστής ενέχεται από τη σύμβαση που κατάρτισε με τον δανειστή ο ίδιος ή δια του πλοιάρχου ως αμέσου αντιπροσώπου του, ο νόμιμος λόγος ευθύνης του κυρίου του πλοίου για την εκπλήρωση των ιδίων υποχρεώσεων είναι διαφορετικός, απορρέει από το δικαίωμα της κυριότητας επί του πλοίου και θεμελιώνεται στο νόμο (ενοχή ex lege), που ιδρύει προσωπική ενοχή του έναντι των δανειστών από τον εφοπλισμό. Η ευθύνη αυτή (για αλλότριες οφειλές) είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του εφοπλιστή, δηλαδή αυτοτελής, κύρια μάλιστα και όχι επικουρική, πλην όμως περιορισμένη σε συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο (το πλοίο) και όχι απεριόριστη, όπως εκείνου (ΤριμΕφΠειρ. 327/2011, ΕΝαυτΔ 2011/318, ΤριμΕφΠειρ. 59/2011, ΕπισκΕΔ 2011/478, ΕφΠειρ. 832/2008, ΕΝαυτΔ 2009/12, Ι. Κοροντζής, Κυριότητα πλοίου, πλοιοκτησία και εφοπλισμός, σε Δνη 1986/1098 επομ. [1100], βλ. και Γ. Θεοχαρίδη, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ. 746/2003, σε ΕΝαυτΔ 2003/368). Επομένως, για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνονται παραλλήλως ο κύριος του πλοίου και ο εφοπλιστής (ΑΠ 1549/2006, Δνη 2006/1436 = Αρμ. 2007/549, ΕφΠειρ. 408/2008, ΕΝαυτΔ 2009/19) και μάλιστα, κατά την άποψη που το Δικαστήριο θεωρεί ορθότερη, εις ολόκληρον (ΜονΕφΠειρ. 229/2016, ΜονΕφΠειρ. 323/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 795/2010, ΕΝαυτΔ 2010/385, Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 512, Ι. Κοροτζής, ο.π., Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, ΙΙ, 1997, άρθρα 481 – 482, αρ. 12, σελ. 677, contra ΤριμΕφΠειρ. 716/2011, ΕΝαυτΔ 2012/107, ΕφΠειρ. 994/2007, ΕΝαυτΔ 2007/385 = ΠειρΝ 2008/199), εν μέρει βέβαια, αφού κατά τα προαναφερθέντα ο μεν εφοπλιστής ευθύνεται απεριορίστως ο δε κύριος του πλοίου περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου και μόνο δι’ αυτού, όχι δε και με το σύνολο της περιουσίας του. Παρέπεται ότι ο δανειστής των απαιτήσεων από τον εφοπλισμό δύναται να στραφεί επιδιώκοντας την ικανοποίησή τους κατ’ αμφοτέρων των οφειλετών σωρεύοντας μάλιστα τις αξιώσεις του (υποκειμενικώς) στο ίδιο δικόγραφο, για την πληρότητα του περιεχομένου του οποίου πρέπει, μεταξύ άλλων, να μνημονεύσει, κατά το υιοθετούμενο από τον έλληνα δικονομικό νομοθέτη σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό την σύγχρονη εκδοχή του, της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ.), τον νόμιμο λόγο ευθύνης εκάστου εναγομένου και, όσον αφορά ειδικότερα τον κύριο του πλοίου, την έννομη σχέση η οποία τον συνδέει με αυτό, από την εκμετάλλευση του οποίου προέκυψε το επίδικο ανεξόφλητο χρέος.

Εν προκειμένω, με την αγωγή της η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη επεδίωξε την ικανοποίηση της απαίτησής της για το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής της για τις εργασίες που εκτελέστηκαν στο πλοίο  “…”, το οποίο δυνάμει του από 28.12.2017 συμφωνητικού είχε ναυλωθεί γυμνό από τη δεύτερη των εναγομένων, κυρία αυτού, στην πρώτη, η οποία συνεπώς ασκούσε κατά τον χρόνο γένεσης της επίδικης απαίτησης τον εφοπλισμό του. Με βάση δε τα ανωτέρω εκτιθέμενα ειδικότερα πραγματικά περιστατικά ζήτησε, επικαλούμενη τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΙΝΔ, στην οποία θεμελιώνεται η παράλληλη με του εφοπλιστή, πλην όμως περιορισμένη έως της αξίας του πλοίου, ευθύνη του κυρίου του για τα χρέη που απορρέουν από τον εφοπλισμό, την ικανοποίησή της από τις εναγόμενες, οι οποίες υποστήριξε ότι ενέχονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον. Με αυτό το περιεχόμενο το αίτημα της ενάγουσας τυγχάνει νόμιμο, καθώς σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, κατά την άποψη που και το παρόν Δικαστήριο υιοθετεί, ως ορθότερη, ο κύριος του πλοίου ευθύνεται προσωπικά και παράλληλα με τον εφοπλιστή, για τις υποχρεώσεις που δημιουργούνται από την εκμετάλλευση του πλοίου από τον τελευταίο. Ειδικότερα δε, για τις υποχρεώσεις αυτές ευθύνονται εις ολόκληρον ο μεν εφοπλιστής απεριόριστα, δηλαδή με ολόκληρη την περιουσία του, ο δε κύριος του πλοίου περιορισμένα, δηλαδή με συγκεκριμένο στοιχείο της περιουσίας του, το πλοίο από τον εφοπλισμό του οποίου προέκυψε η υποχρέωση. Επισημαίνεται δε ότι η ενάγουσα δεν ήταν απαραίτητο να διατυπώσει πανηγυρικά στο αιτητικό της αγωγής της την καταδίκη της εκκαλούσας περιορισμένα μέχρι την αξία του πλοίου, καθώς αφενός μεν εκθέτει στο αγωγικό δικόγραφο τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον νόμιμο λόγο ευθύνης της τελευταίας, ήτοι την κυριότητά της επί του πλοίου, τα οποία το δικαστήριο υπαγάγει αυτεπαγγέλτως στη νομική διάταξη του άρθρου 106 του ΚΙΝΔ, η οποία προβλέπει την περιορισμένη, δια του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, ευθύνη του κυρίου, αφετέρου δε σε κάθε περίπτωση το αίτημα αυτό περιλαμβάνεται στο αιτιολογικό της αγωγής, στο οποίο ρητώς αναφέρεται ότι η δεύτερη εναγομένη ευθύνεται για την εξόφληση του ποσού των 15.800,00€ δια του ένδικου πλοίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε το αγωγικό αίτημα ως νόμιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο κατά σειρά λόγο της έφεσης, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από όλα, ανεξαιρέτως, τα προσκομιζόμενα, με επίκληση, από τους διαδίκους έγγραφα, από την προσκομιζόμενη από την εφεσίβλητη – ενάγοουσα υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία λήφθηκε κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αριθ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης … και της Δικαστικής Επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών …, αντίστοιχα), καθώς και από την προσκομιζόμενη από την εκκαλούσα – δεύτερη εναγομένη υπ’ αριθ. πρωτ. … ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε ενώπιον του Δικηγόρου Θεσσαλονίκης Αναστάσιου Νικολακόπουλου, κατ΄ άρθρο 74 παρ.6 του Ν.4690/2020 κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εφεσίβλητης (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), η οποία τυγχάνει παραδεκτή, καθώς δεν ήταν υποχρεωτική κατά τη λήψη της η παράσταση δια πληρεξούσιου Δικηγόρου των καθ` ων η κλήτευση, αφού ουδέν διαφορετικό ορίζεται στις διατάξεις των άρ­θρων 421 επ. του ΚΠολΔ περί ενόρκων βεβαιώσεων, αλλά ούτε και στην προαναφερόμενη διάταξη της παρ.6 του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020, αλλά αντίθετα ορίζεται στην § 2 του άρθρου 422 του ιδίου ως άνω Κώδικα, ότι κατά τη βεβαίωση παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν, οι διάδικοι, επιπλέον, δε, η αιτιολογική έκ­θεση του Ν. 4335/2015 περιορίζεται στην επανάληψη των νέων διατάξεων που αφορούν τις ένορκες βεβαιώσεις και στο ρόλο των τελευταίων στην τακτική διαδικασία για τις κατατεθειμένες μετά την αγωγή, έπειτα και την ισχύ του Ν. 4335/2015, δίχως να γίνεται μνεία περί της παράστασης δια πληρεξουσίου Δικηγόρου, ούτε δε δύναται να συναχθεί ότι έπειτα και από την τροποποίηση του άρθρου 94 του ΚΠολΔ, απαιτείται η εν λόγω παράσταση και στη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων με τη δυνατότητα πλέον καταχώρησης ενστάσεων και αιτήσεων εξαίρεσης κατά του μάρτυρα (ΚΠολΔ 423 § 2), καθώς, νομίμως αυτές προβάλλονται από τους παρισταμένους διαδίκους – καθ` ων η κλήτευση, θα κριθούν δε από το Δικαστήριο που επιλαμβάνεται της συγκεκριμένης υπόθεσης και στο οποίο θα υποβληθεί η ένορκη βεβαίωση, προς απόδειξη των ισχυρισμών των διαδίκων – αιτούντων την ένορκη βεβαίωση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή υπηρεσιών μηχανουργικών επισκευών πλοίων, κατασκευής συνδετήρων και προϊόντων κοχλιομηχανών, μεταλλοτεχνίας, ως και εκτέλεσης εργασιών μηχανουργίας, σιδηρουργίας και επισκευής κάθε είδους εργοστασίων, μηχανών πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων, κατήρτισε, στις 10.10.2018, σύμβαση έργου με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία. Ειδικότερα, κατόπιν σχετικής πρότασης της τελευταίας, η εφεσίβλητη ανέλαβε να εκτελέσει επί του μηχανοκίνητου ρυμουλκού πλοίου με την ονομασία «… (…)», ελληνικής σημαίας, με αριθμό Νηολογίου …, τις εργασίες που αναγράφονται στο, με αριθμό αναφοράς …, έντυπο παραγγελίας, για «εργασίες σε δεξαμενή», το οποίο απεστάλη μέσω του από 10.10.2018 ηλεκτρονικού μηνύματος στην πρώτη εναγομένη και το περιεχόμενό του έγινε αποδεκτό αυθημερόν από την τελευταία. Με την ανωτέρω σύμβαση συνομολογήθηκε ως συνολική αμοιβή της εφεσίβλητης, κατόπιν κοστολόγησης εκάστης επί μέρους εργασίας, το ποσό των 24.050,00€, μείον έκπτωσης ποσού 1.050,00€, ήτοι ποσό 23.000,00€, το οποίο ορίστηκε καταβλητέο -εφάπαξ ή τμηματικά- εντός του χρονικού διαστήματος από 30.04.2019 έως και 30.05.2019, ενώ συμφωνήθηκε ως καταληκτικός χρόνος παράδοσης του έργου η 23.11.2018, ενόσω το πλοίο θα ελλιμενίζονταν στο λιμάνι του Πειραιά, στην προβλήτα του ΟΛΠ. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης του έργου προέκυψε η ανάγκη διενέργειας επιπλέον εργασιών, οι οποίες καταγράφονται αναλυτικά στο, με ίδιο αριθμό αναφοράς, έντυπο παραγγελίας με αντικείμενο «εργασίες σε δεξαμενή – πρόσθετες εργασίες» και το οποίο κοινοποιήθηκε με το, από 27.11.2018, ηλεκτρονικό μήνυμα στην πρώτη εναγομένη και ομοίως έγινε αυθημερόν αποδεκτό από αυτήν. Με βάση την ανωτέρω πρόσθετη συμφωνία προβλέφθηκε επιπλέον αμοιβή της εφεσίβλητης ποσού 17.800,00€, μείον έκπτωσης ποσού 2.000,00€, ήτοι ποσό 15.800,00€, το οποίο ορίστηκε καταβλητέο -εφάπαξ ή τμηματικά- εντός του χρονικού διαστήματος από 30.04.2019 έως και 30.05.2019. Κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ… άδειας επισκευής από την Α.Α.Δ.Ε. και της υπ’ αριθ. … άδειας εκτέλεσης ψυχρών εργασιών από την αρμόδια Λιμενική Αρχή, η εφεσίβλητη ξεκίνησε να εκτελεί τις συμφωνηθείσες μηχανουργικές εργασίες, παρέδωσε δε το έργο εμπροθέσμως και προσηκόντως εκδίδοντας επ’ ονόματι της αντισυμβαλλομένης της τα επισυναπτόμενα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα οποία έπρεπε να εξοφληθούν εντός 30 ημερών από την παράδοση, με τα ακόλουθα στοιχεία: 1. υπ’ αριθ. …, ποσού 5.000,00€, 2. υπ’ αριθ. …, ποσού 7.000,00€ και …, ποσού 26.800,00€. Η πρώτη εναγομένη κατέβαλε στην εφεσίβλητη έναντι της ως άνω αμοιβής το συνολικό ποσό των 23.000,00€ και ειδικότερα κατέβαλε στις 29.11.2018 το ποσό των 5.000,00€, στις 28.12.2108 το ποσό των 7.000,00€ και στις 08.03.2019 το ποσό των 11.000,00€ εξοφλώντας τα υπ’ αριθ. 1 και 2 τιμολόγια και μέρος του υπ΄αριθ. 2, έναντι του οποίου κατέβαλε ποσό 11.000,00€ εναπομείναντος υπολοίπου ποσού 15.800,00€. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την παράδοση του επίδικου έργου η εφεσίβλητη ενημερώθηκε ότι η αντισυμβαλλόμενή της δεν ήταν πλοιοκτήτρια, αλλά εφοπλίστρια του ως άνω πλοίου, ενώ κυρία αυτού ήταν η δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, δυνάμει του, από 28.12.2017, συμφωνητικού χρονοναύλωσης γυμνού πλοίου, το οποίο καταρτίστηκε στη Θεσσαλονίκη μεταξύ της εκκαλούσας και της ως άνω εναγόμενης εταιρείας «…» και δεν καταχωρίστηκε στα οικεία βιβλία της αρμόδια Λιμενικής Αρχής, συμφωνήθηκε η ναύλωση στην τελευταία γυμνού του ρυμουλκού πλοίου «… (…)», πρώην «… (…)», για χρονικό διάστημα 18 μηνών, αρχής γενομένης από την 28.12.2017, με αποτέλεσμα κατά το επίδικο διάστημα και δη κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης έργου η ανωτέρω εναγόμενη ναυτική εταιρεία να έχει την ιδιότητα της εφοπλίστριας του πλοίου, σύμφωνα και με τα σχετικώς αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς είχε αναλάβει την οικονομική εκμετάλλευση και τη ναυτική διεύθυνση αυτού, για ίδιον λογαριασμό και με σκοπό το κέρδος. Στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του …, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα και δεν λήφθηκε υπ’όψιν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ο ανωτέρω μάρτυρας, εργαζόμενος στην εκκαλούσα ως υπεύθυνος παρακολούθησης όλων των ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία και εκμετάλλευση των ρυμουλκών της ιδιοκτησίας της, βεβαιώνει ότι η τελευταία είχε προβεί κατά τα έτη 2017 και 2018 σε συμβάσεις ναύλωσης διαφόρων ρυμουλκών πλοίων, μεταξύ των οποίων και το επίδικο, στην εταιρεία «….», η οποία ασκούσε τον εφοπλισμό αυτών και ότι μετά την καταγγελία των συμβάσεων ναύλωσης, στις 05.06.2019, ήρθε αντιμέτωπη με διάφορους πιστωτές της εφοπλίστριας, που στρέφονταν και κατά της ιδίας, λόγω της ιδιότητάς της, ως κυρίας των πλοίων. Επιπλέον ο ως άνω μάρτυρας βεβαιώνει ως προς ορισμένες εκ των απαιτήσεων που εγέρθηκαν συγκεκριμένα από τους πιστωτές που προμήθευαν με καύσιμα τα ρυμουλκά, ότι εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι αυτές είχαν εξοφληθεί και συνεπώς αβασίμως στρέφονταν οι ως άνω προμηθευτές και κατά της εκκαλούσας, χωρίς ωστόσο στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση να γίνεται ειδικότερη μνεία για την οφειλή έναντι του συγκεκριμένου πιστωτή, ήτοι της εφεσίβλητης, για την οποία ουδέν αναφέρεται, ει μόνον ότι η εκκαλούσα δεν δύναται να προβεί σε πληρωμές πριν να προηγηθεί επαλήθευση όλων των εκ του εφοπλισμού οφειλών. Με το περιεχόμενο, ωστόσο, αυτό, η προμνησθείσα ένορκη βεβαίωση ουδόλως άγει σε απόρριψη της αγωγής της εφεσίβλητης, όπως αβασίμως διατείνεται η εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο της έφεσής της, αφού δεν εισφέρεται με αυτήν απόδειξη εξόφλησης ή άλλου λόγου αποσβεστικού της επίδικης οφειλής. Άλλωστε η εκκαλούσα ουδόλως αμφισβητεί και εμμέσως συνομολογεί την επίδικη σύμβαση έργου και τη συμφωνηθείσα εργολαβική αμοιβή της εφεσίβλητης, ενώ όσον αφορά την επίδικη απαίτηση για το οφειλόμενο υπόλοιπο της αμοιβής αυτής όλως αορίστως, αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα ισχυρίζεται ότι δεν είναι σε θέση να προβεί σε πληρωμές πριν να ολοκληρωθεί σχετικός οικονομικός έλεγχος των συναλλαγών στις οποίες προέβη η εφοπλίστρια των ρυμουλκών, για τυχόν πόρισμα του οποίου ωστόσο ούτε και στη δευτεροβάθμια δίκη εισφέρει κάποιον ισχυρισμό ή αποδεικτικό στοιχείο. Εκ του συνόλου των ανωτέρω συνάγεται ότι η εκκαλούσα, ως κυρία του ρυμουλκού πλοίου «… (…)», ευθύνεται για την πληρωμή των συμβατικών χρεών από τον εφοπλισμό του πλοίου και εν προκειμένω για το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής που συμφωνήθηκε μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφοπλίστριας του πλοίου «…», πλην όμως περιορισμένα, δια του πλοίου αυτού και έως την αξία του, υποχρεούμενη να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των 15.800,00€, νομιμότοκα από την πάροδο τριάντα ημερών από την έκδοση του τελευταίου τιμολογίου, ήτοι από την 08.03.2019, έως την πλήρη εξόφληση. Επισημαίνεται δε ότι, σε συμφωνία και με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις εκ του εφοπλισμού αυτού απαιτήσεις είναι μεν αυτοτελής, ωστόσο αφορά σε αλλότρια οφειλή, η οποία προσδιορίζεται από τη νομική αιτία από την οποία προέρχεται, βάσει της οποίας κρίνεται και το ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αυτής, συνεπώς και η παρεπόμενη απαίτηση καταβολής τόκων υπερημερίας κρίνεται με βάση την υπερημερία της εφοπλίστριας του πλοίου, ανεξάρτητα από τυχόν όχληση της κυρίας του πλοίου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έστω με εν μέρει διαφορετική και ελλιπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτά αντικαθίσταται και συμπληρώνεται από τις αιτιολογίες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), υποχρέωσε αμφότερες τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα την οφειλόμενη εργολαβική αμοιβή, ποσού 15.800,00€, πλην τη δεύτερη εξ αυτών (εκκαλούσα) περιορισμένα, δια και μέχρι της αξίας του μηχανοκίνητου ρυμουλκού πλοίου «… (…)», με τον νόμιμο τόκο από την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την έκδοση του τελευταίου τιμολογίου, ουδόλως έσφαλε κατά την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, απορριπτομένων των δεύτερου και τρίτου, κατά σειρά, λόγων της υπό κρίση έφεσης.

Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190§3 και 191§2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν απορρίπτεται η αγωγή του, ή αντίστοιχα όταν γίνεται δεκτή η  εναντίον του ασκηθείσα αγωγή, καταδικάζεται στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Μεταξύ δε των εξόδων που αποδίδονται συγκαταλέγονται τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της δίκης για την ενέργεια των δικαστικών πράξεων, το τέλος δικαστικού ενσήμου, η αμοιβή των δικηγόρων, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν, τα ποσά που καταβάλλονται στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν, τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων κλπ.. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλούμενης απόφασης περί επιβολής σε βάρος αυτής -από κοινού με τη συνεναγομένη της-  των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, ποσού 800,00€, ισχυριζόμενη ότι το ύψος αυτών είναι υπερβολικό. Ο λόγος αυτός, όμως, ο οποίος παραδεκτά προβάλλεται κατ` άρθρο 193 ΚΠΔ, κρίνεται αβάσιμος κατ’ ουσίαν και πρέπει να απορριφθεί, καθώς με βάση το αντικείμενο της αγωγής, αξίας 15.800,00€, η αμοιβή του πληρεξούσιου Δικηγόρου της εφεσίβλητης για τη σύνταξη αγωγής και προτάσεων ορίζεται κατά τον νόμο σε ποσοστό  (2% + 1%=) 3% επί του ποσού αυτού, ενώ εάν σε αυτό προστεθούν και τα λοιπά έξοδα που αποδίδονται στην εφεσίβλητη – ενάγουσα σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις (ιδίως τέλος δικαστικού ενσήμου, έξοδα επιδόσεων κλήσης για παράσταση σε ένορκη βεβαίωση), δικαιολογείται ο προσδιορισμός των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων της νικήσασας εφεσίβλητης στο ποσό των 800,00€, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της υπό κρίση έφεσης. Ενόψει όλων των προεκτεθέντων πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 183,  176 και 191§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε τριακόσια ευρώ (300 €).

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2022, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ